Ἡ γνώση ἄλλων θεμάτων πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο,
ἐκτός θεολογικῶν-πνευματικῶν, δέν εἶναι λιγότερο πνευματική.
Ἡ ἀπομόνωση ἀπό τό ὅλο στερεῖ
ἀπό τήν ὁλοκληρωμένη γνώση κι ἄρα εἶναι ἐλλιπής.
Ὅ,τι ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο εἶναι πνευματικό.
Ἡ ἐκκλησία τό ἀγκαλιάζει καί τοῦ δίνει προοπτική αἰωνιότητας.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Στις μέριμνες και στα τρεχάματα της καθημερινότητας, ξεπροβάλλουν οι γιορτές της Εκκλησίας μας ως δείκτες νέας ζωής. Όσοι μπορέσουν να σταθούν για λίγο και να φιλοσοφήσουν τη σημασία τους, θα ανακαλύψουν την ομορφιά που κρύβουν, το νόημα που εκπέμπουν, τη ζωή που μεταδίδουν.
Η γιορτή της Υπαπαντής, κατ’ άλλους Δεσποτική και κατ’ άλλους Θεομητορική, μας θυμίζει τη συνήθεια των Ιουδαίων να προσέρχονται στο ναό όταν το παιδί γίνει σαράντα ημερών και «να προσφέρουν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια». Ο Ιησούς, ως Ιουδαίος, προσάγεται από την Παναγία και τον Ιωσήφ στο ναό «κατά το νόμο Μωϋσέως». Εκεί συναντά τον ηλικιωμένο Συμεών, που ήλθε στο ναό με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος αναμένοντας το σωτήρα του κόσμου.
Η συνάντηση του Συμεώνος με τον Ιησού Χριστό, η Υπαπαντή δηλαδή, γέμισε χαρά τον πιστό και ευλαβή γέροντα ώστε να τον πάρει στην αγκαλιά του και να αναφωνήσει: «Τώρα, Κύριε, μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες, γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα που ετοίμασες για όλους τους λαούς, φως που θα φωτίσει τα έθνη και θα δοξάσει το λαό σου του Ισραήλ».
Η ύπαρξη του κάθε ανθρώπου, ως εικόνα Θεού, ζητά ενσυνείδητα ή ασυνείδητα αυτή τη συνάντηση με το Χριστό. Στο χώρο της καρδιάς γίνεται η συνάντηση και μεταμορφώνει τον άνθρωπο.
Βέβαια, η όλη παιδεία δεν μας έμαθε πώς γίνεται η συνάντηση. Γι’ αυτό ζητούμε «χειροπιαστές αποδείξεις» που θα μας βεβαιώσουν για την ύπαρξη και την παρουσία Του. Αλλά το λογικό και οι αισθήσεις αδυνατούν να συλλάβουν και να βιώσουν την υπέρ-αίσθησιν αίσθηση. Χρειάζεται ο πόθος μας που θα ενεργοποιήσει την προσωπική Πεντηκοστή. Χρειάζεται η προσπάθεια που θα δείξει τον πόθο μας. Κι ακόμα την επιθυμία, Θεού και ανθρώπου, που θα φέρει τον τρόπο και το χρόνο της συνάντησης.
Όμως, όσο και να «κωδικοποιούμε» την προσωπική μας υπαπαντή με τον προσωπικό μας σωτήρα, ξέρουμε ότι κανένας ανθρώπινος υπολογισμός δεν θα καθορίσει τον τρόπο και το χρόνο που ο Θεός θα θελήσει να μας συναντήσει. Η εμπειρία από αυτές τις συναντήσεις έδειξε ότι σε χρόνο που δεν περιμένουμε και με τρόπο που δεν υπολογίζουμε έρχεται και μας βρίσκει. Γιατί, ουσιαστικά, ο Χριστός είναι που καθορίζει το πώς και το πότε θα συναντήσει τον άνθρωπο.
Κι είναι η συνάντηση αυτή καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της ζωής. Γιατί δεν μπορείς να πεις πια «δεν ξέρω», «δεν τον είδα», «δεν τον αισθάνθηκα». Βιώνεις την όντως γνώση, την όντως ζωή, την όντως ευτυχία.
Δεν θα πρέπει να ποθούμε αυτή την ώρα;
Δεν είναι ωραίο να προετοιμαζόμαστε για τη συνάντηση που θα έλθει κάποια στιγμή;
Δεν είναι ευλογία να θέλει να μας συναντήσει ο Θεός;