Ἡ λησμονημένη Παράδοση...
ἤ,
ποιός θυμᾶται σήμερα νὰ χαιρετίσει τὸν ἄλλον μὲ τό, «Χριστὸς Ἀνέστη»
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Μέρες Ἀναστάσιμες, αἰσιόδοξες, φωτεινὲς καὶ μὲ τὴν Ἄνοιξη νὰ μεριμνᾶ, ὥστε ν᾿ ἀποτινάξουμε τὴν ὅποια στἀχτη τοῦ χειμώνα καὶ νὰ εὐελπιστοῦμε, ὅτι ὅλα, θὰ δρομολογηθοῦν στὸν ἔγγοπο βίο μας, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ἀδιάλειπτης Παρουσίας Του καὶ στοργῆς.
Οἱ Ἐκκλησιὲς ἀκόμα εὐωδιάζουν ἀπὸ τὰ μῦρα τοῦ Ἐπιταφίου καὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ κεριὰ στὰ μανουάλια ἀκόμα φωτίζουν μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ φωταγωγοῦν τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, ὅμως μέσα στὸν κόσμο, στὸν κόσμο ποὺ δέχτηκε τὸν Ἐπιταφιο, ποὺ χάρηκε τὴν Ἀνάσταση, ποὺ γιόρτασε καὶ χάρηκε, μιὰ ἀδιαφορία γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ πλανᾶται. Ἀδιαφορία ντυμένη μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς προοδευτικότητας καὶ τοῦ συγχρονισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ φανοῦμε πὼς εἴμαστε καθυστερημένοι ἤ ἀνακόλουθοι τῶν ὅσων συμβαίνουν ἤ ἐξελίσσονται γύρω μας. Ἔτσι, μέρες ποὺ εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται σωστὸ ὥστε ὁ χαιρετισμὸς μεταξὺ τῶν πιστῶν νὰ εἶναι:
-Χριστὸς Ἀνέστη!
-Ἀλήθῶς, ὁ Κύριος!
Γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι παρωχημένο πιά. Δὲ χρειάζεται, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ ἀόριστη φράση «Χρόνια Πολλά», ἔτσι ὤστε νὰ τὰ καλύψει ὄλα.
Ὅμως, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐξελιχτοῦν τὰ πράγματα καὶ γιατί, τάχα;
Γιὰ νὰ εἴαστε τίμιοι μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε καλὸ θὰ εἶναι νὰ σεβόμαστε ὅ,τι μᾶς παραδίδεται κι ὄχι νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε χωρὶς νὰ τὸ ἐρευνήσουμε καλῶς.
Ἐπειδὴ ἄν σταθοῦμε μὲ σύνεση καὶ προσοχὴ πάνω στὸν χαιρετισμὸ αὐτόν, τότε θὰ καταλάβουμε πραγματικὰ τί σημαίνει Ἀνάσταση καὶ γιατὶ ἡ Ἐκκλησία γιὰ σαράντα ὁλόκληρες μέρες πανηγυρίζει τὸ μέγα αὐτὸ γεγονός: ὅτι δηλαδή, «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκεοιμημένων ἐγένετο» (ἱ. Χρυσόστομος). Αὐτὸ ἄλλωστε δὲν εἶναι καὶ τὸ μέγα ζητούμενο γιὰ τὸν κάθε θνητό;
Ἑπομένως γιατὶ νὰ πάψουμε νὰ τιμᾶμε τὴν ὅμορφη αὐτὴ συνήθεια τὼν προγόνων μας, ἡ ὁποία σὺν τοὶς ἄλλοις εἶναι καὶ μιὰ ὁμολογία γιὰ τὸν κάθε πιστὸ ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰ ὄσα διακήρυξε τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός του καὶ τὸ ἀνανεώνει σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη, «προδοκᾶ Ἀνάσταση νεκρῶν..» (Σύμβολο τῆς Πίστεως);
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, νὰ εἴμαστε συντονισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εὔχεται ἀόριστα «Χρόνια πολλὰ» κι ἄς ζήσουμε τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως μὲ τὸν ἀξεπέραστο χαιρετισμό,
-Χριστὸς Ἀνέστη
-Ἀληθῶς,Ἀνέστη.
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ 2017
Φωτη Κόντογλου
Οι άνθρωποι έχουν στην καρδιά τους μεγάλο φόβο μήπως απομείνουν απροστάτευτοι και φτωχοί στη ζωή τους, και για τούτο, ο νους κι’ ο λογισμός τους είναι στο να μαζέψουν χρήματα η ν’ αποκτήσουν κτήματα κι’ άλλα πλούτη, για να τα ‘χουνε στην ανάγκη τους.
Και καλά για εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό, και κρεμούνε την ελπίδα τους στα χρήματα και στ’ άλλα πλούτη. Άλλα τι να πει κανένας για εκείνους που λέγονται χριστιανοί, που πάνε στην εκκλησία και παρακαλούνε τον Θεό να τους βοηθήσει στη ζωή και που λένε πώς έχουνε την ελπίδα τους στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, κι’ από την άλλη μεριά είναι φιλάργυροι, δεν δίνουνε τίποτα στ’ αδέλφια τους, τους φτωχούς, κι’ ολοένα μαζεύουνε χρήματα και πλούτη; Στη ζωή μου είδα πώς οι τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί είναι οι περισσότεροι, κι’ απορεί κανένας πώς μπορούνε να συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, με τα λόγια του Χριστού, που λέει και ξαναλέει: «Μη φροντίζετε για το τι θα φάτε και για το τι θα πιείτε και για το τι θα ντυθείτε. Κοιτάξετε τα πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, κι’ όμως ο Πατέρας τους ο ουράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε με πόση μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένα τα αγριολούλουδα, που κι’ ο ίδιος ο Σολομώντας δεν στολίσθηκε σαν αυτά τα τιποτένια λουλούδια. Λοιπόν, αν για το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα λουλουδίζει κι’ αύριο το καίγουνε στον φούρνο, φροντίζει ο Πατέρας σας που είναι στον ουρανό, ποσό περισσότερο θα φροντίσει για σάς, ολιγόπιστοι;».
Αυτά είναι λογία καθαρά, απλά, σίγουρα, και δείχνουν πώς πρέπει να είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας του Χριστού. Γιατί πώς μπορεί να έχει πίστη στον Χριστό ένας άνθρωπος, και μαζί να είναι κολλημένος στα χρήματα και στο συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ από τους άθεους; θα πει πως νομίζει πώς θα ξεγελάσει τον Θεό. Άλλα «Θεός ου μυκτηρίζεται» δηλαδή, ο Θεός δεν περιπαίζεται.
Κι’ όμως, η πονηρή γνώμη του ανθρώπου όλα μπορεί να τα συμβιβάσει: Να είναι γαντζωμένος καλά στο χρήμα, δηλαδή στο διάβολο, που τον λέγει ο Χριστός Μαμωνά, Θεό της φιλαργυρίας, και τον ίδιο καιρό να παρουσιάζεται για χριστιανός, να πηγαίνει στην εκκλησιά, να κάνει σταυρούς και μετάνοιες, να κλαίει πολλές φορές από την αγάπη του για τον Χριστό, άλλα να μην μπορεί να ξεγαντζωθεί από τα λεφτά κι’ από τη μανία του παρά. Λογική δεν χωρά καθόλου σ’ αυτούς. Είναι ολότελα αναίσθητοι και πονηροί, κι’ ό,τι κάνουν το κάνουν για να το έχουν δίπορτο, κι’ ό,τι κερδίσουν. «Βάστα γερά», σου λέει, τα λεφτά, που είναι χειροπιαστά, άναβε και κανένα κερί, κάνε και καμιά μετάνοια, για να 'χεις το μέσο και με τον Χριστό. Αν βγούνε αληθινά τα λογία του για παράδεισο και για κόλαση, έχουμε κι’ από κει τη σιγουράντζα. Ό,τι και να γίνει, είναι κανένας κερδισμένος».
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αν, ελπίζουμε στον Χριστό μοναχά για τούτη τη ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί άνθρωποι». Γιατί οι ψευτοχριστιανοί παρακαλούνε τον Χριστό προπάντων για τις υποθέσεις τούτου του κόσμου, για τις δουλειές τους, για τη σωματική υγεία τους, για τα παιδιά τους, και μόλις σκοτεινιάσει η κατάσταση, αρχίζουν τα παράπονα γιατί ο Χριστός κι’ η Παναγία δεν τρέξανε να τους βοηθήσουν στις δουλειές τους, πολλές φορές σε τέτοιες δουλειές που είναι απάνθρωπες και που τους κάνουν να κακουργούν καταπάνω στ’ αδέλφια τους.
Ο Απόστολος Παύλος λέει πάλι αλλού: «Είναι κάλο να στερεώνετε την καρδιά σας με την ελπίδα στη χάρη του θεού, κι’ όχι με φαγητά (δηλαδή με σαρκικά και υλικά πράγματα), που μ' αυτά δεν ωφεληθήκαν όσοι αφιερώσανε τη ζωή τους σ’ αυτά, δηλαδή στο να μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τον εαυτό τους πως μ’ αυτά εξασφαλίζονται». Γιατί «επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται».
Δεν υπάρχει κανένα πράγμα πιο σίγουρο από την ματαιότητα του κόσμου, κανένα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας φανερώνει αυτή την απελπιστική ματαιότητα. Και όμως, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο κάθισαν και σκεφθήκανε πάνω σ’ αυτό το φανερότατο και σιγουρότατο φαινόμενο, στη ματαιότητα, που θα ‘πρεπε ο κάθε άνθρωπος να το 'χει μέρα - νύχτα μπροστά του; Μα εμείς κάνουμε σαν το καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), που χώνει το κεφάλι του στον άμμο για να μη βλέπει τον φονιά του, και θαρρεί πώς κρύφτηκε από αυτόν.
Ποσό αξιολύπητοι σ’ αυτό απάνω είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι της γης! Ενώ βλέπουν καθαρά πώς το βάραθρο που κατάπιε όλους τους σπουδαίους από καταβολής κόσμου, και πώς τ’ ανοιχτό στόμα του περιμένει να τους καταπιεί κι’ αυτούς, εκείνοι δος του και καταγίνονται με «μάταια και ψευδή», με πολιτικές πονηριές, με πολέμους, με ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, και με ανοησίες, που διαλαλώνται σ’ όλη την οικούμενη. Ω ανοησία εκείνων που τους λέει ο κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυείς! Τι φτώχεια αληθινά από κρίση κι’ από γνώση! Κι' από τέτοιους κυβερνιέται ο κόσμος. Η οι άλλοι που καταγίνονται με μανία στις μάταιες φιλοσοφίες και στις τέχνες, και τούς αποθεώνουν οι άλλοι, οι πολλοί που δεν έχουν κουκούτσι κρίση, ενώ ξέρουν καλά πώς δεν θα περάσει πολύς καιρός πού θα σβήσουν όλοι από τον κόσμο!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Ασάλευτο θεμέλιο, Έκδ. Ακρίτας
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντος Ἀθανασίου
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀποδείξει ὅτι ὄντως ὁ Χριστός ἀνέστη καί ἐμεῖς εἴμαστε ἀναστημένοι. Καί πῶς θά τό ἀποδείξουμε; Πῶς ἡ Ἐκκλησία σήμερα θά ἀπαντήσει σέ αὐτό τό ἀμείλικτο ἐρώτημα τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου; Μᾶς τό ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκείνη τή νύχτα, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων», τή λαμπροφόρο ἐκείνη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «μηδείς φοβείσθω θάνατον! Ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Τί μεγάλος λόγος εἶναι αὐτός μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων! Μέσα ἀπό τό παραλήρημα τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως ἔρχεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί λέει, κανένας σας νά μήν φοβᾶται τόν θάνατο, «μηδείς φοβείσθω θάνατον! Ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος», κανένας σας νά μήν κλαίει γιά τά πταίσματα καί τά λάθη του, διότι ἀπό τόν τάφο ἀνέτειλε ἡ συγγνώμη. «Μηδείς θρηνείτω πενίαν», κανείς νά μήν κλαίει γιά τή φτώχια του, διότι ἀνέτειλε ἡ κοινή βασιλεία ἀπό τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι!» Ἀνέστη ὁ Κύριος καί κανένας νεκρός δέν εἶναι μέσα στό μνῆμα. Γιατί; Διότι αὐτός εἶναι ἡ Ἀνάστασή μας.
Εὔχομαι ὁλόψυχα, ὁ Θεός, ὁ ζωντανός Θεός, Αὐτός ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν ἄνθρωπο εἰς τήν πανήγυριν τῆς δόξης τῆς βασιλείας Του, νά δώσει καί σέ μᾶς τή μεγάλη ἐμπειρία, νά ὑπερβοῦμε τά παρόντα, νά ξεπεράσουμε τόν θάνατο, νά διαλύσουμε τό σκότος τοῦ μνήματος τοῦ παρόντος αἰῶνος καί νά γευθοῦμε τή μεγάλη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστός γιά μᾶς εἶναι πατέρας μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι φίλος μας, εἶναι ἡ ζωή μας ἡ ἴδια. «Αὐτός ἐστιν ἡ χαρά καί ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν»!
Αρχιμ. Φιλόθεου Μαχαιριώτη
Άνοιξη κι η φύση ντυμένη τα καλά της, συνθέτει μια πολύχρωμη εικόνα, μυρωδιών και ήχων, που αποτελούν ό,τι έχει περάσει «από τη μνήμη στην καρδιά».
Το ένα κερί παίρνει τη θέση του δίπλα στο άλλο στο μανουάλι κι οι χριστιανοί τη θέση τους μέσα στην εκκλησία. Λαμπροφορεμένη η εκκλησία, λαμπροφορεμένος ο κόσμος, αστράφτουν τα πρόσωπα. Έφτασε η Λαμπρή: «Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστείτε. Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες, με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε. Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες, μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε. Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι». («Η ημέρα της Λαμπρής», Διονύσιος Σολωμός). Ανοίγουν τα ροδοπέταλα της καρδιάς κάθε χριστιανού, για να δεχθεί μέσα της το χαρμόσυνο μήνυμα: Χριστός Ανέστη! Η φύση, οι άνθρωποι, οι άγγελοι κι ο Ίδιος ο Χριστός, κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, συνεορτάζουν τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ας μη μείνει κανείς έξω απ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή: «εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου».
Το Πάσχα συμβολίζει το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Ο κάθε χριστιανός που αποβάλλει από μέσα του την αμαρτία προστρέχοντας στο λουτρό της μετάνοιας, που με συντετριμμένη καρδία συμμετέχει στο ύψιστο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, αυτός ενώνεται με το Χριστό και αναγεννιέται. Κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, όταν εμείς οι άνθρωποι εξερχόμαστε από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, Αυτός ο Ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σ’ εκείνον που συναναστήθηκε μαζί του να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η ανάσταση της ψυχής είναι η ένωσή της με τη Ζωή και το ξεκίνημα μιας νέας, εν Χριστώ ζωής. Αυτή είναι η νέα διάσταση, που δίνει στη ζωή μας η Ανάσταση του Κυρίου μας. Γι’ αυτό και η Ανάσταση δεν τελειώνει εκείνο το βράδυ, ούτε διαρκεί μόνο μία εβδομάδα. Η Ανάσταση είναι ένα γεγονός, που οι χριστιανοί βιώνουν καθημερινά. Η Ανάσταση του Χριστού μάς γεμίζει με φως, χάρη, χαρά, ελπίδα και νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Χριστός ανέστη και μαζί του συνανέστησε την οικουμένη. «Και αυτός μεν ανέστη θραύσας τα δεσμά του θανάτου, ημάς δε ανέστησε συντρίψας τας αλυσίδας των αμαρτιών μας». Ο Χριστός με την Ανάστασή Του ελευθερώνει όλη την ανθρωπότητα και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά από το βαρύ φορτίο των αμαρτιών του. Γι’ αυτό πλεόν «μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε.» Ας μην απελπιζόμαστε για τις αμαρτίες μας. Τώρα υπάρχει σωτηρία. Τώρα υπάρχει τρόπος επιστροφής. Η θυσία του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν αφήνει περιθώρια απόγνωσης κι απελπισίας, αλλά φωτίζει το δρόμο της ελπίδας με οδηγό την αληθινή μετάνοια και την ταπείνωση.
«Ας εορτάσωμεν, λοιπόν, την εορτήν της Αναστάσεως του Κυρίου. Είδες το κατόρθωμα της Αναστάσεως; Είδες την φιλανθρωπίαν του Κυρίου; Είδες μέγεθος φροντίδος;», πανηγυρίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και μας προτρέπει να ευγνωμονούμε τον Κύριό μας για τη μεγάλη του φιλανθρωπία και ανεξάντλητη αγάπη. Ας χαιρετούμε καθημερινά το συνάνθρωπό μας προσφωνώντας τον «Χριστός Ανέστη, χαρά μου!», όπως συνήθιζε ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, σκορπώντας παντού το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως.
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί,
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα»
Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ, Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου
Πραγματικά! Τί σπουδαία ἡμέρα! Τί λαμπρή ἡμέρα! Τί ὁλόφωτη ἡμέρα! Τί χαρούμενη ἡμέρα! «Καί τήν χαράν ἡμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾽ ἡμῶν» μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος καί μᾶς παρήγγειλε: «Πορευθέντες ἀπαγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὅτι Κύριος ἐβασίλευσε, καί γάρ κατώρθωσε τήν οἰκουμένην ἥτις οὐ σαλευθήσεται», διότι ὑμεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» (Πρ. α´ 8) τῆς Ἀναστάσεως. Μαρτυροῦμεν καί κηρύττομεν στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾍδη, τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καί χαίρουσιν ἄγγελοι» (Κατηχητικός Λόγος Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου), καί χαίρουσιν ἄνθρωποι, καί χαίρει σύμπασα ἡ κτίσις. Γι᾽ αὐτό ἀναφωνεῖ ὁ Ἅγ. Σεραφείμ: «Χριστός ἀνέστη! Χαρά μου!»
Ὁ θριαμβευτικός αὐτός παιάνας σπάει τίς σιδηρόφρακτες πύλες τοῦ ᾍδη· φωταγωγεῖ τά ἀνήλια βασίλεια τῆς καταχνιᾶς, τοῦ σκότους, τῆς κατάθλιψης· ἐλευθερώνει σύνολον τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν τοῦ θανάτου· ἐγκαινίζει τό πρόσωπον· νεουργεῖ τήν κτίσιν· μεταμορφώνει τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου· ἐνδοξάζει τόν ἄνθρωπον ψυχῇ τε καί σώματι.
Ἡ ἀπελπισία φυγαδεύεται καί ἡ ἐλπίδα εἰσέρχεται, στερεώνεται μέ τήν πίστιν καί περιτειχίζεται μέ τήν ἀγάπην. Ἡ Ἀγάπη ἐνοικεῖ στήν ἀγάπην, ὁ Θεός ἐνσαρκώνεται καί ἐνοικεῖ στήν ἀνθρωπότητα, μεταδίδει αὐτό πού ἔχει, τήν θείαν του Χάριν, στήν ἀνθρωπότητα. Ἡ λύπη παύει, διότι ἐκ τοῦ τάφου ἡ χαρά ἀνέτειλεν. Καί αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι φαντασία, δέν εἶναι συναίσθημα, δέν εἶναι... πρᾶγμα ἀνθρώπινον. Ἡ Χαρά αὐτή, ὁ Χριστός ἐστι. «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν... ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ...». Ὁ Κύριος ἡμῶν «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ´ 8). Καί ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ´ 56). «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ἡ ἐμή ἐν ὑμῖν μείνῃ καί ἡ χαρά ὑμῶν πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιε´ 11).
Τότε, ὁ μέγας λίθος τοῦ μνημείου τῆς καρδιᾶς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀσέβεια, θά μετακινηθεῖ ἀπό τόν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς στείλει, τόν πνευματικόν μας καθοδηγητήν στήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, καί θεραπευτή Θεοῦ τῆς ἀσθενείας τοῦ εἶναι μας, νοουμένου ὅτι ἐμεῖς θά τηρήσουμε τάς ἐντολάς μέ ὑπακοήν, καί θά ἀγωνιστοῦμε νομίμως καί ἀξίως τῆς κλήσεώς μας. Τότε θά δοῦμε τόν ἑαυτό μας μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης νά τρέχει, γιά νά ἀπαγγείλει πᾶσι τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς, στούς γνωστούς καί στούς ἀγνώστους, στούς πιστούς καί στούς ἀπίστους, τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό πᾶν. Ἄς ἀνοίξωμε τήν καρδιά μας καί ἄς τόν παρακαλέσωμε: Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἐμοί, καί ἀπέλασον ἀπ᾽ ἐμοῦ τήν σκοτόμαιναν, καταλαμπρύνων με τῷ φωτί τοῦ προσώπου σου, καί δίωξον τά πονηρά πνεύματα τά καθ᾽ ἑκάστην πολεμοῦντά με καί τήν ψυχήν μου ζητοῦσι τοῦ θανατῶσαι, παρέχων μοι τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν τοῦ Πνεύματος δωρεάν εἰς ἐλευθερίαν, ἐκρίζωσον τά πάθη τά τυραννοῦντά με, ἐμφυτεύων τά πολυπίκοιλα ἄνθη τῶν ἀρετῶν εἰς τόν λειμῶνα τῆς ψυχῆς μου. Ἔνδυσόν με ἔνδυμα γάμου, κατακοσμῶν με τόν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου, καί θῆσον ἐπί τήν κεφαλήν μου στέφανον ἐκ λίθων τιμίων, ἵνα μή εὑρεθῶ γυμνός καί κατησχυμμένος, ἀποπεμπόμενος μακράν ἀπό σοῦ. Ἀξίωσόν με τῆς εἰσόδου τῶν Ἁγίων σου ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων καί φωνή ἀγαλλιάσεως καί χαρά ἀνεκλάλητος, χαίροντα καί ἀγαλλόμενον τῇ παγκάλῳ θέᾳ τοῦ προσώπου σου, εὐφραινόμενον μετά πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ᾽ αἰώνων σοι εὐαρεστησάντων εἰς δόξαν σήν, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά τοῦ ἀνάρχου σου Πατρός καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ κι ἐτούτη τὴ βραδυὰ τοῦ Μ. Σαββατου σιωπηλοὶ βαδίζουμε πρὸς τὸ ναό, ὥστε νὰ ζησουμε μὲ λαμπρότητα καὶ κατάνυξη τὶς κορυφαῖες καὶ ἀθάνατες στιγμὲς τῆς Ἀναστάσεως. Πορευόμαστε μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα στὸ χέρι καὶ στοχαζόμαστε, πόση εὐφροσύνη καὶ εὐλογία ἀκτινοβολοῦν στὴν πληγωμένη μας ψυχὴ αὐτὲς οἱ πάντιμες στιγμές. Στιγμὲς δέους καὶ αἰσιοδοξίας καθὼς εἶναι, ποὺ μόνο ὁ συνειδητὰ πιστὸς μπορεῖ νὰ βιώσει, νὰ αἰσθανθεῖ, νὰ καταννοήσει. Ὁ πιστός, ποὺ σημαίνει ὁ συμμέτοχος στὸ μεγαλο κι εύεργετικὸ γεγονὸς τοῦ θείου Πάθους. Γιατὶ δὲν μπορεῖς νὰ ξεπεράσεις «τὸν δι᾿ ἡμᾶς Σταυρωθέντα Κύριον...», ἀλλὰ καὶ «τὴν θεόσωμον Ταφήν Του, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδόν Του... δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε». Ἐπειδὴ τότε θὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἀγνωμοσύνη καὶ χαμένος ὁ χρόνος γιὰ ὅσους ἔρχονται στὴν ἐκκλησιὰ νὰ «παρακολουθήσουν» μονάχα, τὴν Τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι, γιὰ τὸ καλό!!! Ἀλήθεια, ποιὸ καλό, ὅταν αὐτὸ δὲ φέρει τὴ σφραγίδα τῆς συμπόρευσης καὶ συναναβάσεως μὲ Ἐκεῖνον;
Συμπόρευση, λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς μετοχή, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἀφιέρωση, διότι μόνάχα ἄν συνιειδητοποιήσουμε τὶς εὐεργεσίες του καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅτι «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶς φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἤσ.53, 4 ) , τότε θὰ ἀνακάλύψουμε μέσα στὴν ἀποψινὴ βραδυὰ τὸ κλειδί, ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν θύρα τοῦ Παραδείσου. Αὐτήν, ποὺ ἀπὸ ἀνοησία κλείσαμε πίσω μας, πιστεύοντας πὼς μακρυά Του θὰ τὰ καταφέρουμε. Κι ὅμως...
Φορτωμένοι ἀπόψε τοὺς βασανισμοὺς τῆς καθημερινότητας, ποὺ δὲν ἔχει καμμία, μὰ καμμία στοργὴ καὶ φιλανθρωπία, πορευόμαστε πρὸς Ἐκεῖνον ἀναμένοντας τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως νὰ λάμψει μέσα μας καὶ στὴ ζωή μας, φωτίζοντας ἀνήλιαγες γωνιές τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ζεστάνει τὴν παγωμένη καρδιά. Παγωμένη ἀπὸ τὴν ψυχρότητα ποὺ ἐκπέμπει ἡ συμπεριφορὰ τῶν πολλῶν: Φίλων καὶ γνωστῶν.... Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν Ἀναστάσιμη θαλπωρὴ νοιώθουμε τὴν ἀπαραίτητη ἀσφάλεια καὶ εὐφροσύνη, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ μᾶς προσφέρει νὰ μᾶς χαρίσει, ὅσο κι ἄν τὸν ἐρευνήσουμε.
Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ κάτι ἀκόμη. Πὼς ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι γεγονὸς αὐτόνομο καὶ ξεχωριστό. Μὲ λίγα λόγια δὲ νοεῖται Ἀνασταση δίχως τὸ Σταυρό, τὸ θάνατο καί, φυσικά, δίχως τὸν σαββατισμό, τὴν ἐθελούσιο, δηλαδή, ἀπουσία τοῦ Κύρίου ἀπὸ τῶν ἔργων Αὐτοῦ. Δίχως τὴν «πολὺν σιγὴν» (Ἁγ.Ἐπιφανιος Κύπρου), ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ «κυοφορηθεῖ» ἡ Ἀνάσταση καὶ συνάμα γιὰ νὰ «κατέλθῃ (Ἐκεῖνος) ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ὥστε νὰ θλάσει μοχλοὺς αἰωνίους καὶ παράλληλα «τὸν Ἁδὰμ σὺν τῇ Εὔα» νὰ λυτρώσει «παγγενῆ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὑπερευλογημένο τὸ Μ. Σάββατο, ἐπειδὴ ἀλλιῶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, (τῶν) ἑορτῶν ( ἡ) ἑορτή, καὶ (ἡ) πανήγυρις (τῶν) πανηγύρεων...».Ἤ πιὸ ἁπλᾶ «Ἀναστάσεως ἡμέρα...(ὤστε νὰ) λαμπρυνθῶμεν» ἀπομακρύνοντας ἀπὸ μέσα μας ὅλα τὰ σκοτάδια, τὴν κατήφεια καὶ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί, «Χριστός Ἀνέστη».
Καθηγητή Γεωργίου Πατρώνου
Το όρος των ελαιών και ο κήπος της αγωνίας, είναι η Γεσθημανή του καθενός ανθρώπου, όπου σώζεται δια της αγωνίας και του θανάτου του Χριστού. Εκεί στην αγωνία της Γεσθημανή συνθλίβεται κανείς, αλλά εκεί βρίσκει συγχρόνως και το έλεος του Θεού. Είναι ενδεικτικό, ότι Γεσθημανή στα εβραϊκά σημαίνει ‘σύνθλιψη των ελαιών’ ή ελαιοτριβείο’, και από τη σύνθλιψη αυτή βγαίνει καρπός ζωής. Εκεί στη Γεσθημανή όπου ο χώρος και ο τόπος της πανανθρώπινης αγωνίας, ο Ιησούς καθαγίασε κάθε ανθρώπινη οδύνη και υπαρξιακή αγωνία.
Σταύρου Σ. Φωτίου
Ο Χριστός βασανίζεται και σταυρώνεται ύστερα από τη θρησκευτική καταδίκη του από το Μέγα Συνέδριο των Ιουδαίων και την πολιτική καταδίκη του από τον Ρωμαίο Επίτροπο της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Ο λόγος της καταδίκης του είναι η σύγκρουσή του με τις δυνάμεις που αντιμάχονται τη βασιλεία του Θεού, τον κόσμο της ελευθερίας και της αγάπης.
Ο ίδιος ο Χριστός αποτελεί την κρίση των ανθρώπων. Επειδή ενσαρκώνει και φανερώνει την αλήθεια σε κάθε πτυχή της ζωής, η παρουσία του και μόνο κρίνει κάθε ψεύδος και αλλοτρίωση. Στη συνάντησή του με τον Χριστό κάθε άνθρωπος κρίνεται, κατανοεί σε ποια βαθμίδα βρίσκεται στην κλίμακα της αλήθειας. Ο άνθρωπος βλέπει τι είναι αληθινό και έτσι αντιλαμβάνεται πόσο απέχει από αυτό.
Η αλήθεια όμως δεν είναι αρεστή σε όλους, ιδιαίτερα σε όσους επέλεξαν να συμμαχήσουν με τις δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι ο Χριστός προκαλεί την αντίδραση των θρησκευτικών ηγετών του Ιουδαϊσμού. Τον καταδικάζουν για βλασφημία, αφού δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, ως τον αναμενόμενο μεσσία. Και τούτο γιατί ο Χριστός καταδικάζει το νομικισμό και την τυπολατρία, το φαρισαϊσμό και την ψευδοευσέβεια, προβάλλει ένα Θεό που αγαπά τον άνθρωπο και τον καλεί στην ελευθερία.
Επιπλέον ο Χριστός σκανδαλίζει γιατί κάνει παρέα με πόρνες, τελώνες και άλλους αμαρτωλούς, που οι Γραμματείς και Φαρισαίοι περιφρονούν και θεωρούν ότι δεν αξίζουν σωτηρίας. Για τον Χριστό, όμως, κάθε άνθρωπος είναι παιδί του Θεού, κεκλημένο στη βασιλεία του. Σε αυτή δε τη βασιλεία του Θεού ο Χριστός προσκαλεί όχι μόνο τους Ισραηλίτες αλλά όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμία εξαίρεση. Το οικουμενικό αυτό μήνυμά του συγκρούεται με την αντίληψη των συμπατριωτών του ότι ο Θεός νοιάζεται μόνο γι᾽ αυτούς.
Ακόμη, ο Χριστός συγκρούεται με τους Ρωμαίους, αφού καταδικάζει κάθε εξουσία που δυναστεύει και υποτάσσει τους ανθρώπους στις άνομές της επιδιώξεις. Για τον Χριστό μόνη επιτρεπτή μορφή εξουσίας είναι η διακονία των άλλων. Άλλωστε ο ίδιος είναι φτωχός, δεν επιδιώκει να κερδίσει κάποια επίζηλη θέση, δεν περιμένει ανταλλάγματα από αυτούς που βοηθά, δεν συγκινείται από όσους κατέχουν αξιώματα. Γι᾽ αυτόν κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώσει την αλήθεια, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την κοινωνική του κατάσταση.
Περαιτέρω ο Χριστός απογοητεύει το πλήθος που τον θέλει πολιτικό μεσσία και στρατιωτικό αρχηγό, που θα νικήσει τους Ρωμαίους και θα τους αντικαταστήσει στην παγκόσμια ηγεμονία. Η βασιλεία του Χριστού είναι άλλης τάξης: πρόκειται για τη συναδέλφωση των ανθρώπων και την αρμονική τους συνύπαρξη. Ο Χριστός ζητά από κάθε άνθρωπο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για τα δρώμενα στον κόσμο, να συνεισφέρει όσο μπορεί στη μεταμόρφωσή του. Γι᾽ αυτό και απορρίπτει κάθε από μηχανής Θεό, κάθε μαγική αντίληψη για οποιαδήποτε αλλαγή.
Κατά συνέπεια, Ιερείς, Φαρισαίοι, Γραμματείς, Ρωμαίοι και πλήθος συμφωνούν σε ένα: ο Χριστός πρέπει να πεθάνει. Ο Χριστός πρέπει να πεθάνει για να μην ενοχλεί τη συνείδησή τους, να μην ταράσσει την υπαρξιακή τους ύπνωση, να μην αναμοχλεύει τα άδικα και παράνομα της ζωής τους.
Παρά ταύτα ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας θάνατος που δέχθηκε να τον υποστεί γιατί υπήρξε πολιτικός επαναστάτης ή κοινωνικός αναμορφωτής. Ο Χριστός δέχθηκε εκούσια να πεθάνει πάνω στο σταυρό, γιατί ως Θεός που θέλει να σώσει τον άνθρωπο έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον μέγιστο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Με τον θάνατο και την ανάστασή του ο Χριστός νικά τον θάνατο και απελευθερώνει τους ανθρώπους από την κυριαρχία του.
Τούτο σημαίνει ότι στην παρούσα ζωή η αγάπη είναι συνώνυμη της θυσίας, γι᾽ αυτό και είναι σταυρωμένη. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να αγαπήσει πρέπει να σταυρώσει τα πάθη του, να νικήσει τη φιλαυτία. Η πορεία προς την ανάσταση διέρχεται διά του σταυρού, τον οποίο ο πιστός όταν συναντήσει δεν πρέπει να φοβηθεί γιατί γνωρίζει ότι ακολουθεί η ανάσταση.
Η ορθόδοξη εικόνα της Σταυρώσεως του Χριστού δεν τον παρουσιάζει πάνω στο σταυρό σε άθλια σωματική κατάσταση ―όπως κάνει η δυτική απεικόνιση― αλλά τον παρουσιάζει ως το βασιλέα της δόξας, εκείνον που νικά τη φθορά και τον θάνατο.
Από το βιβλίο «Η ορθόδοξη πίστη»
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Οι άγιοι κι όταν αμάρταναν είχαν την δύναμη να ξανασηκωθούν με μια απλότητα και με μια υγεία. Αν αμάρτησαν μετανοούσαν εκ βάθους καρδίας και άχρι θανάτου, αλλά δεν πάθαιναν ψυχοπλάκωμα και κατάθλιψη. Ενώ εμείς αν έχουμε καμιά αμαρτία αρχίζουμε το γιατί μετά, μα γιατί να το κάνω, γιατί να το σκεφτώ, γιατί να το διαπράξω, λες και είναι παράξενο πράγμα να κάνουμε μια αμαρτία. Γιατί δηλαδή να μη το κάνεις, τί νόμιζες ότι ήσουν; Νόμιζες ότι ήσουν τόσο σπουδαίος, αλάνθαστος και δεν μπορούσες ποτέ σου να αποτύχεις εσύ, να κάνεις μια αμαρτία;
Πηγή: pemptousia.gr
π. Μιχαήλ Βοσκού
Ἡ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Οἱ Ἀκολουθίες εἶναι μακρὲς καὶ κατανυκτικές, κυριαρχοῦν δὲ σὲ αὐτὲς τὰ πολλὰ “διαβαστὰ” (ψαλμοί, ἀναγνώσματα, εὐχές), ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἀρχαιοπρέπεια. Ἡ σημαντικότερη διαφορὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος εἶναι ἡ ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς. Ἀντὶ τῆς κανονικῆς Θείας Λειτουργίας τελεῖται κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς (κυρίως τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευὲς) ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ χωρὶς ἀμφιβολία τὴν καρδιὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς συμπληρώνουν οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοὶ τῶν Κυριακῶν, τὸ Μεγάλο ᾽Απόδειπνο ποὺ ἀναγινώσκεται ἀπὸ τὴ Δευτέρα μέχρι τὴν Πέμπτη μὲ ψαλμωδία μέρους τοῦ Μεγάλου Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα καὶ Κανόνων ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἑβδομάδες, ὁ Ὄρθρος, οἱ Ὧρες καὶ ὁ Ἑσπερινός, ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴν περίοδο ἔντονο κατανυκτικὸ χρῶμα, καὶ φυσικὰ ἡ ἰδιαίτερα λαοφιλὴς Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ τελεῖται κάθε Παρασκευή. Μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν διακόπτεται γιὰ δύο ἡμέρες ἡ πένθιμη καὶ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν καθημερινῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ ἐπανέλθει καὶ πάλι τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς μὲ τὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό, ἀφοῦ πρῶτα ζήσουμε τὴν χαρμόσυνη και ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα τῶν Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴ διπλή τους θεματολογία.
Ἡ νηστεία, ἡ ἐντονώτερη προσευχὴ καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν συμμετοχὴ στὶς κατανυκτικὲς Ἀκολουθίες τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὑποβοηθοῦν νὰ ἐντείνουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερο τὸν πνευματικό μας ἀγώνα, ποὺ δὲν εἶναι ἀγώνας μόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀλλὰ ἀγώνας ὁλόκληρής μας τῆς ζωῆς, καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν, τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῶν ἐλαττωμάτων μας καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, στὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ ὅ,τι ἀμαυρώνει τὴν στολή της, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βρεῖ χῶρο μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας ὅμως,γιὰ νὰ φέρει πραγματικὰ ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ θεμελιωθεῖ πάνω στὴ βάση τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στολιστεῖ μὲ τοὺς καρποὺς τῆς μετάνοιας.
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Όχι δεν μπορώ σαν Χριστιανός να δεχθώ ότι o Θεός και η Παναγία θέλουν να πεθαίνουν οι άνθρωποι, να σκοτώνονται στις εθνικές οδούς, να σφάζονται στους πολέμους και να υποφέρουν στα ογκολογικά τμήματα των νοσοκομείων.
