Η Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά ἔχει ἠρεμία, προσοχή, ἀφοσίωση,
ἔμπνευση (κατά τόν π. Σωφρόνιο τοῦ Essex). Κυρίως γιά τό λειτουργό ἱερέα.
Γι’ αὐτό χρειάζεται περιβάλλον πού δέν θά τόν διασπᾶ:
μάζεμα λογισμῶν ἀλλά καί σέ ἀναγκαῖες ὧρες ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στό ἱερό.
Τότε ἔρχεται καί μένει ὡς ἠρεμία, ἀνάπαυση.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Πήγε κάποτε να δει τον Αββά Ματόη ο Αββάς Ιάκωβος και του είπε πως σκόπευε να επισκεφθεί και να συνομιλήσει με όλους τους Πατέρες σ’ εκείνη την έρημο.
Σαν έφθασε στον Αββά Ιωάννη, ο Αββάς Ιάκωβος, του έδωσε τους χαιρετισμούς του Αββά Ματόη.
Ύστερα από αρκετό καιρό ξαναπέρασε από τον Αββά Ματόη ο Αββάς Ιάκωβος και του είπε τα λόγια που είχε πει γι’ αυτόν ο Αββάς Ιωάννης.
Το πιο πάνω περιστατικό, παρμένο από το Γεροντικό, θέτει ένα σημαντικό θέμα στις ανθρώπινες σχέσεις: αυτό της αναγνώρισης της αρετής, των ικανοτήτων και χαρισμάτων του συνανθρώπου μας.
Όταν συναναστρεφόμαστε ή συνεργαζόμαστε με κάποιον, αναπόφευκτα θα δούμε τα ελαττώματά του όπως και τα χαρίσματά του. Τονίζουμε αυτά από τα οποία κινείται η καρδία μας απέναντί του. Αν τον συμπαθούμε θα εξυψώσουμε τα θετικά· αν τον αντιπαθούμε ή μας είναι αδιάφορος, τα αρνητικά. Στην πραγματικότητα, θα αποκαλυφθεί στον εαυτό μας πώς έχουμε μέσα μας τον πλησίον μας.
Ο έπαινος μπορεί να γίνει δύναμη σ’ αυτόν που τον δέχεται, κυρίως αν νιώθει μειωμένος ή αποτυχημένος γι’ αυτό που κάνει ή είναι. Αν ο έπαινος πηγάζει από αγάπη και ειλικρίνεια, γίνεται ενθάρρυνση. Αν τα κίνητρα είναι η κολακεία και η υποκρισία, ενθαρρύνουμε ένα ψέμα, κινούμαστε μέσα σ’ αυτό και φυγαδεύεται η καρδιακή ειρήνη.
Τα ωραία - επαινετικά λόγια που λέγονται χωρίς την παρουσία του προσώπου που αφορούν, δείχνουν, γι’ αυτόν που τα λέει, την ανωτερότητα τού χαρακτήρα του, την ανόθευτη αγάπη, τη γνησιότητα των προθέσεών του. Αυτή η συμπεριφορά, επειδή είναι αληθινή - καρδιακή, μεταγγίζει τη χάρη της ταπείνωσης και της αγάπης ακόμα και σ’ αυτόν που είναι απών και τον αφορά. Πράγματι, αυτό που είμαστε κι όχι αυτό που κάνουμε ή λέμε, μεταδίδουμε στους άλλους.
Θεωρούμε τη νηστεία, τις μακρές προσευχές, τη συμμετοχή μας στις ακολουθίες και άλλα “θρησκευτικά καθήκοντα”, ως μέσα που θα συναντήσουμε το Θεό, θα Τον γνωρίσουμε και θα ενωθούμε μαζί Του. Και είναι, αν γίνονται ταπεινά και ειλικρινά.
Όμως η καθαρότητα της καρδιάς καθορίζεται κι από τη σχέση μας προς τον πλησίον, κυρίως «τον αδύνατον που πέφτει», κατά τον άγιο Ισαάκ το Σύρο. Όπως, ασφαλώς, κι από την αναγνώριση και επισήμανση των αρετών και χαρισμάτων του, που σίγουρα έχει ως εικόνα Θεού.
Τελικά, η άσκηση δεν συνίσταται σε εξωτερικές συμπεριφορές μόνο, αλλά, κυρίως, στο να νικήσουμε τη φιλαυτία μας αναγνωρίζοντας μέσα μας τον άλλο ως καλύτερο μας, ως ενάρετο και ικανό. Τότε θα γευτούμε τη χαρά της κοινωνίας των προσώπων κι άρα την ομορφιά της Βασιλείας του Μεγάλου Θεού μας.