Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Ἀθανασίου
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν ἐπιμένει στό δικό του, δέν θέλει νά γίνονται ὅλα ὅπως αὐτός σχεδίασε, ἀλλά ὑποχωρεῖ καί λέγει ὅτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά κάνω κάτι περισσότερο, μᾶλλον τά ἔκανα θάλασσα μέχρι τώρα, ἄς τά ἀφήσω στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἀδιαφορώντας ἀλλά ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί δίνοντας χῶρο σ’ Αὐτόν νά ἐργασθεῖ. Ὑποχωρώντας, λέγοντας, ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς δώσω τήν ὕπαρξή μου ὁλόκληρη στό Θεό μέ πᾶσα ἐμπιστοσύνη, ὅπως τό μικρό παιδάκι πού ἀναπαύεται στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του καί ἐκεῖ αἰσθάνεται τήν πιό μεγάλη εὐτυχία. Ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά εἶναι ἡ πιό δυνατή ἐμπειρία, πού μπορεῖ νά ζήσει ἕνας ἄνθρωπος. Ἐκεῖ δέν ἀγωνιᾶ, δέν ἀνησυχεῖ, δέν ἀντιδρᾶ ἀλλά ἀναπαύεται.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ καθημερινός βρίσκει ἀνάπαυση, ἄν ἀφήσει τόν Θεό στή ζωή του καί φύγει ἀπό τά θελήματά του καί μάθει τήν ταπείνωση ἀπό τόν Χριστό. Νά μάθει αὐτό πού εἶναι τό πιό δυνατό μάθημα ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Νά δίνει στόν Χριστό τή ζωή του ὁλόκληρη. Τό λέμε στή Θεία Λειτουργία: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Μέσα στή Λειτουργία καλούμαστε νά παραδώσουμε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ τόν ἑαυτό μας καί τούς γύρω ἀνθρώπους. Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά βαστάξουμε καί νά σηκώσουμε τό βάρος ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καί ὅλων τῶν πραγμάτων, οὔτε καί τό βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀκόμα.
π. Γεωργίου Κόρτα
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει ότι η Ιερά Παράδοση, προϋπήρχε των Γραφών. Ο Χριστιανισμός δεν υπήρξε θρησκεία κάποιας θεόσταλτης Βίβλου (Τορά, Κοράνιο) αλλά ζωντανή εμπειρία κοινωνίας - σχέσης με τον μοναδικό θεανδρικό και ταυτόχρονα ιστορικό Πρόσωπο «Ιησούς Χριστός», η οποία αγκαλιάζει τους πάντες και ταυτόχρονα οδηγεί στην οριστική ένωση Θεού και ανθρώπου.
Η ίδια η Εκκλησία έζησε και χωρίς την Καινή Διαθήκη. Δεν έζησε όμως χωρίς την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Πρέπει να τονίσουμε ότι η Καινή Διαθήκη (Κ.Δ), δεν είναι εγχειρίδιο ηθικής, όπως μας τονίζει και ο αείμνηστος καθηγητής Σάββας Αγουρίδης, αν και περιέχει πλούσια ηθική διδασκαλία. Η Κ.Δ. είναι ευαγγέλιο, το ευαγγέλιο του Θεού στον κόσμο. Είναι το χαρούμενο μήνυμα για τη λύτρωση που η ανεξερεύνητη αγάπη του Θεού ενήργησε για χάρη του λαού Του.
Στη ζωή και στο θάνατο του Ιησού Χριστού ο Λόγος του Θεού ενώνεται με την προβληματική ανθρώπινη ύπαρξη, την ανακαινίζει και τη μεταμορφώνει. Ο θάνατος του Ιησού Χριστού προσλαμβάνει μεγάλη σημασία μεταξύ των άλλων γεγονότων της ζωής Του, διότι ακριβώς επί του Σταυρού ο Λόγος συναντά τον κυριότερο εχθρό της ανθρωπότητας, το θάνατο και τον εκμηδενισμό. Το ευαγγέλιο είναι υπερνίκηση της αμαρτίας και του κακού στις σχέσεις με τον συνάνθρωπο κι η δημιουργία ενός νέου λαού, του λαού του Θεού, που στηρίζεται στην κοινωνία αγάπης του Υιού Αυτού.
π. Δημητρίου Μπόκου
Τί είναι αυτό που θέλει να δείξει με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός; Ότι πραγματικά και κατά κυριολεξία είναι «το φως το αληθινόν», και έχει συνεπώς τη δύναμη να φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Και πάλι αποφεύγει να δείξει όλη τη λαμπρότητά του ο Χριστός. Φανερώνει μόνο όση μπορούν να αντέξουν τα μάτια των μαθητών του, «καθώς ηδύναντο» και «ως εχώρουν». Και μόνο αφού προηγουμένως τα έχει δυναμώσει με τη Θεία Χάρη και έχει διευρύνει τη φυσική τους δυνατότητα. Γιατί κανένας δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του Θεού, την πραγματική του δόξα, και να ζήσει, κατά τον λόγο του Κυρίου στον Μωυσή. «Ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. 33, 20· πρβλ. και Κριτ. 6, 23).
Ο άνθρωπος φυσιολογικά πεθαίνει, λειώνει όπως το κερί στη φωτιά, όταν βρεθεί μπροστά στο φοβερό μεγαλείο του Θεού. Είναι σαν το άχυρο, που αναπόφευκτα αναφλέγεται και γίνεται στάχτη αν πλησιάσει στη φωτιά. Γι’ αυτό και ο Χριστός ενίσχυσε τους μαθητές του, ώστε το άυλο πυρ της θεότητάς του να μην καταφλέξει τα υλικά τους σώματα. Έτσι στο Θαβώρ δεν μεταμορφώνεται μόνο ο Χριστός, αλλά και οι μαθητές του, ώστε να γίνουν ικανοί να τον ιδούν στη θεϊκή του δόξα.
Το συγκλονιστικό γεγονός της Μεταμορφώσεως δείχνει τη λάμψη, τη δόξα της θεότητας. Για πρώτη φορά ο Χριστός παρουσιάζει στα μάτια των ανθρώπων «το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος»,την αληθινή δηλαδή ομορφιά την οποία είχε αρχικά και στην οποία τώρα μπορεί να ξαναφτάσει ο άνθρωπος, αφού πλάσθηκε «κατ’ εικόνα» του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού, επειδή είχε ενωθεί απ’ τη στιγμή της συλλήψεώς του τέλεια και αδιάρρηκτα με τη θεϊκή του φύση, είχε ήδη το κάλλος αυτό, αλλά στα μάτια των ανθρώπων παρέμενε ακόμα συνεσκιασμένο, κρυφό.
«Μόνο ο άνθρωπος φανερώνει τον Θεό», λέγει κάποιος. Και αυτός ο άνθρωπος είναι ο Χριστός, ο πρώτος αληθινός, πλήρης, τέλειος άνθρωπος που υπήρξε, αφότου πλάστηκε το ανθρώπινο γένος. Ο Χριστός, μοναδικός Υιός του Ανθρώπου, απέβη ως νέος Αδάμ το πρότυπο, η πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και εξ αρχής «το θείο σχέδιο της δημιουργίας του ανθρώπου κρύβει μέσα του εν σπέρματι τη μέλλουσα ενανθρώπηση του Λόγου. Δημιουργία και ενανθρώπηση αλληλοεξαρτώνται. Η μία ολοκληρώνει την άλλη. Για τον λόγο αυτό, κατά τους ανατολικούς Πατέρες, η ενανθρώπηση θα γινόταν ακόμη και χωρίς την πτώση του ανθρώπου, σαν έκφραση της θείας αγάπης και έσχατο τέλος της κοινωνίας μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου» (PaulEvdokimof, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη παράδοση, σσ. 18 καὶ 23). Ο Χριστός, μοναδικός Υιός του Θεού, «σφραγίς ισότυπος, εν εαυτώ δεικνύς τον Πατέρα», θα ερχόταν οπωσδήποτε στον κόσμο για να φανερώσει την πραγματική εικόνα του Θεού, την πλήρη αγαθότητα του Πατέρα, ότι «οικτίρμων και ελεήμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος» (Ψαλμ. 102, 8).
Η πραγματική ένωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που στο εξής θα λαμβάνει χώρα στην ευχαριστιακή Θεία Κοινωνία, πραγματοποιείται πρώτα και πλήρως στον Χριστό, ο οποίος μεταμορφώνεται, για να φανερώσει αυτήν ακριβώς την ένωση. Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπό του ήταν ταυτόχρονα η αληθινή εικόνα του ανθρώπου και η αληθινή εικόνα του Θεού. Με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός δείχνει καθαρά ότι, αν και είναι ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, ένα ον, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όμως έχει επάνω του δύο φύσεις, θεϊκή και ανθρώπινη, ενωμένες μεν και αδιαίρετες, ασύγχυτες όμως και διακριτές μεταξύ τους (όρος Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου). Είναι ο αληθινός Θεάνθρωπος.
Τη διπλή του αυτή διάσταση ακριβώς ήθελε να κάμει γνωστή στους ανθρώπους ο Χριστός πριν από τη Σταύρωσή του. Δεν μεταμορφώθηκε τη στιγμή εκείνη σε κάτι που δεν ήταν πριν. Αλλά έδειξε στους μαθητές του αυτό που είχε πάντα, τη δόξα της θεότητάς του, που στα μάτια των ανθρώπων παρέμενε αφανής, κρυμμένη απ’ τη στιγμή της συλλήψεώς του κάτω από τη σάρκα του.
Στο Θαβώρ έχουμε, όπως και στον Ιορδάνη, πανηγυρική φανέρωση του Τριαδικού Θεού. Ο Υιός φανερώνεται μέσα στη θεϊκή του λαμπρότητα, ο Πατέρας τον αναγνωρίζει ως γνήσιο Υιό του και η άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος κατεβαίνει και επισκιάζει ως νεφέλη φωτεινή.
π. Δημητρίου Μπόκου
Στις ιδιαίτερα λαμπρές εορτές του καλοκαιριού ανήκει και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου. Ο εορτασμός της αρχίζει με προεισαγωγικούς ύμνους (καταβασίες και κοντάκιο) από τις 27 Ιουλίου και εκτείνεται μέχρι και τις 13 Αυγούστου (απόδοση της εορτής). Είναι εορτή του Χριστού, Δεσποτική, γι’ αυτό και κατά την κύρια ημέρα της (6 Αυγούστου) επιτρέπεται κατάλυση ιχθύος, να τρώμε δηλαδή ψάρια, αν και βρισκόμαστε μέσα στην αυστηρή νηστεία της Παναγίας.
Πότε και γιατί συνέβη;
Η Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πριν από το πάθος του Κυρίου, τη Σταύρωση δηλαδή και την Ανάσταση. Επειδή ακριβώς επρόκειτο να δοκιμασθεί σκληρά η πίστη των αποστόλων και να εξανεμισθούν εντελώς οι ελπίδες που είχαν στηρίξει πάνω στον δάσκαλό τους όταν θα τον έβλεπαν να πεθαίνει με τον χειρότερο τρόπο, ο Χριστός θέλησε να τους στερεώσει καλά, «πληροφορών αυτούς» ότι δεν είναι μόνο ο,τι φαινόταν, άνθρωπος δηλαδή απλός, αλλά και Θεός τέλειος, «Κύριος και Βασιλεύς των αιώνων». Ώστε οι μαθητές βλέποντας «τα θαυμάσιά του», να μη δειλιάσουν εμπρός στα παθήματά του.
Πώς έγινε;
Έτσι λοιπόν λίγο πριν από τη Σταύρωσή του (σαράντα μέρες, κατά την παράδοση), παραλαμβάνει ο Ιησούς «τους προκρίτους των μαθητών», Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, και ανεβαίνει μαζί τους «εις όρος υψηλόν», το Θαβώρ, για να προσευχηθεί. Και ενώ προσευχόταν, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». Το πρόσωπό του άλλαξε μορφή, έλαμψε «ως ο ήλιος» και τα ενδύματά του έγιναν αστραφτερά, «λευκά λίαν ως χιών» και «ως το φως». Κανένας βαφέας πάνω στη γη δεν θα μπορούσε να τα λευκάνει τόσο πολύ. Ταυτόχρονα, μέσα σε λαμπρό φως, εμφανίστηκαν οι δύο θεόπτες προφήτες Μωυσής και Ηλίας και συνομιλούσαν μαζί του, προλέγοντας την επικείμενη έξοδό του από τον κόσμο, δηλαδή τον σταυρικό του θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψή του, που κατά τα λεγόμενα των προφητών θα συνέβαιναν στην Ιερουσαλήμ.
Οι τρεις μαθητές, κυριευμένοι αρχικά από βαρειά νύστα, κατάφεραν να την αποτινάξουν και να έλθουν σε εγρήγορση. Είδαν τότε τη δόξα του, καθώς και τους δύο άνδρες που τον παράστεκαν. Τη στιγμή που οι δύο προφήτες επρόκειτο να χωρισθούν από τον Χριστό, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά ο Πέτρος τι γίνεται, συνεπαρμένος από το θέαμα, είπε: «Κύριε, καλά είναι να μείνουμε εδώ για πάντα. Να κάνουμε, αν θέλεις, τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία».
Μα ενώ μιλούσε ακόμα, μία νεφέλη, ένα σύννεφο φωτεινό τους επισκίασε. Οι τρεις μαθητές φοβήθηκαν όταν ο Χριστός και οι δύο προφήτες μπήκαν μέσα στη νεφέλη. Ακούστηκε τότε απ’ τη νεφέλη μια φωνή να λέει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Αυτόν να ακούτε». Οι τρεις μαθητές τρόμαξαν τόσο πολύ, που έπεσαν πρηνείς, με το πρόσωπο στη γη. Μετά τη φωνή όμως εκείνη ο Ιησούς τους πλησίασε, τους άγγιξε και τους είπε: «Σηκωθείτε! Μη φοβάστε». Οι μαθητές του σήκωσαν τα μάτια, μα δεν είδαν κανένα άλλον, παρά μονάχα τον Ιησού.
Και όταν κατέβαιναν από το όρος, ο Χριστός τους έδωσε εντολή λέγοντας: Ο,τι είδατε δεν θα το πείτε σε κανέναν, μέχρις ότου εγώ, ο Υιός του Ανθρώπου, αναστηθώ εκ νεκρών. Ο Χριστός και εδώ, ακολουθώντας τη συνήθη τακτική του, φανερούμενος κρύπτεται.Πολύ μακράν από πειρασμό αυτοπροβολής και ανθρώπινης δόξας, περισσότερο αποκρύπτει, παρά φανερώνει τη θεϊκή του δύναμη. Στην πλειονότητα των θαυμάτων του περισσότερο κόπο καταβάλλει να τα αποκρύψει παρά να τα δημοσιοποιήσει. Και τώρα, σχίζοντας ελάχιστα το πέπλο που καλύπτει την ανέκφραστη δόξα του, παραγυμνώνει αμυδρά την υπερκόσμια μορφή του. Μεταμορφώνεται μπροστά σε τρεις μόνο μαθητές του. Αλλά και σ’ αυτούς δίνει ρητή εντολή να μη μιλήσουν καθόλουμέχρι την Ανάστασή του.
Μα δεν έπρεπε να επιδιώκει το αντίθετο; Να προσπαθεί να πείσει, ει δυνατόν, τους πάντες ότι είναι και Θεός, ώστε να μην κλονισθούν από το επικείμενο επώδυνο «τέλος» του;
Ο Χριστός δεν διακατέχεται από τη συνήθη δική μας, ανθρωπίνως δικαιολογημένη, σε παρόμοιες περιπτώσεις ανυπομονησία. Δεν βιάζεται για πρόωρα αποτελέσματα. Και εφόσον «ούπω εληλύθει η ώρα αυτού», και «ούπω πάρεστιν ο καιρός» του, περιμένει.
Όσο τα αυτιά των ανθρώπων δεν έχουν ακόμη ασκηθεί επαρκώς στο «ακουέτω», και τα μάτια τους ατενίζουν χωρίς να βλέπουν, χωρίς να κατανοούν, ο Χριστός παραδίδει κρυφά το μυστήριό του, μιλώντας σιγανά «προς το ους», ψιθυρίζοντας μόνο σε έμπιστα αυτιά. Δεν είναι η ώρα να κηρυχθεί «επί των δωμάτων» τίποτε ακόμη. Δεν ρίχνει «τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων». Γνωρίζει την κατάλληλη στιγμή για όλα. Το πλήρωμα του χρόνου. «Καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν». Χειρίζεται τα πάντα με αλάνθαστη, τέλεια κρίση. Τίποτε δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του, να ξεφύγει από τον απόλυτο έλεγχό του.
Παναγιώτη Κανελλόπουλου
Το μεγάλο μυστήριο της παρουσίας του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ψυχή... «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω», λέγει ο Θεός «Έστηκα»! Δεν μπαίνει μέσα, αν δεν του ανοίξεις να μπει. Και δεν μπορείς να του ανοίξεις, αν δεν φτάσεις στο σημείο να μην περιμένεις τίποτε άλλο και κανένα άλλον, εκτός από Αυτόν.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅσο δηλαδή στοιβάζονται, μαζὶ μὲ τὶς μέρες, τὶς ἑβδομαδες, τοὺς μῆνες, ἐμπειρίες καὶ γεγονότα, κυρίως ἀπὸ συμπεριφορὲς συν-ανθρώπων (συναδέλφων, προϊσταμένων, φίλων ἤ συγγενῶν) τόσο καὶ μαζεύται κανεὶς στὸ «καβούκι» του, κατὰ τὴ λαϊκὴ τὴ ρήση. Μαζεύεται καὶ ἀρχίζει νὰ μετρᾶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο του μὲ περίσκεψη καὶ προσοχή, γιατὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ἔρχεται ἐκεῖνο τὸ Γεροντικὸ τὸ λόγιο νὰ τοῦ θυμίσει τὴ ρευστότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, νὰ τοῦ ὑπογραμμίσει τὴν ἀνάγκη γιὰ περισσότερη ἀνοχὴ στὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καί, φυσικά, στὶς ὅποιες ἀπρέπειές τους. Γιατὶ ἄν ὑπολογίσει κανεὶς τὰ ὄσα χρήσιμα, καὶ μὲ πυκνὰ νοήματα εἰπωμένα, περικλέιονται στὸ παρακατω λόγιο, τότε εἶναι εὔκολο νὰ δικαιολογήσει τὴν ὅποια καταφυγὴ στὴ γνήσια Ἀσκητικὴ σοφὶα καὶ διδαχή.
- Εἶπεν ὁ Ἀϐϐᾶς Ἁλώνιος· ἐὰν μὴ εἴπῃ ἄνθρωπος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ὅτι ἐγὼ μὸνος καὶ ὁ Θεὸς ἐσμὲν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, οὐχ ἕξει ἀνάπαυσιν.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ παραπανω λόγιο μᾶς συμβουλεύει, πὼς καμμιὰ ἀνάπαυση δὲν μπορεῖ νὰ νοιώσει κάποιος -ὅσες συντυχίες, φιλίες, γνωριμίες καὶ συναναστροφὲς κι ἄν κάνει. Γιατὶ ἡ ἀπογοήτευση παραφυλᾶ στὴ πόρτα ἐξ αἰτίας τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῶν παθῶν ποὺ ἔχουμε κληρονομήσει. Κι εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ γεννήτορές μας, ὁ Ἀδὰμ, δηλαδή, κι ἡ Εὔα μᾶς κληροδότησαν πολλά...Ἑπομένως οἱ ὅποιες φιλίες καὶ σχέσεις ἔχουν τὰ προβλήματά τους καὶ τὶς ἀστοχίες τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν μόνη ἀνάπαυση ποὺ νοιώθει κάποιος εἶναι μονάχα ἄν παραμερίσουν τὰ πάντα μέσα του (ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀνθρώπινες παρουσίες) καὶ μονάχα ὀ Θεὸς κυριαρχήσει στὴ ζωή του. Ἤ πιὸ ἁπλᾶ, βιωθεῖ μὲ ὄλο του τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ δύναμη ποὺ κρύβει ἡ Κυριακὴ προσευχή, τὸ γνωστό μας «Πάτερ ἡμῶν». Ἐκεῖνο, π.χ. τό, «Γενηθήτω τὸ θελημά Σου...», ἀλήθεια, ποιὸς τὸ βίωσε καὶ δὲν ἀναπαυτηκε ἠ ψυχή του;
Φυσικά, ὅπως εἶναι ἄλλωστε κατανοητό, στὸν ἐπιγειο βίο του κανεὶς, μὰ κανεὶς, δὲν μπορεῖ νὰ μείνει μόνος του. Θὰ ὑπάρξει δηλαδή, ἡ ἀδιαμφισβήτητη κι ἡ ἐν πολλοὶς ἀπαραίτητη ἐπι-κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπο, τὸν συναδελφο, τὸν γνωστό, τὸ φίλο κι ἀδελφό.
Ἀλήθεια, πῶς ὁρίζεται αὐτὴ ἡ συνύπαρξη καὶ ἡ ὅποια συντυχία; Κι ἐδῶ πάλι ἡ ἀλάνθαστη σοφία τῆς Ἐρήμου ἔχει ἀπάντηση. Ἀπάντηση στερεη καὶ ὑπέυθυνη.
« Εἶπεν ὁ Ἀϐϐᾶς Ποιμήν· ἄνθρωπος συνοικῶν τῷ πλησίον, ὀφείλει εἶναι ὡς στήλη λιθίνη, ὑϐριζόμενος καὶ μὴ ὁργιζόμενος, δοξαζόμενος καὶ μὴ ἐπαιρόμενος».
Ἀλήθεια, ποιὸς μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει αὐτὴ τὴ γνήσια ἀλήθεια, ἤ πιὸ ἁπλᾶ τὸ Σταυρὸ ἐτοῦτο, πού, ὡστόστο, ἄν τὸν γυρίσει ἀναποδα θὰ δεῖ καὶ θὰ βιώσει τὴν Ἀνασταση; Ἤ, γιὰ νὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τ᾿ ὄνομά τους, θὰ γεμίσει ἠ ψυχή του θεῖο φῶς, κατανυξη καὶ χαρά. Ἤ, ὅπως παραγγέλλει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ καὶ πάλιν ἐρῶ χαίρετε» ( Φιλ. 4, 4). Αὐτὸ δὲ θέλουμε; Ἤ πιὸ ἁπλᾶ αὐτὸ δὲν μᾶς εἰρηεύει, ἀναπαύει καὶ ζωοποιεῖ;
Αρχιμανδρίτου Βασιλείου
Κοντά σ’ έναν Άγιο διδάσκεται ο άνθρωπος την πραγματική θεολογία. Και τη διδάσκεται όχι με τα λόγια-αν θέλετε και με τα λόγια-αλλά προπαντός με την παρουσία του Αγίου. Οι Άγιοι, κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, και όταν ζούσαν ήσαν γεμάτοι με τη χάρη του Θεού, και μετά την κοίμηση τους δε χωρίστηκε η χάρη του Θεού από τις ψυχές και από τα σώματα τους, από τους τάφους, από τα άγια λείψανά τους και από τις εικόνες τους.
Ακριβώς γι’ αυτό μπορούμε να δούμε ότι οι Άγιοι και όταν είναι παρόντες είναι απόντες, και όταν φεύγουν είναι μαζί μας. Εξηγούμαι: Όταν βλέπουμε έναν Άγιο, δεν παίρνουμε απλώς κάτι με τις σκέψεις που διατυπώνει ή με κάτι άλλο που θα μας δώσει, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι έχει αγιαστεί η ψυχή και το σώμα του. Έχει γίνει ολόκληρος πυρ από την αγάπη του Θεού, και έτσι μας δίδει κάτι άλλο, το οποίο δεν παρέρχεται, το οποίο δεν περνά ποτέ. Και για να το δεχθεί αυτό ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει ορισμένες προϋποθέσεις.
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Η παρουσία του πόνου στη ζωή μας δεν μπορεί παρά να είναι για όλους ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το αρχαίο ερώτημα, δικαιολογημένο και σαφές, είναι πάντοτε και σήμερα το αυτό. Γιατί να πονάμε; Έχει κάποιο νόημα ο πόνος στη ζωή του καθενός μας; Η απάντηση μη νομίζετε πως είναι τόσο εύκολη. Μόνο ο Θεός μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την αρκετά χρήσιμη και ωφέλιμη κατανόηση.
Υπάρχει άφθονος, ποικίλος, σωματικός πόνος προερχόμενος συνήθως από πρόσκαιρες ή ανίατες ασθένειες, που ταλαιπωρούν πολύ τον άνθρωπο. Υπάρχει επίσης πλούσιος ψυχικός πόνος, που μπορεί νάναι και πιο δυνατός του σωματικού. Πόνος που προέρχεται από ξαφνική ορφάνια, χηρεία, ξενιτεμό, προσφυγιά, πένθος, αποτυχία, αδυναμία, μειονεξία, στέρηση, έλλειψη, ανικανότητα, ανεπάρκεια, απόρριψη, απώλεια, φτώχεια, κακουχία, δυστυχία, ειρωνεία, εμπαιγμό, προδοσία, εξαπάτηση, ψέμα, επιορκία, βουλιμία, κατάχρηση, καταδίκη, φυλάκιση, απομόνωση, μοναξιά….
Υπάρχει ο πόνος του προδότη και του προδομένου, του εκμεταλλευτή και του εκμεταλλευόμενου, του εξαπατούντα και του εξαπατώμενου. Πόνος της νοσταλγίας, του έρωτος, του πάθους, του κενού, του ανικανοποίητου και ανολοκλήρωτου του ανθρώπου. Πόνος της χαμένης ολότητος, των ενοχών, του ορθολογισμού, της εξουσιαστικότητος, των ψευδαισθήσεων, των διαψεύσεων, των φαντασιώσεων, των διαπροσωπικών συγκρούσεων, δια κακιών, ζηλοτυπιών, ύβρεων, φθόνων, κατηγοριών, συκοφαντιών κι εχθροτήτων. Δυνατός ο πόνος του φόβου, επικείμενων καταστροφών, αγωνιών, υποκρισιών, απογνώσεων, απελπισιών, απαισιοδοξιών, μελαγχολιών, καταθλίψεων και θανάτων. Πόνος μεγάλος η αντιφατικότητα, η αμφιθυμία, η αμφιβολία, η αναποφασιστικότητα, η αναβλητικότητα. Επίσης η δικαιολόγηση της μετριότητος, της ρηχότητος, της καθημερινότητος, της αυτάρκειας, της υποκρισίας. Ακόμη το ξεγέλασμα του εαυτού μας, η ψυχολογική κατάρρευση, η συνεχής ανταγωνιστικότητα, η βάναυση εξουσιαστικότητα, η παράφορη κτητικότητα, η άκρατη πλεονεξία, ο ευδαιμονισμός, η κραιπάλη, η ασωτεία, η εμπάθεια, η κακότητα…
π. Φιλόθεου Φάρου
Tο μεγαλύτερο μέρος της κακοδαιμονίας που μαστίζει την εκκλησιαστική μας ζωή σήμερα οφείλεται στη διαστροφή της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, που είχε σαν συνέπεια τη διαστροφή του ήθους του λαού μας. σαν αποτέλεσμα αυτής της διαστροφής, το τωρινό μας ήθος είναι έκφραση μιας θρησκευτικής παραδόσεως ξένης και συχνά αντίθετης προς τη δική μας εκκλησιαστική παράδοση.
Μία περιοχή της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, της οποίας η διαστροφή έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σημερινή κακοδαιμονία της εκκλησιαστικής μας ζωής, είναι η περί ιερωσύνης διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Οι μισσιονάριοι, που έδρασαν πριν και μετά την Επανάσταση στο χώρο μας, σαν γνήσιοι προτεστάντες, πίστευαν ότι η προσφορά του κληρικού εξαρτάται αποκλειστικά από τις προσωπικές του ικανότητες. Με άλλα λόγια και σ’ αυτό το θέμα εφήρμοζαν, και συνεχίζουν βέβαια να εφαρμόζουν, τις ανθρωποκεντρικές τους πεποιθήσεις, που σε τελική ανάλυση είναι έκφραση μιας στυγνής ειδωλολατρίας, αφού καταργούν ουσιαστικά το Θεό και τον υποκαθιστούν με τον άνθρωπο.
Με βάση πάντως αυτές τις αντιλήψεις τους, οι προτεστάντες μισσιονάριοι, μετρούσαν την προσφορά των κληρικών με το μέτρο των προσωπικών τους ανθρωπίνων επιτευγμάτων, όπως η διαλεκτική σοφία, η εξωτερική ευσέβεια και πολύ συχνά η αγγλοσαξονική ευπρέπεια, που στο δικό τους σύστημα αξιών είχε πρωτεύουσα θέση.
Οι αντιλήψεις αυτές των προτεσταντών μισσιοναρίων επηρέασαν βαθειά το ήθος του λαού μας, επειδή κυρίως τις αποδέχτηκαν με φανατισμό οι διανοούμενοί μας. Αυτοί άρχισαν να ντρέπονται για τους κληρικούς μας που δεν μιλούσαν με το «σεις» και με το «σας», που έτρωγαν σκόρδο, που δεν χρησιμοποιούσαν το «μανδάμ» όταν απευθύνοντο στις….κυρίες και, προπαντός, που δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν τη μάσκα της αγγλοσαξονικής ευπρέπειας για να κρύβουν την ανθρώπινή τους κατάντια.
Οι αντιλήψεις αυτές, που επιβάλλουν στην ανθρώπινη εμπειρία μία ολότελα ανυποψίαστη ειδωλολατρία, διαμόρφωσαν το ήθος μας έτσι, που τώρα οι πιο πολλοί από μας να έχουμε χάσει κάθε ελπίδα, επειδή τα είδωλα πια δεν πείθουν, και μερικοί «ευσεβείς» να αναζητούμε ακόμη κάποιον «καλό κληρικό» που κάνει «καλή λειτουργία», «καλό ευχέλαιο» ή που είναι «ενάρετος», για να βεβαιωθούμε ότι δεν έχουν χαθεί όλα και να αισθανθούμε ανακούφιση.
Μάλιστα, για την καλλιέργεια αυτού του κλίματος εδημιουργήθη ένα ολόκληρο κίνημα, που διέθετε, και ακόμη διαθέτει, διαπρεπείς και φλογερούς προφήτες, που, ευχαριστημένοι οι ίδιοι που περιελαμβάνοντο ή που περιλαμβάνονται στη χορεία των «καλών», προσέφεραν και συνεχίζουν να προσφέρουν με…ταπεινή αυταρέσκεια τον εαυτό τους, για να τον λατρέψουν τα πλήθη και εκφράζουν την ασυγκράτητη αποστροφή τους για όλους αυτούς, τους…ανάξιους κληρικούς, που η ύπαρξή τους αμαυρώνει τη λάμψη της δικής τους υπεροχής.
Η σωτηρία μας δεν οφείλεται ασφαλώς ούτε στα ανθρώπινα ούτε στους ανθρώπους. Τη Βασιλεία του Θεού τη δημιούργησε ο Θεός και Εκείνος την προσφέρει στον άνθρωπο. Δεν τη δημιουργεί και δεν την προσφέρει σ’ αυτόν ο κληρικός. Όμως ο κληρικός μπορεί να διευκολύνει ή να παρεμποδίσει την είσοδό του σ’ αυτήν, όπως έκαναν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι στους οποίους έλεγε ο Χριστός: «Κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων, υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν» (Ματθ. 23,14).
Είναι επίσης γεγονός πως οι κληρικοί μπορούν περιστατικά να δυσχεράνουν την επικοινωνία μας με το Θεό, πως μπορούν να παρεμβληθούν ανάμεσα σε μας και σε Εκείνον, τόσο με την κακία τους όσο και με την «αρετή» τους.
Μάλιστα αν η κακία του κληρικού μπορεί να μας κρύψει περιστατικά τη θέα του Θεού, η «αρετή» του μπορεί να μας αποπροσανατολίσει τόσο, ώστε να βλέπουμε αυτόν ή κάποιον άλλο «ενάρετο» άνθρωπο αντί για το Θεό κι έτσι να βρεθούμε σ’ έναν πραγματικά πολύ μεγάλο πνευματικό κίνδυνο.
Ο πραγματικά ενάρετος κληρικός είναι αυτός που δεν κρύβει από τους ανθρώπους το Χριστό με τη δική του «αρετή». Η γνήσια αρετή δοξάζει το Θεό, στον οποίο πραγματικά οφείλεται, και όχι τον άνθρωπο, που μόνο γίνεται ο φορέας της.
Πάντως αυτό που τελικά έχει αποφασιστική σημασία είναι να βεβαιωθούμε ότι σωτήρας και λυτρωτής μας είναι ο Ιησούς Χριστός, που μπορεί να μας σώσει και όταν ακόμη έχει χαθεί κάθε ελπίδα απ’ την πλευρά των ανθρώπων. Γιατί «δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ.3,9) και γιατί «παράκλητον έχομεν προς τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Ά Ιωάν. 2,1) ο οποίος «σώζειν εις το παντελές δύναται τους προσερχομένους δι’ αυτού τω Θεώ, πάντοτε ζων εις το εντυγχάνειν υπέρ αυτών» (Εβρ. 7,25).
Αν δεν αποκτήσουμε αυτή τη βεβαιότητα, θα διατρέξουμε οπωσδήποτε μεγάλο κίνδυνο, γι’ αυτό και η χριστιανική παράδοση ανέπτυξε μία θεολογία της ιερωσύνης, που μπορεί να μας προφυλάξει απ’ αυτόν.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή τη θεολογία της ιερωσύνης, εφόσον ο λυτρωτής μας δεν είναι ένας άνθρωπος αλλά ο Χριστός και εφόσον ο κληρικός είναι φορέας της χάριτος που εκπηγάζει από το λυτρωτικό έργο του Χριστού, θα πρέπει να τιμούμε τον κληρικό με την πεποίθηση ότι τιμούμε τον Ιησού Χριστό και όχι το ανθρώπινο πρόσωπο του κληρικού και ότι από το Χριστό δια του κληρικού σωζόμεθα.
«Τίμα τους ιερείς με προσήλωση ως καλούς οικονόμους. Απόδωσε την οφειλομένη τιμή στο λειτούργημά τους και μην ερευνάς τις πράξεις τους. Όσον αφορά το λειτούργημά του ο ιερέας είναι ένας άγγελος, όσον αφορά τις πράξεις του είναι ένας άνθρωπος. Με το έλεος του Θεού έχει γίνει ένας μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο».
Από το βιβλίο «ΚΛΗΡΟΣ, η ανεκπλήρωτη υπόσχεση πατρότητος». Εκδόσεις Ακρίτας
π. Χρήστου Ηρακλέους
Η έννοια του «ξένου» και η φιλάνθρωπη στάση προς αυτόν υπήρξε διαχρονικά βασικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμού. Κατά τα ομηρικά χρόνια οι άνθρωποι έδιναν εξαιρετική σημασία στην αγάπη των ξένων, ανάγοντας τη φιλοξενία σε μια ηθική αρετή. Η ιερότητα της φιλοξενίας ήταν τόσο διαδεδομένη, γεγονός που την καθιστούσε αναπόσπαστο μέρος της ευλάβειας και του φόβου προς τους θεούς. Άνθρωποι ή λαοί που δεν ήταν φιλόξενοι δεν μπορούσαν να είναι ούτε δίκαιοι ούτε ευσεβείς.
Ο θεσμός αυτός της φιλοξενίας διατηρήθηκε αναλλοίωτος και απαράλλαχτος στους χριστιανικούς χρόνους και καλλιεργήθηκε με φιλάδελφο τρόπο στην ελληνική ανατολή. Η σπουδή της εκκλησιαστικής παράδοσης μπορεί να αποκαλύψει ότι η έγνοια για τον «άλλο», τον «ξένο», όχι μόνο δεν συνιστά εξαίρεση, αλλά αποτελεί βασικό άξονά της, ο οποίος μπορεί να μας τροφοδοτήσει σήμερα με σημαντικά κριτήρια για μια στάση αλληλεγγύης και κοινωνικής κριτικής.
Κάτω από το φως της αγιογραφικής και πατερικής διδασκαλίας η φιλοξενίαθα πάρει μια ιδιαίτερη χροιά στην ἐν Χριστῷ εφαρμογή της· η αντιμετώπιση του «ξένου» και η φιλοξενία που οφείλει να παρέχει ο Χριστιανός απέναντί του, συνίσταται στην κένωση του εαυτού του και στην υποδοχή του «ξένου», η οποία αποτελεί αρχικό στάδιο στη συμμετοχή στο σχέδιο της απροϋπόθετης αγάπης του Θεού. Θεωρείται μια άσκηση πνευματική, μια ευκαιρία, για να φανερωθεί έμπρακτα στον Θεό η γνησιότητα της πίστης και της αγάπης που υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Στην Καινή Διαθήκη η αρετή της φιλοξενίας κατέχει εξέχουσα θέση. Ο ίδιος ο Χριστός ξενιτεύτηκε από τον ουρανό και έζησε ως «ξένος» στη γη, για να φιλοξενήσει στην επουράνιο βασιλεία Του τον αποξενωμένο από τον Θεό άνθρωπο. Ο Χριστός συνελήφθη από την Παναγία στη Ναζαρέτ και γεννήθηκε στη Βηθλεέμ σαν «ξένος» μέσα σε στάβλο, όταν η Θεοτόκος αναγκάστηκε να μετακινηθεί για την απογραφή της οικογένειάς της. Στο θείο βρέφος πρόσφεραν δώρα ξενίας οι Μάγοι ανανεώνοντας έτσι ως «πατρῷοι ξένοι ἀλλήλοις» τη συνθήκη της διαθήκης του Αβραάμ. Στα πρώτα ήδη χρόνια της ζωής του, λόγω της απειλής του Ηρώδη, κατέφυγε στη γειτονική Αίγυπτο, για να ζητήσει άσυλο βιώνοντας έτσι την ξενιτεία ενός πολιτικού πρόσφυγα. Τέλος, έζησε περιπλανώμενος και ανέστιος, δεχόμενος σαν σπίτι του όλους τους τόπους· όταν οι μαθητές του τον ρώτησαν πού μένει, έδωσε τη χαρακτηριστική απάντηση: «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Ὑιὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ».
