Σήμερον Χριστός γεννᾶται
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Ἀθανασίου
Εἶναι καλό γιά ὅλους μας νά ὑπενθυμίζομε καί στόν ἑαυτό μας, καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους τό πῶς στεκόμαστε μπροστά στίς ἅγιες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουν ἕνα ἱστορικό λόγο· δηλαδή, δέν εἶναι ἁπλῶς ἀναμνήσεις κάποιων ἱστορικῶν γεγονότων, γιά νά θυμηθοῦμε, ἄς ποῦμε, ὅτι πρίν ἀπό 2000 χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀλλά, ἐκεῖνο πού ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ μέσα ἀπό τίς ἑορτές εἶναι πῶς θά μπορέσομε αὐτό τό ἱστορικό γεγονός, πού ἔλαβε χώρα πρίν 2000 χρόνια, νά τό βιώνουμε σήμερα στή ζωή μας καθημερινά.
Γι᾽ αὐτό καί ὅλη ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στό παρόν. Δέν ἀναφέρεται στό παρελθόν. Δέν λέμε «Χριστός ἐγεννήθη δοξάσατε» ἀλλά «Χριστός γεννᾶται», «σήμερον ἡ Παρθένος τόν προαιώνιον Λόγον», «σήμερον ἡ Παρθένος τόν ὑπερούσιον τίκτει», «σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου», σήμερον, ὄχι ἐχθές, ὄχι αὔριον. Σήμερον.
Ὅλα αὐτά τά γεγονότα στήν Ἐκκλησία λαμβάνουν χώρα σήμερον, αὐτή τήν ὥρα· γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχει τόση σημασία γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἱστορική ἀνάμνηση. Πολλοί κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία (Χιλιαστές) καί λένε ὅτι τά Χριστούγεννα δέν ἔγιναν στίς 25 Δεκεμβρίου. Δέν ξέρουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ὅτι γιά μᾶς δέν ἔχει σημασία ἄν ὁ Χριστός γεννήθηκε 25 τοῦ Δεκέμβρη ἤ 25 τοῦ Ἀπρίλη ἤ 25 τοῦ Αὐγούστου. Σημασία ἔχει ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός καί σημασία ἔχει ὅτι ὁ Χριστός γεννᾶται κάθε μέρα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐάν τοποθετήθηκε μία ἡμερομηνία συγκεκριμένη σέ κάποια ἱστορική στιγμή, αὐτό ἔγινε γιά λόγους καθαρά λειτουργικούς, ἑορτολογικούς, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνα σῶμα νά ἑορτάζει αὐτή τήν ἁγία καί μεγάλη ἑορτή.
Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος ὤν, ἔλαβε σάρκα, ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος καί εἰσέβαλε μέσα στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει Θεός κατά χάρη, νά λάβει αὐτή τή μεγάλη δωρεά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτό λοιπόν στήν Ἐκκλησία ὅλα τά τροπάρια πού ψάλλομε ἀναφέρονται στό σήμερον, στόν ἐνεστώτα χρόνο, καί καλούμαστε, σήμερα, νά τόν δοξάσουμε, τόν Χριστό, πού γεννᾶται, τόν Χριστό, πού σταυρώνεται, τόν Χριστό, πού ἀνασταίνεται, τόν Χριστό, πού μεταμορφώνεται. Ὅλος ὁ Χριστός εἶναι παρών στήν Ἐκκλησία.
Οἱ γιορτές τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι, ὅπως οἱ πατέρες μας λένε καί ὅπως τό βιώνουμε, ἁπλές, ἑορταστικές τελετές, ὅπου δίδεται μία εὐκαιρία νά χαροῦμε γιά τό γεγονός αὐτό. Ἀλλά εἶναι σταθμοί θείας χάριτος, εἶναι μέρες ὅπου ὄντως ὁ Θεός δίδει ἄφθονη χάρη στούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες μας στούς λόγους τους ἐκφράζουν αὐτή τήν ἐμπειρία. «Σήμερον», λέει, «τά ἄνω συνεορτάζει τοῖς κάτω», «σήμερον, ἄγγελοι ἀγάλλονται», «σήμερον, τέρπονται οἱ ἄνθρωποι», σήμερον, ὅλα αὐτά λαμβάνουν χώρα.
Καί εἶναι πραγματικότητα. Δέν εἶναι σχήματα λόγου ἤ ρητορικά σχήματα, ἀλλά εἶναι ἐμπειρία ζωῆς, εἶναι πραγματικότητα ὅτι τήν ἡμέρα τῆς μεγάλης αὐτῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς ὑπάρχει μία ἰδιαίτερη χάρη, μία μεγάλη χάρη, μία μεγάλη εὐλογία μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ὅλος ὁ ἀγώνας μας εἶναι ἀκριβῶς πῶς αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς χάριτος θά μπορέσομε νά κερδίσομε, πῶς θά καταφέρομε, ἰδιαίτερα τήν ἁγία ἡμέρα τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς, κάθε ἑορτῆς, νά κοινωνήσουμε μέ τή χάρη πού ὑπάρχει ἀπό τόν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι καλή μητέρα, ἀλλά καί καλός ἐπιστήμονας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ξέρει πῶς νά μᾶς ἑτοιμάσει. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, πρό τῶν μεγάλων ἁγίων ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καί τῆς Γεννήσεως προηγεῖται νηστεία. Ἡ νηστεία ὡς ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ὡς ἐνίσχυση τοῦ ἀνδρείου φρονήματος τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρόσκληση γιά πνευματικά καί ψυχοσωματικά ἀγωνίσματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή, δέν εἶναι μόνο πνεῦμα, εἶναι καί σῶμα καί ψυχή, ἁγιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο ψυχῇ τε καί σώματι καί τόν εἰσάγει σιγά σιγά στόν πνευματικό ἀγώνα.
Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει μέ τήν ὑμνολογία. Ἐάν προσέξει κανείς τά τροπάρια, βλέπει ὅλη αὐτή τήν ἑτοιμασία τῶν ἡμερῶν. Καί στόν κόσμο μπορεῖτε νά προμηθευτεῖτε λειτουργικά βιβλία ὅπως ὁ μέγας συνέκδημος ἤ τό μηναῖο τοῦ Δεκεμβρίου. Κάθε μέρα ἑτοιμαζόμαστε μέσα ἀπό τά τροπάρια, μέσα ἀπό τούς ὕμνους, μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, πού μᾶς δίδουν ἕτοιμη τροφή. Μᾶς δίδουν τά βιώματά τους, αὐτά πού οἱ ἴδιοι βίωσαν, γιά νά τά προσλάβομε, νά τά ἀφομοιώσομε, νά τά καλλιεργήσομε καί νά μπορέσομε νά φτάσομε σέ ἐκείνη τήν ἁγία ἡμέρα πού θά ζήσομε στήν πνευματική πανδαισία.
Ἑτοιμαζόμαστε λοιπόν μέ ὅλα τά μέσα πού μᾶς δίδει ἡ Ἐκκλησία. Μέ τή νηστεία, μέ τή μελέτη, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ τή μετάνοια, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι καί καθημερινή ἐργασία μας. Ἡ μετάνοια εἶναι ἐργασία πνευματική, ἀδιάλειπτος, στόν κάθε ἄνθρωπο.
