Ἡ τραγωδία ποὺ νικᾶ τὴν τραγωδία
Στέλιου Κούκου
Οἱ χρόνοι τῆς Κύπρου 50. Ἀπὸ τὴν κατάληψή της. Τὸν ἀποτρόπαιο διαμελισμό της. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ καταστροφικὸ ’74 ποὺ στοίχειωσε τὸν κόσμο της. Τὸν ἑλληνισμό. Ἀπὸ τὸν Ἰούλιο τῆς χρονιᾶς αὐτῆς καὶ μετὰ τίποτε δὲν ἦταν ὅπως παλιά! Καὶ πῶς νὰ ἦταν! Ἀφοῦ ἦλθαν τὰ πάνω κάτω. Τὰ πάνω ὑπὸ κατοχή. Τὰ κάτω ὑπὸ ἀπειλή...
Μέχρι τὸ ’60 ζοῦσε ἀκόμη στὴν Κύπρο ὁ κόσμος τοῦ Ὁμήρου, ἔλεγε ὁ ποιητὴς Μιχάλης Πασιαρδής. Ὁ ποιητὴς ποὺ μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ Ἰουλίου καὶ τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1974 «ἔγραψε» πρὸς Ἀθήνας στὸ ποίημά του «Εἴμαστε Ἕλληνες», τὰ ἑξῆς:
«Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μᾶς πουλήσατε.
Τό ’χετε ξανακάνει χρόνια πρὶν σ’ ἄλλους αἰῶνες,
ὅταν μᾶς ξεπουλούσατε στοὺς Πέρσες.
Κι ὅμως ζήσαμε.
Κι’ ἀντέξαμε σκλαβιὲς καὶ κοῦρσα,
τὰ φέραμε δεξιὰ μὲ τὴν ἀναβροχιὰ καὶ τὴν ἀκρίδα.
Εἴμαστε Ἕλληνες. Δὲν καρτεροῦμε τίποτα,
τώρα μᾶς ρίξατε στοὺς Τούρκους
τὸ αἷμα πότισε τὴ γῆ
κι ἁλυσοδέσανε βαριὰ τὸν Πενταδάκτυλο.
Εἴμαστε Ἕλληνες. Δὲν καρτεροῦμε τίποτα,
ἀπ’ τὴν Ἀθήνα τίποτα. Εἴμαστε Ἕλληνες
Ἕλληνες τοῦ πικροῦ καιροῦ
καὶ τῆς ἀπελπισίας».
Πικρὸ ποίημα μετὰ ἀπὸ ἕνα ὁλοκαύτωμα πού, ὅμως, σφυρηλατεῖ τὴν ἐλπίδα καὶ μάλιστα σὰν μιὰ ἰδιαίτερη κοφτερὴ λεπίδα. Ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀντοχὴ τοῦ νὰ βροντοφωνάξεις σ’ αὐτοὺς ποὺ σὲ πρόδωσαν, σὲ ξεπούλησαν πὼς «Εἴμαστε Ἕλληνες» τελειώνει μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες τὸν δικό τους ἄτοπο, ἀξιοθρήνητο καὶ προδοτικὸ πατριωτισμό.
Ἄλλωστε, αἴφνης ἡ Ἑλλὰς τῶν... ἑλλήνων στρατιωτικῶν διαλύθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε εἰς τὰ ἐξὸν δὲν συνετέθη. Ἡ ὕβρις καὶ ἡ μέθη τῆς ἐξουσίας ὁλοκληρώνεται πάντα ὡς τραγωδία! (Ναί, σεφερικὸ εἶναι αὐτό).
Καὶ ἐδῶ! Δηλαδή, ἐκεῖ στὰ ματωμένα χώματα τῆς Κύπρου! Μιὰ διὰ τῶν πραγμάτων τραγωδία, ὅπου πρωταγωνίστησαν ὡς ἐλεεινοὶ καὶ ἀμήχανοι ὑποκριτὲς ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοῦ οἱ ὑποχωροῦντες ἀπὸ τὸ πολεμικὸ πεδίο καὶ παραδιδόμενοι στὴν ἔσχατη ντροπή, οἱ προεξάρχοντες τῆς ἀτιμίας ποὺ τὴν εἶπαν ἐπανάσταση. Τί κωμωδία! Καὶ χωρὶς νὰ ἀναλάβουν ποτὲ τὶς εὐθύνες τους.
Ἂν ἀναλαμβάνονται ποτὲ τέτοιες εὐθύνες γιά: χιλιάδες νεκρούς, ἀγνοούμενους, αἰχμαλώτους, βιασμούς, ἀνάπηρους, τραυματίες, χῆρες, ὀρφανά, χαροκαμένους γονεῖς καὶ συγγενεῖς, ξεριζωμένους, ζωὲς μετέωρες, λαφυραγώγηση ἀρχαιοτήτων, ἀτομικῶν περιουσίων...
Καὶ ὁ Κύπριος ποιητὴς ὡς ἔσχατος τραγικὸς βροντοφωνάζει: «Εἴμαστε Ἕλληνες»! Μιὰ πεποίθηση ποὺ δὲν θεραπεύει τίποτε ἀπὸ ὅλα τὰ πιὸ πάνω ποὺ ἔφερε ἡ προδοσία, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ταυτόσημη μὲ τὴν τραγωδία.
Ἔτσι μοιάζει νὰ λειτουργεῖ ἀπὸ τὸ πουθενὰ σὰν τὴν μόνη κάθαρση ποὺ προκύπτει! Προφανῶς μόνον ἡ καρδιά, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς ποιητῆ ζυμωμένου μὲ τὸν κόσμο τοῦ Ὁμήρου, τὸν ἑλληνικὸ τρόπο καὶ τὴν γλῶσσα του μπορεῖ νά... φτύνει κατάμουτρα σὲ κάθε ὑπεύθυνο (ἀνεύθυνο) τόσο μεγάλες, περιεκτικὲς ἀλήθειες: «Εἴμαστε Ἕλληνες»!
Καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ κάθαρση ἡ ὁποία δὲν προκύπτει ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο! Τὸν τρόπο ὕπαρξης ποὺ νικᾶ τὴν τραγωδία ἀκόμη καὶ διὰ τῆς τραγωδίας!
Ὅσο γιὰ τὸ ποίημα τοῦ Μιχάλη Πασιαρδὴ τελειώνει ὡς χορικό:
«Στὴν καρδιὰ τοῦ πελάγου
στὸ σταυρὸ τοῦ ὁρίζοντα
κραυγὴ κι’ οἰμωγὴ ἡ πατρίδα μου.
Ἀγρυπνοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ γωνιά, στ’ ἄκρο πέλαγο
στὴ μικρή μας πατρίδα ἐπάνω. Ἡ φωνή μας – αἰῶνες
παλιοὶ ποὺ δὲν χάθηκαν.
Τὰ’ ὄνειρό μας – αἰῶνες
ποὺ θάρθουν.
Ἀγρυπνοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ γωνιὰ καὶ μαχόμαστε.
Ἡ ἐλπίδα ἀκονιέται στὴν πίστη».