Κορυφαία είναι η αναφορά του Κυρίου στη φιλοξενία ως εξαίρετη εκδήλωση της αγάπης και, επιπλέον, ως προϋπόθεση της σωτηρίας. Στην παραβολή της τελικής κρίσης ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται ως «ξένος» που χρειάζεται φιλοξενία και φροντίδα. Με την παραβολή αυτή μας υποδεικνύει τη φιλάνθρωπο στάση την οποία πρέπει να τηρούμε έναντι «τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν» μας. Στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας συναντάμε καθημερινά τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό κάθε προσφορά προς αυτόν αποτελεί προσφορά προς τον Χριστό. Η διακονία προς τον «ξένο» αποτελεί το βασικό κριτήριο για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Τέλος, η ξενιτεία του Κυρίου κατά την επίγεια παρουσία και δράση Του καταγράφεται με ποιητικό τρόπο σε έναν από τους ωραιότατους ύμνους που ακούγονται στον όρθρο του Μ. Σαββάτου γύρω από τον επιτάφιο πάνω στον οποίο βρίσκεται απλωμένος άπνους στο σάβανό του ο Θεάνθρωπος. Η έκκληση του Ιωσήφ στον Πιλάτο να του δώσει τον «ξένο» αποτελεί έσχατη ένδειξη πρόσληψης της άκρας επίγειας ξενιτείας του Κυρίου: «. . . δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ∙ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι, μισοῦντες, θανατοῦσιν ὡς ξένον∙ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπων τοῦ θανάτου τὸ ξένον∙ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους∙ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ∙ δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ . . .».
Μητροπολίτη Προικοννήσου Ἰωσήφ
Ἡ Εὐχαριστία ἤ Θεία Λειτουργία, δέν εἶναι μία ἁπλή προσευχητική συναξις τῶν πιστῶν, οὔτε ἕνα (ἀνάμεσα σέ πολλά) μυστήριο. Ἕνα εἶναι τό Μυστήριον, τό παμμυστήριον, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, καί συνισταμένη τοῦ παμμυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία τῶν πιστευόντων καί βεβαπτισμένων.
Ἡ σύναξι στήν Εὐχαριστία εἶναι βέβαια κίνησις ἀνθρώπινη, ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (ἐξ οὐ καί Λειτουργία), ἀλλά κυρίως εἶναι ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» ψάλλομε τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς ἰσχύει γιά κάθε Θεία Λειτουργία. Ὁ ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συναγμένος λαός τοῦ Θεοῦ, ἐπικαλεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τό Ἕνα Μεσίτην Θεοῦ καί ἀνθρώπων Κύριο Ἰησοῦ Χριστό («οὐδείς δύναται εἰπείν Κύριον Ἰησοῦν ἤ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίω), δοξάζει δι’ Αὐτοῦ τόν Πατέρα, ἀκούει τήν φωνή Του ἀπό τά Ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα (Ἀπόστολο καί Εὐαγγέλιο) καί τό ἱερό κήρυγμα, καί προσφέρει διά τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου (ἤ Πρεσβυτέρου) του στόν Θεό τόν ἄρτο τοῦ βίου του καί τόν οἴνο τῆς κατανύξεώς του, τόν κόπο κι τόν καρπό ὅλου τοῦ γεωργικοῦ ἔτους, δήλ. τά δικά Του πρός ἐμᾶς δῶρα, ὡς ἀντίδωρο εὐχαριστίας γιά ὅλες τίς φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του πρός τό πλάσμα Του.
Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη
Ως ιερείς και ως άνθρωποι που ζούμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν ακούμε για τον Άγιο, θυμόμαστε αυθόρμητα μια ιερή στιγμή της Θείας Λειτουργίας, όταν ακριβώς πριν από τη Θεία Μετάληψη ο ιερέας λέει: «Τα άγια τοις αγίοις». Και τότε τα χάνει κανείς, και νιώθει ότι δεν είναι κανείς Άγιος, γι’ αυτό ο λαός απαντά με το στόμα των ψαλτάδων: «Εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός Αμήν». Και ακριβώς επειδή υπάρχει αυτός ο εις Άγιος, ο εις Κύριος, γι’ αυτό ελπίζουμε και γι’ αυτό μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας. Και βλέπουμε ότι από τον Ένα Άγιο προέρχεται κάθε αγιότης και κάθε καλοσύνη και αυτός ο Άγιος είναι ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός του Θεού˙ αυτός ο Άγιος είναι ο Θεός.
Από το βιβλίο: «Το αρχέτυπο της Ορθοδοξίας στην πράξη: ο Άγιος»
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Οι ιερείς της Εκκλησίας μας είναι νοσηλευτές και η Εκκλησία μας θεραπευτήριο. Οι ιερείς πλησιάζουν τους ασθενείς για να τους απελευθερώσουν, να τους επαναπροσανατολίσουν, να τους ανορθώσουν δια της μετανοίας. Συμμετέχουν όσο μπορούν στον πόνο για να τους τον απαλύνουν και να κάνουν πιο ελαφρύ τον σταυρό τους. Είναι μεγάλη η παράκληση των πασχόντων όταν κατανοήσουν το νόημα του σταυρού τους. Η προσωπική άρση του σταυρού νοηματιζόμενη συντελεί στην ανόρθωση. Βλέποντας ο ταλαιπωρούμενος και δοκιμαζόμενος άνθρωπος τη δοκιμασία του ως θεία επίσκεψη και θεία παιδαγωγία μεταβάλλει τη στάση του, αντιμετωπίζει το πρόβλημα πολύ διαφορετικά, αν δεν γεμίζει χαρά γεμίζει πάντως ελπίδα. Η θεία Χάρη μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την ωριμότητα τον σκληρά δοκιμαζόμενο. Εμείς θα πούμε τον καλό λόγο, αλλά η Χάρη του Θεού θα ολοκληρώσει το έργο αυτό.
Το ευχολόγιο στα χέρια του ιερέως είναι πολύ παρηγορητικό στις δύσκολες αυτές ώρες. Η σύνοψη ή το προσευχητάρι, με την Παράκληση της Παναγίας και τους υπέροχους Χαιρετισμούς, στα χέρια του ασθενούς είναι φτερά ειρήνης. Η Παναγία, η μάνα όλων των πονεμένων, που πόνεσε τόσο πολύ και συμπονά όλους τους πονεμένους, δίνει μια γλυκειά παραμυθία και μεγάλη ενίσχυση σε όλους. Μη φοβόμαστε το ιερατικό πετραχήλι, τον τίμιο σταυρό, το άγιο έλαιο, τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανα, τον αγιασμό, το αντίδωρο, τη θεία Κοινωνία.
Επανερχόμενοι στο δύσκολο ερώτημα γιατί ο Θεός να επιτρέπει να ταλαιπωρείται το πλάσμα του, να βασανίζεται και ν’ αγωνιά μέσα στον πολύ πόνο, ταπεινά θα πούμε πάλι: Ο πόνος μας αφυπνίζει να ενδιαφερθούμε καλύτερα για τη μετάνοια, την ταπείνωση, την αναθέρμανση της πίστης μας και τη συμπόνια του πλησίον μας. Ο πόνος, σωματικός ή ψυχικός, μας επισκέπτεται για κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό λόγο. Για να ξαναδούμε την πορεία, τους στόχους και τον σκοπό της εφήμερης ζωής μας. Είπαμε πως μερικές φορές ένας ψυχικός πόνος είναι δριμύτερος του σωματικού και ίσως και πιο δυσκολοθεράπευτος. Ο μεγάλος ψυχίατρος Γιούνγκ πάντως λέει πως το πρόβλημα του ψυχικώς πάσχοντος, κατά ασυγκρίτως ανώτερο λόγο ανήκει στον πνευματικό παρά στον ιατρό!
Άνθρωποι δίχως Θεό και ηθικές αρχές στον πόνο της ασθένειας διαλύονται και καταντούν αξιολύπητοι. Ο Θεός δεν τους αποστρέφεται, αλλά τους επισκέπτεται διαφορότροπα, με διάφορα φάρμακα για να τους θεραπεύσει κι όχι να τους πληγώσει και πικράνει. Ο θείος και ιερός Χρυσόστομος θαυμάσια συμβουλεύει να μη γογγύζουμε εύκολα με τα δυσάρεστα που μας βρίσκουν και μάλιστα να μη βλασφημούμε. Μήπως έτσι, λέει, θα γίνει πιο ελαφρύς ο πόνος μας; Ούτε χρειάζεται να πολυεξετάζουμε τους λόγους και τις αιτίες και τις αφορμές και να ζητάμε πολλές εξηγήσεις για όλα αυτά που μας επιτρέπει η πανσοφία του Θεού. Να μη λησμονάμε ποτέ πως η παρούσα ζωή είναι στάδιο άθλων και αγώνων και η άλλη ζωή είναι επάθλων και αιώνιας ανάπαυσης. Στις δυσκολίες, τις συμφορές και τους πόνους να επικαλούμεθα τη σωστική βοήθεια του Θεού με κάθε εμπιστοσύνη.
Πάντοτε παραμένει επίκαιρο το θέμα της ασθένειας. Πολλοί οι ασθενείς στα σπίτια, στα νοσοκομεία, στους δρόμους. Είμαστε εμείς οι ίδιοι ασθενείς ή δικοί μας άνθρωποι. Σήμερα εμείς, αύριο άλλοι και το αντίθετο. Ο πόνος κτυπά όλες τις πόρτες, όλες τις ώρες αδιάκριτα, πλουσίων, φτωχών, νέων, ηλικιωμένων, μορφωμένων, αμόρφωτων, όλων. Γιατί ν’ αρρωσταίνουμε και γιατί να πονάμε; Το ίδιο ερώτημα επανέρχεται με δριμύτητα. Δεν είναι μόνο από τις αμαρτίες οι διάφορες αρρώστειες. Αρρώστειες πολλές και μεγάλες είχαν και οι άγιοι. Οι αρρώστειες μας κάνουν να θυμηθούμε τον λησμονημένο Θεό, να τον επικαλεσθούμε, να συνδεθούμε μαζί του. Η μνήμη του Θεού συντείνει στην ειλικρινή μετάνοια. Οι αρρώστειες είναι, αλήθεια, για να μας φέρουν πιο κοντά στον Θεό και όχι να μας απομακρύνουν από Αυτόν. Την πίστη μας στον Θεό αποδεικνύουμε με την υπομονή στις δοκιμασίες και μάλιστα στον πόνο των ασθενειών.
Αν ο πόνος σ’ έκανε συμπονετικό κέρδισες. Αν η ασθένεια σ’ έφερε να θυμάσαι πιο πολύ τον ουρανό είσαι ευλογημένος και μακάριος. Αν ο πόνος σου καθάρισε τα μάτια, για να βλέπεις πιο βαθειά τα γεγονότα και τα πράγματα, τότε είσαι πλούσια κερδισμένος. Αν ο άγιος πόνος σ’ έκανε, αδελφέ μου, πιο καρτερικό, πιο γενναίο, πιο διαλλακτικό και ανεκτικό να ευχαριστείς εκ βαθέων τον Θεό που αρρώστησες. Γιατί αρρώστησες και κέρδισες τελικά έτσι. Δίχως πόνο έχεις πολλές κατακτήσεις, αλλά όχι αληθινές γνώσεις. Ο πόνος σμιλεύει και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Δίχως τον πόνο ο άνθρωπος θα ήταν σκληρός και ακατέργαστος. Ο πόνος γεννά τα δάκρυα και τα δάκρυα την κάθαρση. Τα δάκρυα ποτίζουν τα ευώδη άνθη της κατάνυξης, της συντριβής, της ευλάβειας, της ευσέβειας, της ευλογίας.
Δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως πόνο. Πήγε κάποτε ένας να πει τον πόνο του σε κάποιον και δεν πρόλαβε και του είπε πρώτα ο άλλος τον πόνο του κι ήταν τόσο πιο μεγάλος που δεν τόλμησε να πει τον δικό του. Δίχως τον πόνο θα είμασταν πιο πονεμένοι, πιο σκληροί, πιο ανάλγητοι, πιο αδιάφοροι και πιο άγριοι. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο αυτό που να μη δοκιμάζει στη ζωή του πόνο. Αν δεν πονέσει σήμερα, θα πονέσει αύριο κι αν όχι αύριο σίγουρα μεθαύριο. Κύρια πηγή του πόνου η αμαρτία.
Ο πόνος είπαν είναι ο φρουρός της υγείας. Σαν ένα καμπανάκι μας αφυπνίζει. Αν δεν πονούσαμε δεν θα πηγαίναμε ποτέ στον ιατρό. Ο πόνος είναι σαν ένα σήμα κινδύνου, που εκπέμπεται για να μας γλυτώσει από τα χειρότερα. Αυτά ισχύουν και για το σώμα και για την ψυχή. Έτσι ο πόνος καταντά σ’ ευλογία και για το σώμα και για την ψυχή. Ο πόνος ακόμη καθίσταται σαν ένα προληπτικό εμβόλιο για να μη υπερηφανευόμεθα. Ο πόνος μπορεί να γίνει μία οδός επιστροφής στον Θεό. Ο πόνος γεννά την ωραία και θεάρεστη συμπόνια. Ο πόνος δοκιμάζει την αγάπη μας στον Θεό. Ο πόνος μας ζυγίζει, μας σμιλεύει, μας καλλιεργεί, μας ωριμάζει, μας ωραιοποιεί.
«Όποιος θέλει να μην πέσει προσέχει»
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Η αμαρτία και η αποτυχία είναι δίπλα μας κάθε στιγμή· είμαστε ζυμωμένοι με αυτό το πράγμα. Είναι πολύ φυσικό, γι’ αυτό και ο ταπεινός άνθρωπος προσέχει. Λέει κοίταξε προσέχω, δεν εκθέτω τον εαυτό μου. Ο ταπεινός προσέχει, ο υπερήφανος δεν προσέχει.
Πηγή: pemptousia.gr
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» -
Ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς χαρακτηρίζεται ὡς ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι, βεβαίως, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία. ἩἘκκλησία, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους, προϋπῆρχε στὴ βουλὴ καὶ τὴν πρόθεση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη κτίση καὶ δημιουργία Του. Ἀναφέρεται σχετικὰ στὸν “Ποιμένα” τοῦἙρμᾶ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία “πάντων πρώτη ἐκτίσθη· διὰ τοῦτο πρεσβυτέρα, καὶ διὰ ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη”. Ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας τοποθετεῖται στὴν πρώτη δημιουργία, τὴ δημιουργία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου δηλαδὴ τῶν Ἀγγέλων. Ὡστόσο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀρχίζει μιὰ νέα περίοδος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους ἀρχίζει ἡ ἱστορικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς ὡς τοῦ ζωντανοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ζεῖ μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁλόκληρο τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπέβλεπε ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὴν τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ στιγμὴ τῆς ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τοὺς Ἁγίους Μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους. Πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς Μαθητές Του, ὅτι τοὺς συμφέρει νὰ ἀπέλθει ὁ Ἴδιος, γιὰ νὰ πέμψει πρὸς αὐτοὺς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ ἀναμένουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι μονάχα ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆςἘκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ, εἶναι ἀφιερωμένες στὸ Πανάγιον καὶ Ζωοποιὸν Πνεῦμα. Ἀναφέρεται στὸ Συναξάριο τῆς Δευτέρας μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅτι ἑορτάζουμε “αὐτὸ τὸ πανάγιον καὶ ζωοποιὸν καὶ παντοδύναμον Πνεῦμα, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος Θεόν, τὸ ὁμότιμον καὶ ὁμοούσιον καὶ ὁμόδοξον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ”.
Ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε “εἰς ἕνα Θεόν”. Ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ὅμως, στὸν Ὁποῖον πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἀκίνητον Ἓν τοῦ Ἀριστοτέλη οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη φιλοσοφικὴ ἔννοια ὑπερβατικοῦ Ἀπολύτου, ἀλλὰ εἶναι κοινωνία Προσώπων, Θεὸς Τριαδικός. Χωρὶς σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τρεῖς θεούς, ἀφοῦ τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμοούσια, ἔχουν δηλαδὴ μία καὶ τὴν αὐτὴ οὐσία, μιλοῦμε ὡστόσο γιὰ τρία Πρόσωπα, γιὰ Θεὸν Πατέρα, Θεὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν Ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἀποτελοῦν τρόπους φανερώσεως τοῦ ἑνὸς Θεοῦ στὴν Ἱστορία, ὅπως ἐσφαλμένα ἰσχυριζόταν ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἰδιαίτερες Ὑποστάσεις, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ Μονάδα ἐν Τριάδι καὶ γιὰ Τριάδα ἐν Μονάδι. Ὁ Θεός, στὸν Ὁποῖον πιστεύουμε, εἶναι Ἕνας κατὰ τὴν οὐσία ἢ τὴ φύση καὶ Τριαδικὸς κατὰ τὰ Πρόσωπα ἢ τὶς Ὑποστάσεις.
Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν, ὅπως εἴδαμε, μία καὶ τὴν αὐτὴ οὐσία. Ἐπίσης οἱ ἐνέργειές τους εἶναι κοινές. Ὅμως διακρίνονται μεταξύ τους ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται στὴ θεολογικὴ γλώσσα προσωπικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἰδίωμα καὶ τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴ μεταξύ τους σχέση. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος γεννᾶ προαιωνίως καὶ ἀϊδίως τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει προαιωνίως καὶ ἀϊδίως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄντας ἡ πηγὴ τῆς θεότητος, ὁ Θεὸς Υἱὸς εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος γεννᾶται προαιωνίως καὶ ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο ἐκπορεύεται προαιωνίως καὶ ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὸ προσωπικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς εἶναι ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀγεννησία, τοῦ Υἱοῦ ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση. Αὐτὴν τὴ σχέση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀνατρέπει ἐντελῶς ἡ παπικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδὴ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, μιὰ διδασκαλία ποὺ εἰσήγαγαν οἱ Παπικοὶ καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Μ᾿ αὐτὴν τὴ διδασκαλία ἀνατρέπεται οὐσιαστικὰ ἡ ἰσορροπία στὶς σχέσεις τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς ἀποδίδεται καὶ στὸν Υἱό, ἐνῶ ὑποτιμᾶται σαφῶς τὸ Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἀφοῦ Πατὴρ καὶ Υἱὸς ἔχουν κάτι κοινὸ μεταξύ τους ποὺ δὲν τὸ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους ὡς ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ συγκροτεῖ ὁλόκληρο τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τονίζεται σ᾿ἕνα ἰδιαίτερα γνωστὸ στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πήραμε καὶ τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ κειμένου. Χωρὶς τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ χωρὶς τὰ χαρίσματά Του δὲν μπορεῖ οὔτε Ἐκκλησία νὰ ὑπάρξει, οὔτε Μυστήρια νὰ τελεστοῦν, οὔτε ὁμολογία πίστεως νὰ γίνει, οὔτε ἁγιότητα βίου νὰ ἐπιτευχθεῖ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο μίλησε καὶ συνεχιζει νὰ μιλᾶ διὰ τῶν Προφητῶν, Ἐκεῖνο τὸ Ὁποῖο χαριτώνει καὶ φωτίζει τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους, τελειοῖ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὰ Μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ αὐτούς, μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησία, πού, ὅπως εἴδαμε, ὑποβάθμισε σαφῶς τὴ θέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωή, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὰ πάντα συντελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ πάντα ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κλείνοντας αὐτὴν τὴ σύντομη ἀναφορά μας στὸ Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωὴ καὶ ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ ἀποσκοπεῖ στὸ ν᾿ ἀποκτήσει τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὸ νὰ γίνει δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἀποσκοπεῖ σὲ τελευταία ἀνάλυση στὸ νὰ καταστήσει τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς διαρκὲς βίωμα στὴ ζωή του.
Ἀπό τὸ περιοδικὸ “Παράκληση”, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ.
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Ἐπισκόπου Κάλλιστου Ware
Σχετικά μέ τό δῶρο τοῦ Παρακλήτου τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τρία πράγματα εἶναι ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακά:
Πρῶτο, εἶναι ἕνα δῶρο σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ: «καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου». Τό δῶρο ἤ χάρισμα τοῦ Πνεύματος δέν ἀπονέμεται μόνο στούς ἐπισκόπους καί τόν κλῆρο, ἀλλά σέ κάθε βαπτισμένο. Ὅλοι εἶναι Πνευματοφόροι, ὅλοι εἶναι - μέ τήν κατάλληλη ἔννοια τῆς λέξης - «χαρισματικοί».
Δεύτερο, εἶναι ἕνα δῶρο ἑνότητας: «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό». Τό Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τούς πολλούς νά εἶναι ἕνα Σῶμα ἐν Χριστῷ. Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος τήν Πεντηκοστή ἀντιστρέφει τό ἀποτέλεσμα τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ. Ὅπως λέμε στό Κοντάκιο τῆς γιορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς:
Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε,
διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος•
ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν,
εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε•
καί συμφώνως δοξάζομεν τό πανάγιον Πνεῦμα.
Τό Πνεῦμα φέρνει ἑνότητα καί ἀμοιβαία κατανόηση, ἱκανώνοντάς μας νά μιλᾶμε «ἐν μιᾷ φωνῇ». Μεταμορφώνει τά ἄτομα σέ πρόσωπα. Γιά τήν πρώτη Χριστιανική κοινότητα στά Ἱεροσόλυμα, στήν περίοδο ἀμέσως μετά τήν Πεντηκοστή, λέγεται ὅτι «εἶχον ἅπαντα κοινά» καί ὅτι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία», κι αὐτό θά’ ἔπρεπε νἆναι τό σημάδι τῆς κοινότητας τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς σέ κάθε ἐποχή.
Τρίτο, τό δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι ἕνα δῶρο διαφοροποίησης∙ οἱ γλῶσσες τῆς φωτιᾶς «διαμερίζονται» ἤ «χωρίζονται» καί κατανέμονται ἄμεσα στόν καθένα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέ μᾶς κάνει μόνο ὅλους ἕνα, ἄλλα κάνει καί τόν καθένα μας διαφορετικό. Στήν Πεντηκοστή ἡ πολλαπλότητα τῶν γλωσσῶν δέν καταργήθηκε ἀλλά ἔπαψε νά εἶναι ἡ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ∙ ὅπως προηγουμένως, ὁ καθένας μιλοῦσε στή δική του γλώσσα, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας μποροῦσε νά καταλάβει τούς ἄλλους. Γιά μένα τό νά εἶμαι Πνευματοφόρος σημαίνει ν’ ἀντιλαμβάνομαι ὅλα τά διακριτικά χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητάς μου• σημαίνει νά γίνω ἀληθινά ἐλεύθερος, ἀληθινά ὁ ἑαυτός μου μέσα στή μοναδικότητά μου. Ἡ ζωή μέσα στό Πνεῦμα ἔχει μιά ἀνεξάντλητη ποικιλία• εἶναι σφάλμα, καί ὄχι ἁγιότητα, ὅτι εἶναι ἀνιαρή καί μονότονη.
Διπλή αλήθεια
Γερόντισσας Αικατερίνης
«Θαρσείτε, εγώ ειμί∙ μη φοβείσθε» (Ματ. 14,27). Σ’ αυτές τις πέντε λέξεις του Κυρίου, βλέπουμε κατά τρόπο ζωντανό και ανάγλυφο από τη μια την αδυναμία και μετριότητα του ανθρώπου και από την άλλη την αγάπη και Παντοδυναμία του Θεού
Κι αρχίζουμε με την περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου, που ζητά να περπατήσει πάνω στα κύματα. Στην αρχή ξεκινά καλά. Μόλις όμως εισέρχεται η ολιγοπιστία και η δειλία στην ψυχή του, αρχίζει να βυθίζεται και να κράζει με αγωνία και τρόμο, παρ’ όλον ότι σαν ψαράς που ήταν θα γνώριζε ασφαλώς να κολυμπά. Κι ο Πέτρος θα πνιγόταν, αν δεν ήταν εκεί μπροστά του ο Παντοδύναμος Κύριος, που τον πρόλαβε, τον έπιασε και τον έσωσε. Και μόλις μπαίνουν στο πλοίο κοπάζει και ο άνεμος. Το παράδειγμα αυτό του Πέτρου, μας δείχνει ότι δεν είμαστε μόνοι στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας .Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται η συναίσθηση ότι είμαστε μικροί και αδύναμοι να μας οδηγεί σε δειλία και απελπισία και να τα χάνουμε μπροστά στα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής.
Αλλά, ούτε λόγω της ολιγοπιστίας μας να λησμονούμε τον Θεό και να πιανόμαστε από ψευδή και μάταια ανθρώπινα στηρίγματα. Αυτό που χρειάζεται είναι να ενθυμούμαστε στις στιγμές των δοκιμασιών μας την αγάπη και Παντοδυναμία του Κυρίου.
Γι’ αυτό η ορθή τακτική που πρέπει να ακολουθούμε, αφού και εμείς είμαστε αδύναμοι, είναι να εμπιστευόμαστε πλήρως και τελείως και να στηριζόμαστε απόλυτα στη δύναμη και αγάπη Εκείνου που είναι Παντοδύναμος.
Στην περίπτωση αυτή, ας ενθυμούμαστε πάντοτε, εκείνο που μας λέει ο Απόστολος Παύλος: «Όλα τα μπορώ, χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει» (Φιλιπ. δ’13).
Αυτή λοιπόν ας είναι η ορθή τοποθέτησή μας μπροστά στη διπλή αλήθεια, ότι ο Κύριος είναι Παντοδύναμος κι εμείς μικροί και αδύνατοι. Προσοχή, επομένως, από τον εγωισμό και την αλαζονεία και από την απελπισία και την ολιγοπιστία.
Ο Θεός μας έκανε να είμαστε βασιλείς
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Ο Θεός μας έκανε να είμαστε βασιλείς, δε μας έκανε να είμαστε ηττοπαθείς και δουλοπρεπείς. Αφού βασιλεύσουμε πρώτα στα πάθη και στην αμαρτία που μας δουλώνουν, μετά η ελευθερία η πνευματική γίνεται και βασιλεία ελεύθερη και πνευματική και στη φύση, άρα και στις αποφάσεις μας.
Πηγή: pemptousia.gr
Όχι μόνο με ψωμί: η άσκηση στην εποχή της κατανάλωσης
Σταύρου Φωτίου
Η αρμονική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και, κατ᾽ επέκταση, με τον εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και τη φύση, είναι η πρόταση ζωής που φανερώνει στους ανθρώπους ο Χριστός. Κάθε άνθρωπος καλείται να υποδεχθεί την αγάπη του Θεού, να κατανοήσει τον έσωθέν του κόσμο, να εκλάβει τον συνάνθρωπο ως αδελφό, να θεωρήσει τη φύση ως μέγα οίκο μέσα στον οποίο φιλοξενείται η ζωή. Για την επίτευξη της υπαρξιακής αυτής στοχοθεσίας απαιτείται προσπάθεια, πράγμα που στη θεολογική ορολογία ονομάζεται άσκηση.
Τα ιερά και τίμια της ζωής, τα βαθιά υπαρξιακά βιώματα, δεν επιτυγχάνονται αυτόματα αλλά προϋποθέτουν αγώνα πολλύ. Κατά συνέπεια η άσκηση βρίσκεται στους αντίποδες της μαγικής νοοτροπίας, χαρακτηριστικού γνωρίσματος του ανώριμου πνευματικά ανθρώπου. Ο αρχάριος της ζωής αναζητά έναν εύκολο τρόπο με τον οποίο θα λύσει διά μιας όλα του τα προβλήματα -οικογενειακά, οικονομικά, κοινωνικά. Στη μαγική θεώρηση της ζωής η προπαρασκευή και η προεργασία, ο μόχθος και ο κόπος, παραγνωρίζονται. Ο άνθρωπος επιζητεί να έχει το μέγιστο αποτέλεσμα καταβάλλοντας το ελάχιστο τίμημα. Η Εκκλησία, προβάλλοντας την άσκηση, καλεί τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη μαγική νοοτροπία, κάθε φαντασιακή παντοδυναμία ή παθητική μοιρολατρία.
Η συνάντηση με τον Θεό και οι αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν διαρκή καλλιέργεια, βασική δε προϋπόθεσή τους είναι η νίκη επί της φιλαυτίας, δηλαδή της φιλοδοξίας, της φιληδονίας και της φιλοχρηματίας. Kάθε αυτοδικαίωση και φαρισαϊσμός, η αρχή της ήσσονος προσπάθειας και η δικαιολογία «για όλα φταίνε οι άλλοι», απορρίπτονται. Αθλούμενοι οι άνθρωποι, ενηλικιώνονται πνευματικά, που σημαίνει αναλαμβάνουν την ευθύνη τους για ό,τι συμβαίνει μέσα τους και ανάμεσά τους: ευθύνη όχι μόνο για αυτά που πράττουν αλλά και ευθύνη για αυτά που αποφεύγουν να πράξουν.
Στους καιρούς της κοσμικής επίδειξης και του «όλα επιτρέπονται» η άσκηση συγκρούεται με την καταναλωτική λογική, για την οποία τα πάντα είναι αναλώσιμα. Έτσι, η άσκηση θυμίζει ότι π.χ. στον γάμο και τη φιλία, στην εργασία και την αγωγή, οι άνθρωποι είναι πρόσωπα μοναδικά και ανεπανάληπτα, και συνεπώς μη αντικαταστατά. Οι όντως διαπροσωπικές σχέσεις είναι σχέσεις χάριτος και δωρεάς, υπερβαίνουν την ανταλλακτική αγοραπωλησία. Η άσκηση θα βοηθήσει τον άνθρωπο να τιθασσεύσει τον εγωκεντρισμό του για να φανερωθεί το εσύ και να αναδειχθεί το εμείς.
Τρεις δε είναι οι κύριες μορφές της: η προσευχή, η νηστεία και η αγρυπνία. Με την προσευχή ο άνθρωπος θα αφουγκραστεί τη φωνή του Θεού και θα ιεραρχήσει σωστά τις ανάγκες του. Τότε θα αναδυθεί σε υπεύθυνο πρόσωπο, που δεν προσδιορίζεται από κανένα βιολογικό ή κοινωνικό προκαθορισμό, αλλά ελεύθερα καλείται να κατευθύνει την ιστορία προς τη φιλοθεΐα και τη φιλανθρωπία και όχι προς το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα. Με τη νηστεία θα διακρίνει τις πραγματικές από τις πλασματικές ανάγκες, το αναγκαίο από το περιττό. Έτσι θα μειώσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο για να προσφέρει στον συνάνθρωπο το μέγιστο. Θα μάθει ότι ο συνάνθρωπος έχει ανάγκες, για τη θεραπεία των οποίων οφείλει να μεριμνά. Τότε θα μοιράζεται ό,τι έχει και ό,τι είναι: χρήματα και χρόνο, γνώσεις και πράγματα, στοργή και τρυφερότητα. Θα ανακαλύψει ότι όπως χωρίς βιολογική τροφή ο άνθρωπος πεθαίνει, παρόμοια πεθαίνει και χωρίς τροφή υπαρξιακή.
Μέγιστη δε υπαρξιακή τροφή του ανθρώπου είναι η κοινωνία του με τον Θεό, στην οποία θα βιώσει την ελευθερία και την αγάπη, τη δικαιοσύνη και την αδελφοσύνη. Με την αγρυπνία ο άνθρωπος θα αφυπνισθεί από την υπαρξιακή ύπνωση, θα θυμηθεί τον υπαρξιακό του προορισμό. Θα πιστοποιήσει εμπειρικά ότι μόνο η γενναιοδωρία και η καλοσύνη δεν χάνονται στο διάβα του χρόνου, μόνο η αυτοπροσφορά και η αυτοθυσία διασώζουν το πέρασμα του ανθρώπου στη γη. Θα αγωνισθεί για να εκλείψει ο θάνατος από ασιτία και ο θάνατος από νόημα ζωής, για να λαμπροφορήσει η ζωή και να καρπίσουν τα όνειρα. Με την άσκηση η Eκκλησία θυμίζει στον άνθρωπο τον έσχατο σκοπό της ζωής: τη θεογνωσία, που επιφέρει την αυτογνωσία, την κοινωνικότητα και τη φυσική θεωρία.
Το προνόμιο της αποτυχίας
Αρχιμ. Βασίλειου Γοντικάκη
Την «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» την δέχονται «τα μη όντα», οι «ανύπαρκτοι», οι ταπεινοί και υπάρχουν κάποιοι «ανύπαρκτοι που βγάζουν μία ευωδία που ανασταίνει νεκρούς», γι’ αυτό είναι δράμα να είσαι «επιτυχημένος».
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
Πηγή: pemptousia.gr
π. Βασιλείου Θερμού
Εμπειρία που μου εξωτερίκευσε πνευματικός: η Όλγα έρχεται για εξομολόγηση από τα 15. Ξαφνικά, στα 23 της, ξεκινά λέγοντας: ‘Πάτερ, δεν μπορώ πια να σας κάνω υπακοή’!
Εύλογα ακολούθησε η απορία του: ‘Πότε σου ζήτησα να μου κάνεις υπακοή;’ Πράγματι αυτός ο πνευματικός πιστεύει στην ελευθερία των ανθρώπων. Χρειάστηκαν αρκετές συζητήσεις και κάποιος χρόνος για να καταλάβει η Όλγα ότι το ξέσπασμά της είχε να κάνει με το πώς αντιλαμβανόταν αυτή τόσα χρόνια το δήθεν ‘καθήκον’ της και τις δήθεν προθέσεις του πνευματικού της. Πρώτο παιδί της οικογένειας, εξοπλισμένη με αυστηρό υπερεγώ, δυσκολεύθηκε να διακρίνει πότε και πώς πίεζε τον εαυτό της και έπνιγε τις επιθυμίες της στο όνομα της καλής εντύπωσης και της απροθυμίας να αναλάβει την ευθύνη της ιδιοπροσωπίας της. Στα ελλείμματα του πνευματικού καταγράφεται η αδυναμία του να αντιληφθή αυτή την αυτόβουλη καταστολή μιας ψυχής που προθυμοποιείται να γίνεται ‘βασιλικώτερη του βασιλέως’.
Ο γέροντας Σωφρόνιος διέκρινε αυτή την διαβάθμιση: «Το πρώτο γνώρισμα της ελευθερίας είναι η απροθυμία μας να εξουσιάζουμε οποιονδήποτε. Η επόμενη βαθμίδα είναι η εσωτερική μας χειραφέτηση από την εξουσία των άλλων πάνω μας». Αν η περίπτωση αυτή ανήκει στις εύκολα ιάσιμες και χωρίς σοβαρές επιπτώσεις, αξίζει να σταθούμε σε εκείνους που είναι τόσο βαριά αλλοτριωμένοι, ώστε αναζητούν σκόπιμα ή πνευματικό που καλλιεργεί την ανελευθερία ή οποιονδήποτε άλλον πνευματικό τον οποίο όμως εξωθούν διαρκώς σε πιεστικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντί τους, μέσα από μια μαζοχιστική υποδομή. Εδώ δεν καταπιέζει ο πνευματικός αλλά οι ανάγκες του ψυχισμού οι οποίες δεν έχουν σε καμία υπόληψη το αυτεξούσιό τους. Ο εχθρός βρίσκεται μέσα από τα τείχη, γι’ αυτό και είναι δυσκολώτερα αντιμετωπίσιμος.
To τρομακτικό άγχος μπροστά στην ελευθερία (και στη συνακόλουθη ευθύνη) γίνεται πολυμήχανο και εφευρετικό. Ο άνθρωπος τότε πρόθυμα υποδουλώνεται στις άμυνές του, αρκεί να γευτή την ασφάλεια της παλινδρόμησης προς τους πρώιμους και γνώριμους ‘παραδείσους’ όπου κάποιος άλλος σκέφτεται και αποφασίζει αντί γι’ αυτόν. Άλλοτε η ψυχοπαθολογία αυτή αποτελεί συνέχεια της οικογενειακής δομής. Άλλοτε στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη ενοχή. Άλλοτε πηγάζει από φόβο προς τις επιθυμίες και τα συναισθήματα, δηλαδή προς το ‘παθητικόν’ μέρος της ψυχής. Όποια και να είναι η συγκεκριμένη αιτία, σημασία έχει πως ο ψυχισμός δεν αντέχει το θεόσδοτο δώρο της ελευθερίας, ούτε στον εαυτό του ούτε και στους άλλους. Αυτό το δεύτερο έχει ως αποτέλεσμα να εξανίσταται ο ψυχισμός εναντίον εκείνων που δείχνουν να απολαμβάνουν τη ελευθερία τους, είτε εντός είτε εκτός Εκκλησίας. Ο πειρασμός του φθόνου είναι προφανής.
Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της ασυνείδητης ανελευθερίας δεν μπορεί να γίνει λόγος για γνήσια πνευματική ζωή που θα αποδώσει καρπούς κατά Θεόν. Μόνο σε συμμόρφωση μπορούμε να ελπίζουμε. Ανήκει στην αποστολή του πνευματικού να αντιληφθή τη διαφορά μεταξύ συμμόρφωσης και εκούσιας αυτοπαράδοσης στον Χριστό με αγάπη και εμπιστοσύνη. Έτσι καθίσταται αναγκαία και πάντοτε επίκαιρη η συζήτηση για το κατά πόσο ο ίδιος ο πνευματικός έχει κατακτήσει στην πράξη αυτή τη διάκριση και συνεπώς για το τι είδους εσωτερικευμένο αντικείμενο αποτελεί γι’ αυτόν ο Θεός.
Λέγοντας «Χαίρετε», γνώριζε ότι λέγεις «Χριστός ανέστη»
με ένα άλλο τρόπο
Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού
Ο αναστάσιμος χαιρετισμός, που διαμορφώθηκε στην Ελληνική γλώσσα και μεταδόθηκε σ’ όλους τους Ορθοδόξους και στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, είναι το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»! Δεν είναι λόγος ευχής, αλλά χαιρετισμός και διακήρυξη της πίστεως στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον πιστό στον Χριστό άνθρωπο. Πόσοι όμως γνωρίζουμε ότι ο αναστάσιμος χαιρετισμός του Χριστού, αμέσως μετά την Ανάστασή Του, είναι ο (και πάλι) Ελληνικός λόγος «Χαίρετε»! Με αυτό τον χαιρετισμό απευθύνεται ο αναστάς Χριστός στις Μυροφόρες, μόλις βγήκαν από το «κενό μνημείο» (Ματθ. 28, 8-9). Η συνήθης αυτή ελληνική προσφώνηση, από την εποχή των Ομηρικών επών, αποκτά μιάν ιδιαίτερη πνευματική και χριστιανική σημασία. Η λέξη ανανοηματοδοτείται, εντασσόμενη σε ένα καθαρά αγιοπνευματικό πλαίσιο, και γίνεται το πρώτο «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» της χριστιανικής ιστορίας. Οι Μυροφόρες βγαίνουν από το μνημείο, στο οποίο πήγαν, για να τελέσουν τα συνήθη νεκρικά έθιμα στον νεκρό Χριστό, με ανάμικτα συναισθήματα «φόβου και χαράς» (Ματθ, 28, 8), κάτι το φυσιολογικό στη συνταρακτική πνευματική εμπειρία, που έζησαν, ακούοντας από τον Άγγελο, ότι ο Κύριός τους «ηγέρθη από των νεκρών» (στ.7). Ο λόγος, λοιπόν, του Χριστού προς αυτές «Χαίρετε», αποκτά ειδική σημασία, που μπορεί να προσδιορισθεί με τα ακόλουθα λόγια: «Μη φοβείσθε (Ματθ. 28, 5), αλλά χαίρετε! Να αισθάνεσθε χαρά, διότι η Ανάσταση, ως έκφραση της αγάπης του Θεού, νικά τον φόβο (Α’ Ιω. 1,18), αλλά και τον θάνατο, κάθε είδος θανάτου, διότι είναι πηγή ζωής, ζωής αιωνίου. Εκ του τάφου ανέτειλε ζωή και ελπίδα». Η Ανάσταση του Χριστού είναι, έτσι, πηγή χαράς και δεν μπορεί να εκφρασθεί αποδοτικότερα παρά με τον (Ελληνικό) χαιρετισμό «Χαίρετε»! Η λέξη δέχεται χριστιανικά μιάν υπέροχη υπέρβαση. Δεν μένει στην ενδοιστορική πραγματικότητα, σχετιζόμενη με πρόσκαιρα αγαθά («χαίρε, υγίαινε», και σήμερα «γειά-χαρά»), αλλά συνδεόμενη με υπερφυσικές εμπειρίες, όπως η μετοχή στην Ανάσταση του Χριστού και η βεβαιότητα για την νίκη πάνω στο θάνατο και την εξουσία του στον φθαρτό τούτο κόσμο. Ο πιστός στον Χριστό Έλληνας έχει σαφή γνώση, ότι με την προσφώνηση «Χαίρετε», που επαναλαμβάνει πολλές φορές την ημέρα, προσφωνεί τους άλλους με τον Αναστάσιμο λόγο του Χριστού καλώντας τους στη μετοχή στο γεγονός της Ανάστασης. Λέγοντας «Χαίρετε», γνώριζε ότι λέγεις «Χριστός ανέστη» με ένα άλλο τρόπο.
Ἡ λησμονημένη Παράδοση...
ἤ,
ποιός θυμᾶται σήμερα νὰ χαιρετίσει τὸν ἄλλον μὲ τό, «Χριστὸς Ἀνέστη»
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Μέρες Ἀναστάσιμες, αἰσιόδοξες, φωτεινὲς καὶ μὲ τὴν Ἄνοιξη νὰ μεριμνᾶ, ὥστε ν᾿ ἀποτινάξουμε τὴν ὅποια στἀχτη τοῦ χειμώνα καὶ νὰ εὐελπιστοῦμε, ὅτι ὅλα, θὰ δρομολογηθοῦν στὸν ἔγγοπο βίο μας, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ἀδιάλειπτης Παρουσίας Του καὶ στοργῆς.
Οἱ Ἐκκλησιὲς ἀκόμα εὐωδιάζουν ἀπὸ τὰ μῦρα τοῦ Ἐπιταφίου καὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ κεριὰ στὰ μανουάλια ἀκόμα φωτίζουν μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ φωταγωγοῦν τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν, ὅμως μέσα στὸν κόσμο, στὸν κόσμο ποὺ δέχτηκε τὸν Ἐπιταφιο, ποὺ χάρηκε τὴν Ἀνάσταση, ποὺ γιόρτασε καὶ χάρηκε, μιὰ ἀδιαφορία γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ πλανᾶται. Ἀδιαφορία ντυμένη μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς προοδευτικότητας καὶ τοῦ συγχρονισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ φανοῦμε πὼς εἴμαστε καθυστερημένοι ἤ ἀνακόλουθοι τῶν ὅσων συμβαίνουν ἤ ἐξελίσσονται γύρω μας. Ἔτσι, μέρες ποὺ εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται σωστὸ ὥστε ὁ χαιρετισμὸς μεταξὺ τῶν πιστῶν νὰ εἶναι:
-Χριστὸς Ἀνέστη!
-Ἀλήθῶς, ὁ Κύριος!
Γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι παρωχημένο πιά. Δὲ χρειάζεται, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ ἀόριστη φράση «Χρόνια Πολλά», ἔτσι ὤστε νὰ τὰ καλύψει ὄλα.
Ὅμως, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐξελιχτοῦν τὰ πράγματα καὶ γιατί, τάχα;
Γιὰ νὰ εἴαστε τίμιοι μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε καλὸ θὰ εἶναι νὰ σεβόμαστε ὅ,τι μᾶς παραδίδεται κι ὄχι νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε χωρὶς νὰ τὸ ἐρευνήσουμε καλῶς.
Ἐπειδὴ ἄν σταθοῦμε μὲ σύνεση καὶ προσοχὴ πάνω στὸν χαιρετισμὸ αὐτόν, τότε θὰ καταλάβουμε πραγματικὰ τί σημαίνει Ἀνάσταση καὶ γιατὶ ἡ Ἐκκλησία γιὰ σαράντα ὁλόκληρες μέρες πανηγυρίζει τὸ μέγα αὐτὸ γεγονός: ὅτι δηλαδή, «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκεοιμημένων ἐγένετο» (ἱ. Χρυσόστομος). Αὐτὸ ἄλλωστε δὲν εἶναι καὶ τὸ μέγα ζητούμενο γιὰ τὸν κάθε θνητό;
Ἑπομένως γιατὶ νὰ πάψουμε νὰ τιμᾶμε τὴν ὅμορφη αὐτὴ συνήθεια τὼν προγόνων μας, ἡ ὁποία σὺν τοὶς ἄλλοις εἶναι καὶ μιὰ ὁμολογία γιὰ τὸν κάθε πιστὸ ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὰ ὄσα διακήρυξε τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός του καὶ τὸ ἀνανεώνει σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη, «προδοκᾶ Ἀνάσταση νεκρῶν..» (Σύμβολο τῆς Πίστεως);
Ἄς πάψουμε, λοιπόν, νὰ εἴμαστε συντονισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εὔχεται ἀόριστα «Χρόνια πολλὰ» κι ἄς ζήσουμε τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως μὲ τὸν ἀξεπέραστο χαιρετισμό,
-Χριστὸς Ἀνέστη
-Ἀληθῶς,Ἀνέστη.
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ 2017
Φωτη Κόντογλου
Οι άνθρωποι έχουν στην καρδιά τους μεγάλο φόβο μήπως απομείνουν απροστάτευτοι και φτωχοί στη ζωή τους, και για τούτο, ο νους κι’ ο λογισμός τους είναι στο να μαζέψουν χρήματα η ν’ αποκτήσουν κτήματα κι’ άλλα πλούτη, για να τα ‘χουνε στην ανάγκη τους.
Και καλά για εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό, και κρεμούνε την ελπίδα τους στα χρήματα και στ’ άλλα πλούτη. Άλλα τι να πει κανένας για εκείνους που λέγονται χριστιανοί, που πάνε στην εκκλησία και παρακαλούνε τον Θεό να τους βοηθήσει στη ζωή και που λένε πώς έχουνε την ελπίδα τους στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, κι’ από την άλλη μεριά είναι φιλάργυροι, δεν δίνουνε τίποτα στ’ αδέλφια τους, τους φτωχούς, κι’ ολοένα μαζεύουνε χρήματα και πλούτη; Στη ζωή μου είδα πώς οι τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί είναι οι περισσότεροι, κι’ απορεί κανένας πώς μπορούνε να συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, με τα λόγια του Χριστού, που λέει και ξαναλέει: «Μη φροντίζετε για το τι θα φάτε και για το τι θα πιείτε και για το τι θα ντυθείτε. Κοιτάξετε τα πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, κι’ όμως ο Πατέρας τους ο ουράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε με πόση μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένα τα αγριολούλουδα, που κι’ ο ίδιος ο Σολομώντας δεν στολίσθηκε σαν αυτά τα τιποτένια λουλούδια. Λοιπόν, αν για το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα λουλουδίζει κι’ αύριο το καίγουνε στον φούρνο, φροντίζει ο Πατέρας σας που είναι στον ουρανό, ποσό περισσότερο θα φροντίσει για σάς, ολιγόπιστοι;».
Αυτά είναι λογία καθαρά, απλά, σίγουρα, και δείχνουν πώς πρέπει να είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας του Χριστού. Γιατί πώς μπορεί να έχει πίστη στον Χριστό ένας άνθρωπος, και μαζί να είναι κολλημένος στα χρήματα και στο συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ από τους άθεους; θα πει πως νομίζει πώς θα ξεγελάσει τον Θεό. Άλλα «Θεός ου μυκτηρίζεται» δηλαδή, ο Θεός δεν περιπαίζεται.
Κι’ όμως, η πονηρή γνώμη του ανθρώπου όλα μπορεί να τα συμβιβάσει: Να είναι γαντζωμένος καλά στο χρήμα, δηλαδή στο διάβολο, που τον λέγει ο Χριστός Μαμωνά, Θεό της φιλαργυρίας, και τον ίδιο καιρό να παρουσιάζεται για χριστιανός, να πηγαίνει στην εκκλησιά, να κάνει σταυρούς και μετάνοιες, να κλαίει πολλές φορές από την αγάπη του για τον Χριστό, άλλα να μην μπορεί να ξεγαντζωθεί από τα λεφτά κι’ από τη μανία του παρά. Λογική δεν χωρά καθόλου σ’ αυτούς. Είναι ολότελα αναίσθητοι και πονηροί, κι’ ό,τι κάνουν το κάνουν για να το έχουν δίπορτο, κι’ ό,τι κερδίσουν. «Βάστα γερά», σου λέει, τα λεφτά, που είναι χειροπιαστά, άναβε και κανένα κερί, κάνε και καμιά μετάνοια, για να 'χεις το μέσο και με τον Χριστό. Αν βγούνε αληθινά τα λογία του για παράδεισο και για κόλαση, έχουμε κι’ από κει τη σιγουράντζα. Ό,τι και να γίνει, είναι κανένας κερδισμένος».
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αν, ελπίζουμε στον Χριστό μοναχά για τούτη τη ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί άνθρωποι». Γιατί οι ψευτοχριστιανοί παρακαλούνε τον Χριστό προπάντων για τις υποθέσεις τούτου του κόσμου, για τις δουλειές τους, για τη σωματική υγεία τους, για τα παιδιά τους, και μόλις σκοτεινιάσει η κατάσταση, αρχίζουν τα παράπονα γιατί ο Χριστός κι’ η Παναγία δεν τρέξανε να τους βοηθήσουν στις δουλειές τους, πολλές φορές σε τέτοιες δουλειές που είναι απάνθρωπες και που τους κάνουν να κακουργούν καταπάνω στ’ αδέλφια τους.
Ο Απόστολος Παύλος λέει πάλι αλλού: «Είναι κάλο να στερεώνετε την καρδιά σας με την ελπίδα στη χάρη του θεού, κι’ όχι με φαγητά (δηλαδή με σαρκικά και υλικά πράγματα), που μ' αυτά δεν ωφεληθήκαν όσοι αφιερώσανε τη ζωή τους σ’ αυτά, δηλαδή στο να μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τον εαυτό τους πως μ’ αυτά εξασφαλίζονται». Γιατί «επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται».
Δεν υπάρχει κανένα πράγμα πιο σίγουρο από την ματαιότητα του κόσμου, κανένα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας φανερώνει αυτή την απελπιστική ματαιότητα. Και όμως, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο κάθισαν και σκεφθήκανε πάνω σ’ αυτό το φανερότατο και σιγουρότατο φαινόμενο, στη ματαιότητα, που θα ‘πρεπε ο κάθε άνθρωπος να το 'χει μέρα - νύχτα μπροστά του; Μα εμείς κάνουμε σαν το καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), που χώνει το κεφάλι του στον άμμο για να μη βλέπει τον φονιά του, και θαρρεί πώς κρύφτηκε από αυτόν.
Ποσό αξιολύπητοι σ’ αυτό απάνω είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι της γης! Ενώ βλέπουν καθαρά πώς το βάραθρο που κατάπιε όλους τους σπουδαίους από καταβολής κόσμου, και πώς τ’ ανοιχτό στόμα του περιμένει να τους καταπιεί κι’ αυτούς, εκείνοι δος του και καταγίνονται με «μάταια και ψευδή», με πολιτικές πονηριές, με πολέμους, με ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, και με ανοησίες, που διαλαλώνται σ’ όλη την οικούμενη. Ω ανοησία εκείνων που τους λέει ο κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυείς! Τι φτώχεια αληθινά από κρίση κι’ από γνώση! Κι' από τέτοιους κυβερνιέται ο κόσμος. Η οι άλλοι που καταγίνονται με μανία στις μάταιες φιλοσοφίες και στις τέχνες, και τούς αποθεώνουν οι άλλοι, οι πολλοί που δεν έχουν κουκούτσι κρίση, ενώ ξέρουν καλά πώς δεν θα περάσει πολύς καιρός πού θα σβήσουν όλοι από τον κόσμο!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Ασάλευτο θεμέλιο, Έκδ. Ακρίτας
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντος Ἀθανασίου
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀποδείξει ὅτι ὄντως ὁ Χριστός ἀνέστη καί ἐμεῖς εἴμαστε ἀναστημένοι. Καί πῶς θά τό ἀποδείξουμε; Πῶς ἡ Ἐκκλησία σήμερα θά ἀπαντήσει σέ αὐτό τό ἀμείλικτο ἐρώτημα τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου; Μᾶς τό ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκείνη τή νύχτα, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων», τή λαμπροφόρο ἐκείνη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «μηδείς φοβείσθω θάνατον! Ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Τί μεγάλος λόγος εἶναι αὐτός μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων! Μέσα ἀπό τό παραλήρημα τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως ἔρχεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί λέει, κανένας σας νά μήν φοβᾶται τόν θάνατο, «μηδείς φοβείσθω θάνατον! Ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος», κανένας σας νά μήν κλαίει γιά τά πταίσματα καί τά λάθη του, διότι ἀπό τόν τάφο ἀνέτειλε ἡ συγγνώμη. «Μηδείς θρηνείτω πενίαν», κανείς νά μήν κλαίει γιά τή φτώχια του, διότι ἀνέτειλε ἡ κοινή βασιλεία ἀπό τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι!» Ἀνέστη ὁ Κύριος καί κανένας νεκρός δέν εἶναι μέσα στό μνῆμα. Γιατί; Διότι αὐτός εἶναι ἡ Ἀνάστασή μας.
Εὔχομαι ὁλόψυχα, ὁ Θεός, ὁ ζωντανός Θεός, Αὐτός ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν ἄνθρωπο εἰς τήν πανήγυριν τῆς δόξης τῆς βασιλείας Του, νά δώσει καί σέ μᾶς τή μεγάλη ἐμπειρία, νά ὑπερβοῦμε τά παρόντα, νά ξεπεράσουμε τόν θάνατο, νά διαλύσουμε τό σκότος τοῦ μνήματος τοῦ παρόντος αἰῶνος καί νά γευθοῦμε τή μεγάλη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστός γιά μᾶς εἶναι πατέρας μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι φίλος μας, εἶναι ἡ ζωή μας ἡ ἴδια. «Αὐτός ἐστιν ἡ χαρά καί ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν»!
Αρχιμ. Φιλόθεου Μαχαιριώτη
Άνοιξη κι η φύση ντυμένη τα καλά της, συνθέτει μια πολύχρωμη εικόνα, μυρωδιών και ήχων, που αποτελούν ό,τι έχει περάσει «από τη μνήμη στην καρδιά».
Το ένα κερί παίρνει τη θέση του δίπλα στο άλλο στο μανουάλι κι οι χριστιανοί τη θέση τους μέσα στην εκκλησία. Λαμπροφορεμένη η εκκλησία, λαμπροφορεμένος ο κόσμος, αστράφτουν τα πρόσωπα. Έφτασε η Λαμπρή: «Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες, όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστείτε. Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες, με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε. Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες, μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε. Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι». («Η ημέρα της Λαμπρής», Διονύσιος Σολωμός). Ανοίγουν τα ροδοπέταλα της καρδιάς κάθε χριστιανού, για να δεχθεί μέσα της το χαρμόσυνο μήνυμα: Χριστός Ανέστη! Η φύση, οι άνθρωποι, οι άγγελοι κι ο Ίδιος ο Χριστός, κατά τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, συνεορτάζουν τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ας μη μείνει κανείς έξω απ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή: «εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου».
Το Πάσχα συμβολίζει το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Ο κάθε χριστιανός που αποβάλλει από μέσα του την αμαρτία προστρέχοντας στο λουτρό της μετάνοιας, που με συντετριμμένη καρδία συμμετέχει στο ύψιστο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, αυτός ενώνεται με το Χριστό και αναγεννιέται. Κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, όταν εμείς οι άνθρωποι εξερχόμαστε από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, Αυτός ο Ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σ’ εκείνον που συναναστήθηκε μαζί του να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η ανάσταση της ψυχής είναι η ένωσή της με τη Ζωή και το ξεκίνημα μιας νέας, εν Χριστώ ζωής. Αυτή είναι η νέα διάσταση, που δίνει στη ζωή μας η Ανάσταση του Κυρίου μας. Γι’ αυτό και η Ανάσταση δεν τελειώνει εκείνο το βράδυ, ούτε διαρκεί μόνο μία εβδομάδα. Η Ανάσταση είναι ένα γεγονός, που οι χριστιανοί βιώνουν καθημερινά. Η Ανάσταση του Χριστού μάς γεμίζει με φως, χάρη, χαρά, ελπίδα και νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Χριστός ανέστη και μαζί του συνανέστησε την οικουμένη. «Και αυτός μεν ανέστη θραύσας τα δεσμά του θανάτου, ημάς δε ανέστησε συντρίψας τας αλυσίδας των αμαρτιών μας». Ο Χριστός με την Ανάστασή Του ελευθερώνει όλη την ανθρωπότητα και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά από το βαρύ φορτίο των αμαρτιών του. Γι’ αυτό πλεόν «μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε.» Ας μην απελπιζόμαστε για τις αμαρτίες μας. Τώρα υπάρχει σωτηρία. Τώρα υπάρχει τρόπος επιστροφής. Η θυσία του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν αφήνει περιθώρια απόγνωσης κι απελπισίας, αλλά φωτίζει το δρόμο της ελπίδας με οδηγό την αληθινή μετάνοια και την ταπείνωση.
«Ας εορτάσωμεν, λοιπόν, την εορτήν της Αναστάσεως του Κυρίου. Είδες το κατόρθωμα της Αναστάσεως; Είδες την φιλανθρωπίαν του Κυρίου; Είδες μέγεθος φροντίδος;», πανηγυρίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και μας προτρέπει να ευγνωμονούμε τον Κύριό μας για τη μεγάλη του φιλανθρωπία και ανεξάντλητη αγάπη. Ας χαιρετούμε καθημερινά το συνάνθρωπό μας προσφωνώντας τον «Χριστός Ανέστη, χαρά μου!», όπως συνήθιζε ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, σκορπώντας παντού το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως.
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί,
Πάσχα, Κυρίου Πάσχα»
Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ, Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου
Πραγματικά! Τί σπουδαία ἡμέρα! Τί λαμπρή ἡμέρα! Τί ὁλόφωτη ἡμέρα! Τί χαρούμενη ἡμέρα! «Καί τήν χαράν ἡμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾽ ἡμῶν» μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος καί μᾶς παρήγγειλε: «Πορευθέντες ἀπαγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὅτι Κύριος ἐβασίλευσε, καί γάρ κατώρθωσε τήν οἰκουμένην ἥτις οὐ σαλευθήσεται», διότι ὑμεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» (Πρ. α´ 8) τῆς Ἀναστάσεως. Μαρτυροῦμεν καί κηρύττομεν στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾍδη, τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καί χαίρουσιν ἄγγελοι» (Κατηχητικός Λόγος Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου), καί χαίρουσιν ἄνθρωποι, καί χαίρει σύμπασα ἡ κτίσις. Γι᾽ αὐτό ἀναφωνεῖ ὁ Ἅγ. Σεραφείμ: «Χριστός ἀνέστη! Χαρά μου!»
Ὁ θριαμβευτικός αὐτός παιάνας σπάει τίς σιδηρόφρακτες πύλες τοῦ ᾍδη· φωταγωγεῖ τά ἀνήλια βασίλεια τῆς καταχνιᾶς, τοῦ σκότους, τῆς κατάθλιψης· ἐλευθερώνει σύνολον τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν τοῦ θανάτου· ἐγκαινίζει τό πρόσωπον· νεουργεῖ τήν κτίσιν· μεταμορφώνει τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου· ἐνδοξάζει τόν ἄνθρωπον ψυχῇ τε καί σώματι.
Ἡ ἀπελπισία φυγαδεύεται καί ἡ ἐλπίδα εἰσέρχεται, στερεώνεται μέ τήν πίστιν καί περιτειχίζεται μέ τήν ἀγάπην. Ἡ Ἀγάπη ἐνοικεῖ στήν ἀγάπην, ὁ Θεός ἐνσαρκώνεται καί ἐνοικεῖ στήν ἀνθρωπότητα, μεταδίδει αὐτό πού ἔχει, τήν θείαν του Χάριν, στήν ἀνθρωπότητα. Ἡ λύπη παύει, διότι ἐκ τοῦ τάφου ἡ χαρά ἀνέτειλεν. Καί αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι φαντασία, δέν εἶναι συναίσθημα, δέν εἶναι... πρᾶγμα ἀνθρώπινον. Ἡ Χαρά αὐτή, ὁ Χριστός ἐστι. «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν... ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ...». Ὁ Κύριος ἡμῶν «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ´ 8). Καί ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. στ´ 56). «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ἡ ἐμή ἐν ὑμῖν μείνῃ καί ἡ χαρά ὑμῶν πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιε´ 11).
Τότε, ὁ μέγας λίθος τοῦ μνημείου τῆς καρδιᾶς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀσέβεια, θά μετακινηθεῖ ἀπό τόν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς στείλει, τόν πνευματικόν μας καθοδηγητήν στήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, καί θεραπευτή Θεοῦ τῆς ἀσθενείας τοῦ εἶναι μας, νοουμένου ὅτι ἐμεῖς θά τηρήσουμε τάς ἐντολάς μέ ὑπακοήν, καί θά ἀγωνιστοῦμε νομίμως καί ἀξίως τῆς κλήσεώς μας. Τότε θά δοῦμε τόν ἑαυτό μας μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης νά τρέχει, γιά νά ἀπαγγείλει πᾶσι τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς, στούς γνωστούς καί στούς ἀγνώστους, στούς πιστούς καί στούς ἀπίστους, τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό πᾶν. Ἄς ἀνοίξωμε τήν καρδιά μας καί ἄς τόν παρακαλέσωμε: Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἐμοί, καί ἀπέλασον ἀπ᾽ ἐμοῦ τήν σκοτόμαιναν, καταλαμπρύνων με τῷ φωτί τοῦ προσώπου σου, καί δίωξον τά πονηρά πνεύματα τά καθ᾽ ἑκάστην πολεμοῦντά με καί τήν ψυχήν μου ζητοῦσι τοῦ θανατῶσαι, παρέχων μοι τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν τοῦ Πνεύματος δωρεάν εἰς ἐλευθερίαν, ἐκρίζωσον τά πάθη τά τυραννοῦντά με, ἐμφυτεύων τά πολυπίκοιλα ἄνθη τῶν ἀρετῶν εἰς τόν λειμῶνα τῆς ψυχῆς μου. Ἔνδυσόν με ἔνδυμα γάμου, κατακοσμῶν με τόν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου, καί θῆσον ἐπί τήν κεφαλήν μου στέφανον ἐκ λίθων τιμίων, ἵνα μή εὑρεθῶ γυμνός καί κατησχυμμένος, ἀποπεμπόμενος μακράν ἀπό σοῦ. Ἀξίωσόν με τῆς εἰσόδου τῶν Ἁγίων σου ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων καί φωνή ἀγαλλιάσεως καί χαρά ἀνεκλάλητος, χαίροντα καί ἀγαλλόμενον τῇ παγκάλῳ θέᾳ τοῦ προσώπου σου, εὐφραινόμενον μετά πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ᾽ αἰώνων σοι εὐαρεστησάντων εἰς δόξαν σήν, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά τοῦ ἀνάρχου σου Πατρός καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ κι ἐτούτη τὴ βραδυὰ τοῦ Μ. Σαββατου σιωπηλοὶ βαδίζουμε πρὸς τὸ ναό, ὥστε νὰ ζησουμε μὲ λαμπρότητα καὶ κατάνυξη τὶς κορυφαῖες καὶ ἀθάνατες στιγμὲς τῆς Ἀναστάσεως. Πορευόμαστε μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα στὸ χέρι καὶ στοχαζόμαστε, πόση εὐφροσύνη καὶ εὐλογία ἀκτινοβολοῦν στὴν πληγωμένη μας ψυχὴ αὐτὲς οἱ πάντιμες στιγμές. Στιγμὲς δέους καὶ αἰσιοδοξίας καθὼς εἶναι, ποὺ μόνο ὁ συνειδητὰ πιστὸς μπορεῖ νὰ βιώσει, νὰ αἰσθανθεῖ, νὰ καταννοήσει. Ὁ πιστός, ποὺ σημαίνει ὁ συμμέτοχος στὸ μεγαλο κι εύεργετικὸ γεγονὸς τοῦ θείου Πάθους. Γιατὶ δὲν μπορεῖς νὰ ξεπεράσεις «τὸν δι᾿ ἡμᾶς Σταυρωθέντα Κύριον...», ἀλλὰ καὶ «τὴν θεόσωμον Ταφήν Του, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδόν Του... δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε». Ἐπειδὴ τότε θὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἀγνωμοσύνη καὶ χαμένος ὁ χρόνος γιὰ ὅσους ἔρχονται στὴν ἐκκλησιὰ νὰ «παρακολουθήσουν» μονάχα, τὴν Τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι, γιὰ τὸ καλό!!! Ἀλήθεια, ποιὸ καλό, ὅταν αὐτὸ δὲ φέρει τὴ σφραγίδα τῆς συμπόρευσης καὶ συναναβάσεως μὲ Ἐκεῖνον;
Συμπόρευση, λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς μετοχή, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἀφιέρωση, διότι μόνάχα ἄν συνιειδητοποιήσουμε τὶς εὐεργεσίες του καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅτι «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶς φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται» (Ἤσ.53, 4 ) , τότε θὰ ἀνακάλύψουμε μέσα στὴν ἀποψινὴ βραδυὰ τὸ κλειδί, ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν θύρα τοῦ Παραδείσου. Αὐτήν, ποὺ ἀπὸ ἀνοησία κλείσαμε πίσω μας, πιστεύοντας πὼς μακρυά Του θὰ τὰ καταφέρουμε. Κι ὅμως...
Φορτωμένοι ἀπόψε τοὺς βασανισμοὺς τῆς καθημερινότητας, ποὺ δὲν ἔχει καμμία, μὰ καμμία στοργὴ καὶ φιλανθρωπία, πορευόμαστε πρὸς Ἐκεῖνον ἀναμένοντας τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως νὰ λάμψει μέσα μας καὶ στὴ ζωή μας, φωτίζοντας ἀνήλιαγες γωνιές τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ζεστάνει τὴν παγωμένη καρδιά. Παγωμένη ἀπὸ τὴν ψυχρότητα ποὺ ἐκπέμπει ἡ συμπεριφορὰ τῶν πολλῶν: Φίλων καὶ γνωστῶν.... Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν Ἀναστάσιμη θαλπωρὴ νοιώθουμε τὴν ἀπαραίτητη ἀσφάλεια καὶ εὐφροσύνη, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ μᾶς προσφέρει νὰ μᾶς χαρίσει, ὅσο κι ἄν τὸν ἐρευνήσουμε.
Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ κάτι ἀκόμη. Πὼς ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι γεγονὸς αὐτόνομο καὶ ξεχωριστό. Μὲ λίγα λόγια δὲ νοεῖται Ἀνασταση δίχως τὸ Σταυρό, τὸ θάνατο καί, φυσικά, δίχως τὸν σαββατισμό, τὴν ἐθελούσιο, δηλαδή, ἀπουσία τοῦ Κύρίου ἀπὸ τῶν ἔργων Αὐτοῦ. Δίχως τὴν «πολὺν σιγὴν» (Ἁγ.Ἐπιφανιος Κύπρου), ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ «κυοφορηθεῖ» ἡ Ἀνάσταση καὶ συνάμα γιὰ νὰ «κατέλθῃ (Ἐκεῖνος) ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ὥστε νὰ θλάσει μοχλοὺς αἰωνίους καὶ παράλληλα «τὸν Ἁδὰμ σὺν τῇ Εὔα» νὰ λυτρώσει «παγγενῆ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὑπερευλογημένο τὸ Μ. Σάββατο, ἐπειδὴ ἀλλιῶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, (τῶν) ἑορτῶν ( ἡ) ἑορτή, καὶ (ἡ) πανήγυρις (τῶν) πανηγύρεων...».Ἤ πιὸ ἁπλᾶ «Ἀναστάσεως ἡμέρα...(ὤστε νὰ) λαμπρυνθῶμεν» ἀπομακρύνοντας ἀπὸ μέσα μας ὅλα τὰ σκοτάδια, τὴν κατήφεια καὶ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί, «Χριστός Ἀνέστη».
Καθηγητή Γεωργίου Πατρώνου
Το όρος των ελαιών και ο κήπος της αγωνίας, είναι η Γεσθημανή του καθενός ανθρώπου, όπου σώζεται δια της αγωνίας και του θανάτου του Χριστού. Εκεί στην αγωνία της Γεσθημανή συνθλίβεται κανείς, αλλά εκεί βρίσκει συγχρόνως και το έλεος του Θεού. Είναι ενδεικτικό, ότι Γεσθημανή στα εβραϊκά σημαίνει ‘σύνθλιψη των ελαιών’ ή ελαιοτριβείο’, και από τη σύνθλιψη αυτή βγαίνει καρπός ζωής. Εκεί στη Γεσθημανή όπου ο χώρος και ο τόπος της πανανθρώπινης αγωνίας, ο Ιησούς καθαγίασε κάθε ανθρώπινη οδύνη και υπαρξιακή αγωνία.
Σταύρου Σ. Φωτίου
Ο Χριστός βασανίζεται και σταυρώνεται ύστερα από τη θρησκευτική καταδίκη του από το Μέγα Συνέδριο των Ιουδαίων και την πολιτική καταδίκη του από τον Ρωμαίο Επίτροπο της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Ο λόγος της καταδίκης του είναι η σύγκρουσή του με τις δυνάμεις που αντιμάχονται τη βασιλεία του Θεού, τον κόσμο της ελευθερίας και της αγάπης.
Ο ίδιος ο Χριστός αποτελεί την κρίση των ανθρώπων. Επειδή ενσαρκώνει και φανερώνει την αλήθεια σε κάθε πτυχή της ζωής, η παρουσία του και μόνο κρίνει κάθε ψεύδος και αλλοτρίωση. Στη συνάντησή του με τον Χριστό κάθε άνθρωπος κρίνεται, κατανοεί σε ποια βαθμίδα βρίσκεται στην κλίμακα της αλήθειας. Ο άνθρωπος βλέπει τι είναι αληθινό και έτσι αντιλαμβάνεται πόσο απέχει από αυτό.
Η αλήθεια όμως δεν είναι αρεστή σε όλους, ιδιαίτερα σε όσους επέλεξαν να συμμαχήσουν με τις δαιμονικές δυνάμεις. Έτσι ο Χριστός προκαλεί την αντίδραση των θρησκευτικών ηγετών του Ιουδαϊσμού. Τον καταδικάζουν για βλασφημία, αφού δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, ως τον αναμενόμενο μεσσία. Και τούτο γιατί ο Χριστός καταδικάζει το νομικισμό και την τυπολατρία, το φαρισαϊσμό και την ψευδοευσέβεια, προβάλλει ένα Θεό που αγαπά τον άνθρωπο και τον καλεί στην ελευθερία.
Επιπλέον ο Χριστός σκανδαλίζει γιατί κάνει παρέα με πόρνες, τελώνες και άλλους αμαρτωλούς, που οι Γραμματείς και Φαρισαίοι περιφρονούν και θεωρούν ότι δεν αξίζουν σωτηρίας. Για τον Χριστό, όμως, κάθε άνθρωπος είναι παιδί του Θεού, κεκλημένο στη βασιλεία του. Σε αυτή δε τη βασιλεία του Θεού ο Χριστός προσκαλεί όχι μόνο τους Ισραηλίτες αλλά όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμία εξαίρεση. Το οικουμενικό αυτό μήνυμά του συγκρούεται με την αντίληψη των συμπατριωτών του ότι ο Θεός νοιάζεται μόνο γι᾽ αυτούς.
Ακόμη, ο Χριστός συγκρούεται με τους Ρωμαίους, αφού καταδικάζει κάθε εξουσία που δυναστεύει και υποτάσσει τους ανθρώπους στις άνομές της επιδιώξεις. Για τον Χριστό μόνη επιτρεπτή μορφή εξουσίας είναι η διακονία των άλλων. Άλλωστε ο ίδιος είναι φτωχός, δεν επιδιώκει να κερδίσει κάποια επίζηλη θέση, δεν περιμένει ανταλλάγματα από αυτούς που βοηθά, δεν συγκινείται από όσους κατέχουν αξιώματα. Γι᾽ αυτόν κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώσει την αλήθεια, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την κοινωνική του κατάσταση.
Περαιτέρω ο Χριστός απογοητεύει το πλήθος που τον θέλει πολιτικό μεσσία και στρατιωτικό αρχηγό, που θα νικήσει τους Ρωμαίους και θα τους αντικαταστήσει στην παγκόσμια ηγεμονία. Η βασιλεία του Χριστού είναι άλλης τάξης: πρόκειται για τη συναδέλφωση των ανθρώπων και την αρμονική τους συνύπαρξη. Ο Χριστός ζητά από κάθε άνθρωπο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για τα δρώμενα στον κόσμο, να συνεισφέρει όσο μπορεί στη μεταμόρφωσή του. Γι᾽ αυτό και απορρίπτει κάθε από μηχανής Θεό, κάθε μαγική αντίληψη για οποιαδήποτε αλλαγή.
Κατά συνέπεια, Ιερείς, Φαρισαίοι, Γραμματείς, Ρωμαίοι και πλήθος συμφωνούν σε ένα: ο Χριστός πρέπει να πεθάνει. Ο Χριστός πρέπει να πεθάνει για να μην ενοχλεί τη συνείδησή τους, να μην ταράσσει την υπαρξιακή τους ύπνωση, να μην αναμοχλεύει τα άδικα και παράνομα της ζωής τους.