Ὅμως, πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι οὐσιαστικό σημεῖο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέχεται τή χάρη ἀπό τόν Θεό, ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά μοιάσει στόν Χριστό, νά μιμηθεῖ τόν Χριστό. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μίμηση Χριστοῦ. Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔγκειται στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στήν καρδία. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», λέει ὁ Χριστός. Τό νά μιμηθοῦμε τόν Χριστό μέσα στή ζωή μας, εἶναι τό σημεῖο τῆς χάριτος, ὅπου πραγματικά ὁ ἄνθρωπος ἀνοίγει τίς πόρτες τῆς καρδιᾶς του γιά νά μπεῖ ὁ Χριστός μέσα καί νά κατοικήσει μέσα στήν ὕπαρξή του. Ἡ μετάνοια εἶναι αὐτή ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει στή μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία σημαίνει τόν καθημερινό ἀγώνα μας νά ἀλλάξουμε νοοτροπία. Νά ἀλλάξομε μυαλό, νά ἀλλάξομε τρόπο πού σκεφτόμαστε, πού κρίνομε, πού ἀξιολογοῦμε τά πράγματα. Αὐτός εἶναι ὁ ἀγώνας τῆς μετανοίας. Αὐτό σημαίνει μετάνοια· ἀλλαγή νοός. Ἀλλαγή τοῦ μυαλοῦ. Ὅλα τά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλο τό εὐαγγέλιο, ὅλη ἡ ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται σέ αὐτό τό σημεῖο, νά ἀλλάξομε τρόπο πού ζοῦμε.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Μια φορά και κάθε καιρό είναι ο Θεός. Από κάποτε είναι και οι άνθρωποι. Οι αναφορές όμως που έρχονται από τη γη για την κατάσταση των ανθρώπων όλο και χειροτερεύουν.Το ανθρώπινο γένος πάει από το κακό στο χειρότερο, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Θεού με τους διάφορους αντιπροσώπους που από καιρό σε καιρό στέλνει για να τους συνεφέρει.
Μπροστά στην έκρυθμη αυτή κατάσταση η Αγία Τριάδα συνεδριάζει. Αποφασίζει ν’ ακούσει και τις απόψεις των ανθρώπων πάνω στο θέμα και να συζητήσει προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του αδιεξόδου.
Σε λίγες μέρες φθάνει ως εκπρόσωπος της ανθρωπότητας μια διακεκριμένη προσωπικότητα, ένας σοφός Σύμβουλος του Αυτοκράτορα που διατηρούσε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους ανθρώπους. Κολακευμένος από την προτίμηση δεν άργησε να πάρει θάρρος και να διατυπώσει τις απόψεις του για τη λύση του προβλήματος.
-Προτείνω να ληφθούν δραστικά μέτρα.
-Σαν ποια;
-Να σταλούν άγγελοι με πύρινες ρομφαίες για να συνετίσουν τους ανθρώπους.
-Μα τότε πού πάει η ελευθερία τους;
-Μπροστά στο καλό που θα γίνει, δε βλάφτει να τη στερηθούν προσωρινά.
-Μα καλό δίχως ελευθερία μπορεί να είναι καλό;
Ο σεβαστός Σύμβουλος πέφτει σε κάποια αμηχανία. Κι αναδιπλώνεται, θέλει να φανεί αρεστός και προτείνει αυτό που υποπτεύεται ότι θ’ αρέσει στο Θεό.
-Να σταλούν εκπρόσωποί σας για να τους συμβουλέψουν.
-Μα το μέτρο αυτό δοκιμάστηκε επανειλημμένα και απέτυχε.
Ο σεβαστός Σύμβουλος μπερδεύεται πάλι. Ωστόσο μια νέα ιδέα φωτίζει το μυαλό του.
-Να χορηγήσετε γενική αμνηστεία. Να βγείτε στον εξώστη του Ουρανού και ν’ ανακοινώσετε στους ανθρώπους ότι τους συγχωρείτε για την προσβολή που σας έκαναν και διαγράφετε τις αμαρτίες τους!
-Δεν μπορώ να το κάνω γιατί δεν αισθάνομαι θιγμένος από τα έργα τους. Αλλά κι αν έδινα γενική αμνηστεία, όπως προτείνεις, θα τους ωφελούσε; Πιστεύω πως όχι. Το πρόβλημα δεν είναι ν’ αποκαταστήσω τη σχέση μου με τους ανθρώπους. Ποτέ, άλλωστε, αυτή δε χάλασε. Αλλά ν’ αποκαταστήσουν οι ίδιοι τη σχέση τους με τον εαυτό τους. Στην περίπτωση, όμως, αυτή δεν έχουν τόσο αξία τα γενικά μέτρα που έρχονται απ’ έξω, όσο η αλλαγή των ανθρώπων που γίνεται μέσα τους, η σωστή επανατοποθέτηση του καθενός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Σύμβουλος τα ‘χασε πλέον οριστικά. Και τότε σκέφτηκε να εφαρμόσει την παλιά, δοκιμασμένη τακτική του, που χρησιμοποιούσε σε δύσκολες στιγμές.
-Εσείς τι λέτε; Ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
-Λέω να στείλω το Γυιό μου στη γη.
-Απαράδεκτο! του ξέφυγε η λέξη αυθόρμητα. Ταυτόχρονα όμως ένιωσε ότι φέρθηκε με απρέπεια. Σπεύδει να διορθώσει το πράγμα.
-Ίσως, ήταν κάπως βιαστική η κρίση μου. Μάλλον δεν έχω αντίρρηση. Αλλά θα πρέπει να παρουσιαστεί με την ανάλογη εμφάνιση που επιβάλλει η θέση του.
-Δηλαδή, ποια;
-Ε, να! Να περιβληθεί, ας πούμε, μ’ ένα αστρικό σώμα και να συνοδεύεται από μια στρατιά αγγέλων.
-Δε θα εκβιάσει, όμως, έτσι τις ανθρώπινες συνειδήσεις;
Πάλι τα ίδια, σκέφθηκε ο Σύμβουλος με κάποιο εκνευρισμό. Έτσι ξαναγύρισε στη γνωστή του τακτική.
-Εσείς πώς βλέπετε αυτή την αποστολή;
-Σκέφτομαι να γίνει άνθρωπος!
Αστροπελέκι!
-Τι είπατε; Άνθρωπος; Μα αυτό είναι εντελώς ασυμβίβαστο με την αξία του. Δεν κρατήθηκε. Είναι αναξιοπρεπές. Και πάλι δεν κρατήθηκε. Πώς το σκεφτήκατε αυτό;
-Λέγοντας να γίνει άνθρωπος, δεν εννοώ να εμφανιστεί ως άνθρωπος, αλλά να υπάρξει άνθρωπος, να γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα.
Μήπως με περιπαίζει; Σκέφτηκε φανερά ενοχλημένος ο καλός μας Σύμβουλος. Μήπως το κάνει για να ελέγξει τη νοημοσύνη μου;
-Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τη σκέψη σας, είπε με θιγμένη αξιοπρέπεια. Εννοείτε να περάσει από τη διαδικασία της ενδομήτριας ζωής, της γέννας, από την ασήμαντη βρεφική ηλικία από… Σταμάτησε από φρίκη. Τον συνέφερε κάπως η σκέψη πως ο Θεός πιθανόν να τον κοροϊδεύει. Τον κοιτάζει εξεταστικά με μια ματιά γεμάτη σημασία. Θα ‘θελε τουλάχιστον να μην πέσει η υπόληψή του.