Ο Θεός που αποκάλυψε ο Χριστός δεν είναι ένας αιμοσταγής μανιακός δολοφόνος, εραστής του θανάτου, που χαίρετε τον κοπετό, τα δάκρυα και την οδύνη των ανθρώπων. Δεν κατασκευάζει θανάτους, δεν προκαλεί δυστυχήματα, δεν ζητά τον θάνατο του ανθρώπου. Διαλέγει να πεθάνει Εκείνος αντί για μας. Ο Σταυρός του θα παραμένει πάντα σκάνδαλο στον παραλογισμό της ανθρώπινης ιστορίας. Πειστήριο ότι ουδέποτε θέλησε τον δικό μας θάνατο, αλλά πέθανε αυτός αντί για εμάς.
«Ο Θεός των Χριστιανών είναι από τους πιο παράξενους, δεν ομοιάζει σε τίποτε με τις ανθρώπινες ιδέες περί Θεού και αυτός ο ανήκουστος χαρακτήρας καθορίζει την πνευματική ζωή....επάνω στον Σταυρό ο Θεός παίρνει το μέρος των ανθρώπων έναντι της ιδίας του της θεïκότητος, πεθαίνει ο ίδιος για να ζήσει ο άνθρωπος».
Ο Θεός του Χριστού, και των Ευαγγελίων, δεν προκαλεί κακό και έπειτα στέκεται απέναντι από πενθηφόρους ανθρώπους που με ρακένδυτες και ρημαγμένες καρδιές θρηνούν την απώλεια των αγαπημένων τους. Δεν είναι απέναντι στον πόνο τους, αλλά μαζί τους, δίπλα τους, μέσα τους ως πάσχω δούλος.
Ο κόσμος αυτός δεν είναι εκείνος που θέλησε ο Θεός, αλλά εκείνος που η ανθρώπινη ελευθερία παραμόρφωσε και παραχάραξε σε μια ατελείωτη νύχτα θανάτου.
Ο Θεός στο κόσμο αυτόν πάσχει. Πάσχει κάτω από την ελευθερία μας, που τον συκοφάντησε, τον πρόδωσε, τον δίκασε, τον σταύρωσε, τον σκότωσε.
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται κάθε φορά που η λάθος επιλογές μας και συμπεριφορές, εκείνες οι αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας διαμορφώνουν μια κοινωνία θανάτου.
Όχι δεν προκαλεί ο Θεός τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αντιθέτως Εκείνος τις μεταμορφώνει σε Πάσχα, σε πέρασμα στην αιωνιότητα Του. Μας συμπαραστέκεται, δεν μας καταδικάζει. Η σιωπή του Θεού είναι τα δάκρυά Του. Η θέση του Θεού σε μια μάνα που θρηνεί το παιδί της, δεν είναι απέναντι της, αλλά δίπλα και μαζί της. Γιατί όπως λέει η Αγία Γραφή ο Θεός ουδέποτε θέλησε τον θάνατο και το κακό.
Οι πηγές του κακού είναι οι εξής: Το φυσικό κακό, το κακό που κάνουμε εμείς στους άλλους, το κακό που κάνουν οι άλλοι σε εμάς, το κακό που κάνουμε εμείς στο εαυτό μας, και ο διάβολος. Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με το κακό αλλά μονάχα με την ομορφιά που στο τέλος ως λέει και ο Ντοστογιέφσκυ θα σώσει τον κόσμο.
Ο Θεός δεν παράγει κακό, αλλά όπου το βρει το μεταμορφώνει. Τον θάνατο σε Πάσχα και Ανάσταση.
Ο Θεός παίρνει τα πάθη, τα λάθη και τις αστοχίες μας και τις μεταμορφώνει σε ευλογίες. Εκεί που μια ανεύθυνη και άδικη πράξη σκορπά τον θάνατο, ο Θεός απαντά με την Ανάσταση.
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Εσύ κάνε αυτό που μπορείς· κάνε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σού καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από εδώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Πηγή: pemptousia.gr
Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μόνο ὅταν ἀνοίγεται, μόνο τότε εἶναι καὶ Ὀρθόδοξη εἶναι καὶ Ἐκκλησία! Τί θὰ πεῖ "ἀνοίγεται ἡ Ἐκκλησία";
Θὰ πεῖ, νὰ διδαχθοῦμε σωστὰ τὴν Πίστη μας, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοσή μας.
Θὰ πεῖ, νὰ προσευχόμαστε σωστὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.
Θὰ πεῖ, νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας.
Νὰ πάψουμε τὶς διγλωσσίες καὶ νὰ συνομιλήσουμε μὲ ὅλους.
Νὰ ἀποδεχτοῦμε τοὺς πάντες γύρω μας, μὲ ἀγάπη. Ὄχι ἁπλῶς νὰ τοὺς ἀνεχτοῦμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς προσλάβουμε μὲ κατανόηση.
Νὰ πετάξουμε τὸν ἄγονο ἐγωϊσμό μας, τάχα μὴν παρεξηγηθοῦμε ἢ μᾶς χαλάσει τὸ "καλό μας ὄνομα".
Νὰ διώξουμε τὶς φοβίες μας γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λές καὶ δὲν ὑπάρχει Χριστὸς ἢ λὲς καὶ κοιμᾶται.
Νὰ γίνουμε οἱ ἱερεῖς, Πατέρες γιὰ τοὺς χριστιανούς μας, κι ὄχι εἰσαγγελεῖς.
Νὰ γίνουμε οἱ χριστιανοί, ἀδελφοὶ μὲ ὅλους κι ὄχι μισσιονάριοι.
Νὰ ἐμπιστευθοῦμε ἀκόμα περισσότερο τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Σῶμα του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Νὰ παραδεχτοῦμε μὲ εἰλικρίνεια τὶς ἦττες μας, προσωπικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές.
Νὰ μετανοήσουμε ὡς πρόσωπα καὶ ὡς Ἐκκλησία.
Νὰ δράσουμε μέσα στὸν κόσμο ὡς Ἐκκλησία, ὄχι ὡς κρατικὴ ὑπηρεσία, οὔτε ὡς προνοιακὸ ἵδρυμα ἢ ὡς ἐθνικοπατριωτικὸ κίνημα.
Νὰ τολμήσουμε νὰ δοκιμαστοῦμε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια τῆς πραγματικότητος καὶ νὰ δοκιμάσουμε πόση εἶναι ἡ δραστικότητα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ σήμερα (ἔτσι ὅπως ψελλίζεται μὲ τὰ χλιαρὰ λόγια μας καὶ διαφαίνεται μὲ τὴν ἀσυνεπῆ ζωή μας).
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Οδηγείται ο Χριστός στον Γολγοθά και καρφώνεται στον σταυρό. Από τον σταυρό ο Χριστός είπε επτά λόγους μεγάλης σημασίας και αξίας:
α) «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι».
Δικαιολογεί ο Σταυρωμένος τους σταυρωτές Του. Δεν κακιώνει μαζί τους ούτε αυτή την ώρα του φρικτού μαρτυρίου Του. Ο πόνος ήταν βαθύς και μεγάλος. Πρόκειται για λόγο άφθαστου μεγαλείου. Μόνο ένας Θεός μπορούσε να τον πει. Η μεγαλειώδης ανεξικακία απέναντι στην αδικαιολόγητη ανθρώπινη θρασύτητα, αυθάδεια, κακία και μοχθηρία. Η μεγαλόστομη κι ανυπέρβλητη αγάπη της συγχωρητικότητας μπροστά στη βαρβαρότητα της πώρωσης. Η σταυρωμένη αγάπη αντίκρυ στον επηρμένο φθόνο. Λόγια με πνεύμα και αίμα μέσα από την άφατη οδύνη, που τα έλεγε πριν, αλλά τα λέγει και τώρα από το ύψος του σταυρού· αγάπη προς δόλους και προς τους εχθρούς, ακόμη και τους σταυρωτές, ορισμένοι από τους οποίους αργότερα θα μετανοήσουν.
β) «Αμήν, λέγω σοι. σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».
Ο αναμάρτητος Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο αμαρτωλούς, σε δύο ληστές. Ό,τι έβλεπε κι άκουγε ο ένας, έβλεπε κι άκουγε κι ο άλλος. Ληστές κι οι δύο, σταυρωμένοι κι οι δύο. Ο ένας προκαλεί, βλασφημεί, ειρωνεύεται, αυθαδιάζει. Ο άλλος κάμπτεται, λυγίζει, επανορθώνει, παρακαλεί, μετανοεί. Σαν να εκπροσωπούν οι δύο συσταυρούμενοι τη σύμπασα ανθρωπότητα, τους αμετανόητους και τους μετανοημένους. Ο λόγος του Χριστού στον εκ δεξιών Του ληστή είναι λίαν παραμυθητικός για όλους τους αμαρτωλούς. Ας μην απογοητεύεται κανένας πια. Η φράση αυτή χαρίζει φτερά, κουράγια, ελπίδες σε όλους τους πολλούς αμαρτωλούς. Με πολύ λίγα λόγια αυτός ο ληστής φανέρωσε την ειλικρινή του μετάνοια, παραδέ-χθηκε την αμαρτωλότητά του απροφάσιστα, θέλησε να διορθώσει ταπεινά και τον συναμαρτωλό του, έστω την τελευταία αυτή ώρα, ομολόγησε τον Χριστό αναμάρτητο, Τον παρακάλεσε να τον δεχθεί στην ουράνια βασιλεία Του. Με τη γεύση του καρπού του δένδρου της γνώσεως καλού και κακού, του ξύλου εκείνου, έκλεισε ο παράδεισος για τον πρώτο Αδάμ. Με το ξύλο του σταυρού άνοιξε ο παράδεισος και πρώτος του οικήτορας έγινε ένας μετανοημένος ληστής. Πόση ενίσχυση λαβαίνουν τώρα όλοι οι αμαρτωλοί.
γ) Προς την Παναγία: «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και προς τον Ιωάννη: «ιδού η μήτηρ σου».
Καταπληκτική, κατανυκτική και συγκινητική η στιγμή. Την ώρα του άφατου πόνου, παραμένει ατάραχος, δεν λησμονεί τη μητέρα Του, την Παναγία, την πάνω απ’ όλες τις αγίες, τη σεμνότερη, καθαρότερη, ταπεινότερη γυναίκα όλου του κόσμου, όλων των εποχών. Εκείνη που Του δάνεισε τη σάρκα και το αίμα της, Τον μεγάλωσε και Τον φρόντισε. Δεν την αφήνει μόνη, απροστάτευτη, έρημη. Της δίνει νέο υιό. Έναν εξαίρετο κι αγαπημένο μαθητή του, που τού λέει κι αυτού πως από τώρα έχει νέα μάνα, που τη συνοδεύει και τη φροντίζει έως της μακάριας κοιμήσεως και μεταστάσεώς της. Γίνεται αδελφόθεος. Αδελφόθεοι γινόμαστε και μείς παραμένοντας στη σκιά του Εσταυρωμένου.
δ) «Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;».
Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε. Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.
ε) «Διψώ».
Τα προηγηθέντα μαρτύρια, η άρση του σταυρού, η κοπιώδης ανάβαση στον Γολγοθά, η αγωνία του θανάτου, η οδύνη της σταυρώσεως, έφερε τη δίψα. Τον ξεδιψούν με ξύδι και χολή, πικρό κι απαίσιο κράμα. Πρόκειται για την ύψιστη έξαρση της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας, αχαριστίας, αναισχυντίας κι ασέβειας. Ζητά νερό και του δίνουν ξύδι. Ορισμένοι ωραία θέλησαν να ερμηνεύσουν μεταφορικά το ρήμα αυτό λέγοντας πως διψούσε για τη σωτηρία των σταυρωτών Του, το είδαμε στον πρώτο Του λόγο να τους δικαιολογεί και να ζητά από τον ουράνιο πατέρα Του να τους συγχωρέσει. Λέγουν πως διψούσε για την εξάπλωση του ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, για την επικράτηση της ειρήνης, της αγάπης, της αλήθειας και της ελευθερίας.
στ) «Τετέλεσται».
Μια εύκολη ερμηνεία της λέξης αυτής θα σήμαινε ότι όλα πια τέλειωσαν. Στέρεψαν επιτέλους τα μαρτύρια Του. Τί άλλο μαρτύριο θα μπορούσαν ακόμη να σκεφθούν; Λέγοντας αυτό δεν αισθανόταν ανθρώπινη ανακούφιση, Το «τετέλεσται» σημαίνει την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του. Ο δαίμονας είχε κατατροπωθεί. Το πανάχραντο αίμα Του μας είχε εξαγοράσει από την κατάρα του νόμου. Το προφητικό κήρυγμα είχε πλήρως εκπληρωθεί. Οι πύλες του παραδείσου ήταν ορθάνοιχτες για όλους τους μετανοημένους, με πρώτο οίκητορα τον μετανοημένο ληστή.
ζ) «Πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».
Παραδίδει τον εαυτό Του στον Θεό Πατέρα. Πεθαίνει σωματικά ως άνθρωπος, όχι μοναχά γιατί το θέλησαν οι εχθροί Του, αλλά και γιατί το ήθελε ο ίδιος.
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο έγκλημα των ανθρώπων όλων των αιώνων είναι η σταύρωση του Χριστού, που έγινε όμως πηγή αγιασμού, σωτηρίας και λυτρώσεως. Δεν μπορούμε να μεταβούμε στο φως, τη χαρά και τη δόξα της Κυριακής του Πάσχα, αν απαραίτητα δεν διέλθουμε από τον λόφο της Μ. Παρασκευής, δεν αναπνεύσουμε το κλίμα που επικρατεί εκεί, δεν σκιασθούμε στον σταυρό, δεν προσκυνήσουμε ταπεινά, δεν προσλάβουμε γνήσιο ασκητικομαρτυρικό φρόνημα, δεν σταυρώσουμε πάθη κι επιθυμίες. Η μωρία, η αισχύνη, η ατίμωση, η ήττα του σταυρού, γίνεται για τους πιστούς καύχηση, τιμή, δόξα, νίκη. Το νεκρό ξύλο γίνεται ζωοπάροχο. Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο απλός, λιτός, απέρριτος, μαρτυρικός σταυρός. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, ταπεινή, αμόλυντη, αρυτίδωτη. Κόσμημα, έμβλημα, τρόπαιο της Εκκλησίας ο σταυρός. Αυτός είναι ο πλούτος της, το κάλλος της, η δύναμη της, η επιρροή της, η έμπνευσή της. Σταυρώσιμη η Εκκλησία, σταυροφόροι οι χριστιανοί. Στον σταυρό μετρούμεθα, ζυγιαζόμαστε, οριοθετούμεθα. καθρεφτιζόμαστε, καυχόμαστε με τον πρωτοκορυφαίο Παύλο. Ο ευλογημένος σταυρός του Χριστού διδάσκει, φρονηματίζει, χαριτώνει, ενισχύει, φυλάγει, παραμυθεί.
(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ. 213-219)
http://www.pemptousia.gr
Τῆς Προηγιασμένης τὸ ἱερὸ τὸ θάμβος
(Ποιμαντικὰ Βιώματα τῆς Σαρακοστῆς)
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἀπὸ τὶς μέγιστες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στὸν κάθε ποιμένα εἶναι κι αὐτὴ τῶν βιωμάτων ποὺ κερδίζει ὁ δεύτερος τὸν καιρὸ τῆς Σαρακοστῆς καί, μάλιστα, τὶς ἡμέρες ποὺ τελεῖ τὴν τῶν Προηγιασμένων Δώρων Θεία Λειτουργία. Γιατὶ μπορεῖ ἡ Σαρακοστὴ νὰ εἶναι ἡ κατανυκτικότατη περίοδος τοῦ ἔτους, ὅμως ἡ κορύφωση τῆς κατανύξεως συντελεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων καί, φυσικά, κατὰ τὴ Μ. Ἑβδομαδα. Κι αὐτό, ἐπειδὴ οἱ ἱερὲς ἐκεῖνες στιγμὲς ἔχουν μέγιστο ἀνθρωπολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ περιέχόμενο.
«Σύ Κύριε ἐλευθέρωσε ὅλες μας τίς αἰσθήσεις ἀπό κάθε ἐμπαθῆ νέκρωσή τους, βάζοντας ὁδηγό σ’ αὐτές τόν νοῦ πού κρίνει κατά τό θέλημά Σου. Ὥστε τά μάτια μας νά ἀποφεύγουν τά πονηρά, ἡ ἀκοή μας νά μήν ἀνέχεται μάταιους καί ἁμαρτωλούς λόγους, ἡ γλώσσα μας νά εἶναι καθαρή ἀπό αἰσχρά λόγια, τά χείλη μας πού σέ ὑμνοῦν νά εἶναι ἀγνά Κύριε, τά χέρια μας νά ἀποφεύγουν κάθε φαύλη ἐνέργεια καί νά ἐνεργοῦν μόνο ὅσα εἶναι εὐάρεστα σέ Σένα· ὅλα μας τά μέλη καί ἡ σκέψη νά ἀσφαλιστοῦν μέ σταθερότητα ἀπό τήν θεία χάρη σου». (Α΄ Εὐχὴ Πιστῶν)
Μέσα, λοιπόν, στὸ εὐκατάνυκτο κλίμα τῆς Σαρακοστῆς, ποὺ ἐπιχειρεῖται ἡ ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἡ γλώσσα καὶ ἡ δομὴ τῆς Προηγιασμένης συμβἀλλουν πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό. Γιατὶ εἶναι βέβαιο πώς ἡ συνειδὴ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἰκετεύει,
«Κύριε, ἐσένα παρακαλοῦμε πού εἶσαι γεμάτος καλωσύνη καί ἔλεος, νά κατανοήσεις ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί νά μᾶς κάνεις ἀξίους τῆς ὑποδοχῆς τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί Θεοῦ μας, τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης Χριστοῦ. Γιατί νά, τό ἄχραντο Σῶμα του καί τό ζωοποιό αἷμα του μετά ἀπό λίγο θά ἔλθουν καί θά ἀποτεθοῦν σ’ αὐτήν τήν ἁγία μυστική Τράπεζα, περικυκλούμενα ἀπό πλῆθος οὐρανίων ἀγγέλων. Κάνε, Κύριε, νά εἶναι ἀκατάκριτη γιά μᾶς ἡ μετάληψή τους ὥστε φωτιζόμενοι στά ἐσωτερικά μας κριτήρια νά γινόμαστε παιδιά τῆς δικῆς σου ἡμέρας καί τοῦ δικοῦ σου φωτός».(Β᾿ Εὐχὴ Πιστῶν).
Κι ἀκόμα περισσότερο, ἐκεῖ ποὺ λυγίζει κυριολεκτικὰ ἡ ἀνθρώπινη ὐπαρξη, πρῶτα τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα κι ὕστερα κάθε πιστοῦ, καθὼς κατανοοῦν «τὰ πλήθη τῶν πεπεραγμένων (τους) δεινῶν», εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ λιτανεύεται «ο Βασιλεὺς τῆς Δόξης».
«Ἐσύ Κύριε πού εἶσαι Θεός τῶν ἀνεκφράστων καί ἀθεάτων Μυστηρίων, ἐσύ πού εἶσαι θησαυρός σοφίας καί γνώσεως ἀπέραντης καί κρυμμένης· Ἐσύ πού μᾶς ἔδωσες, μέ την χειροτονία, τήν διακονία αὐτῆς τῆς λειτουργίας καί ἔβαλες ἀπό τή μεγάλη σου φιλανθρωπία ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί ἀνάξιους νά σοῦ προσφέρουμε δῶρα καί θυσίες γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες καί γιά τοῦ λαοῦ τίς ἀπό ἄγνοια παραβάσεις. Ἐσύ, Ἀόρατε Βασιλεῦ, πού ἔφτιαξες μεγάλα, ἀναρίθμητα καί ἀνεξερεύνητα, λαμπρά καί ἐξαίσια δημιουργήματα· Ἐσύ, τώρα δές στοργικἀ ἐμᾶς πού παριστάμεθα γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο σάν νά εἴμασταν μπροστά στόν Χερουβικό σου Θρόνο, πάνω στόν ὁποῖο ὁ μονογενής σου Υἱός καί Θεός μας ἐπαναπαύεται μέ τήν μορφή τῶν φρικτῶν Μυστηρίων πού βρίσκονται μπροστά μας. Ἐσύ Κύριε, ἐλευθέρωσε καί μᾶς καί τόν πιστό σου λαό ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἁγίασε τίς ψυχές καί τά σώματα ὅλων μας μέ ἁγιασμό μόνιμο, ὥστε μέ καθαρή τήν συνείδηση, ἀνεπαίσχυντο τό πρόσωπο καί γεμάτη ἁγιασμό τήν καρδιά μας, νά μεταλαμβάνουμε τῶν ἁγίων ἐτούτων Μυστηρίων καί ζωοποιημένοι ἀπό αὐτά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό τόν ἀληθινό Θεό μας πού εἶπε: Αὐτός πού τρώει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου, εἶναι ἑνωμένος μαζί μου καί ἐγώ μέ αὐτόν. Ἄς κυριαρχεῖ μέσα μας ὁ Λόγος σου Κύριε, ὥστε νά γίνουμε ναός τοῦ Παναγίου καί προσκυνητοῦ σου Πνεύματος...». (Εὐχὴ τῶν Πληρωτικῶν)
Εἶναι ἀλήθεια πὼς συγκλονίζεται ὁ ἱερουργὸς αὐτὲς τὶς θεῖες καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμές, καθὼς ψαύει μὲ τρεμάμενη καρδιά, ἀλλὰ καὶ χέρια τοῦ πανιέρου καὶ ζωοποιοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου του. Γιατὶ τὸ εἶχε δηλώσει στὴν Κυριακάτικη λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία καθαγιάστηκε ὁ Ἀμνὸς ποὺ ἔχει μπροστά του: «ἰκανωσόν με...» νὰ τελέσω τὴ λειτουργία αὐτή, καθόσον «οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμενων ταῖς σαρκικαῖς ὲπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης· τὸ γάρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερόν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν....».( Εὐχὴ Χερουβεικοῦ).
Κι ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ «δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων» κοινωνεῖ ὁ ἴδιος καὶ στὴ συνέχεια, δι᾿ αὐτοῦ καὶ οἱ πιστοί.
Αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση τῆς Θείας Μεταλήψεως, ποὺ νοιώθει ὁ ἴδιος κι οἱ ὑπόλοιποι πιστοὶ μέσα στὸ πένθιμο τοπίο τῆς Σαρακοστῆς ἐκφράζει μὲ τὴν παρακάτω ὀπισθάμβωνο εὐχή, ποὺ γίνεται συνάμα καὶ ἰκέσιος λόγος γιὰ εὐλογημένη συνέχεια στὸν φωτοποιὸ καιρὸ τῆς Ἐγκρατείας.
«Παντοκράτορ Κύριε, σύ πού ἐδημιούργησες ”ἐν σοφίᾳ” ὅλη την κτίση, σύ πού κατά τήν ἀνέκφραστη πρόνοια καί πολλή καλωσύνη σου μᾶς κράτησες στή ζωή μέχρι αὐτές τις πάνσεπτες ἡμέρες γιά καθαρισμό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας γιά ἐγκράτεια ἀπό τά πάθη, γιά βάθεμα στήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, σύ πού ἔδωσες στά χέρια τοῦ δούλου σου τοῦΜωϋσῆ τίς δέκα ἐντολές μετά ἀπό τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, χάρισαι καί σέ μᾶς εὔσπλαχνε Κύριε νά ἀγωνιστοῦμε τόν καλό ἀγώνα αὐτῆς τῆς περιόδου,νά τελειώσουμε τήν διαδρομή τῆς νηστείας,νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, νά συντρίψουμε τά κεφάλια τῶν ἀοράτων δαιμόνων,νά νικήσουμε τήν ἁμαρτία καί νά φθάσουμε νά προσκυνήσουμε ἀκατακρίτως καί τήν Ἁγία Ἀνάσταση».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Σταθήκαμε καὶ πάλι μπροστὰ στὴ Χάρη Της, κι ἀρχίσαμε νὰ Τῆς ἀπευθύνουμε τὰ ἀμέτρητα Χαῖρε, ἀντλώντας κι ἐμεῖς Χαρὰ, ἔστω καὶ Χαρμολύπη, ἀπὸ τὴν Παρουσία Της, ἀπὸ τὴν ἀνύστακτη ἐπίβλέψή Της ἐν εὐμενείᾳ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅταν πιὰ ἀποτραβιέται τὸ μισοφωτισμένο παραπέτασμα τῶν προηγούμενων ἡμερῶν, τότε ἔρχεται Ἐκείνη, χρωματίζει μὲ αἰσιοδοξία τ᾿ ἀπόβραδο τῆς κάθε Σαρακοστιανῆς Παρασκευῆς καὶ μᾶς ραίνει μὲ τὸ ροδόσταμο τῆς Χάρης Της. Γιατὶ μᾶς προσκομίζει «τὸ θαῦμα τῶν Χαιρετισμῶν Της νὰ νανουρίσει τὶς ψυχές μας». ( μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐαγγελος, Ἐκ Φαναρίου 1, σελ. 63). Τότε ἀναγαλλιάζει ἡ ψυχή μας, παίρνουμε κουράγιο καὶ μέσα στὴν ὅλη αὐτὴ εὐλογημένη καὶ θεοκατάνυκτη ἀτμόσφαιρα, Τῆς ἀπευθύνουμε τὰ ἀτέλειωτα χαῖρε. Μὲ νόημα ἀληθινὸ Τῆς τὰ ἀπευθυνουμε, τά «Χαῖρε», γιατὶ μαζί Της ζοῦμε τὶς ἀτέλειωτες καὶ φιλάνθρωπες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Δωρεὲς ποὺ διαλύουν κάθε ἀμφιβολία, σκοτοδίνη καὶ ἀνησυχία. Κι ἄλλα πολλά.
«Χαῖρε δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ Κτίσις...
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατεβη ὁ Θεός·
Χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν...»
Τῆς λέμε, κι ἡ φωνή μας πάλλεται ἀπὸ ἄφατη συγκίνηση, τὰ χέρια μουδιάζουν καὶ στὰ μάτια μας ἀνεβαίνουν μικροὶ κρύσταλλοι τὰ δάκρυα. Γιατὶ δὲν ξέρουμε πῶς νὰ Τὴν εὐχαριστήσουμε «ἔτι καὶ ἔτι».
Καὶ τὰ Χαῖρε δὲν ἔχουν τελειωμό. Γιατὶ ὅπως ὁ Ἄγγελος μᾶς δίδαξε, ὅταν Τὴν ἐπισκέφτηκε στὸν Εὐαγγελισμό Της καὶ Τῆς ἀπηύθυνε Τὸ «Χαῖρε», ἔτσι κάνουμε κι ἐμεῖς: τὰ καταθέτουμε συγκινημένοι καὶ κατενυγμένοι στὴν Ἀγάπη Της. Ὄχι μονάχα τώρα, ἀλλὰ κι ὅποτε Τὴν Ἐγκωμιάζουμε, ὅπως π. χ στὴν πάνσεπτη Κοίμησή Της, ποὺ ψάλλουμε μὲ ὄλη μας τὴ συντριβὴ καὶ τὴ συγκίνηση: «Κεχαριτωμένη, Χαῖρε»...Κι Ἐκείνη νὰ εἶναι κεκοιμημένη...
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εὔχεται στοὺς Φιλιππησίους τὸ «Χαίρετε, καὶ πάλι ἐρῶ χαίρετε», πιστεύω ὅτι συμπυκνώνει τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε τὰ μέλλη Της νὰ χαίρονται πραγματικά. Κι ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι πάντα κατορθωτό - γιατὶ «πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων» - τοποθέτησε ἀναμεσά μας τὴ θεοστήρικτη λέξη «Χαρμολύπη» γιὰ νὰ τὰ ἰσοζυγιάσει ὅλα. Κι ἔτσι ἔγινε.
Ὡστόσο, ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει ὡς φίλεμα ἱερὸ τὶς μέρες αὐτὲς τὶς Σαρακοστιανές, εἶναι ἄλλο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κλείνουν οἱ παρακάτω λίγες λέξεις, λέξεις μὲ ἀφάνταστα ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ κι αἰσιοδοξία καὶ φῶς.
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψε
χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»
Πῶς λοιπόν, νὰ μὴν Τῆς προσφέρουμε τὰ τόσα Χαῖρε, ἀφοῦ ἀπομένει καὶ εἶναι ἡ αἰτία τῆς κάθε μας χαρᾶς; Τῆς τὸ λέμε, ἄλλωστε:
«Χαρᾶς αἰτία χαρίτωσον, ἡμῶν τὸν λογισμὸ τοῦ κραυγάζειν σοι·
Χαῖρε....νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπάυστως ἐπισκιάζουσα»
( Μετὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν)
Σάββα Αλεξάνδρου
Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει από τη λεγόμενη κρίση ταυτότητος. Αγνοεί δηλαδή τον βαθύτερο εαυτό του και αυτό εξαιτίας της φοβερής εξωστρέφειας που τον χαρακτηρίζει. Οι μέριμνες του βίου τούτου τον αναγκάζουν να διαχέεται διαρκώς προς τα έξω. Γι' αυτό ακριβώς και ο Άγιος Δωρόθεος θα πει: «άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος γενέσθαι ου δύναται». Ο άνθρωπος που διαρκώς εμπλέκεται μόνο με ό,τι σχετίζεται με την υλική διάσταση της ζωής και έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, οπωσδήποτε είναι αγχώδης και δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε μπορεί να έχει την αρετή της πραότητας στη ζωή του.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Πατέρες πιστεύουν πως ο άνθρωπος όντας διφυής ύπαρξη πρέπει και με θέματα αυτού του βίου να ασχολείται αφού ως υλική υπόσταση πρέπει να επιβιώσει, όμως και ως ψυχή συνάμα, στο μέτρο του δυνατού πρέπει να επιδιώκει την κατά Θεόν ησυχία η οποία γι' αυτούς αποτελεί μέσον αναγωγής προς τον Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δίνοντας τη θεολογική διάσταση της ησυχίας, την οποία ο ίδιος αποκαλεί ερημία, παρατηρεί: «την ερημίαν εγώ πάντων μάλιστα ησπασάμην και ταύτην εγώ ως συνεργό θείας αναβάσεως και θεοποιόν ηράσθην και πάντων των εν τω βίω προεστησάμην». Την ησυχία εγώ θεώρησα ως το πιο σπουδαίο πράγμα γιατί πιστεύω πως βοηθά τον άνθρωπο στο να ανέβει πνευματικά και ουσιαστικά δέχομαι πως αυτή τον καθιστά Θεό κατά χάρη.
Ο Μέγας Βασίλειος πάλι, από την πλευρά τη δική του, θα τονίσει πως η κατά Θεόν ησυχία σε συνδυασμό με την πνευματική μελέτη αποτελούν αιτία φωτισμού της διάνοιας του ανθρώπου. Λέει χαρακτηριστικά: «ουδέν ούτως πέφυκεν σκοτίζειν την διάνοιαν ως η πονηρία και ουδέν ούτως πέφυκεν φωτίζειν την διάνοιαν ως η ανάγνωσις εν ησυχία». Ο ίδιος θα τονίσει εμφαντικά πως ο άνθρωπος που λειτουργεί αφαιρετικά ως προς τα υλικά αγαθά και δεν προσκολλάται σε εφήμερα πράγματα, όντας εν ησυχία στρέφει τον νου προς τον εαυτό του και με τη χάρη του Θεού ελλάμπεται μέσα στο θείο άκτιστο φως. «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων προς τον κόσμο διαχεόμενος, προς εαυτόν επάνεισιν και δι' αυτού προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει κακείνω τω Θείω φωτί ελλαμπόμενος πάντοτε».
Στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη η πνευματική μελέτη βοηθά τον άνθρωπο στην επίτευξη της κατά Θεόν ησυχίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα επισημάνει: «διά της μελέτης του θείου λόγου, θέρμη εγγίνεται τη καρδία ήτις ως μυίας αποσοβεί τους πονηρούς λογισμούς και ειρήνην πνευματική και παράκλησιν εμποιεί την ψυχή». Δηλαδή με τη μελέτη του θείου λόγου η καρδιά θερμαίνεται και σαν μύγες αποδιώχνει από αυτήν τους πονηρούς λογισμούς. Δηλαδή τις κακές και αρνητικές σκέψεις. Και τότε γεννιέται σε αυτήν η πνευματική ηρεμία και η παρηγοριά.
Είναι γνωστή η θέση του οσίου Στάρετς Παΐσιου Βελιτσκόφσκι που μετέφρασε τη Φιλοκαλία στα Σλαβονικά. Υπήρξε ηγούμενος της μεγάλης Μονής Νεάμιτς στη Ρουμανία και όταν κάποτε ρωτήθηκε από τους μοναχούς της συνοδείας του γιατί διάβαζε με τόσο πάθος, απάντησε: «με άλλους από εσάς όταν έρχεστε στο κελί μου προβληματίζομαι, με άλλους χαίρομαι, με άλλους στεναχωριέμαι, αλλά σαν φύγετε και πάρω στα χέρια μου ένα βιβλίο και αρχίσω να μελετώ νιώθω τόση ησυχία και ηρεμία, ως και να βρίσκομαι στην έρημο του Ιορδάνη, τόση ησυχία νιώθει η ψυχή μου».
Η κατά Θεόν ησυχία λοιπόν έχει σωτηριολογικές προεκτάσεις αφού βοηθά τον άνθρωπο να βυθοσκοπήσει τον εαυτό του και να αγωνιστεί έτσι ενάντια στα πάθη του. Με αυτό το σκεπτικό ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος στα «Ασκητικά» του θα τονίσει: «αγάπησον την αργίαν της ησυχίας υπέρ του εμπλήσαι πεινώντας εν τω κόσμω ή επιστρέψαι έθνη εις προσκύνησιν Θεού». Δηλαδή αγάπησε περισσότερον την κατά Θεόν ησυχίαν και θεώρησε την πως από πνευματική άποψη στέκει πιο ψηλά από το να ασχολείσαι με την εξωτερική ιεραποστολή ή με θέματα ανθρωπιστικά. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ο νηπτικός αυτός πατέρας της εκκλησίας μας θα χαρακτηρίσει τον άνθρωπο της κατά Θεόν ησυχίας ως το άλας της γης: «Ει ζητείς το άλας το επί της γης, ιδού άνθρωπος ησύχιος και ευθύς».
Στην ορθόδοξη πατερική σκέψη, η κατά Θεόν ησυχία βοηθά τον άνθρωπο να γίνει αυθεντικό πρόσωπο. Δηλαδή ον που κοινωνεί διά της αγάπης με όλους. Ο άγιος Νείλος λέει χαρακτηριστικά πως ο μοναχός που βιώνει σε ύψιστο βαθμό την κατά Θεόν ησυχία, ενώ ουσιαστικά ζει μόνος, νιώθει να είναι ενωμένος με όλους. Θα πει: «μοναχός εστίν ο από πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, που έχοντας καταφέρει τη θέωση και τον αγιασμό στην ησυχία του Αγίου Όρους, έγινε αυθεντικό πρόσωπο που ανάπαυσε με την αγάπη, τα θαύματα και τον λόγο του χιλιάδες ανθρώπους. Έλεγε συγκεκριμένα για μια περίπτωση θαυμαστής διάσωσης νέου από τροχαίο από τον ίδιο και τα ακόλουθα: «το μόνο που μπορώ να κάνω είναι με πόνο, ταπεινά να εύχομαι όλη τη νύκτα για όσους βρίσκονται στους δρόμους και κινδυνεύουν. Ο καλός Θεός λοιπόν που αγαπά τα παιδιά του, παίρνει αφορμή από τη δική μου προσευχή και ενεργεί εκείνος».
Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου
Κάποιοι λένε ὅτι ἡ Μεγ. Σαρακοστὴ εἶναι πένθιμη περίοδος. Δὲν εἶναι βέβαια ἔτσι ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν πενθεῖ. Ἐμφανίζεται ὅμως ἔτσι, μὲ τὸ μουσικὸ καὶ χρωματικὸ τελετουργικό της προκειμένου νὰ κατανοήσουμε τὸν κατανυκτικὸ χαρακτῆρα τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἕνας χαρακτῆρας ἐσωτερικῆς προσεγγίσεως τῆς ψυχῆς μας, εἰλικρινοῦς αὐτοκριτικῆς, μὲ ἀγωνία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, μὲ διάθεση ἀγωνιστική, γιὰ νὰ ἀποσείσουμε τὴ ραθυμία μας καὶ λαχτάρα, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὴν ὑποκρισία ποὺ ὑποβόσκει μέσα μας καὶ τρώει τὴν προσωπικότητά μας.
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Μόνο ἕνα πράγμα θά σᾶς ζητήσω νά ἔχετε στήν σκέψη σας καθώς θά προσκυνᾶτε τήν εἰκόνα ἑνός ἁγίου ἤ ἁγίας: ὅτι πίσω ἀπό τό φωτοστέφανο πού ἐσεῖς βλέπετε, καμαρώνετε καί παρηγορῆστε, νά θυμάστε ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆρξε πρόσωπο πού πάλεψε πολύ μέ τόν ἑαυτό του. Πού ἡ σχέση μέ τόν Θεό τοῦ στοίχισε καί τόν «τσάκισε». Στά λαμπερά μάτια τῶν εἰκόνων, νά βλέπετε τόν ἀνείπωτο πόνο τοῦ σταυροῦ, τίς νύχτες τίς ἀπόλυτα μοναχικές πού τό ξημέρωμα ἔμοιαζε ὡς λύτρωση. Γι’ αὐτό ὅταν φιλᾶτε τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων μήν ζητᾶτε μόνο, πεῖτε κι ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα σέ ἀγαπῶ γί αὐτά πού πέρασες καί εἶσαι.