Παρά ταύτα ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας θάνατος που δέχθηκε να τον υποστεί γιατί υπήρξε πολιτικός επαναστάτης ή κοινωνικός αναμορφωτής. Ο Χριστός δέχθηκε εκούσια να πεθάνει πάνω στο σταυρό, γιατί ως Θεός που θέλει να σώσει τον άνθρωπο έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον μέγιστο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο. Με τον θάνατο και την ανάστασή του ο Χριστός νικά τον θάνατο και απελευθερώνει τους ανθρώπους από την κυριαρχία του.
Τούτο σημαίνει ότι στην παρούσα ζωή η αγάπη είναι συνώνυμη της θυσίας, γι᾽ αυτό και είναι σταυρωμένη. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να αγαπήσει πρέπει να σταυρώσει τα πάθη του, να νικήσει τη φιλαυτία. Η πορεία προς την ανάσταση διέρχεται διά του σταυρού, τον οποίο ο πιστός όταν συναντήσει δεν πρέπει να φοβηθεί γιατί γνωρίζει ότι ακολουθεί η ανάσταση.
Η ορθόδοξη εικόνα της Σταυρώσεως του Χριστού δεν τον παρουσιάζει πάνω στο σταυρό σε άθλια σωματική κατάσταση ―όπως κάνει η δυτική απεικόνιση― αλλά τον παρουσιάζει ως το βασιλέα της δόξας, εκείνον που νικά τη φθορά και τον θάνατο.
Από το βιβλίο «Η ορθόδοξη πίστη»
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Οι άγιοι κι όταν αμάρταναν είχαν την δύναμη να ξανασηκωθούν με μια απλότητα και με μια υγεία. Αν αμάρτησαν μετανοούσαν εκ βάθους καρδίας και άχρι θανάτου, αλλά δεν πάθαιναν ψυχοπλάκωμα και κατάθλιψη. Ενώ εμείς αν έχουμε καμιά αμαρτία αρχίζουμε το γιατί μετά, μα γιατί να το κάνω, γιατί να το σκεφτώ, γιατί να το διαπράξω, λες και είναι παράξενο πράγμα να κάνουμε μια αμαρτία. Γιατί δηλαδή να μη το κάνεις, τί νόμιζες ότι ήσουν; Νόμιζες ότι ήσουν τόσο σπουδαίος, αλάνθαστος και δεν μπορούσες ποτέ σου να αποτύχεις εσύ, να κάνεις μια αμαρτία;
Πηγή: pemptousia.gr
π. Μιχαήλ Βοσκού
Ἡ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Οἱ Ἀκολουθίες εἶναι μακρὲς καὶ κατανυκτικές, κυριαρχοῦν δὲ σὲ αὐτὲς τὰ πολλὰ “διαβαστὰ” (ψαλμοί, ἀναγνώσματα, εὐχές), ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἀρχαιοπρέπεια. Ἡ σημαντικότερη διαφορὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος εἶναι ἡ ἀπαγόρευση τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς. Ἀντὶ τῆς κανονικῆς Θείας Λειτουργίας τελεῖται κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς (κυρίως τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευὲς) ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ χωρὶς ἀμφιβολία τὴν καρδιὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς συμπληρώνουν οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοὶ τῶν Κυριακῶν, τὸ Μεγάλο ᾽Απόδειπνο ποὺ ἀναγινώσκεται ἀπὸ τὴ Δευτέρα μέχρι τὴν Πέμπτη μὲ ψαλμωδία μέρους τοῦ Μεγάλου Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα καὶ Κανόνων ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἑβδομάδες, ὁ Ὄρθρος, οἱ Ὧρες καὶ ὁ Ἑσπερινός, ποὺ ἔχουν αὐτὴ τὴν περίοδο ἔντονο κατανυκτικὸ χρῶμα, καὶ φυσικὰ ἡ ἰδιαίτερα λαοφιλὴς Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ τελεῖται κάθε Παρασκευή. Μὲ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν διακόπτεται γιὰ δύο ἡμέρες ἡ πένθιμη καὶ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν καθημερινῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, γιὰ νὰ ἐπανέλθει καὶ πάλι τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς μὲ τὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό, ἀφοῦ πρῶτα ζήσουμε τὴν χαρμόσυνη και ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα τῶν Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴ διπλή τους θεματολογία.
Ἡ νηστεία, ἡ ἐντονώτερη προσευχὴ καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν συμμετοχὴ στὶς κατανυκτικὲς Ἀκολουθίες τῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὑποβοηθοῦν νὰ ἐντείνουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερο τὸν πνευματικό μας ἀγώνα, ποὺ δὲν εἶναι ἀγώνας μόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀλλὰ ἀγώνας ὁλόκληρής μας τῆς ζωῆς, καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν, τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῶν ἐλαττωμάτων μας καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, στὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ ὅ,τι ἀμαυρώνει τὴν στολή της, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βρεῖ χῶρο μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας ὅμως,γιὰ νὰ φέρει πραγματικὰ ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ θεμελιωθεῖ πάνω στὴ βάση τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στολιστεῖ μὲ τοὺς καρποὺς τῆς μετάνοιας.
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Όχι δεν μπορώ σαν Χριστιανός να δεχθώ ότι o Θεός και η Παναγία θέλουν να πεθαίνουν οι άνθρωποι, να σκοτώνονται στις εθνικές οδούς, να σφάζονται στους πολέμους και να υποφέρουν στα ογκολογικά τμήματα των νοσοκομείων.
Ο Θεός που αποκάλυψε ο Χριστός δεν είναι ένας αιμοσταγής μανιακός δολοφόνος, εραστής του θανάτου, που χαίρετε τον κοπετό, τα δάκρυα και την οδύνη των ανθρώπων. Δεν κατασκευάζει θανάτους, δεν προκαλεί δυστυχήματα, δεν ζητά τον θάνατο του ανθρώπου. Διαλέγει να πεθάνει Εκείνος αντί για μας. Ο Σταυρός του θα παραμένει πάντα σκάνδαλο στον παραλογισμό της ανθρώπινης ιστορίας. Πειστήριο ότι ουδέποτε θέλησε τον δικό μας θάνατο, αλλά πέθανε αυτός αντί για εμάς.
«Ο Θεός των Χριστιανών είναι από τους πιο παράξενους, δεν ομοιάζει σε τίποτε με τις ανθρώπινες ιδέες περί Θεού και αυτός ο ανήκουστος χαρακτήρας καθορίζει την πνευματική ζωή....επάνω στον Σταυρό ο Θεός παίρνει το μέρος των ανθρώπων έναντι της ιδίας του της θεïκότητος, πεθαίνει ο ίδιος για να ζήσει ο άνθρωπος».
Ο Θεός του Χριστού, και των Ευαγγελίων, δεν προκαλεί κακό και έπειτα στέκεται απέναντι από πενθηφόρους ανθρώπους που με ρακένδυτες και ρημαγμένες καρδιές θρηνούν την απώλεια των αγαπημένων τους. Δεν είναι απέναντι στον πόνο τους, αλλά μαζί τους, δίπλα τους, μέσα τους ως πάσχω δούλος.
Ο κόσμος αυτός δεν είναι εκείνος που θέλησε ο Θεός, αλλά εκείνος που η ανθρώπινη ελευθερία παραμόρφωσε και παραχάραξε σε μια ατελείωτη νύχτα θανάτου.
Ο Θεός στο κόσμο αυτόν πάσχει. Πάσχει κάτω από την ελευθερία μας, που τον συκοφάντησε, τον πρόδωσε, τον δίκασε, τον σταύρωσε, τον σκότωσε.
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται κάθε φορά που η λάθος επιλογές μας και συμπεριφορές, εκείνες οι αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας διαμορφώνουν μια κοινωνία θανάτου.
Όχι δεν προκαλεί ο Θεός τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αντιθέτως Εκείνος τις μεταμορφώνει σε Πάσχα, σε πέρασμα στην αιωνιότητα Του. Μας συμπαραστέκεται, δεν μας καταδικάζει. Η σιωπή του Θεού είναι τα δάκρυά Του. Η θέση του Θεού σε μια μάνα που θρηνεί το παιδί της, δεν είναι απέναντι της, αλλά δίπλα και μαζί της. Γιατί όπως λέει η Αγία Γραφή ο Θεός ουδέποτε θέλησε τον θάνατο και το κακό.
Οι πηγές του κακού είναι οι εξής: Το φυσικό κακό, το κακό που κάνουμε εμείς στους άλλους, το κακό που κάνουν οι άλλοι σε εμάς, το κακό που κάνουμε εμείς στο εαυτό μας, και ο διάβολος. Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με το κακό αλλά μονάχα με την ομορφιά που στο τέλος ως λέει και ο Ντοστογιέφσκυ θα σώσει τον κόσμο.
Ο Θεός δεν παράγει κακό, αλλά όπου το βρει το μεταμορφώνει. Τον θάνατο σε Πάσχα και Ανάσταση.
Ο Θεός παίρνει τα πάθη, τα λάθη και τις αστοχίες μας και τις μεταμορφώνει σε ευλογίες. Εκεί που μια ανεύθυνη και άδικη πράξη σκορπά τον θάνατο, ο Θεός απαντά με την Ανάσταση.
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Εσύ κάνε αυτό που μπορείς· κάνε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σού καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από εδώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Πηγή: pemptousia.gr
Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μόνο ὅταν ἀνοίγεται, μόνο τότε εἶναι καὶ Ὀρθόδοξη εἶναι καὶ Ἐκκλησία! Τί θὰ πεῖ "ἀνοίγεται ἡ Ἐκκλησία";
Θὰ πεῖ, νὰ διδαχθοῦμε σωστὰ τὴν Πίστη μας, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοσή μας.
Θὰ πεῖ, νὰ προσευχόμαστε σωστὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.
Θὰ πεῖ, νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας.
Νὰ πάψουμε τὶς διγλωσσίες καὶ νὰ συνομιλήσουμε μὲ ὅλους.
Νὰ ἀποδεχτοῦμε τοὺς πάντες γύρω μας, μὲ ἀγάπη. Ὄχι ἁπλῶς νὰ τοὺς ἀνεχτοῦμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς προσλάβουμε μὲ κατανόηση.
Νὰ πετάξουμε τὸν ἄγονο ἐγωϊσμό μας, τάχα μὴν παρεξηγηθοῦμε ἢ μᾶς χαλάσει τὸ "καλό μας ὄνομα".
Νὰ διώξουμε τὶς φοβίες μας γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λές καὶ δὲν ὑπάρχει Χριστὸς ἢ λὲς καὶ κοιμᾶται.
Νὰ γίνουμε οἱ ἱερεῖς, Πατέρες γιὰ τοὺς χριστιανούς μας, κι ὄχι εἰσαγγελεῖς.
Νὰ γίνουμε οἱ χριστιανοί, ἀδελφοὶ μὲ ὅλους κι ὄχι μισσιονάριοι.
Νὰ ἐμπιστευθοῦμε ἀκόμα περισσότερο τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Σῶμα του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Νὰ παραδεχτοῦμε μὲ εἰλικρίνεια τὶς ἦττες μας, προσωπικὲς καὶ ἐκκλησιαστικές.
Νὰ μετανοήσουμε ὡς πρόσωπα καὶ ὡς Ἐκκλησία.
Νὰ δράσουμε μέσα στὸν κόσμο ὡς Ἐκκλησία, ὄχι ὡς κρατικὴ ὑπηρεσία, οὔτε ὡς προνοιακὸ ἵδρυμα ἢ ὡς ἐθνικοπατριωτικὸ κίνημα.
Νὰ τολμήσουμε νὰ δοκιμαστοῦμε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια τῆς πραγματικότητος καὶ νὰ δοκιμάσουμε πόση εἶναι ἡ δραστικότητα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ σήμερα (ἔτσι ὅπως ψελλίζεται μὲ τὰ χλιαρὰ λόγια μας καὶ διαφαίνεται μὲ τὴν ἀσυνεπῆ ζωή μας).
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Οδηγείται ο Χριστός στον Γολγοθά και καρφώνεται στον σταυρό. Από τον σταυρό ο Χριστός είπε επτά λόγους μεγάλης σημασίας και αξίας:
α) «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι».
Δικαιολογεί ο Σταυρωμένος τους σταυρωτές Του. Δεν κακιώνει μαζί τους ούτε αυτή την ώρα του φρικτού μαρτυρίου Του. Ο πόνος ήταν βαθύς και μεγάλος. Πρόκειται για λόγο άφθαστου μεγαλείου. Μόνο ένας Θεός μπορούσε να τον πει. Η μεγαλειώδης ανεξικακία απέναντι στην αδικαιολόγητη ανθρώπινη θρασύτητα, αυθάδεια, κακία και μοχθηρία. Η μεγαλόστομη κι ανυπέρβλητη αγάπη της συγχωρητικότητας μπροστά στη βαρβαρότητα της πώρωσης. Η σταυρωμένη αγάπη αντίκρυ στον επηρμένο φθόνο. Λόγια με πνεύμα και αίμα μέσα από την άφατη οδύνη, που τα έλεγε πριν, αλλά τα λέγει και τώρα από το ύψος του σταυρού· αγάπη προς δόλους και προς τους εχθρούς, ακόμη και τους σταυρωτές, ορισμένοι από τους οποίους αργότερα θα μετανοήσουν.
β) «Αμήν, λέγω σοι. σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».
Ο αναμάρτητος Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο αμαρτωλούς, σε δύο ληστές. Ό,τι έβλεπε κι άκουγε ο ένας, έβλεπε κι άκουγε κι ο άλλος. Ληστές κι οι δύο, σταυρωμένοι κι οι δύο. Ο ένας προκαλεί, βλασφημεί, ειρωνεύεται, αυθαδιάζει. Ο άλλος κάμπτεται, λυγίζει, επανορθώνει, παρακαλεί, μετανοεί. Σαν να εκπροσωπούν οι δύο συσταυρούμενοι τη σύμπασα ανθρωπότητα, τους αμετανόητους και τους μετανοημένους. Ο λόγος του Χριστού στον εκ δεξιών Του ληστή είναι λίαν παραμυθητικός για όλους τους αμαρτωλούς. Ας μην απογοητεύεται κανένας πια. Η φράση αυτή χαρίζει φτερά, κουράγια, ελπίδες σε όλους τους πολλούς αμαρτωλούς. Με πολύ λίγα λόγια αυτός ο ληστής φανέρωσε την ειλικρινή του μετάνοια, παραδέ-χθηκε την αμαρτωλότητά του απροφάσιστα, θέλησε να διορθώσει ταπεινά και τον συναμαρτωλό του, έστω την τελευταία αυτή ώρα, ομολόγησε τον Χριστό αναμάρτητο, Τον παρακάλεσε να τον δεχθεί στην ουράνια βασιλεία Του. Με τη γεύση του καρπού του δένδρου της γνώσεως καλού και κακού, του ξύλου εκείνου, έκλεισε ο παράδεισος για τον πρώτο Αδάμ. Με το ξύλο του σταυρού άνοιξε ο παράδεισος και πρώτος του οικήτορας έγινε ένας μετανοημένος ληστής. Πόση ενίσχυση λαβαίνουν τώρα όλοι οι αμαρτωλοί.
γ) Προς την Παναγία: «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και προς τον Ιωάννη: «ιδού η μήτηρ σου».
Καταπληκτική, κατανυκτική και συγκινητική η στιγμή. Την ώρα του άφατου πόνου, παραμένει ατάραχος, δεν λησμονεί τη μητέρα Του, την Παναγία, την πάνω απ’ όλες τις αγίες, τη σεμνότερη, καθαρότερη, ταπεινότερη γυναίκα όλου του κόσμου, όλων των εποχών. Εκείνη που Του δάνεισε τη σάρκα και το αίμα της, Τον μεγάλωσε και Τον φρόντισε. Δεν την αφήνει μόνη, απροστάτευτη, έρημη. Της δίνει νέο υιό. Έναν εξαίρετο κι αγαπημένο μαθητή του, που τού λέει κι αυτού πως από τώρα έχει νέα μάνα, που τη συνοδεύει και τη φροντίζει έως της μακάριας κοιμήσεως και μεταστάσεώς της. Γίνεται αδελφόθεος. Αδελφόθεοι γινόμαστε και μείς παραμένοντας στη σκιά του Εσταυρωμένου.
δ) «Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;».
Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε. Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.
ε) «Διψώ».
Τα προηγηθέντα μαρτύρια, η άρση του σταυρού, η κοπιώδης ανάβαση στον Γολγοθά, η αγωνία του θανάτου, η οδύνη της σταυρώσεως, έφερε τη δίψα. Τον ξεδιψούν με ξύδι και χολή, πικρό κι απαίσιο κράμα. Πρόκειται για την ύψιστη έξαρση της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας, αχαριστίας, αναισχυντίας κι ασέβειας. Ζητά νερό και του δίνουν ξύδι. Ορισμένοι ωραία θέλησαν να ερμηνεύσουν μεταφορικά το ρήμα αυτό λέγοντας πως διψούσε για τη σωτηρία των σταυρωτών Του, το είδαμε στον πρώτο Του λόγο να τους δικαιολογεί και να ζητά από τον ουράνιο πατέρα Του να τους συγχωρέσει. Λέγουν πως διψούσε για την εξάπλωση του ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, για την επικράτηση της ειρήνης, της αγάπης, της αλήθειας και της ελευθερίας.
στ) «Τετέλεσται».
Μια εύκολη ερμηνεία της λέξης αυτής θα σήμαινε ότι όλα πια τέλειωσαν. Στέρεψαν επιτέλους τα μαρτύρια Του. Τί άλλο μαρτύριο θα μπορούσαν ακόμη να σκεφθούν; Λέγοντας αυτό δεν αισθανόταν ανθρώπινη ανακούφιση, Το «τετέλεσται» σημαίνει την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του. Ο δαίμονας είχε κατατροπωθεί. Το πανάχραντο αίμα Του μας είχε εξαγοράσει από την κατάρα του νόμου. Το προφητικό κήρυγμα είχε πλήρως εκπληρωθεί. Οι πύλες του παραδείσου ήταν ορθάνοιχτες για όλους τους μετανοημένους, με πρώτο οίκητορα τον μετανοημένο ληστή.
ζ) «Πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».
Παραδίδει τον εαυτό Του στον Θεό Πατέρα. Πεθαίνει σωματικά ως άνθρωπος, όχι μοναχά γιατί το θέλησαν οι εχθροί Του, αλλά και γιατί το ήθελε ο ίδιος.
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο έγκλημα των ανθρώπων όλων των αιώνων είναι η σταύρωση του Χριστού, που έγινε όμως πηγή αγιασμού, σωτηρίας και λυτρώσεως. Δεν μπορούμε να μεταβούμε στο φως, τη χαρά και τη δόξα της Κυριακής του Πάσχα, αν απαραίτητα δεν διέλθουμε από τον λόφο της Μ. Παρασκευής, δεν αναπνεύσουμε το κλίμα που επικρατεί εκεί, δεν σκιασθούμε στον σταυρό, δεν προσκυνήσουμε ταπεινά, δεν προσλάβουμε γνήσιο ασκητικομαρτυρικό φρόνημα, δεν σταυρώσουμε πάθη κι επιθυμίες. Η μωρία, η αισχύνη, η ατίμωση, η ήττα του σταυρού, γίνεται για τους πιστούς καύχηση, τιμή, δόξα, νίκη. Το νεκρό ξύλο γίνεται ζωοπάροχο. Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο απλός, λιτός, απέρριτος, μαρτυρικός σταυρός. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, ταπεινή, αμόλυντη, αρυτίδωτη. Κόσμημα, έμβλημα, τρόπαιο της Εκκλησίας ο σταυρός. Αυτός είναι ο πλούτος της, το κάλλος της, η δύναμη της, η επιρροή της, η έμπνευσή της. Σταυρώσιμη η Εκκλησία, σταυροφόροι οι χριστιανοί. Στον σταυρό μετρούμεθα, ζυγιαζόμαστε, οριοθετούμεθα. καθρεφτιζόμαστε, καυχόμαστε με τον πρωτοκορυφαίο Παύλο. Ο ευλογημένος σταυρός του Χριστού διδάσκει, φρονηματίζει, χαριτώνει, ενισχύει, φυλάγει, παραμυθεί.
(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ. 213-219)
http://www.pemptousia.gr
Τῆς Προηγιασμένης τὸ ἱερὸ τὸ θάμβος
(Ποιμαντικὰ Βιώματα τῆς Σαρακοστῆς)
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἀπὸ τὶς μέγιστες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στὸν κάθε ποιμένα εἶναι κι αὐτὴ τῶν βιωμάτων ποὺ κερδίζει ὁ δεύτερος τὸν καιρὸ τῆς Σαρακοστῆς καί, μάλιστα, τὶς ἡμέρες ποὺ τελεῖ τὴν τῶν Προηγιασμένων Δώρων Θεία Λειτουργία. Γιατὶ μπορεῖ ἡ Σαρακοστὴ νὰ εἶναι ἡ κατανυκτικότατη περίοδος τοῦ ἔτους, ὅμως ἡ κορύφωση τῆς κατανύξεως συντελεῖται κατὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων καί, φυσικά, κατὰ τὴ Μ. Ἑβδομαδα. Κι αὐτό, ἐπειδὴ οἱ ἱερὲς ἐκεῖνες στιγμὲς ἔχουν μέγιστο ἀνθρωπολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ περιέχόμενο.
«Σύ Κύριε ἐλευθέρωσε ὅλες μας τίς αἰσθήσεις ἀπό κάθε ἐμπαθῆ νέκρωσή τους, βάζοντας ὁδηγό σ’ αὐτές τόν νοῦ πού κρίνει κατά τό θέλημά Σου. Ὥστε τά μάτια μας νά ἀποφεύγουν τά πονηρά, ἡ ἀκοή μας νά μήν ἀνέχεται μάταιους καί ἁμαρτωλούς λόγους, ἡ γλώσσα μας νά εἶναι καθαρή ἀπό αἰσχρά λόγια, τά χείλη μας πού σέ ὑμνοῦν νά εἶναι ἀγνά Κύριε, τά χέρια μας νά ἀποφεύγουν κάθε φαύλη ἐνέργεια καί νά ἐνεργοῦν μόνο ὅσα εἶναι εὐάρεστα σέ Σένα· ὅλα μας τά μέλη καί ἡ σκέψη νά ἀσφαλιστοῦν μέ σταθερότητα ἀπό τήν θεία χάρη σου». (Α΄ Εὐχὴ Πιστῶν)
Μέσα, λοιπόν, στὸ εὐκατάνυκτο κλίμα τῆς Σαρακοστῆς, ποὺ ἐπιχειρεῖται ἡ ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἡ γλώσσα καὶ ἡ δομὴ τῆς Προηγιασμένης συμβἀλλουν πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό. Γιατὶ εἶναι βέβαιο πώς ἡ συνειδὴ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἰκετεύει,
«Κύριε, ἐσένα παρακαλοῦμε πού εἶσαι γεμάτος καλωσύνη καί ἔλεος, νά κατανοήσεις ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί νά μᾶς κάνεις ἀξίους τῆς ὑποδοχῆς τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί Θεοῦ μας, τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης Χριστοῦ. Γιατί νά, τό ἄχραντο Σῶμα του καί τό ζωοποιό αἷμα του μετά ἀπό λίγο θά ἔλθουν καί θά ἀποτεθοῦν σ’ αὐτήν τήν ἁγία μυστική Τράπεζα, περικυκλούμενα ἀπό πλῆθος οὐρανίων ἀγγέλων. Κάνε, Κύριε, νά εἶναι ἀκατάκριτη γιά μᾶς ἡ μετάληψή τους ὥστε φωτιζόμενοι στά ἐσωτερικά μας κριτήρια νά γινόμαστε παιδιά τῆς δικῆς σου ἡμέρας καί τοῦ δικοῦ σου φωτός».(Β᾿ Εὐχὴ Πιστῶν).
Κι ἀκόμα περισσότερο, ἐκεῖ ποὺ λυγίζει κυριολεκτικὰ ἡ ἀνθρώπινη ὐπαρξη, πρῶτα τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα κι ὕστερα κάθε πιστοῦ, καθὼς κατανοοῦν «τὰ πλήθη τῶν πεπεραγμένων (τους) δεινῶν», εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ λιτανεύεται «ο Βασιλεὺς τῆς Δόξης».
«Ἐσύ Κύριε πού εἶσαι Θεός τῶν ἀνεκφράστων καί ἀθεάτων Μυστηρίων, ἐσύ πού εἶσαι θησαυρός σοφίας καί γνώσεως ἀπέραντης καί κρυμμένης· Ἐσύ πού μᾶς ἔδωσες, μέ την χειροτονία, τήν διακονία αὐτῆς τῆς λειτουργίας καί ἔβαλες ἀπό τή μεγάλη σου φιλανθρωπία ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς καί ἀνάξιους νά σοῦ προσφέρουμε δῶρα καί θυσίες γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες καί γιά τοῦ λαοῦ τίς ἀπό ἄγνοια παραβάσεις. Ἐσύ, Ἀόρατε Βασιλεῦ, πού ἔφτιαξες μεγάλα, ἀναρίθμητα καί ἀνεξερεύνητα, λαμπρά καί ἐξαίσια δημιουργήματα· Ἐσύ, τώρα δές στοργικἀ ἐμᾶς πού παριστάμεθα γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο σάν νά εἴμασταν μπροστά στόν Χερουβικό σου Θρόνο, πάνω στόν ὁποῖο ὁ μονογενής σου Υἱός καί Θεός μας ἐπαναπαύεται μέ τήν μορφή τῶν φρικτῶν Μυστηρίων πού βρίσκονται μπροστά μας. Ἐσύ Κύριε, ἐλευθέρωσε καί μᾶς καί τόν πιστό σου λαό ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἁγίασε τίς ψυχές καί τά σώματα ὅλων μας μέ ἁγιασμό μόνιμο, ὥστε μέ καθαρή τήν συνείδηση, ἀνεπαίσχυντο τό πρόσωπο καί γεμάτη ἁγιασμό τήν καρδιά μας, νά μεταλαμβάνουμε τῶν ἁγίων ἐτούτων Μυστηρίων καί ζωοποιημένοι ἀπό αὐτά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό τόν ἀληθινό Θεό μας πού εἶπε: Αὐτός πού τρώει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου, εἶναι ἑνωμένος μαζί μου καί ἐγώ μέ αὐτόν. Ἄς κυριαρχεῖ μέσα μας ὁ Λόγος σου Κύριε, ὥστε νά γίνουμε ναός τοῦ Παναγίου καί προσκυνητοῦ σου Πνεύματος...». (Εὐχὴ τῶν Πληρωτικῶν)
Εἶναι ἀλήθεια πὼς συγκλονίζεται ὁ ἱερουργὸς αὐτὲς τὶς θεῖες καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμές, καθὼς ψαύει μὲ τρεμάμενη καρδιά, ἀλλὰ καὶ χέρια τοῦ πανιέρου καὶ ζωοποιοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου του. Γιατὶ τὸ εἶχε δηλώσει στὴν Κυριακάτικη λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία καθαγιάστηκε ὁ Ἀμνὸς ποὺ ἔχει μπροστά του: «ἰκανωσόν με...» νὰ τελέσω τὴ λειτουργία αὐτή, καθόσον «οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμενων ταῖς σαρκικαῖς ὲπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἤ προσεγγίζειν ἤ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης· τὸ γάρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερόν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν....».( Εὐχὴ Χερουβεικοῦ).
Κι ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ «δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων» κοινωνεῖ ὁ ἴδιος καὶ στὴ συνέχεια, δι᾿ αὐτοῦ καὶ οἱ πιστοί.
Αὐτὴ τὴν ἀγαλλίαση τῆς Θείας Μεταλήψεως, ποὺ νοιώθει ὁ ἴδιος κι οἱ ὑπόλοιποι πιστοὶ μέσα στὸ πένθιμο τοπίο τῆς Σαρακοστῆς ἐκφράζει μὲ τὴν παρακάτω ὀπισθάμβωνο εὐχή, ποὺ γίνεται συνάμα καὶ ἰκέσιος λόγος γιὰ εὐλογημένη συνέχεια στὸν φωτοποιὸ καιρὸ τῆς Ἐγκρατείας.
«Παντοκράτορ Κύριε, σύ πού ἐδημιούργησες ”ἐν σοφίᾳ” ὅλη την κτίση, σύ πού κατά τήν ἀνέκφραστη πρόνοια καί πολλή καλωσύνη σου μᾶς κράτησες στή ζωή μέχρι αὐτές τις πάνσεπτες ἡμέρες γιά καθαρισμό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας γιά ἐγκράτεια ἀπό τά πάθη, γιά βάθεμα στήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, σύ πού ἔδωσες στά χέρια τοῦ δούλου σου τοῦΜωϋσῆ τίς δέκα ἐντολές μετά ἀπό τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, χάρισαι καί σέ μᾶς εὔσπλαχνε Κύριε νά ἀγωνιστοῦμε τόν καλό ἀγώνα αὐτῆς τῆς περιόδου,νά τελειώσουμε τήν διαδρομή τῆς νηστείας,νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, νά συντρίψουμε τά κεφάλια τῶν ἀοράτων δαιμόνων,νά νικήσουμε τήν ἁμαρτία καί νά φθάσουμε νά προσκυνήσουμε ἀκατακρίτως καί τήν Ἁγία Ἀνάσταση».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Σταθήκαμε καὶ πάλι μπροστὰ στὴ Χάρη Της, κι ἀρχίσαμε νὰ Τῆς ἀπευθύνουμε τὰ ἀμέτρητα Χαῖρε, ἀντλώντας κι ἐμεῖς Χαρὰ, ἔστω καὶ Χαρμολύπη, ἀπὸ τὴν Παρουσία Της, ἀπὸ τὴν ἀνύστακτη ἐπίβλέψή Της ἐν εὐμενείᾳ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅταν πιὰ ἀποτραβιέται τὸ μισοφωτισμένο παραπέτασμα τῶν προηγούμενων ἡμερῶν, τότε ἔρχεται Ἐκείνη, χρωματίζει μὲ αἰσιοδοξία τ᾿ ἀπόβραδο τῆς κάθε Σαρακοστιανῆς Παρασκευῆς καὶ μᾶς ραίνει μὲ τὸ ροδόσταμο τῆς Χάρης Της. Γιατὶ μᾶς προσκομίζει «τὸ θαῦμα τῶν Χαιρετισμῶν Της νὰ νανουρίσει τὶς ψυχές μας». ( μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐαγγελος, Ἐκ Φαναρίου 1, σελ. 63). Τότε ἀναγαλλιάζει ἡ ψυχή μας, παίρνουμε κουράγιο καὶ μέσα στὴν ὅλη αὐτὴ εὐλογημένη καὶ θεοκατάνυκτη ἀτμόσφαιρα, Τῆς ἀπευθύνουμε τὰ ἀτέλειωτα χαῖρε. Μὲ νόημα ἀληθινὸ Τῆς τὰ ἀπευθυνουμε, τά «Χαῖρε», γιατὶ μαζί Της ζοῦμε τὶς ἀτέλειωτες καὶ φιλάνθρωπες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Δωρεὲς ποὺ διαλύουν κάθε ἀμφιβολία, σκοτοδίνη καὶ ἀνησυχία. Κι ἄλλα πολλά.
«Χαῖρε δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ Κτίσις...
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατεβη ὁ Θεός·
Χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν...»
Τῆς λέμε, κι ἡ φωνή μας πάλλεται ἀπὸ ἄφατη συγκίνηση, τὰ χέρια μουδιάζουν καὶ στὰ μάτια μας ἀνεβαίνουν μικροὶ κρύσταλλοι τὰ δάκρυα. Γιατὶ δὲν ξέρουμε πῶς νὰ Τὴν εὐχαριστήσουμε «ἔτι καὶ ἔτι».
Καὶ τὰ Χαῖρε δὲν ἔχουν τελειωμό. Γιατὶ ὅπως ὁ Ἄγγελος μᾶς δίδαξε, ὅταν Τὴν ἐπισκέφτηκε στὸν Εὐαγγελισμό Της καὶ Τῆς ἀπηύθυνε Τὸ «Χαῖρε», ἔτσι κάνουμε κι ἐμεῖς: τὰ καταθέτουμε συγκινημένοι καὶ κατενυγμένοι στὴν Ἀγάπη Της. Ὄχι μονάχα τώρα, ἀλλὰ κι ὅποτε Τὴν Ἐγκωμιάζουμε, ὅπως π. χ στὴν πάνσεπτη Κοίμησή Της, ποὺ ψάλλουμε μὲ ὄλη μας τὴ συντριβὴ καὶ τὴ συγκίνηση: «Κεχαριτωμένη, Χαῖρε»...Κι Ἐκείνη νὰ εἶναι κεκοιμημένη...
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εὔχεται στοὺς Φιλιππησίους τὸ «Χαίρετε, καὶ πάλι ἐρῶ χαίρετε», πιστεύω ὅτι συμπυκνώνει τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε τὰ μέλλη Της νὰ χαίρονται πραγματικά. Κι ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι πάντα κατορθωτό - γιατὶ «πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων» - τοποθέτησε ἀναμεσά μας τὴ θεοστήρικτη λέξη «Χαρμολύπη» γιὰ νὰ τὰ ἰσοζυγιάσει ὅλα. Κι ἔτσι ἔγινε.
Ὡστόσο, ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει ὡς φίλεμα ἱερὸ τὶς μέρες αὐτὲς τὶς Σαρακοστιανές, εἶναι ἄλλο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ κλείνουν οἱ παρακάτω λίγες λέξεις, λέξεις μὲ ἀφάνταστα ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ κι αἰσιοδοξία καὶ φῶς.
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψε
χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»
Πῶς λοιπόν, νὰ μὴν Τῆς προσφέρουμε τὰ τόσα Χαῖρε, ἀφοῦ ἀπομένει καὶ εἶναι ἡ αἰτία τῆς κάθε μας χαρᾶς; Τῆς τὸ λέμε, ἄλλωστε:
«Χαρᾶς αἰτία χαρίτωσον, ἡμῶν τὸν λογισμὸ τοῦ κραυγάζειν σοι·
Χαῖρε....νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπάυστως ἐπισκιάζουσα»
( Μετὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν)
Σάββα Αλεξάνδρου
Είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει από τη λεγόμενη κρίση ταυτότητος. Αγνοεί δηλαδή τον βαθύτερο εαυτό του και αυτό εξαιτίας της φοβερής εξωστρέφειας που τον χαρακτηρίζει. Οι μέριμνες του βίου τούτου τον αναγκάζουν να διαχέεται διαρκώς προς τα έξω. Γι' αυτό ακριβώς και ο Άγιος Δωρόθεος θα πει: «άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος γενέσθαι ου δύναται». Ο άνθρωπος που διαρκώς εμπλέκεται μόνο με ό,τι σχετίζεται με την υλική διάσταση της ζωής και έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, οπωσδήποτε είναι αγχώδης και δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε μπορεί να έχει την αρετή της πραότητας στη ζωή του.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Πατέρες πιστεύουν πως ο άνθρωπος όντας διφυής ύπαρξη πρέπει και με θέματα αυτού του βίου να ασχολείται αφού ως υλική υπόσταση πρέπει να επιβιώσει, όμως και ως ψυχή συνάμα, στο μέτρο του δυνατού πρέπει να επιδιώκει την κατά Θεόν ησυχία η οποία γι' αυτούς αποτελεί μέσον αναγωγής προς τον Θεό. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δίνοντας τη θεολογική διάσταση της ησυχίας, την οποία ο ίδιος αποκαλεί ερημία, παρατηρεί: «την ερημίαν εγώ πάντων μάλιστα ησπασάμην και ταύτην εγώ ως συνεργό θείας αναβάσεως και θεοποιόν ηράσθην και πάντων των εν τω βίω προεστησάμην». Την ησυχία εγώ θεώρησα ως το πιο σπουδαίο πράγμα γιατί πιστεύω πως βοηθά τον άνθρωπο στο να ανέβει πνευματικά και ουσιαστικά δέχομαι πως αυτή τον καθιστά Θεό κατά χάρη.
Ο Μέγας Βασίλειος πάλι, από την πλευρά τη δική του, θα τονίσει πως η κατά Θεόν ησυχία σε συνδυασμό με την πνευματική μελέτη αποτελούν αιτία φωτισμού της διάνοιας του ανθρώπου. Λέει χαρακτηριστικά: «ουδέν ούτως πέφυκεν σκοτίζειν την διάνοιαν ως η πονηρία και ουδέν ούτως πέφυκεν φωτίζειν την διάνοιαν ως η ανάγνωσις εν ησυχία». Ο ίδιος θα τονίσει εμφαντικά πως ο άνθρωπος που λειτουργεί αφαιρετικά ως προς τα υλικά αγαθά και δεν προσκολλάται σε εφήμερα πράγματα, όντας εν ησυχία στρέφει τον νου προς τον εαυτό του και με τη χάρη του Θεού ελλάμπεται μέσα στο θείο άκτιστο φως. «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων προς τον κόσμο διαχεόμενος, προς εαυτόν επάνεισιν και δι' αυτού προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει κακείνω τω Θείω φωτί ελλαμπόμενος πάντοτε».
Στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη η πνευματική μελέτη βοηθά τον άνθρωπο στην επίτευξη της κατά Θεόν ησυχίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα επισημάνει: «διά της μελέτης του θείου λόγου, θέρμη εγγίνεται τη καρδία ήτις ως μυίας αποσοβεί τους πονηρούς λογισμούς και ειρήνην πνευματική και παράκλησιν εμποιεί την ψυχή». Δηλαδή με τη μελέτη του θείου λόγου η καρδιά θερμαίνεται και σαν μύγες αποδιώχνει από αυτήν τους πονηρούς λογισμούς. Δηλαδή τις κακές και αρνητικές σκέψεις. Και τότε γεννιέται σε αυτήν η πνευματική ηρεμία και η παρηγοριά.