Ο Θεός ένιωσε την κατάσταση του ανθρώπου. Ήταν κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι. Αποκλεισμένος στο δικό του κόσμο. Ένας υπηρέτης που φρόντιζε μόνο «τα του Καίσαρος». Ωστόσο συνέχισε να του ξεδιπλώνει τη σκέψη του.
-Νομίζω ότι σωστά με καταλάβατε. Λέω γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα και μάλιστα να μη γεννηθεί στην Πρωτεύουσα, ούτε στα Ανάκτορα, αλλά σε μια ασήμαντη πόλη, στη Βηθλεέμ, ας πούμε, μέσα σ’ ένα σταύλο!
Το πράγμα είχε παραγίνει για το Σύμβουλο. Ένιωσε ότι τον περιπαίζουν. Αν προσπαθούσε τουλάχιστο να περισώσει το κύρος του!... Πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και είπε:
-Επιθυμώ εξ ονόματος μου εξ ονόματος όλων των ανθρώπων να δηλώσω ότι διαφωνώ με την πρότασή σας. Παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά.
Με τη δήλωση αυτή η σύσκεψη έληξε. Ο Θεός σηκώθηκε, τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα και τον χαιρέτησε, ευχαριστώντας τον για τη συνεργασία του. Ο Σύμβουλος έφυγε πολύ συγχυσμένος κι αναστατωμένος. Σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού μια απορία τριβέλιζε το μυαλό του. Πώς μπόρεσε ο Θεός να σκεφτεί όλ’ αυτά, έστω και γι’ αστείο;
Ηλίας Βουλγαράκης
Από το βιβλίο
«Χριστούγεννα»
Εκδόσεις Ακρίτας
Χάθηκε η αισιοδοξία σήμερα; Δεν υπάρχει πια διέξοδος;
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Χάθηκε η αισιοδοξία σήμερα; Δεν υπάρχει πια διέξοδος; Η απόγνωση τελικά θα κυριαρχήσει; Η απαισιοδοξία επικρατεί; Το κακό υπερίσχυσε;
Ο Θεός παρατηρεί από μακρυά; Γιατί τελοσπάντων δεν επεμβαίνει; Η τηλεόραση πολεμά την ελπίδα; Ο φόβος σκεπάζει τα πάντα; Η Ελλάδα χάνεται;
Η κρίση θα παραμείνει; Η ανασφάλεια θα αυξηθεί; Η μελαγχολία απλώνεται; Η μοναξιά μεγαλώνει; Η ασθένεια της απελπισίας μεταδίδεται; Η αισιοδοξία αζήτητη, άγνωστη και κρυμμένη;
Απουσιάζει η ενεργή, ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη. Είναι ανάγκη σύντομα να αυξηθεί η φιλανθρωπία.
Θα πρέπει να μοιρασθεί φως. Να βρεθεί ο κύριος σκοπός υπάρξεως, ο στόχος της ζωής. Η ιδιοτέλεια, η καλοπέραση, ο ατομισμός, κάνουν τους άλλους να δυστυχούν.
Όποιος αισθανθεί την πλούσια αγάπη του Θεού δεν φοβάται, δεν ανησυχεί, δεν αγωνιά και δεν τρομοκρατείται.
Όσο θ’ αφηνόμαστε στην αγκαλιά του Θεού τόσο θα ευφραινόμεθα και θα αισιοδοξούμε.
Η θεοποίηση και η προσκύνηση του χρήματος οδήγησε στην τωρινή άθλια κατάσταση.
Η αρνησιχριστία οδηγεί κατά μαθηματική ακρίβεια στην απαισιοδοξία, ακόμη και στην αυτοχειρία. Χρειάζεται πλήρη αποδοκιμασία η απαισιοδοξία.
Πρόκειται για σοβαρή και ανεξέλεγκτη ασθένεια.
Γράφει ένας που δυστύχησε, πόνεσε πολύ και απέτυχε, αλλά δεν λύγισε και απόκαμε, γιατί είχε παρέα και κουβέντα μ’ Εκείνον.
Η αγωγή από νωρίς διαμορφώνει χαρακτήρες που δεν βοηθούν στην αισιοδοξία. Η απαισιοδοξία είναι κίνδυνος και τραγική συμφορά.
Η αισιοδοξία δεν σε αφήνει να πέσεις, να παρασυρθείς, να λυγίσεις και να αποθαρρυνθείς. Η απαισιοδοξία είναι παραλυσία και οδηγεί στο θάνατο.
Οι γονείς φταίνε γιατί μαθαίνουν με τους τρόπους τους τη δυστυχία της απαισιοδοξίας και της αποτυχίας στη ζωή τους. Είναι πολύ γενναίο σήμερα να διατηρείται το φιλότιμο, το χαμόγελο, το χάδι.
Υπάρχει ένα κλίμα σκληρότητος, συννεφιάς, συντριβής και στενοχώριας. Πολλοί κλείστηκαν στον εαυτό τους, διασκεδάζουν επιπόλαια.
Ο σπουδαίος άγιος Νικόλαος Αχρίδος λέει πως η απαισιοδοξία, η μελαγχολία και η θλίψη έφεραν μία ανίατη παραλυσία.
Έτσι οι παράλυτοι δεν είναι αισιόδοξοι. Ο αισιόδοξος είναι ευτυχισμένος. Μεγάλη δυστυχία δεν είναι τόσο η ασθένεια, η αδικία και η φτώχεια όσο η απαισιοδοξία.
Δυσκολευόμαστε να δούμε μακρυά και μας απογοητεύει το σήμερα. Ο λόγος τους Θεού είναι πάντοτε αισιόδοξος.
Οι κυνηγημένοι άγιοι κατάντησαν ένδοξοι. Ο κάθε χριστιανός είναι υποχρεωμένος να είναι αισιόδοξος.
Ο χριστιανισμός αποτελεί πύργο ασάλευτο της αισιοδοξίας. Όποιος δεν είναι αισιόδοξος δεν μπορεί να είναι χριστιανός.
Η αισιοδοξία σώζει από τα γρανάζια της απελπισίας, της μοναξιάς, της κακίας και της φθοράς. Ο αισιόδοξος είναι ελπιδοφόρος, νικηφόρος, φωτόμορφος και προσηνής.
Λύπες, καημοί, στενοχώριες, προβλήματα, βάσανα, πόνοι και ζημιές ας μη μας καθηλώνουν στην πολυθρόνα της απαίσιας απόγνωσης.
Με την αισιόδοξη υπομονή θα μας οδηγήσουν σε απρόσμενη, φωτεινή ευρυχωρία.
Πλησίασα στη ζωή μου τον θάνατο, αισθάνθηκα το χνώτο του, όμως δεν αποθαρρύνθηκα μα δυνάμωσα. Γερνώ, γερνώ και δεν φοβάμαι. Η πίστη με θερμαίνει, με παρηγορεί και με αισιοδοξεί.
Στην παρούσα κρίση ας ξεδιαλύνουμε το βάθος των αισθημάτων μας, την ειλικρίνεια των λόγων μας, την καθαρότητα των σκέψεών μας, τη γνησιότητα των κινήσεών μας και την ποιότητα του ήθους της ψυχής μας. Το ταπεινό μου ράσο ας μιλήσει στην καρδιά σου.