Ἐπισκόπου Κάλλιστου Ware
Ὁ πρωταρχικός σκοπός τῆς νηστείας εἶναι νά μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τόν Θεόν. Ἄν ἐξασκεῖται σοβαρά, ἡ Σαρακοστιανή ἀποχή ἀπό τό φαγητό (ἰδιαίτερα τίς πρῶτες μέρες) περικλείει μία σημαντική δόση πραγματικῆς πείνας κι ἐπίσης ἕνα συναίσθημα κόπωσης καί σωματικῆς ἐξάντλησης. Ὁ σκοπός της εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει μέ τήν σειρά της σ’ ἕνα συναίσθημα ἐσωτερικῆς ταπείνωσης καί συντριβῆς· νά μᾶς φέρει, δηλαδή, στό σημεῖο ὅπου μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε ὅλη τήν ἰσχύν τῆς δήλωσης τοῦ Χριστοῦ: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
Ἄν πάντοτε χορτάνουμε καί ξεδιψοῦμε πλήρως, εὔκολα ἀναπτύσσουμε μία λανθασμένη αἴσθηση αὐτονομίας καί αὐτάρκειας. Ἡ τήρηση μίας σωματικῆς νηστείας κλονίζει αὐτήν τήν ἁμαρτωλή αὐτάρκεια. Μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό τήν ἐπίπλαστη ἀσφάλεια τοῦ Φαρισαίου (ὁ ὁποῖος νήστευε, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά ὄχι μέ το σωστό πνεῦμα). Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μᾶς δίνει τήν σωτηρία αὐτή – δυσαρέσκεια τοῦ Τελώνη. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τῆς πείνας καί τῆς κόπωσης: γιά νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀδυναμία μας καί τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
π. Ανδρέα Γκατζέλης
Κάθε χρόνο, περίπου τέτοια εποχή, η Εκκλησία προβάλλει το ασκητικό φρόνημα του Χριστιανού και μας καλεί σε αγώνα εναντίον των παθών μας. Σε απέκδυση του παλαιού ανθρώπου ή του κακού μας εαυτού και σε προσπάθεια (συν)ταυτίσεως μας με τον τρόπο ύπαρξης του Αγίου Θεού.
Πολλές φορές, όμως, αυτή η ευλογημένη περίοδος του χρόνου παρουσιάζεται με έναν πολύ αρνητικό τρόπο. Σε πολλά σχετικά κείμενα διαβάζουμε για τα πολλά πρέπει που οφείλουμε να επιβάλουμε στον εαυτό μας, έτσι ώστε να συμπορευθούμε με το Χριστό στο Γολγοθά, χωρίς να εκφράζεται η θετική απάντηση της αγάπης του Θεού. Αν όμως υπάρχει έμπνευση θεϊκή στην καρδιά του ανθρώπου, τότε αυτός εύκολα παραδίδεται σε όλες τις «στερήσεις» και τις ασκήσεις που προτείνει η Εκκλησία μας. Και η έμπνευση αυτή θα έρθει όταν κατανοήσουμε το βασικότερο σκοπό της άσκησης στη ζωή μας.
Ο άνθρωπος έχει προικισθεί από το Θεό με δύο γνωστικά όργανα: τη διάνοια και την καρδιά. Με τη διάνοιά του ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο γύρω του, τις τέχνες, τις επιστήμες και τα γράμματα αλλά με την καρδιά του γνωρίζει τα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων και κυρίως βλέπει Πρόσωπον Θεού. Λόγω όμως της αμαρτίας η καρδιά του ανθρώπου έγινε σκληρή σαν πέτρα, σαν γρανίτης και κατά συνέπεια ανίκανη να δοθεί στην ευαγγελική αγάπη. Έτσι, σκοπός της ποικιλόμορφης άσκησης είναι η ανακάλυψη και κατάκτηση της καρδιάς μας και στη συνέχεια το ολοκληρωτικό δόσιμό της στην αγάπη του Θεού, για το Θεό και δι’ Αυτού για όλο τον κόσμο.
Στον αγώνα για να αποκτήσουμε καρδιά ευαίσθητη, τρυφερή, στοργική, ευσπλαχνική και όμοια με την καρδιά του Ιησού, οποιοδήποτε εμπόδιο παρουσιάζεται είναι αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε αμαρτία.Ο άνθρωπος, επειδή είναι εικόνα του Ζωντανού Θεού αλλά κι επειδή μετέχει στα Άγια Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι ικανός να αγαπά με τον τρόπο που ο Θεός αγαπά. Να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο Θεός συμπεριφέρεται. Είναι ικανός όχι μόνο να γνωρίσει το θεϊκό τρόπο ύπαρξης αλλά και να ζει αιωνίως με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ζει ο Θεός. Αρκεί να μάθει να ζει τη ζωή της καρδιάς του. Όποια πράξη, σκέψη, λόγος, θεωρία, ιδεολογία ή καρδιακή κίνηση δυσκολεύει την ευαισθητοποίηση και αφύπνιση της καρδιάς μας, πρέπει να αποφεύγεται ως δηλητήριο.
Η νηστεία και η προσευχή αποκτούν ξεχωριστό νόημα και θέλγουν γοητευτικά την ψυχή μας, όταν γευτούμε εμπειρικά πόσο μαλακώνουν και αφυπνίζουν την πεπωρωμένη από την πίκρα της ζωής καρδιά μας. Οι εντολές του Θεού, από νομικές επιταγές και ηθικές απαιτήσεις, κατανοούνται ως αποκαλυπτικοί οδοδείκτες στην πορεία για την κατάκτηση της ευαγγελικής αγάπης. Οι εντολές μάς δείχνουν άριστους τρόπους έκφρασης της αγάπης, της στοργής και της ευσπλαχνίας που ο Θεός Πατέρας εγκέντρισε στη φύση μας.
Ο αγώνας, λοιπόν, για την κάθαρση της καρδιάς έχει μια πολύ θετική οπτική προσέγγιση. Είναι αγώνας για να μάθουμε να αγαπάμε, να είμαστε ευσπλαχνικοί, να κατανοούμε τη θέση του άλλου. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μάς παρέδωσε τον εαυτό Του με τη μορφή εντολών αλλά και στα Άγια Μυστήρια. Η ολόκαρδη συμμετοχή μας στη ζωή του Χριστού και της Εκκλησίας Του είναι το νόημα της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής.
π. Κωνσταντίνου καλλιανού
Τὸ ἀπόβραδο εὐωδιάζει πρώιμη ἄνοιξη καὶ θυμίαμα. Μισοφωτισμένος ναός, διακοσμημένος μὲ κρέπια ἀπὸ τὶς στερνὲς τίς ἡλιαχτίδες νὰ κρέμονται στοὺς τοίχους, στὸ τέμπλο στὶς θύρες καὶ στὰ παράθυρα.
Ἔξω ἡ χαλαλοὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ ξεφάντωμα, ἀφοῦ σφραγίζει πιὰ τὶς θὐρες του τὸ λεγόμενο στὸν κόσμο Τριώδιο, μὲ τὴν Ἀποκριά, τοὺς μασκαράδες, τὰ κοσμικὰ δρὠμενα τῶν ἡμερῶν μὲ τοὺς χορούς, τὰ γλέντια, τὶς ὅποιες γιορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Πράγματα τοῦ κόσμου δηλαδή, ἐφήμερα μέν, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ καταλάβει ὅποιος τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ πόση διάκριση ἀπαιτεῖται, ὥστε νὰ βιωθεῖ μὲ κάθε ἀκρίβεια «τὸ θεῖον στάδιον, τῆς ἀμώμου Νηστείας», ποὺ ἤδη ἀχνοφάινεται. Διότι ναί μέν, «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται..», γιὰ νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτὸ «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι» κι ὄχι ὁ κάθενας. Κι ὅπως καταλαβαίνει ὁ κάθε συνειδητὸς πιστός, Μάθημα μέγιστο εἶναι κι αὐτό, ἐλευθερίας μάθημα ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, πού, δυστυχῶς, λίγοι τὸ προσέχουν, ἀκόμα λίγότεροι τὸ καταννοοῦν καὶ ἐλάχιστοι τὸ μαθαίνουν.
Μέγα Προκέιμενον. « Μὴ ἀποστρέψῃς, ψάλλουμε, τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι». Κι ὕστερα ἀνοίγουμε σιωπηλὰ τὴ θύρα τῆς Σαρακοστῆς.
«Μὴ ἀποστέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου...», Τὸν ἰκετεύουμε. Ἴσως καὶ μὲ κάποιο παράπονο ὅτι δὲν μᾶς προσέχει, δὲ μᾶς δίνει σημασία. Ὅμως εἶναι, ἄραγε, ἔτσι τὰ πράγματα;
Μὲ λίγα λόγια, ὅποιος ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεὸ καὶ κάπου νοιώθει ὅτι δὲν τὸν προσέχει-σὰν τὸ παιδὶ ποὺ δὲν τοῦ πολυδίνει σημασία ὁ γονιός- εἶναι φυσικὸ νὰ παραπονιεται μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Ἴσως γιατὶ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του νὰ καταλαβαίνει, πὼς ὁ Θεὸς Πατέρας δὲ συνερίζεται, τὸ ξέρουμε δά κι ἀπὸ τὴν Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ πατερα (Λκ. 15,13-32) κανένα, μόνο περιμένει τὴν ἐπιστροφή, τὴ μετάνοια, τὴν εἰλικρινῆ φιλοτιμία μας.
Γιατὶ ὅταν ἐμεῖς Τοῦ λέμε «μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι, Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντᾶ τίμια καὶ δίχως καμμιὰ ἀμφισβήτηση: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγὼ ἀναπαυσω ὐμᾶς» ( Μτθ. 11, 28).
Ἀλήθεια, τί ἄλλο θέλουμε; Καλὴ κι εὐλογημένη Σαρακοστή ῍
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς 2017
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας, ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι οὔτε μόνο θεῖος οὔτε μόνο ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Kύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ ταυτοχρόνως τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεῖος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἔχει κεφαλή της τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ζεῖ μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν ψυχή της. Εἶναι ὅμως ταυτοχρόνως καὶ ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ κοινότητα ἀποτελούμενη ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μὲ τὰ μέσα ποὺ αὐτὴ τοὺς παρέχει γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους. Ὡς ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς καὶ ὡς ἱστορικὴ κοινότητα ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ διαθέτει τὴ δική της ἱεραρχικὴ δομή. Αὐτὴ ἡ ἱεραρχικὴ δομὴ συνδέεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μὲ τὸν θεσμὸ τῶν ἐπισκόπων.
Ἐνῶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εἶναι “εἰς τόπον” Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ “εἰς τύπον” Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα εἶναι τόσο ἀναγκαῖο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, “ὥστε χωρὶς αὐτοῦ μὴ δύνασθαι μήτε Ἐκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ἢ εἶναι ἢ ὅλως λέγεσθαι” (Ὁμολογία Πίστεως Δοσιθέου Ἱεροσολύμων). Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐπισκοπῆς του κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ καλοῦ ποιμένος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου του, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ ὀρθοτομεῖ “τὸν λόγον τῆς ἀληθείας”. Ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, ἔχουν ἢ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους στὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, κατὰ ταῦτα, προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν πράττουν τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου τους· “ἀναγκαῖον οὖν ἐστίν, … ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν πράσσειν ὑμᾶς” (Τραλλ. 2,2). Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς Καρχηδόνος, ἐξάλλου, διατυπώνει τὸ ἀξίωμα: “ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ ἐκκλησία”, καὶ προσθέτει ὅτι ἐὰν κάποιος δὲν τελεῖ ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν ἐπίσκοπό του, αὐτὸς δὲν εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Παράλληλα μὲ τὸν τόσο σημαντικὸ θεσμὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἄλλοι δύο βαθμοὶ ἱερωσύνης: ὁ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ὁ τοῦ διακόνου. Ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἱερέας δηλαδή, ἐπιτελεῖ κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου του καὶ ἐξ ὀνόματός του ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς χειροτονίας. Χειροτονία μπορεῖ νὰ κάνει μόνο ὁ ἐπίσκοπος. Ὁ ἱερέας ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἐγκαίνια ναοῦ καὶ νὰ καθαγιάσει ἅγιο μύρο. Εἶναι παράλληλα ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐνορίας του. Νὰ σημειώσουμε, ὡστόσο, ἐν προκειμένῳ ὅτι τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν εἰδικὴ ἄδεια καὶ εἰδικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ διάκονος εἶναι βοηθὸς τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ πρεσβυτέρου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ βοηθὸς στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἕνα μέγα καὶ φοβερὸ μυστήριο. Ὁἱερέας, ὅπως τονίζει ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναλαμβάνει διακονία μεγαλύτερη ἀπὸἐκείνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων, λαμβάνει ἐξουσία, “ἣν οὔτε ἀγγέλοις, οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός”. Ἡ ἱερωσύνη, κατὰ τὸν ἴδιο ἐκκλησιαστικὸ Πατέρα, “τελεῖται μὲν ἐπὶ τῆς γῆς, τάξιν δὲἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων”. Κι ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλονται ὄχι στὴν προσωπικὴ ἀξία τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ στὴ θεία χάρη, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς εὐχῆς τῆς χειροτονίας, θεραπεύει τὰἀσθενῆ καὶἀναπληροῖ τὰἐλλείποντα. Ὁ ἱερέας ἀξιώνεται νὰἐπικαλεῖται τὴ χάρη τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, γιὰ νὰ τελεῖ τὰἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξιώνεται νὰ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους στὴ νέα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ἀξιώνεται νὰ ἐπιτελεῖ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ἀναίμακτη θυσία, δίνοντας στοὺς πιστοὺς τὴ δυνατότητα νὰ γίνονται σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ καὶ νὰ παραμένουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀξιώνεται ἀκόμη νὰ κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ διαποιμαίνει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ θεραπευτὴς ψυχῶν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ νὰ προετοιμάζει πολίτες γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι κοινωνία δυνάμει ἁγίων, γιατὶ ὅλοι μας ἀγωνιζόμαστε νὰ καταστοῦμε ἅγιοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτὲ ὅμως δὲν κινήθηκε ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λογικὴ ὅτι ἀποτελεῖ ἕναν σύλλογο δεδικαιωμένων ἢ σεσωσμένων ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως, πάντοτε εἶχε σαφὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἐξάλλου, κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατ’ οὐσίαν ἕνα θεραπευτήριο ψυχῶν, ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο εἰσέρχεται ὁ τετραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Ὅπως ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ κληρικοὶ (ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) εἶναι ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἀσφαλῶς καὶ ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ ν’ ἀποτελοῦν, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, πρότυπο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀσφαλῶς καὶ ἀπαιτεῖται οἱ κληρικοὶ νὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ σοβαρὲς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν παύουν ὅμως νὰ εἶναι ἄνθρωποι ἀδύναμοι καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους. Σ’ αὐτούς, ὡστόσο, ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἐνεπιστεύθη τὸ φοβερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν πρέπει λοιπὸν οἱ πιστοὶ νὰ σκανδαλίζονται ὅταν διαπιστώνουν ὅτι καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ τὰ ἐλαττώματά τους, οὔτε ἀκόμη καὶ ὅταν λόγῳ σοβαρῶν παρεκτροπῶν κάποιοι κληρικοὶ καθαιροῦνται. Ἀντιθέτως, πρέπει νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ διακονοῦν στὸ ἔργο της. Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ ὁ Κύριός μας Ἰησοὺς Χριστὸς καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται δὲ ἀμφιβολίες στοὺς πιστοὺς λόγῳ αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλὴ σοφία κατέστησε σαφές, ὅτι τὰ ἱερὰ μυστήρια ἐνεργοῦνται βάσει τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης μὲ τὴ θεία χάρη καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ καθαρότητος ἢ ἁγιότητος τοῦ κάθε λειτουργοῦ. Ὅταν λοιπὸν κοινωνοῦμε ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἱερέα, κοινωνοῦμε τὸν ἴδιο Χριστό, εἴτε ὁ ἱερέας εἶναι σὲ μέτρα ἁγιότητος εἴτε εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύναμος. Τὸ ἴδιο δὲ συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια καὶ ὅλες τὶς ἁγιαστικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας.
Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 75.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κάθε ἐφημέριος γίνεται δέκτης πολλῶν καὶ ποικίλων βιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἀναδύονται σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν τὶς περιμένει. Εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, φιλέματα θείας εὐλογίας, ποὺ τὰ στέλνει ὁ Θεὸς νὰ καταρτίσουν, παραμυθήσουν καὶ χάρίσουν στὴν ψυχὴ ἐμπειρίες μοναδικές κι ἀλανθαστες. Ἐμπειρίες, ποὺ στὴ συνέχεια γίνονται πυξίδες πορείας πρὸς τὸν Οὐρανό. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ συγκίνηση ποὺ καταλαμβάνει τὸν κάθε ἱερέα-δέκτη αὐτῶν τῶν ἁγιασμένων δωρεῶν, ποὺ πραγματικὰ συνταράσσουν τὸ εἶναι. Γιατὶ ὄντως εἶναι συγκλονιστικό, ὅταν στὸ πίσω μέρος τῆς Πρόθεσης βρεθοῦν παλιὰ ὀνόματα ζωντων καὶ κεκοιμημένων, τὰ ὁποῖα ξεχάστηκαν ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως μνημονεύτηκαν-ἀλήθεια, πρὶν ἀπὸ πόσο καιρό;- καὶ βγῆκε γιὰ τὸ καθένα ἡ μερίδα του στὸ Ἱ. Δισκάριο.
Ὅμως τὸ μέγα μάθημα καὶ ἡ ἔκπληξη ποὺ παρέχουν στὸν ἐφημέριο αὐτὰ τὰ λησμονημένα ὀνόματα εἶναι ἡ ἐμβίωση ἀπὸ μέρους του τοῦ προσκαίρου τῆς παρούσης ζωῆς. Γιατί, καθὼς τὰ παρατηρεῖ παρατηρεῖ πὼς κάποια ὀνόματα ποὺ εἶναι γραμμένα στὰ ζῶντα, τώρα πιά, καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό, τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, τώρα πρέπει νὰ σβυστοῦν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ γραφοῦν στὰ κεκοιμημένα. Αὐτὴ ἡ «μετάθεση» ἴσως νὰ φαίνεται κάτι τὸ ἁπλὸ καὶ σύνηθες, ὅμως μέσα της κρύβει ἕνα ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἐπειδὴ ἐμφανίζει τὶς δύο ὄψεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως: τὴν πεπερασμένη καὶ αἰώνιο.
Γιατὶ ἡ πεπερασμένη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν ἐπίγειο διαδρομὴ καὶ θητεία τοῦ καθενὸς μας κι ἡ αἰώνια μὲ τὸν θεῖο του προορισμό, ὥστε «μετὰ τῶν ἁγίων» νὰ συγκαταλεγεῖ. Καὶ τὸ κυριώτερο, οἱ δύο αὐτὲς διαδρομὲς ἐμφανίζουν καὶ τὸ σταυρώσιμο χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Βίου, ποὺ ἔχει δύο διαστάσεις: Τὴ φυσική, ποὺ εἶναι ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν χρόνο, ἀπὸ τὴ γέννησή του δηλαδή, ἴσαμε τὸ τέλος του, τὴν κοίμησή του καὶ τὴ μεταφυσική, αὐτὴ δηλαδή, ποὺ φανερώνεται ὡς τομὴ μέσα στὸ χρόνο καὶ τὴν ἱστορία, μὲ τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό.
Μιὰ δὲ ἀπὸ τὶς κορυφαῖες στιγμὲς αὐτῆς τῆς συνάντησης εἶναι κι ἐκείνη τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ κάθε πιστοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἱ. Προσκομιδῆς. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ταπεινὸ ψιχίο ποὺ κατατίθεται πάνω στὸ ἱ. Δισκάριο καὶ ἀντιπροσωπεύει ἕνα ὄνομα, θὰ ἐμβαπτιστεῖ στὴ συνέχεια στὸ Ἅγιο Ποτήριο, ὅπου ὑπάρχει τὸ ζωηρὸ καὶ πανακήρατο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὸ Αἷμα δηλαδή, μὲ τὸ ὁποῖο «περιποιήσατο τὴν Ἐκκλησίαν» Του ( Πρξ. 20, 28). Τὴν Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἀναπόσπαστο μέλλος εἶναι ὁ κάθε πιστός, ἀφοῦ Σῶμα Χριστοῦ τυγχάνει. (βλ. Α΄ Κορ. 12,27 ἑξ. ).
Πολλὰ καὶ ποικίλα, λοιπόν, τὰ ὅσα διδάσκουν τὰ ξεχασμένα ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ἡ Χάρη Του ξαφνικὰ παρουσιάζει «πρὸς καταρτισμόν»( Ἐφ. 4, 12) , ἀλλὰ καὶ νουθεσίαν. Γιατὶ καὶ ἀπὸ κάτι τέτοιες μικρές, ἀσήμαντες καὶ ταπεινὲς λεπτομέρειες πολλὰ ὠφελεῖται ὁ κάθένας μας, πόσο μᾶλλον ὁ κάθε ποιμένας.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἐκκοσμικευμένης κατάστασής μας εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναζητήσουμε νὰ θεμελιώσουμε τὴν ζωή μας στο ὀρθόδοξο δόγμα. Σε μια χριστιανικὴ κατασκήνωση ἕνας ἔφηβος κάποτε εἶπε στὸν ὁμαδάρχη του τὸ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτο: «Μᾶς λέτε νὰ ἐφαρμόζουμε τις ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ εἶμαστε καλοὶ χριστιανοί ἀλλὰ δὲν μᾶς μιλᾶτε γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ Χριστός! Βοηθεῖστε με νά μάθω τί εἶναι ὁ Χριστός!» Κι ὅμως αὐτὴ ἡ τραγικὴ διαπιστωση τοῦ νεαροῦ κατασκηνωτή ἀπηχεῖ τὴ βαθειά ἔλλειψη ἀληθινῆς δογματικῆς κατήχησης.
Κάποτε μιλοῦμε καὶ ζοῦμε σὰν να μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Χριστιανισμός χωρὶς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γάμος χωρὶς Νυμφίο καὶ Βασιλεία χωρὶς Βασιλέα… Τὰ θεμελιώδη δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὰ ὁποῖα πηγάζει ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καὶ ἀληθινός ἄνθρωπος, ἤ ὅτι ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς καὶ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀναστηθοῦμε, ἢ ὅτι ἡ θεία κοινωνία εἶναι ἀληθινὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἄραγε σέ τί βαθμό εἶναι ξεκάθαρα στὸ κυριακάτικο ἐκκλησίασμα μιᾶς ἐνορίας καὶ πολύ περισσότερο σὲ τὶ βαθμό εἶναι σημαντικά γιὰ τὴν προσωπική μας ζωή;
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἑσπερίζουμε, μὲ ἑόρτιο διάθεση. Γιὰ νὰ φτάσει καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη προετοιμασία...Κατὰ τὸ κέλευσμα τῶν Τυπικῶν «..πρὸ τῆς ἐναρξεως τοῦ ἑσπερινοῦ τίθεται ὑπὸ τὴν ἐν τῷ τέμπλῳ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ ηὐτρεπισμένου σκίμποδος τὸ λειτουργικὸν βιβλίον τοῦ Τριῳδίου, ἔνθα μεταβαίνει ὁ Πρωτοψάλτης (ἐκπροσωπῶν τοὺς ἐν τοῖς ἀναλογίοις ὑπηρετοῦντας), βάλλει πρὸ τῆς εἰκόνος μετανοίας 3, ἀσπάζεται αὐτήν, λαμβάνει μετὰ χεῖρας τὸ Τριῳδιον καὶ ἀπάζεται αὐτό, ποιεῖ πάλιν μετανοίας μικρὰς 3 καὶ ἀπέρχεται μετὰ τοῦ Τριῳδίου είς τὴν οἰκείαν θέσιν αὐτοῦ».
Ἔχω τὴν πεποίθηση, πὼς γιὰ κανένα ἄλλο λειτουργικὸ βιβλίο δὲν γίνεται αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ κατανυκτικὴ τελέτὴ τῆς παραδόσεώς του. Ἴσως γίνεται αὐτό, ἐπειδὴ εἰσοδεύουμε ἀπόψε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἐφετεινοῦ χρόνου, ποὺ τὰ σκέπει, ἐνισχύει καὶ προβάλλει αὐτὸ τὸ ἱερὸ βιβλιο: «Τὸ Τρῴδιον, τὸ Κατανυκτικόν».
Ἀλήθεια, γιατὶ συμβαίνει αὐτό;
Ἤδη παρῆλθεν ὁ καιρὸς τῶν ἑορτῶν τοῦ Ἁγίου Δωδεκαήμέρου, μὲ τὴν Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα νὰ ἐπισημαίνουν τό, «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» ( πρβλ.Α΄ Τιμ. 3, 6) Τὸ βασικό, λοιπόν, ἐρώτημα εἶναι: Πῶς προσεγγίζουμε, συναντοῦμε καὶ βιώνουμε τὴν παρουσία Του; Μά, μὲ τὴν ἄσκηση, ποὺ γεννᾶται μέσα ἀπὸ τὴν ἔγκοπο πορεία στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ δή τὸν Ἀναστάντα. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ προσδοκία τοῦ καθενὸς καὶ τὸ πανάρχαιο διερώτημά του, ποὺ συμπυκνώνεται στὴν Ὁμολόγία τῆς Πίστεως μὲ κεῖνο τό, «Προσδοκῶ ἀναστασιν νεκρῶν...».
Αὐτό, λοιπόν, τὸ νόημα μᾶς κομίζει καὶ ἐφέτος τὸ ἱερὸ
Τριῴδιο, ποὺ ἀνοίγει τὴν Ὡραία Του Πύλη ἀπόψε μέσα σὲ κλίμα κατανύξεως, ἄφατης συγκινήσεως καὶ ἐγνωσμένης χαρμολύπης. Εἰσοδεύουμε, οἱ ὅσοι πιστοί, μὲ σκοπὸ τὴ συνάντηση αὐτή, ποὺ προϋποθέτει, ὡστόσο, ἀδιάλειπτο πνευματικὸ ἀγώνα, πορεία μὲ στημένες πολλὲς παγίδες τοῦ μισοκάλου καὶ ἀταλάντευτη πίστη, ποὺ τὴ θεμελιώνει ἡ βασικὴ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο ἀλλὰ καὶ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, τέλος τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀνεκλάλητος χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
Προετοιαζόμαστε, λοιπόν, γιὰ τὴν πορεία αὐτή...Ἀπὸ ἀπόψε, δίχως ἀναβολή, μὲ μόνη ἔγνοια, «Πρὸς ζῆλον ἔλθωμεν..., κατορθοῦντες τὸ πρᾷον, ταπεινώσει συζῶντες, ἐκ καρδίας στεναγμῷ, κλαυθμῷ τε καὶ προσευχῇ, ὅπως σχῶμεν ἐκ Θεοῦ συγχώρησιν». Ἀμήν, εὐλογημένο Τριώδιο, λοιπόν, μὲ σταυροαναστάσιμο προοπτική .
Καθὼς ξημερώνει ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ( 4/5-2-2017)
π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι φοβόμαστε την θλίψη, τη δοκιμασία, τον πόνο, το κακό. Μας θυμίζουν την ήττα και τον θάνατο. Έτσι, όταν νιώθουμε ότι μας περιμένει μία δυσάρεστη αλλαγή στη ζωή μας είτε καταφεύγουμε στον Θεό είτε αισθανόμαστε ότι υπάρχει μπροστά μας η οδός της απελπισίας.
Η πίστη όμως δε βλέπει έτσι την πραγματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους: «Ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας».
Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική θέαση της ζωής. Αντί να μιλά για την υπομονή ως φάρμακο στις δοκιμασίες, μιλά για τις δοκιμασίες που οδηγούν στην υπομονή. Δε θεωρεί τις δοκιμασίες απορριπτέες στη ζωή, αλλά ως την οδό που οδηγεί στην υπομονή. Η υπομονή χτίζεται με τις δοκιμασίες, δεν είναι έτοιμη κατάσταση. Και χρειάζεται η υπομονή στη ζωή μας, διότι γεννά χαρακτήρα δοκιμασμένο, δηλαδή χαλυβδωμένο και δυνατό, όχι ηττημένο, αλλά ανθεκτικό στην ήττα και τον πόνο και τον θάνατο. Αυτό βεβαίως δε συνεπάγεται αποδοχή τους, δηλαδή μοιρολατρία, αλλά επίγνωση των ορίων μας. Ότι δεν είμαστε αυτοί που ελέγχουμε τον κόσμο και τη ζωή, αλλά ο Θεός, ο οποίος επιτρέπει, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, συνήθως για τις αμαρτίες μας, να περνάμε δυσκολίες, να χάνουμε, να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε εμείς που ελέγχουμε και κυβερνάμε την οδό μας, αλλά όλα ανήκουν αλλού. Ακόμη και εκείνοι που ζούνε με την ψευδαίσθηση ότι είναι πανίσχυροι, συνειδητοποιούν το εφήμερο της δυναστείας τους. Και μόνο έτσι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Να βρει την ελπίδα, δηλαδή την επίγνωση ότι τα πάντα είναι στον Θεό και Εκείνος θα βάλει το τελικό όριο τόσο στη δοκιμασία όσο και στην ήττα μας. Γιατί ακόμη και αυτά δείχνουν την αγάπη του Θεού, η οποία πλούσια έχει δοθεί στον καθέναν μας, δια του Αγίου Πνεύματος, και γεμίζει και ξεχειλίζει με περίσσεια ζωής τις καρδιές μας.
Οι άνθρωποι σκεπτόμαστε διαφορετικά. Παρασυρμένοι από τον πονηρό και από το κοσμικό πνεύμα θεωρούμε ότι δικαιούμαστε μία αμέριμνη ζωή ή μία ζωή στην οποία τα πάντα θα έρχονται όπως μας αξίζουν. Το αντίθετο είναι αδικία. Και αυτό το μεταφέρουμε και στη σχέση μας με τον Θεό. Ζητούμε από Εκείνον την εκπλήρωση των ονείρων μας για ευτυχία. Θεωρούμε ότι είναι Δίκαιος όταν μας δίνει αυτό που μας αρέσει. Και αναρωτιόμαστε συνεχώς γιατί να συμβαίνει το αντίθετο. Δε θέλουμε έναν Θεό που δε μας ευχαριστεί, που δεν επιτρέπει στη ζωή να πορεύεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Δε θέλουμε έναν Θεό που αφήνει να φαίνεται ένας τρόπος προβληματισμού για το εφήμερο και υπέρβασής του. Θέλουμε έναν Θεό που να καταφάσκει στο εδώ και τώρα μας, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα στην προοπτική της στιγμής, της ευχάριστης στιγμής. Και γι’ αυτό είτε λησμονούμε τον Θεό, είτε Τον απορρίπτουμε, είτε Τον θυμόμαστε στις δοκιμασίες μας, όχι για να μας βοηθήσει να αντέξουμε, αλλά για να τις πάρει από μας.
Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της χριστιανικής πίστης και γι’ αυτό οι πολλοί στέκουν αδιάφοροι έναντί της. Η πίστη που γεννιέται στην καρδιά αυτού που θέλει να αγαπήσει αληθινά τον Θεό δεν κοιτά το αποτέλεσμα, την ωφέλεια, το ευχάριστο, αλλά τη σχέση καθαυτή με Αυτόν που μας αγαπά. Η πίστη πηγάζει από την εμπιστοσύνη και είναι εμπιστοσύνη. Εμπιστεύομαι σημαίνει ότι αφήνω κατά μέρος κάθε προσανατολισμό προς τα έξω ή προς τον εαυτό μου και εργάζομαι σε ό,τι έχω κληθεί να παλέψω, υλικό, πνευματικό, κοινωνικό, με κριτήριο και έκβαση το θέλημα του Θεού.
«Χαρά και λύπη ένα, ένα κι εγώ μαζί Σου» (Σταμάτης Σπανουδάκης), λέμε στον Θεό. Αν οι ανθρώπινες σχέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τις παίρνουμε στα σοβαρά, γίνονται αφορμή περάσματος από την δοκιμασία στην υπομονή, από την υπομονή στον δυνατό χαρακτήρα, από τον δυνατό χαρακτήρα στην ελπίδα ότι η σχέση και η αγάπη θα κρατήσουν για πάντα ή για όσο περισσότερο γίνεται, πόσο μάλλον η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό περνά από αυτόν τον δρόμο. Αν μέσα από την πείρα των ανθρώπινων σχέσεων, βρίσκουμε νόημα και αξία στη ζωή μας, διότι υπερβαίνουμε την μοναξιά μας, πόσο μάλλον μέσα από την πείρα της σχέσης με τον Θεό βρίσκουμε νόημα και αξία αιωνιότητας, καθώς υπερβαίνουμε ακόμη και τις ήττες μας και τους φόβους μας και αγκαλιάζουμε Αυτόν που δε θα μας αφήσει ποτέ.
Η πίστη χτίζεται. Ο δρόμος που περιγράφει ο Παύλος είναι ο τρόπος της. Οι πολλοί δεν τη θέλουν. Τη φοβούνται ή τη θεωρούν ξεπερασμένη. Υποταγμένοι στο εφήμερο βλέπουν στο υλικό, στις επιθυμίες, στα μέσα της ζωής τις απαντήσεις στους φόβους και τις δοκιμασίες ή υποτάσσονται στα μεγάλα και αναπάντητα γιατί. Η Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος και της εμπειρίας της μάς δείχνει την οδό της αποδοχής του θελήματος του Θεού, της αποδοχής των ορίων μας, της αποδοχής της αγάπης του Θεού που χτίζει επιπλέον πίστη, μας κάνει να νικούμε τα άγχη μας ή να τα διαχειριζόμαστε και τελικά να μην νικιόμαστε, καθώς έχουμε αιωνιότητα εντός μας και μπορούμε να χαρούμε ό,τι ωραίο μας δίδεται στη ζωή, χωρίς να το υποτάσσουμε στη δύναμη της αμαρτίας, του κακού, της εφήμερης απόλαυσης. Κι εδώ τελικά βρίσκεται η αληθινή δύναμη!
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πρακτικά μας δείχνει πέντε δρόμους της μετανοίας. Μας λέγει:
Πρώτος δρόμος μετανοίας είναι ν' αυτοκαταδικάζεσαι για τις αμαρτίες σου. Ο Κύριος εκτιμά ιδιαίτερα αυτή σου την πράξη. Αυτός που μόνος του καταδίκασε τ' αμαρτήματά του πολύ δύσκολα θα τα επαναλάβει. Η έγκαιρη εξέγερση της συνειδήσεως σου διά της αυτοκατηγορίας δεν θα έχει κατήγορο στο ουράνιο κριτήριο.
Δεύτερος αξιόλογος δρόμος μετανοίας είναι να μη βαστάς κακία για κανένα, ακόμα και γι' αυτούς τους εχθρούς σου. Να συγκρατείς πάντοτε την οργή σου, να συγχωρείς τ' αμαρτήματα των άλλων, γιατί έτσι θα εξαλείψει και τα δικά σου ο Κύριος. Είναι αυτό ένα αποτελεσματικό καθαρτικό, αφού μας το υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας: Αν συγχωρέσετε τους χρεώστες σας, τότε θα σας συγχωρήσει σίγουρα και ο ουράνιος πατέρας μας (Ματθ. 6. I).
Τρίτος ασφαλής δρόμος μετανοίας είναι η ορθή, θερμή και εκ βαθέων καρδιακή προσευχή. Μη λησμονάμε την ευαγγελική χήρα που επέμενε στο αίτημα της στον δύστροπο δικαστή και τελικά έλαβε το ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Αν εκείνη έλαβε για την επιμονή της από τον αδιάντροπο δικαστή, πόσο μάλλον εμείς που έχουμε ουράνιο πατέρα ήμερο, φιλικό και φιλάνθρωπο και οπωσδήποτε θα μας δωρίσει τα προς τη σωτηρία μας αιτήματα.
Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας είναι της ελεημοσύνης, που η δύναμή της είναι ανέκφραστα μεγάλη. Ο προφήτης Δανιήλ είπε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα να ξεπλύνει τις πολλές αμαρτίες του μ' ελεημοσύνη και τ' ανομήματά του με το να ευσπλαγχνισθεί τους φτωχούς. Η αγάπη είναι ικανή να εξαλείψει αμαρτήματα. Ο μετανοημένος παραβάτης με τη φιλανθρωπία επανορθώνει τα πάντα με τον αγώνα του και τη χάρη του Θεού.
Πέμπτος δρόμος σταθερός ο συνδυασμός πηγαίας μετριοφροσύνης κι εγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας προς τούτο ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη του αποτίναξε όλο το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων του.
Καταλήγει λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός Χρυσόστομος: Να καταδικάζουμε τις αμαρτίες μας, να συγχωρούμε τις αμαρτίες των αδελφών μας, να 'χουμε κερδοφόρα προσευχή, καρπούς ελεημοσύνης και ταπεινοφροσύνης, δίχως να καθυστερούμε, δίχως να χάνουμε ούτε μία μέρα και ώρα βαδίζοντας τους πέντε αυτούς σωτήριους δρόμους καθημερινά.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Μπορείτε να δείτε, το τι δημιουργεί η θρησκεία στη σημερινή εποχή. Για παράδειγμα στην Ανατολή, στη Μέση Ανατολή, αλλά όπου υπάρχει και λειτουργεί ο Μουσουλμανισμός, ο Ισλαμισμός, βλέπουμε εκεί καθαρά την αρρώστια της θρησκείας. Εν ονόματι της θρησκείας δημιουργούνται μάχες, αντιπαραθέσεις, αποκεφαλισμοί, βιασμοί, βιαιότητες, και είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σε μια συνάντηση που είχε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του με κάποιον ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον ενταφιασμό των Μουσουλμάνων, έναν τασιμάνη, μεταξύ των άλλων του είπε ότι ο Μουσουλμανισμός διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο με την βία και την ηδονή. Προσέφερε ο Μωάμεθ τη βία και την ηδονή στους ανθρώπους και δημιουργούνται τέτοιες καταστάσεις αρρωστημένες με τρομοκρατικές εκδηλώσεις, με αποκεφαλισμούς, με βιαιότητες και νοοτροπίες πολεμικές.