Είναι γνωστή η θέση του οσίου Στάρετς Παΐσιου Βελιτσκόφσκι που μετέφρασε τη Φιλοκαλία στα Σλαβονικά. Υπήρξε ηγούμενος της μεγάλης Μονής Νεάμιτς στη Ρουμανία και όταν κάποτε ρωτήθηκε από τους μοναχούς της συνοδείας του γιατί διάβαζε με τόσο πάθος, απάντησε: «με άλλους από εσάς όταν έρχεστε στο κελί μου προβληματίζομαι, με άλλους χαίρομαι, με άλλους στεναχωριέμαι, αλλά σαν φύγετε και πάρω στα χέρια μου ένα βιβλίο και αρχίσω να μελετώ νιώθω τόση ησυχία και ηρεμία, ως και να βρίσκομαι στην έρημο του Ιορδάνη, τόση ησυχία νιώθει η ψυχή μου».
Η κατά Θεόν ησυχία λοιπόν έχει σωτηριολογικές προεκτάσεις αφού βοηθά τον άνθρωπο να βυθοσκοπήσει τον εαυτό του και να αγωνιστεί έτσι ενάντια στα πάθη του. Με αυτό το σκεπτικό ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος στα «Ασκητικά» του θα τονίσει: «αγάπησον την αργίαν της ησυχίας υπέρ του εμπλήσαι πεινώντας εν τω κόσμω ή επιστρέψαι έθνη εις προσκύνησιν Θεού». Δηλαδή αγάπησε περισσότερον την κατά Θεόν ησυχίαν και θεώρησε την πως από πνευματική άποψη στέκει πιο ψηλά από το να ασχολείσαι με την εξωτερική ιεραποστολή ή με θέματα ανθρωπιστικά. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο ο νηπτικός αυτός πατέρας της εκκλησίας μας θα χαρακτηρίσει τον άνθρωπο της κατά Θεόν ησυχίας ως το άλας της γης: «Ει ζητείς το άλας το επί της γης, ιδού άνθρωπος ησύχιος και ευθύς».
Στην ορθόδοξη πατερική σκέψη, η κατά Θεόν ησυχία βοηθά τον άνθρωπο να γίνει αυθεντικό πρόσωπο. Δηλαδή ον που κοινωνεί διά της αγάπης με όλους. Ο άγιος Νείλος λέει χαρακτηριστικά πως ο μοναχός που βιώνει σε ύψιστο βαθμό την κατά Θεόν ησυχία, ενώ ουσιαστικά ζει μόνος, νιώθει να είναι ενωμένος με όλους. Θα πει: «μοναχός εστίν ο από πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, που έχοντας καταφέρει τη θέωση και τον αγιασμό στην ησυχία του Αγίου Όρους, έγινε αυθεντικό πρόσωπο που ανάπαυσε με την αγάπη, τα θαύματα και τον λόγο του χιλιάδες ανθρώπους. Έλεγε συγκεκριμένα για μια περίπτωση θαυμαστής διάσωσης νέου από τροχαίο από τον ίδιο και τα ακόλουθα: «το μόνο που μπορώ να κάνω είναι με πόνο, ταπεινά να εύχομαι όλη τη νύκτα για όσους βρίσκονται στους δρόμους και κινδυνεύουν. Ο καλός Θεός λοιπόν που αγαπά τα παιδιά του, παίρνει αφορμή από τη δική μου προσευχή και ενεργεί εκείνος».
Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου
Κάποιοι λένε ὅτι ἡ Μεγ. Σαρακοστὴ εἶναι πένθιμη περίοδος. Δὲν εἶναι βέβαια ἔτσι ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν πενθεῖ. Ἐμφανίζεται ὅμως ἔτσι, μὲ τὸ μουσικὸ καὶ χρωματικὸ τελετουργικό της προκειμένου νὰ κατανοήσουμε τὸν κατανυκτικὸ χαρακτῆρα τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἕνας χαρακτῆρας ἐσωτερικῆς προσεγγίσεως τῆς ψυχῆς μας, εἰλικρινοῦς αὐτοκριτικῆς, μὲ ἀγωνία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, μὲ διάθεση ἀγωνιστική, γιὰ νὰ ἀποσείσουμε τὴ ραθυμία μας καὶ λαχτάρα, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὴν ὑποκρισία ποὺ ὑποβόσκει μέσα μας καὶ τρώει τὴν προσωπικότητά μας.
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Μόνο ἕνα πράγμα θά σᾶς ζητήσω νά ἔχετε στήν σκέψη σας καθώς θά προσκυνᾶτε τήν εἰκόνα ἑνός ἁγίου ἤ ἁγίας: ὅτι πίσω ἀπό τό φωτοστέφανο πού ἐσεῖς βλέπετε, καμαρώνετε καί παρηγορῆστε, νά θυμάστε ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆρξε πρόσωπο πού πάλεψε πολύ μέ τόν ἑαυτό του. Πού ἡ σχέση μέ τόν Θεό τοῦ στοίχισε καί τόν «τσάκισε». Στά λαμπερά μάτια τῶν εἰκόνων, νά βλέπετε τόν ἀνείπωτο πόνο τοῦ σταυροῦ, τίς νύχτες τίς ἀπόλυτα μοναχικές πού τό ξημέρωμα ἔμοιαζε ὡς λύτρωση. Γι’ αὐτό ὅταν φιλᾶτε τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων μήν ζητᾶτε μόνο, πεῖτε κι ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα σέ ἀγαπῶ γί αὐτά πού πέρασες καί εἶσαι.
Ἐπισκόπου Κάλλιστου Ware
Ὁ πρωταρχικός σκοπός τῆς νηστείας εἶναι νά μᾶς κάνει νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τόν Θεόν. Ἄν ἐξασκεῖται σοβαρά, ἡ Σαρακοστιανή ἀποχή ἀπό τό φαγητό (ἰδιαίτερα τίς πρῶτες μέρες) περικλείει μία σημαντική δόση πραγματικῆς πείνας κι ἐπίσης ἕνα συναίσθημα κόπωσης καί σωματικῆς ἐξάντλησης. Ὁ σκοπός της εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει μέ τήν σειρά της σ’ ἕνα συναίσθημα ἐσωτερικῆς ταπείνωσης καί συντριβῆς· νά μᾶς φέρει, δηλαδή, στό σημεῖο ὅπου μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε ὅλη τήν ἰσχύν τῆς δήλωσης τοῦ Χριστοῦ: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
Ἄν πάντοτε χορτάνουμε καί ξεδιψοῦμε πλήρως, εὔκολα ἀναπτύσσουμε μία λανθασμένη αἴσθηση αὐτονομίας καί αὐτάρκειας. Ἡ τήρηση μίας σωματικῆς νηστείας κλονίζει αὐτήν τήν ἁμαρτωλή αὐτάρκεια. Μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό τήν ἐπίπλαστη ἀσφάλεια τοῦ Φαρισαίου (ὁ ὁποῖος νήστευε, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά ὄχι μέ το σωστό πνεῦμα). Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μᾶς δίνει τήν σωτηρία αὐτή – δυσαρέσκεια τοῦ Τελώνη. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τῆς πείνας καί τῆς κόπωσης: γιά νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀδυναμία μας καί τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
π. Ανδρέα Γκατζέλης
Κάθε χρόνο, περίπου τέτοια εποχή, η Εκκλησία προβάλλει το ασκητικό φρόνημα του Χριστιανού και μας καλεί σε αγώνα εναντίον των παθών μας. Σε απέκδυση του παλαιού ανθρώπου ή του κακού μας εαυτού και σε προσπάθεια (συν)ταυτίσεως μας με τον τρόπο ύπαρξης του Αγίου Θεού.
Πολλές φορές, όμως, αυτή η ευλογημένη περίοδος του χρόνου παρουσιάζεται με έναν πολύ αρνητικό τρόπο. Σε πολλά σχετικά κείμενα διαβάζουμε για τα πολλά πρέπει που οφείλουμε να επιβάλουμε στον εαυτό μας, έτσι ώστε να συμπορευθούμε με το Χριστό στο Γολγοθά, χωρίς να εκφράζεται η θετική απάντηση της αγάπης του Θεού. Αν όμως υπάρχει έμπνευση θεϊκή στην καρδιά του ανθρώπου, τότε αυτός εύκολα παραδίδεται σε όλες τις «στερήσεις» και τις ασκήσεις που προτείνει η Εκκλησία μας. Και η έμπνευση αυτή θα έρθει όταν κατανοήσουμε το βασικότερο σκοπό της άσκησης στη ζωή μας.
Ο άνθρωπος έχει προικισθεί από το Θεό με δύο γνωστικά όργανα: τη διάνοια και την καρδιά. Με τη διάνοιά του ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο γύρω του, τις τέχνες, τις επιστήμες και τα γράμματα αλλά με την καρδιά του γνωρίζει τα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων και κυρίως βλέπει Πρόσωπον Θεού. Λόγω όμως της αμαρτίας η καρδιά του ανθρώπου έγινε σκληρή σαν πέτρα, σαν γρανίτης και κατά συνέπεια ανίκανη να δοθεί στην ευαγγελική αγάπη. Έτσι, σκοπός της ποικιλόμορφης άσκησης είναι η ανακάλυψη και κατάκτηση της καρδιάς μας και στη συνέχεια το ολοκληρωτικό δόσιμό της στην αγάπη του Θεού, για το Θεό και δι’ Αυτού για όλο τον κόσμο.
Στον αγώνα για να αποκτήσουμε καρδιά ευαίσθητη, τρυφερή, στοργική, ευσπλαχνική και όμοια με την καρδιά του Ιησού, οποιοδήποτε εμπόδιο παρουσιάζεται είναι αυτό που έχουμε μάθει να ονομάζουμε αμαρτία.Ο άνθρωπος, επειδή είναι εικόνα του Ζωντανού Θεού αλλά κι επειδή μετέχει στα Άγια Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι ικανός να αγαπά με τον τρόπο που ο Θεός αγαπά. Να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο Θεός συμπεριφέρεται. Είναι ικανός όχι μόνο να γνωρίσει το θεϊκό τρόπο ύπαρξης αλλά και να ζει αιωνίως με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ζει ο Θεός. Αρκεί να μάθει να ζει τη ζωή της καρδιάς του. Όποια πράξη, σκέψη, λόγος, θεωρία, ιδεολογία ή καρδιακή κίνηση δυσκολεύει την ευαισθητοποίηση και αφύπνιση της καρδιάς μας, πρέπει να αποφεύγεται ως δηλητήριο.
Η νηστεία και η προσευχή αποκτούν ξεχωριστό νόημα και θέλγουν γοητευτικά την ψυχή μας, όταν γευτούμε εμπειρικά πόσο μαλακώνουν και αφυπνίζουν την πεπωρωμένη από την πίκρα της ζωής καρδιά μας. Οι εντολές του Θεού, από νομικές επιταγές και ηθικές απαιτήσεις, κατανοούνται ως αποκαλυπτικοί οδοδείκτες στην πορεία για την κατάκτηση της ευαγγελικής αγάπης. Οι εντολές μάς δείχνουν άριστους τρόπους έκφρασης της αγάπης, της στοργής και της ευσπλαχνίας που ο Θεός Πατέρας εγκέντρισε στη φύση μας.
Ο αγώνας, λοιπόν, για την κάθαρση της καρδιάς έχει μια πολύ θετική οπτική προσέγγιση. Είναι αγώνας για να μάθουμε να αγαπάμε, να είμαστε ευσπλαχνικοί, να κατανοούμε τη θέση του άλλου. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μάς παρέδωσε τον εαυτό Του με τη μορφή εντολών αλλά και στα Άγια Μυστήρια. Η ολόκαρδη συμμετοχή μας στη ζωή του Χριστού και της Εκκλησίας Του είναι το νόημα της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής.
π. Κωνσταντίνου καλλιανού
Τὸ ἀπόβραδο εὐωδιάζει πρώιμη ἄνοιξη καὶ θυμίαμα. Μισοφωτισμένος ναός, διακοσμημένος μὲ κρέπια ἀπὸ τὶς στερνὲς τίς ἡλιαχτίδες νὰ κρέμονται στοὺς τοίχους, στὸ τέμπλο στὶς θύρες καὶ στὰ παράθυρα.
Ἔξω ἡ χαλαλοὴ τοῦ κόσμου καὶ τὸ ξεφάντωμα, ἀφοῦ σφραγίζει πιὰ τὶς θὐρες του τὸ λεγόμενο στὸν κόσμο Τριώδιο, μὲ τὴν Ἀποκριά, τοὺς μασκαράδες, τὰ κοσμικὰ δρὠμενα τῶν ἡμερῶν μὲ τοὺς χορούς, τὰ γλέντια, τὶς ὅποιες γιορταστικὲς ἐκδηλώσεις. Πράγματα τοῦ κόσμου δηλαδή, ἐφήμερα μέν, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ καταλάβει ὅποιος τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ πόση διάκριση ἀπαιτεῖται, ὥστε νὰ βιωθεῖ μὲ κάθε ἀκρίβεια «τὸ θεῖον στάδιον, τῆς ἀμώμου Νηστείας», ποὺ ἤδη ἀχνοφάινεται. Διότι ναί μέν, «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται..», γιὰ νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτὸ «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι» κι ὄχι ὁ κάθενας. Κι ὅπως καταλαβαίνει ὁ κάθε συνειδητὸς πιστός, Μάθημα μέγιστο εἶναι κι αὐτό, ἐλευθερίας μάθημα ἀπὸ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, πού, δυστυχῶς, λίγοι τὸ προσέχουν, ἀκόμα λίγότεροι τὸ καταννοοῦν καὶ ἐλάχιστοι τὸ μαθαίνουν.
Μέγα Προκέιμενον. « Μὴ ἀποστρέψῃς, ψάλλουμε, τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι». Κι ὕστερα ἀνοίγουμε σιωπηλὰ τὴ θύρα τῆς Σαρακοστῆς.
«Μὴ ἀποστέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου...», Τὸν ἰκετεύουμε. Ἴσως καὶ μὲ κάποιο παράπονο ὅτι δὲν μᾶς προσέχει, δὲ μᾶς δίνει σημασία. Ὅμως εἶναι, ἄραγε, ἔτσι τὰ πράγματα;
Μὲ λίγα λόγια, ὅποιος ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεὸ καὶ κάπου νοιώθει ὅτι δὲν τὸν προσέχει-σὰν τὸ παιδὶ ποὺ δὲν τοῦ πολυδίνει σημασία ὁ γονιός- εἶναι φυσικὸ νὰ παραπονιεται μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Ἴσως γιατὶ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του νὰ καταλαβαίνει, πὼς ὁ Θεὸς Πατέρας δὲ συνερίζεται, τὸ ξέρουμε δά κι ἀπὸ τὴν Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ πατερα (Λκ. 15,13-32) κανένα, μόνο περιμένει τὴν ἐπιστροφή, τὴ μετάνοια, τὴν εἰλικρινῆ φιλοτιμία μας.
Γιατὶ ὅταν ἐμεῖς Τοῦ λέμε «μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι, Ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντᾶ τίμια καὶ δίχως καμμιὰ ἀμφισβήτηση: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγὼ ἀναπαυσω ὐμᾶς» ( Μτθ. 11, 28).
Ἀλήθεια, τί ἄλλο θέλουμε; Καλὴ κι εὐλογημένη Σαρακοστή ῍
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς 2017
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας, ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι οὔτε μόνο θεῖος οὔτε μόνο ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀλλὰ τὸ συναμφότερον, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Kύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος, εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ ταυτοχρόνως τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεῖος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἔχει κεφαλή της τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ζεῖ μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν ψυχή της. Εἶναι ὅμως ταυτοχρόνως καὶ ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, γιατὶ ἀποτελεῖ μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ κοινότητα ἀποτελούμενη ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μὲ τὰ μέσα ποὺ αὐτὴ τοὺς παρέχει γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους. Ὡς ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς καὶ ὡς ἱστορικὴ κοινότητα ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ διαθέτει τὴ δική της ἱεραρχικὴ δομή. Αὐτὴ ἡ ἱεραρχικὴ δομὴ συνδέεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ μὲ τὸν θεσμὸ τῶν ἐπισκόπων.
Ἐνῶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εἶναι “εἰς τόπον” Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ “εἰς τύπον” Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα εἶναι τόσο ἀναγκαῖο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, “ὥστε χωρὶς αὐτοῦ μὴ δύνασθαι μήτε Ἐκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ἢ εἶναι ἢ ὅλως λέγεσθαι” (Ὁμολογία Πίστεως Δοσιθέου Ἱεροσολύμων). Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐπισκοπῆς του κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ καλοῦ ποιμένος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου του, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ ὀρθοτομεῖ “τὸν λόγον τῆς ἀληθείας”. Ὅλοι οἱ πιστοί, κλῆρος καὶ λαός, ἔχουν ἢ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους στὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, κατὰ ταῦτα, προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν πράττουν τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου τους· “ἀναγκαῖον οὖν ἐστίν, … ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν πράσσειν ὑμᾶς” (Τραλλ. 2,2). Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς Καρχηδόνος, ἐξάλλου, διατυπώνει τὸ ἀξίωμα: “ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ ἐκκλησία”, καὶ προσθέτει ὅτι ἐὰν κάποιος δὲν τελεῖ ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν ἐπίσκοπό του, αὐτὸς δὲν εὑρίσκεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Παράλληλα μὲ τὸν τόσο σημαντικὸ θεσμὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἄλλοι δύο βαθμοὶ ἱερωσύνης: ὁ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ὁ τοῦ διακόνου. Ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἱερέας δηλαδή, ἐπιτελεῖ κατ’ ἐντολὴν τοῦ ἐπισκόπου του καὶ ἐξ ὀνόματός του ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς χειροτονίας. Χειροτονία μπορεῖ νὰ κάνει μόνο ὁ ἐπίσκοπος. Ὁ ἱερέας ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἐγκαίνια ναοῦ καὶ νὰ καθαγιάσει ἅγιο μύρο. Εἶναι παράλληλα ὁ πνευματικὸς πατέρας καὶ ποιμένας τῆς ἐνορίας του. Νὰ σημειώσουμε, ὡστόσο, ἐν προκειμένῳ ὅτι τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱερεῖς, παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν εἰδικὴ ἄδεια καὶ εἰδικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό τους. Ὁ διάκονος εἶναι βοηθὸς τοῦ ἐπισκόπου ἢ τοῦ πρεσβυτέρου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ βοηθὸς στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἕνα μέγα καὶ φοβερὸ μυστήριο. Ὁἱερέας, ὅπως τονίζει ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναλαμβάνει διακονία μεγαλύτερη ἀπὸἐκείνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων, λαμβάνει ἐξουσία, “ἣν οὔτε ἀγγέλοις, οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός”. Ἡ ἱερωσύνη, κατὰ τὸν ἴδιο ἐκκλησιαστικὸ Πατέρα, “τελεῖται μὲν ἐπὶ τῆς γῆς, τάξιν δὲἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων”. Κι ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλονται ὄχι στὴν προσωπικὴ ἀξία τοῦ ἱερέα, ἀλλὰ στὴ θεία χάρη, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς εὐχῆς τῆς χειροτονίας, θεραπεύει τὰἀσθενῆ καὶἀναπληροῖ τὰἐλλείποντα. Ὁ ἱερέας ἀξιώνεται νὰἐπικαλεῖται τὴ χάρη τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, γιὰ νὰ τελεῖ τὰἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξιώνεται νὰ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους στὴ νέα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ἀξιώνεται νὰ ἐπιτελεῖ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ἀναίμακτη θυσία, δίνοντας στοὺς πιστοὺς τὴ δυνατότητα νὰ γίνονται σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ καὶ νὰ παραμένουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀξιώνεται ἀκόμη νὰ κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ διαποιμαίνει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ θεραπευτὴς ψυχῶν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ νὰ προετοιμάζει πολίτες γιὰ τὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι κοινωνία δυνάμει ἁγίων, γιατὶ ὅλοι μας ἀγωνιζόμαστε νὰ καταστοῦμε ἅγιοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτὲ ὅμως δὲν κινήθηκε ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λογικὴ ὅτι ἀποτελεῖ ἕναν σύλλογο δεδικαιωμένων ἢ σεσωσμένων ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως, πάντοτε εἶχε σαφὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἐξάλλου, κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατ’ οὐσίαν ἕνα θεραπευτήριο ψυχῶν, ἕνα πνευματικὸ νοσοκομεῖο, στὸ ὁποῖο εἰσέρχεται ὁ τετραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Ὅπως ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ κληρικοὶ (ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) εἶναι ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἀγωνίζονται ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ἀσφαλῶς καὶ ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ ν’ ἀποτελοῦν, κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, πρότυπο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀσφαλῶς καὶ ἀπαιτεῖται οἱ κληρικοὶ νὰ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ σοβαρὲς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν παύουν ὅμως νὰ εἶναι ἄνθρωποι ἀδύναμοι καὶ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους. Σ’ αὐτούς, ὡστόσο, ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἐνεπιστεύθη τὸ φοβερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν πρέπει λοιπὸν οἱ πιστοὶ νὰ σκανδαλίζονται ὅταν διαπιστώνουν ὅτι καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ τὰ ἐλαττώματά τους, οὔτε ἀκόμη καὶ ὅταν λόγῳ σοβαρῶν παρεκτροπῶν κάποιοι κληρικοὶ καθαιροῦνται. Ἀντιθέτως, πρέπει νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ διακονοῦν στὸ ἔργο της. Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ ὁ Κύριός μας Ἰησοὺς Χριστὸς καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται δὲ ἀμφιβολίες στοὺς πιστοὺς λόγῳ αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλὴ σοφία κατέστησε σαφές, ὅτι τὰ ἱερὰ μυστήρια ἐνεργοῦνται βάσει τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης μὲ τὴ θεία χάρη καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ καθαρότητος ἢ ἁγιότητος τοῦ κάθε λειτουργοῦ. Ὅταν λοιπὸν κοινωνοῦμε ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἱερέα, κοινωνοῦμε τὸν ἴδιο Χριστό, εἴτε ὁ ἱερέας εἶναι σὲ μέτρα ἁγιότητος εἴτε εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύναμος. Τὸ ἴδιο δὲ συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια καὶ ὅλες τὶς ἁγιαστικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας.
Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 75.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κάθε ἐφημέριος γίνεται δέκτης πολλῶν καὶ ποικίλων βιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἀναδύονται σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν τὶς περιμένει. Εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, φιλέματα θείας εὐλογίας, ποὺ τὰ στέλνει ὁ Θεὸς νὰ καταρτίσουν, παραμυθήσουν καὶ χάρίσουν στὴν ψυχὴ ἐμπειρίες μοναδικές κι ἀλανθαστες. Ἐμπειρίες, ποὺ στὴ συνέχεια γίνονται πυξίδες πορείας πρὸς τὸν Οὐρανό. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ συγκίνηση ποὺ καταλαμβάνει τὸν κάθε ἱερέα-δέκτη αὐτῶν τῶν ἁγιασμένων δωρεῶν, ποὺ πραγματικὰ συνταράσσουν τὸ εἶναι. Γιατὶ ὄντως εἶναι συγκλονιστικό, ὅταν στὸ πίσω μέρος τῆς Πρόθεσης βρεθοῦν παλιὰ ὀνόματα ζωντων καὶ κεκοιμημένων, τὰ ὁποῖα ξεχάστηκαν ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως μνημονεύτηκαν-ἀλήθεια, πρὶν ἀπὸ πόσο καιρό;- καὶ βγῆκε γιὰ τὸ καθένα ἡ μερίδα του στὸ Ἱ. Δισκάριο.
Ὅμως τὸ μέγα μάθημα καὶ ἡ ἔκπληξη ποὺ παρέχουν στὸν ἐφημέριο αὐτὰ τὰ λησμονημένα ὀνόματα εἶναι ἡ ἐμβίωση ἀπὸ μέρους του τοῦ προσκαίρου τῆς παρούσης ζωῆς. Γιατί, καθὼς τὰ παρατηρεῖ παρατηρεῖ πὼς κάποια ὀνόματα ποὺ εἶναι γραμμένα στὰ ζῶντα, τώρα πιά, καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους γιὰ τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό, τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, τώρα πρέπει νὰ σβυστοῦν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ γραφοῦν στὰ κεκοιμημένα. Αὐτὴ ἡ «μετάθεση» ἴσως νὰ φαίνεται κάτι τὸ ἁπλὸ καὶ σύνηθες, ὅμως μέσα της κρύβει ἕνα ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἐπειδὴ ἐμφανίζει τὶς δύο ὄψεις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως: τὴν πεπερασμένη καὶ αἰώνιο.
Γιατὶ ἡ πεπερασμένη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν ἐπίγειο διαδρομὴ καὶ θητεία τοῦ καθενὸς μας κι ἡ αἰώνια μὲ τὸν θεῖο του προορισμό, ὥστε «μετὰ τῶν ἁγίων» νὰ συγκαταλεγεῖ. Καὶ τὸ κυριώτερο, οἱ δύο αὐτὲς διαδρομὲς ἐμφανίζουν καὶ τὸ σταυρώσιμο χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Βίου, ποὺ ἔχει δύο διαστάσεις: Τὴ φυσική, ποὺ εἶναι ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν χρόνο, ἀπὸ τὴ γέννησή του δηλαδή, ἴσαμε τὸ τέλος του, τὴν κοίμησή του καὶ τὴ μεταφυσική, αὐτὴ δηλαδή, ποὺ φανερώνεται ὡς τομὴ μέσα στὸ χρόνο καὶ τὴν ἱστορία, μὲ τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό.
Μιὰ δὲ ἀπὸ τὶς κορυφαῖες στιγμὲς αὐτῆς τῆς συνάντησης εἶναι κι ἐκείνη τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ κάθε πιστοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἱ. Προσκομιδῆς. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ταπεινὸ ψιχίο ποὺ κατατίθεται πάνω στὸ ἱ. Δισκάριο καὶ ἀντιπροσωπεύει ἕνα ὄνομα, θὰ ἐμβαπτιστεῖ στὴ συνέχεια στὸ Ἅγιο Ποτήριο, ὅπου ὑπάρχει τὸ ζωηρὸ καὶ πανακήρατο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὸ Αἷμα δηλαδή, μὲ τὸ ὁποῖο «περιποιήσατο τὴν Ἐκκλησίαν» Του ( Πρξ. 20, 28). Τὴν Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἀναπόσπαστο μέλλος εἶναι ὁ κάθε πιστός, ἀφοῦ Σῶμα Χριστοῦ τυγχάνει. (βλ. Α΄ Κορ. 12,27 ἑξ. ).
Πολλὰ καὶ ποικίλα, λοιπόν, τὰ ὅσα διδάσκουν τὰ ξεχασμένα ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ἡ Χάρη Του ξαφνικὰ παρουσιάζει «πρὸς καταρτισμόν»( Ἐφ. 4, 12) , ἀλλὰ καὶ νουθεσίαν. Γιατὶ καὶ ἀπὸ κάτι τέτοιες μικρές, ἀσήμαντες καὶ ταπεινὲς λεπτομέρειες πολλὰ ὠφελεῖται ὁ κάθένας μας, πόσο μᾶλλον ὁ κάθε ποιμένας.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἐκκοσμικευμένης κατάστασής μας εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναζητήσουμε νὰ θεμελιώσουμε τὴν ζωή μας στο ὀρθόδοξο δόγμα. Σε μια χριστιανικὴ κατασκήνωση ἕνας ἔφηβος κάποτε εἶπε στὸν ὁμαδάρχη του τὸ ἑξῆς ἀξιοπρόσεκτο: «Μᾶς λέτε νὰ ἐφαρμόζουμε τις ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ εἶμαστε καλοὶ χριστιανοί ἀλλὰ δὲν μᾶς μιλᾶτε γιὰ τὸ ποιός εἶναι ὁ Χριστός! Βοηθεῖστε με νά μάθω τί εἶναι ὁ Χριστός!» Κι ὅμως αὐτὴ ἡ τραγικὴ διαπιστωση τοῦ νεαροῦ κατασκηνωτή ἀπηχεῖ τὴ βαθειά ἔλλειψη ἀληθινῆς δογματικῆς κατήχησης.
Κάποτε μιλοῦμε καὶ ζοῦμε σὰν να μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Χριστιανισμός χωρὶς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γάμος χωρὶς Νυμφίο καὶ Βασιλεία χωρὶς Βασιλέα… Τὰ θεμελιώδη δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὰ ὁποῖα πηγάζει ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καὶ ἀληθινός ἄνθρωπος, ἤ ὅτι ο Χριστός ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς καὶ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀναστηθοῦμε, ἢ ὅτι ἡ θεία κοινωνία εἶναι ἀληθινὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἄραγε σέ τί βαθμό εἶναι ξεκάθαρα στὸ κυριακάτικο ἐκκλησίασμα μιᾶς ἐνορίας καὶ πολύ περισσότερο σὲ τὶ βαθμό εἶναι σημαντικά γιὰ τὴν προσωπική μας ζωή;
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἑσπερίζουμε, μὲ ἑόρτιο διάθεση. Γιὰ νὰ φτάσει καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη προετοιμασία...Κατὰ τὸ κέλευσμα τῶν Τυπικῶν «..πρὸ τῆς ἐναρξεως τοῦ ἑσπερινοῦ τίθεται ὑπὸ τὴν ἐν τῷ τέμπλῳ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ ηὐτρεπισμένου σκίμποδος τὸ λειτουργικὸν βιβλίον τοῦ Τριῳδίου, ἔνθα μεταβαίνει ὁ Πρωτοψάλτης (ἐκπροσωπῶν τοὺς ἐν τοῖς ἀναλογίοις ὑπηρετοῦντας), βάλλει πρὸ τῆς εἰκόνος μετανοίας 3, ἀσπάζεται αὐτήν, λαμβάνει μετὰ χεῖρας τὸ Τριῳδιον καὶ ἀπάζεται αὐτό, ποιεῖ πάλιν μετανοίας μικρὰς 3 καὶ ἀπέρχεται μετὰ τοῦ Τριῳδίου είς τὴν οἰκείαν θέσιν αὐτοῦ».
Ἔχω τὴν πεποίθηση, πὼς γιὰ κανένα ἄλλο λειτουργικὸ βιβλίο δὲν γίνεται αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ κατανυκτικὴ τελέτὴ τῆς παραδόσεώς του. Ἴσως γίνεται αὐτό, ἐπειδὴ εἰσοδεύουμε ἀπόψε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἐφετεινοῦ χρόνου, ποὺ τὰ σκέπει, ἐνισχύει καὶ προβάλλει αὐτὸ τὸ ἱερὸ βιβλιο: «Τὸ Τρῴδιον, τὸ Κατανυκτικόν».
Ἀλήθεια, γιατὶ συμβαίνει αὐτό;
Ἤδη παρῆλθεν ὁ καιρὸς τῶν ἑορτῶν τοῦ Ἁγίου Δωδεκαήμέρου, μὲ τὴν Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα νὰ ἐπισημαίνουν τό, «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» ( πρβλ.Α΄ Τιμ. 3, 6) Τὸ βασικό, λοιπόν, ἐρώτημα εἶναι: Πῶς προσεγγίζουμε, συναντοῦμε καὶ βιώνουμε τὴν παρουσία Του; Μά, μὲ τὴν ἄσκηση, ποὺ γεννᾶται μέσα ἀπὸ τὴν ἔγκοπο πορεία στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ δή τὸν Ἀναστάντα. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ προσδοκία τοῦ καθενὸς καὶ τὸ πανάρχαιο διερώτημά του, ποὺ συμπυκνώνεται στὴν Ὁμολόγία τῆς Πίστεως μὲ κεῖνο τό, «Προσδοκῶ ἀναστασιν νεκρῶν...».
Αὐτό, λοιπόν, τὸ νόημα μᾶς κομίζει καὶ ἐφέτος τὸ ἱερὸ
Τριῴδιο, ποὺ ἀνοίγει τὴν Ὡραία Του Πύλη ἀπόψε μέσα σὲ κλίμα κατανύξεως, ἄφατης συγκινήσεως καὶ ἐγνωσμένης χαρμολύπης. Εἰσοδεύουμε, οἱ ὅσοι πιστοί, μὲ σκοπὸ τὴ συνάντηση αὐτή, ποὺ προϋποθέτει, ὡστόσο, ἀδιάλειπτο πνευματικὸ ἀγώνα, πορεία μὲ στημένες πολλὲς παγίδες τοῦ μισοκάλου καὶ ἀταλάντευτη πίστη, ποὺ τὴ θεμελιώνει ἡ βασικὴ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ ἀνοίγει τὸ Τριῴδιο ἀλλὰ καὶ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, τέλος τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀνεκλάλητος χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
Προετοιαζόμαστε, λοιπόν, γιὰ τὴν πορεία αὐτή...Ἀπὸ ἀπόψε, δίχως ἀναβολή, μὲ μόνη ἔγνοια, «Πρὸς ζῆλον ἔλθωμεν..., κατορθοῦντες τὸ πρᾷον, ταπεινώσει συζῶντες, ἐκ καρδίας στεναγμῷ, κλαυθμῷ τε καὶ προσευχῇ, ὅπως σχῶμεν ἐκ Θεοῦ συγχώρησιν». Ἀμήν, εὐλογημένο Τριώδιο, λοιπόν, μὲ σταυροαναστάσιμο προοπτική .
Καθὼς ξημερώνει ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ( 4/5-2-2017)
π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι φοβόμαστε την θλίψη, τη δοκιμασία, τον πόνο, το κακό. Μας θυμίζουν την ήττα και τον θάνατο. Έτσι, όταν νιώθουμε ότι μας περιμένει μία δυσάρεστη αλλαγή στη ζωή μας είτε καταφεύγουμε στον Θεό είτε αισθανόμαστε ότι υπάρχει μπροστά μας η οδός της απελπισίας.
Η πίστη όμως δε βλέπει έτσι την πραγματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους: «Ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας».
Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική θέαση της ζωής. Αντί να μιλά για την υπομονή ως φάρμακο στις δοκιμασίες, μιλά για τις δοκιμασίες που οδηγούν στην υπομονή. Δε θεωρεί τις δοκιμασίες απορριπτέες στη ζωή, αλλά ως την οδό που οδηγεί στην υπομονή. Η υπομονή χτίζεται με τις δοκιμασίες, δεν είναι έτοιμη κατάσταση. Και χρειάζεται η υπομονή στη ζωή μας, διότι γεννά χαρακτήρα δοκιμασμένο, δηλαδή χαλυβδωμένο και δυνατό, όχι ηττημένο, αλλά ανθεκτικό στην ήττα και τον πόνο και τον θάνατο. Αυτό βεβαίως δε συνεπάγεται αποδοχή τους, δηλαδή μοιρολατρία, αλλά επίγνωση των ορίων μας. Ότι δεν είμαστε αυτοί που ελέγχουμε τον κόσμο και τη ζωή, αλλά ο Θεός, ο οποίος επιτρέπει, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, συνήθως για τις αμαρτίες μας, να περνάμε δυσκολίες, να χάνουμε, να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε εμείς που ελέγχουμε και κυβερνάμε την οδό μας, αλλά όλα ανήκουν αλλού. Ακόμη και εκείνοι που ζούνε με την ψευδαίσθηση ότι είναι πανίσχυροι, συνειδητοποιούν το εφήμερο της δυναστείας τους. Και μόνο έτσι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Να βρει την ελπίδα, δηλαδή την επίγνωση ότι τα πάντα είναι στον Θεό και Εκείνος θα βάλει το τελικό όριο τόσο στη δοκιμασία όσο και στην ήττα μας. Γιατί ακόμη και αυτά δείχνουν την αγάπη του Θεού, η οποία πλούσια έχει δοθεί στον καθέναν μας, δια του Αγίου Πνεύματος, και γεμίζει και ξεχειλίζει με περίσσεια ζωής τις καρδιές μας.
Οι άνθρωποι σκεπτόμαστε διαφορετικά. Παρασυρμένοι από τον πονηρό και από το κοσμικό πνεύμα θεωρούμε ότι δικαιούμαστε μία αμέριμνη ζωή ή μία ζωή στην οποία τα πάντα θα έρχονται όπως μας αξίζουν. Το αντίθετο είναι αδικία. Και αυτό το μεταφέρουμε και στη σχέση μας με τον Θεό. Ζητούμε από Εκείνον την εκπλήρωση των ονείρων μας για ευτυχία. Θεωρούμε ότι είναι Δίκαιος όταν μας δίνει αυτό που μας αρέσει. Και αναρωτιόμαστε συνεχώς γιατί να συμβαίνει το αντίθετο. Δε θέλουμε έναν Θεό που δε μας ευχαριστεί, που δεν επιτρέπει στη ζωή να πορεύεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Δε θέλουμε έναν Θεό που αφήνει να φαίνεται ένας τρόπος προβληματισμού για το εφήμερο και υπέρβασής του. Θέλουμε έναν Θεό που να καταφάσκει στο εδώ και τώρα μας, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα στην προοπτική της στιγμής, της ευχάριστης στιγμής. Και γι’ αυτό είτε λησμονούμε τον Θεό, είτε Τον απορρίπτουμε, είτε Τον θυμόμαστε στις δοκιμασίες μας, όχι για να μας βοηθήσει να αντέξουμε, αλλά για να τις πάρει από μας.
Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της χριστιανικής πίστης και γι’ αυτό οι πολλοί στέκουν αδιάφοροι έναντί της. Η πίστη που γεννιέται στην καρδιά αυτού που θέλει να αγαπήσει αληθινά τον Θεό δεν κοιτά το αποτέλεσμα, την ωφέλεια, το ευχάριστο, αλλά τη σχέση καθαυτή με Αυτόν που μας αγαπά. Η πίστη πηγάζει από την εμπιστοσύνη και είναι εμπιστοσύνη. Εμπιστεύομαι σημαίνει ότι αφήνω κατά μέρος κάθε προσανατολισμό προς τα έξω ή προς τον εαυτό μου και εργάζομαι σε ό,τι έχω κληθεί να παλέψω, υλικό, πνευματικό, κοινωνικό, με κριτήριο και έκβαση το θέλημα του Θεού.
«Χαρά και λύπη ένα, ένα κι εγώ μαζί Σου» (Σταμάτης Σπανουδάκης), λέμε στον Θεό. Αν οι ανθρώπινες σχέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τις παίρνουμε στα σοβαρά, γίνονται αφορμή περάσματος από την δοκιμασία στην υπομονή, από την υπομονή στον δυνατό χαρακτήρα, από τον δυνατό χαρακτήρα στην ελπίδα ότι η σχέση και η αγάπη θα κρατήσουν για πάντα ή για όσο περισσότερο γίνεται, πόσο μάλλον η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό περνά από αυτόν τον δρόμο. Αν μέσα από την πείρα των ανθρώπινων σχέσεων, βρίσκουμε νόημα και αξία στη ζωή μας, διότι υπερβαίνουμε την μοναξιά μας, πόσο μάλλον μέσα από την πείρα της σχέσης με τον Θεό βρίσκουμε νόημα και αξία αιωνιότητας, καθώς υπερβαίνουμε ακόμη και τις ήττες μας και τους φόβους μας και αγκαλιάζουμε Αυτόν που δε θα μας αφήσει ποτέ.
Η πίστη χτίζεται. Ο δρόμος που περιγράφει ο Παύλος είναι ο τρόπος της. Οι πολλοί δεν τη θέλουν. Τη φοβούνται ή τη θεωρούν ξεπερασμένη. Υποταγμένοι στο εφήμερο βλέπουν στο υλικό, στις επιθυμίες, στα μέσα της ζωής τις απαντήσεις στους φόβους και τις δοκιμασίες ή υποτάσσονται στα μεγάλα και αναπάντητα γιατί. Η Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος και της εμπειρίας της μάς δείχνει την οδό της αποδοχής του θελήματος του Θεού, της αποδοχής των ορίων μας, της αποδοχής της αγάπης του Θεού που χτίζει επιπλέον πίστη, μας κάνει να νικούμε τα άγχη μας ή να τα διαχειριζόμαστε και τελικά να μην νικιόμαστε, καθώς έχουμε αιωνιότητα εντός μας και μπορούμε να χαρούμε ό,τι ωραίο μας δίδεται στη ζωή, χωρίς να το υποτάσσουμε στη δύναμη της αμαρτίας, του κακού, της εφήμερης απόλαυσης. Κι εδώ τελικά βρίσκεται η αληθινή δύναμη!
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πρακτικά μας δείχνει πέντε δρόμους της μετανοίας. Μας λέγει:
Πρώτος δρόμος μετανοίας είναι ν' αυτοκαταδικάζεσαι για τις αμαρτίες σου. Ο Κύριος εκτιμά ιδιαίτερα αυτή σου την πράξη. Αυτός που μόνος του καταδίκασε τ' αμαρτήματά του πολύ δύσκολα θα τα επαναλάβει. Η έγκαιρη εξέγερση της συνειδήσεως σου διά της αυτοκατηγορίας δεν θα έχει κατήγορο στο ουράνιο κριτήριο.
Δεύτερος αξιόλογος δρόμος μετανοίας είναι να μη βαστάς κακία για κανένα, ακόμα και γι' αυτούς τους εχθρούς σου. Να συγκρατείς πάντοτε την οργή σου, να συγχωρείς τ' αμαρτήματα των άλλων, γιατί έτσι θα εξαλείψει και τα δικά σου ο Κύριος. Είναι αυτό ένα αποτελεσματικό καθαρτικό, αφού μας το υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας: Αν συγχωρέσετε τους χρεώστες σας, τότε θα σας συγχωρήσει σίγουρα και ο ουράνιος πατέρας μας (Ματθ. 6. I).
Τρίτος ασφαλής δρόμος μετανοίας είναι η ορθή, θερμή και εκ βαθέων καρδιακή προσευχή. Μη λησμονάμε την ευαγγελική χήρα που επέμενε στο αίτημα της στον δύστροπο δικαστή και τελικά έλαβε το ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Αν εκείνη έλαβε για την επιμονή της από τον αδιάντροπο δικαστή, πόσο μάλλον εμείς που έχουμε ουράνιο πατέρα ήμερο, φιλικό και φιλάνθρωπο και οπωσδήποτε θα μας δωρίσει τα προς τη σωτηρία μας αιτήματα.
Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας είναι της ελεημοσύνης, που η δύναμή της είναι ανέκφραστα μεγάλη. Ο προφήτης Δανιήλ είπε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα να ξεπλύνει τις πολλές αμαρτίες του μ' ελεημοσύνη και τ' ανομήματά του με το να ευσπλαγχνισθεί τους φτωχούς. Η αγάπη είναι ικανή να εξαλείψει αμαρτήματα. Ο μετανοημένος παραβάτης με τη φιλανθρωπία επανορθώνει τα πάντα με τον αγώνα του και τη χάρη του Θεού.
Πέμπτος δρόμος σταθερός ο συνδυασμός πηγαίας μετριοφροσύνης κι εγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας προς τούτο ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη του αποτίναξε όλο το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων του.
Καταλήγει λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός Χρυσόστομος: Να καταδικάζουμε τις αμαρτίες μας, να συγχωρούμε τις αμαρτίες των αδελφών μας, να 'χουμε κερδοφόρα προσευχή, καρπούς ελεημοσύνης και ταπεινοφροσύνης, δίχως να καθυστερούμε, δίχως να χάνουμε ούτε μία μέρα και ώρα βαδίζοντας τους πέντε αυτούς σωτήριους δρόμους καθημερινά.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Μπορείτε να δείτε, το τι δημιουργεί η θρησκεία στη σημερινή εποχή. Για παράδειγμα στην Ανατολή, στη Μέση Ανατολή, αλλά όπου υπάρχει και λειτουργεί ο Μουσουλμανισμός, ο Ισλαμισμός, βλέπουμε εκεί καθαρά την αρρώστια της θρησκείας. Εν ονόματι της θρησκείας δημιουργούνται μάχες, αντιπαραθέσεις, αποκεφαλισμοί, βιασμοί, βιαιότητες, και είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σε μια συνάντηση που είχε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του με κάποιον ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον ενταφιασμό των Μουσουλμάνων, έναν τασιμάνη, μεταξύ των άλλων του είπε ότι ο Μουσουλμανισμός διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο με την βία και την ηδονή. Προσέφερε ο Μωάμεθ τη βία και την ηδονή στους ανθρώπους και δημιουργούνται τέτοιες καταστάσεις αρρωστημένες με τρομοκρατικές εκδηλώσεις, με αποκεφαλισμούς, με βιαιότητες και νοοτροπίες πολεμικές.
Αυτή είναι η αρρώστια της θρησκείας εναντίον της οποίας πάλεψαν και αγωνίστηκαν οι προφήτες, και μας απάλλαξε ο Χριστός και δημιούργησε την Εκκλησία Του. Αλλά προφήτες δεν υπήρχαν μόνο στην Παλαιά Διαθήκη, προφήτες υπάρχουν και στην Καινή Διαθήκη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα κάνει αυτή την επισήμανση και τη διάκριση: Οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο και συγχρόνως προέβλεπαν και προεφήτευαν την ενανθρώπιση και έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο που θα γεννιόταν στον κατάλληλο καιρό. Οι προφήτες της Καινής Διαθήκης είναι εκείνοι που έχουν κοινωνία με τον σεσαρκωμένο Λόγο, τον ενανθρωπίσαντα Χριστό και ομιλούν και ζουν για την δευτέρα έλευση του σεσαρκωμένου Λόγου, οπότε θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών και θα έλθει η Βασιλεία του Θεού.
Το προφητικό χάρισμα δεν εξέλειπε από την Εκκλησία, παραμένει και σήμερα. Ο επίσκοπος δεν είναι μόνον ο προεστός της ευχαριστιακής συνάξεως είναι και ο προφήτης ο οποίος κηρύττει το Λόγο του Θεού. Είναι ο προφήτης ο οποίος στρέφεται εναντίον κάθε λατρείας ψεύτικης, κάθε θρησκευτικής πίστης η οποία είναι ξένη από τον ζωντανό Θεό, και ομιλεί για το πώς ο άνθρωπος θα αποκτήσει κοινωνία με τον ζώντα Θεό. Κι έτσι δεν είναι μόνο προεστός ευχαριστιακής συνάξεως, αλλά είναι και προφήτης που διδάσκει και καθοδηγεί τον λαό. Είναι το προφητικό χάρισμα που έχει ο επίσκοπος, όπως έχει και το βασιλικό χάρισμα και το αρχιερατικό χάρισμα και την ευλογία του Θεού.
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα μίμηση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη χωρὶς πέρας, χωρὶς ὅρια. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει ἐπίσης νὰ καταστεῖ ἄπειρη καὶ ἀπεριόριστη. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν ἢ πρὸς ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένουμε ἀνταπόδοση. Δὲν μπορεῖ νά ᾿ναι ἀληθινὴ ἀγάπη μιὰ ἀγάπη ποὺ περιορίζεται στὴ δική μας οἰκογένεια, στοὺς δικούς μας φίλους καὶ γνωστούς, στὴ δική μας κοινωνικὴ ὁμάδα, στὸ δικό μας ἔθνος. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους χωρὶς καμιὰ διάκριση, πρὸς φίλους καὶ ἐχθρούς, πρὸς φτωχοὺς καὶ πλουσίους, πρὸς ἰσχυροὺς καὶ ἀδυνάτους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος νομοθετεῖ στὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του: “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς ... ὅπως γένησθαι υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 44-45). Ὡς “καῦσις καρδίας ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως”, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ἀπευθύνεται ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες. Εἶναι ἀρκετὰ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ προσεύχονταν στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἀρχέκακο διάβολο, ἔστω κι ἂν γνώριζαν ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτικὸς σωτηρίας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀγάπη κενωτικὴ καὶ θυσιαστική. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ κάθε πάθος καὶ κάθε ἁμαρτία, ὥστε νὰ μείνει χῶρος μέσα μας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας χάριτος. Πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κένωσή μας ἀπὸ τὸ ἴδιον θέλημα, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε πράξη στὴν ζωή μας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη σημαίνει πραγματικὴ κένωση, ἀλλὰ σημαίνει καὶ ἑτοιμότητα γιὰ θυσία. Θυσία τῆς καλοπέρασης καὶ τοῦ βολέματός μας, θυσία τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν μας, θυσία τῶν ἐγωϊσμοῦ μας καὶ τοῦ δικοῦ μας θελήματος, θυσία ἀκόμη καὶ τῆς ἰδίας μας τῆς ζωῆς, ἂν τοῦτο κάποια στιγμὴ μᾶς ζητηθεῖ. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἑτοιμότητα γιὰ θυσία, οὔτε τὸν συνάνθρωπό μας μποροῦμε ν᾿ἀγαπήσουμε ἀληθινά, οὔτε φυσικὰ καὶ τὸν Θεό. Γιατὶ ἡ ἀγάπη τότε “ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς”, εἶναι ἀγάπη ὄχι χριστιανική, ἀλλὰ ἀγάπη τοῦ κόσμου τούτου.
Σίγουρα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσει κοσμικά, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἀσύμφορη, γιατὶ ἀνατρέπει ὅλα τὰ δεδομένα μιᾶς βολεμένης καὶ εὐχάριστης ζωῆς. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅμως, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ βιολογικὸ θάνατο, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος “προσδοκεῖ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰώνος”, αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδός, ποὺ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴν αἰώνια ζωή.
π. Ιωάννου Ρωμανίδη
Τώρα το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή πίστις;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, που χρησιμοποιεί τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ, χωρίς να εμβαθύνη σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ο οποίος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως γι’ αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του.
Εφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν, είναι ο άξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος σ’ αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’ είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα η κάθαρσις και ο φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την Κόλασι; Γι’ αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό κλειδί, το οποίο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.
Οπότε το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πώς θα δη ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν, και να προετοιμάζη τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Αυτή η προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίση και να τελειώση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη η θεραπεία και να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος, που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί η οδός». Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ’ αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δη τον Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη ζωή.
(ἤ, Πῶς βιώνει ἕνας ἱερέας τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς ἐνορίας του)
Μνημόσυνο Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, τοῦ ἀγαθοῦ πνευματικοῦ.
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Ἔχω τὴν ταπεινὴ γνώμη, ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ συγκινεῖ ἕνα ἐφημέριο εἶναι, σὺν τοὶς ἄλλοις, καὶ ἡ ἱστορία τὴν ὁποία ἀποδέχεται, μόλις ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του σὲ μιὰ ἐνοριακὴ κοινότητα. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται, ἀλλὰ μιὰ πραγματικότητα, τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ ἐπεξεργαστεῖ ὁ κάθε νέος ἐφημέριος, γιατὶ ἕνα εἶναι σίγουρο νὰ γευτεῖ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνάντηση: τὸ βάρος μιᾶς πραγματικότητας ποὺ πέρασε μέν, ὡστόσο ἔχει ἀφήσει τὴ σφραγίδα της ἀνεξαλειπτη.
Ὅμως ἄς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Τί εἶναι, ἄραγε, ἡ ἱστορία; Τό ἐρώτημα πληγώνει ὅταν θελήσουμε νά τό ἀπαντήσουμε κυριολεκτικά. Γιατί ἡ λέξη ἱστορία, "ἡ ὁποία παράγεται ἀπό τό ρῆμα οἶδα σημαίνει τήν γνῶσιν τῶν πάσης φύσεως συμβάντων καί φυσικά τήν ἔκθεσιν αὐτῶν πρός τούς μεταγενεστέρους" (Τάσος Ἀ.Γριτσόπουλος). Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ σταθεῖ κι ὁ κάθε ἐφημέριος ποὺ καλεῖται νὰ διακονήσει μιὰ ἐνορικαὴ κοινότητα μὲ ἱστορία αἰώνων ἤ ἔστω καὶ μὲ πρόσφατο, ὀλιγόχρονο παρελθόν. Γιατὶ ἡ κάθε περίπτωση ἔχει τὴ γοητεία της, ἐπειδὴ καὶ στὶς δύο συνυπάρχει τὸ ρίγος τῆς μνήμης: Μιᾶς μνήμης μὲ ἀρκετὴ ἤ κι ἐλάχιστη πατίνα τοῦ χρόνου. Μιὰ χρονικὴ διάρκεια μὲ πολλὰ ἤ καὶ λιγοστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ συνθέτουν τὴν ἱστορικὴ μαρτυρία τῆς κοινότητας αὐτῆς.
Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ συνειδητοποιήσει ὁ κάθε ἐφημέριος, εἶναι τὰ τεκμήρια ποὺ ἔχει στὴ διαθεσή του. Τεκμήρια ποὺ πιστοποιοῦν αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ συνάμα ἀποτελοῦν τοὺς κρίκους μιᾶς ἁλυσίδας, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ χθὲς καὶ φθάνει ἴσαμε σήμερα καὶ συνεχίζει...Γιατὶ τὰ ἔσχατα κάθε ἐνοριακῆς κοινότητας εἶναι θέλημα Ἄλλου, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε καὶ ρυθμίζει τὰ ὅσα συντελοῦνται καὶ συμβάινουν. Κι αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν εἶναι ποὺ κληρονομοῦνται στοὺς μεταγενέστρους, ὡς πολυτιμα περιουσιακὰ στοιχεῖα.
Στ᾿ ἀλήθεια τὶ εἴδους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ κληροδοτήματα;
Ἀναμφίβολα τὰ ὅσα κληρονομεῖ κάποιος εἶναι καὶ ἀποτελοῦν τὰ πιστοποιητικὰ παρουσίας ἀνθρώπων καὶ γεγονότων. Ἔτσι καὶ μέσα στὴν ἐνοριακὴ κοινότητα αὐτὰ ποὺ κληρονομεῖ ὁ κάθε ἐφημέριος εἶναι τὰ τεκμήρια ὅσων κατὰ καιροὺς ἔχουν συναχθεῖ καὶ ἀρχειοθετηθεῖ. Μπορεῖ δηλαδή, νὰ εἶναι αὐτά, φωτογραφίες, ἐπιστολὲς, ἐνδύματα, ἱερὰ σκεύη καὶ βιβλία καὶ διάφορα σημειώματα, ποὺ ἀνήκανε σὲ παλιότερους ἐφημερίους, ἀλλὰ καὶ ἐνορίτες ποὺ τὰ ἀφιέρωσαν.
Ὡστόσο, ἐκεῖ ποὺ πληγώνεται περισσότερο ἡ ψυχὴ καὶ δακρύζει, εἶναι γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπόμειναν στὶς ἀρχαῖες τὶς ἐνορίες, κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ σήμερα νὰ ψυχορραγοῦν ἤ ἄλλες νὰ εἶναι ἔρημες καὶ σιωπηλές ( βλ. ἐνορία τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου). Ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς σὲ ὅλες αὐτὲς ὑπάρχει ἀκόμα ἡ παλαιὰ αἴγλη καὶ ἡ νοσταλγία ποὺ ἀνεβαίνει ἀπό τὸ βάθος τοῦ χρόνου μέσα σὲ μιὰ ὀμίχλη, σ᾿ ἕνα σύθαμπο-λές κι εἶναι βαρὺ χειμωνιάτικο πρωϊνό-μέσα στὸ ὁποῖο δυσδιάκριτα ἀναδύονται πρόσωπα καὶ γεγονότα. Πρόσωπα ποὺ τὰ φωτίζουν ἰσχνὰ ἁγιοκέρια καὶ γεγονότα μὲ τὴ σφραγίδα τῆς χαρμολύπης πάνω τους. Κι ὅλ᾿ αὐτὰ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ἀποτυπωθεῖ σὲ φωτογραφίες, ἀκόμα καὶ σὲ σκίτσα. Ὅμως ἔχουν σημαδευτεῖ ἀπὸ μιὰ παρουσία ὁλόφωτη καὶ περίεργα ζωντανή. Παρουσία, ποὺ τὴ συναντᾶς σὲ κηροσταγμένα παλαίτυπα Εὐαγγέλια ἤ Εὐχολόγια, σὲ παλιωμένα ἄμφια, σὲ Ἀντιμήνσια μὲ τὸ ἐκτύπωμα τῶν χεριῶν πάνω τους σὲ ἱδρωμένες ἄκρες, ἀλλὰ καὶ σὲ κεῖνα τὰ πολύχρονα σφραγισμένα σεντούκια, ποὺ ὅταν τὰ ἀνοίγεις αἰσθάνεσαι νὰ ὁσμίζεσαι κλεισμένες ἀνάσες, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς συγκινοῦν, ἀλλὰ καὶ διδάσκουν. Μάλιστα, ἄν κοιτάξεις μὲ προσοχὴ καὶ φαντασία πίσω ἀπὸ τὰ σκουριασμένα κηροστάγματα καὶ τὰ μαυρισμένα ἄμφια, θὰ δεῖς λαμπροφωτισμένους Χριστουγεννιάτικους Ὄρθρους καὶ μυρωμένες Πασχαλιές. Συνάμα θὰ καταλάβεις, γιατὶ σὲ κάποιες εὐαγγελικὲς περικοπὲς ἔχουν πυκνώσει οἱ κηλίδες ἀπὸ κηροστάγματα. Καὶ τότε θὰ προσέξεις πὼς ἀπὸ αὐτὲς τὶς σελίδες ἀνασταίνονται χαρὲς περίσιες, ἀλλὰ καὶ φαρμακωμένα περιστατικά, καθὼς στὶς σελίδες αὐτὲς ἀφοροῦν εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ λέγονται στὸ Γάμο, στὴ Βάπτιση ἤ στὴν Κηδεία, ἀλλὰ καὶ στὸ Μνημόσυνο Γιατὶ ὅλ᾿ αὐτὰ φανερώνουν καὶ θυμίζουν ἕναν ἄλλο κόσμο, ταπεινὸ καὶ συνάμα εὐαίσθητο κόσμο, ἀνθρώπινο, μὲ τὸ μεγαλο προνόμιο τῆς πτωχείας ὡς οἰκόσημο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι ὅλα ἔργα στολισμένα μὲ ἀπεριττη ὁμορφιά, δίχως ἔπαρση καὶ ξιπασμό, χωρὶς ἐντυπωσιασμὸ καὶ αὐτοπροβολή. Ἔγνοια τους, βλέπεις, δὲν ἦταν νὰ διασώσει ὁ καθένας τὴν ὅποια του στιγμὴ διακονίας-πρὸς τί, ἄλλωστε;-ἀλλὰ νὰ παραδώσει στοὺς μεταγενέστερους μαθήματα νοικοκυροσύνης καὶ ἁγνῆς ἀρχοντιᾶς. Ἔστω καὶ μέσα στοὺς μισοφωτισμένους, ὑγροὺς καὶ ταπεινοὺς ἐκείνους ναούς, πού, ὡστόσο, εὐωδίαζαν ἁγιοσύνη καὶ ἱεροπρέπεια, ἀλλὰ καὶ στὰ μικροκαμωμένα ἐκεῖνα σπιτια, ποὺ ἐπίσης εὐωδίαζαν ἀπὸ τὰ φυλαγμένα γιὰ τὸ χειμώνα κυδώνια καὶ τὰ μῆλα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καμμένα τὰ ξύλα τῆς παραστιᾶς.
Μ᾿ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀποδείξεις γράφεται, λοιπόν, ἡ ἱστορία. Προπάντων ἡ ἱστορία τῶν ἐνοριῶν, ποὺ καλεῖται, ὄχι μονάχα νὰ σεβαστεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ βιώσει ὁ κάθε ἐφημέριος. Κυρίως νὰ βιώσει, γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν λειτουργία τῆς ψυχῆς εἶναι δυνατὸ νὰ καταλάβει τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες τῶν προκατόχων του καὶ νὰ διδαχτεῖ ἀπ᾿αὐτές. Διαφορετικὰ θὰ περάσει ὁ καιρὸς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν κάθε τί, ποὺ μποροῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς ἕνα ἐφαλτήριο προόδου καὶ πνευματικῆς ἀνάτασης. Γιατὶ πάνω ἀπ᾿ὅλα, ἡ ἱστορία εἶναι μάθημα, τὸ πρῶτο, μάλιστα, μάθημα ποὺ καλεῖται ὁ κάθε ἐφημέριος νὰ διδαχτεῖ, ἀφοῦ μέσα του εἶναι ταμιευμένη ἡ Πίστη τῶν πατέρων του, ἀλλὰ καὶ δικιά του πίστη, ποὺ καλεῖται νὰ διακονήσει καὶ νὰ προβάλλει μὲ εὐθύνη καὶ ἀψευδῆ παρρησία.
Ξημερώνοντας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Τό πρόσωπο πού ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Πρόκειται γιά μιά μεγάλη φυσιογνωμία, ἕνα μεγάλο προφήτη, πού βρίσκεται στό μεταίχμιο μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς καί ὁ πρῶτος τῶν προφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεώς του ἦταν θαυματουργικός, δηλαδή ἔγινε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ σπέρματος τοῦ πατέρα του Ζαχαρία, καί ὄχι ἐκ Πνεύματος ἁγίου. Ἡ γέννησή του συνδέεται μέ θαυματουργικά γεγονότα. Ἡ διαμονή του ἀπό τριῶν ἐτῶν στήν ἔρημο δείχνει τήν ἀγγελική του πολιτεία. Τό κήρυγμα τῆς μετανοίας ἦταν προετοιμασία τοῦ λαοῦ γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Μεσσίου. Ἡ ταπείνωσή του μεγαλειώδης. Ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς τελειώσεώς του δείχνει ὅτι ἔφθασε σέ μεγάλα ὕψη χάριτος.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦταν συγγενής τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Μητέρα Του (Παναγία) ἦταν συγγενής μέ τή μητέρα τοῦ Προδρόμου, Ἐλισάβετ. Ὅταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦταν ἔμβρυο ἕξι μηνῶν στήν κοιλία τῆς μητέρας του, τότε ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν ἕξι μῆνες μεγαλύτερος ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔλαβε τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τόν ἀνέδειξε προφήτη, ἐνῶ βρισκόταν στήν κοιλία τῆς μητέρας του, ἕξι μηνῶν ἔμβρυο. Γιατί, ὅταν ἡ Παναγία, πού μόλις εἶχε συλλάβει μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χαιρέτισε τή μητέρα του Ἐλισάβετ, τότε «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λκ. α', 41). Ἔτσι, ἔγινε προφήτης καί μετέδωσε τό προφητικό του χάρισμα στή μητέρα του, ἀφοῦ καί ἐκείνη δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνεγνώρισε τή μητέρα τοῦ Κυρίου (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς).
Πολλοί εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί πού δόθηκαν στόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἡ λέξη Ἰωάννης θά πῆ δῶρο Θεοῦ. Πρόδρομος σημαίνει αὐτόν πού προηγεῖται τοῦ δρόμου, δηλαδή τόν προάγγελο τοῦ Μεσσίου. Λέγεται Βαπτιστής, γιατί βάπτισε τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ποιητής, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, στόν κανόνα τῶν Θεοφανείων τόν χαρακτηρίζει μέ τρεῖς ἐκφράσεις, ἤτοι, «φωνή τοῦ Λόγου, λύχνο τοῦ Φωτός, ἑωσφόρο τοῦ Ἡλίου». Ἀφοῦ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ Ἰωάννης εἶναι ἡ φωνή τοῦ Λόγου· ἀφοῦ ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι τό ἀΐδιο καί ἄκτιστο φῶς, ὁ Πρόδρομος εἶναι τό λυχνάρι, καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ λαμπρός ἥλιος τῆς θεότητος, ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ ἑωσφόρος, δηλαδή ὁ αὐγερινός, πού προμηνύει τόν ἐρχομό τοῦ ἡλίου. Ἔτσι, ὅλα τά ὀνόματα, τά ἐπίθετα καί οἱ φράσεις συνδέονται μέ τό βασικό του ἔργο, πού εἶναι νά προαναγγείλη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσίου.
Ἀπό το περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ
Δέν πέρασαν πολλές μέρες ἀπό τότε πού ἀκούσαμε πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ν’ἀνυμνεῖ τόν Θεό καί νά ψάλλει: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», καί νά, νεώτερη κοσμοχαρμόσυνη ἀγγελία ἀκούεται πάλι, στόν Ἰορδάνη αὐτή τή φορά: «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις, ἡ ἀλήθεια». Χθές, τόν ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγο ὑποδεχθήκαμε σάν νήπιο καί διδαχθήκαμε ἀπόρρητα καί ἀπόκρυφα. Ἄς μελετήσουμε τώρα τή σημασία τῆς παρούσης ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὥστε κι ἐδῶ, ἔκπληκτοι γιά τό βάθος τῆς ἀνέκφραστης τοῦ Θεοῦ Λόγου κενώσεως, νά φωνάξουμε μέ θαυμασμό· «τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν! Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». Γράφει ὁ εὐαγγελιστής σχετικά: «Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός, ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης ἅπασι λέγων· (οὔκ εἰμι ἐγώ· ἐγὼ ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου)· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς... Αὐτὸς δὲ ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Μτ. γ', 1-2, Λκ. γ', 15-16). Κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές, «παραγίνεται» ὁ Κύριός μας ἐπί τόν Ἰορδάνη πρός τόν Ἰωάννη, γιά νά βαπτισθεῖ. Αὐτός, πού ἄφησε τά 99 πρόβατα καί ἐπορεύθη ἀναζητώντας τό «ἀπολωλός» παρίσταται πρός τόν κήρυκα τῆς μετανοίας· Αὐτός, πού δέν περιφρόνησε τήν «ἀπολλυμένην δραχμήν» περιέρχεται καί μέ ἐπιμέλεια τήν ἀναζητᾶ· Αὐτός, πού βεβαίωσε μέ ὅρκο ὅτι «οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι αὐτὸν καὶ ζῆσαι», παρευρίσκεται ἀνάμεσά μας καί κατεργάζεται τή σωτηρία ὅλων μας· Αὐτός, πού ἑτοίμασε τό μέγα δεῖπνο ἐξέρχεται «εἰς τὰς πλατείας καὶ τὰς ρύμας», γιά νά καλέσει τούς πάντες, γιά νά μή μείνει κανένας ἔξω. Ὁ καλός Ποιμήν παρίσταται προσωπικῶς γιά νά ἀνεύρει καί νά βαστάσει στούς ὤμους του τό πλανηθέν· ὁ πιστός φίλος ἔρχεται, γιά νά θυσιάσει τή ζωή του ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης ἐπισκέπτεται τούς οἰκείους του, ὁ ἰατρός τούς ἀσθενεῖς, ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τό καταπεσμένο καί συντριμμένο κτίσμα του, γιά νά τό ἀναπλάσει. Ὁ Κύριος καί Δεσπότης κατέρχεται σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στά δεσμά καί τή φυλακή τοῦ Ἅδη, γιά νά ἐξοφλήσει τήν ὀφειλή τους καί νά «ἐξαλείψει» τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τους· ὁ Ζωοδότης γιά νά χαρίσει ζωή καί ἐλευθερία στούς πάντες.
Βλέποντάς τον ὁ θεῖος Πρόδρομος νά ἔρχεται πρός αὐτόν ἔλεγε στόν ἐκεῖ λαό, «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου... κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτήρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Σήμερα ὑποδεχόμαστε στόν Ἰορδάνη τόν Λυτρωτή ὄχι σάν νήπιο, ἀλλά σάν τέλειο ἄνδρα. Σήμερα τόν βλέπουμε νά παρίσταται στόν Ἰορδάνη σάν τέλειος ἄνθρωπος, μαρτυρούμενος ἀπό τόν Πατέρα καί βεβαιούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σήμερα ὁ ἀληθινός Θεός ἀποκαλύπτεται κατά τρόπο αἰσθητό. Ὁ Πατήρ μαρτυρεῖ ἀπό τόν οὐρανό: «Οὗτός ἐστι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα». Ὁ Υἱός κάτω δακτυλοδεικτεῖται ἀπό τόν Πρόδρομο: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τό Πανάγιο Πνεῦμα «σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερά» ἐπικάθεται καί μένει πάνω σ᾽ Αὐτόν, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἡ φωνή ἄλλον ἀφοροῦσε. Πραγματικά «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονε» κατά τόν θεῖο ὑμνωδό. «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Σήμερα καταργεῖται τό σκιῶδες τοῦ νόμου καί ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς χάριτος καί συμβολίζεται ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Πρόδρομος, κατά τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας, ἀφοῦ συμπλήρωσε τήν προφητική του ἀποστολή μέ τό νά δείξει τόν προφητευόμενο καί ἀναμενόμενο ἀπό τῶν αἰώνων Σωτήρα καί Λυτρωτή, ἀρχίζει ἀμέσως σάν πρωταπόστολος τή νέα περίοδο τῆς χάριτος καί ὁδηγεῖ στό πρῶτο ἀπό τά μυστήρια, τό Βάπτισμα. Θέλοντας ὁ Κύριός μας «νά πληρώσῃ πᾶσαν δικαιοσύνην» προσέρχεται ὁ ἴδιος στόν κήρυκα τῆς μετανοίας καί δέχεται τό βάπτισμα, «καίπερ καθαρσίων μὴ δεόμενος», γιά νά συνθάψει μέσα στά νερά τήν παγκόσμια ἁμαρτία.
Μέ τή φανέρωσή του αὐτή στόν Ἰορδάνη, ὁ Κύριός μας, μαρτυροῦσε τήν ἔλευση τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ὅπου σάν νέος Νῶε, θά ἔσωζε τή νοητή κιβωτό (τήν Ἐκκλησία) καί τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τόν παγκόσμιο τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμό. Φανερώνεται ἡ μέγιστη ἀλήθεια τῆς πίστεως διά τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἁγίας Τριάδος· παραδίδει τό πρῶτο καί βασικό τῆς νέας χάριτος μυστήριο, τό Βάπτισμα, καί ἀνεβαίνοντας ἀπό τά νερά, συνανυψώνει καί ἐμᾶς, ὥστε τὰ ἄνω πλέον νὰ φρονῶμεν καὶ μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς».
Τό ζωντανό δόγμα τῆς ἀληθείας, πού εἰδικά ἡ σημερινή ἑορτή τῶν Θεοφανείων μᾶς διδάσκει, εἶναι τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Τό δέ πρακτικό βίωμα τό ὁποῖο μᾶς παραδόθηκε στή συνέχεια ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι τά ἁγιαστικά καί σωστικά μέσα, τά ὁποῖα μᾶς ἀνεβάζουν καί μᾶς τελειοποιοῦν στήν «καινή» ζωή τῆς χάριτος. Ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας, μέ τήν ἀσύγχυτη στό πρόσωπό Του ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, καί σάν τέτοιος πολέμησε καί νίκησε χάριν τοῦ ἀνθρώπου κάθε τι τό ἀντίθετο, τό ἄθεο, τήν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας καί τόν διάβολο καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπο ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν μέχρι καί αὐτῆς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Μετά ἀπό τό δικό Του παράδειγμα ἀκολουθοῦν τά παραδείγματα καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων μας, πού ἀποτελοῦν ἐπανάληψη τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ, τή συνεχιζόμενη ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία καθορίζει καί σταθεροποιεῖ τήν κατεύθυνσή μας πρός τόν ἕνα καί ἀπόλυτο σκοπό, τόν ἁγιασμό καί τή θέωση. Ὁ βίος τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ τήν ἀκριβῆ ἀντιγραφή τῶν ὅσων ὁ γλυκύς μας Ἰησοῦς «ἤρξατο ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», ἀλλά καί τήν ἀπόδειξη τῆς ἐκχύσεως τῆς παναγίας Του χάριτος στόν καθένα καί σ’ ὅλους μαζί, καί ἡ ὁποία χάρις ἐπεσκίαζεν αὐτούς, καθ’ ὅν χρόνον ἀγωνίζονταν, τούς ἐνδυνάμωνε, τούς φώτιζε καί τούς ὁδηγοῦσε.
π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Πρωτοχρονιὰ τῆς μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ στοχασμοῦ ή ἐφετεινή. Μὲ τὴ σιωπὴ νὰ συμμαζεύει γύρω μας σκιὲς καὶ ἤχους ξεχασμένους: ἀπ᾿ τὸ χθὲς ἔρχονται ὅλα᾿ αὐτὰ τὴν περιούσια αὐτὴ νύχτα νὰ σταθοῦν σιμά μας νὰ μᾶς παρηγορήσουν, νὰ μᾶς κρατήσουν συντροφιά. Γιατὶ ἄν ἔξω ὀ κόσμος ξιπάζεται, ἄν ἀκούγονται μουσικὲς καὶ κροτίδες ἑορταστικὲς, αὐτὰ συμβαίνουν γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπιμένουν στὸ νὰ ξυπνήσουν τὸ διαφορετικό μέσα τους, τὴν ἐλπίδα δηλαδή, ποὺ δὲν ἔχει χαντακωθεῖ. Τὸ φῶς ποὺ δὲν ἔσβυσε καὶ τὴ φωτιὰ ποὺ ζεῖ ἀκόμα μέσα στὶς στάχτεςποὺ σωρεύουν στὴ ζωή μας τὰ γεγονότα τῆς σκληρῆς καθημερινότητας. Ὡστόσο, κάποια στιγμή, περιούσια κι εὐλογημένη στιγμή, ἔρχεται ἡ εὐλογία τῆς γιορτῆς καὶ σκορπάει γύρω μας καὶ μέσα μας τὰ εὔοσμα τὰ ἄνθη τῆς παραμυθίας καὶ τῆς εἰρήνης. Γιὰ νὰ ὐψωθεῖ λίγο ἡ ψυχή, νὰ μὴν ἀποκάμει δηλαδή, ἀπὸ τὸν φριχτὸ καὶ ἀπαίσιο βασανισμό τῆς καθημερινότητας. Βασανισμό, τὸν ὁποῖο ὐφίσταται μὲ τὴν ὐπομονή θεμελιο, ἀλλὰ καὶ τὴν καρτερία: καρτερία νὰ ἔλθουν οἱ Γιορτάδες, ὄπως λέει κι ὁ ποιητής, νὰ συμμαζευτεῖ τὸ εἶναι, νὰ χαρεῖ κι αὐτὸ τὸ διάλειμμα ποὺ τοῦ δόθηκε.