Να έχεις ηρωική ψυχή, ελεήμονα καρδιά και δίκαιη σκέψη. Κερδίζει όποιος υπομένει φιλότιμα, επιμένει γενναία και αγαπά θυσιαστικά.
Τότε η ζωή έχει βαθύ νόημα και πλούσια χαρά. Το πείσμα του απαισιόδοξου είναι σίγουρα ανόητο, του προσφέρει μόνο θλίψη, κατήφεια και στενοχώρια.
Εντούτοις συνεχίζει να την περιθάλπει., σαν να μην μπορεί να ζήσει δίχως αυτή. Πεσιμιστές φιλόσοφοι παρέσυραν αρκετούς νέους στις νοσηρές ιδέες τους.
Οι αισιόδοξοι γνωρίζουν να αγαπούν και να θυσιάζονται χάρη των φίλων τους. Φτωχοί και άρρωστοι υπήρξαν αληθινά αισιόδοξοι και δημιούργησαν πολιτισμό.
Η εργατικότητα και φιλοπονία διώχνει μακριά τη φοβερή απαισιοδοξία.
Δεν δικαιολογείται η απαισιοδοξία για τους πιστούς. Η απαισιοδοξία βαλτώνει, θολώνει και δηλητηριάζει τη ζωή του ανθρώπου.
Δεν πλασθήκαμε για να κλαίμε μοιρολατρικά, να παραπονιόμαστε σαν ανόητα παιδιά, να φοβόμαστε σαν κυνηγημένα πουλιά και να κρυβόμαστε φοβισμένα. Είναι καιρός για δράση, αλληλεγγύη, έξοδο από την απομόνωση και την ιδιοτέλεια. Τα δάκρυα καθαρίζουν κι ενδυναμώνουν υπέροχα.
Ήλθε η ώρα για μία ουσιαστική, εκ βαθέων και δυνατή μετάνοια. Η αναγέννηση, ο εξαγνισμός, η ανανέωση και η μεταμόρφωση προέρχονται μέσα από το βαθύ πόνο, τις μεγάλες αποφάσεις, την αίσθηση της παρουσίας του ζώντος Θεού.
Τα δάκρυα θα φέρουν χαρά, το φεγγάρι ήλιο, ο πόνος ίαση, η αδυναμία δύναμη, η αμαρτία μετάνοια, η δίψα ξεδίψασμα, η πείνα χορτασμό, η φτώχεια πλούτο αναφαίρετο, η ύλη πνεύμα ζωοποιό…
Πηγή Romfea.gr
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Σήμερα ένας Ορθόδοξος, ένας Άγιος, θα κατέτασσε άνετα την Εκκλησία εις την Ιατρική Σχολή, διότι η Εκκλησία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας πνευματικός χώρος, όπου θεραπεύεται ο πνευματικά άρρωστος άνθρωπος. Και δεν τον θεραπεύει ως διά μαγείας ούτε τον θεραπεύει με ευχές, αλλά τον θεραπεύει με συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μέθοδος έχει πειραματισθεί επί των Αγίων, έχει αποδείξει την αλήθεια της μεθόδου, έχει καταντήσει σε αξίωμα και έχει αναχθεί πλέον εις επιστημονική οδό, διότι χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, διά της μεθόδου αυτής, βρήκαν την πνευματική υγεία και την πνευματική ισορροπία, η οποία δεν είναι τίποτα άλλον παρά η επιστροφή του ανθρώπου εις τον χώρο, εις τον τρόπον, εις το αξίωμα της πρώτης δημιουργίας του από τον Θεό και εν συνεχεία της αναβάσεώς του εις την κατάσταση της θεώσεως.
Είπαμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία κατατάσσεται, υπό Ορθόδοξο άποψη, εις τον χώρο της Ιατρικής, διότι πράγματι πρόκειται περί ιατρείας και σ’ αυτό το νοσοκομείο, το πνευματικόν, ο ιατρός δεν είναι άνθρωπος αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος λειτουργεί, διακονεί τους ασθενείς ανθρώπους διά των Αγίων του, οι οποίοι έχουν εμπειρία αυτής της θεραπευτικής οδού. Από τη μικρή μου πείρα, την προσωπική μου, ως ασθενής άνθρωπος και από την πείρα μου ως ιερέας, μοναχός, μπορώ να πω ότι πράγματι είναι γεγονός ότι συναντούμε καθημερινά ολόκληρη αυτήν την τραγωδία της διασπάσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας και ανακαλύπτομε ότι η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου. Λέω καμιά φορά και στον εαυτό μου και σ’ άλλους ανθρώπους ότι θα ήταν, ας πούμε, ας το πούμε έτσι, ευχής έργο η αμαρτία να εθεράπευε τον άνθρωπο· και σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι θα ήταν όλοι υγιείς ή τουλάχιστον ευτυχισμένοι. Διότι σήμερα καταργήθηκε αυτή η έννοια και θεοποιήθηκε η αμαρτία και άρα, λοιπόν, εάν κάνεις, ξέρει, πράγματα τα οποία είναι παραβάσεις της κατά φύσιν δημιουργίας σου θεωρούνται φυσιολογικά· ενώ αν αντιστρατευθείς θεωρείται αυτό ότι είναι παρά φύσιν και ότι πρέπει να ‘σαι άρρωστος για να μην κάνεις αυτά που κάνουν όλοι! Όμως το παράδοξο είναι ότι όσο απελευθερώνεται ο άνθρωπος, όσο επιτελεί αυτά, τα οποία εθεωρούντο ή θεωρούνται αμαρτίες, περισσότερο εμπλέκεται σε μιαν άρρωστο κατάσταση, ο οποίος δεν μπορεί να βγει από μέσα. Και τελικά, εάν η ψυχή του παραμείνει ζωντανή, τότε θα γευθεί πολύ πικρά αυτόν τον δρόμο, στον οποίον μπήκε μέσα, και μετά πολλών δακρύων.
Είδα εκατοντάδες ανθρώπους να κλαίνε με μαύρα δάκρυα για τους καρπούς της αμαρτίας· δεν είδα κανέναν άνθρωπο να κλάψει γιατί ακολούθησε το δρόμο της εμπειρίας των αγίων. Αντίθετα, ενώ εις τα μάτια του κόσμου φαίνονται δυστυχισμένοι όμως αυτοί, η καρδία τους ήταν γεμάτη με ουράνια χαρά και, πώς να πούμε, ανέκφραστη μακαριότητα, την οποίαν ευχόμαστε πολλές φορές έστω ψήγματα να είχαν οι άνθρωποι για να καταλάβουν πού τελικά ευρίσκεται αυτή η ευτυχία, την οποίαν ψάχνουν.
