Ἡ πίστη στό Χριστό πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι σχέση, ἐμπειρία,
πού ἔχει ὅμως τή σφραγίδα τῆς κοινῆς - ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.
Τότε, τά ὅποια λογικά ἐπιχειρήματα,
πού ἡ ἀνθρώπινη ἐφευρετικότητα καί ἐπιστήμη θά παρουσιάσει,
θά γκρεμιστοῦν.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Στην εισαγωγή του βιβλίου του Παύλου Ευδοκίμωφ “Η προσευχή της Aνατολικής Eκκλησίας”, όπου ερμηνεύει τη Θεία Λειτουργία, καταγράφεται μια όμορφη ιστορία για έναν άγιο:
«Μια μέρα ένας άγιος σταμάτησε στο σπίτι μας. Η μητέρα μου τον είδε στην αυλή να κάνει τούμπες για να διασκεδάσει τα παιδιά. «Ω, μου είπε, είναι στ’ αλήθεια ένας άγιος⸱ μπορείς, γιε μου, να πας κοντά του».
Ο άγιος έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε:
Δεν ήξερα τι να απαντήσω.
Η πιο πάνω ιστορία δείχνει με απλό τρόπο τη δυσκολία που έχουν κάποιοι «άνθρωποι της Εκκλησίας» να δεχτούν τον Θεόν ευχάριστον, προσιτόν, χαρούμενον. Θεωρούν πως είναι ένας αυστηρός νομοθέτης που απαιτεί από τους οπαδούς Του πιστή τήρηση των εντολών Του, αλλιώς θα τους τιμωρήσει και σε αυτή και στην άλλη ζωή, αν δεν μετανοήσουν.
Είναι κατανοητό πως τέτοιες αντιλήψεις παραπέμπουν σε άλλες θρησκείες ή αιρέσεις, όχι, όμως, στην πίστη της Εκκλησίας. Στην Ορθοδοξία, που διασώζει την ορθή πίστη και άρα και την ορθή ζωή, βιώνεται η αγαπητική σχέση Θεού - ανθρώπου, όπως και ανθρώπου - Θεού. Μια τέτοια σχέση έχει ελευθερία, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται από χαρά.
Οι Άγιοι, έχοντας τέτοια σχέση με τον Θεό, δεν φοβούνταν να ενεργήσουν με τρόπο που αντιβαίνει τον καθωσπρεπισμό και τον ηθικισμό. Η περίπτωση των δια «Χριστόν σαλών» εκφράζει, με ακραίο ίσως τρόπο, την ελευθερία και την ουσία στη σχέση με το Θεό.
Αλήθεια, πώς «αντέχεται» ένας Θεός που απαιτεί συνεχή πάλη κατά του κακού, χωρίς χαλάρωμα και χωρίς χαρά; Πώς να θέλεις να ζήσεις «χριστιανικά», αν τέτοιος τρόπος ζωής δεν συνοδεύεται από αγαλλίαση, ζωντάνια, πληρότητα ζωής;
Αν «δια του σταυρού ήλθε χαρά εν όλω τω κόσμω», είναι φανερό πως ο όποιος σταυρός, η όποια δοκιμασία και δυσκολία τής ζωής, ετοιμάζει με τον Χριστόν και δια του Χριστού την εμπειρία της αιώνιας χαράς. Αυτής της χαράς μας κάνει «οικείους» με τον Θεό, όπως μας κάνει και με την άρση του σταυρού μας, ως να είναι, πράγματι, «ο καλύτερος σύντροφος για τα παιχνίδι μας».
[1] Έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1980, σ.σ. 20-21