Αυτή είναι η αρρώστια της θρησκείας εναντίον της οποίας πάλεψαν και αγωνίστηκαν οι προφήτες, και μας απάλλαξε ο Χριστός και δημιούργησε την Εκκλησία Του. Αλλά προφήτες δεν υπήρχαν μόνο στην Παλαιά Διαθήκη, προφήτες υπάρχουν και στην Καινή Διαθήκη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα κάνει αυτή την επισήμανση και τη διάκριση: Οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο και συγχρόνως προέβλεπαν και προεφήτευαν την ενανθρώπιση και έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο που θα γεννιόταν στον κατάλληλο καιρό. Οι προφήτες της Καινής Διαθήκης είναι εκείνοι που έχουν κοινωνία με τον σεσαρκωμένο Λόγο, τον ενανθρωπίσαντα Χριστό και ομιλούν και ζουν για την δευτέρα έλευση του σεσαρκωμένου Λόγου, οπότε θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών και θα έλθει η Βασιλεία του Θεού.
Το προφητικό χάρισμα δεν εξέλειπε από την Εκκλησία, παραμένει και σήμερα. Ο επίσκοπος δεν είναι μόνον ο προεστός της ευχαριστιακής συνάξεως είναι και ο προφήτης ο οποίος κηρύττει το Λόγο του Θεού. Είναι ο προφήτης ο οποίος στρέφεται εναντίον κάθε λατρείας ψεύτικης, κάθε θρησκευτικής πίστης η οποία είναι ξένη από τον ζωντανό Θεό, και ομιλεί για το πώς ο άνθρωπος θα αποκτήσει κοινωνία με τον ζώντα Θεό. Κι έτσι δεν είναι μόνο προεστός ευχαριστιακής συνάξεως, αλλά είναι και προφήτης που διδάσκει και καθοδηγεί τον λαό. Είναι το προφητικό χάρισμα που έχει ο επίσκοπος, όπως έχει και το βασιλικό χάρισμα και το αρχιερατικό χάρισμα και την ευλογία του Θεού.
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα μίμηση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη χωρὶς πέρας, χωρὶς ὅρια. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει ἐπίσης νὰ καταστεῖ ἄπειρη καὶ ἀπεριόριστη. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἢ πρὸς ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένουμε ἀνταπόδοση. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ περιορίζεται στὴ δική μας οἰκογένεια, στοὺς δικούς μας φίλους καὶ γνωστούς, στὴ δική μας κοινωνικὴ ὁμάδα, στὸ δικό μας ἔθνος. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους χωρὶς καμιὰ διάκριση, πρὸς φίλους καὶ ἐχθρούς, πρὸς φτωχοὺς καὶ πλουσίους, πρὸς ἰσχυροὺς καὶ ἀδυνάτους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος νομοθετεῖ στὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του: “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς ... ὅπως γένησθαι υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 44-45). Ὡς “καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως”, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες. Εἶναι ἀρκετὰ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ προσεύχονταν στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἀρχέκακο διάβολο, ἔστω κι ἂν γνώριζαν ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτικὸς σωτηρίας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη κενωτικὴ καὶ θυσιαστική. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ κάθε πάθος καὶ κάθε ἁμαρτία, ὥστε νὰ μείνει χῶρος μέσα μας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας χάριτος. Πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ τὸ ἴδιον θέλημα, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε πράξη στὴν ζωή μας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη σημαίνει πραγματικὴ κένωση, ἀλλὰ σημαίνει καὶ ἑτοιμότητα γιὰ θυσία. Θυσία τῆς καλοπέρασης καὶ τοῦ βολέματός μας, θυσία τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν μας, θυσία τῶν ἐγωϊσμοῦ μας καὶ τοῦ δικοῦ μας θελήματος, θυσία ἀκόμη καὶ τῆς ἰδίας μας τῆς ζωῆς, ἂν τοῦτο κάποια στιγμὴ μᾶς ζητηθεῖ. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἑτοιμότητα γιὰ θυσία, οὔτε τὸν συνάνθρωπό μας μποροῦμε ν᾿ἀγαπήσουμε ἀληθινά, οὔτε φυσικὰ καὶ τὸν Θεό. Γιατὶ ἡ ἀγάπη τότε “ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς”, εἶναι ἀγάπη ὄχι χριστιανική, ἀλλὰ ἀγάπη τοῦ κόσμου τούτου.
Σίγουρα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει κοσμικά, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀσύμφορη, γιατὶ ἀνατρέπει ὅλα τὰ δεδομένα μιᾶς βολεμένης καὶ εὐχάριστης ζωῆς. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅμως, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ βιολογικὸ θάνατο, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος “προσδοκεῖ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος”, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδός, ποὺ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴν αἰώνια ζωή.
π. Ιωάννου Ρωμανίδη
Τώρα το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή πίστις;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, που χρησιμοποιεί τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ, χωρίς να εμβαθύνη σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ο οποίος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως γι’ αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του.
Εφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν, είναι ο άξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος σ’ αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’ είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα η κάθαρσις και ο φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την Κόλασι; Γι’ αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό κλειδί, το οποίο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.
Οπότε το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πώς θα δη ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν, και να προετοιμάζη τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Αυτή η προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίση και να τελειώση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη η θεραπεία και να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος, που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί η οδός». Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ’ αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δη τον Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη ζωή.
(ἤ, Πῶς βιώνει ἕνας ἱερέας τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς ἐνορίας του)
Μνημόσυνο Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, τοῦ ἀγαθοῦ πνευματικοῦ.
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Ἔχω τὴν ταπεινὴ γνώμη, ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ συγκινεῖ ἕνα ἐφημέριο εἶναι, σὺν τοὶς ἄλλοις, καὶ ἡ ἱστορία τὴν ὁποία ἀποδέχεται, μόλις ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του σὲ μιὰ ἐνοριακὴ κοινότητα. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότητα, τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ ἐπεξεργαστεῖ ὁ κάθε νέος ἐφημέριος, γιατὶ ἕνα εἶναι σίγουρο νὰ γευτεῖ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνάντηση: τὸ βάρος μιᾶς πραγματικότητας ποὺ πέρασε μέν, ὡστόσο ἔχει ἀφήσει τὴ σφραγίδα της ἀνεξαλειπτη.
Ὅμως ἄς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Τί εἶναι, ἄραγε, ἡ ἱστορία; Τό ἐρώτημα πληγώνει ὅταν θελήσουμε νά τό ἀπαντήσουμε κυριολεκτικά. Γιατί ἡ λέξη ἱστορία, "ἡ ὁποία παράγεται ἀπό τό ρῆμα οἶδα σημαίνει τήν γνῶσιν τῶν πάσης φύσεως συμβάντων καί φυσικά τήν ἔκθεσιν αὐτῶν πρός τούς μεταγενεστέρους" (Τάσος Ἀ.Γριτσόπουλος). Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ σταθεῖ κι ὁ κάθε ἐφημέριος ποὺ καλεῖται νὰ διακονήσει μιὰ ἐνορικαὴ κοινότητα μὲ ἱστορία αἰώνων ἤ ἔστω καὶ μὲ πρόσφατο, ὀλιγόχρονο παρελθόν. Γιατὶ ἡ κάθε περίπτωση ἔχει τὴ γοητεία της, ἐπειδὴ καὶ στὶς δύο συνυπάρχει τὸ ρίγος τῆς μνήμης: Μιᾶς μνήμης μὲ ἀρκετὴ ἤ κι ἐλάχιστη πατίνα τοῦ χρόνου. Μιὰ χρονικὴ διάρκεια μὲ πολλὰ ἤ καὶ λιγοστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ συνθέτουν τὴν ἱστορικὴ μαρτυρία τῆς κοινότητας αὐτῆς.
Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ συνειδητοποιήσει ὁ κάθε ἐφημέριος, εἶναι τὰ τεκμήρια ποὺ ἔχει στὴ διαθεσή του. Τεκμήρια ποὺ πιστοποιοῦν αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ συνάμα ἀποτελοῦν τοὺς κρίκους μιᾶς ἁλυσίδας, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ χθὲς καὶ φθάνει ἴσαμε σήμερα καὶ συνεχίζει...Γιατὶ τὰ ἔσχατα κάθε ἐνοριακῆς κοινότητας εἶναι θέλημα Ἄλλου, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε καὶ ρυθμίζει τὰ ὅσα συντελοῦνται καὶ συμβάινουν. Κι αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν εἶναι ποὺ κληρονομοῦνται στοὺς μεταγενέστρους, ὡς πολυτιμα περιουσιακὰ στοιχεῖα.
Στ᾿ ἀλήθεια τὶ εἴδους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ κληροδοτήματα;
Ἀναμφίβολα τὰ ὅσα κληρονομεῖ κάποιος εἶναι καὶ ἀποτελοῦν τὰ πιστοποιητικὰ παρουσίας ἀνθρώπων καὶ γεγονότων. Ἔτσι καὶ μέσα στὴν ἐνοριακὴ κοινότητα αὐτὰ ποὺ κληρονομεῖ ὁ κάθε ἐφημέριος εἶναι τὰ τεκμήρια ὅσων κατὰ καιροὺς ἔχουν συναχθεῖ καὶ ἀρχειοθετηθεῖ. Μπορεῖ δηλαδή, νὰ εἶναι αὐτά, φωτογραφίες, ἐπιστολὲς, ἐνδύματα, ἱερὰ σκεύη καὶ βιβλία καὶ διάφορα σημειώματα, ποὺ ἀνήκανε σὲ παλιότερους ἐφημερίους, ἀλλὰ καὶ ἐνορίτες ποὺ τὰ ἀφιέρωσαν.
Ὡστόσο, ἐκεῖ ποὺ πληγώνεται περισσότερο ἡ ψυχὴ καὶ δακρύζει, εἶναι γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπόμειναν στὶς ἀρχαῖες τὶς ἐνορίες, κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ σήμερα νὰ ψυχορραγοῦν ἤ ἄλλες νὰ εἶναι ἔρημες καὶ σιωπηλές ( βλ. ἐνορία τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου). Ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς σὲ ὅλες αὐτὲς ὑπάρχει ἀκόμα ἡ παλαιὰ αἴγλη καὶ ἡ νοσταλγία ποὺ ἀνεβαίνει ἀπό τὸ βάθος τοῦ χρόνου μέσα σὲ μιὰ ὀμίχλη, σ᾿ ἕνα σύθαμπο-λές κι εἶναι βαρὺ χειμωνιάτικο πρωϊνό-μέσα στὸ ὁποῖο δυσδιάκριτα ἀναδύονται πρόσωπα καὶ γεγονότα. Πρόσωπα ποὺ τὰ φωτίζουν ἰσχνὰ ἁγιοκέρια καὶ γεγονότα μὲ τὴ σφραγίδα τῆς χαρμολύπης πάνω τους. Κι ὅλ᾿ αὐτὰ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ἀποτυπωθεῖ σὲ φωτογραφίες, ἀκόμα καὶ σὲ σκίτσα. Ὅμως ἔχουν σημαδευτεῖ ἀπὸ μιὰ παρουσία ὁλόφωτη καὶ περίεργα ζωντανή. Παρουσία, ποὺ τὴ συναντᾶς σὲ κηροσταγμένα παλαίτυπα Εὐαγγέλια ἤ Εὐχολόγια, σὲ παλιωμένα ἄμφια, σὲ Ἀντιμήνσια μὲ τὸ ἐκτύπωμα τῶν χεριῶν πάνω τους σὲ ἱδρωμένες ἄκρες, ἀλλὰ καὶ σὲ κεῖνα τὰ πολύχρονα σφραγισμένα σεντούκια, ποὺ ὅταν τὰ ἀνοίγεις αἰσθάνεσαι νὰ ὁσμίζεσαι κλεισμένες ἀνάσες, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς συγκινοῦν, ἀλλὰ καὶ διδάσκουν. Μάλιστα, ἄν κοιτάξεις μὲ προσοχὴ καὶ φαντασία πίσω ἀπὸ τὰ σκουριασμένα κηροστάγματα καὶ τὰ μαυρισμένα ἄμφια, θὰ δεῖς λαμπροφωτισμένους Χριστουγεννιάτικους Ὄρθρους καὶ μυρωμένες Πασχαλιές. Συνάμα θὰ καταλάβεις, γιατὶ σὲ κάποιες εὐαγγελικὲς περικοπὲς ἔχουν πυκνώσει οἱ κηλίδες ἀπὸ κηροστάγματα. Καὶ τότε θὰ προσέξεις πὼς ἀπὸ αὐτὲς τὶς σελίδες ἀνασταίνονται χαρὲς περίσιες, ἀλλὰ καὶ φαρμακωμένα περιστατικά, καθὼς στὶς σελίδες αὐτὲς ἀφοροῦν εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ λέγονται στὸ Γάμο, στὴ Βάπτιση ἤ στὴν Κηδεία, ἀλλὰ καὶ στὸ Μνημόσυνο Γιατὶ ὅλ᾿ αὐτὰ φανερώνουν καὶ θυμίζουν ἕναν ἄλλο κόσμο, ταπεινὸ καὶ συνάμα εὐαίσθητο κόσμο, ἀνθρώπινο, μὲ τὸ μεγαλο προνόμιο τῆς πτωχείας ὡς οἰκόσημο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι ὅλα ἔργα στολισμένα μὲ ἀπεριττη ὁμορφιά, δίχως ἔπαρση καὶ ξιπασμό, χωρὶς ἐντυπωσιασμὸ καὶ αὐτοπροβολή. Ἔγνοια τους, βλέπεις, δὲν ἦταν νὰ διασώσει ὁ καθένας τὴν ὅποια του στιγμὴ διακονίας-πρὸς τί, ἄλλωστε;-ἀλλὰ νὰ παραδώσει στοὺς μεταγενέστερους μαθήματα νοικοκυροσύνης καὶ ἁγνῆς ἀρχοντιᾶς. Ἔστω καὶ μέσα στοὺς μισοφωτισμένους, ὑγροὺς καὶ ταπεινοὺς ἐκείνους ναούς, πού, ὡστόσο, εὐωδίαζαν ἁγιοσύνη καὶ ἱεροπρέπεια, ἀλλὰ καὶ στὰ μικροκαμωμένα ἐκεῖνα σπιτια, ποὺ ἐπίσης εὐωδίαζαν ἀπὸ τὰ φυλαγμένα γιὰ τὸ χειμώνα κυδώνια καὶ τὰ μῆλα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καμμένα τὰ ξύλα τῆς παραστιᾶς.
Μ᾿ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀποδείξεις γράφεται, λοιπόν, ἡ ἱστορία. Προπάντων ἡ ἱστορία τῶν ἐνοριῶν, ποὺ καλεῖται, ὄχι μονάχα νὰ σεβαστεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώσει ὁ κάθε ἐφημέριος. Κυρίως νὰ βιώσει, γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν λειτουργία τῆς ψυχῆς εἶναι δυνατὸ νὰ καταλάβει τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες τῶν προκατόχων του καὶ νὰ διδαχτεῖ ἀπ᾿αὐτές. Διαφορετικὰ θὰ περάσει ὁ καιρὸς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν κάθε τί, ποὺ μποροῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς ἕνα ἐφαλτήριο προόδου καὶ πνευματικῆς ἀνάτασης. Γιατὶ πάνω ἀπ᾿ὅλα, ἡ ἱστορία εἶναι μάθημα, τὸ πρῶτο, μάλιστα, μάθημα ποὺ καλεῖται ὁ κάθε ἐφημέριος νὰ διδαχτεῖ, ἀφοῦ μέσα του εἶναι ταμιευμένη ἡ Πίστη τῶν πατέρων του, ἀλλὰ καὶ δικιά του πίστη, ποὺ καλεῖται νὰ διακονήσει καὶ νὰ προβάλλει μὲ εὐθύνη καὶ ἀψευδῆ παρρησία.
Ξημερώνοντας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Τό πρόσωπο πού ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Πρόκειται γιά μιά μεγάλη φυσιογνωμία, ἕνα μεγάλο προφήτη, πού βρίσκεται στό μεταίχμιο μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς καί ὁ πρῶτος τῶν προφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεώς του ἦταν θαυματουργικός, δηλαδή ἔγινε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ σπέρματος τοῦ πατέρα του Ζαχαρία, καί ὄχι ἐκ Πνεύματος ἁγίου. Ἡ γέννησή του συνδέεται μέ θαυματουργικά γεγονότα. Ἡ διαμονή του ἀπό τριῶν ἐτῶν στήν ἔρημο δείχνει τήν ἀγγελική του πολιτεία. Τό κήρυγμα τῆς μετανοίας ἦταν προετοιμασία τοῦ λαοῦ γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Μεσσίου. Ἡ ταπείνωσή του μεγαλειώδης. Ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς τελειώσεώς του δείχνει ὅτι ἔφθασε σέ μεγάλα ὕψη χάριτος.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦταν συγγενής τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Μητέρα Του (Παναγία) ἦταν συγγενής μέ τή μητέρα τοῦ Προδρόμου, Ἐλισάβετ. Ὅταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦταν ἔμβρυο ἕξι μηνῶν στήν κοιλία τῆς μητέρας του, τότε ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν ἕξι μῆνες μεγαλύτερος ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔλαβε τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τόν ἀνέδειξε προφήτη, ἐνῶ βρισκόταν στήν κοιλία τῆς μητέρας του, ἕξι μηνῶν ἔμβρυο. Γιατί, ὅταν ἡ Παναγία, πού μόλις εἶχε συλλάβει μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χαιρέτισε τή μητέρα του Ἐλισάβετ, τότε «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λκ. α', 41). Ἔτσι, ἔγινε προφήτης καί μετέδωσε τό προφητικό του χάρισμα στή μητέρα του, ἀφοῦ καί ἐκείνη δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνεγνώρισε τή μητέρα τοῦ Κυρίου (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Πολλοί εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί πού δόθηκαν στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ λέξη Ἰωάννης θά πῆ δῶρο Θεοῦ. Πρόδρομος σημαίνει αὐτόν πού προηγεῖται τοῦ δρόμου, δηλαδή τόν προάγγελο τοῦ Μεσσίου. Λέγεται Βαπτιστής, γιατί βάπτισε τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ποιητής, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, στόν κανόνα τῶν Θεοφανείων τόν χαρακτηρίζει μέ τρεῖς ἐκφράσεις, ἤτοι, «φωνή τοῦ Λόγου, λύχνο τοῦ Φωτός, ἑωσφόρο τοῦ Ἡλίου». Ἀφοῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Ἰωάννης εἶναι ἡ φωνή τοῦ Λόγου· ἀφοῦ ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι τό ἀΐδιο καί ἄκτιστο φῶς, ὁ Πρόδρομος εἶναι τό λυχνάρι, καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ λαμπρός ἥλιος τῆς θεότητος, ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ ἑωσφόρος, δηλαδή ὁ αὐγερινός, πού προμηνύει τόν ἐρχομό τοῦ ἡλίου. Ἔτσι, ὅλα τά ὀνόματα, τά ἐπίθετα καί οἱ φράσεις συνδέονται μέ τό βασικό του ἔργο, πού εἶναι νά προαναγγείλη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσίου.
Ἀπό το περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ
Δέν πέρασαν πολλές μέρες ἀπό τότε πού ἀκούσαμε πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ν’ἀνυμνεῖ τόν Θεό καί νά ψάλλει: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», καί νά, νεώτερη κοσμοχαρμόσυνη ἀγγελία ἀκούεται πάλι, στόν Ἰορδάνη αὐτή τή φορά: «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις, ἡ ἀλήθεια». Χθές, τόν ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγο ὑποδεχθήκαμε σάν νήπιο καί διδαχθήκαμε ἀπόρρητα καί ἀπόκρυφα. Ἄς μελετήσουμε τώρα τή σημασία τῆς παρούσης ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὥστε κι ἐδῶ, ἔκπληκτοι γιά τό βάθος τῆς ἀνέκφραστης τοῦ Θεοῦ Λόγου κενώσεως, νά φωνάξουμε μέ θαυμασμό· «τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν! Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». Γράφει ὁ εὐαγγελιστής σχετικά: «Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός, ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης ἅπασι λέγων· (οὔκ εἰμι ἐγώ· ἐγὼ ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου)· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς... Αὐτὸς δὲ ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Μτ. γ', 1-2, Λκ. γ', 15-16). Κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές, «παραγίνεται» ὁ Κύριός μας ἐπί τόν Ἰορδάνη πρός τόν Ἰωάννη, γιά νά βαπτισθεῖ. Αὐτός, πού ἄφησε τά 99 πρόβατα καί ἐπορεύθη ἀναζητώντας τό «ἀπολωλός» παρίσταται πρός τόν κήρυκα τῆς μετανοίας· Αὐτός, πού δέν περιφρόνησε τήν «ἀπολλυμένην δραχμήν» περιέρχεται καί μέ ἐπιμέλεια τήν ἀναζητᾶ· Αὐτός, πού βεβαίωσε μέ ὅρκο ὅτι «οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι αὐτὸν καὶ ζῆσαι», παρευρίσκεται ἀνάμεσά μας καί κατεργάζεται τή σωτηρία ὅλων μας· Αὐτός, πού ἑτοίμασε τό μέγα δεῖπνο ἐξέρχεται «εἰς τὰς πλατείας καὶ τὰς ρύμας», γιά νά καλέσει τούς πάντες, γιά νά μή μείνει κανένας ἔξω. Ὁ καλός Ποιμήν παρίσταται προσωπικῶς γιά νά ἀνεύρει καί νά βαστάσει στούς ὤμους του τό πλανηθέν· ὁ πιστός φίλος ἔρχεται, γιά νά θυσιάσει τή ζωή του ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης ἐπισκέπτεται τούς οἰκείους του, ὁ ἰατρός τούς ἀσθενεῖς, ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τό καταπεσμένο καί συντριμμένο κτίσμα του, γιά νά τό ἀναπλάσει. Ὁ Κύριος καί Δεσπότης κατέρχεται σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στά δεσμά καί τή φυλακή τοῦ Ἅδη, γιά νά ἐξοφλήσει τήν ὀφειλή τους καί νά «ἐξαλείψει» τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τους· ὁ Ζωοδότης γιά νά χαρίσει ζωή καί ἐλευθερία στούς πάντες.
Βλέποντάς τον ὁ θεῖος Πρόδρομος νά ἔρχεται πρός αὐτόν ἔλεγε στόν ἐκεῖ λαό, «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου... κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτήρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Σήμερα ὑποδεχόμαστε στόν Ἰορδάνη τόν Λυτρωτή ὄχι σάν νήπιο, ἀλλά σάν τέλειο ἄνδρα. Σήμερα τόν βλέπουμε νά παρίσταται στόν Ἰορδάνη σάν τέλειος ἄνθρωπος, μαρτυρούμενος ἀπό τόν Πατέρα καί βεβαιούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σήμερα ὁ ἀληθινός Θεός ἀποκαλύπτεται κατά τρόπο αἰσθητό. Ὁ Πατήρ μαρτυρεῖ ἀπό τόν οὐρανό: «Οὗτός ἐστι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα». Ὁ Υἱός κάτω δακτυλοδεικτεῖται ἀπό τόν Πρόδρομο: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τό Πανάγιο Πνεῦμα «σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερά» ἐπικάθεται καί μένει πάνω σ᾽ Αὐτόν, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἡ φωνή ἄλλον ἀφοροῦσε. Πραγματικά «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονε» κατά τόν θεῖο ὑμνωδό. «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Σήμερα καταργεῖται τό σκιῶδες τοῦ νόμου καί ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς χάριτος καί συμβολίζεται ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Πρόδρομος, κατά τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας, ἀφοῦ συμπλήρωσε τήν προφητική του ἀποστολή μέ τό νά δείξει τόν προφητευόμενο καί ἀναμενόμενο ἀπό τῶν αἰώνων Σωτήρα καί Λυτρωτή, ἀρχίζει ἀμέσως σάν πρωταπόστολος τή νέα περίοδο τῆς χάριτος καί ὁδηγεῖ στό πρῶτο ἀπό τά μυστήρια, τό Βάπτισμα. Θέλοντας ὁ Κύριός μας «νά πληρώσῃ πᾶσαν δικαιοσύνην» προσέρχεται ὁ ἴδιος στόν κήρυκα τῆς μετανοίας καί δέχεται τό βάπτισμα, «καίπερ καθαρσίων μὴ δεόμενος», γιά νά συνθάψει μέσα στά νερά τήν παγκόσμια ἁμαρτία.
Μέ τή φανέρωσή του αὐτή στόν Ἰορδάνη, ὁ Κύριός μας, μαρτυροῦσε τήν ἔλευση τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ὅπου σάν νέος Νῶε, θά ἔσωζε τή νοητή κιβωτό (τήν Ἐκκλησία) καί τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τόν παγκόσμιο τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμό. Φανερώνεται ἡ μέγιστη ἀλήθεια τῆς πίστεως διά τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἁγίας Τριάδος· παραδίδει τό πρῶτο καί βασικό τῆς νέας χάριτος μυστήριο, τό Βάπτισμα, καί ἀνεβαίνοντας ἀπό τά νερά, συνανυψώνει καί ἐμᾶς, ὥστε τὰ ἄνω πλέον νὰ φρονῶμεν καὶ μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς».
Τό ζωντανό δόγμα τῆς ἀληθείας, πού εἰδικά ἡ σημερινή ἑορτή τῶν Θεοφανείων μᾶς διδάσκει, εἶναι τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τό δέ πρακτικό βίωμα τό ὁποῖο μᾶς παραδόθηκε στή συνέχεια ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι τά ἁγιαστικά καί σωστικά μέσα, τά ὁποῖα μᾶς ἀνεβάζουν καί μᾶς τελειοποιοῦν στήν «καινή» ζωή τῆς χάριτος. Ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας, μέ τήν ἀσύγχυτη στό πρόσωπό Του ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, καί σάν τέτοιος πολέμησε καί νίκησε χάριν τοῦ ἀνθρώπου κάθε τι τό ἀντίθετο, τό ἄθεο, τήν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας καί τόν διάβολο καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπο ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν μέχρι καί αὐτῆς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Μετά ἀπό τό δικό Του παράδειγμα ἀκολουθοῦν τά παραδείγματα καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων μας, πού ἀποτελοῦν ἐπανάληψη τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ, τή συνεχιζόμενη ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία καθορίζει καί σταθεροποιεῖ τήν κατεύθυνσή μας πρός τόν ἕνα καί ἀπόλυτο σκοπό, τόν ἁγιασμό καί τή θέωση. Ὁ βίος τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ τήν ἀκριβῆ ἀντιγραφή τῶν ὅσων ὁ γλυκύς μας Ἰησοῦς «ἤρξατο ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», ἀλλά καί τήν ἀπόδειξη τῆς ἐκχύσεως τῆς παναγίας Του χάριτος στόν καθένα καί σ’ ὅλους μαζί, καί ἡ ὁποία χάρις ἐπεσκίαζεν αὐτούς, καθ’ ὅν χρόνον ἀγωνίζονταν, τούς ἐνδυνάμωνε, τούς φώτιζε καί τούς ὁδηγοῦσε.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Πρωτοχρονιὰ τῆς μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ στοχασμοῦ ή ἐφετεινή. Μὲ τὴ σιωπὴ νὰ συμμαζεύει γύρω μας σκιὲς καὶ ἤχους ξεχασμένους: ἀπ᾿ τὸ χθὲς ἔρχονται ὅλα᾿ αὐτὰ τὴν περιούσια αὐτὴ νύχτα νὰ σταθοῦν σιμά μας νὰ μᾶς παρηγορήσουν, νὰ μᾶς κρατήσουν συντροφιά. Γιατὶ ἄν ἔξω ὀ κόσμος ξιπάζεται, ἄν ἀκούγονται μουσικὲς καὶ κροτίδες ἑορταστικὲς, αὐτὰ συμβαίνουν γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπιμένουν στὸ νὰ ξυπνήσουν τὸ διαφορετικό μέσα τους, τὴν ἐλπίδα δηλαδή, ποὺ δὲν ἔχει χαντακωθεῖ. Τὸ φῶς ποὺ δὲν ἔσβυσε καὶ τὴ φωτιὰ ποὺ ζεῖ ἀκόμα μέσα στὶς στάχτεςποὺ σωρεύουν στὴ ζωή μας τὰ γεγονότα τῆς σκληρῆς καθημερινότητας. Ὡστόσο, κάποια στιγμή, περιούσια κι εὐλογημένη στιγμή, ἔρχεται ἡ εὐλογία τῆς γιορτῆς καὶ σκορπάει γύρω μας καὶ μέσα μας τὰ εὔοσμα τὰ ἄνθη τῆς παραμυθίας καὶ τῆς εἰρήνης. Γιὰ νὰ ὐψωθεῖ λίγο ἡ ψυχή, νὰ μὴν ἀποκάμει δηλαδή, ἀπὸ τὸν φριχτὸ καὶ ἀπαίσιο βασανισμό τῆς καθημερινότητας. Βασανισμό, τὸν ὁποῖο ὐφίσταται μὲ τὴν ὐπομονή θεμελιο, ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία: καρτερία νὰ ἔλθουν οἱ Γιορτάδες, ὄπως λέει κι ὁ ποιητής, νὰ συμμαζευτεῖ τὸ εἶναι, νὰ χαρεῖ κι αὐτὸ τὸ διάλειμμα ποὺ τοῦ δόθηκε.
Ἀπομένουμε, λοιπόν, μόνος τούτη τὴν περιούσια Νύχτα κι ἀφουγραζόμαστε εὐεγερτικοὺς ἤχους, παλιοὺς ἤχους καὶ φωνές, μαζὶ καὶ βηματισμοὺς ἀπό τὸ χθὲς κι ὕστερα ἀναγαλλιάζουμε. Γιατὶ γνωριζουμε πολύ καλὰ ὅτι μᾶς συμπονοῦν, σκέφτονται κι ἔχουν τὴν ἔγνοια μας οἱ δικοί μας ἄνθρωποι. Ἐστω κι ἄν σήμερα εἶναι μέσα στὸ χῶμα καὶ ὑπνοῦν περιμένοντας τὴ σάλπιγγα τὴν Ἀρχαγγελικὴ γιὰ νὰ ἐγερθοῦν Ὅπως δηλαδή, ἐμεῖς περιμένουμε τὸ χτύπημα τοῦ ρολογιοῦ νὰ ἐγερθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ πορευθοῦμε γιὰ τὸ ἔργο μας.
Πρωτοχρονιὰ τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς ἰκεσίας ἡ ἐφετεινή, λοιπόν. Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ Ὄνομά Του, ποὺ μᾶς βοήθησε ν᾿ ἀνεβοῦμε κι αὐτὸ τὸ σκαλοπάτι τοῦ Χρόνου, ἐλπίζοντας πὼς θὰ κατορθώσουμε νὰ σιμώσουμε τὸν Οὐρανὸ, μὴ λησμονώντας, ὡστοσο, ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, ἀλλὰ καὶ δικιά μας
Σκόπελος, Πρωτοχρονιὰ 2017
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Είναι αλήθεια πως στα χείλη του κάθε πονεμένου συχνά ανεβαίνει εκείνο το γνωστό και βαθύ «γιατί σ’ εμένα Θεέ μου»; Στο ανθρώπινο αυτό «γιατί» δεν νομίζουμε ότι υπάρχει μία εύκολη και γρήγορη απάντηση. Η απάντηση θάλθει πιο αργά από τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Θεάνθρωπο. Ο άνθρωπος αξιώνεται να συμμετέχει στον σταυρό του Κυρίου. Μη νομίζετε ότι είναι κάτι μικρό αυτό.
Μέσα από τον πόνο οι προσευχές είναι σίγουρα πιο κατανυκτικές, πιο θερμές, πιο ευπρόσδεκτες. Δίνουν κατ’ αρχάς τη γαλήνη της υπομονής στη δοκιμασία, λιγοστεύουν την απαιτητικότητα, ταπεινώνουν αληθινά, χαρίζουν τη χαρά της ελπίδος και την υγεία της ψυχής. Μέσα μας θα βρούμε τον Θεό. Όσο πιο γρήγορα τον συναντήσουμε τόσο πιο γρήγορα θ’ απελευθερωθούμε και θα χαρούμε αληθινά.
Είπαν ωραία πως πριν μας στείλει ο Θεός τον σταυρό που σηκώνουμε, τον ζύγισε, τον είδε καλά, τον εξέτασε προσεκτικά με την πανσοφία, την αγάπη και τη δικαιοσύνη Του. Το αγαθό βλέμμα Του τον παρακολούθησε και η μεγάλη Του καρδιά τον θέρμανε, αφού τον ξαναζύγισε με την άπειρη στοργή Του. Νομίζεις πως είναι πιο βαρύς απ’ ότι μπορείς να σηκώσεις, ενώ έχεις άγνωστες και ανακάλυπτες δυνάμεις μέσα σου. Μη χάνεις το θάρρος σου, μη τα βάζεις με τον Θεό, γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει. Τον ευλόγησε πριν τον θέσει τον σταυρό στους ώμους σου. Σίγουρα μπορείς να τον σηκώσεις. Μη λησμονάς πως πάντα πριν το Κενό Μνημείο είναι ο Γολγοθάς. Η Ανάσταση έπεται της Σταύρωσης.
Είναι γεγονός πως η ζωή μας είναι ζυμωμένη με δάκρυα που προέρχονται από τον πόνο της ασθένειας, των θλίψεων, των βασάνων, της εγκατάλειψης και της μοναξιάς. Έχουν γίνει αχώριστοι σύντροφοι. Ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, μας πληροφορεί πειστικά πως η ασθένεια, ο πόνος, η θλίψη, ο θάνατος δεν υπήρχαν από την αρχή της δημιουργίας. Πρόκειται για μεταπτωτικά φαινόμενα. Η φθαρτότητα, η ασθένεια, ο πόνος είναι αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων στον Δημιουργό τους και η υπακοή τους στον δαίμονα. Ο αποχωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό έχει οικτρές συνέπειες. Η απελευθέρωση του πιστού από τα δαιμονικά δεσμά μπορεί να τον κάνει να βρει το πνευματικό περιεχόμενο της δοκιμασίας του και τότε η δοκιμασία να γίνει σημαντική ευκαιρία, όπως είπαμε, βαθύτερης γνώσης του Θεού και συναντήσεώς του με Αυτόν.
Προσκυνοῦμεν Σου τὴν Γένναν, Χριστέ...
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, [25-12) Μνήμη τῶν θεασαμένων Ποιμένων τὸν Κύριον.
Στίχοι
Ποίμνην ἀφέντες τὴν ἑαυτῶν Ποιμένες,
Ἰδεῖν καλὸν σπεύδουσι Χριστὸν ποιμένα
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων.
Στίχοι
Σὲ προσκυνοῦσα τάξις ἐθνική, Λόγε,
Τὸ πρὸς σὲ δηλοῖ τῶν Ἐθνῶν μέλλον σέβας.
π. Κωνσταντίνου καλλιανού
Δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ βίωση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας δίχως τὴν παραίτησή μας ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς προφίλ ποὺ θὰ μᾶς προβάλλει, τὴν ἀγχωτικὴ πορεία γιὰ κατάληψη ἀξιωμάτων μέσα στὸν κόσμο, ὥστε νὰ ὑπολογιζόμαστε ὡς κυριάρχοι ἑνὸς παιχνιδιοῦ ποὺ ἀρχίσαμε, μὲ σκοπὸ νὰ πετύχουμε, νὰ φαννοῦμε τοῖς ἀνθρώποις. ( πρβλ. Μτθ. 6, 11) Γιατὶ ἡ εἴσοδός μας στὴ Γιορτή, ἄρα καὶ στὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, προϋποθέτει νὰ σκύψουμε πολύ, νὰ ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀφήνοντας πίσω τὸν Κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου: ἀξιώματα, προβολή, διαφήμιση, περιττά ὑλικὰ ἀγαθά, ἀναζήτηση τρυφηλότητας καὶ συμπεριφορὲς ἀπανθρωπίας. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἔχεις τὴν ἀθωότητα καὶ τὸν ἔνθεο ἐνθουσιασμὸ τῶν ἁπλῶν ποιμένων, ποὺ ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα ( βλ.τὴν παράλληλη καὶ πιὸ μεταγενέστερη περίπτωση τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι « ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λκ. 5, 11 ) καὶ σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν τὸν πραγματικὸ Ποιμένα.