Πηγή: Περιοδικό «Ο Τήρων»
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο όχι για να μας αποκαλύψει ιδέες ή για να μας δώσει μια φιλοσοφία ή μερικές αρχές, αλλά ήρθε στον κόσμο για να μας δώσει τον εαυτόν Του, ο οποίος δίδεται εις τον κόσμο καθημερινώς, εις την Εκκλησία, εις την Θεία Ευχαριστία. Αυτό ήταν το νόημα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Και δίδοντας τον εαυτόν Του στον κόσμο, ταυτόχρονα ανέλαβε τον κόσμο επάνω Του· έγινε άνθρωπος, εθέωσε την ανθρώπινη φύση την δικήν Του, την ανέλαβε εις τον ουρανό , την κάθισε εκ δεξιών του Θεού Πατρός και εν συνεχεία μας έδειξε ότι και σε μας πλέον ανήκει αυτός ο δρόμος και αυτή η θέσης, της δόξας του ανθρωπίνου σώματος, του ανθρώπου στο σύνολον του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι μόνον ψυχή ή μόνον μία ηθικολογία, αλλά συνολικά άνθρωπος σ’ όλο του το είναι. Αναλαμβανόμενος ο Θεός εις τον ουρανό άφησε στον άνθρωπο την Εκκλησία κι η Εκκλησία είναι, ακριβώς, ο πνευματικός χώρος, εις τον οποίον παραδόθηκε από γενεά σε γενεά, ως εμπειρία πλέον, η γνώσις του Θεού, του αληθινού Θεού. Έτσι η Εκκλησία μας, από τότε που ήρθε ο Χριστός, από την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε σαν παρακαταθήκη, σαν θησαυρό, σαν δώρο, σαν κληρονομιά, αυτήν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος· κι αυτήν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος δίδει από γενεά σε γενεά εις τους ανθρώπους, οι οποίοι ακολουθούν αυτήν την μέθοδο της Εκκλησίας, την μέθοδο των Αποστόλων· κι έτσι έχομε μέσα σ’ αυτήν την πορεία το σύνολο των Αγίων, οι οποίοι είναι η επαλήθευσης του Λόγου του Θεού, η επαλήθευσης του Ευαγγελίου.
Πολλές φορές διερωτόμαστε όλοι, κι ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, για το γεγονός της υπάρξεως της αμαρτίας και γιατί μια πράξης είναι αμαρτία και τι σημαίνει αμαρτία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας, για τον άνθρωπο. Διότι, όπως είπαμε προηγουμένως, εμείς δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος, δεν είδαμε τον πρώτον άνθρωπο· ξέρουμε τον σημερινό άνθρωπο, τον εαυτόν μας, τους γύρω μας, οι οποίοι, μπορούμε να πούμε, κανείς από μας δεν είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, ο κατά φύσιν άνθρωπος. Έχουμε δηλαδή τον άνθρωπο που έπλασε ο Θεός, τον Αδάμ, ο οποίος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος· έχουμε μετά την πτώση τον άνθρωπο, που είμαστε εμείς, που γνωρίζουμε, ο οποίος είναι ο παρά την φύσιν άνθρωπος, ο υπάνθρωπος ας τον πούμε· κι έτσι έχουμε, μετά την σάρκωση του Χριστού, τον νέον Αδάμ, ο οποίος είναι ο Θεάνθρωπος. Έχουμε τον άνθρωπο, τον υπάνθρωπο και τον Θεάνθρωπο.
Τώρα, η Εκκλησία καλεί όλους μας, ο Χριστός, να προχωρήσουμε, να αναλάβουμε, να βρούμε τον εαυτόν μας, να βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας. Αυτή η εύρεσης του πραγματικού εαυτού δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πορεία επιστροφής προς τα πίσω· δηλαδή να επιστρέψουμε εις την κατά φύσιν δημιουργία μας, εκεί όπου όπως ο Θεός μάς έπλασε, και εν συνεχεία, αφού εργαστούμε αυτόν τον χώρο, αυτήν την θέση, να υπερβούμε ακόμα κι αυτήν την θέση και να ανέβουμε εις την υπερφυσική κατάσταση, η οποία είναι η θέωση. Και αυτό δεν είναι ηθικολογία ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι εμπειρία· και δόξα τω Θεώ εις την Εκκλησία μας, μέχρι σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι και θα υπάρχουν άνθρωποι πάντοτε, οι οποίοι έφτασαν σ’ αυτήν την κατάσταση της θεώσεως και σ’ αυτήν την κατάσταση λειτουργούν πλέον όλες οι ενέργειες, τις οποίες έδωσε ο Θεός σε μας, εις την ώρα της δημιουργίας μας και αποδεικνύουν, ανά πάσα στιγμήν, ότι αυτά, τα οποία ο Χριστός φανέρωσε στον κόσμο, είναι πραγματικότητες κι αλήθεια.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια
«Εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα»:
Είναι αυτή η ευχή που λέμε συχνά στην Εκκλησία, η διακονική προτροπή που αναφέρεται εις τον λαό του Θεού και μας προσκαλεί να αφήσομε στα χέρια του Χριστού όλη τη ζωή μας!
Εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα. Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Και όσο κι αν φαίνεται απλή αυτή η προτροπή του διακόνου της Εκκλησίας, στις μέρες μας ιδιαίτερα έχει τεράστια σημασία και μεγάλη δύναμη. Γιατί νομίζω ότι στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τόση ευαισθησία που είναι αρκετό γι’ αυτούς ν’ ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων για να βυθιστεί η ψυχή τους μέσα σε μια μεγάλη απορία και για το τι γίνεται μέσα στον κόσμο και για το πού πηγαίνει ο κόσμος και για το τι θα γίνει ακόμα συν τω χρόνω. Και μπαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτή την αγωνία… Και αυτή η αγωνία και αυτός ο κόπος και αυτή η δυσκολία είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μάς το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων• που οι έσχατοι χρόνοι, βέβαια, είναι διαρκώς παρόντες μέσα στην Εκκλησία. Ζούμε όλοι μας αυτή τη δυσκολία, αυτό το βάρος που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας.
Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού. Και πολλές φορές ακούμε από πνευματικούς ανθρώπους όταν τους εκθέτουμε τα προβλήματά μας και τες δυσκολίες μας «άφησ’ το στον Θεό». Και βλέπουμε ότι αυτή η απάντηση δεν μας πολυαναπαύει πάντοτε. Γιατί θεωρούμε «πώς να τ’ αφήσω στον Θεό; Εγώ τι πρέπει να κάμω;
Εγώ τι μπορώ να κάμω; Εγώ δεν πρέπει να κάμω τίποτε; Να τ’ αφήσω όλα στον Θεό και να μείνω με χέρια σταυρωμένα;» Και νομίζομε ότι αυτό το πράγμα είναι ολιγωρία, ότι είναι αδιαφορία, ότι είναι δειλία, ενώ τελικά είναι μεγάλη ανδρεία! Θέλει να είσαι πολύ ανδρείος άνθρωπος, πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού και πρέπει να έχεις την ψυχή σου γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη εις την πρόνοια και εις την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
H εποχή μας χαρακτηρίζεται από το άγχος, από την κούραση, από την αγωνία των ημερών, από τις πολλές θλίψεις που συμβαίνουν γύρω μας, από τη μοναξιά… Ζούμε μέσα σε πόλεις μεγάλες κι όμως πάσχουμε από μοναξιά! Μπορεί να ζούμε μέσα στην οικογένειά μας, μέσα σ’ ένα σπίτι και να αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει, κανείς δεν επικοινωνεί μαζί μας, ότι είμαστε μόνοι μας, εγκαταλελειμμένοι, πεταμένοι, ότι δεν έχουμε ένα άνθρωπο ν’ ακουμπήσουμε, ότι δεν έχουμε κάποιο που να μας αγαπά πραγματικά ή και που να τον αγαπούμε πραγματικά κι αυτά τα πράγματα όλα μας διαλύουν και μας κάνουν να μην ξέρουμε πού να στραφούμε. Μπαίνει η ψυχή μας πραγματικά μέσα σ’ ένα υπαρξιακό σκοτάδι, σ’ ένα μεγάλο σκοτάδι για το πού θα πάμε και πώς θα βγούμε απ’ όλη αυτή την περιπέτεια!