Ἀπομένουμε, λοιπόν, μόνος τούτη τὴν περιούσια Νύχτα κι ἀφουγραζόμαστε εὐεγερτικοὺς ἤχους, παλιοὺς ἤχους καὶ φωνές, μαζὶ καὶ βηματισμοὺς ἀπό τὸ χθὲς κι ὕστερα ἀναγαλλιάζουμε. Γιατὶ γνωριζουμε πολύ καλὰ ὅτι μᾶς συμπονοῦν, σκέφτονται κι ἔχουν τὴν ἔγνοια μας οἱ δικοί μας ἄνθρωποι. Ἐστω κι ἄν σήμερα εἶναι μέσα στὸ χῶμα καὶ ὑπνοῦν περιμένοντας τὴ σάλπιγγα τὴν Ἀρχαγγελικὴ γιὰ νὰ ἐγερθοῦν Ὅπως δηλαδή, ἐμεῖς περιμένουμε τὸ χτύπημα τοῦ ρολογιοῦ νὰ ἐγερθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ πορευθοῦμε γιὰ τὸ ἔργο μας.
Πρωτοχρονιὰ τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς ἰκεσίας ἡ ἐφετεινή, λοιπόν. Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ Ὄνομά Του, ποὺ μᾶς βοήθησε ν᾿ ἀνεβοῦμε κι αὐτὸ τὸ σκαλοπάτι τοῦ Χρόνου, ἐλπίζοντας πὼς θὰ κατορθώσουμε νὰ σιμώσουμε τὸν Οὐρανὸ, μὴ λησμονώντας, ὡστοσο, ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, ἀλλὰ καὶ δικιά μας
Σκόπελος, Πρωτοχρονιὰ 2017
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Είναι αλήθεια πως στα χείλη του κάθε πονεμένου συχνά ανεβαίνει εκείνο το γνωστό και βαθύ «γιατί σ’ εμένα Θεέ μου»; Στο ανθρώπινο αυτό «γιατί» δεν νομίζουμε ότι υπάρχει μία εύκολη και γρήγορη απάντηση. Η απάντηση θάλθει πιο αργά από τον ίδιο τον Εσταυρωμένο Θεάνθρωπο. Ο άνθρωπος αξιώνεται να συμμετέχει στον σταυρό του Κυρίου. Μη νομίζετε ότι είναι κάτι μικρό αυτό.
Μέσα από τον πόνο οι προσευχές είναι σίγουρα πιο κατανυκτικές, πιο θερμές, πιο ευπρόσδεκτες. Δίνουν κατ’ αρχάς τη γαλήνη της υπομονής στη δοκιμασία, λιγοστεύουν την απαιτητικότητα, ταπεινώνουν αληθινά, χαρίζουν τη χαρά της ελπίδος και την υγεία της ψυχής. Μέσα μας θα βρούμε τον Θεό. Όσο πιο γρήγορα τον συναντήσουμε τόσο πιο γρήγορα θ’ απελευθερωθούμε και θα χαρούμε αληθινά.
Είπαν ωραία πως πριν μας στείλει ο Θεός τον σταυρό που σηκώνουμε, τον ζύγισε, τον είδε καλά, τον εξέτασε προσεκτικά με την πανσοφία, την αγάπη και τη δικαιοσύνη Του. Το αγαθό βλέμμα Του τον παρακολούθησε και η μεγάλη Του καρδιά τον θέρμανε, αφού τον ξαναζύγισε με την άπειρη στοργή Του. Νομίζεις πως είναι πιο βαρύς απ’ ότι μπορείς να σηκώσεις, ενώ έχεις άγνωστες και ανακάλυπτες δυνάμεις μέσα σου. Μη χάνεις το θάρρος σου, μη τα βάζεις με τον Θεό, γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει. Τον ευλόγησε πριν τον θέσει τον σταυρό στους ώμους σου. Σίγουρα μπορείς να τον σηκώσεις. Μη λησμονάς πως πάντα πριν το Κενό Μνημείο είναι ο Γολγοθάς. Η Ανάσταση έπεται της Σταύρωσης.
Είναι γεγονός πως η ζωή μας είναι ζυμωμένη με δάκρυα που προέρχονται από τον πόνο της ασθένειας, των θλίψεων, των βασάνων, της εγκατάλειψης και της μοναξιάς. Έχουν γίνει αχώριστοι σύντροφοι. Ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, μας πληροφορεί πειστικά πως η ασθένεια, ο πόνος, η θλίψη, ο θάνατος δεν υπήρχαν από την αρχή της δημιουργίας. Πρόκειται για μεταπτωτικά φαινόμενα. Η φθαρτότητα, η ασθένεια, ο πόνος είναι αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων στον Δημιουργό τους και η υπακοή τους στον δαίμονα. Ο αποχωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό έχει οικτρές συνέπειες. Η απελευθέρωση του πιστού από τα δαιμονικά δεσμά μπορεί να τον κάνει να βρει το πνευματικό περιεχόμενο της δοκιμασίας του και τότε η δοκιμασία να γίνει σημαντική ευκαιρία, όπως είπαμε, βαθύτερης γνώσης του Θεού και συναντήσεώς του με Αυτόν.
Προσκυνοῦμεν Σου τὴν Γένναν, Χριστέ...
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, [25-12) Μνήμη τῶν θεασαμένων Ποιμένων τὸν Κύριον.
Στίχοι
Ποίμνην ἀφέντες τὴν ἑαυτῶν Ποιμένες,
Ἰδεῖν καλὸν σπεύδουσι Χριστὸν ποιμένα
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων.
Στίχοι
Σὲ προσκυνοῦσα τάξις ἐθνική, Λόγε,
Τὸ πρὸς σὲ δηλοῖ τῶν Ἐθνῶν μέλλον σέβας.
π. Κωνσταντίνου καλλιανού
Δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ βίωση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας δίχως τὴν παραίτησή μας ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς προφίλ ποὺ θὰ μᾶς προβάλλει, τὴν ἀγχωτικὴ πορεία γιὰ κατάληψη ἀξιωμάτων μέσα στὸν κόσμο, ὥστε νὰ ὑπολογιζόμαστε ὡς κυριάρχοι ἑνὸς παιχνιδιοῦ ποὺ ἀρχίσαμε, μὲ σκοπὸ νὰ πετύχουμε, νὰ φαννοῦμε τοῖς ἀνθρώποις. ( πρβλ. Μτθ. 6, 11) Γιατὶ ἡ εἴσοδός μας στὴ Γιορτή, ἄρα καὶ στὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, προϋποθέτει νὰ σκύψουμε πολύ, νὰ ταπεινώσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀφήνοντας πίσω τὸν Κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου: ἀξιώματα, προβολή, διαφήμιση, περιττά ὑλικὰ ἀγαθά, ἀναζήτηση τρυφηλότητας καὶ συμπεριφορὲς ἀπανθρωπίας. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἔχεις τὴν ἀθωότητα καὶ τὸν ἔνθεο ἐνθουσιασμὸ τῶν ἁπλῶν ποιμένων, ποὺ ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα ( βλ.τὴν παράλληλη καὶ πιὸ μεταγενέστερη περίπτωση τῶν μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι « ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λκ. 5, 11 ) καὶ σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν τὸν πραγματικὸ Ποιμένα.
Τὰ Χριστούγεννα ἔφτασαν καὶ φέτος. Μὲ πολύχρωμα φῶτα, δῶρα καὶ ἕνα ψεύτικο ( διά) κοσμο νὰ τὰ κυκλώνει. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἐντυπωσιαζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος -ἰδίως τὰ παιδιὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸ σκηνικό, γιατὶ ἀκτινοβολεῖ μιὰ λάμψη περίεργη, ὅπως λάμψη ἀκτινοβολεῖ καὶ τὸ ἐπιχρυσωμένο μέταλλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ διάθεση τῶν περισσότερων φαίνεται ὅτι εἶναι γιορταστική ( πόσο θαυμάσια ἀναλύει τὸ σύμπτωμα αὐτὸ ὁ π. Σταυρος Κοφινᾶς στὸ βιβλιο του, Χριστουγεννιάτικη θλίψη, Ἁρμός, Ἀθ. 2010) ἐνῶ στὴν οὐσία συμβαίνει τὸ ὅλως ἀντίθετο. Γιατί, τάχα;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη νὰ εἰπωθεῖ καὶ πάρα πολὺ δύσκολη νὰ βιωθεῖ. Κι ἀκόμα, ἡ ἀπαντηση βρίσκεται στὴν ἀντίθετη ὄψη τῶν ἐνεργειῶν τοῦ σύγχρονου (καταναλωτικοῦ) ἀνθρώπου. Μὲ λιγα λόγια, τὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς βιώνεται περίφημα ἄν ὁ καθένας τιμήσει τὴ Γέννα τοῦ Χριστοῦ προσκυνώντας Την, δηλαδή, παραιτηθεῖ, ὅπως οἱ ποιμένες ἀπὸ τὰ βιοτικά, ἔστω γιὰ λίγο, κι ὕστερα προσέλθει, ὅπως ἐκεῖνοι νὰ ἀναγνωρίσει «Χριστὸν Ποιμένα». Μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπόφαση νὰ κοιτάξει κανεὶς τὴν ἄλλη ὄψη, γιατὶ οἱ πειρασμοὶ τὸν κυκλώνουν. Μήπως τυχαῖα κάνει λογο ὁ λαὸς γιὰ τοὺς Καλλικάτζαρους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ «χαλάσουν» τὴ Γιορτή, ὅπως ἐπίσης ἄστοχη εἶναι ἡ παρουσία στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ πειρασμοῦ ποὺ πασχίζει νὰ δημιουργήσει σύγχυση στὸ νοῦ τοῦ Ἰωσήφ, ὅ ὁποῖος ἄν καὶ «σώφρων ἐταράχθη»;
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ἡ Ἐκκλησία παραγγέλει: «Σπήλαιον εὐπρεπίζου..Βηθλεἐμ ἑτοιμάζου...». Ἀλήθεια, γιατί, θὰ ρωτήσει ὁ κάθε σώφρων καὶ μὲ πνεῦμα ἐρεύνης καὶ μαθητείας ἐμφορούμενος: Μά, γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴ θεία Γέννα τοῦ Χριστοῦ, παναπεῖ γιὰ νὰ κάνουμε Χριστούγεννα, δηλαδή νὰ τὰ νοιώσουμε, νὰ τὰ χαροῦμε. ἄν ὄχι ὁπως οἱ ποιμένες, τοὐλαχιστον ὅπως οἱ Μάγοι ποὺ ἀναζήτησαν καί, μετὰ ἀπὸ ἔγκοπο πορεία ἰκανῶν ἡμερῶν ἤ καὶ μηνῶν,«Χριστὸν Βασιλέα ἐτεκμήραντο». Ἀλήθεια, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ τὸ καταλάβουμε;
Χριστούγεννα, καὶ κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μάθημα: τῆς θείας Πτωχείας
«Δεῦτε λάβετε τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου»
«Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἄν δὲν καταλάβουμε, πὼς ὁ πλουτισμὸς θεολογίας ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ φτωχικό, ἀπέριττο καὶ ἁπλὸ μοναχικὸ κελλί, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ βιώσουμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γιατὶ τὸ καλογερικὸ κελλί, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα χῶρος προσευχῆς, ἀσκήσεως καὶ ἁγιασμοῦ, βρίσκεται σὲ πλήρη συντονισμό, ἀλλὰ ἔχει καὶ τόση μεγαλη συγγένεια μὲ τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὥστε νὰ ἀλληλοπεριχωρεῖται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Μὲ λίγα λόγια, καὶ τὰ δύο ἔχουν ἕνα κοινό, συγγενικὸ στοιχεῖο: τὴν πτωχεία. Αὐτὴ ποὺ κατέπληξε τοὺς Μάγους, αὐτὴ ποὺ καταπλήσσει τὸν κάθε μεγαλόφρονα, ὁ ὁποῖος διακρίνει στὸ φτωχικὸ κελλὶ καὶ στὸ τσαλακωμένο ἔνδυμα τοῦ κάθε μοναχοῦ, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του. Καὶ ἀναφερόμαστε στὸν ἀληθινὸ μοναχό, ὁ ὁποῖος «τὸν τόπον φυλάττει», ἀλλὰ παράλληλα καθίσταται καθημερινὰ καὶ «κοινωνὸς θείας χάριτος». Γιατὶ εὑρισκόμενος «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», αὐτὸς, δηλαδή, κι ὁ Θεός, καταννοεῖ πλήρως πώς «ὅλον τὸ καθ᾿ ἡμᾶς πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας».
Εἶναι, πιστεύω, ἀδύνατο νὰ συλλάβει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ συγκυλιδούμενος ταῖς ἡδοναῖς καὶ μερίμναις τοῦ βίου αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς πτωχείας, ποὺ δὲν ξεκινᾶ τόσο ἀπὸ τὴν ἀπουσία ὑλικῶν κ. λ.π ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πτωχεία τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ πλουτίσει μὲ τὴν πρόσληψη τῆς παρουσίας Του. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἐπιμένει στὴν ἀποθήκευση πολλῶν καὶ περιττῶν ἀγαθῶν, ὅπως γνώσεις, θέσεις καὶ ἀκαδημαϊκοὺς τίτλους, ποὺ ἐξασφαλίζουν μὲν μιὰ κοινωνικὴ θέση καὶ δικαίωση, ὅμως ἀπομακρύνουν τὴν ψυχὴ στὸ νὰ ἐννοήσει τὴν πτωχεία της σὲ ἀληθινὴ γνώση, ἀνόθευτηη ἁγιοπνευματικὴ ζωή, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς βιώσεως τοῦ μεγαλου γεγονότος τῆς «κενώσεως Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μορφὴν δούλου ἔλαβε». Ἄν, μὲ λίγα λόγια, δὲν καταστεῖ ἡ ψυχὴ Σπήλαιο ἀπέριττο, πενιχρό, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπισκεψη τοῦ Σωτήρα, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος τοῦ ἱ. ὑμνογραφου πραγματικότητα: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν...».
Ἄν, λοιπόν, τοὺς σοφοὺς Μάγους, αὐτοὺς τοὺς γνήσιους ἐρευνητές, ποὺ μὲ ὑπομονή, ἐπιμονή, ἴσως καὶ μὲ κινδύνους, ἀπογοητεύσεις καὶ κοπους πολλοὺς ἀναζητοῦσαν «τίς ὁ τεχθείς Βασιλεύς» κι ἄν ἐπίσης αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν ἦταν τίποτε τὸ ἐπιφανειακό, ἐφήμερο καὶ τετριμμένο, ἀλλὰ ἡ πτωχεία Του, τότε ὁ κάθε πιστὸς ποὺ ἑτοιμαζεται νὰ εὐπρεπίσει τὸ Σπήλαιό του, ὀφείλει πρωτίστως αὐτὴν τὴν πτωχεία νὰ προβάλλει, νὰ καταθέσει, νὰ διαμηνύσει. Κατὰ τὸ ψαλμικό, «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.» ( βλ. Ψαλμ. 69,6). Αμήν.
Ἀρχιμ.Παύλου Ἐγγλεζάκη
Ἄν ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἡ κεφαλαία ὅμως ἀποκάλυψή Του εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Φαίνεται πτωχό καί λίγο ἴσως. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει πάντα ἕτοιμος ν’ ἀγαπήσει καί αὐτό πού τόν κάνει κάποτε, ἴσως συνήθως, ἀνίκανο ν’ ἀγαπήσει εἶναι τό αἴσθημα, ἤ ἡ πλάνη, ὅτι κανείς δέν τόν ἀγαπᾶ αὐτόν. «Ἀγαπᾶσαι, ὁ Θεός σου σέ ἀγαπᾶ, σέ ἀγαπᾶ πάντα, ἀδιάλειπτα, ἀκόρεστα παρά τήν ἁμαρτία σου, μέσα στό λάθος σου, ἕνεκα τῆς πτωχείας σου» - αὐτή εἶναι ἡ εὐφρόσυνη ἀγγελία, τό εὐαγγέλιον, τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἀπολωλότα, τόν πτωχό καί τό νήπιο, τήν πόρνη καί τόν τελώνη. Μία ἀγάπη ἀπρόσμενη, ἀνέλπιδη, παράλογη, ἕνας «ἔρως μανικός» (κατά τήν ἔκφραση τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ Νικολάου Καβάσιλα) πού δέν ἔπαψε ποτέ νά σκανδαλίζει τούς δικαιωμένους καί αὐτό-ἱκανοποιημένους φαρισαίους. Γιατί γι’ αὐτούς ὁ Θεός μποροῦσε, καί μπορεῖ, νά ἀγαπᾶ τόν μετανοημένο ἁμαρτωλό, μά γιά κανένα λόγο καί ποτέ τόν ἁμαρτωλό ἔτσι ἁπλῶς.
Στή φάτνη, ἐκεῖ ὅπου θρησκευτικό δόγμα καί ποιητική ἀλήθεια ἀγκαλιάζονται, αὐτό εἶναι τό νόημα καί τό μήνυμα, τό μέγα καί αἰώνιο εὐαγγέλιον: ὅτι ὁ Θεός τόσο ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ὥστε ἔρχεται νά πεθάνει γι’ αὐτόν· καί ὅτι τίποτα δέν χωρίζει τόσο τελειωτικά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό ὅσο ἡ αὐτοεγγυημένη θρησκευτικότης. Τά «Δόξα» τῶν οὐρανῶν δέν εἶναι παρά ἡ σωτηριολογική χαρά τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνατολή τοῦ καιροῦ τῆς ἀφέσεως, τῆς καταλλαγῆς καί τῆς εἰρήνης. Ἡ ταραχή τοῦ Ἡρώδη, τίποτα παρά ὁ τρόμος τῆς ἐγκόσμιας βασιλείας μπρός στήν ἐρχομένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποψία τῶν ἀρχιερέων καί γραμματέων τοῦ λαοῦ, τίποτα παρά ἡ δικαία ἀνησυχία τῶν δικαίων καί συνετῶν γιά τήν ἄδικη ὑπερβολή καί σπατάλη τοῦ Δεσπότου.
Τό φῶς τή φάτνης εἶναι ἔτσι τό φῶς τῆς λυκαυγῆς. Τό νόημα τῶν Χριστουγέννων τό ἐννοοῦμε ἀρχίζοντας ἀπό τόν Γολγοθά καί πηγαίνοντας πρός τά πίσω. Γιατί τό ἄφωνο βρέφος πού γεννιέται σήμερα γεννιέται γιά νά πεθάνει γιά μένα, μαζί μέ μένα, ἀπό ἀγάπη σέ μένα, ἀντί γιά μένα. Γι’ αὐτό σαρκώνεται ὁ Θεός, γιά νά πεθάνει γιά τόν ἄνθρωπο, ἄνθρωπος αὐτός τέλειος, καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο, τή φθορά, καί τόν διάβολο. Γι’ αὐτό σήμερα ὁ Λόγος ἄφωνο βρέφος καί νήπιο ἀδύναμο ὁ Δυνατός, γιά νά χαρίσει σ’ ὅσους ἀδύνατους (πού ξέρουν ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καί ἀνήμποροι) τό θαῦμα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως. Γιά τοῦτο, οἱ ὕψιστοι οὐρανοί δοξάζουν καί οἱ ὅσοι ταπεινοί γήϊνοι ἀγαλλιάζονται σήμερα. «Ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ».
Ο άνθρωπος, το εξαίρετο όν,
ως «κατ’εικόναν» και «καθ’ὁμοίωσιν» Θεού
Αρχιμανδρίτη Εμμανουήλ
Ομοιώνεται ο Θεός Λόγος με τον άνθρωπο, προσλαμβάνει ανθρώπινη φύση, παρεκτός αμαρτίας, και έτσι τον θεραπεύει και τον ανυψώνει από την πτώση. Ανεβάζει ο Θεός τον άνθρωπο από το παρά φύση στο κατά φύση και τον κάνει όμοιό Του· «ὁμοίῳ γάρ τό ὅμοιον καλέσας ὡς Θεός» (Άκάθιστος Ὕμνος, εκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα³ 2001, σ.100) . Ο ομοούσιος, κατά τον Πατέρα, «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», γίνεται και ομοούσιος κατά τη μητέρα, «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», ενώνει «τάς διεστώσας φύσεις», για να γίνει ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεό. Η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, του θνητού με το αθάνατο, του φθαρτού με το άφθαρτο, του ανθρώπου με τον Θεό, είναι και ο σκοπός της δημιουργίας αλλά και ο σκοπός της ενανθρώπησης του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει για το αρχέτυπο του ανθρώπου, τον Χριστό, ότι «…το φως της θεότητας δεν ευρισκόταν στο σώμα του Χριστού σαν σκεύος, το φως Του είναι προάναρχο της ενσαρκώσεως, η πρόσληψη της ανθρωπότητος από τον Θεό Λόγο, τον Χριστό, έγινε για χάρη του ανθρώπου ύστερα, και οπότε πήρε μέσα του το πλήρωμα της θεότητος»(Γρηγορίου Παλαμά, 35η Ομιλία, Εἰς τήν αὐτήν τοῦ Κυρίου Μεταμόρφωσιν, PG 151, 440Α.), και αυτός που έχει κοινωνία με τον Χριστό καταξιώνεται στο φως Του και γίνεται όμοιός Του.
Ο Χριστός είναι μιμητής του Πατρός, αλλά και «εἰκών [αυτού] τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»( Κολασσαείς 1,15). Ο άνθρωπος καλείται να γίνει μιμητής του Χριστού, για να γίνει όμοιος και στο θείο επίπεδο («… ὅστις ἐξομοιοῦται πρός τόν Χριστόν κατά τάς ἐπιγείους ἐκδηλώσεις, αὐτοῦ, οὗτος φυσικῷ τῷ τρόπῳ ἐξομοιοῦται πρός Αὐτόν καί ἐπί τοῦ θείου ἐπιπέδου» Σωφρονίου Ζαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ.138.)
Η δυναμική αποστολή του ανθρώπου να γίνει «ζῶον θεούμενον» υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος υπάρχει σε σχέση με τον Τριαδικό Θεό, τον οποίο εικονίζει και στον οποίο αναφέρεται(Γεωργίου Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ, σ.23.) και σ’ Αυτόν κινείται και πράττει, κατά το θέλημά Του.
Ο άνθρωπος, πράττοντας το θέλημα του Θεού, αγαθοποιείται. Μετέχει στη θεία αγαθότητα και μπορεί να μετέχει στις ενέργειες του Θεού. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να είναι «θείας φύσεως κοινωνός» ( Β Πέτρου. 1,4.), ζει τον Χριστό, βιώνει το πάθος, ομολογεί την Ανάσταση, αφού «σταυρώσει» την σάρκα του και τις επιθυμίες του, ζει τη μεταμόρφωσή του ( Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα⁷ 2001, σ.164.), διά του Αγίου Πνεύματος (Ό.π. σ.165.), και αναλαμβάνεται στη δόξα της δεξιάς του Θεού Πατέρα. Γίνεται ο άνθρωπος κατά χάρη, ό,τι είναι ο Θεός κατά φύση, και κατ’ εξοχή σκοπός της ενανθρωπήσεως του Χριστού αυτός είναι, η θεανθρωποποίηση -θέωση του ανθρώπου μέσα από τη συνέργεια του Θεού και του ανθρώπου (Ό.π. «Είς τήν καθολικήν αύτήν θεανθρωποποίησιν τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἀκριβῶς ἡ σωτηρία καί ὁ ἀγιασμός του»).
Η κίνηση του Θεού να πλάσει τον άνθρωπο και να τον τάξει διαχειριστή στο σφαιρικό πλαίσιο της γης, αλλά και στην εξουσία της γειτνιάζουσας περιοχής της γης είναι ένα ενδεικτικό σημείο του προορισμού του ανθρώπου στη ζωή. Το εξαίρετο της δημιουργίας του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, όπως δηλώνει ο Άγιος Γρηγόριος, έκανε και τους Αγγέλους, που έβλεπαν την κατασκευή του, να εκπλήσσονται, αφού επλάθετο «κατά Θεοῦ χάριν μεταμορφούμενος ἄνθρωπος» και «θεόν ἄλλον, ἑώρων»( Γρηγορίου του Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Β΄, 9,Π.Κ.Χρήστου, τομ.Α΄σ.85.).
Η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωση με όλα τα συνοδευτικά της θέωσης, καθιστά τον άνθρωπο εξαίρετο σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα, γιατί είναι αυτός ο οποίος κέκτηται την εικόνα του Θεού και δύναται να κινείται προς τον Θεό και να υποστασιάζει τις θείες ενέργειες μέσα του (Γρηγορίου Παλαμά, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,1,29 Π.Κ.Χρήστου, τομ.Α΄σ.640.).
π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκκαλο που τους κάθησε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός. Πολλοί απ’ αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και ’μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε ανακηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων, τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά;
Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητος ώστε το να αποσπάση κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του. Οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός σου». Εδώ, όμως, σταματούν και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράση τους; «Θεός, όμως, δεν είσαι!».
Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνο τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος, ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε, όμως, δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε από όλα αυτά. Αντιθέτως, αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιωτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξι της ανθρωπίνης ιστορίας.
-Τι είπατε;
- Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως, όμως, αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος; Ο ανδρών απάντων σοφώτατος Σωκράτης διεκήρυσσε το: Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα.
Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωυσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ. τ. τ.
Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους τους άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζη σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Συμβαίνει, όμως, το ακριβώς αντίθετο!
Πρώτα-πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;». «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν». Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου», «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή».
Εκτός, όμως, αυτών προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμα και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος, και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής». Απαιτεί ακόμα και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού. . . Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς• και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομα μου, ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται. . . Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα. . . Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ. . . Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν».
»Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήση υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξη την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίσει το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. . . (Οποιονδήποτε άλλον) θα τον περνούσαν για τρελλό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήση.
Για σκέψου τώρα πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρι του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις Του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαρεία θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός.
Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός, όμως, και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητάς Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχει παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξι απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένη η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο, όμως, υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλύτερος θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάσι αυτούς τους ίδιους τους περί Αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!
Από το βιβλίο “Υποθήκες Ζωής”
Κυριακὴ τῶν Προπατόρων
ἤ
Τοῦ Οἰκοδεσπότη ἡ προσβολή
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν Κυριακή, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ὀνομαζει ἡ Ἐκκλησία, ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται στὴ Θεία Λειτουργία μᾶς θυμίζει, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, τὴν προσβολὴ ποὺ κάνουμε στὸν ἴδιο τὸν φιλότιμο οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο ὡς ἐπίσημους συνδαιτημόνες. Γιατὶ τὸ νὰ σέ καλέσουν σὲ ἐπίσημο τραπέζι δὲν εἶναι καὶ μικρὴ ὑπόθεση. Προαπαιτεῖ τὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔχει ὁ οἰκοδεσπότης στὸ πρόσωπό σου μαζὶ καὶ τὴν τιμή: λιθάρια ἀκρογωνιαῖα ὁπωσδήποτε, μὲ τὰ ὁποῖα κτίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς σχέσης, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης. Κι αὐτό, ἐπειδὴ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ τραπέζι εἶναι ἀναμφίβολα ὁ χῶρος ποὺ συνάζει τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς συμφιλιώνει. Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ παρευρεθεῖς κάπου, ἄν προηγουμένως δὲν εἶσαι πλήρως συντονισμένος μὲ τὸν ψυχισμὸ τῶν συνδαιτημόνων σου, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι αὐτὸ καθίσταται ἐνοχλητικὴ καὶ συναμα βαρετή.
Μέσα στὸ ἱερό, λοιπόν, κλίμα τοῦ φωτεινοῦ Σαρανταημέρου καὶ λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ μεγαλη τῶν Χριστουγέννων Πανήγυρι, ξαναδιαβαζουνε αὐτὴ τὴν κορυφαία Κυριακὴ παραβολὴ, προσέχοντας ἕνα-ἕνα τὰ νοήματα ποὺ στεκονται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις, πίσω ἀπὸ τὶς φράσεις καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κορμὸ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὰ ὁποῖα καὶ ἐπισκεπτόμαστε, πασχίζοντας νὰ ἐρευνήσουμε ὁλόκληρο τὸ πεδίο μέσα στὸ ὁποῖο ἐκτείνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ βροῦμε τὸν «πολύτιμο μαργαρίτη»( πρβλ. Μτθ 13, 45-46 ) ποὺ περιέχει, ὥστε νὰ ὤφεληθοῦμε καὶ συνάμα νὰ καταννοήσουμε ποιὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά μας στὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Γιατὶ ἀποκρυπτογραφώντας τὴ συμπεριφορὰ τῶν ὁμάδων τῶν ὅσων κάλεσε ὁ οἰκοδεσπότης, ὁδηγούμαστε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐμεῖς τουλάχιστον δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐπαναλάβουμε. Ὄχι ἀπὸ ἀγένεια ἤ τὸ λεγόμενο «τάκτ», ἀλλὰ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ βαθειὰ συναίσθηση τῆς τιμῆς ποὺ μᾶς γίνεται. Γιατὶ ἄν στὸν κόσμο τὸ θεωροῦμε πάρα πολὺ μεγαλη τιμὴ νὰ μᾶς καλέσουν σ᾿ ἕνα τραπέζι, πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ κυκλώσουμε τὸ Τραπέζι Του κὰι νὰ καταστοῦμε, τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ἱερές, ἀλλὰ καὶ πάντοτε, φιλότιμοι συνδαιτημόνες ;
Ἀλήθεια, οἱ δικαιολογίες γιὰ τὴν ὅποια ἀπουσία μας τί χρειάζονται; Καὶ γιατὶ προβάλλονται, ὅταν πρῶτοι ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά μας καὶ ἕωλα εἶναι, ἀλλὰ καὶ φαιδρά;
Δρ. Δημήτρη Καραγιάννη
Ὁ Θεός τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι μιά ἰδέα, ἀλλά μιά συγκεκριμένη ὀντότητα, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ὑφίσταται μιά προσωπική σχέση. Μιά ὀντότητα πού δέν θά κατανοηθεῖ ποτέ πλήρως. Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως στό διάβα τῶν αἰώνων καί μέ τήν αὔξηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων θά καταγράφει μέ ἔκπληξη τήν παρουσία τῆς ἄπειρης σοφίας Του, ἐνῶ μέσα ἀπό τίς βιωμένες προσωπικές ἐμπειρίες θά γίνεται κοινωνός τοῦ ζωοποιοῦ ἐνδιαφέροντός Του.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει, ἕλκεται ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νιώθει ἔκθαμβος μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ ἀποκαλύπτεται, εἴτε στήν ὀμορφιά τῆς φύσης, εἴτε στήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, εἴτε κάποιες στιγμές καί στόν ἴδιο προσωπικά.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης ζεῖ οὐσιαστικά καί γνήσια τήν ἐμπιστοσύνη του πρός τήν ἄπειρη καί ἀνέκφραστη μ’ ἀνθρώπινους χαρακτηρισμούς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Βιώνει τό ζωοποιό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, Δημιουργοῦ τῶν πάντων, πού ἀναζωογονεῖ διαρκῶς τήν πεπτωκυῖα φύση. Ἐπιζητεῖ τή δικαιοσύνη καί τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τήν ταυτίζει μέ τό ἀσύλληπτο γιά τούς ἀνθρώπους ἔλεός Του, πού ἀναζητᾶ λόγους ὄχι γιά νά τιμωρήσει, ἀλλά γιά νά καταξιώσει, σώσει, ἀναδείξει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Ὁ ἄνθρωπος πού βιώνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, δέν περιμένει τή μετά θάνατο ζωή γιά νά δικαιωθεῖ. Δέν στειρεῖται κάτι, ὥστε νά περιμένει τήν ἀνταπόδοση. Ἀντίθετα, νιώθει ὑπόχρεος γιά τή χάρη πού τοῦ ἔχει προσφερθεῖ. Αὐτή τή χάρη πού ἐξαφανίζεται ὅποτε τήν θεωρεῖ ὡς ἀτομική του κατάκτηση καί πού πολλαπλασιάζεται ὅποτε τήν μοιράζεται μέ τούς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει καί κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, γνωρίζει ὅτι τό κακό δέν ἔχει ὀντότητα. Εἶναι τό σκότος, δηλαδή ἡ ἀπουσία φωτός. Ἑπομένως δέν ἔχει καμιά δύναμη καί καμιά τύχη ἀπέναντι σ’ Αὐτόν πού εἶπε «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς», γιατί ἡ παρουσία τοῦ φωτός «βγάζει ἔξω τό σκότος». Δέν κατακρίνει τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατί ζεῖ τό «μνήσθητι τῶν ἁμαρτωλῶν ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ».
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης γνωρίζει τήν ἀνεπάρκειά του. Βιώνει τήν ἀπιστία του ὡς στέρηση, ὡς ἀποσυντονισμό. Ὡς ἀποπροσανατολισμό. Προσπαθώντας νά εἶναι αὐθεντικός καταγράφει τήν ἀνεπάρκειά του, ἀλλά χαίρεται γνήσια καί πλήρως τήν κάθε στιγμή, ὅταν ξαναβρίσκοντας τόν προσανατολισμό του, μπορεῖ νά ξαναζεῖ τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο τῆς πίστης εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ του, «ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός» πού εἶναι πάντα ἐκεῖ γιά ὅποιον Τόν θελήσει.
Ἀπό το περιοδικό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Διάβηκε καὶ πάλι ὁ καιρὸς κι ἔφτασε ὁ μῆνας τῆς τρυφερότητας καὶ τῆς στοργῆς, τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς εὐαισθησίας. Ὁ Δεκέμβριος. Ὁ μήνας ποὺ στολίζεται μὲ τόσες γιορτές, μὲ τὶς θαυμασιες ἐκεῖνες τοῦ Δωδεκαημέρου Γιορτές, ὅπου ἡ χαρμολύπη σεφανώνει τὴν ψυχή. Γιατὶ τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ζεῖ κανεὶς μέσα ἀπὸ κορυφαῖα Γεγονότα, ὅπως ἐκεῖνο τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως: μιᾶς γιορτῆς ποὺ ἐνέχει στὸν πυρήνα της δύο τινα. Τὸ πρῶτο τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ὅπως θὰ εἰπωθεῖ παρακάτω, καὶ τὸ δεύτερο τὴν πρόσπάθεια ὅλων μας νὰ ἐπιστρέψουμε: στὴν παιδική μας ἡλικία, ὄχι γιατὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ ξαναγίνουμε παιδιά, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ μᾶς συγκινεῖ τόσο ἐκείνη ἡ ἀθωότητα ποὺ χάσαμε στὴ διαδρομή. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας τὰ χρόνια, ἴσαμε τὰ χρόνια τῆς ἐνηλικίωσης καὶ τῶν γερατειῶν.
Δεκέμβριος πιά. Εἰσόδευσε κι αὐτὸς, ὥστε νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὶς Γιορτάδες ποὺ ἔρχονται. Κι αὐτό, γιὰ ν᾿ ἀνασάνει ἡ ψυχὴ εὐωδία θεϊκή, νὰ χαμογελάσει τὸ σπίτι τὸ στολισμένο καὶ φρεσκοσυγυρισμένο, ὥστε νὰ πεῖ ὁ ποιητής,
«Κοιτάχτε, ὅπου ἔβοσκε ἀνοστιά, χοροπηδάει μιὰ πλάση
ζωντανεμένη στὶς χαρὲς γιορταστικῆς βλαστήσεως» (Τ.Κ. Παπατσώνης)
Ὅμως ὁ Δεκέμβριος, ποὺ ἀρχίζει μὲ Γιορτὲς χαρισματικές, ὅπως τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ μᾶς διδάσκει τὴν πραότητα, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ ὁποῖος «ἀγγέλους εἶχε συλλειτουργούντας», οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν ἀταλάντευτο Πίστη τους, οἱ Προπάτορες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ φωτίζουν τὸ δρόμο μας, ὅπως οἱ δικοί μας προπάτορες, ὅλοι αὐτοὶ καὶ ὅσοι ἄλλοι προετοιμαζουν τὴν πνευματικὴ τὴν Τράπεζα τῶν τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν. Στὴν ὁποία ὅλοι μας εἴμαστε κεκλημένοι, ὅμως...Αὐτὸ τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ποὺ μᾶς ἀπωθεῖ, ὥστε νὰ ἐμβιώσουμε τὸ ὑπέροχο Γεγονὸς τῆς Γιορτῆς, γιατὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ ποικίλους περισπασμοὺς κι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Κόσμου τούτου, ἀπεμπολοῦμε τὸ ἀληθινὸ τὸ νόημα τῶν ἠμερῶν καὶ προσπαθοῦμε νὰ συντονιστοῦμε μὲ τὸ τὶ θὰ μᾶς προσφέρει ἡ ἀγορὰ κι ἡ κατανάλωση, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσουμε ἕνα πρόχειρο γιορταστικὸ κλίμα, στολισμένο μὲ πολύχρωμα φῶτα, μὲ διάκοσμο ἐξαιρετικό, ὅμως δίχως τὴ θαλπωρὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ καταφέρει νὰ καταθέσει στὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη, ποὺ δαψιλῶς προσφέρει ὁ Θεὸς τῆς Εἰρήνης καὶ Πατὴρ οἰκτιρμῶν. Γιατὶ ὅταν τὰ χρόνια ποὺ διαβαίνουν δὲν ἐπενδυθοῦν σωστὰ μὲ γνήσιο Ἁγιοπνευματικὸ εἰσόδημα, δηλαδὴ μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἁγιότητα καὶ τὴ Χάρη, τότε τίποτε δὲν ὠφελεῖ καί, κυρίως, δὲν ψυχωφελεῖ.