Τὰ Χριστούγεννα ἔφτασαν καὶ φέτος. Μὲ πολύχρωμα φῶτα, δῶρα καὶ ἕνα ψεύτικο ( διά) κοσμο νὰ τὰ κυκλώνει. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἐντυπωσιαζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος -ἰδίως τὰ παιδιὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸ σκηνικό, γιατὶ ἀκτινοβολεῖ μιὰ λάμψη περίεργη, ὅπως λάμψη ἀκτινοβολεῖ καὶ τὸ ἐπιχρυσωμένο μέταλλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ διάθεση τῶν περισσότερων φαίνεται ὅτι εἶναι γιορταστική ( πόσο θαυμάσια ἀναλύει τὸ σύμπτωμα αὐτὸ ὁ π. Σταυρος Κοφινᾶς στὸ βιβλιο του, Χριστουγεννιάτικη θλίψη, Ἁρμός, Ἀθ. 2010) ἐνῶ στὴν οὐσία συμβαίνει τὸ ὅλως ἀντίθετο. Γιατί, τάχα;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη νὰ εἰπωθεῖ καὶ πάρα πολὺ δύσκολη νὰ βιωθεῖ. Κι ἀκόμα, ἡ ἀπαντηση βρίσκεται στὴν ἀντίθετη ὄψη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ σύγχρονου (καταναλωτικοῦ) ἀνθρώπου. Μὲ λιγα λόγια, τὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς βιώνεται περίφημα ἄν ὁ καθένας τιμήσει τὴ Γέννα τοῦ Χριστοῦ προσκυνώντας Την, δηλαδή, παραιτηθεῖ, ὅπως οἱ ποιμένες ἀπὸ τὰ βιοτικά, ἔστω γιὰ λίγο, κι ὕστερα προσέλθει, ὅπως ἐκεῖνοι νὰ ἀναγνωρίσει «Χριστὸν Ποιμένα». Μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπόφαση νὰ κοιτάξει κανεὶς τὴν ἄλλη ὄψη, γιατὶ οἱ πειρασμοὶ τὸν κυκλώνουν. Μήπως τυχαῖα κάνει λογο ὁ λαὸς γιὰ τοὺς Καλλικάτζαρους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ «χαλάσουν» τὴ Γιορτή, ὅπως ἐπίσης ἄστοχη εἶναι ἡ παρουσία στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ πειρασμοῦ ποὺ πασχίζει νὰ δημιουργήσει σύγχυση στὸ νοῦ τοῦ Ἰωσήφ, ὅ ὁποῖος ἄν καὶ «σώφρων ἐταράχθη»;
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ἡ Ἐκκλησία παραγγέλει: «Σπήλαιον εὐπρεπίζου..Βηθλεἐμ ἑτοιμάζου...». Ἀλήθεια, γιατί, θὰ ρωτήσει ὁ κάθε σώφρων καὶ μὲ πνεῦμα ἐρεύνης καὶ μαθητείας ἐμφορούμενος: Μά, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴ θεία Γέννα τοῦ Χριστοῦ, παναπεῖ γιὰ νὰ κάνουμε Χριστούγεννα, δηλαδή νὰ τὰ νοιώσουμε, νὰ τὰ χαροῦμε. ἄν ὄχι ὁπως οἱ ποιμένες, τοὐλαχιστον ὅπως οἱ Μάγοι ποὺ ἀναζήτησαν καί, μετὰ ἀπὸ ἔγκοπο πορεία ἰκανῶν ἡμερῶν ἤ καὶ μηνῶν,«Χριστὸν Βασιλέα ἐτεκμήραντο». Ἀλήθεια, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ τὸ καταλάβουμε;
Χριστούγεννα, καὶ κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μάθημα: τῆς θείας Πτωχείας
«Δεῦτε λάβετε τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου»
«Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἄν δὲν καταλάβουμε, πὼς ὁ πλουτισμὸς θεολογίας ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ φτωχικό, ἀπέριττο καὶ ἁπλὸ μοναχικὸ κελλί, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ βιώσουμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γιατὶ τὸ καλογερικὸ κελλί, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα χῶρος προσευχῆς, ἀσκήσεως καὶ ἁγιασμοῦ, βρίσκεται σὲ πλήρη συντονισμό, ἀλλὰ ἔχει καὶ τόση μεγαλη συγγένεια μὲ τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὥστε νὰ ἀλληλοπεριχωρεῖται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Μὲ λίγα λόγια, καὶ τὰ δύο ἔχουν ἕνα κοινό, συγγενικὸ στοιχεῖο: τὴν πτωχεία. Αὐτὴ ποὺ κατέπληξε τοὺς Μάγους, αὐτὴ ποὺ καταπλήσσει τὸν κάθε μεγαλόφρονα, ὁ ὁποῖος διακρίνει στὸ φτωχικὸ κελλὶ καὶ στὸ τσαλακωμένο ἔνδυμα τοῦ κάθε μοναχοῦ, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του. Καὶ ἀναφερόμαστε στὸν ἀληθινὸ μοναχό, ὁ ὁποῖος «τὸν τόπον φυλάττει», ἀλλὰ παράλληλα καθίσταται καθημερινὰ καὶ «κοινωνὸς θείας χάριτος». Γιατὶ εὑρισκόμενος «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», αὐτὸς, δηλαδή, κι ὁ Θεός, καταννοεῖ πλήρως πώς «ὅλον τὸ καθ᾿ ἡμᾶς πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας».
Εἶναι, πιστεύω, ἀδύνατο νὰ συλλάβει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ συγκυλιδούμενος ταῖς ἡδοναῖς καὶ μερίμναις τοῦ βίου αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς πτωχείας, ποὺ δὲν ξεκινᾶ τόσο ἀπὸ τὴν ἀπουσία ὑλικῶν κ. λ.π ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πτωχεία τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ πλουτίσει μὲ τὴν πρόσληψη τῆς παρουσίας Του. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἐπιμένει στὴν ἀποθήκευση πολλῶν καὶ περιττῶν ἀγαθῶν, ὅπως γνώσεις, θέσεις καὶ ἀκαδημαϊκοὺς τίτλους, ποὺ ἐξασφαλίζουν μὲν μιὰ κοινωνικὴ θέση καὶ δικαίωση, ὅμως ἀπομακρύνουν τὴν ψυχὴ στὸ νὰ ἐννοήσει τὴν πτωχεία της σὲ ἀληθινὴ γνώση, ἀνόθευτηη ἁγιοπνευματικὴ ζωή, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς βιώσεως τοῦ μεγαλου γεγονότος τῆς «κενώσεως Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μορφὴν δούλου ἔλαβε». Ἄν, μὲ λίγα λόγια, δὲν καταστεῖ ἡ ψυχὴ Σπήλαιο ἀπέριττο, πενιχρό, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπισκεψη τοῦ Σωτήρα, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος τοῦ ἱ. ὑμνογραφου πραγματικότητα: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν...».
Ἄν, λοιπόν, τοὺς σοφοὺς Μάγους, αὐτοὺς τοὺς γνήσιους ἐρευνητές, ποὺ μὲ ὑπομονή, ἐπιμονή, ἴσως καὶ μὲ κινδύνους, ἀπογοητεύσεις καὶ κοπους πολλοὺς ἀναζητοῦσαν «τίς ὁ τεχθείς Βασιλεύς» κι ἄν ἐπίσης αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν ἦταν τίποτε τὸ ἐπιφανειακό, ἐφήμερο καὶ τετριμμένο, ἀλλὰ ἡ πτωχεία Του, τότε ὁ κάθε πιστὸς ποὺ ἑτοιμαζεται νὰ εὐπρεπίσει τὸ Σπήλαιό του, ὀφείλει πρωτίστως αὐτὴν τὴν πτωχεία νὰ προβάλλει, νὰ καταθέσει, νὰ διαμηνύσει. Κατὰ τὸ ψαλμικό, «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.» ( βλ. Ψαλμ. 69,6). Αμήν.
Ἀρχιμ.Παύλου Ἐγγλεζάκη
Ἄν ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἡ κεφαλαία ὅμως ἀποκάλυψή Του εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Φαίνεται πτωχό καί λίγο ἴσως. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει πάντα ἕτοιμος ν’ ἀγαπήσει καί αὐτό πού τόν κάνει κάποτε, ἴσως συνήθως, ἀνίκανο ν’ ἀγαπήσει εἶναι τό αἴσθημα, ἤ ἡ πλάνη, ὅτι κανείς δέν τόν ἀγαπᾶ αὐτόν. «Ἀγαπᾶσαι, ὁ Θεός σου σέ ἀγαπᾶ, σέ ἀγαπᾶ πάντα, ἀδιάλειπτα, ἀκόρεστα παρά τήν ἁμαρτία σου, μέσα στό λάθος σου, ἕνεκα τῆς πτωχείας σου» - αὐτή εἶναι ἡ εὐφρόσυνη ἀγγελία, τό εὐαγγέλιον, τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἀπολωλότα, τόν πτωχό καί τό νήπιο, τήν πόρνη καί τόν τελώνη. Μία ἀγάπη ἀπρόσμενη, ἀνέλπιδη, παράλογη, ἕνας «ἔρως μανικός» (κατά τήν ἔκφραση τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ Νικολάου Καβάσιλα) πού δέν ἔπαψε ποτέ νά σκανδαλίζει τούς δικαιωμένους καί αὐτό-ἱκανοποιημένους φαρισαίους. Γιατί γι’ αὐτούς ὁ Θεός μποροῦσε, καί μπορεῖ, νά ἀγαπᾶ τόν μετανοημένο ἁμαρτωλό, μά γιά κανένα λόγο καί ποτέ τόν ἁμαρτωλό ἔτσι ἁπλῶς.
Στή φάτνη, ἐκεῖ ὅπου θρησκευτικό δόγμα καί ποιητική ἀλήθεια ἀγκαλιάζονται, αὐτό εἶναι τό νόημα καί τό μήνυμα, τό μέγα καί αἰώνιο εὐαγγέλιον: ὅτι ὁ Θεός τόσο ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ὥστε ἔρχεται νά πεθάνει γι’ αὐτόν· καί ὅτι τίποτα δέν χωρίζει τόσο τελειωτικά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό ὅσο ἡ αὐτοεγγυημένη θρησκευτικότης. Τά «Δόξα» τῶν οὐρανῶν δέν εἶναι παρά ἡ σωτηριολογική χαρά τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνατολή τοῦ καιροῦ τῆς ἀφέσεως, τῆς καταλλαγῆς καί τῆς εἰρήνης. Ἡ ταραχή τοῦ Ἡρώδη, τίποτα παρά ὁ τρόμος τῆς ἐγκόσμιας βασιλείας μπρός στήν ἐρχομένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποψία τῶν ἀρχιερέων καί γραμματέων τοῦ λαοῦ, τίποτα παρά ἡ δικαία ἀνησυχία τῶν δικαίων καί συνετῶν γιά τήν ἄδικη ὑπερβολή καί σπατάλη τοῦ Δεσπότου.
Τό φῶς τή φάτνης εἶναι ἔτσι τό φῶς τῆς λυκαυγῆς. Τό νόημα τῶν Χριστουγέννων τό ἐννοοῦμε ἀρχίζοντας ἀπό τόν Γολγοθά καί πηγαίνοντας πρός τά πίσω. Γιατί τό ἄφωνο βρέφος πού γεννιέται σήμερα γεννιέται γιά νά πεθάνει γιά μένα, μαζί μέ μένα, ἀπό ἀγάπη σέ μένα, ἀντί γιά μένα. Γι’ αὐτό σαρκώνεται ὁ Θεός, γιά νά πεθάνει γιά τόν ἄνθρωπο, ἄνθρωπος αὐτός τέλειος, καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο, τή φθορά, καί τόν διάβολο. Γι’ αὐτό σήμερα ὁ Λόγος ἄφωνο βρέφος καί νήπιο ἀδύναμο ὁ Δυνατός, γιά νά χαρίσει σ’ ὅσους ἀδύνατους (πού ξέρουν ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καί ἀνήμποροι) τό θαῦμα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως. Γιά τοῦτο, οἱ ὕψιστοι οὐρανοί δοξάζουν καί οἱ ὅσοι ταπεινοί γήϊνοι ἀγαλλιάζονται σήμερα. «Ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ».
Ο άνθρωπος, το εξαίρετο όν,
ως «κατ’εικόναν» και «καθ’ὁμοίωσιν» Θεού
Αρχιμανδρίτη Εμμανουήλ
Ομοιώνεται ο Θεός Λόγος με τον άνθρωπο, προσλαμβάνει ανθρώπινη φύση, παρεκτός αμαρτίας, και έτσι τον θεραπεύει και τον ανυψώνει από την πτώση. Ανεβάζει ο Θεός τον άνθρωπο από το παρά φύση στο κατά φύση και τον κάνει όμοιό Του· «ὁμοίῳ γάρ τό ὅμοιον καλέσας ὡς Θεός» (Άκάθιστος Ὕμνος, εκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα³ 2001, σ.100) . Ο ομοούσιος, κατά τον Πατέρα, «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», γίνεται και ομοούσιος κατά τη μητέρα, «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», ενώνει «τάς διεστώσας φύσεις», για να γίνει ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεό. Η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, του θνητού με το αθάνατο, του φθαρτού με το άφθαρτο, του ανθρώπου με τον Θεό, είναι και ο σκοπός της δημιουργίας αλλά και ο σκοπός της ενανθρώπησης του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει για το αρχέτυπο του ανθρώπου, τον Χριστό, ότι «…το φως της θεότητας δεν ευρισκόταν στο σώμα του Χριστού σαν σκεύος, το φως Του είναι προάναρχο της ενσαρκώσεως, η πρόσληψη της ανθρωπότητος από τον Θεό Λόγο, τον Χριστό, έγινε για χάρη του ανθρώπου ύστερα, και οπότε πήρε μέσα του το πλήρωμα της θεότητος»(Γρηγορίου Παλαμά, 35η Ομιλία, Εἰς τήν αὐτήν τοῦ Κυρίου Μεταμόρφωσιν, PG 151, 440Α.), και αυτός που έχει κοινωνία με τον Χριστό καταξιώνεται στο φως Του και γίνεται όμοιός Του.
Ο Χριστός είναι μιμητής του Πατρός, αλλά και «εἰκών [αυτού] τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»( Κολασσαείς 1,15). Ο άνθρωπος καλείται να γίνει μιμητής του Χριστού, για να γίνει όμοιος και στο θείο επίπεδο («… ὅστις ἐξομοιοῦται πρός τόν Χριστόν κατά τάς ἐπιγείους ἐκδηλώσεις, αὐτοῦ, οὗτος φυσικῷ τῷ τρόπῳ ἐξομοιοῦται πρός Αὐτόν καί ἐπί τοῦ θείου ἐπιπέδου» Σωφρονίου Ζαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ.138.)
Η δυναμική αποστολή του ανθρώπου να γίνει «ζῶον θεούμενον» υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος υπάρχει σε σχέση με τον Τριαδικό Θεό, τον οποίο εικονίζει και στον οποίο αναφέρεται(Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, σ.23.) και σ’ Αυτόν κινείται και πράττει, κατά το θέλημά Του.
Ο άνθρωπος, πράττοντας το θέλημα του Θεού, αγαθοποιείται. Μετέχει στη θεία αγαθότητα και μπορεί να μετέχει στις ενέργειες του Θεού. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι «θείας φύσεως κοινωνός» ( Β Πέτρου. 1,4.), ζει τον Χριστό, βιώνει το πάθος, ομολογεί την Ανάσταση, αφού «σταυρώσει» την σάρκα του και τις επιθυμίες του, ζει τη μεταμόρφωσή του ( Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα⁷ 2001, σ.164.), διά του Αγίου Πνεύματος (Ό.π. σ.165.), και αναλαμβάνεται στη δόξα της δεξιάς του Θεού Πατέρα. Γίνεται ο άνθρωπος κατά χάρη, ό,τι είναι ο Θεός κατά φύση, και κατ’ εξοχή σκοπός της ενανθρωπήσεως του Χριστού αυτός είναι, η θεανθρωποποίηση -θέωση του ανθρώπου μέσα από τη συνέργεια του Θεού και του ανθρώπου (Ό.π. «Είς τήν καθολικήν αύτήν θεανθρωποποίησιν τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἀκριβῶς ἡ σωτηρία καί ὁ ἀγιασμός του»).
Η κίνηση του Θεού να πλάσει τον άνθρωπο και να τον τάξει διαχειριστή στο σφαιρικό πλαίσιο της γης, αλλά και στην εξουσία της γειτνιάζουσας περιοχής της γης είναι ένα ενδεικτικό σημείο του προορισμού του ανθρώπου στη ζωή. Το εξαίρετο της δημιουργίας του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, όπως δηλώνει ο Άγιος Γρηγόριος, έκανε και τους Αγγέλους, που έβλεπαν την κατασκευή του, να εκπλήσσονται, αφού επλάθετο «κατά Θεοῦ χάριν μεταμορφούμενος ἄνθρωπος» και «θεόν ἄλλον, ἑώρων»( Γρηγορίου του Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Β΄, 9,Π.Κ.Χρήστου, τομ.Α΄σ.85.).
Η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωση με όλα τα συνοδευτικά της θέωσης, καθιστά τον άνθρωπο εξαίρετο σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα, γιατί είναι αυτός ο οποίος κέκτηται την εικόνα του Θεού και δύναται να κινείται προς τον Θεό και να υποστασιάζει τις θείες ενέργειες μέσα του (Γρηγορίου Παλαμά, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,29 Π.Κ.Χρήστου, τομ.Α΄σ.640.).
π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκκαλο που τους κάθησε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός. Πολλοί απ’ αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και ’μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε ανακηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων, τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά;
Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητος ώστε το να αποσπάση κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του. Οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός σου». Εδώ, όμως, σταματούν και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράση τους; «Θεός, όμως, δεν είσαι!».
Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνο τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος, ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε, όμως, δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε από όλα αυτά. Αντιθέτως, αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιωτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξι της ανθρωπίνης ιστορίας.
-Τι είπατε;
- Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως, όμως, αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος; Ο ανδρών απάντων σοφώτατος Σωκράτης διεκήρυσσε το: Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα.
Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωυσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ. τ. τ.
Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους τους άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζη σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Συμβαίνει, όμως, το ακριβώς αντίθετο!
Πρώτα-πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;». «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν». Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου», «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή».
Εκτός, όμως, αυτών προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμα και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος, και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής». Απαιτεί ακόμα και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού. . . Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς• και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομα μου, ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται. . . Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα. . . Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ. . . Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν».
»Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήση υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξη την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίσει το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. . . (Οποιονδήποτε άλλον) θα τον περνούσαν για τρελλό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήση.
Για σκέψου τώρα πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρι του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις Του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαρεία θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός.
Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός, όμως, και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητάς Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχει παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξι απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένη η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο, όμως, υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλύτερος θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάσι αυτούς τους ίδιους τους περί Αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!
Από το βιβλίο “Υποθήκες Ζωής”
Κυριακὴ τῶν Προπατόρων
ἤ
Τοῦ Οἰκοδεσπότη ἡ προσβολή
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν Κυριακή, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ὀνομαζει ἡ Ἐκκλησία, ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ Θεία Λειτουργία μᾶς θυμίζει, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, τὴν προσβολὴ ποὺ κάνουμε στὸν ἴδιο τὸν φιλότιμο οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο ὡς ἐπίσημους συνδαιτημόνες. Γιατὶ τὸ νὰ σέ καλέσουν σὲ ἐπίσημο τραπέζι δὲν εἶναι καὶ μικρὴ ὑπόθεση. Προαπαιτεῖ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει ὁ οἰκοδεσπότης στὸ πρόσωπό σου μαζὶ καὶ τὴν τιμή: λιθάρια ἀκρογωνιαῖα ὁπωσδήποτε, μὲ τὰ ὁποῖα κτίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς σχέσης, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης. Κι αὐτό, ἐπειδὴ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ τραπέζι εἶναι ἀναμφίβολα ὁ χῶρος ποὺ συνάζει τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς συμφιλιώνει. Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ παρευρεθεῖς κάπου, ἄν προηγουμένως δὲν εἶσαι πλήρως συντονισμένος μὲ τὸν ψυχισμὸ τῶν συνδαιτημόνων σου, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι αὐτὸ καθίσταται ἐνοχλητικὴ καὶ συναμα βαρετή.
Μέσα στὸ ἱερό, λοιπόν, κλίμα τοῦ φωτεινοῦ Σαρανταημέρου καὶ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγαλη τῶν Χριστουγέννων Πανήγυρι, ξαναδιαβαζουνε αὐτὴ τὴν κορυφαία Κυριακὴ παραβολὴ, προσέχοντας ἕνα-ἕνα τὰ νοήματα ποὺ στεκονται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις, πίσω ἀπὸ τὶς φράσεις καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κορμὸ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὰ ὁποῖα καὶ ἐπισκεπτόμαστε, πασχίζοντας νὰ ἐρευνήσουμε ὁλόκληρο τὸ πεδίο μέσα στὸ ὁποῖο ἐκτείνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ βροῦμε τὸν «πολύτιμο μαργαρίτη»( πρβλ. Μτθ 13, 45-46 ) ποὺ περιέχει, ὥστε νὰ ὤφεληθοῦμε καὶ συνάμα νὰ καταννοήσουμε ποιὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά μας στὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Γιατὶ ἀποκρυπτογραφώντας τὴ συμπεριφορὰ τῶν ὁμάδων τῶν ὅσων κάλεσε ὁ οἰκοδεσπότης, ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐμεῖς τουλάχιστον δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐπαναλάβουμε. Ὄχι ἀπὸ ἀγένεια ἤ τὸ λεγόμενο «τάκτ», ἀλλὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ βαθειὰ συναίσθηση τῆς τιμῆς ποὺ μᾶς γίνεται. Γιατὶ ἄν στὸν κόσμο τὸ θεωροῦμε πάρα πολὺ μεγαλη τιμὴ νὰ μᾶς καλέσουν σ᾿ ἕνα τραπέζι, πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ κυκλώσουμε τὸ Τραπέζι Του κὰι νὰ καταστοῦμε, τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ἱερές, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, φιλότιμοι συνδαιτημόνες ;
Ἀλήθεια, οἱ δικαιολογίες γιὰ τὴν ὅποια ἀπουσία μας τί χρειάζονται; Καὶ γιατὶ προβάλλονται, ὅταν πρῶτοι ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά μας καὶ ἕωλα εἶναι, ἀλλὰ καὶ φαιδρά;
Δρ. Δημήτρη Καραγιάννη
Ὁ Θεός τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι μιά ἰδέα, ἀλλά μιά συγκεκριμένη ὀντότητα, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ὑφίσταται μιά προσωπική σχέση. Μιά ὀντότητα πού δέν θά κατανοηθεῖ ποτέ πλήρως. Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως στό διάβα τῶν αἰώνων καί μέ τήν αὔξηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων θά καταγράφει μέ ἔκπληξη τήν παρουσία τῆς ἄπειρης σοφίας Του, ἐνῶ μέσα ἀπό τίς βιωμένες προσωπικές ἐμπειρίες θά γίνεται κοινωνός τοῦ ζωοποιοῦ ἐνδιαφέροντός Του.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει, ἕλκεται ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νιώθει ἔκθαμβος μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ ἀποκαλύπτεται, εἴτε στήν ὀμορφιά τῆς φύσης, εἴτε στήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, εἴτε κάποιες στιγμές καί στόν ἴδιο προσωπικά.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης ζεῖ οὐσιαστικά καί γνήσια τήν ἐμπιστοσύνη του πρός τήν ἄπειρη καί ἀνέκφραστη μ’ ἀνθρώπινους χαρακτηρισμούς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Βιώνει τό ζωοποιό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, Δημιουργοῦ τῶν πάντων, πού ἀναζωογονεῖ διαρκῶς τήν πεπτωκυῖα φύση. Ἐπιζητεῖ τή δικαιοσύνη καί τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τήν ταυτίζει μέ τό ἀσύλληπτο γιά τούς ἀνθρώπους ἔλεός Του, πού ἀναζητᾶ λόγους ὄχι γιά νά τιμωρήσει, ἀλλά γιά νά καταξιώσει, σώσει, ἀναδείξει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Ὁ ἄνθρωπος πού βιώνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, δέν περιμένει τή μετά θάνατο ζωή γιά νά δικαιωθεῖ. Δέν στειρεῖται κάτι, ὥστε νά περιμένει τήν ἀνταπόδοση. Ἀντίθετα, νιώθει ὑπόχρεος γιά τή χάρη πού τοῦ ἔχει προσφερθεῖ. Αὐτή τή χάρη πού ἐξαφανίζεται ὅποτε τήν θεωρεῖ ὡς ἀτομική του κατάκτηση καί πού πολλαπλασιάζεται ὅποτε τήν μοιράζεται μέ τούς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει καί κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, γνωρίζει ὅτι τό κακό δέν ἔχει ὀντότητα. Εἶναι τό σκότος, δηλαδή ἡ ἀπουσία φωτός. Ἑπομένως δέν ἔχει καμιά δύναμη καί καμιά τύχη ἀπέναντι σ’ Αὐτόν πού εἶπε «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς», γιατί ἡ παρουσία τοῦ φωτός «βγάζει ἔξω τό σκότος». Δέν κατακρίνει τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατί ζεῖ τό «μνήσθητι τῶν ἁμαρτωλῶν ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ».
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης γνωρίζει τήν ἀνεπάρκειά του. Βιώνει τήν ἀπιστία του ὡς στέρηση, ὡς ἀποσυντονισμό. Ὡς ἀποπροσανατολισμό. Προσπαθώντας νά εἶναι αὐθεντικός καταγράφει τήν ἀνεπάρκειά του, ἀλλά χαίρεται γνήσια καί πλήρως τήν κάθε στιγμή, ὅταν ξαναβρίσκοντας τόν προσανατολισμό του, μπορεῖ νά ξαναζεῖ τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο τῆς πίστης εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ του, «ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός» πού εἶναι πάντα ἐκεῖ γιά ὅποιον Τόν θελήσει.
Ἀπό το περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Διάβηκε καὶ πάλι ὁ καιρὸς κι ἔφτασε ὁ μῆνας τῆς τρυφερότητας καὶ τῆς στοργῆς, τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς εὐαισθησίας. Ὁ Δεκέμβριος. Ὁ μήνας ποὺ στολίζεται μὲ τόσες γιορτές, μὲ τὶς θαυμασιες ἐκεῖνες τοῦ Δωδεκαημέρου Γιορτές, ὅπου ἡ χαρμολύπη σεφανώνει τὴν ψυχή. Γιατὶ τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ζεῖ κανεὶς μέσα ἀπὸ κορυφαῖα Γεγονότα, ὅπως ἐκεῖνο τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως: μιᾶς γιορτῆς ποὺ ἐνέχει στὸν πυρήνα της δύο τινα. Τὸ πρῶτο τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ὅπως θὰ εἰπωθεῖ παρακάτω, καὶ τὸ δεύτερο τὴν πρόσπάθεια ὅλων μας νὰ ἐπιστρέψουμε: στὴν παιδική μας ἡλικία, ὄχι γιατὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ ξαναγίνουμε παιδιά, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ μᾶς συγκινεῖ τόσο ἐκείνη ἡ ἀθωότητα ποὺ χάσαμε στὴ διαδρομή. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας τὰ χρόνια, ἴσαμε τὰ χρόνια τῆς ἐνηλικίωσης καὶ τῶν γερατειῶν.
Δεκέμβριος πιά. Εἰσόδευσε κι αὐτὸς, ὥστε νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὶς Γιορτάδες ποὺ ἔρχονται. Κι αὐτό, γιὰ ν᾿ ἀνασάνει ἡ ψυχὴ εὐωδία θεϊκή, νὰ χαμογελάσει τὸ σπίτι τὸ στολισμένο καὶ φρεσκοσυγυρισμένο, ὥστε νὰ πεῖ ὁ ποιητής,
«Κοιτάχτε, ὅπου ἔβοσκε ἀνοστιά, χοροπηδάει μιὰ πλάση
ζωντανεμένη στὶς χαρὲς γιορταστικῆς βλαστήσεως» (Τ.Κ. Παπατσώνης)
Ὅμως ὁ Δεκέμβριος, ποὺ ἀρχίζει μὲ Γιορτὲς χαρισματικές, ὅπως τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ μᾶς διδάσκει τὴν πραότητα, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ ὁποῖος «ἀγγέλους εἶχε συλλειτουργούντας», οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν ἀταλάντευτο Πίστη τους, οἱ Προπάτορες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ φωτίζουν τὸ δρόμο μας, ὅπως οἱ δικοί μας προπάτορες, ὅλοι αὐτοὶ καὶ ὅσοι ἄλλοι προετοιμαζουν τὴν πνευματικὴ τὴν Τράπεζα τῶν τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν. Στὴν ὁποία ὅλοι μας εἴμαστε κεκλημένοι, ὅμως...Αὐτὸ τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ποὺ μᾶς ἀπωθεῖ, ὥστε νὰ ἐμβιώσουμε τὸ ὑπέροχο Γεγονὸς τῆς Γιορτῆς, γιατὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ ποικίλους περισπασμοὺς κι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Κόσμου τούτου, ἀπεμπολοῦμε τὸ ἀληθινὸ τὸ νόημα τῶν ἠμερῶν καὶ προσπαθοῦμε νὰ συντονιστοῦμε μὲ τὸ τὶ θὰ μᾶς προσφέρει ἡ ἀγορὰ κι ἡ κατανάλωση, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσουμε ἕνα πρόχειρο γιορταστικὸ κλίμα, στολισμένο μὲ πολύχρωμα φῶτα, μὲ διάκοσμο ἐξαιρετικό, ὅμως δίχως τὴ θαλπωρὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ καταφέρει νὰ καταθέσει στὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη, ποὺ δαψιλῶς προσφέρει ὁ Θεὸς τῆς Εἰρήνης καὶ Πατὴρ οἰκτιρμῶν. Γιατὶ ὅταν τὰ χρόνια ποὺ διαβαίνουν δὲν ἐπενδυθοῦν σωστὰ μὲ γνήσιο Ἁγιοπνευματικὸ εἰσόδημα, δηλαδὴ μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἁγιότητα καὶ τὴ Χάρη, τότε τίποτε δὲν ὠφελεῖ καί, κυρίως, δὲν ψυχωφελεῖ.
Δεκέμβριος πιά...Μὲ τὰ Νικολοβάρβαρα, μὲ τὸ προέορτιο κλίμα ποὺ θωπευει τρυφερὰ τὴν ψυχή, μὲ τὴ συνέχεια τοῦ Σαρανταημέρου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στολισμό, σπιτιῶν δρόμων καταστηματων, ἀκόμα καὶ τῶν πλατειῶν κάποιων ναῶν. Στολίδια, φῶτα καὶ διάκοσμος, ποὺ συγκινοῦν τέρπουν ἀλλὰ καὶ συνάμα διδάσκουν. Ναί, διδάσκουν ὅταν ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ δεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη τους ὄψη: τὴ σωτηριολογική. Ἐπειδὴ χρειάζεται πάντα νὰ ἐρευνοῦμε τὰ πράγματα, γιὰ νὰ κερδίζουμε κάτι ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Ἔτσι εἶναι πολὺ εὔκολο πίσω ἀπὸ τὸ στολισμὸ καὶ τὸν διάκοσμο νὰ ἀναζητήσουμε τὸν δικό μας στόλισμό, ἐκῖνο δηλα. τό, «λάμπρυνόν μου τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς...». Ἄν, λοιπόν, τὰ ἄψυχα πράγματα στολίζονται μὲ τόση ἐπιμέλεια καὶ χάρη, ποιός ὁ λόγος νὰ μὴ στολιστεῖ ἡ ψυχή μας;
Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ προσέξουμε καὶ στὸ φωτισμό ποὺ κυριαρχεῖ ἔντονος αὐτὲς τὶς μέρες. Πάντοῦ φῶτα, μικρὰ καὶ μεγάλα, κάθε εἴδους καὶ χρωματισμοῦ. Καὶ μονάχα ἐκεῖνο «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως»δὲν ἀναζητοῦμε, ποὺ ἀνέτειλε μὲ τὴ Γέννησή Του. Ἴσως, μαθημένοι ἀπὸ ἄλλα φῶτα, φῶτα τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ κόσμου, παρασυρόμαστε κι ἀδιαφοροῦμε, γιὰ μιὰν ἀκόμη χρονιά, γιὰ τὸ «φῶς τὸ τῆς γνώσεως», ποὺ δαψιλῶς μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Φῶς, ποὺ πρόλαβαν κι ἔλαβαν «Μαγοι καὶ ποιμένες»,ποὺ «ἦλθον προσκυνῆσαι, Χριστὸν τὸν γεννηθέντα ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει» .
Καὶ τὸ ἐρώτημα ἀπομένει μετέωρο πάνω μας: Μήπως, γιὰ μιὰν ἀκόμα χρονιὰ Τὸν ἐμπάιξουμε, πότε μὲ τὴν ἀπουσία μας ἀπό τὸ Μ. Δεῖπνο πότε μὲ ἀδιαφορία μας;
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Η νοσταλγία του απολεσθέντος παραδείσου δημιουργεί δάκρυα πικρά, πόνο δυνατό, πόνο που μπορεί όμως να θεραπεύσει τον αμαρτωλό. Και τότε να έχουμε το παράδοξο, αντιφατικό και οξύμωρο: Υγεία στην ασθένεια! Με την κατάφαση του πόνου, όχι μαζοχιστικά, όχι παθητικά, όχι μοιρολατρικά, αλλά με βεβαία πίστη, μ’ επίγνωση, με υπομονή, ως θεϊκή δοκιμασία και παιδαγωγία, και όχι ως τιμωρία, που επεξεργάζεται λύτρωση και σωτηρία. Γεννιέται έτσι ένας άλλος πόνος. Αγαπάς και πονάς, ταπεινώνεσαι και πονάς, υποχωρείς και πονάς. Πονάς όμως διαφορετικά, γλυκά, κερδοφόρα. Το ν’ αγαπάς αληθινά σημαίνει να θυσιάζεσαι. Αποτελεί μία ιδιαίτερα φιλόπονη εργασία, όπως και να ταπεινώνεσαι. Αγαπώντας ενδυναμώνεσαι και χαίρεσαι. Έχεις μια βαθειά ικανοποίηση. Μιλώντας για «χαρμολύπη» και «χαροποιόν πένθος», κατά τις ωραίες εκφράσεις των νηπτικών κειμένων της Εκκλησίας μας, δεν παραδοξολογούμε. Ο πόνος και η συνειδητή κατάφαση σε αυτόν προσφέρει πολύτιμη γνώση, μεγάλη εμπειρία. Η εγνωσμένη παραδοχή της παθολογίας μας θα μας δώσει την υπέροχη και απαραίτητη για την πνευματική ανάβαση αυτογνωσία. Η γνήσια πνευματική ζωή είναι μία ηθελημένη απόσπαση από τον ψεύτικο εφησυχασμό της καλοπέρασης και η είσοδος σε μία καλή αγωνία και ήρεμη ανησυχία, όπως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, από την επανάπαυση και τη νωχέλεια σε μία ζωή όλο ωραίες αλλαγές. Μία πορεία προς συνάντηση του πλησίον, που κι εκείνος αγωνιά, άγχεται, δυσκολεύεται, προβληματίζεται, βασανίζεται και πονά.
Ο πόνος λιχνίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Ο πόνος από τους άλλους, διά πικρών λόγων και σκοτεινών έργων, συχνά είναι πιο σκληρός και από της ασθένειας και του πένθους. Πονά πολύ ο αταπείνωτος άνθρωπος όταν τον υποτιμούν, τον παρεξηγούν, τον μειώνουν, τον ειρωνεύονται, τον κουτσομπολεύουν, κατακρίνουν και συκοφαντούν. Οι συνεχώς κρίνοντες και κατακρίνοντες ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, δίχως καμιά περίσκεψη κι αιδώ, καταδικάζοντάς τους αναπολόγητα, αμαρτάνουν φοβερά και θέτουν μεγάλο βάρος πάνω τους. Πονούμε τους άλλους, αλλά πονάμε κι εμείς.
Η συνεχής εξουσιαστικότητα στη ζωή δημιουργεί έντονη εχθρότητα, αντιπαλότητα και αντίδραση. Οι εξουσιαστές συνήθως είναι άσπλαχνοι εγωιστές, με υπερβολική εσωτερική ένδεια, που προσπαθούν να την καλύψουν με πράξεις ισχύος. Ο ανόητος άνθρωπος θέλει να γίνει μεγάλος, κάνοντας τους άλλους μικρούς. Ο μεγάλος χριστιανός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ ορθά λέει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει ποτέ τους έγκλημα και όμως είναι χειρότεροι από εγκληματίες. Μερικοί πεθαίνουν χωρίς να ζήσουν. Λησμονούν ότι είναι άνθρωποι, εικόνες Θεού.
Ο ψυχικός πόνος είναι μια κραυγή της ψυχής για βοήθεια. Μας καλεί να εντείνουμε την πνευματική όραση και ακοή εντός μας. Δεν πρέπει απρόσεκτα να προσπεράσουμε αυτό το κάλεσμα και να παραβλέψουμε το μήνυμα. Όπως ένας πόνος του σώματος μας δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει στον οργανισμό μας και οδηγούμεθα στον ιατρό και τις σχετικές εξετάσεις, έτσι καλούμεθα ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το σήμα του ψυχικού πόνου με τη συνδρομή μάλιστα της κατάλληλης μελέτης, της προσευχής και της βοήθειας του έμπειρου πνευματικού.
Πρωτ. Δημήτριου Θεοφίλου, M.D, PhD Student ΕΚΠΑ
Αν ανατρέξει κάποιος στην ακολουθία του γάμου, θα διαπιστώσει πως ο σημαντικότερος λόγος που δύο άνθρωποι νυμφεύονται δεν είναι άλλος από την κατά Χάρη θέωσή τους.
Ο γάμος αποτελεί ασκητικό μονοπάτι διαρκούς αυταπάρνησης του εγώ και θυσιών για το εσύ. Το ζήτημα της τεκνοποιίας δεν είναι το βασικό, αλλά το αποτέλεσμα της συζυγικής αγάπης, αλληλοπεριχώρησης και αλτρουιστικής αυταπάρνησης, που καλούνται να επιδεικνύουν οι δύο σύζυγοι.