Παρά ταύτα όμως, η Εκκλησία μας εδώ και αιώνες επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την προτροπή που όντως φαίνεται πάρα πολύ σπουδαία. Σκεφθήκατε ένα άνθρωπο ο οποίος είναι φορτωμένος ένα βαρύ φορτίο, ένα μεγάλο φορτίο κι έρχεται κάποιος και του λέει «άφησέ με να το πάρω το φορτίο εγώ» και μας ξεφορτώνει και μας βγάζει το φορτίο από πάνω μας και το παίρνει εκείνος! Κι αισθανόμαστε εμείς μεγάλη άνεση, μεγάλη ξεκούραση, γιατί μας πήρε το φορτίο. Και δεν το πήρε για να το πετάξει κάπου αλλού, αλλά για να το οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο εκεί που θα θέλαμε εμείς να οδηγηθεί. Φτάνει να του δώσουμε εμπιστοσύνη! Φτάνει να τον αφήσομε να πάρει αυτό το φορτίο από πάνω μας! Αυτό σημαίνει το «παραθώμεθα»: να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού όλα.
Αλλά είναι αυτό άραγε ένα πράγμα εύκολο; Δεν είναι εύκολο όπως είπα προηγουμένως. Είναι πολύ δύσκολο γιατί μας εμποδίζει ο εαυτός μας• μας εμποδίζει ο εαυτός μας, η φιλαυτία μας. Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!
Να σας πω κάτι που το λέω συχνά. Είναι μια δική μου αδυναμία που την εβίωνα για αρκετά χρόνια. Όταν ήμουν νέος και σκεφτόμουν να γίνω μοναχός -από μέσα μου έβγαινε αυτή η επιθυμία του μοναχισμού- σκεφτόμουν να μείνω στο Άγιον Όρος αλλά και από την άλλη φοβόμουν να το αποδεχτώ αυτό το πράγμα: Πώς θ’ αφήσω τους γονείς μου, ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να πάω σ’ ένα τόπο άγνωστο, μακριά, που δεν θα με ξαναδεί κανένας, ούτε θα ξανάβλεπα εγώ κανένα! Και ρώτησα ένα γέροντα: Γέροντα άραγε να γίνω μοναχός;
Μου λέει: να παρακαλείς τον Θεό να κάνει το θέλημά Του! Κι εγώ ετρόμαξα! Και λέω: έχει γούστο να θέλει ο Θεός να γίνω μοναχός! Εσκέφτηκα ότι αν ο Θεός θέλει κάτι που εγώ δεν το θέλω, τι θα κάνουμε τώρα; Κάποιος από τους δύο πρέπει να κόψει το θέλημά του! Ή ο Θεός να κόψει το θέλημά Του -θα με βόλευε βέβαια αυτό το πράγμα-, ή εγώ να έκοβα το θέλημά μου και ν’ ακολουθούσα το θέλημα του Θεού που μου φαινόταν ένα μεγάλο βουνό.
Δεν μπορούσα να εννοήσω τότε, ότι το θέλημα του Θεού είναι η πιο μεγάλη ανάπαυση στον άνθρωπο! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει κάτι, το οποίο να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Αντίθετα! Ο Θεός σε εξάγει από τη φυλακή που βρίσκεσαι και σε οδηγεί σε τόπο αναπαύσεως. Το θέλημα του Θεού είναι ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, είναι χαρά στον άνθρωπο, είναι ανάπαυση στον άνθρωπο! Αυτό που λέει ο Χριστός «δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το καταλάβω ότι εάν αφεθώ στο θέλημα του Θεού, αυτό θα ’ταν η πιο μεγάλη ανάπαυσις.
Αυτό δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το εννοήσω! Φοβόμουν το θέλημα του Θεού. Φοβόμουν τον Θεό! Όπως ένα μωρό που πηγαίνει στον γιατρό και δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό να το θεραπεύσει: κλωτσά τον γιατρό, αντιδρά, κάμνει φασαρίες, τρέχει μέσα στους διαδρόμους• δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό ν’ αγγίξει πάνω του! Μέχρι που να βάλει μυαλό βέβαια και να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει έτσι…
Χρειάζεται να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και χρειάζεται να γνωρίσει την αγάπη του Θεού• ότι ο Θεός, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γέροντας Παΐσιος, είναι οξυγόνο στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνεται διοξείδιο του άνθρακος. Δεν μπορεί ο Θεός να σου δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που να σε πνίξει μέσα. Όταν ο Θεός ενεργεί στον άνθρωπο και ομιλεί στον άνθρωπο και αποκαλύπτει εις τον άνθρωπο τον εαυτό Του και την αγάπη Του, τότε μια απέραντη ειρήνη, μια απέραντη γαλήνη βασιλεύει στην ψυχή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός «καγώ αναπαύσω υμάς», εγώ θα σας αναπαύσω. Και μετά καταλαβαίνει εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπαυσις, δεν υπάρχει πουθενά ανάπαυσις, μόνο ο Χριστός είναι ανάπαυσις της ψυχής μας. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει κόπος, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει μεγάλη δυσφορία της ψυχής μας. Όταν είναι κάτι μέσα στην ευλογία του Θεού τότε όλα είναι πανέμορφα!
Έτσι, ενθυμούμαι, όταν ήμουν στο Άγιον Όρος ζούσα εκείνη την όμορφη, την πανέμορφη και την αγγελική, όντως, ζωή των μοναχών. Κι όταν έβγαινα έξω, απεσταλμένος σε εργασίες, στη Θεσσαλονίκη βέβαια που ήτανε κοντά μας, αισθανόμουν μια μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζοντας και βλέποντας την πόλη και όλη εκείνη την κίνηση. Πραγματικά μ’ έπιανε κατάθλιψη, δεν μπορούσα! Έκανα γρήγορα-γρήγορα τις δουλειές μου κι έφευγα πίσω! Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάω στην Κύπρο, γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα μέσα στην πρόνοια του Θεού κι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ζήτησε από τον γέροντά μας μια ομάδα μοναχών να πάει στην Κύπρο [1], αφού καταγόμαστε από ‘κεί, εγώ δεν είχα πάει ποτέ μου στην Κύπρο στα χρόνια μου στο Άγιον Όρος και δεν θυμόμουν τίποτα, είχα ξεχάσει τα πάντα!
Όταν με κάλεσε ο γέροντας και μου είπε: «Κοίταξε, η Εκκλησία ζητά να πάμε κάτω.» «Κι εγώ», λέει ο γέροντας, «αισθάνομαι ότι κάναμε μια αδικία στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί μαζευτήκατε όλοι οι Κύπριοι εδώ και αφαιμάξαμε την Εκκλησία. Και να στείλουμε κάποιους αδελφούς να πάνε κάτω.» Λέω, «είναι καλή η σκέψη• να στείλετε κάποιους να παν κάτω.» Μου λέει, «μα δεν σε κάλεσα για να μου πεις τη γνώμη σου.» Λέω, «γιατί με καλέσατε;» «Για να φτιάξεις τα πράγματά σου και να πας από βδομάδας κάτω!»
