Δέν εἶναι πάντα ἀρνητικό νά μήν βρίσκεις ἄνθρωπο νά συναντηθεῖς,
νά μιλήσεις, νά κάνεις παρέα, κι ἄς τό θέλεις πολύ.
Μπορεῖ νά ’ναι εὐκαιρία γιά νά συναντηθεῖς μέ τόν κρυμμένο ὡραῖο ἑαυτό σου,
γιά νά ἐκδηλώσει τά χαρίσματά του καί νά ἀναδυθεῖ ἡ ἀνάπαυση.
π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Σχόλιο στό Ευαγγέλιο τῆς Κυριακῆς ΙΔ΄ Λουκᾶ
Ἕνας τυφλός μαθαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καθόταν στό δρόμο τῆς Ἰεριχοῦς ζητιανεύοντας. Κι ἄρχισε νά φωνάζει «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με».
Ἦταν ἡ κραυγή πού ἔβγαινε μέσα ἀπό τήν πονεμένη ὕπαρξή του. Πῶς ἦταν δυνατόν, μέσα ἀπό τέτοια ὕπαρξη, νά μήν ἀκουστεῖ ἡ φωνή του ἀπό τό Θεό τῆς ἀγάπης;
«Τί σοι θέλεις ποιήσω;». Γιατί, ἄραγε, ρωτᾶ τά αὐτονόητα; Τί ἄλλο νά θέλει ἀπό τό φῶς του; Ἡ ἐρώτηση στοχεύει στή σχέση. Ζητώντάς του φανερώνει τήν ἄνεση νά τό κάνει. Δίνοντάς του αὐτό πού θέλει κατανοεῖ τήν ἀγάπη του καί δημιουργεῖται φιλότιμο πού εὐχαριστεῖ, πού εὐγνωμονεῖ.
Ἄν τό αἰσθητό φῶς εἶναι τόσο σημαντικό, πόσο θά εἶναι τό πνευματικό; καί ἄν ἡ θέα τοῦ πρώτου προκαλεῖ θαυμασμό καί ἔκσταση, τί θά συμβαίνει μέ τό δεύτερο;
Ὅμως, γιά νά ἔρθει χρειάζεται νά τό ζητήσουμε, ἀφοῦ καταλάβουμε τήν ἀπουσία του. Καί ὅταν ἔλθει «τό Φῶς τό ἀληθινό», τότε ἀλλάζει ἡ ζωή μας. Γιατί ἔρχεται ὁ Χριστός πού βεβαιώνει ὅτι εἶναι «τό Φῶς» κι ἄρα ὁ μόνος πού μπορεῖ νά φωτίσει τό μέσα μας σκοτάδι.
Γιά νά τό φωτίσει χρειάζεται νά Τόν καλέσουμε· γιά νά Τόν καλέσουμε χρειάζεται νά τό συνειδητοποιήσουμε· γιά νά τό συνειδητοποιήσουμε χρειάζεται νά κατεβοῦμε στόν Ἅδη τῆς ὕπαρξής μας.
«Ἄβυσσος, ἄβυσσον ἐπικαλεῖται». Μόνο ὅποιος ἔνιωσε τήν ὑπαρξιακή του ἀμαρτωλότητα μπορεῖ νά νιώσει στό βάθος τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τή δυνατή καί προσωπική. Κι ὅποιος ἔτσι τή βιώσει, μπορεῖ νά ἀγωνιστεῖ, νά σηκώσει τό σταυρό του καί νά τόν ἀκολουθήσει «ὅπου ἄν ὑπάγει», μόνο γιατί ὑπάρχει Ἐκεῖνος, μόνο γιατί ἀγαπᾶ Ἐκεῖνον.