Ο γάμος δεν είναι χώρος αυτο-δικαιωτισμού και απαιτητικών «θέλω», αλλά προσφοράς και θυσίας. Δυστυχώς, η υποτίμηση και η διαστρέβλωση του νοήματός του δεν προέρχεται μόνο από τον «κόσμο» αλλά και από την ίδια τη γήινη συστημική Εκκλησία.
Τη σημερινή εποχή κανείς δεν είναι διατεθειμένος, ούτε προετοιμασμένος από την πατρική του οικογένεια, για θυσίες και προσφορά. Έτσι αρχίζουν οι ανταγωνισμοί και οι διεκδικήσεις, ξεκινούν λίστες δικαιωμάτων και απαιτήσεων, που συχνά-πυκνά οδηγούν με μαθηματικό τρόπο σε ναυάγια. Η Εκκλησία ευλογεί, μεν, τον γάμο, αλλά τον αντιμετωπίζει μονοδιάστατα, θεωρώντας τον σαφώς κατώτερο από την άγαμη επιλογή ζωής και, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια κατ’ οικονομία παραχώρηση, για να μην πορνεύουν οι άνθρωποι. Αυτή είναι μια ξεκάθαρα σωματική αντιμετώπιση του γάμου, όπου με βιολογικές προϋποθέσεις ιεραρχείται αξιακά η σχέση του ανθρώπου με την Εκκλησία και, πέρα απ’ αυτό, δημιουργείται μια ταξική πυραμιδοειδής Εκκλησία με όρους σωματικών σχέσεων.
Ο γάμος θαρρώ πως είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο μυστήριο της Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν μπορεί να διασωθεί από επαγγελματικές ακατανόητες ερμηνευτικά ιερολογήσεις, ούτε από παγανιστικά ξόρκια, που έχουν αφεθεί να υπάρχουν και να δρουν ανεξέλεγκτα, προερχόμενα από το ειδωλολατρικό παρελθόν.
Η τεκνογονία ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός του γάμου, κατά την ίδια έννοια ούτε η πολυτεκνία, γι’ αυτό και οι ευχές της ακολουθίας του επικεντρώνουν στο νόημα της καλλιτεκνίας και της ευτεκνίας. Παρόλο που και σήμερα υπάρχουν πολλοί που επικεντρώνουν, με στρεβλό τρόπο, σε λάθος στόχο.
Η πελώρια αποτυχία του θρησκευτικού γάμου δεν απασχολεί κανέναν, αφού όλοι ασχολούνται με τα σύμφωνα συμβίωσης, με τον πολιτικό γάμο, την ελεύθερη συμβίωση και διάφορες υπεκφυγές, για να μην κοιταχθεί κατάματα μια τραγική πραγματικότητα. Ακόμα στην ελληνική κοινωνία ο θρησκευτικός γάμος ποσοστιαία κυριαρχεί, αυτό όμως δεν συγκινεί κανέναν ώστε να σκύψει επάνω από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και να φροντίσει για την πνευματική και ποιοτική αναβάθμισή του. Τα διαζύγια στατιστικά σε ετήσια βάση έχουν αρχίσει να ξεπερνούν τους γάμους, που είναι πλέον λιγοστοί, ιδίως στις επαρχιακές μητροπόλεις.
Συχνά αρκετοί επίσκοποι, με την άνεση που υπογράφουν απρόσωπα τις άδειες γάμου, υπογράφουν εξίσου απρόσωπα και τα διαζευκτήρια, εκτός κάποιων λιγοστών φωτεινών εξαιρέσεων, που δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αρκετοί ιερείς το ίδιο απρόσωπα παντρεύουν ζευγάρια με μια χυδαία προχειρότητα και έναν στυγνό επαγγελματισμό, ακόμα και σε επίπεδο ιερολογίας του μυστηρίου, σε ένα πλαίσιο ανυπαρξίας πνευματικών προϋποθέσεων και σχεσιακών δομών.
Ο γάμος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναπαραγωγική διαδικασία, τίποτε από όλα αυτά δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια, ο μηχανισμός παραγωγής σεξουαλικών ενοχών στήθηκε μετά.
Ο Αυγουστίνος προτού ασπαστεί τον Χριστιανισμό ζούσε έκλυτο βίο, και όμως έγινε ο πρώτος μεγάλος «θεολόγος» που διατύπωσε την άποψη ότι το σεξ αποτελεί «θεϊκή κατάρα» ακόμα και μεταξύ συζύγων! Αυτή η θέση, η οποία αποτελεί μεταχρονολογημένο μανιχαϊκό παραλήρημα, επικράτησε τόσο την ανατολική όσο και τη δυτική χριστιανική ζωή και έγινε αφορμή να στοιχειώσουν οι σχέσεις εκατομμυρίων βαπτισμένων Χριστιανών με τις Εκκλησίες τους. Δημιουργήθηκε πληθώρα ποινικών καταλόγων γενετήσιων σωματικών παρεκτροπών, όπου κλήθηκε κάθε ιερωμένος υψηλόβαθμος ή χαμηλόβαθμος να επιβάλλει στους ανθρώπους ποικίλες ποινές και επιτίμια, με αποτέλεσμα να προκύψει πλήθος ψυχικών αναπηριών και πνευματικών καταστροφών. Ο π. Thomas Hopko (γαμπρός από κόρη του μακαριστού π. Α. Schmemann) ομολογεί πως το πρόβλημα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας αποτελεί καίριο ζήτημα που επηρεάζει αποφασιστικά τη σύγχρονη θεώρηση όλων των μεγάλων θεολογικών θεμάτων.
Η ερωτική λειτουργία είναι μια από τις βασικότερες λειτουργίες του ανθρώπου, είναι μια από τις μεγάλες δωρεές που έχει χαρίσει ο Θεός στον άνθρωπο, αλλά χρειάζεται διάκριση και προσοχή, ώστε να μη μαραθεί, διαστραφεί ή στοιχειώσει και καταστραφεί. Το ότι η εξομολογητική μέχρι τώρα είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στη σεξουαλικότητα του γάμου και στις όποιες παρεκτροπές της πρέπει να μας ανησυχεί, αφού ο ίδιος ο Χριστός αναφώνησε το περίφημο «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
π. Ιωάννου Ρωμανίδη
Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό.
Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως απ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.
Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του – εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν – ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἰωήλ
Ὅπως μέσα στήν εὐχαριστία παίρνει ὁ ἄνθρωπος τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, δηλαδή τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, πού εἶναι καρποί τῆς γῆς, καί τά προσφέρει στόν Θεό, καί Ἐκεῖνος πάλι τά ἐπιστρέφει τά ἴδια, ἀλλά μεταμορφωμένα σέ σῶμα καί αἷμα του, ἔτσι καί ὁ Χριστός σκέπασε τήν ἁμαρτωλή σάρκα τοῦ κόσμου μέ τή θεότητά του, τήν ἁγίασε καί τή μεταμόρφωσε σέ σῶμα του, στό δικό του σῶμα, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Παναγία ἀγάπησε τόν κόσμο καί ἔγινε σκέπη τοῦ κόσμου, γιατί ὁ Χριστός ἔγινε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ Χρίστος εἶναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός ἔχυσε τό αἷμα Του γι’ αὐτόν, ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νά τόν ἀναγνωρίσει σωτήρα του. Μισεῖ ὁ κόσμος τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ. «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἔστε, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος», εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές Του.
Μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα σέ ἕναν τέτοιο κόσμο, ὄχι ἀπαρνούμενοι τόν κόσμο καί μισώντας τον, ἀλλά μεταμορφώνοντάς τον. Οἱ Χριστιανοί δέ μισοῦν τόν κόσμο, ἀλλά τήν ἁμαρτία καί τόν πονηρό. Ἀπεχθάνονται τό φρόνημα τοῦ κόσμου, πού ἔχει μέσα του τόν θάνατο. Ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τόν κόσμο καί οἱ ἅγιοι ἔκλαιγαν γιά τόν κόσμο, ἔτσι καί ἐμεῖς νά ἀλλάξουμε μέ τήν ἄσκηση, τή μετάνοια, τή συντριβή τόν κόσμο μας, γιά νά γίνει κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι κάτω ἀπό τά εἴδωλα τοῦ κόσμου, ἀλλά κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας μας.
Παλαιότερα κοντά σέ κάποιο μοναστήρι ἔπιασε μία πυρκαϊά ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε νά κατακαύσει τόν τόπο τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι, μία εὐλαβής ψυχή ἀπό τήν πόλη ἔβλεπε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά ἔχει ἁπλώσει τά χέρια της σάν φτεροῦγες, τή σκεπή της πάνω ἀπό τό μοναστήρι. Ἀμέσως ἄρχισε μία βροχή πού ἔσβησε τή φωτιά. Ὅλα κάηκαν ἐκτός ἀπό τή μονή. Ἡ Παναγία σκέπασε τόν τόπο.
Αὐτό τό πραγματικό γεγονός ἄς γίνει σημάδι καί γιά μᾶς. Μπορεῖ νά μαίνεται ἡ φωτιά τοῦ κόσμου καί τῆς ψυχῆς μας. Ἡ δική μας φροντίδα εἶναι νά βρεθοῦμε κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Παναγίας, νά τῆς λέμε συνεχῶς: «Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης».
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Είναι αλήθεια πως σήμερα υπάρχει άφθονος σωματικός και ψυχικός πόνος. Άλλοτε ευθύνεται γι’ αυτόν ο άνθρωπος και άλλοτε όχι. Σημασία έχει την ώρα του πόνου κάποιος να τον συνδράμει. Να μη τον αφήσει ν’ απογοητευθεί, να πνιγεί στη μοναξιά, να πονέσει ακόμη πιο πολύ.
Με αυτή την προοπτική γράφθηκε και το κείμενο που ακολουθεί, από ένα άνθρωπο που πόνεσε πολύ. Γνωρίζω πως ο πόνος σ’ έφερε στο κρεβάτι του πόνου ή σ’ έκλεισε στο σπίτι σου. Η επίσκεψη του πόνου στη ζωή σου δεν είναι ασφαλώς κάτι δίχως σημασία και σκοπό. Δεν είναι καθόλου ένα τυχαίο γεγονός. Δεν πιστεύουμε στην τύχη. Το Ευαγγέλιο λέει πως κάτω από τη ματιά του Θεού είναι και το πέσιμο του κάθε φύλλου από το δένδρο. Πόσο μάλλον από τα προβλήματα των παιδιών Του. Ο Θεός δεν παύει ποτέ να ενδιαφέρεται για τα μετάνοια και τη σωτηρία μας και προσφέρει μύριες ευκαιρίες και ανοίγει διάφορους δρόμους.
Αν την υγεία μας, αγαπητοί μου, τη σπαταλήσαμε σε ανώφελα έργα, καλούμεθα τώρα, να μελετήσουμε το παρελθόν, να δούμε βαθύτερα τον όχι και τόσο γνωστό εαυτό μας. Είναι μία μεγάλη ακόμη ευκαιρία που μας δίνει ο Πανάγαθος Θεός, για να σκύψουμε μέσα μας, να μετανοήσουμε ειλικρινά, να προσευχηθούμε θερμά, να γνωρίσουμε την ακένωτη χάρη των ιερών μυστηρίων της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ασθένεια δεν προέρχεται, αδελφοί μου, από την τιμωρία ενός εκδικητή Θεού. Η αντίληψη αυτή είναι ανορθόδοξη, πέρα για πέρα λαθεμένη. Ο Θεός μας μόνο αγαπά και δεν τιμωρεί τα πλάσματά Του. Ο Θεός είναι μακρόθυμος, πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, πανάγαθος και αληθινός. Τ’ όνομα του Θεού είναι αγάπη, λέει ο αγαπημένος του μαθητής Ιωάννης ο Θεολόγος. Παραχωρεί, επιτρέπει παιδαγωγικά προς βοήθεια την ασθένεια, για να μας φρονηματίσει, να μας διορθώσει, να μας προσγειώσει και ταπεινώσει. Ο πόνος έτσι μπορεί να γίνει αφορμή, για μία πιο ουσιαστική και βαθειά γνωριμία μας με τον Θεό, και όχι να τα βάλουμε μαζί του. Ο πόνος μπορεί να μας συνδράμει να γίνουμε πιο ανεκτικοί και συμπονετικοί με τους αδελφούς μας και να γνωρίσουμε τον άγνωστο εαυτό μας. Είπαν ορθά πως όποιος έχει υποφέρει πολύ μοιάζει μ’ εκείνον που γνωρίζει πολλές γλώσσες κι έτσι μπορεί να καταλάβει πολλούς και να τον καταλάβουν πολλοί.
Αν εκμεταλλευθούμε την πράγματι σημαντική ευκαιρία, μπορεί ο σωματικός πόνος να γίνει θεραπευτής της αθάνατης ψυχής μας. Ο πόνος τότε θα γίνει ευλογία. Δεν ζητάμε βεβαίως εμείς οι πιστοί τον πόνο νοσηρά στη ζωή μας. Η Εκκλησία μας πάντοτε εύχεται υπέρ υγείας και διαφωτίσεως των τέκνων της. Εάν έλθει όμως ο πόνος να τον υπομείνουμε καρτερικά κι ελπιδοφόρα και θα έχουμε, αλήθεια, μεγάλο κέρδος. Με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της δοκιμασίας μας θα έχει επιτευχθεί, αφού θα έχει μαλακώσει η καρδιά μας και θα έχουμε βοηθηθεί στο να γνωρίσουμε τον πραγματικό εαυτό μας και τον Θεό μας.
Είναι επίσης αλήθεια, αγαπητοί μου, πως οι πονεμένοι λειαίνονται, και αυτοί τελικά έχουν κάτι σημαντικό να πουν, ως εμπειρικό και βιωματικό. Πίσω από κάθε ανθρώπινο πόνο κρύβεται το χέρι του Θεού που ευλογεί. Μακάριοι οι πονεμένοι ως πλούσια ευλογημένοι.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Όταν διαβάσει κανείς την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως την ζωή των προφητών, θα διαπιστώσει εκεί ότι οι προφήτες δεν ήταν απλώς μερικοί στοχαστές, δεν ήταν απλώς μερικοί θεολόγοι, όπως εμείς σήμερα τους ονομάζουμε, δεν ήταν φιλόσοφοι. Γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ προφητών και φιλοσόφων. Οι φιλόσοφοι στοχάζονται και προσπαθούν να ανακαλύψουν τον Θεό, ενώ οι προφήτες είχαν εμπειρία του Θεού και ο Θεός αποκαλυπτόταν σ’ αυτούς. Οι προφήτες, κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, είχαν συναντήσει τον Ζωντανό Θεό, τον άσαρκο Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Γιαχβέ, ασάρκως. Αυτόν είχαν δει και με Αυτόν είχαν επικοινωνία. Είχαν αποκτήσει μέθεξη του ασάρκου Λόγου και δι’ Αυτού γενικότερα με τον άγιο Τριαδικό Θεό.
Εάν διαβάσουμε τα βιβλία των προφητών και ιδιαιτέρως αν προσέξουμε το πρώτο κεφάλαιο, το πώς αρχίζουν αυτές οι προφητείες, αυτά τα προφητικά βιβλία, θα δούμε αυτή την πραγματικότητα. Διαβάζοντας το βιβλίο του προφήτου Ησαΐου βλέπουμε ότι αρχίζει: «Όρασις ήν είδε ο Ησαΐας». Πρόκειται για μια όραση, για μια θεοπτία, όραση, θέα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος ασάρκως. Σε άλλα προφητικά βιβλία βλέπουμε πάλι το ίδιο πράγμα. Για παράδειγμα στο βιβλίο του προφήτου Ναούμ βλέπουμε ότι αρχίζει: «Βίβλος οράσεως» και περιγράφει εκεί το τι είδε ο προφήτης Ναούμ. Στο βιβλίο του προφήτου Ιωήλ, όπως και σε άλλα βιβλία, βλέπουμε ότι αρχίζουν με ένα διαφορετικό τρόπο. Λέγεται εκεί: «Λόγος Κυρίου, ός εγεννήθη προς Ιωήλ». Εδώ δεν αναφέρεται η όραση, αλλά γίνεται λόγος για «Λόγο Κυρίου». Τον Λόγο του Θεού άκουσαν οι προφήτες όπως ο Ιωήλ. Και όχι απλώς τον άκουσαν, γιατί αν προσέξουμε τη φράση θα δούμε ότι λέγεται: «Λόγος Κυρίου, ός εγεννήθη προς Ιωήλ». Ο Λόγος του Κυρίου γεννάται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου ο οποίος έχει φθάσει στην κατά χάρη θέωση. Γι’ αυτό στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης ήταν ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος είχε προσευχή, και μάλιστα νοερά καρδιακή προσευχή, όπως το βλέπουμε στους Ψαλμούς του Δαβίδ. Και γύρω από τον προφήτη συγκεντρώνονταν οι μαθητές, διάφοροι μαθητές οι οποίοι ζούσαν αυτή την μέθεξη του Θεού. Γι’ αυτό και ονομάζονταν «ο χορός των προφητών» οι οποίοι προσεύχονταν και αξιώνονταν μερικές φορές να δούνε και την δόξα του Θεού.
Άλλα όπως λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αυτή η όραση του Θεού, την οποία είχαν οι προφήτες, και αυτή η ακοή του Λόγου του Θεού που άκουγαν και εγεννάτο αυτός ο Λόγος μέσα στην καρδιά των προφητών, δεν ήταν ανθρώπινα κατασκευάσματα και δεν ήταν διαφορετικές απλώς εμπειρίες. Γιατί λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Και η όραση των προφητών ήταν ακοή του Λόγου, και η ακοή του Λόγου του Κυρίου από τους προφήτες ήταν όραση». Όραση και ακοή και γεύση και αίσθηση, γιατί στην εμπειρία της θεώσεως όλες οι αισθήσεις γίνονται μία. Το βλέπουμε αυτό ακόμη και επάνω στο όρος Θαβώρ, είδαν την δόξα του Κυρίου, τη δόξα του Θεού, και μετά οι τρεις μαθηταί άκουσαν τη φωνή του Πατρός: «Ούτος εστίν ο Υιός Μου ο αγαπητός». Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας του Θεού όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου ενοποιούνται, το σώμα μετασκευάζεται, αλλοιώνεται και βλέπει ολόκληρος ο άνθρωπος και ακούει τον Θεό, έχει μέθεξη του Θεού, μέθεξη της αιωνίου ζωής. Άρα όλοι οι προφήτες, όπως κι ο προφήτης Ιωήλ είχαν μέθεξη του Θεού και μάλιστα του Τριαδικού Θεού, γιατί δεν υπάρχει ποτέ ο Χριστός, είτε ως άσαρκος, είτε ως σεσαρκωμένος Λόγος, χωρισμένος από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Το δεύτερο σημείο, που είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι ότι οι προφήτες επειδή είχαν εμπειρία του Ζώντος Θεού, Ζωντανό Θεό κι όχι τον Θεό της φιλοσοφίας και των στοχαστών, γι’ αυτό ακριβώς κι έκαναν έναν μεγάλο πόλεμοεναντίον των θρησκειώντης εποχής εκείνης, οι οποίεςθρησκείεςπίστευαν και λάτρευαν έναν ψεύτικο Θεό, τα είδωλα. Ο αγώνας τον οποίο έκανε ο προφήτης Ιωήλ ήταν ένας αγώναςεναντίον της θρησκείαςκαι υπέρ του Ζώντος Θεού, ήταν ένας αγώνας εναντίον των ειδώλων και ουσιαστικά κήρυττε τον Ζωντανό Θεό τον Ζώντα Θεό, «τον Θεό των πατέρων ημών, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ» και με αυτή την έννοια καταδίκαζε άλλους Θεούς ψεύτικους και αλλοτρίους. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία:Οι προφήτες όλοι, όπως και ο προφήτης Ιωήλ αγωνίζονταν εναντίον της θρησκείας.
Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ
«Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν». Πῶς ἐκάλεσε τὴν γῆν; Ἐκάλεσε τὴν γῆν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ λέγοντας· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ποιητὴς καὶ συνοχεὺς τοῦ σύμπαντος κόσμου, καλεῖ τὰ πλασματά του στὴν δόξαν Του καὶ στὴν ἁγιότητά Του. Καὶ μᾶς ἐκπλήττει τὸ γεγονὸς τῆς κλήσεως, διότι μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως. Πῶς ὁ ἀόρατος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς ὁρατούς; Πῶς ὁ ἄκτιστος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς κτιστούς; Πῶς ὁ πλάστης καλεῖ τὸ πλάσμα; Πῶς ὁ κεραμεὺς συμπεριφέρεται στὸν πηλό; Πραγματικά! ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καὶ διάνοιαν τὸ μυστήριον αὐτό, διότι καλύπτεται ἀπὸ τὸν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἐξαστράπτουσας αἴγλης δύο λέξεων· τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὲς οἱ δύο λέξεις περιγράφουν τὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπύθμενον βάθος τῆς ταπείνωσής Του καὶ τὸ ὑπέρμετρον ὕψος τῆς ἀγάπης Του.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν βρίσκεται ὁ Θεὸς στὴν ἀπρόσιτή του ὑπόσταση, καὶ γιὰ νὰ μὴν κοινωνεῖ μερικῶς μὲ τὸ πλάσμα του, τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ᾽ ὁλικῶς, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος», ἔζησε, περιεπάτησεν, ὡμίλησεν, ἐκάλεσεν καὶ παρέδωκεν ἑαυτόν, εἰς βρῶσίν τε καὶ πόσιν διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε διότι, πλάθοντας τὸν ἄνθρωπον ἀπ᾽ ἀρχῆς, τὸν ἔπλασεν κατὰ τὴν εἰκόνα Του καὶ κατὰ τὴν ὁμοίωσίν Του, τὸν ἐνέδυσεν μὲ τὴν χάριν Του καὶ τὸν ἐτοποθέτησε στὸν οἶκον Του.
Δυστυχῶς γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀντὶ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐπέλεξεν τὴν αἰχμαλωσίαν ὑπὸ τὸν τύραννον διάβολον κάνοντας ὑπακοὴ σὲ αὐτόν, ἀντὶ νὰ παραμείνει ὑπήκοος στὸν Θεὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ στέρησε τὴν ὡραιότητα τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεὸν διότι ἀμαυρώθηκε, τὸν ἐγύμνωσεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐξέβαλε ἔξω τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεός, σπλαγχνισθεὶς τὸ πλάσμα του καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημά του, ἐξαπέστειλε τὸν ἀγαπημένον Του Υἱὸν στὸν κόσμον γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε γιὰ χάρι μας καὶ μόνον, ὥστε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς τυραννίας, νὰ ἀνακαινίσει τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου μας καὶ τὴν ὁμοίωσίν μας μὲ τὸν Θεόν, νὰ μᾶς ἐνδύσει καὶ πάλιν τὴν πρώτην στολὴν τῆς χάριτος καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγει ἐκ νέου στὸν παραδεισένιον οἶκον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κάνει, ὄχι ὡς τὰ ἔπλασεν στὸν πρῶτον Ἀδάμ, ἀλλὰ ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὡραιότερα, ἐνδοξότερα, οὐράνια. Καὶ κάνοντας αὐτὰ δὲν ἀφίσταται τοῦ χαρακτῆρα του, δὲν συμπεριφέρεται μετ᾽ ἐξουσίας, δὲν διατάζει, ἀλλὰ κινούμενος μέσα στὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας του μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς παρακαλεῖ, μᾶς προτρέπει, «ὅστις θέλει», μᾶς καλεῖ· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μᾶς καλεῖ ὡς ἴσος πρὸς ἴσους· μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως· μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν· νὰ τελειοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὸ μέτρο τοῦ πληρώματος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐτοπία, δὲν εἶναι φαντασία, δὲν εἶναι ἀνεκπλήρωτοι ὀνειροπόλοι στόχοι. Ἡ πραγματικότητά της κατατίθεται ὡς ἀπόδειξις καὶ διαγράφεται μέσα στὶς ἐκκλησίες. Πάνω στὸ τέμπλο, στὸ εἰκονοστάσι καὶ πάνω στοὺς τοίχους, ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τὸν στόχο καὶ ἐκπλήρωσαν τὴν ἐντολήν· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Τί τιμή! τί δόξα! τί ἔπαινος γιὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος!
Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν, ἂς ἀγωνιστοῦμε καὶ ἐμεῖς, διότι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ, μάλιστα δέ, εἴμαστε καὶ ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς μὲ τοὺς Ἁγίους, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἐντολὴν καὶ νὰ πετύχουμε τὸν στόχον αὐτόν, τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς δόξας, νὰ συγκαταλεχθοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ καὶ συνεισέλθουμε μὲ αὐτοὺς εἰς τὰς οὐρανίους ἐπαύλεις, μὲ τὴν χάριν καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει καὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Πάθος σημαίνει πάθημα, πτώση, υποδούλωση, οδύνη, άλγος. Ο πιο πονεμένος και δυστυχισμένος είναι ο εμπαθής άνθρωπος. Νοσεί, αφού αγαπά τα πάθη, τα λατρεύει, τα προσκυνά, δεν τ’ αφήνει παρότι τον ταλαιπωρούν. Πρόκειται για ένα φοβερό και παθογόνο διχασμό. Ενώ του δίνονται ευκαιρίες ν’ απεγκλωβισθεί τις απορρίπτει. Οι εμπαθείς επιλογές όμως του ανθρώπου του κοστίζουν. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν μία μέτρια, χλιαρή και χαλαρή, μονότονη, ανιαρή, ανολοκλήρωτη, μίζερη, κακόμοιρη, ρηχή, άχαρη ζωή. Η βίωση της άρνησης και της αποτίναξης αυτού του τρόπου ζωής αποτελεί οδυνηρή εμπειρία. Αφαιρείται από τον ίδιο τον άνθρωπο η δυνατότητα βιώσεως μιας αυθεντικής, καθαρής, ανυπόκριτης, τίμιας και ειλικρινούς ζωής. Είναι λυπηρό να πλανάται και να αιχμαλωτίζεται ο άνθρωπος σε αυτή την ανόητη ζωή. Να σκηνοθετεί μία αμεταμόρφωτη ζωή μέσα στην εμπάθεια. Σίγουρα κύριος υποκινητής είναι ο δαίμονας, αφού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά όλα τα πάθη είναι δαιμονοκίνητα. Ο άνθρωπος βέβαια επιλέγει μόνος του τον τρόπο αυτό ζωής. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα ν’ αντισταθεί, ν’ αντικρούσει τα πάθη, ν’ απελευθερωθεί. Μα δυστυχώς συχνά δεν το κάνει.
Ο πόνος φαίνεται να έχει μία κυρίαρχη θέση στη ζωή. Έφθασαν οι φιλόσοφοι να πουν πονώ άρα υπάρχω. Ο Κίκεργκωρ λέει: «Δεν είμαι αυτός που σκέφτεται πως δεν πρέπει να πονούμε ποτέ. Περιφρονώ αυτήν την ποταπή σκέψη κι αν μπορώ να επιλέξω προτιμώ να υπομείνω μέχρι τέλους τον πόνο. Είναι καλό να υποφέρουμε και μέσα στα δάκρυα υπάρχει δύναμη, αλλά δεν είναι να υποφέρουμε δίχως ελπίδα». Κρύβεται ένα βαθύ νόημα, αδελφοί μου, στην παρουσία του πόνου στη ζωή μας. Για να το δούμε μαζί.
Ο πόνος αρχίζει στον κήπο της Εδέμ. Η παράλογη υπακοή στον δαίμονα και η υπερήφανη ανυπακοή στον Θεό είναι η αρχή του πόνου στη ζωή των ανθρώπων. Η τραγωδία εισέρχεται στον κόσμο. Συγκρούεται ο άνθρωπος με τον Θεό. Διακόπτεται ο άνετος διάλογος Αδάμ και Θεού. Χάνεται ο παράδεισος. Αρχίζει ο κόπος, η λύπη, ο στεναγμός. Τη γυμνότητά του αισθάνθηκε ο Αδάμ μετά την αμαρτία της παρακοής και τη γεύση του κακού. Η αίσθηση της γυμνότητός του σημαίνει αντίληψη της τρεπτότητος και τρωτότητος, έλλειψη προστασίας, κατανόηση του πόνου της αποδεσμεύσεώς του από τον Θεό. Μπορούσαν να θεραπευθούν οι πρωτόπλαστοι διά της μετανοίας. Δεν το έπραξαν όμως. Γιατί; Θέλησαν να δικαιολογηθούν, ν’ ακολουθήσουν δικό τους δρόμο, πιο σύντομο, πιο εύκολο, δίχως Θεό. Παγιδεύτηκαν οικτρά στον δραματικό πόνο της μοναξιάς, της θεώσεως δίχως Θεό, της παράλογης αυτοθεώσεως. Η θεοδώρητη επιθυμία θεώσεως των πρωτοπλάστων εκμεταλλεύθηκε από τον πανούργο δαίμονα, που θέλησε να τους προσφέρει μία δική του ταχύρρυθμη ισοθεΐα κι έτσι τους απάτησε και τους θανάτωσε.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Πολλὰ πράγματα τὰ μαθαίνει κανένας ἀπὸ τὰ πρώιμα τὰ χρόνια, τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας ἐκείνης ποὺ ἀρέσκεται, ὡς παιδἰ, ν᾿ ἀκούει καὶ νὰ διδάσκεται. Γιατὶ μέσα στὴν τρυφερὴ ἐπιφάνεια τῆς ἄσπιλης ψυχῆς, ἐγγράφονται τὰ πλέον πολύτιμα βιώματα. Βιώματα ποὺ σοῦ χρησιμεύουν κάποτε, σὲ ἀνυποπτο χρόνο στὸ μέλλον ὡς δεῖκτες μιᾶς γνήσιας πνευματικῆς πορείας καὶ προσφορᾶς.
Πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Δὲν τὰ μέτρησες ποτέ, ἀλλὰ καταλαβαίνεις πιὰ ὅτι ἔχουν περάσει τὶς ἕξι δεκαετίες. Χρόνια σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, ὀρεινό καὶ φυτεμένο ἀνάμεσα σὲ πεῦκα, ἐλιές κι ἀμυδαλιές. Μὲ μιὰ κοινωνία ἁπλῶν, πονεμένων καὶ κουρασμένων ἀνθρώπων. Ὡστόσο, τὶς ἐλπίδες τους καὶ τὴν ὅλη τους βιοτὴ τὴν εἶχαν τάξει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Μητρικὴ μέριμνα τῆς Παναγίας. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτό, γιατὶ στὴ μνήμη φτάνουν κάποιες ἰκεσίες-ξεχασμένες σήμερα ἤ καὶ περιφρονημένες-ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἀγράμματες κι ἁπλοϊκὲς γιαγιάδες, ποὺ ὅταν σήκωνε τρικυμία καὶ τὸ νησὶ ὁλάκερο σείονταν ἀπὸ τὰ θέμελιά του, αὐτές, λοιπὸν, κοιτάζοντας ψηλά, κατὰ τὸν Οὐρανὸ δέονταν: «Παναϊά μου στὸ πέλαγο», ποὺ σήμαινε νὰ προφτάσει ἡ Χάρη Της νὰ σκεπάσει μὲ τὴ στοργή, τὴν προστασία καὶ τὴν Μητρική Της βοήθεια αὐτοὺς ποὺ κινδύνευαν μέσα στὴ μανιασμένη θάλασσα. Μὲ λίγα λόγια παρακαλοῦσαν νὰ σταθεῖ σιμά τους ἡ Χάρη Της καὶ ὡς ὁλόφωτη σκέπη νὰ τοὺς φυλάξει ἀπὸ παντὸς κακοῦ».
Δὲν ἤξεραν τίποτε αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός, μαζί μὲ τὸν μαθητή του, τὸν Ἐπιφάνιο στὴν ἀγρυπνία ἐκείνη, ποὺ γίνονταν στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ πῆρε στὰ ἄχραντα χερια Της τὸ μαφόριό Της, τὸ ὁποῖο φυλάσσονταν στὸν ναὸ ἐκεῖνο, τὸ ἅπλωσε πάνω στοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ δείξει ὅτι τοὺς σκέπει καὶ ἔχει ὑπὸ τῆς προστασία καὶ ἀνύστακτο συνδρομή Της. Ναί, δὲν ἤξεραν...Μήτε εἶχαν ἀκούσει - ἀπὸ ποῦ ἄραγε, ἀφοῦ μήτε μαζικὰ μέσα ἐπικοινωνίας ὑπῆρχαν, μήτε καὶ μορφωμένοι κήρυκες ἔφταναν στὸ χωριό, μήτε κι ὁ παπάς εἶχε σπουδάσει τὰ θεολογικὰ γράμματα. Ὅμως διαισθάνονταν, ὡς μανάδες κι οἱ ἴδιες, πὼς ἡ Παναΐτσα-ἔτσι, χαΐδευτικὰ τὴν ἀποκαλοῦσαν- Μάνα κι ἡ ἴδια ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους θὰ ἔσπευδε καὶ μὲ τὸ μαφόριό Της θὰ ἔσκεπε, θὰ φύλαττε τὸν κάθε κινδυνεύοντα καὶ δεόμενο: «ἐν τῇ σκέπη Σου φύλαξον ἄτρωτον». Ὅπως τὸν κάθε πιστὸ ποὺ μέσα στὴ κάμινο τῆς στυγνῆς καθημερινότητας ἀνεβαίνει τὸν προσωπικό του Γολγοθᾶ μὲ τὴν ἰκεσία στὰ χείλη καὶ στὴν ψυχή: «Διάσωσον, Θεοτόκε...».
Ἤξεραν λοιπόν ἐκεῖνες οἱ φτωχὲς τῷ πνεύματι γυναῖκες πὼς Ἐκείνη θὰ γινόταν σὲ κάθε περίσταση νεφέλη ποὺ σκέπει μὲ τὴ δροσιά του τοὺς κεκοπιάκότας ὁδοιπόρους τοῦ βίου καὶ βοήθεια. Καὶ μήπως δὲν εἶναι, ὅπως καὶ δὲν θὰ παραμείνει νὰ εἶναι ἕως τῆς συντελείας «σκέπη καὶ βοήθεια κραταιά»;
Ἱερομ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Πολύ συχνά στό ἐξομολογητήριο συναντῶ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους πού μέ ἁπλότητα δηλώνουν ὅτι ἐνδιαφέρονται «γιά τή σωτηρία τους».
Καθώς ἀναγκάζομαι νά τούς «πληροφορήσω» ὅτι εἶναι λάθος ὁ στόχος τους, παραξενεύονται καί καμιά φορά δυσανασχετοῦν. Γιά νά κατανοηθοῦν καί οἱ δυό πλευρές σκέφθηκα νά χρησιμοποιήσω λόγο ἀλληγορικό.
Ἕνας νεαρός πρίγκιπας, βγαίνοντας γιά κυνήγι μία μέρα, πέρασε ἀπό μία φτωχογειτονιά καί, καθώς τά φτωχαδάκια παίζανε ἀνέμελα, πρόσεξε μία ἔφηβη ἰδιαίτερα καί, κάτω ἀπό τά κουρελιασμένα ροῦχα της, κάτω ἀπό τό βρώμικο κορμί της καί τά ἀχτένιστα καί ἄπλυτα μαλλιά της καί τά τσιμπλιασμένα μάτια της, διέκρινε ὅτι τό κορίτσι ἐκεῖνο εἶχε ὅλα τά χαρακτηριστικά πού θά ἔπρεπε νά ἔχει καί ἡ γυναίκα πού ζητοῦσε γιά πριγκίπισσα.
Ἀθέτησε κάθε «πρωτόκολλο τῆς Αὐλῆς», τή ζήτησε ἀπό τούς γονεῖς της καί τήν ἔκανε «πριγκίπισσα».
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀπό κεῖ καί πέρα ὅ,τι κάνει αὐτή ἡ κοπέλα γιά τόν καθαρισμό της καί τήν ἐν γένει βελτίωσή της δέν τό κάνει γιά νά γίνει πριγκίπισσα, ἀλλά γιατί ἔχει ἤδη γίνει πριγκίπισσα. Τό κάνει ἀπό φιλότιμο, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος. Γιά νά ζεῖ «πριγκιπικά» θά λέγαμε.
Μετά τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό ἅγιο Χρίσμα, μέ τά ὁποῖα ἑνούμεθα ὑποστατικῶς, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως μετά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι σωστό νά βιώνουμε ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία μας. Παραβιάζουμε «θύρες ἀνοιχτές».
Τό ἐπιδιωκόμενο πλέον εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, ἡ χριστοειδής ζωή. Πάνω σ’ αὐτή τή βάση δημιουργοῦνται βιώματα εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης καί φιλότιμου καί καταλύεται ὁ ἐνοχικός ἐγωκεντρικός καί ὁ φορτισμένος ἀξιόμισθα ἠθικισμός. Βιώνεται μία φυσιολογική χαρμολύπη στηριγμένη στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ ἐραστοῦ μας Ἰησοῦ καί στή συνειδητοποίηση τῆς δικῆς μας ἐλλειμματικότητας σέ χριστοείδεια, τῆς ὁποίας τά μεγέθη δέν εἶναι παρά δῶρα τοῦ Ἐραστοῦ μας καί κλιμακώνονται μέχρις ὅτου Ἐκεῖνος θά θελήσει νά μᾶς ὁδηγήσει καί στούς θαλάμους τῆς αἰώνιας Βασιλείας Του.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Η θρησκεία έχει μερικά ιδιώματα τα οποία την διαφοροποιούν από την Εκκλησία.