Εγύρισα όλους τους γέροντες του Αγίου Όρους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα μου πει «μην πάεις»! Λέω, έστω κι ένας να βρεθεί να μου πει να μην πάω, θα τσακωθώ με τον γέροντα κανένα-δυο μήνες αφού θα κάνω παρακοή, μετά ελπίζω να μην πεθάνει στο διάστημα(!)• θα πάω να πω ένα συγγνώμη, ένα ευλόγησον γέροντα έκανα λάθος, έκανα ανυπακοή, θα αποκατασταθούν οι σχέσεις μας και θα γλιτώσω και την Κύπρο!
Πήγα σε όλους. Δεν είχα πολλές ελπίδες στον γέρο-Παΐσιο και στους υπόλοιπους γιατί ήταν πιο ανοικτού πνεύματος, αλλά είχα μεγάλη ελπίδα ότι ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια δεν θα με άφηνε να πάω κάτω• γιατί τον άκουσα μια φορά που έλεγε ότι «η υπακοή είναι μέχρι τη Δάφνη [2]. Από τη Δάφνη και πέρα να μην πηγαίνετε!» Λέω, αυτός θα με σώσει! Επήγα, λοιπόν, του λέω «ξέρεις, γέροντα, έτσι έχουν τα πράγματα μου είπαν να πάω στην Κύπρο κι εγώ δεν θέλω να πάω».
Λέει, «ο γέροντας τι σου είπε;» «Μου είπε να πάω. Αλλά δεν θέλω να πάω, έχει τόσα χρόνια να πάω κάτω, ξέχασα, αποσυνδέθηκα, δεν ξέρω κανένα, δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό το πράγμα.» «Καλά», λέει, «αύριο να τα πούμε μετά τη λειτουργία».
Το πρωί λειτούργησα εκεί στο εκκλησάκι και με φώναξε και μου λέει «άκουσε… Προσευχόμενος για το θέμα που μου είπες είδα δύο δρόμους. Ο ένας είναι: Ή κάνεις υπακοή και πάεις στην Κύπρο… Κι ο άλλος: Ή κάνεις παρακοή και μένεις στο Άγιον Όρος! Κρίνε μόνος σου ποιος είναι ο κατά Θεόν δρόμος…» Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν τελικά…
Όταν πήγα, οι πρώτες μέρες ήταν πολύ οδυνηρές βέβαια, αλλά μέσα μου παραδόξως αισθανόμουν -παρ’ όλο που δεν ήθελα να το αποδεχθώ, δεν ήθελα να το δεχθώ αυτό το πράγμα!- αισθανόμουν ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, κι αυτό είναι ανάπαυσις. Κι έμεινα εκεί… και τα ‘φερε ο Θεός έτσι, κάναμε ένα μοναστήρι, πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι, έγινε μια αδελφότητα εκεί κι έλεγα «δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, ας είμαι και εδώ». Θυμάμαι όταν έβγαινα προς την πόλιν για εργασίες και επέστρεφα πίσω, έβλεπα το μοναστήρι από ψηλά κι αμέσως επανερχόταν μέσα μου αυτή η ανάπαυσις, η ειρήνη στην ψυχή μου. Κι έλεγα, «δόξα τω Θεώ, μεγάλο πράγμα είναι να αναπαύεται ο άνθρωπος και σ’ ένα τόπο ακόμα». Κι έτσι ήμουν ειρηνικός…
Στην Κύπρο, ξέρετε, είχαμε -ή έχουμε ακόμα, δεν ξέρω- ένα σύστημα που εκλέγονται οι επίσκοποι με ψήφο κλήρου και λαού. Έγινε μια κένωσις μιας επισκοπικής θέσεως, της Μητροπόλεως Λεμεσού, που είναι η πόλις που εγεννήθηκα και εμεγάλωσα, και δυστυχώς οι άνθρωποι εκεί με ψήφισαν εμένα, κλήρος και λαός κι η Σύνοδος και μ’ έπιασε πάλι απελπισία! Λέω, πώς θα πάω εγώ τώρα σ’ αυτή την πόλη που ήταν η πόλις της ασωτίας, η πόλις της αμαρτίας! Και δεν μ’ έφταναν όλα τ’ άλλα όταν πήγα στον Αρχιεπίσκοπο να μου αναγγείλει το αποτέλεσμα, μου λέει «πάτερ Αθανάσιε, σε λυπάμαι!» Του λέω, «γιατί Μακαριότατε;» Μου λέει, «πας στη χειρότερη πόλη της Κύπρου!» Λέω, «ευχαριστώ πάρα πολύ!» Δεν μ’ έφταναν τ’ άλλα όλα έχω και την επιβεβαίωση από πάνω την αρχιεπισκοπική!
Τέλος πάντων, έγινε τι έγινε… δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω… Αντέδρασα, αλλά ποιος με άκουσε! Έγινε η χειροτονία εις επίσκοπον και το απόγευμα, την ίδια μέρα, αυθημερόν, γίνεται η ενθρόνισις του επισκόπου. Πήγαμε με τους άλλους επισκόπους να πάμε στην πόλη, στη Μητρόπολη. Όπως βγήκαμε στο κέντρο, ήταν όλη πόλις μπροστά μας, ενώ άλλες φορές μ’ έπιανε κατάθλιψις όταν έβλεπα την πόλη, απ’ εκείνη την ώρα αισθάνθηκα μιαν ανάπαυση, γιατί λέω «αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Και πολλές φορές με ρωτούν διάφοροι άνθρωποι «πώς αισθάνεσαι, πάτερ μου, που ήσουν στο Άγιο Όρος, στο μοναστήρι μέχρι τα σαράντα σου χρόνια και βρέθηκες εις την πιο πολύπλοκη και κοσμική πόλη της Κύπρου;»
Και η Μητρόπολίς μας είναι σ’ ένα κέντρο, που όλα τα κέντρα τα νυκτερινά είναι γύρω μας! Και να σας πω ότι έχω μάθει όλα τα τραγούδια της εποχής, τι να σας πω δηλαδή! Αρχίζει η «αγρυπνία» μετά τις μία τα μεσάνυκτα! Τελειώνουμε εμείς η ώρα μία την Παρασκευή το βράδυ και εκείνη την ώρα εξέρχονται οι πιστοί στην… Ανάσταση, πάνε στα διάφορα άλλα πόστα γύρω μας! Λέω, δεν έχει καμιά διαφορά, σαν να είμαι στο Άγιον Όρος, παράξενο πράγμα! Εγώ τρελάθηκα; Είναι η ηλικία μου, άραγε, κι έπαθα έτσι; Ποιος ξέρει!
Αλλά νομίζω ότι τελικά εκείνο που ζητά η ψυχή μας είναι να αναπαυθεί. Κι αυτό που λέμε μέσα στην Εκκλησία και το χρησιμοποιούμε μέσα στους μοναχικούς κύκλους «αναπαύομαι• εδώ αναπαύομαι, εδώ δεν αναπαύομαι» που δεν ερμηνεύεται, δεν έχει γιατί δεν αναπαύομαι! Αναπαύομαι… Ούτε έχει γιατί αναπαύομαι! Ετέλειωσε! Αναπαύομαι – αναπαύομαι! Δεν αναπαύομαι – δεν αναπαύομαι! Δεν σημαίνει ότι αν δεν αναπαύομαι δεν είναι καλά όσα δεν είναι γύρω μου! Όχι, απλώς δεν αναπαύομαι. Δεν ερμηνεύεται, δεν έχει παρεπόμενα!
