Η Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά ἔχει ἠρεμία, προσοχή, ἀφοσίωση,
ἔμπνευση (κατά τόν π. Σωφρόνιο τοῦ Essex). Κυρίως γιά τό λειτουργό ἱερέα.
Γι’ αὐτό χρειάζεται περιβάλλον πού δέν θά τόν διασπᾶ:
μάζεμα λογισμῶν ἀλλά καί σέ ἀναγκαῖες ὧρες ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στό ἱερό.
Τότε ἔρχεται καί μένει ὡς ἠρεμία, ἀνάπαυση.
π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Σχόλιο στό Ευαγγέλιο τῆς Κυριακῆς πρός τῆς Ὑψώσεως
Δέν μπορεῖ νά παρουσιάζεται ὁ Θεός ὡς τιμωρός καί τά κακά πού συμβαίνουν στόν κόσμο ὡς θεομηνίες. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές παραπέμπουν στό Θεό τῶν θρησκειῶν πού ἐνθαρρύνουν τίς νευρώσεις καί τήν ἀνθρώπινη ἀνάγκη νά πιαστεῖ ἀπό κάτι πιό δυνατό, ὅταν οἱ δυσκολίες πλακώνουν τούς ἀνθρώπους ὁμαδικά ἤ προσωπικά.
Ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτεται ὡς Θεάνθρωπος, ὁ Θεός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔρχεται ὡς θυσιαστική ἀγάπη. «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε τόν Υἱόν Του τόν μονογενῆ ἔδωκεν, γιά νά μή χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν ἀλλά νά ἔχει αἰώνια ζωή».
Ἡ μοναδικότητα τοῦ Υἱοῦ δείχνει τή μοναδική ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ Θεός προσφέρει σ’ αὐτόν ὄχι μόνο τή φύση – δημιουργία Του, ἀλλά καί τό Μονογενῆ Τοῦ Υἱόν, γιά νά μή χαθεῖ στό θάνατο ἀλλά νά ἔχει ὄντως αἰώνια Ζωή.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός κάθε ἄνθρωπο, δέν περιορίζεται στή λογική τή δική μας, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει. Ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἀγάπη καί σεβασμός τῆς ἐλευθερίας συμβαδίζουν γιά τό Θεό, ἐνῷ ἡ δική μας ἀγάπη καταργεῖ τήν ἐλευθερία «γιά τό καλό» τοῦ ἀγαπημένου, ἤ γίνεται ἄλλοθι γιά ἀδιαφορία. Συγχυσμένα πράματα...
Τό σημαντικό γιά τόν καθένα μας κι ὅλους μαζί εἶναι ὅτι ἔχουμε ἕνα Θεό πού μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, μέχρι θανάτου, «θανάτου δέ σταυροῦ».
Μπροστά σέ τέτοια ἀγάπη, ἡ ἀνταπόκριση γίνεται μέ ἀγάπη σταυροῦ: πρῶτα σηκώνεις τόν προσωπικό σου σταυρό - τόν ἑαυτό σου μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη του, καί, βέβαια, τό παλεύεις. Μετά ὑπομένεις μ’ ἐλπίδα τίς δοκιμασίες, μικρές ἤ μεγάλες. Κι αὐτά τά κάνεις γιά «νά κάνεις κάτι» ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ. Κι ἔτσι ἀπαντᾶς στήν Ἀγάπη μέ ἀγάπη καί ζεῖς τή ζωή Του, τήν αἰώνια Ζωή του.