Η θρησκεία πρώτα-πρώτα συνδέεται με την μαγεία, ως εξιλέωση του Θεού. Οι θρησκευόμενοι προσπαθούν να εξιλεώσουν τον Θεό γιατί νομίζουν ότι ο Θεός είναι πάρα πολύ στεναχωρημένος και θυμωμένος μαζί τους, και κάμνουν μαγικές πράξεις και ενέργειες για να εξιλεώσουν το Θείον.
Το άλλο στοιχείο της θρησκείας είναι η δεισιδαιμονία, το ότι ταυτίζουν το άκτιστο με το κτιστό και σε όλα τα κτιστά πράγματα βλέπουν τον Θεό, αυτός ο λεγόμενος πανθεϊσμός. Αυτή είναι πράγματι μια δεισιδαιμονία που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκείας.
Και ακόμη ένα άλλο γνώρισμα της θρησκείας είναι ο μυστικισμός, όπως εκφραζόταν και από τον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και αυτή η πλατωνική φιλοσοφία, δεν ήταν απλώς μια φιλοσοφία, αλλά στην πράξη της ήταν μια θρησκεία, γιατί πίστευε στο κατά φύσιν αθάνατο της ψυχής και το κατά φύσιν θνητό του σώματος και πίστευε ότι η αθάνατη ψυχή που ήταν κλεισμένη μέσα στη φυλακή του σώματος έπρεπε να ελευθερωθεί μ’ ένα μυστικό τρόπο και να επανέλθει στον αγέννητο κόσμο των ιδεών. Αυτός ο λεγόμενος μυστικισμός είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκείας, και επομένως πολλές λατρευτικές τελετές, γίνονται με αυτή την προοπτική, μέσα σε αυτή τη νοοτροπία.
Οι προφήτες αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον της θρησκείας, και ο Χριστός είναι Εκείνος ο Οποίος μας απελευθέρωσε από τη θρησκεία που υπήρχε την παλαιά εποχή και σήμερα ίσως υπάρχει, και βεβαίως υπάρχουν τέτοιες θρησκευτικές αντιλήψεις και θρησκείες, οι οποίες λατρεύουν έναν ψεύτικο Θεό. Και όπως λέγεται συνήθως, η θρησκεία που συνδέεται με τη μαγεία, τη δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό είναι μια αρρώστια της ανθρώπινης προσωπικότητας, αρρωσταίνει τον άνθρωπο, και ο Χριστός μας ελευθέρωσε από αυτή την αρρώστια της θρησκείας κι έκανε την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία είναι ο θεανθρώπινος οργανισμός, η Εκκλησία είναι η κοινωνία Θεού και ανθρώπου, κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, είναι σύνοδος Ουρανού και Γης όπως θα μας πει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η Εκκλησία είναι συνάντηση Θεού και ανθρώπων και ζώντας μέσα σε αυτό το ευλογημένο Σώμα του Χριστού θεραπευόμαστε και απαλλασσόμαστε από την αρρώστια κάθε θρησκείας.
Ἀρχιμ. Τύχωνα, Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγ. Ὄρος
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Ἐκκλησία, γιατί ἡ πίστη της στηρίζεται στήν πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ταυτίζεται μέ αὐτή. Ἡ σημερινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προέρχεται, ὡς ἀδιάκοπη συνέχεια ἀπό τούς ἴδιους τούς ἁγίους Ἀποστόλους, καί ἰδιαίτερα οἱ ἀρχιερεῖς της εἶναι ἀπ’ εὐθείας διάδοχοί τους.
Τό ἴδιο βίωμα, ἡ ἴδια πίστη, τό ἴδιο Πνεῦμα, ὑπάρχει καί πολιτεύεται καί σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως καί στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Τό ἔχει παραλάβει ἡ κάθε μία γενιά ἀπό τήν προηγούμενη καί τό ἔχει διαφυλάξει ἀναλλοίωτο μέ τά μαρτύρια καί τούς ἀσκητικούς κόπους καί ἀγῶνες τῶν Ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Βέβαια ὑπάρχουν ὁρισμένες ἐξελίξεις, σέ ἐξωτερικά ὅμως καί δευτερεύοντα θέματα, ἀλλά ἡ πίστη στήν οὐσία καί στήν πληρότητά της παραμένει ἡ ἴδια μέ τήν πίστη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Βλέπουμε π.χ. νά ἐξελίσσονται μέσα στήν ἱστορία ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν ἱερῶν Ναῶν, ἡ εἰκονογραφία, τό τυπικό της Ἐκκλησίας κ.λ.π., ἀλλά ὅλες αὐτές οἱ νέες μορφές τονίζουν καί ἐκφράζουν τήν μία Ἀποστολική πίστη, πηγάζουν καί προέρχονται ἀπό τό ἕνα Πανάγιο Πνεῦμα καί καταλήγουν πάντοτε καί ἀποβλέπουν στή δοξολογία τοῦ ἐν Τριάδι ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά διατυπώσεις τῶν ἀληθειῶν πού ἀπό τήν ἀρχή πιστεύονταν καί ἀποτελοῦσαν βίωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἐμφανίζονταν δηλαδή κατά καιρούς κάποιοι αἱρετικοί, πού ἀμφισβητοῦσαν τήν ὀρθή πίστη ἤ κήρυτταν κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτή, τότε ἡ Ἐκκλησία μέ τίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους διατύπωνε καί διακήρυττε τήν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς της, πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς παρέδωσε ὁ Κύριος καί ἀπό τήν ἀρχή συνεχῶς πίστευε καί ζοῦσε. Δέν ἔχουμε λοιπόν προσθέσεις καί ἀλλοιώσεις στήν πίστη τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνο διάφορες ἐκφράσεις, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες κάθε ἐποχῆς, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς καί Ὀρθοδόξου Πίστεως, τήν ὁποία, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι σήμερα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κρατᾶ ἀπαραχάρακτη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, κυρίως ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί μετά, ἔχουν ἀλλοιώσει σέ πάρα πολλά σημεῖα τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, τήν Ἀποστολική Πίστη, καθώς καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἁπλῶς ἀναφέρουμε μερικά. Ἔχουν προσθέσει τό filioque (= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, αὐθαίρετα καί ἀθεολόγητα, ἀλλοιώνοντας τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ἔχουν κάνει τήν Ἐκκλησία κράτος κοσμικό καί τόν Πάπα ἀρχηγό τοῦ κράτους (Βατικανό). Ἔχουν μεταβάλει τόν ἐπίσκοπο Ρώμης σέ ἐπίσκοπο ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλο τόν κόσμο, καταστρέφοντας ἔτσι τό ἀρχαιότατο Συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν κάνει δόγμα τῆς Ἐκκλησίας τους, τόν περασμένο αἰώνα, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος στίς ἀποφάσεις του καί τίς διδασκαλίες του, μεταβιβάζοντας μέ αὐτό τόν τρόπο τήν ἰδιότητα πού πάντα εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν μάλιστα ἐκφράζεται σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, σέ ἕνα ἐπίσκοπο, τόν ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἔτσι καταρρακώνεται κάθε ἔννοια Συνόδου, καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς Οἰκουμενικῆς, ἐφ’ ὅσον ὁ Πάπας, μέ τό Πρωτεῖο του καί τό Ἀλάθητό του, εἶναι ἀνώτερός τους καί ἡ ἐξουσία του πάνω στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀπεριόριστη καί ἀνεξέλεγκτη.
Προσπάθησαν ἀκόμη μέ τή σχολαστική θεολογία τους νά ἑρμηνεύσουν καί νά κατανοήσουν λογικά καί φιλοσοφικά τήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, μέ ἀποτέλεσμα νά παραχαράξουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί νά κατεβάσουν τήν Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο ἀνθρώπινης ὀργανώσεως, πού ἀντιμάχεται ὡς ἀντιπάλους τούς πλανεμένους ἀδελφούς, φθάνοντας ἀκόμη καί σέ θανατικές ἐκτελέσεις (Ἱερά Ἐξέταση).
Καί ἄς μή νομίζει κανείς ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν μία ἔκφραση φανατισμοῦ καί ἐχθρικῆς διαθέσεως πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Καί ἀπό τούς ἴδιους πολλοί, ἐρευνώντας εἰλικρινά τήν ἱστορία καί μελετώντας τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουν μόνοι τους τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἀπό τήν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀρκετοί μάλιστα ἔχουν τό θάρρος καί τήν τόλμη νά ἐγκαταλείψουν τή Δυτική Ἐκκλησία καί νά γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μερικοί ἀπό αὐτούς βρίσκονται στό Ἅγιον Ὄρος.
π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν
Ὁ Χριστός κρεμόταν στόν Σταυρό, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς πάντες καί, ὄντας σέ τρομακτκή ἀγωνία, οἱ κατήγοροί Του τόν χλεύαζαν, ζητώντας ἀπ’ Αὐτόν ἀκριβῶς ἕνα θαῦμα: “…καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν”. Ἀλλά δέν κατέβηκε καί αὐτοί δέν πίστεψαν. Ἄλλοι, ὡστόσο, πίστεψαν ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός πώς ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό, ἐπειδή μπόρεσαν νά νιώσουν ὅλη τή θεότητα, τό ἀπεριόριστο ὕψος αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως, αὐτῆς τῆς ὁλοκληρωτικῆς συγγνώμης ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τόν Σταυρό: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν”.
Γι’ ἄλλη μία φορά, τά Εὐαγγέλια καί ἡ γνήσια Χριστιανική πίστη δέν θεωροῦν τά θαύματα ὡς ἀποδείξεις πού ἐπιβάλλουν τήν πίστη, ἀφοῦ αὐτό θά στεροῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅ,τι ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν ἐλευθερία. Ὁ Χριστός θέλει τούς ἀνθρώπους νά Τόν πιστεύουν ἑκούσια, δίχως τόν ἐξαναγκασμό τοῦ θαύματος. “Ἐάν ἀγαπᾶτέ με”, λέγει ὁ Χριστός, “τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε”. Καί ἀγαποῦμε τόν Χριστό- δυστυχῶς, τόσο λίγο – ὄχι λόγω τῶν θαυμάτων καί τῆς παντοδυναμίας Του, ἀλλά λόγω τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεώς Του, κι ἐπειδή, ὅπως αὐτοί πού τόν ἄκουαν, ἔλεγαν: “Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος”.
Ὁ Χριστός ὅμως ἐπιτέλεσε θαύματα: τό Εὐαγγέλιο εἶναι γεμάτο ἀπό ἱστορίες γιά θεραπεῖες ἀρρώστων, γιά ἀναστάσεις νεκρῶν, καί οὕτω καθεξῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ἐρωτήσουμε ποιό εἶναι τό νόημα αὐτῶν τῶν θαυμάτων, πού ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Χριστός ἐπέλεξε ν’ ἀποκαλύψει στόν κόσμο; Ἄν, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν πίστευαν, ἄν ἐπέπληττε τούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦσαν καί προσδοκοῦσαν θαύματα ἀπ’ Αὐτόν, τότε γιατί τά ἔκανε;
Ὅλα τά θαύματα πού γνωρίζουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, προκλήθηκαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ἐσπλαχνίσθη περί αὐτῶν…», μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής. Σπλαχνίστηκε τούς γονεῖς, τῶν ὁποίων ἡ νεαρή θυγατέρα εἶχε μόλις πεθάνει, τή χήρα πού εἶχε χάσει τό μονάκριβο παιδί της, αὐτούς πού διασκέδαζαν καί χαίρονταν στό γάμο καί δέν εἶχαν ἀρκετό κρασί, τόν τυφλό, τόν παράλυτο, αὐτούς πού ὑπέφεραν. Αὐτό σημαίνει πώς πηγή τῶν θαυμάτων εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἡ ἀγάπη. Τά θαύματα, ὁ Χριστός δέν τά ἔκανε γιά τόν ἑαυτό Του – γιά νά δοξαστεῖ, γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεότητά Του ἤ γιά νά τήν ἀποδείξει στούς ἀνθρώπους – ἀλλά μόνο ἀπό ἀγάπη. Κι ἐπειδή ἀγαπᾶ, δέν ἀντέχει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο φυλακισμένο ἀπό τό κακό νά ὑποφέρει.
Οικον. Ανδρέα Γκαζέλη
Ο Σταυρός ἔγινε τό θυσιαστήριο στό ὁποῖο θυσιάστηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του. Καί γι’ αὐτό ἐμπνέει ἀγάπη ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς.
Γιά κάποιο δίκαιο καί καλό ἄνθρωπο μόλις καί μετά βίας βρίσκεται κάποιος νά θυσιαστεῖ, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Χριστός ὅμως θυσιάστηκε γιά ἐμᾶς, πού εἴμαστε μεγάλοι ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι παντελῶς τῆς ἀγάπης Του. Μέ τή θυσία Του αὐτή μεταμόρφωσε τό χειρότερο ἐκτελεστικό ὄργανο σέ αἰτία μεγάλης χαρᾶς καί εὐλογίας. Ἀπό τότε κάθε φορά πού βλέπουμε τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ βεβαιωνόμαστε γιά τήν ἀγάπη Του, Τόν ἐμπιστευόμαστε ἀνενδοίαστα καί σταυρικά Τοῦ προσφέρουμε τήν καρδιά μας καί ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας.
Ταυτόχρονα, ὁ Τίμιος Σταυρός μᾶς ἀποκαλύπτει τό φρόνημα καί τόν τρόπο σκέψης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μαθαίνουμε νά μήν πεθαίνουμε τόν ἄλλο μέ τήν παρουσία μας ἀλλά νά πεθαίνουμε ἐμεῖς γιά τήν παρουσία του. Μαθαίνουμε ὅτι, ἀφοῦ στόν κόσμο αὐτό ἡ Ἀγάπη εἶναι σταυρωμένη, κι ἐμεῖς μέ τόν σταυρό τῆς αὐτοθυσίας μόνο μποροῦμε νά ἐκφράσουμε ἀληθινά τήν ἀγάπη. Μαθαίνουμε ὅτι χριστιανικά δέν μπορεῖ κανείς νά ζήσει, χριστιανικά μπορεῖ κανείς νά πεθαίνει, χίλιους θανάτους κάθε ὥρα.
Βέβαια, τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργοῦσε καί φανερωνόταν σέ ὅλη τήν πορεία τοῦ Κυρίου μας στή γῆ. Ἀπό τή γέννησή Του μέσα στό σπήλαιο, τή φυγή Του στήν Αἴγυπτο καί τήν ἀπόρριψή Του ἀπό τούς δικούς Του, μέχρι τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα καί τήν ἄρνηση τοῦ πρωτοκορυφαίου Πέτρου. Σέ ὅλες αὐτές τίς προκλήσεις τό μέγα ἐρώτημα τοῦ ἐχθροῦ πρός τόν Χριστό ἦταν: «Δές τί σοῦ κάνουν, ἀγαπᾶς τούς ἀνθρώπους; Πόσο πολύ τούς ἀγαπᾶς;»
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ δόθηκε τελεσίδικα στόν Σταυρό. Ἡ εἰς τέλους ἀγάπη Του ἐκφράστηκε μέ τή θυσία Του στόν Γολγοθᾶ. Ἄρα τό διαχρονικό καί πανανθρώπινο ἐρώτημα «μ’ ἀγαπᾶς;» μιά καί μοναδική ἀπάντηση ἔχει: τόν Σταυρό. Καί ἡ ποιμαντική διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει σάν στόχο νά φανερώσει τή σταυρική ἀγαπή τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί νά ἐμπνεύσει τούς ἀνθρώπους σέ ἀνταπόκριση σταυρικῆς καί ἀσκητικῆς ἀγάπης.
Ὅπως ὁ Χριστός πέθανε γιά τούς ἐχθρούς Του, ἔτσι καί ὁ ἀληθινός ἀκόλουθός Του ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη πού δείχνει σέ ὅλους καί ἰδιαίτερα στούς ἐχθρούς. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ καί τό μοναδικό κριτήριο τῆς Ἀλήθειας. Μέ αὐτό τό κριτήριο κρίνουμε τήν πνευματική μας πορεία. Ἀλλά καί μέ αὐτό τό κριτήριο ἐλέγχουμε τήν Ἐκκλησία, ἄν εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντα Ἀθανάσιου
Τό ὅλο πνεῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἕνα πνεῦμα εὐχαριστίας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί λέγεται καί «Θεία Εὐχαριστία». Γιατί αὐτό εἶναι τό ἦθος τοῦ χριστιανοῦ. Ἦθος εὐχαριστιακό. Νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά ὅλα· γιά τά γνωστά καί γιά τά ἄγνωστα· γιά τά χαρμόσυνα καί γιά τά θλιβερά· γιά τά δύσκολα καί γιά τά εὔκολα, γιά τήν παρουσία καί γιά τήν ἀπουσία· γιά τή ζωή καί τό θάνατο· καί γιά τήν εἴσοδό μας στόν κόσμο αὐτό καί τήν ἔξοδό μας ἐπίσης.
Στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ψάλλουμε: «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον, αἰνεῖτε αὐτόν ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτόν ἐν τοῖς ὑψίστοις, σοί πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ» (Αἶνοι Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, Ψαλμ. 148), καί περίφημα τροπάρια χαρμόσυνα, νικητήρια κατά τοῦ θανάτου. Ψάλλουμε τή δοξολογία, ὅπου εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά τή μεγάλη του δόξα καί εἰσερχόμαστε ἔτσι στήν «Εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Θεία Λειτουργία). Μέσα σ’ αὐτή τή Βασιλεία, δέν ὑπάρχουν νεκροί ἀλλά μόνο ζῶντες.
Γιά τό Θεό, ὅμως, ὑπάρχουν καί κάποιοι νεκροί. Λέγει στήν ἀποκάλυψη ὁ Χριστός σ’ ἕναν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἄξιος της ἀποστολῆς του: «Ἐσύ, τοῦ λέγει, ὄνομα ἔχεις ὅτι ζεῖς, ἀλλά νεκρός εἶ» (Ἀποκ. 3.1). Κατ’ ὄνομα εἶσαι ζωντανός, κατ’ οὐσίαν ὅμως εἶσαι νεκρός. Καί εἶσαι νεκρός, γιατί ἔφυγες ἀπό κοντά μας, ἀποξενώθηκες ἀπό μένα, «τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἄφηκας», (ἄφησες τήν πρώτη σου ἀγάπη). Καί ἀφοῦ ἔφυγες ἀπό τή ζωή, ἀπέθανες. Ὄντως, μπορεῖ κάποιος νά εἶναι νεκρός πραγματικά, ἀλλά ὄχι βιολογικά, ὅταν εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, ὅταν διακόψει τή σχέση του μέ τό Θεό. Γιά τό Χριστό αὐτός εἶναι ὁ νεκρός. Οἱ ἄλλοι «πάντες αὐτῷ ζῶσι», καί ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά Θεός ζώντων.
Άλκη Αυγουστή
Σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί το άγχος, η πίεση, ο υλισμός και η αδιαφορία για όλους, το να γίνεται λόγος για Αγίους και Αγιότητα αποτελεί μια παραδοξότητα. Η Αγιότητα έχει «λησμονηθεί» αφού έπαψε να εμπνέει τον πολιτισμό μας και οι Άγιοι δεν αποτελούν πλέον τα πρότυπα των ανθρώπων.
Εκτός από ξεχασμένη η Αγιότητα είναι στις μέρες μας και παρεξηγημένη, αφού φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με ηθικολογικά και ψυχολογικά κριτήρια μόνο. Για τους περισσότερους ανθρώπους Άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, και που είναι ηθικός από κάθε άποψη. Σε πολλές περιπτώσεις στην έννοια της Αγιότητας προστίθεται και ένα στοιχείο μυστικισμού, σύμφωνα με το oποίο Άγιος είναι εκείνος που ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Τη λαθεμένη αυτή εντύπωση αντικρούει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, μαθητής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, τονίζοντας εμφαντικά ότι: «Η αγιότης δεν είναι έννοια ηθική αλλά οντολογική. Άγιος δεν είναι εκείνος όστις είναι άμεμπτος κατά την ανθρωπίνην ηθικήν ή, κατά το φαινόμενον της πολιτείας αυτού, υπό την έννοιαν της ασκήσεως ή εισέτι και της προσευχής (και οι Φαρισαίοι ενήστευον και ετέλουν μακράς προσευχάς) αλλά εκείνος όστις κατέστη φορεύς του Πνεύματος του Αγίου».
Χρειάζεται λοιπόν επανακαθορισμός της Αγιότητας η οποία, παρά τις προηγούμενες διαπιστώσεις, εξακολουθεί να παραμένει κεντρικό και θεμελιώδες στοιχείο για τη ζωή του χριστιανού. Γιατί η πίστη μας χωρίς τους Αγίους παύει να υφίσταται. Διότι, αν λησμονήσουμε την Αγιότητα, δεν απομένει από την Εκκλησία τίποτα άλλο παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο και η «εκκοσμίκευση» είναι πλέον αναπόφευκτη.
π. Φιλόθεου Φάρου
Ἡ μόνη ἀκατανίκητη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἁμαρτία πού ἀρνούμεθα νά παραδεχθοῦμε καί ἡ μόνη ἁμαρτία πού δέν συγχωρεῖ ὁ Θεός εἶναι ἡ ἁμαρτία πού τήν περιβάλλουμε μέ ἔνδυμα ἀρετῆς. Οἱ δικαιολογίες καί ἡ αὐτοάμυνα μεγιστοποιοῦν τήν ἁμαρτία. Ἀκόμη καί ἕνα ἀκούσιο λάθος γίνεται ἁμαρτία, ὅταν προσπαθοῦμε νά τό δικαιολογήσουμε. Ἀλλά ἕνα λάθος πού ἀναγνωρίζει κανείς ἐλεύθερα, μπορεῖ νά γίνει πηγή δυνάμεως. Ὁ ὁποιοσδήποτε θά συγχωροῦσε ἕνα ἔντιμο λάθος πού ὁμολογεῖται ἔντιμα, ἐνῶ κανείς δέν θά συγχωρήσει ἕνα λάθος, ὅταν τό δικαιολογοῦμε ἤ ἀρνούμεθα νά τό παραδεχθοῦμε.
π. Βαρνάβα Γιάγκου
Ἐκκλησία εἶναι πανδοχεῖο, πού σημαίνει ὅτι δέχετα τούς πάντες. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ λέξη. Δέχεται τούς πάντες, γιά νά τούς ἀναπαύσει, νά τούς ξεκουράσει καί νά τούς δώσει τή δυνατότητα θεραπείας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κανείς δέν ἔχει σάν μόνιμη κατοικία ἕνα πανδοχεῖο. Τό πανδοχεῖο εἶναι μιά προσωρινή κατάσταση. Ἄρα, ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί στήν εὐθύνη μας σ’ αὐτή τή ζωή, πού εἶναι ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας μας.
Στήν Ἐκκλησία δίδεται ἡ δυνατότητα θεραπείας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ἕτοιμος καί ὑγιής νά συνεχίσει τήν πορεία γιά τήν μόνιμη κατοικία του, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἁπλός ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου μας καί ξεδιαλύνει, ἄν θέλουμε, μέσα μας τό στόχο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι ἐφήμερη ἡ ζωή μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κι ἀνάλογα τί στόχο θέτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, τί ἀξίες θέτει σ’ αὐτή τή ζωή, ἀξιολογεῖ καί τήν ὕπαρξή του, καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ὕπαρξής του.
Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἔργο κι ἄν κάνουμε, ὅση ἀξία κι ἄν ἔχει ὁ πολιτισμός μας, ἄν θέλετε, ὅσες ἀξίες κι ἄν ἔχουμε, δοκιμάζονται στό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁποιαδήποτε ἰδέα, ὅσο εὐγενική κι ἄν εἶναι, π.χ. ἡ κοινωνική προσφορά ἤ ἀκόμη καί ἡ φιλοπατρία μας, ἐάν εἶναι μέχρι τά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρωπου, εἶναι ἀντίχριστο γεγονός.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ὁ λόγος της καί ἡ προσφορά της εἶναι γιά νά ὑπηρετήσει τήν προσωρινότητά μας, δηλαδή τόν βιολογικό ἄνθρωπο, πού σημαίνει ὑλικές ἀνάγκες, ψυχολογικές ἀνάγκες ἤ ἀκόμη καί συναισθηματικές ἀνάγκες. Νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, ὥστε μέσα στό ἄγχος τῆς ἡμέρας του νά αἰσθάνεται καλά. Αὐτό δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία σημαίνει νά μοῦ ἀνοίξει τίς δυνατότητες τῆς αἰωνιότητας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι σπουδαία, γιατί μπορεῖ νά δείξει κάποιο σπουδαῖο ἐπίγειο ἔργο. Εἶναι σπουδαία, γιατί ὑπάρχει ἡ Κυριακή καί λέμε “Ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν”. Εἶναι ἡ μέρα πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν σώζει ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλούς παπάδες. Δέν σώζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλή παράδοση κι ἀνέπτυξε τή βυζαντινή ἁγιογραφία, τή βυζαντινή μουσική καί τό βυζαντινό πολιτισμό ἐν γένει. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός της ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού δίνει καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης.
Ἡ Ἐκκλησία, εἶναι πανδοχεῖο, πού σημαίνει ὅτι δέχεται τούς πάντες. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ λέξη. Δέχεται τούς πάντες, γιά νά τούς ἀναπαύσει, νά τούς ξεκουράσει καί νά τούς δώσει τή δυνατότητα θεραπείας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κανείς δέν ἔχει σάν μόνιμη κατοικία ἕνα πανδοχεῖο. Τό πανδοχεῖο εἶναι μιά προσωρινή κατάσταση. Ἄρα, ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί στήν εὐθύνη μας σ’ αὐτή τή ζωή, πού εἶναι ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας μας.
Στήν Ἐκκλησία δίδεται ἡ δυνατότητα θεραπείας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ἕτοιμος καί ὑγιής νά συνεχίσει τήν πορεία γιά τήν μόνιμη κατοικία του, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἁπλός ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου μας καί ξεδιαλύνει, ἄν θέλουμε, μέσα μας τό στόχο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι ἐφήμερη ἡ ζωή μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κι ἀνάλογα τί στόχο θέτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, τί ἀξίες θέτει σ’ αὐτή τή ζωή, ἀξιολογεῖ καί τήν ὕπαρξή του, καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ὕπαρξής του.
Τό μεγάλο πρόβλημα εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου νά τόν ἀποδεχθεῖ ὡς γεγονός στή ζωή του. Δυσκολεύετε ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ ἀφενός ἕνα λόγο γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει νά ζεῖ κι ἀφετερού ἕναν τρόπο μέσα ἀπό τόν ὁποῖο νικιέται ὁ θάνατος.
Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἔργο κι ἄν κάνουμε, ὅση ἀξία κι ἄν ἔχει ὁ πολιτισμός μας, ἄν θέλετε, ὅσες ἀξίες κι ἄν ἔχουμε, δοκιμάζονται στό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁποιαδήποτε ἰδέα, ὅσο εὐγενική κι ἄν εἶναι, π.χ. ἡ κοινωνική προσφορά ἤ ἀκόμη καί ἡ φιλοπατρία μας, ἐάν εἶναι μέχρι τά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρλωπου, εἶναι ἀντίχριστο γεγονός.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ὁ λόγος της καί ἡ προσφορά της γιά νά ὑπηρετήσει τήν προσωρινότητά μας, δηλαδή τόν βιολογικό ἄνθρωπο, πού σημαίνει ὑλικές ἀνάγκες, ψυχολογικές ἀνάγκες ἤ ἀκόμη καί συναισθηματικές ἀνάγκες. Νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, ὥστε μέσα στό ἄγχος τῆς ἡμέρας του νά αἰσθάνεται καλά. Αὐτό δέν εἶναι Ἐκκλησία, Ἐκκλησία σημαίνει νά μοῦ ἀνοίξει τίς δυνατότητες τῆς αἰωνιότητας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι σπουδαία γιατί μπορεῖ νά δείξει κάποιο σπουδαῖο ἐπίγειο ἔργο. Εἶναι σπουδαῖο γιατί ὑπάρχει ἡ Κυριακή καί λέμε “Ὁ Ἀναστᾶς ἐκ νεκρών”. Εἶναι ἡ μέρα πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν σώζει ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλούς παπάδες. Δέν σώζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλή παράδοση κι ἀνέπτυξε τή βυζαντινή ἁγιογραφία, τή βυζαντινή μουσική καί τό βυζαντινόπολιτισμο ἐν γένει. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός τῆς ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού δίνει καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης.
Μιχάλη Σιδερά
Ο Θεός εἶναι ἀγάπη καί εἰρήνη. Αὐτή ἡ εἰρήνη δέν ἔχει σχέση μόνο μέ τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων, πού ἁπλῶς δέν βρίσκονται σέ ἐμπόλεμη κατάσταση, ἀλλά σχετίζεται περισσότερο μέ τήν ἐσωτερική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶχε μιλήσει γιά τό εἶδος αὐτό τῆς εἰρήνης, "Σᾶς ἀφήνω εἰρήνη. Σᾶς δίνω τή δική μου εἰρήνη. Σᾶς δίνω ὅμως εἰρήνη, ὄχι ὅπως αὐτή πού δίνει ὁ κόσμος. Μή ταράζεται ἡ καρδιά σας, καί μή δειλιάζει".
Ἡ ψυχική γαλήνη καί εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁπωσδήποτε Θεῖο δῶρο. Βασικότατη ὅμως προϋπόθεση αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς κατάστασης εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά δεχτεῖ μέσα του τόν ἀρχηγό τῆς εἰρήνης, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπισή του ἐνσαρκώνει τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας καί τήν ἀποκαλύπτει μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στήν ἀνθρωπότητα. Στό ἑξῆς ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης (Ἡσ. 9,6) μπορεῖ νά ἀπολαύσει στήν καρδιά του τήν ἀδιασάλευτη εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖοι Ἄγγελοι τήν Ἁγία Νύχτα τῆς Γεννήσεως, δοξολογοῦσαν τόν Θεό μέ τό « Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔφερε τούς δυό λαούς, τούς Ἰουδαίους καί τούς εἰδωλολάτρες, κοντά στόν Πατέρα Του καί ἔτσι τούς ἕνωσε καί μεταξύ τους. Καί ἀπό τούς δυό λαούς προῆλθε ἕνας νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, μία νέα κοινωνία πιστῶν πού λατρεύει τόν ἴδιο Θεό, καί ἔχει τόν ἴδιο Σωτήρα. Σώθηκε ἀπό τήν ἴδια θυσία, ἔχει τήν ἴδια ἐλπίδα, ἀποβλέπει στόν ἴδιο οὐρανό. Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγινε μόνο ὁ εἰρηνοποιός ὅλων τῶν πιστῶν ἀλλά καί ὁ δεσμός τῆς εἰρήνης τους, ἡ ἴδια ἡ εἰρήνη τους. Τί ἔχει νά πεῖ ὅμως αὐτό γιά μᾶς σήμερα; Ὅτι ὁ μοναδικός τρόπος γιά νά εἰρηνεύσουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας, εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουμε τόν Χριστό καί ζοῦμε μέσα στήν ἀγάπη του, πλησιάζουμε καί μεταξύ μας. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶμε τόν Κύριο τόσο περισσότερο ἀγαπᾶμε καί τούς συνανθρώπους μας καί συνδεόμαστε στενότερα μαζί τους.
Ἡ ἐν Χριστῷ εἰρήνη εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τόν εἰσάγει ἀπό τήν παροῦσα ζωή στήν αἰώνια χαρά καί εἰρήνη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑποχρέωση νά φυλάξει ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ τήν Θεία αὐτή εἰρήνη καί νά τήν ἀξιοποιήσει πρός τό συμφέρον καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτή ἡ εἰρήνη, ὅταν ἀποκτηθεῖ ἀπό τόν πιστό, ἀκτινοβολεῖ πρός τά ἔξω καί εἰρηνεύει ὅσους ἔρχονται σέ σχέση μέ τέτοιους εἰρηνικούς ἀνθρώπους, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, «ἔχε εἰρήνη στήν καρδιά σου καί τότε χίλιες ψυχές θά ’ρθοῦν κοντά σου».
Ἀρχιμ. Σωφρόνιου Γ. Μιχαηλίδη
Κάθε Αὔγουστο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανικοί γιορτάζουμε τό «Πάσχα». Δέν ὑπάρχει πόλη ἤ χωριό πού νά μήν ἔχει μία ἐκκλησία ἤ, ἔστω, ἕνα ξωκλήσι ἀφιερωμένο στή Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, μέ τό ἀλάνθαστο κριτήριό του, ὑπερύψωσε στή συνείδησή του τήν Παναγία μας καί τῆς ἔστησε θρόνο βασιλικό μέσα στήν καρδιά του. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξη οἰκογένεια, ὀρθόδοξο σπίτι πού νά μήν ἔχει μέσα εἰκόνισμα τῆς Θεοτόκου.
Πραγματικά εἶναι μεγάλη ἡ ἀγάπη τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν Παναγία μας: Αὐτή εἶναι «ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων», «πρεσβεία θερμή», «τεῖχος ἀπροσμάχητον», «ἐλέους πηγή», τοῦ «κόσμου καταφύγιον», «ἀδικουμένων προστάτης», τῶν «θλιβομένων ἡ χαρά», καί τόσα ἄλλα πού ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας τῆς προσδίδει. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τήν ὑμνεῖ ὡς «Ὑπερευλογημένην», ὡς «Παναμώμητον», ὡς «Πανάχραντον», ὡς «Ἀμόλυντον», ὡς «Ἀειμακάριστον», ὡς «ἡγιασμένον Ναόν», ὡς «Παράδεισον λογικόν», ὡς «Ρόδον τό ἀμάραντον», ὡς «Βασιλέως καθέδραν», ὡς «Σιών ἁγίαν», ὡς «Θεοῦ κατοικητήριον», ὡς «Κλίμακα οὐράνιον», καί τόσα ἄλλα.
Ποιός ἀπό ἐμᾶς στόν πόνο του δέν κατέφυγε στήν Παναγία! Ποιός στή θλίψη του δέν ζήτησε τή βοήθειά Της! Ποιός μπροστά στόν κίνδυνο δέν τήν ἐπικαλέσθηκε! Ποιά μάνα δέν γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της παρακαλώντας γιά τά παιδιά της! Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες Ὀρθόδοξους ἡ Παναγία ἀποτελεῖ, μετά τόν Τριαδικό Θεό, τό ἁγιότερο, τό σεβαστότερο, τό θαυμαστότερο, τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο, τήν οὐράνια Μητέρα μας: Αὐτήν πού μαζί μέ τόν Υἱόν Της κυβερνᾶ τή ζωή Τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν.
Κι ὅλος αὐτός ὁ σεβασμός, ὅλη αὐτή ἡ τιμή δέν εἶναι τυχαία ἀλλά συνειδητή. Γιατί σ’ Αὐτήν καί στόν Θεάνθρωπο Υἱό της ὀφείλουμε τή σωτηρία μας, δηλαδή τό πᾶν. Ὅπως ὁ Χριστός ὀνομάζεται «νέος Ἀδάμ», ἔτσι καί ἡ Παναγία ὀνομάζεται «νέα Εὔα». Ὅπως ὁ Χριστός ἔρχεται γιά νά ἀποκαταστήσει ὅ,τι κατέστρεψε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος, ἐπανορθώνει ὅ,τι γκρέμισε ἡ πρώτη Εὔα. Μέ τήν ὑπακοή Της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἀνθρώπινη φύση στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι βοήθησε ὅσο κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο στή σωτηρία μας. Ἡ πρώτη Εὔα ἔφερε τό θάνατο στή ζωή μας· ἡ δευτέρα Εὔα, ἡ Παναγία μας, ἔφερε τήν αἰώνια ζωή.
Μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα πού τοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία μας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ἕνωσε στόν ἑαυτό Του τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ὄντας τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Κι ἀφοῦ ἀνέλαβε πάνω του τό βαρύ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ κόσμου, Αὐτός πού ἦταν ἀναμάρτητος, τίς ἀνέβασε πάνω στό σταυρό καί τίς ἔσβησε μέ τό αἷμα Του. Καί μέ τό θάνατό Του, τόν ὁποῖο δέχθηκε θεληματικά γιά χάρη μας, νίκησε τό θάνατο καί ἀνεστήθη, δίνοντας τώρα καί σέ μᾶς τή δύναμη τῆς ἀνάστασης πού θά πραγματοποιηθεῖ γιά μᾶς κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ Χριστός, ὡς ἀντιπρόσωπός μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νικᾶ γιά λογαριασμό μας τό θάνατο, τό Σατανά, τή φθορά, τήν ἁμαρτία, καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν κανονική μας πορεία, στήν πορεία πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἀκρίβεια, μᾶς βάζει ἀπό τώρα μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἐμεῖς εἴμαστε μέλη, εἶναι ἡ προέκταση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στή γῆ.
Ἔτσι, μέ τή βάπτισή μας γινόμαστε ἀπό τώρα πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἄραγε πιό μεγάλος προορισμός ἀπό αὐτόν;
Στό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Παναγία ἔπαιξε – ὅπως ἐλέχθη πιό πάνω – καίριο ρόλο. Χωρίς τή δική της συνδρομή τίποτε δέν θά μποροῦσε νά γίνει. Χωρίς τήν πρόθυμη ὑπακοή πού ἔδειξε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἄνθρωπος, νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς, νά πεθάνει γιά μᾶς, νά ἀναστηθεῖ γιά νά ἐξαλείψει τίς ἁμαρτίες μας μέ τό αἷμα Του.
Ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος.
ἤ, Ἀντέχοντας καὶ φέτος.......