Δεκέμβριος πιά...Μὲ τὰ Νικολοβάρβαρα, μὲ τὸ προέορτιο κλίμα ποὺ θωπευει τρυφερὰ τὴν ψυχή, μὲ τὴ συνέχεια τοῦ Σαρανταημέρου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στολισμό, σπιτιῶν δρόμων καταστηματων, ἀκόμα καὶ τῶν πλατειῶν κάποιων ναῶν. Στολίδια, φῶτα καὶ διάκοσμος, ποὺ συγκινοῦν τέρπουν ἀλλὰ καὶ συνάμα διδάσκουν. Ναί, διδάσκουν ὅταν ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ δεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη τους ὄψη: τὴ σωτηριολογική. Ἐπειδὴ χρειάζεται πάντα νὰ ἐρευνοῦμε τὰ πράγματα, γιὰ νὰ κερδίζουμε κάτι ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Ἔτσι εἶναι πολὺ εὔκολο πίσω ἀπὸ τὸ στολισμὸ καὶ τὸν διάκοσμο νὰ ἀναζητήσουμε τὸν δικό μας στόλισμό, ἐκῖνο δηλα. τό, «λάμπρυνόν μου τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς...». Ἄν, λοιπόν, τὰ ἄψυχα πράγματα στολίζονται μὲ τόση ἐπιμέλεια καὶ χάρη, ποιός ὁ λόγος νὰ μὴ στολιστεῖ ἡ ψυχή μας;
Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ προσέξουμε καὶ στὸ φωτισμό ποὺ κυριαρχεῖ ἔντονος αὐτὲς τὶς μέρες. Πάντοῦ φῶτα, μικρὰ καὶ μεγάλα, κάθε εἴδους καὶ χρωματισμοῦ. Καὶ μονάχα ἐκεῖνο «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως»δὲν ἀναζητοῦμε, ποὺ ἀνέτειλε μὲ τὴ Γέννησή Του. Ἴσως, μαθημένοι ἀπὸ ἄλλα φῶτα, φῶτα τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ κόσμου, παρασυρόμαστε κι ἀδιαφοροῦμε, γιὰ μιὰν ἀκόμη χρονιά, γιὰ τὸ «φῶς τὸ τῆς γνώσεως», ποὺ δαψιλῶς μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Φῶς, ποὺ πρόλαβαν κι ἔλαβαν «Μαγοι καὶ ποιμένες»,ποὺ «ἦλθον προσκυνῆσαι, Χριστὸν τὸν γεννηθέντα ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει» .
Καὶ τὸ ἐρώτημα ἀπομένει μετέωρο πάνω μας: Μήπως, γιὰ μιὰν ἀκόμα χρονιὰ Τὸν ἐμπάιξουμε, πότε μὲ τὴν ἀπουσία μας ἀπό τὸ Μ. Δεῖπνο πότε μὲ ἀδιαφορία μας;
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Η νοσταλγία του απολεσθέντος παραδείσου δημιουργεί δάκρυα πικρά, πόνο δυνατό, πόνο που μπορεί όμως να θεραπεύσει τον αμαρτωλό. Και τότε να έχουμε το παράδοξο, αντιφατικό και οξύμωρο: Υγεία στην ασθένεια! Με την κατάφαση του πόνου, όχι μαζοχιστικά, όχι παθητικά, όχι μοιρολατρικά, αλλά με βεβαία πίστη, μ’ επίγνωση, με υπομονή, ως θεϊκή δοκιμασία και παιδαγωγία, και όχι ως τιμωρία, που επεξεργάζεται λύτρωση και σωτηρία. Γεννιέται έτσι ένας άλλος πόνος. Αγαπάς και πονάς, ταπεινώνεσαι και πονάς, υποχωρείς και πονάς. Πονάς όμως διαφορετικά, γλυκά, κερδοφόρα. Το ν’ αγαπάς αληθινά σημαίνει να θυσιάζεσαι. Αποτελεί μία ιδιαίτερα φιλόπονη εργασία, όπως και να ταπεινώνεσαι. Αγαπώντας ενδυναμώνεσαι και χαίρεσαι. Έχεις μια βαθειά ικανοποίηση. Μιλώντας για «χαρμολύπη» και «χαροποιόν πένθος», κατά τις ωραίες εκφράσεις των νηπτικών κειμένων της Εκκλησίας μας, δεν παραδοξολογούμε. Ο πόνος και η συνειδητή κατάφαση σε αυτόν προσφέρει πολύτιμη γνώση, μεγάλη εμπειρία. Η εγνωσμένη παραδοχή της παθολογίας μας θα μας δώσει την υπέροχη και απαραίτητη για την πνευματική ανάβαση αυτογνωσία. Η γνήσια πνευματική ζωή είναι μία ηθελημένη απόσπαση από τον ψεύτικο εφησυχασμό της καλοπέρασης και η είσοδος σε μία καλή αγωνία και ήρεμη ανησυχία, όπως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, από την επανάπαυση και τη νωχέλεια σε μία ζωή όλο ωραίες αλλαγές. Μία πορεία προς συνάντηση του πλησίον, που κι εκείνος αγωνιά, άγχεται, δυσκολεύεται, προβληματίζεται, βασανίζεται και πονά.
Ο πόνος λιχνίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Ο πόνος από τους άλλους, διά πικρών λόγων και σκοτεινών έργων, συχνά είναι πιο σκληρός και από της ασθένειας και του πένθους. Πονά πολύ ο αταπείνωτος άνθρωπος όταν τον υποτιμούν, τον παρεξηγούν, τον μειώνουν, τον ειρωνεύονται, τον κουτσομπολεύουν, κατακρίνουν και συκοφαντούν. Οι συνεχώς κρίνοντες και κατακρίνοντες ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, δίχως καμιά περίσκεψη κι αιδώ, καταδικάζοντάς τους αναπολόγητα, αμαρτάνουν φοβερά και θέτουν μεγάλο βάρος πάνω τους. Πονούμε τους άλλους, αλλά πονάμε κι εμείς.
Η συνεχής εξουσιαστικότητα στη ζωή δημιουργεί έντονη εχθρότητα, αντιπαλότητα και αντίδραση. Οι εξουσιαστές συνήθως είναι άσπλαχνοι εγωιστές, με υπερβολική εσωτερική ένδεια, που προσπαθούν να την καλύψουν με πράξεις ισχύος. Ο ανόητος άνθρωπος θέλει να γίνει μεγάλος, κάνοντας τους άλλους μικρούς. Ο μεγάλος χριστιανός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ ορθά λέει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει ποτέ τους έγκλημα και όμως είναι χειρότεροι από εγκληματίες. Μερικοί πεθαίνουν χωρίς να ζήσουν. Λησμονούν ότι είναι άνθρωποι, εικόνες Θεού.
Ο ψυχικός πόνος είναι μια κραυγή της ψυχής για βοήθεια. Μας καλεί να εντείνουμε την πνευματική όραση και ακοή εντός μας. Δεν πρέπει απρόσεκτα να προσπεράσουμε αυτό το κάλεσμα και να παραβλέψουμε το μήνυμα. Όπως ένας πόνος του σώματος μας δηλώνει ότι κάτι συμβαίνει στον οργανισμό μας και οδηγούμεθα στον ιατρό και τις σχετικές εξετάσεις, έτσι καλούμεθα ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το σήμα του ψυχικού πόνου με τη συνδρομή μάλιστα της κατάλληλης μελέτης, της προσευχής και της βοήθειας του έμπειρου πνευματικού.
Πρωτ. Δημήτριου Θεοφίλου, M.D, PhD Student ΕΚΠΑ
Αν ανατρέξει κάποιος στην ακολουθία του γάμου, θα διαπιστώσει πως ο σημαντικότερος λόγος που δύο άνθρωποι νυμφεύονται δεν είναι άλλος από την κατά Χάρη θέωσή τους.
Ο γάμος αποτελεί ασκητικό μονοπάτι διαρκούς αυταπάρνησης του εγώ και θυσιών για το εσύ. Το ζήτημα της τεκνοποιίας δεν είναι το βασικό, αλλά το αποτέλεσμα της συζυγικής αγάπης, αλληλοπεριχώρησης και αλτρουιστικής αυταπάρνησης, που καλούνται να επιδεικνύουν οι δύο σύζυγοι.
Ο γάμος δεν είναι χώρος αυτο-δικαιωτισμού και απαιτητικών «θέλω», αλλά προσφοράς και θυσίας. Δυστυχώς, η υποτίμηση και η διαστρέβλωση του νοήματός του δεν προέρχεται μόνο από τον «κόσμο» αλλά και από την ίδια τη γήινη συστημική Εκκλησία.
Τη σημερινή εποχή κανείς δεν είναι διατεθειμένος, ούτε προετοιμασμένος από την πατρική του οικογένεια, για θυσίες και προσφορά. Έτσι αρχίζουν οι ανταγωνισμοί και οι διεκδικήσεις, ξεκινούν λίστες δικαιωμάτων και απαιτήσεων, που συχνά-πυκνά οδηγούν με μαθηματικό τρόπο σε ναυάγια. Η Εκκλησία ευλογεί, μεν, τον γάμο, αλλά τον αντιμετωπίζει μονοδιάστατα, θεωρώντας τον σαφώς κατώτερο από την άγαμη επιλογή ζωής και, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια κατ’ οικονομία παραχώρηση, για να μην πορνεύουν οι άνθρωποι. Αυτή είναι μια ξεκάθαρα σωματική αντιμετώπιση του γάμου, όπου με βιολογικές προϋποθέσεις ιεραρχείται αξιακά η σχέση του ανθρώπου με την Εκκλησία και, πέρα απ’ αυτό, δημιουργείται μια ταξική πυραμιδοειδής Εκκλησία με όρους σωματικών σχέσεων.
Ο γάμος θαρρώ πως είναι ίσως το πιο παρεξηγημένο μυστήριο της Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν μπορεί να διασωθεί από επαγγελματικές ακατανόητες ερμηνευτικά ιερολογήσεις, ούτε από παγανιστικά ξόρκια, που έχουν αφεθεί να υπάρχουν και να δρουν ανεξέλεγκτα, προερχόμενα από το ειδωλολατρικό παρελθόν.
Η τεκνογονία ποτέ δεν υπήρξε αυτοσκοπός του γάμου, κατά την ίδια έννοια ούτε η πολυτεκνία, γι’ αυτό και οι ευχές της ακολουθίας του επικεντρώνουν στο νόημα της καλλιτεκνίας και της ευτεκνίας. Παρόλο που και σήμερα υπάρχουν πολλοί που επικεντρώνουν, με στρεβλό τρόπο, σε λάθος στόχο.
Η πελώρια αποτυχία του θρησκευτικού γάμου δεν απασχολεί κανέναν, αφού όλοι ασχολούνται με τα σύμφωνα συμβίωσης, με τον πολιτικό γάμο, την ελεύθερη συμβίωση και διάφορες υπεκφυγές, για να μην κοιταχθεί κατάματα μια τραγική πραγματικότητα. Ακόμα στην ελληνική κοινωνία ο θρησκευτικός γάμος ποσοστιαία κυριαρχεί, αυτό όμως δεν συγκινεί κανέναν ώστε να σκύψει επάνω από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και να φροντίσει για την πνευματική και ποιοτική αναβάθμισή του. Τα διαζύγια στατιστικά σε ετήσια βάση έχουν αρχίσει να ξεπερνούν τους γάμους, που είναι πλέον λιγοστοί, ιδίως στις επαρχιακές μητροπόλεις.
Συχνά αρκετοί επίσκοποι, με την άνεση που υπογράφουν απρόσωπα τις άδειες γάμου, υπογράφουν εξίσου απρόσωπα και τα διαζευκτήρια, εκτός κάποιων λιγοστών φωτεινών εξαιρέσεων, που δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αρκετοί ιερείς το ίδιο απρόσωπα παντρεύουν ζευγάρια με μια χυδαία προχειρότητα και έναν στυγνό επαγγελματισμό, ακόμα και σε επίπεδο ιερολογίας του μυστηρίου, σε ένα πλαίσιο ανυπαρξίας πνευματικών προϋποθέσεων και σχεσιακών δομών.
Ο γάμος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναπαραγωγική διαδικασία, τίποτε από όλα αυτά δεν αναφέρεται στα Ευαγγέλια, ο μηχανισμός παραγωγής σεξουαλικών ενοχών στήθηκε μετά.
Ο Αυγουστίνος προτού ασπαστεί τον Χριστιανισμό ζούσε έκλυτο βίο, και όμως έγινε ο πρώτος μεγάλος «θεολόγος» που διατύπωσε την άποψη ότι το σεξ αποτελεί «θεϊκή κατάρα» ακόμα και μεταξύ συζύγων! Αυτή η θέση, η οποία αποτελεί μεταχρονολογημένο μανιχαϊκό παραλήρημα, επικράτησε τόσο την ανατολική όσο και τη δυτική χριστιανική ζωή και έγινε αφορμή να στοιχειώσουν οι σχέσεις εκατομμυρίων βαπτισμένων Χριστιανών με τις Εκκλησίες τους. Δημιουργήθηκε πληθώρα ποινικών καταλόγων γενετήσιων σωματικών παρεκτροπών, όπου κλήθηκε κάθε ιερωμένος υψηλόβαθμος ή χαμηλόβαθμος να επιβάλλει στους ανθρώπους ποικίλες ποινές και επιτίμια, με αποτέλεσμα να προκύψει πλήθος ψυχικών αναπηριών και πνευματικών καταστροφών. Ο π. Thomas Hopko (γαμπρός από κόρη του μακαριστού π. Α. Schmemann) ομολογεί πως το πρόβλημα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας αποτελεί καίριο ζήτημα που επηρεάζει αποφασιστικά τη σύγχρονη θεώρηση όλων των μεγάλων θεολογικών θεμάτων.
Η ερωτική λειτουργία είναι μια από τις βασικότερες λειτουργίες του ανθρώπου, είναι μια από τις μεγάλες δωρεές που έχει χαρίσει ο Θεός στον άνθρωπο, αλλά χρειάζεται διάκριση και προσοχή, ώστε να μη μαραθεί, διαστραφεί ή στοιχειώσει και καταστραφεί. Το ότι η εξομολογητική μέχρι τώρα είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στη σεξουαλικότητα του γάμου και στις όποιες παρεκτροπές της πρέπει να μας ανησυχεί, αφού ο ίδιος ο Χριστός αναφώνησε το περίφημο «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
π. Ιωάννου Ρωμανίδη
Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό.
Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως απ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.
Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του – εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν – ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἰωήλ
Ὅπως μέσα στήν εὐχαριστία παίρνει ὁ ἄνθρωπος τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, δηλαδή τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, πού εἶναι καρποί τῆς γῆς, καί τά προσφέρει στόν Θεό, καί Ἐκεῖνος πάλι τά ἐπιστρέφει τά ἴδια, ἀλλά μεταμορφωμένα σέ σῶμα καί αἷμα του, ἔτσι καί ὁ Χριστός σκέπασε τήν ἁμαρτωλή σάρκα τοῦ κόσμου μέ τή θεότητά του, τήν ἁγίασε καί τή μεταμόρφωσε σέ σῶμα του, στό δικό του σῶμα, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Παναγία ἀγάπησε τόν κόσμο καί ἔγινε σκέπη τοῦ κόσμου, γιατί ὁ Χριστός ἔγινε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ Χρίστος εἶναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός ἔχυσε τό αἷμα Του γι’ αὐτόν, ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νά τόν ἀναγνωρίσει σωτήρα του. Μισεῖ ὁ κόσμος τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ. «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἔστε, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος», εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές Του.
Μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα σέ ἕναν τέτοιο κόσμο, ὄχι ἀπαρνούμενοι τόν κόσμο καί μισώντας τον, ἀλλά μεταμορφώνοντάς τον. Οἱ Χριστιανοί δέ μισοῦν τόν κόσμο, ἀλλά τήν ἁμαρτία καί τόν πονηρό. Ἀπεχθάνονται τό φρόνημα τοῦ κόσμου, πού ἔχει μέσα του τόν θάνατο. Ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τόν κόσμο καί οἱ ἅγιοι ἔκλαιγαν γιά τόν κόσμο, ἔτσι καί ἐμεῖς νά ἀλλάξουμε μέ τήν ἄσκηση, τή μετάνοια, τή συντριβή τόν κόσμο μας, γιά νά γίνει κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι κάτω ἀπό τά εἴδωλα τοῦ κόσμου, ἀλλά κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας μας.
Παλαιότερα κοντά σέ κάποιο μοναστήρι ἔπιασε μία πυρκαϊά ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε νά κατακαύσει τόν τόπο τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ ὅλοι ἦταν ἀπελπισμένοι, μία εὐλαβής ψυχή ἀπό τήν πόλη ἔβλεπε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά ἔχει ἁπλώσει τά χέρια της σάν φτεροῦγες, τή σκεπή της πάνω ἀπό τό μοναστήρι. Ἀμέσως ἄρχισε μία βροχή πού ἔσβησε τή φωτιά. Ὅλα κάηκαν ἐκτός ἀπό τή μονή. Ἡ Παναγία σκέπασε τόν τόπο.
Αὐτό τό πραγματικό γεγονός ἄς γίνει σημάδι καί γιά μᾶς. Μπορεῖ νά μαίνεται ἡ φωτιά τοῦ κόσμου καί τῆς ψυχῆς μας. Ἡ δική μας φροντίδα εἶναι νά βρεθοῦμε κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Παναγίας, νά τῆς λέμε συνεχῶς: «Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης».
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Είναι αλήθεια πως σήμερα υπάρχει άφθονος σωματικός και ψυχικός πόνος. Άλλοτε ευθύνεται γι’ αυτόν ο άνθρωπος και άλλοτε όχι. Σημασία έχει την ώρα του πόνου κάποιος να τον συνδράμει. Να μη τον αφήσει ν’ απογοητευθεί, να πνιγεί στη μοναξιά, να πονέσει ακόμη πιο πολύ.
Με αυτή την προοπτική γράφθηκε και το κείμενο που ακολουθεί, από ένα άνθρωπο που πόνεσε πολύ. Γνωρίζω πως ο πόνος σ’ έφερε στο κρεβάτι του πόνου ή σ’ έκλεισε στο σπίτι σου. Η επίσκεψη του πόνου στη ζωή σου δεν είναι ασφαλώς κάτι δίχως σημασία και σκοπό. Δεν είναι καθόλου ένα τυχαίο γεγονός. Δεν πιστεύουμε στην τύχη. Το Ευαγγέλιο λέει πως κάτω από τη ματιά του Θεού είναι και το πέσιμο του κάθε φύλλου από το δένδρο. Πόσο μάλλον από τα προβλήματα των παιδιών Του. Ο Θεός δεν παύει ποτέ να ενδιαφέρεται για τα μετάνοια και τη σωτηρία μας και προσφέρει μύριες ευκαιρίες και ανοίγει διάφορους δρόμους.
Αν την υγεία μας, αγαπητοί μου, τη σπαταλήσαμε σε ανώφελα έργα, καλούμεθα τώρα, να μελετήσουμε το παρελθόν, να δούμε βαθύτερα τον όχι και τόσο γνωστό εαυτό μας. Είναι μία μεγάλη ακόμη ευκαιρία που μας δίνει ο Πανάγαθος Θεός, για να σκύψουμε μέσα μας, να μετανοήσουμε ειλικρινά, να προσευχηθούμε θερμά, να γνωρίσουμε την ακένωτη χάρη των ιερών μυστηρίων της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ασθένεια δεν προέρχεται, αδελφοί μου, από την τιμωρία ενός εκδικητή Θεού. Η αντίληψη αυτή είναι ανορθόδοξη, πέρα για πέρα λαθεμένη. Ο Θεός μας μόνο αγαπά και δεν τιμωρεί τα πλάσματά Του. Ο Θεός είναι μακρόθυμος, πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, πανάγαθος και αληθινός. Τ’ όνομα του Θεού είναι αγάπη, λέει ο αγαπημένος του μαθητής Ιωάννης ο Θεολόγος. Παραχωρεί, επιτρέπει παιδαγωγικά προς βοήθεια την ασθένεια, για να μας φρονηματίσει, να μας διορθώσει, να μας προσγειώσει και ταπεινώσει. Ο πόνος έτσι μπορεί να γίνει αφορμή, για μία πιο ουσιαστική και βαθειά γνωριμία μας με τον Θεό, και όχι να τα βάλουμε μαζί του. Ο πόνος μπορεί να μας συνδράμει να γίνουμε πιο ανεκτικοί και συμπονετικοί με τους αδελφούς μας και να γνωρίσουμε τον άγνωστο εαυτό μας. Είπαν ορθά πως όποιος έχει υποφέρει πολύ μοιάζει μ’ εκείνον που γνωρίζει πολλές γλώσσες κι έτσι μπορεί να καταλάβει πολλούς και να τον καταλάβουν πολλοί.
Αν εκμεταλλευθούμε την πράγματι σημαντική ευκαιρία, μπορεί ο σωματικός πόνος να γίνει θεραπευτής της αθάνατης ψυχής μας. Ο πόνος τότε θα γίνει ευλογία. Δεν ζητάμε βεβαίως εμείς οι πιστοί τον πόνο νοσηρά στη ζωή μας. Η Εκκλησία μας πάντοτε εύχεται υπέρ υγείας και διαφωτίσεως των τέκνων της. Εάν έλθει όμως ο πόνος να τον υπομείνουμε καρτερικά κι ελπιδοφόρα και θα έχουμε, αλήθεια, μεγάλο κέρδος. Με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της δοκιμασίας μας θα έχει επιτευχθεί, αφού θα έχει μαλακώσει η καρδιά μας και θα έχουμε βοηθηθεί στο να γνωρίσουμε τον πραγματικό εαυτό μας και τον Θεό μας.
Είναι επίσης αλήθεια, αγαπητοί μου, πως οι πονεμένοι λειαίνονται, και αυτοί τελικά έχουν κάτι σημαντικό να πουν, ως εμπειρικό και βιωματικό. Πίσω από κάθε ανθρώπινο πόνο κρύβεται το χέρι του Θεού που ευλογεί. Μακάριοι οι πονεμένοι ως πλούσια ευλογημένοι.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Όταν διαβάσει κανείς την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως την ζωή των προφητών, θα διαπιστώσει εκεί ότι οι προφήτες δεν ήταν απλώς μερικοί στοχαστές, δεν ήταν απλώς μερικοί θεολόγοι, όπως εμείς σήμερα τους ονομάζουμε, δεν ήταν φιλόσοφοι. Γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ προφητών και φιλοσόφων. Οι φιλόσοφοι στοχάζονται και προσπαθούν να ανακαλύψουν τον Θεό, ενώ οι προφήτες είχαν εμπειρία του Θεού και ο Θεός αποκαλυπτόταν σ’ αυτούς. Οι προφήτες, κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, είχαν συναντήσει τον Ζωντανό Θεό, τον άσαρκο Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Γιαχβέ, ασάρκως. Αυτόν είχαν δει και με Αυτόν είχαν επικοινωνία. Είχαν αποκτήσει μέθεξη του ασάρκου Λόγου και δι’ Αυτού γενικότερα με τον άγιο Τριαδικό Θεό.
Εάν διαβάσουμε τα βιβλία των προφητών και ιδιαιτέρως αν προσέξουμε το πρώτο κεφάλαιο, το πώς αρχίζουν αυτές οι προφητείες, αυτά τα προφητικά βιβλία, θα δούμε αυτή την πραγματικότητα. Διαβάζοντας το βιβλίο του προφήτου Ησαΐου βλέπουμε ότι αρχίζει: «Όρασις ήν είδε ο Ησαΐας». Πρόκειται για μια όραση, για μια θεοπτία, όραση, θέα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος ασάρκως. Σε άλλα προφητικά βιβλία βλέπουμε πάλι το ίδιο πράγμα. Για παράδειγμα στο βιβλίο του προφήτου Ναούμ βλέπουμε ότι αρχίζει: «Βίβλος οράσεως» και περιγράφει εκεί το τι είδε ο προφήτης Ναούμ. Στο βιβλίο του προφήτου Ιωήλ, όπως και σε άλλα βιβλία, βλέπουμε ότι αρχίζουν με ένα διαφορετικό τρόπο. Λέγεται εκεί: «Λόγος Κυρίου, ός εγεννήθη προς Ιωήλ». Εδώ δεν αναφέρεται η όραση, αλλά γίνεται λόγος για «Λόγο Κυρίου». Τον Λόγο του Θεού άκουσαν οι προφήτες όπως ο Ιωήλ. Και όχι απλώς τον άκουσαν, γιατί αν προσέξουμε τη φράση θα δούμε ότι λέγεται: «Λόγος Κυρίου, ός εγεννήθη προς Ιωήλ». Ο Λόγος του Κυρίου γεννάται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου ο οποίος έχει φθάσει στην κατά χάρη θέωση. Γι’ αυτό στην Παλαιά Διαθήκη ο προφήτης ήταν ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος είχε προσευχή, και μάλιστα νοερά καρδιακή προσευχή, όπως το βλέπουμε στους Ψαλμούς του Δαβίδ. Και γύρω από τον προφήτη συγκεντρώνονταν οι μαθητές, διάφοροι μαθητές οι οποίοι ζούσαν αυτή την μέθεξη του Θεού. Γι’ αυτό και ονομάζονταν «ο χορός των προφητών» οι οποίοι προσεύχονταν και αξιώνονταν μερικές φορές να δούνε και την δόξα του Θεού.
Άλλα όπως λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αυτή η όραση του Θεού, την οποία είχαν οι προφήτες, και αυτή η ακοή του Λόγου του Θεού που άκουγαν και εγεννάτο αυτός ο Λόγος μέσα στην καρδιά των προφητών, δεν ήταν ανθρώπινα κατασκευάσματα και δεν ήταν διαφορετικές απλώς εμπειρίες. Γιατί λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Και η όραση των προφητών ήταν ακοή του Λόγου, και η ακοή του Λόγου του Κυρίου από τους προφήτες ήταν όραση». Όραση και ακοή και γεύση και αίσθηση, γιατί στην εμπειρία της θεώσεως όλες οι αισθήσεις γίνονται μία. Το βλέπουμε αυτό ακόμη και επάνω στο όρος Θαβώρ, είδαν την δόξα του Κυρίου, τη δόξα του Θεού, και μετά οι τρεις μαθηταί άκουσαν τη φωνή του Πατρός: «Ούτος εστίν ο Υιός Μου ο αγαπητός». Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας του Θεού όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου ενοποιούνται, το σώμα μετασκευάζεται, αλλοιώνεται και βλέπει ολόκληρος ο άνθρωπος και ακούει τον Θεό, έχει μέθεξη του Θεού, μέθεξη της αιωνίου ζωής. Άρα όλοι οι προφήτες, όπως κι ο προφήτης Ιωήλ είχαν μέθεξη του Θεού και μάλιστα του Τριαδικού Θεού, γιατί δεν υπάρχει ποτέ ο Χριστός, είτε ως άσαρκος, είτε ως σεσαρκωμένος Λόγος, χωρισμένος από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Το δεύτερο σημείο, που είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι ότι οι προφήτες επειδή είχαν εμπειρία του Ζώντος Θεού, Ζωντανό Θεό κι όχι τον Θεό της φιλοσοφίας και των στοχαστών, γι’ αυτό ακριβώς κι έκαναν έναν μεγάλο πόλεμοεναντίον των θρησκειώντης εποχής εκείνης, οι οποίεςθρησκείεςπίστευαν και λάτρευαν έναν ψεύτικο Θεό, τα είδωλα. Ο αγώνας τον οποίο έκανε ο προφήτης Ιωήλ ήταν ένας αγώναςεναντίον της θρησκείαςκαι υπέρ του Ζώντος Θεού, ήταν ένας αγώνας εναντίον των ειδώλων και ουσιαστικά κήρυττε τον Ζωντανό Θεό τον Ζώντα Θεό, «τον Θεό των πατέρων ημών, του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ» και με αυτή την έννοια καταδίκαζε άλλους Θεούς ψεύτικους και αλλοτρίους. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία:Οι προφήτες όλοι, όπως και ο προφήτης Ιωήλ αγωνίζονταν εναντίον της θρησκείας.
Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ
«Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν». Πῶς ἐκάλεσε τὴν γῆν; Ἐκάλεσε τὴν γῆν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ λέγοντας· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ποιητὴς καὶ συνοχεὺς τοῦ σύμπαντος κόσμου, καλεῖ τὰ πλασματά του στὴν δόξαν Του καὶ στὴν ἁγιότητά Του. Καὶ μᾶς ἐκπλήττει τὸ γεγονὸς τῆς κλήσεως, διότι μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως. Πῶς ὁ ἀόρατος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς ὁρατούς; Πῶς ὁ ἄκτιστος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς κτιστούς; Πῶς ὁ πλάστης καλεῖ τὸ πλάσμα; Πῶς ὁ κεραμεὺς συμπεριφέρεται στὸν πηλό; Πραγματικά! ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καὶ διάνοιαν τὸ μυστήριον αὐτό, διότι καλύπτεται ἀπὸ τὸν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἐξαστράπτουσας αἴγλης δύο λέξεων· τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὲς οἱ δύο λέξεις περιγράφουν τὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπύθμενον βάθος τῆς ταπείνωσής Του καὶ τὸ ὑπέρμετρον ὕψος τῆς ἀγάπης Του.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν βρίσκεται ὁ Θεὸς στὴν ἀπρόσιτή του ὑπόσταση, καὶ γιὰ νὰ μὴν κοινωνεῖ μερικῶς μὲ τὸ πλάσμα του, τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ᾽ ὁλικῶς, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος», ἔζησε, περιεπάτησεν, ὡμίλησεν, ἐκάλεσεν καὶ παρέδωκεν ἑαυτόν, εἰς βρῶσίν τε καὶ πόσιν διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε διότι, πλάθοντας τὸν ἄνθρωπον ἀπ᾽ ἀρχῆς, τὸν ἔπλασεν κατὰ τὴν εἰκόνα Του καὶ κατὰ τὴν ὁμοίωσίν Του, τὸν ἐνέδυσεν μὲ τὴν χάριν Του καὶ τὸν ἐτοποθέτησε στὸν οἶκον Του.
Δυστυχῶς γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀντὶ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐπέλεξεν τὴν αἰχμαλωσίαν ὑπὸ τὸν τύραννον διάβολον κάνοντας ὑπακοὴ σὲ αὐτόν, ἀντὶ νὰ παραμείνει ὑπήκοος στὸν Θεὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ στέρησε τὴν ὡραιότητα τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεὸν διότι ἀμαυρώθηκε, τὸν ἐγύμνωσεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐξέβαλε ἔξω τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεός, σπλαγχνισθεὶς τὸ πλάσμα του καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημά του, ἐξαπέστειλε τὸν ἀγαπημένον Του Υἱὸν στὸν κόσμον γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε γιὰ χάρι μας καὶ μόνον, ὥστε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς τυραννίας, νὰ ἀνακαινίσει τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου μας καὶ τὴν ὁμοίωσίν μας μὲ τὸν Θεόν, νὰ μᾶς ἐνδύσει καὶ πάλιν τὴν πρώτην στολὴν τῆς χάριτος καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγει ἐκ νέου στὸν παραδεισένιον οἶκον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κάνει, ὄχι ὡς τὰ ἔπλασεν στὸν πρῶτον Ἀδάμ, ἀλλὰ ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὡραιότερα, ἐνδοξότερα, οὐράνια. Καὶ κάνοντας αὐτὰ δὲν ἀφίσταται τοῦ χαρακτῆρα του, δὲν συμπεριφέρεται μετ᾽ ἐξουσίας, δὲν διατάζει, ἀλλὰ κινούμενος μέσα στὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας του μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς παρακαλεῖ, μᾶς προτρέπει, «ὅστις θέλει», μᾶς καλεῖ· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μᾶς καλεῖ ὡς ἴσος πρὸς ἴσους· μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως· μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν· νὰ τελειοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὸ μέτρο τοῦ πληρώματος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐτοπία, δὲν εἶναι φαντασία, δὲν εἶναι ἀνεκπλήρωτοι ὀνειροπόλοι στόχοι. Ἡ πραγματικότητά της κατατίθεται ὡς ἀπόδειξις καὶ διαγράφεται μέσα στὶς ἐκκλησίες. Πάνω στὸ τέμπλο, στὸ εἰκονοστάσι καὶ πάνω στοὺς τοίχους, ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τὸν στόχο καὶ ἐκπλήρωσαν τὴν ἐντολήν· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Τί τιμή! τί δόξα! τί ἔπαινος γιὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος!
Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν, ἂς ἀγωνιστοῦμε καὶ ἐμεῖς, διότι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ, μάλιστα δέ, εἴμαστε καὶ ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς μὲ τοὺς Ἁγίους, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἐντολὴν καὶ νὰ πετύχουμε τὸν στόχον αὐτόν, τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς δόξας, νὰ συγκαταλεχθοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ καὶ συνεισέλθουμε μὲ αὐτοὺς εἰς τὰς οὐρανίους ἐπαύλεις, μὲ τὴν χάριν καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει καὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Πάθος σημαίνει πάθημα, πτώση, υποδούλωση, οδύνη, άλγος. Ο πιο πονεμένος και δυστυχισμένος είναι ο εμπαθής άνθρωπος. Νοσεί, αφού αγαπά τα πάθη, τα λατρεύει, τα προσκυνά, δεν τ’ αφήνει παρότι τον ταλαιπωρούν. Πρόκειται για ένα φοβερό και παθογόνο διχασμό. Ενώ του δίνονται ευκαιρίες ν’ απεγκλωβισθεί τις απορρίπτει. Οι εμπαθείς επιλογές όμως του ανθρώπου του κοστίζουν. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν μία μέτρια, χλιαρή και χαλαρή, μονότονη, ανιαρή, ανολοκλήρωτη, μίζερη, κακόμοιρη, ρηχή, άχαρη ζωή. Η βίωση της άρνησης και της αποτίναξης αυτού του τρόπου ζωής αποτελεί οδυνηρή εμπειρία. Αφαιρείται από τον ίδιο τον άνθρωπο η δυνατότητα βιώσεως μιας αυθεντικής, καθαρής, ανυπόκριτης, τίμιας και ειλικρινούς ζωής. Είναι λυπηρό να πλανάται και να αιχμαλωτίζεται ο άνθρωπος σε αυτή την ανόητη ζωή. Να σκηνοθετεί μία αμεταμόρφωτη ζωή μέσα στην εμπάθεια. Σίγουρα κύριος υποκινητής είναι ο δαίμονας, αφού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά όλα τα πάθη είναι δαιμονοκίνητα. Ο άνθρωπος βέβαια επιλέγει μόνος του τον τρόπο αυτό ζωής. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα ν’ αντισταθεί, ν’ αντικρούσει τα πάθη, ν’ απελευθερωθεί. Μα δυστυχώς συχνά δεν το κάνει.
Ο πόνος φαίνεται να έχει μία κυρίαρχη θέση στη ζωή. Έφθασαν οι φιλόσοφοι να πουν πονώ άρα υπάρχω. Ο Κίκεργκωρ λέει: «Δεν είμαι αυτός που σκέφτεται πως δεν πρέπει να πονούμε ποτέ. Περιφρονώ αυτήν την ποταπή σκέψη κι αν μπορώ να επιλέξω προτιμώ να υπομείνω μέχρι τέλους τον πόνο. Είναι καλό να υποφέρουμε και μέσα στα δάκρυα υπάρχει δύναμη, αλλά δεν είναι να υποφέρουμε δίχως ελπίδα». Κρύβεται ένα βαθύ νόημα, αδελφοί μου, στην παρουσία του πόνου στη ζωή μας. Για να το δούμε μαζί.
Ο πόνος αρχίζει στον κήπο της Εδέμ. Η παράλογη υπακοή στον δαίμονα και η υπερήφανη ανυπακοή στον Θεό είναι η αρχή του πόνου στη ζωή των ανθρώπων. Η τραγωδία εισέρχεται στον κόσμο. Συγκρούεται ο άνθρωπος με τον Θεό. Διακόπτεται ο άνετος διάλογος Αδάμ και Θεού. Χάνεται ο παράδεισος. Αρχίζει ο κόπος, η λύπη, ο στεναγμός. Τη γυμνότητά του αισθάνθηκε ο Αδάμ μετά την αμαρτία της παρακοής και τη γεύση του κακού. Η αίσθηση της γυμνότητός του σημαίνει αντίληψη της τρεπτότητος και τρωτότητος, έλλειψη προστασίας, κατανόηση του πόνου της αποδεσμεύσεώς του από τον Θεό. Μπορούσαν να θεραπευθούν οι πρωτόπλαστοι διά της μετανοίας. Δεν το έπραξαν όμως. Γιατί; Θέλησαν να δικαιολογηθούν, ν’ ακολουθήσουν δικό τους δρόμο, πιο σύντομο, πιο εύκολο, δίχως Θεό. Παγιδεύτηκαν οικτρά στον δραματικό πόνο της μοναξιάς, της θεώσεως δίχως Θεό, της παράλογης αυτοθεώσεως. Η θεοδώρητη επιθυμία θεώσεως των πρωτοπλάστων εκμεταλλεύθηκε από τον πανούργο δαίμονα, που θέλησε να τους προσφέρει μία δική του ταχύρρυθμη ισοθεΐα κι έτσι τους απάτησε και τους θανάτωσε.