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Ὅ |
ταν σημαίνει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Παράκληση, τὸ δροσερὸ τ᾿ ἀπόβραδο σιμώνει καὶ μὲ τὶς δικές του ζωγραφιὲς καὶ εὐπρεπίζει, στολίζει τὸ ναό, ὅπως τὰ λιγοστὰ κλωνάρια ἀπό βασιλικὸ καὶ γιασεμὶ στολίζουν τὴν Εἰκόνα Της.
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν περαστικῶν ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπό τὴ θάλασσα. Βιάζονται νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ βραδυνή τους ἔξοδο. Κάποιοι σταυροκοπιοῦνται, ἄλλοι εἰσοδεύουν στὸ ναὸ νὰ προσκυνήσουν, ἐλάχιστοι ὅμως, ἐν σχέσει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Αὐγούστου. Τοὺς κοιτάζεις μὲ μιὰ συμπόνια, γιατὶ τὸ ξέρεις ὅτι τοὺς περισσότερους ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ τοὺς ξανανταμώσεις.
Τὰ πρόσωπα κάθε ἀπόβραδο περίπου τὰ ἴδια στὴν Παράκληση. Ἔρχονται δὲ μόλις σημάνει ἡ καμπάνα, αὐτὴ ἡ μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συντροφεύει τοὺς πιστοὺς στὴν κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τους. Ἔρχονται λοιπὸν οἱ πιστοὶ, αὐτὴ ἡ παρηγόρια τοῦ παπᾶ, ποὺ τοὺς περιμένει, γιὰ νὰ βάλει «Εὐλογητὸς». Γιατὶ τοὺς βλέπει ὡς τὰ μέλλη μιᾶς οἰκογένειας- ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ ἐνορία- ποὺ συνάζονται, ὅπως τὴν ἄχραντη ἐκείνη ὥρα τοῦ δείπνου. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἕνα ἰδιότυπο δεῖπνο κι αὐτὴ ἡ σύναξη, μὲ οἰκοδέσποινα Ἐκείνη καὶ συνδαιτυμόνες ὅλους ἐμᾶς; Ὅσους δηλαδὴ προτιμήσαμε νὰ δώσουμε προτεραιότητα στὴ Χάρη Της κι ὄχι στὰ βιαστικὰ κελεύσματα τοῦ κόσμου, ποὺ ἀκινητοποιεῖ τὶς συνειδήσεις μας καὶ τὶς νεκρώνει; Μόνο ποὺ χρόνο τὸ χρόνο λιγοστεύουμε, ὅπως λιγοστεύει ἡ ζωή καὶ οἱ δυνάμεις μας.
Ἀπὸ τὰ γιασεμιὰ καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνεβαίνει ἄρωμα, ποὺ μπερδεύεται μὲ τὴν εὐωδία τοῦ ἁγιορείτικου θυμιάματος καὶ πλημμυρίζει τὸ ναὸ μὲ ἕνα μύρο ποὺ κατανύσσει, εἰρηνεύει τὴν ψυχὴ, καθὼς μὲ ἀπίστευτη δροσιὰ τὴ θωπεύουν καὶ τὰ λιτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα. « Τὸν ποταμὸν τὸν γλυκερὸν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα τὴν παλαθλίαν καὶ ταπεινὴν, Πάναγνε, ψυχήν μου....» Ρήματα ἀληθινὰ καὶ ἀνθρώπινα. Ὅπως τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔχουμε καὶ τὰ καταθέτουμε, μαζὶ μὲ τὰ ὅποια παράπονά μας, στὰ Ἄχραντα τὰ Χέρια Της, πρόσφορο καὶ νᾶμμα λὲς γιὰ τὴ λειτουργία. Μαζεύουμε, λοιπόν, τὶς ἀποτυχίες καὶ τὴν περιθωριοποίησή μας, αὐτὰ τὰ καθημερινὰ ἔπαθλα ποὺ μᾶς φιλεύει ὁ κόσμος, καὶ τὰ Τῆς προσφέρουμε, γιὰ μεταποιηθοῦν σὲ «χαρὰν καὶ εὐφροσύνην». Γιατὶ μέρα τὴ μέρα συνειδητοποιοῦμε, ὅτι γιὰ τὸν Κόσμο εἴμαστε κάτι τὸ περιττὸ καὶ ἄχρηστο, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ βήματά του καὶ, τὸ κυριώτερο, δὲν ἀφήνουμε τὴν ψυχὴ μας στὰ χέρια του. Καὶ κόσμος, μὲ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα κι ὁ δικὸς μας κόσμος, τῶν «πιστῶν» δηλαδή, ἀλλὰ καὶ κείνων ποὺ εἶναι σιμὰ μας καὶ ἐπιμένουν νὰ λέγονται «συνεργάτες», «φίλοι» καὶ κάποτε «ἀδελφοί». Ὅμως ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος συμπληρώνει αὐτὰ τὰ κενὰ μὲ τὴ θεραπευτικὴ Της ἐπέμβαση. Ἐπέμβαση, ποὺ ὑπάρχει πάντα, ἀλλὰ περισσότερο τότε ποὺ χρειάζεται, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἔμπιστό μας αἴτημα: εἰλικρινὲς αἴτημα κι ἀφτιασίδωτο ἀπό εὐγένειες καὶ συμπεριφορὲς τοῦ κόσμου τούτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ψηλαφοῦμε κάθε ἀπόβραδο τὶς μέρες αὐτὲς τὴν ψυχή μας καὶ Τῆς παραδίνουμε τὶς πληγές ποὺ φέρει μὲ τὸν ἰκέσιο λόγο: «ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον». Γιατὶ αὐτὸ ποὺ, ἰδιάιτερα τὶς ὧρες ἐτοῦτες, συνειδητοποιοῦμε εἶναι τὰ νοσήματά μας, γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι. Κι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἐπειδὴ δὲν μπορέσαμε νὰ συλλαβίσουμε πραγματικὰ καὶ τίμια ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε Ἐκείνη, ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε ὁ Ἀρχάγγελος τὴν ἠμέρα τὴ σημαδιακὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»(Λκ.1, 38 ) Ἄν, λοιπόν, τὸν βιώναμε αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁριοθετούσαμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ Μάνα μας Αὐτὴ, τότε θὰ εἴμασταν πιὸ ἐλεύθεροι, πιὸ σεμνοὶ καὶ περισσότερο τίμιοι. Ἀλήθεια, τὶ λέμε γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ;
Δεκαπενταύγουστο, λοιπὸν, μὲ τὶς ἀντοχές μας νὰ ραντίζονται μὲ τὴ δροσιὰ τῆς Χάρης Της καὶ φέτος…
Σκόπελος 2016
«ΚΥΡΙΕ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΔΩ»
π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν
Σχεδόν στό τέλος τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, τόν Αὔγουστο, ἔχουμε τή γιορτή τῆς μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας ἄλλος ἀπό τούς θεμελιώδεις ἑορτασμούς. Δυστυχῶς, ἐπειδή συνήθως πέφτει σέ ἐργάσιμη μέρα, δέν τή γιορτάζουν πολλοί ἄνθρωποι. Ὡστόσο διαθέτει μία μοναδική σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ Χριστός πῆρε τούς μαθητές Του, ἀνέβηκε στό ὄρος καί ἐκεῖ τό πρόσωπό Του φάνηκε νά λάμπει. Τά ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό χιόνι καί ἕνας ἀπό τούς ἀποστόλους εἶπε: «Κύριε, εἶναι καλό νά μείνουμε ἐδῶ». Αὐτό ἦταν ἡ ἐκπλήρωση κάθε ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας, ἡ στιγμή τῆς ἀνώτατης εὐτυχίας, ἐπειδή τίποτε σ’ αὐτό τόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἱκανοποιήσει ἐκτός ἀπό τόν Θεό, τή δόξα του, τό φῶς του, τήν ἀλήθειά του, τή βασιλεία του. Καί πάλι, ὁ χριστιανισμός εἶναι χαρά - αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς μεταμόρφωσης. Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἕνα βιβλίο συνταγῶν: τή Δευτέρα κάνε αὐτό, τήν Τρίτη κάνε ἐκεῖνο.
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἕνα σύνολο ἀπό συνταγές καί κανονισμούς ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό Του καί αὐτό σημαίνει τή ζωή, τήν ἀγάπη καί τή μεταμόρφωση. Μᾶς ἔδωσε τή δύναμη νά τόν συνοδεύσουμε στήν ἀνάβασή Του στό Ὄρος Θαβώρ καί νά γευθοῦμε ἐκεῖ ὅσα ἔχει προετοιμάσει γιά μᾶς. Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἀντανάκλαση τοῦ φωτός πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό Ὄρος Θαβώρ. Ρωτῆστε τούς ἡλικιωμένους. Ποτέ δέν θά καταλάβαιναν τί σημαίνει τό ὅτι πρέπει νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, ἐπειδή τό νά πᾶνε στήν ἐκκλησία ἀποτελεῖ χαρά γι’ αὐτούς, και, ὅταν δέν μποροῦν νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, αἰσθάνονται δυστυχισμένοι. Ἐνῶ ρωτᾶμε «πόσο;» καί «γιά πόσο καιρό;» αὐτοί θά ἔδιναν τά πάντα γιά νά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά πᾶνε στήν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία γι’ αὐτούς δέν εἶναι ἕνας τόπος ὅπου ἐκπληρώνουμε τίς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις ἀλλά ὁ τόπος ὅπου βρίσκουμε τό πραγματικό μας σπίτι, ὅπου μᾶς δίνεται ἡ χαρά καί τό φῶς. Ἔτσι στή λειτουργία τοῦ ἔτους, ἀποκαλύπτονται καί μᾶς δίνονται ὅλες οἱ διαστάσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ ἀτομική, ἡ κοινωνική καί ἡ κοσμική. Ἡ χριστιανική ζωή ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνοδος σ’ ἐκεῖνο τό ὄρος, ἀκολουθώντας τόν Χριστό. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, μερικές φορές πολύ κρύο. Μερικές φορές κουραζόμαστε ἀπό τήν προσπάθεια, τήν ἀφήνουμε καί φαινόμαστε νά τά ξεχνᾶμε ὅλα αὐτά.
Καί ὅμως, ἄν ὑπάρχει νόημα στή χριστιανική ζωή, αὐτό βρίσκεται ἀκριβῶς στό νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό στό Ὄρος Θαβώρ, ἔτσι ὥστε στό τέλος νά μπορέσουμε νά ποῦμε: «Κύριε, εἶναι καλό νά μείνουμε ἐδῶ».
Παύλου Εὐδοκίμωφ
Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐπιπρόσθετη καταπόνησι: τρίχινα ροῦχα, ἁλυσίδες, φραγκελλώσεις, θά ἐκινδύνευαν νά τόν συντρίψουν χωρίς λόγο. Ἡ αὐτονέκρωσις συνίσταται ἴσως στήν ἀπελευθέρωσι ἀπό κάθε ἀνάγκη διεργετικῶν: ταχύτητα, θόρυβο, εἰδικά διεργετικά, κάθε εἴδους ἀλκοολικά. Ἄσκησις θά ἦταν μᾶλλον ἤ ἐπιβαλλόμενη ἀνάπαυσις, ἡ πειθαρχία τῆς ἠρεμίας καί τῆς σιωπῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν ἱκανότητα νά σταθῆ γιά τήν προσευχή καί τόν στοχασμό, στήν καρδία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου νά ἀκούη τήν παρουσία τῶν ἄλλων. Ἄσκησις θά ἦταν μᾶλλον ἡ χαρούμενη ἀπάρνησις τοῦ περιττοῦ, τό μοίρασμά του μέ τούς φτωχούς, μιά χαρούμενη ἰσορροπία, μιά δοξολογία.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθὲν ἔξω καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 5:13).
Μὲ τὰ παραπάνω λόγια του Χριστοῦ θα μποροῦσε να περιγραφεῖ ἡ τραγωδία ἑνὸς Χριστιανισμοῦ ποὺ ἀπώλεσε τὴν πρόγευση καὶ τὴν προσδοκία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἀνίκανος νὰ δώσει μαρτυρία γιὰ ὅσα δὲν εἶδε, δὲν ἄκουσε καὶ δὲν ψηλάφισε, ἀπέμεινε χωρὶς ταυτότητα, ἀπόστολή καὶ νόημα, ἀναζητώντας ἄλλοτε νὰ καταξιωθεῖ προσπαθώντας νὰ ἀποδείξει τὴ χρησιμότητα του (μέσα ἀπὸ τὰ καλά ἔργα, τὴ φιλανθρωπία, τὴν κοινωνική προσφορά κτλ), ζητιανεύοντας μάλλον γιὰ μιὰ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἄλλοτε νὰ κρύψει τὴν κενότητα του σὲ μια νοσηρὴ θρησκευτικότητα δραπετεύοντας ἀπὸ τὶς εὐθύνες που συνεπάγεται τὸ εὐαγγέλιο. Κάπως ἔτσι βέβαια σκιαγραφεῖται ἡ παταγώδης ἀποτυχία τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ὁ ἐγκλωβισμὸς τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου στὰ ὑπαρξιακά του ἀδιέξοδα.
Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ παραπάνω σκιαγραφοῦν λίγο πολύ καὶ τὸ δικό μας θολὸ πνευματικό τοπίο. Ο μέσος ὀρθόδοξος χριστιανός πάσχει θὰ λέγαμε ἀπὸ πνευματική ἀμνησία, λήθη θὰ ἔλεγαν οἱ πατέρες. Ἀδυνατεῖ νὰ συνδέσει τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῆς παράδοσής του μὲ τὸ περιεχόμενο τους, τὸν ἐξωτερικό τύπο μὲ τὴν οὐσία, τὴν χριστιανική του ὀνομασία μὲ τὴν κλήση τοῦ να εἶναι χρίστιανός, τὰ ἀποτυπώματα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἁγίων προγόνων του μὲ τὴν ἐμπειρία πού τοῦ κληροδότησαν, τοὺς ὁδοδεῖκτες μὲ τὴν ὁδό. Ἀκόμα καὶ ὁ θρησκεύων σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἐλάχιστα νοιώθει, ὅταν λέγει «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» ἢ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» καὶ ἐλάχιστα νοσταλγεῖ τὴν οὐράνια Βασιλεία στὴν ὁποία πολιτογραφήθηκε μὲ τὸ βάπτισμά του. Ἄλλωστε καὶ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὸν τρὸπο που τελεῖται ἔλαχιστα θυμίζει αὐτὸ που πραγματικὰ εἶναι καὶ δυστυχῶς κατανοεῖται, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια, μάλλον σαν μία ἰδιωτικὴ ὑπόθεση ἢ οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ὑποχρέωση. Τέλος καὶ αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ ἀμφιταλαντεύονται ἀνάμεσα στὸ συμβιβασμὸ μὲ τὸ μὴ ἀναστρέψιμο τῆς κατάστασης, στὴ συμμόρφωση μὲ τις διάφορες προσδοκίες τοῦ κόσμου γιὰ τὸ ρόλο τους καὶ στὴν ἔμπνευση τῆς κλήσης τοῦ Κυρίου τους, ποὺ «χρονίζει ἐλθεῖν».
Θὰ τολμούσαμε πάντως νὰ παραφράσουμε ἑρμηνευτικὰ τὸ παραπάνω χωρίο Ματθ. 5:13 ως ἑξῆς: «Ἐσεῖς, οἱ Χριστιανοί, εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς! Ἐὰν ἐσεῖς χαζέψετε καὶ χάσετε τὴν πρόγευση καὶ τὴν προσδοκία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τότε τι νόημα ἔχουν ὅλα αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ κάνετε; Τι νόημα ἔχει ἡ ὕπαρξή σας; Δεν μένει παρὰ νὰ σας πετάξουν σὰν τὸ ἄχρηστο ἁλάτι στοὺς δρόμους καὶ νὰ ποδοπατιέστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ περιφρόνηση…»
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Ὅσοι χριστιανοὶ τολμήσουν νὰ γίνουν ἐραστὲς τῆς νυκτερινῆς προσευχῆς γρήγορα θὰ ξαναβροῦν μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νυκτός τὸν κεκρυμμένο θησαυρὸ τῆς ἐσχατολογικῆς τοῦς ταυτότητας, ἀφοῦ θὰ πραγματοποιοῦν συστηματικὰ «γενικὴ δοκιμή τῆς Ἀναστάσεως»[1]:
«Ὁ π. Mελχισεδὲκ ἀπήγγειλε μὲ μεγαλοπρέπεια τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου Bασιλείου: : ‘‘Kαθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ναοὺς ἡμᾶς ποιῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Kαὶ δώρησαι ἡμῖν ἐν ἀγρύπνῳ καρδίᾳ καὶ νηφούσῃ διανοίᾳ, πᾶσαν τοῦ παρόντος βίου τὴν νύκτα ἡμᾶς διελθεῖν, ἀπεκδεχομένους τὴν παρουσίαν τῆς λαμπρᾶς καὶ ἐπιφανοῦς ἡμέρας τοῦ μονογενοῦς σου Yἱοῦ, τοῦ Kυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστοῦ, ἐν ᾗ μετὰ δόξης ἐπὶ γῆς ὡς Kριτὴς τῶν ἁπάντων ἐλεύσεται ἑκάστῳ ἀποδοῦναι κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀναπεπτωκότες καὶ ὑπνοῦντες, ἀλλ᾽ ἐγρηγοροῦντες καὶ διεγηγερμένοι ἐν τῇ ἐργασίᾳ τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ εὑρεθοίημεν…’’.
Ἡ πρώτη προσευχή, πού καθιερώθηκε ἀπ᾽ τόν ἴδιο τὸν Xριστὸ εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτίου. Διότι Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ Kύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ» (Mάρκ. ιγ´ 35). Tὸ μεσονυκτικὸν εἶναι, στ᾽ ἀλήθεια, μιὰ γενικὴ δοκιμὴ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Xριστοῦ στὴ γῆ… Tὰ μεσάνυχτα ἀκρβῶς, ὅλες οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν κι ὅλα τὰ σήμαντρα ἀρχίζουν νὰ ἀντηχοῦν στὸν ἀέρα. Ξαφνικά! Oἱ καμπάνες τοῦ μεσονυκτίου συμβολίζουν τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, ποὺ θ᾽ ἀντηχήσουν τὴν τελευταία μέρα κατὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ἀκούγοντας τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, οἱ νεκροὶ θὰ βγοῦν ἀπ᾽ τὶς κοιλιὲς τῶν ζώων. Kι ὅλοι θὰ παρουσιασθοῦν μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Xριστοῦ, ποὺ θὰ καθήση ὡς κριτής. Περιστοιχισμένος ἀπ᾽ τοὺς ἀγγέλους.. Tὰ μεσάνυχτα, ἀκούγοντας τὶς καμπάνες καὶ τὰ σήμαντρα, οἱ μοναχοί, ποὺ κοιμοῦνται στὰ κελλιά τους, τὰ σκορπισμένα μέσα στὸ δάσος, γύρω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία, ξυπνοῦν στὰ νεκροκρέββατά τους. Kι οἱ μοναχοὶ σηκώνονται ἀπ᾽ τὰ κρεββάτια τους καὶ βγαίνουν ἀπ᾽ τὰ κελλιά τους ἀκριβῶς ὅπως θὰ βγοῦν ἀπ᾽ τοὺς τάφους των. Oἱ μοναχοὶ ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς γῆς σηκώνονται ἀπ᾽ τὰ κρεββάτια τους τὰ μεσάνυχτα. Kαὶ σπεύδουν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ ἱερεὺς ντυμένος μὲ τ᾽ ἄμφιά του τοὺς περιμένει μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, ὅπως ὁ Xριστὸς θὰ περιμένη στὸν θρόνο του τὴν ἔλευσι τῶν ἀναστημένων ἀνθρώπων. Kατόπιν – ὅταν ὅλοι οἱ μοναχοὶ εἶναι παρόντες– ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτίου.
-Kάνετε κάθε νύχτα αὐτὴ τὴ γενικὴ δοκιμὴ τῆς ἀναστάσεώς σας;
-Mάλιστα, ἀποκρίθηκε ὁ π. Mελχισεδέκ. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ πολλοὶ λαϊκοί, ποὺ ξυπνοῦν τὰ μεσάνυχτα καὶ κάνουν τὴν τελετὴ τῆς ἀναστάσεως, ποὺ περιμένομε μετὰ τὸν θάνατό μας..
Διεπίστωσα πὼς γιὰ τὸν π. Mελχισεδὲκ αὐτὴ ἡ ἀκολουθία, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἔσχατη κρίσι, ἦταν μιὰ ἀπ᾽ τὶς ἀκολουθίες, ποὺ προτιμοῦσε. Kαὶ δὲν ἔπεσα ἔξω. Διότι ἀμέσως μετὰ προσέθεσε:.
-Zοῦμε, περιμένοντας τὴν ἀνάστασί μας. Γιατὶ ἡ ἀνάστασις εἶναι ὁ ὑπέρτατος σκοπὸς κάθε ἀνθρώπου. Kαὶ περνοῦμε τὴ ζωή μας, περιμένοντάς την. Ἡ ἀνάστασίς μας θά ᾽ναι ἐκθαμβωτική. Kανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν φαντασθῆ. Ὁ Xριστὸς θὰ ξανάρθη. Ἀνάμεσά μας…».
Αμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ.
[1] Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλιο τοῦ Βιργκίλ Γκεοργκίου, Ένα ὄνομα γιὰ τὴν αἰωνιότητα, εκδ. Τῆνος, 2002.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ ἀνακαλύψουμε ξανά τὸν μονάδικά πασχάλιο χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὰ ἀρχαῖα προνόμια της. Ἡ Κυριακὴ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἀλλὰ καὶ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, τὴν ἐναργέστατη εἰκόνα τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου. Ἀποτελεῖ τὸ ἑβδομαδιαῖο Πάσχα καὶ ἔχει τὸν χαρακτήρα δεσποτικῆς ἑορτῆς. Ἀπὸ αὐτὴν εἰσέρχεται ἄπλετο τὸ φῶς τῆς Βασιλείας στὴν Ἱστορία καὶ ἀπὸ αὐτὴν λαμβάνει φῶς καὶ χρῶμα τὸ γκρίζο τῆς καθημερινότητας μας. Ἡ μὴ μετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀπολύτως ἀδιανόητη καὶ ἀποτελεῖ προσβολὴ στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ποὺ ἀν καὶ ἀναξίους ἀναγκάζει ἡμᾶς εἰσελθεῖν στὸ μεγάλο δεῖπνο. Τὴν Κυριακὴ δὲν πενθοῦμε καὶ δεν γονατίζουμε ἀλλὰ προσευχόμαστε ὄρθιοι διακηρύττοντας ὅτι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε υἱοί τῆς Ἀναστάσεως. Κατὰ τὴν Κυριακὴ δὲν δουλεύουμε ἀλλὰ δίνουμε χρόνο καὶ χῶρο γιὰ να συναντήσουμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀλλους ἀνθρώπους. Ἡ Κυριακὴ εἶναι τέλος καὶ ἀρχή τῆς ἑβδομάδας καὶ τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἀφετηρία καὶ προορισμός. Ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ θεία κοινωνία. Σὲ αὐτὴν συντελεῖται τὸ «ἤδη καὶ ὄχι ἀκόμη», τὸ «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστί». Ἡ πρόγευση καὶ ἡ προσδοκία.
Δεν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶμαστε πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μην εἴμαστε μέλη μιας συγκεκριμένης εὐχαριστιακῆς κοινότητας μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, συγκροτοῦμε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, λειτουργοῦμε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾶ καρδίᾳ» ἀποτελοῦμε ἀλλήλων μέλη, θεραπευόμαστε, ἀνεχόμαστε, μαθαίνουμε νὰ ἀγαποῦμε, ἐνεργοποιοῦμε τὰ χαρίσματα μας εἰς διακονίαν τοῦ σώματος καὶ χαιρόμαστε τὰ χαρίσματα τῶν ἀδελφῶν μας, ἔχουμε θέση καὶ ἀποστολή, ἡ παρουσία μας εἶναι πολύτιμη καὶ ἡ ἀπουσία μας αἰσθητή.
Στὸ λειτουργικὸ φῶς ἡ καθημερινότητα ἀποκαλύπτει τὶς ἐσχατολογικές της διαστάσεις. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ συγκεκριμένος αὐτὴν τὴ στιγμή πλησίον, ὁ ἐλάχιστος ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ ὁποίου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά που κινδυνεύουμε νὰ παραθεωρήσουμε. Ἡ συναίσθηση τῶν ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τῆς καθημερινότητας ἀπαιτεῖ διαρκὴ ἐγρήγορση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ καρδιά που γεύεται τὴν συγχώρεση, τὸ χάρισμα τοῦ χρέους τῶν μυρίων ταλάντων κατὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι δυνατόν «νὰ πνίγει τὸν ἀδελφὸ διὰ τὰ δηνάρια», ἀλλὰ πλατύνεται καὶ συγχωρεῖ. Οἱ θλίψεις ἄλλωστε καὶ οἱ περιστάσεις τοῦ βίου μπροστὰ στὸ φῶς τῆς βασιλείας σμικρύνονται καὶ χάνουν τὴ φοβερή τους ὄψη. Ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος καὶ οἱ σκιές του ὑποχωροῦν ἐμπρὸς στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ ἀνατέλλει στὴν καρδιά τοῦ πιστοῦ.
π. Γεωργίου Florovsky
Η Εκκλησία δεν μας δίνει ένα σύστημα, αλλά ένα κλειδί• δεν μας δίνει ένα σχέδιο της Πολιτείας του Θεού, αλλά το μέσο για να μπούμε σ’ αυτήν. Ίσως κάποιος χάσει το δρόμο του γιατί δεν έχει σχέδιο. Αλλά ό,τι δει, θα το δει δίχως μεσολαβητή, θα το δει άμεσα, θα είναι πραγματικό γι’ αυτόν• ενώ αυτός που έχει μελετήσει μόνο το σχέδιο κινδυνεύει να μείνει απ’ έξω και να μη βρει πράγματι τίποτα.
Ἀπελπισμοῦ ἀνάσχεσις
Σχόλια στό Ε΄ Ἐωθινό ( Λκ. κδ΄ 12-35)
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Κάθε ἄνοιξη, μέ τόν Ἀσπασμό τῆς Ἀνάστασης, ἀνοίγεται στόν καθένα μας ἡ ἀναπάντεχη εὐκαιρία κατά τήν ἔγκοπο ὁδοιπορία μας "εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἦ ὄνομα Ἐμμαούς"
Μιά ὁδοιπορία κάτω ἀπό τίς συστοιχίες τῶν αἰωνόβιων δέντρων, μέσ᾿ ἀπ᾿ τίς φυλλωσίες τῶν ὁποίων φιλτραρισμένος ραντίζει μέ τίς ἀκτῖνες του ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος τούς δύο μαθητές καί τόν Κύριο, πού ἀσφαλῶς, μήτε ἐκεῖνοι Τόν ἀναγνώρισαν, ἀλλ᾿ οὔτε καί μεῖς. Μέχρι σήμερα...
"Κί ἤγγισαν εἰς τήν κώμην....", σέ ὥρα δειλινή, μέ φωτεινά πλύχρωμα σημάδια νά στολίζουν τό στερέωμα. Ἐκεῖνος "προσποιεῖτιαι πορωτέρω πορεύεσθαι", κάτι πού δέν τό ἐπιθυμοῦν μήτε οἱ Μαθηταί, ἀλλ᾿ οὔτε κι μεῖς.
"Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα.." Τόν παρακαλοῦμε, κι ἡ φωνή μας ἄνεβαίνει ἀπό τά σπλάχνα μας ὅπως ἡ προσευχή.
"Μεῖνον..."
Νυχτώνει.
Ἐκεῖνος "εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σύν αὐτοῖς", ἀλλά καί μαζί μας.
Τώρα πιά δέ φοβόμαστε πού "σκότος ἐγένετο". Ἀναμμένη ἡ λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης, τῆς Παρουσίας καί τῆς εὐλογίας Του "ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου", καταλύει κάθε σκοτεινιά, συγνεφιά καί ἄλγος. Κι ἄς ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνἀληψη. Ἡ Γιορτὴ μὲ τὸ φτερούγισμα τῆς χαρμολύπης νὰ γίνεται λόγος Ἀποστολικὸς, λόγος καὶ αἴτημα ὅλων τῶν πιστῶν : «Δέσποτα, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανοὺς, οὕς δ᾿ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου, ὡς εὔσπλαχνος· ἀλλ᾿ ἀπόστειλον ὡς ὑπέσχου ἡμῖν τὸ Πανάγιόν σου Πνεῦμα, φωταγωγοῦν τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Ἡ Ἀνάληψη λοιπόν, ποὺ μᾶς εἰσοδεύει στὴν Πεντηκοστή. Δηλαδὴ στὴν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου. Παναπεῖ, ἐκείνου ποὺ ξέρει νὰ μᾶς παρηγορεῖ. Ἀκόμα καὶ σήμερα.....
Αρχιεπ. Αυστραλίας Στυλιανού
Όποιος είχε την αγάπη τύχη να συναντήσει ένα Άγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει ‘φυσικώτερο’ χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα. Κι ένα παρήγορο μήνυμα θέλει να το πει κανείς σ’ όλους τους ανθρώπους...
Οι Άγιοι δεν έχουν φωτογραφίες, αλλά εικόνες. Την φωτογραφία την κάνει η μηχανή ασύνειδα και αντιγράφοντας την ακατέργαστη αμεσότητα του ενθάδε. Την προσωπογραφία και την εικόνα την ιστορεί η ψυχή, απομαντεύοντας κυρίως με την μνήμη και την συνείδηση – και γι’ αυτό επώδυνα και θαυμαστικά – τις προεκτάσεις που έδωσε στο κτιστό ο μεταμορφωμένος κόσμος του επέκεινα.
• … Ο γάμος είναι ένας δρόμος· αρχίζει από την γη και τερματίζει στον ουρανό. Είναι μία σύναψις, ένας σύνδεσμος μαζί με τον Χριστόν, πού μας βεβαιώνει ότι θα πάμε κάποτε στον ουρανό….
• …Πάνω από την αγάπη, πάνω από τον άνδρα σου, πάνω από την γυναίκα σου, πάνω από τα καθημερινά σου γεγονότα, να θυμάσαι ότι προορίζεσαι για τον ουρανό, ότι μπήκες στον δρόμο πού πρέπει οπωσδήποτε να σε βγάλη εκεί. Η νύμφη και ο γαμπρός δίνουν τα χέρια τους, τους πιάνη ο ιερεύς και ακολουθούν γύρω από το τραπέζι χορεύοντας και ψάλλοντας. Αυτό σημαίνει ότι ο γάμος είναι η πορεία, το ταξίδι πού θα καταλήξη στον ουρανό, στην αιωνιότητα.
• Στον γάμο φαίνονται ότι παντρεύονται δύο. Δεν είναι όμως δύο αλλά τρεις. Παντρεύεται ο άνδρας την γυναίκα και η γυναίκα τον άνδρα, αλλά και οι δύο μαζί υπανδρεύονται τον Χριστόν. Τρεις επομένως λαμβάνουν μέρος στο μυστήριο και τρεις πλέον παραμένουν στην ζωή τους.
• Όλα όσα χρησιμοποιούνται, κατά την τέλεσι του γάμου, είναι σκιές και σύμβολα πού δείχνουν ότι εκεί είναι ο Χριστός. Όταν κάθεσαι και βλέπεις ξαφνικά μια σκιά, καταλαβαίνεις ότι κάποιος έρχεται. Δεν τον βλέπεις· το ξεύρεις όμως. Πρωί πρωί σηκώνεσαι και βλέπεις κατακόκκινο τον ορίζοντα στην ανατολή. Θα βγη, λες, σε λίγο ο ήλιος…
• Όταν βλέπης τον γάμο σου, τον άνδρα σου, την γυναίκα σου, όταν βλέπεις τις στεναχώριές σου, τα πάντα μέσα στο σπίτι σου, να ξεύρης ότι είναι σημάδια της παρουσίας του Χριστού. Είναι σαν να ακούς τα βήματά του, σαν να έρχεται, σαν να πρόκειται να ακούσης τώρα και την φωνή του. Σκιές είναι όλα αυτά πού δείχνουν ότι μαζί μας είναι ο Χριστός. Είναι αλήθεια ότι εξ αιτίας των μεριμνών μας τον νοιώθομε ως απόντα. Τον βλέπομε όμως μέσα στις σκιές και είμαστε βέβαιοι ότι είναι μαζί μας….. Η ζωή μας είναι πλέον μαζί με τον Χριστόν…
Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Κοίμηση 19.5.2013 Εξόδιος ακολουθία 21.5.2013.
Πανιερώτατε Τριμυθούντος κ. Βαρνάβα, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.
«Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».Τα λόγια αυτά βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση που κηδεύουμε σήμερα, τη μακαριστή πνευματική μας μητέρα και γιαγιά Καλλιόπη Χριστοφόρου.
Η όλη βιοτή της ήταν γεμάτη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Γεννήθηκε στο Δάλι το 1927 και μεγάλωσε σε μία πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς της, Σταύρος και Ευδοκία Πίττα, κάτοικοι Ιδαλίου, την μεγάλωσαν με τα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως και την διαπαιδαγώγησαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Αυτά τα βιώματά της τα μετέδιδε πρώτα στα παιδιά του νηπιαγωγείου που για πάρα πολλά χρόνια εργάστηκε στην Αθηαίνου, όπου παντρεύτηκε τον εξ Αθηαίνου μακαριστό Πέτρο Χριστοφόρου.
Εργάστηκε επίσης σαν νηπιαγωγός στο Δάλι, το χωριό της, όπου είχε εγκατασταθεί τα τελευταία της χρόνια, προτού συνταξιοδοτηθεί.
Παρά το γεγονός ότι οι γιατροί της απέκλεισαν την ελπίδα να αποκτήσει παιδί, εντούτοις θεία χάριτι απέκτησε ως εκ θαύματος ένα και μοναδικό παιδί, τον Στυλιανό, και ευτύχισε να δει 5 εγγόνια, την Καλλιόπη, τη Χρύσω, τη Φιλιώ, τον Πέτρο και το Νικήτα.
Για όλη της τη ζωή νοιαζόταν για όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Προσπάθειά της ήταν πώς να επικοινωνεί μαζί τους, να τους νοθετεί στο δρόμο του θεού, της εξομολογήσεως και της προσευχής, διανέμοντας φυλλάδια, περιοδικά, βιβλιαράκια, εικόνες και οτιδήποτε σχετιζόταν με τα χριστιανικά βιώματα για νουθεσία των πάντων προς την κατεύθυνση του μεγαλείου της πίστεως προς το Θεό. Έχαιρε άκρας εκτιμήσεως από όλους όσοι τη γνώρισαν για την μεγάλη ταπεινοφροσύνη της, την πραότητα, την ηρεμία, την πειστικότητα, τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της.
Αυτό όμως που την διέκρινε περισσότερο και έδειχνε τη μεγαλοψυχία της ήταν η ανεξικακία της, ότι συγχωρούσε και αυτούς που παράφορα την αδικούσαν, τόσο στο λειτούργημα της ως νηπιαγωγός όσο και στην προσωπική της ζωή.
Ήταν γυναίκα της συνεχούς, αδιάλειπτου προσευχής, της κατανόησης, της αγάπης, της διακριτικότητας και πάντοτε έβρισκε ένα καλό λόγο να πει στον κα- θένα για κάθε περίπτωση. Γνώριζε πότε έπρεπε να μιλήσει και πότε έπρεπε να σιωπήσει, για να μιλήσει κάποιος άλλος χωρίς να τον διακόπτει ή να τον συμπληρώσει.
Η συνομιλία μαζί της σου έδινε δύναμη, θάρρος, κουράγιο, ελπίδα για να συνεχίσεις το βιοποριστικό και πνευματικό αγώνα της ζωής.
Η όλη της παρουσία, το λεκτικό της, οι νουθεσίες της έδιναν την εικόνα στον καθένα που την πλησιάζε ότι μιλούσε σε μια σεβαστή γερόντισσα-ηγουμένη ενός μοναστηριού και τούτο διότι όλη της η ζωή ήταν δοσμένη ολότελα στο θέλημα του θεού και όχι στο δικό της θέλημα.
Άφηνε τον εαυτό της αποκλειστικά και μόνο να κυβερνάται από το Θεό σε όλες τις περιστάσεις της ζωής της, που ήταν γεμάτη από διάφορες ασθένειες και δυσκολίες προσωπικές. Είδε πολλές φορές την επέμβαση του Θεού στις διάφορες αρρώστιες της που είχα την ευλογία να την ακούσω από το ίδιο της το στόμα. Τούτο μου έδωσε την βεβαιότητα ότι και σήμερα υπάρχουν χαριτωμένοι άνθρωποι εκ Θεού που κυκλοφορούν μεταξύ μας, όπως την γιαγιά Καλλιόπη.
Η στοργή που είχε για τον καθένα μας, μάς έδινε την πειστικότητα να την αποκαλούμε πολλοί δεύτερη μας μάνα.
Σύσσωμη η πόλη Ιδαλίου και περιχώρων και όσοι από πολλά μέρη της Κύπρου είχαν γνωρίσει τη μακαριστή Καλλιόπη την προπέμπουμε σήμερα με ευχές προς τον Κύριο του Παντός όπως την αναπαύσει στας αιωνίους μονάς τού παραδείσου όπως αξίζει σε τέτοια εκλεκτά τέκνα του Θεού.
Πανιερώτατε, σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί εν Χριστω αδερφοί,. Ελπίζουμε ότι θα έχουμε μια μεσίτρια στο θρόνο του Θεού να εύχεται για τη σωτηρία τον ψυχών μας.
Καλό Παράδεισο, γιαγιά Καλλιόπη. Χριστός Ανέστη.
Πατήρ Σπυρίδων Ζαχαριάδης.