Αυτή, λοιπόν, η λέξις «ανάπαυσις» είναι αυτό το οποίο ψάχνει η ψυχή μας, ψάχνει ο εαυτός μας, κι είναι εδώ που είναι το σημείο, το κομβικό σημείο το οποίο ο Χριστός μάς έδωσε ως ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των καθημερινών μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Όπως είπε κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας [...] «Πάθαμε ναυτία από τα κύματα και τις τρικυμίες των βιωτικών πραγμάτων.» Έρχεται ο Χριστός και μας ρίχνει αυτό το σωσίβιο, μας δίνει το χέρι Του και μας πιάνει και λέει «ελάτε κοντά μου κι εγώ θα σας αναπαύσω.» Αλλά παρακάτω λέει και το μυστικό. Πώς θα μας αναπαύσει;
«Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι• Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»
Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος! Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ! Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη. Λέμε, «όχι, εγώ θα τα χειριστώ τα πράγματα. Εγώ θα αναλάβω τις υποθέσεις της ζωής μου.
Εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα• δεν θα τ’ αφήσω έτσι να πάνε όπου θέλουν τα πράγματα. Εγώ πρέπει να έχω τον έλεγχο. Αν δεν έχω τον έλεγχο, δεν μπορώ να αισθανθώ σιγουριά. Χάνομαι αν δεν έχω τον έλεγχο!»
Βέβαια ο Χριστός δεν μας είπε να τ’ αφήσουμε ανεξέλεγκτα. Ούτε μας είπε να γίνουμε αδιάφοροι και οκνηροί και τεμπέληδες. Αντίθετα μας είπε ν’ αγωνιζόμαστε και να κοπιάζουμε. Και να μεριμνούμε, αλλά όχι τη ψυχή ημών• μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, λέγει ο Χριστός. Να κάνετε τα πάντα, αλλά την ψυχή σας αφήστε την ανεπηρέαστη. Μην την υποτάξετε μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή πάλη των πραγμάτων. Κι αφού κάμεις ό,τι εξαρτάται από σένα κι αφού εξαντλήσεις όλα τα δικά σου περιθώρια, τότε παραδίδεις τη σκυτάλη στα χέρια του Θεού.
Να σας πω ένα-δυο περιστατικά για να μη σας πολυκουράζω κιόλας με θεωρίες• για να δείτε πώς οι απλοί άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινότητά τους αυτή την εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος κάναμε ένα διάστημα στην Καψάλα, στην έρημο της Καψάλας -είναι περιοχή μεταξύ Καρυών [3], Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα• μια αγιασμένη περιοχή, έρημος, πανέμορφη, τότε στην εποχή μου ακόμα πιο γραφική, χωρίς δρόμους, χωρίς τίποτα. Γεμάτη γεροντάκια, ερημίτες. Ήμασταν εκεί πάμφτωχοι, δεν μας ήξερε κανένας, ούτε κι εμείς ξέραμε κανένα.
Αφού να σκεφτείτε μια φορά πήγα στη Δάφνη να πάρω κάποια γράμματα κι ήρθε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδος, κι είδαμε αστυνομίες, στρατό και μου λέει ένα γεροντάκι «πήγαινε, διάκο, ρώτα γιατί είναι αυτή όλη η αστυνομία εδώ». Λέω, «να πάω». Πάω και λέω «γιατί είναι η αστυνομία εδώ;» Λέει «θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης [4]». Λέω, «ποιος είν’ αυτός;»! Λέω, «παππού, παππούλη, θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης!». «Ποιος είν’ αυτός;» μου λέει. Λέω, «πού ξέρω κι εγώ;». Μου λέει, «πήγαινε ξαναρώτα». Πάω να ξαναρωτήσω τον αστυνομικό, μόνο που δεν με συνέλαβε! Λέω, «συγγνώμη, ποιος είναι ο Σαρτζετάκης;». Μου λέει, «τρελός είσαι;» [...] Τίποτα, ιδέα δεν είχαμε!
Τέλος πάντων, κατά διαστήματα, όταν είχαμε κάποια πράγματα στον κήπο μας, λαχανικά ή κάποια άλλα τρόφιμα, ο γέροντας ετοίμαζε κάποιες σακουλίτσες με διάφορα πράγματα και τα παίρναμε στα γεροντάκια. Ένα γεροντάκι απέναντί μου, μέσα σε μια χαράδρα, μέσα σε μια καλύβα, μόνος του, ο Σέργιος, τον έβλεπα κάθε βράδυ από το κελί μου που άναβε το καντηλάκι του με το καντηλοκέρι τη νύχτα, θεοσκότεινα, αλλά φαινόταν το κερί του, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Μόνος του, γεροντάκι, πανέρημος ο τόπος, το καλύβι του μισογκρεμισμένο, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Του λέω, «γέροντα, μ’ έστειλε ο γέροντας ο δικός μου να σου φέρω αυτά τα πράγματα». Ήταν μια σακούλα με πολλά πράγματα. «Αχ, ευχαριστώ πάρα πολύ»! Λέει, «να πάρω ό,τι μου χρειάζεται…». Επήρε λίγο ψωμί, ένα μαρούλι, δυο-τρία πράματα, μου λέει, «φτάνουν αυτά για σήμερα»! Του λέω, «πάρε και τα υπόλοιπα. Για σένα τα ‘φερα!». «Όχι, δεν τα θέλω, δεν μου χρειάζονται! Φτάνουν αυτά για σήμερα!» Του λέω, «πάρε να ‘χεις και για αύριο»!
Μου λέει, «αύριο έχει ο Θεός!» Λέω, «πάρε γέροντα, έχει ο Θεός, αλλά αφού ο Θεός σού τα ‘στειλε!» «Ναι», λέει, «αλλά ο Θεός είπε τον άρτον ημών τον επιούσιον• δεν είπε και τον αυριανόν! Μου φτάνει ο σημερινός άρτος. Αύριο έχει ο Θεός.» Του λέω, «πόσα χρόνια έχεις εδώ;» Μου λέει, «πενήντα έξι». Πενήντα έξι χρόνια ζούσε σ’ αυτό το καλυβάκι, έχοντας μόνο τον άρτον τον επιούσιον. Κι ο Θεός είχε γι’ αυτόν πάντοτε τον αυριανόν άρτον! Ουδέποτε αισθάνθηκε ο άνθρωπος αυτός αυτή την αγωνία. Μα τι μου λες τώρα, μέσα σ’ αυτή την έρημο, πώς θα βρεθεί ο αυριανός άρτος; Καμιά μέριμνα περί τούτου!
Μια άλλη φορά στα Καρούλια [5], πήγα να επισκεφθώ εκεί τους πατέρες, όταν ήμασταν στη Νέα Σκήτη, είχε ένα Σέρβο, παπα-Στέφανο, ο οποίος έμενε στα Καρούλια. Του λέω, «γέροντα, δεν φοβήθηκες να ‘ρθεις εδώ, μέσα σ’ αυτά τα σπήλαια που κατεβαίνεις με αλυσίδες;» Μου λέει, «φοβήθηκα πάρα πολύ! Και την πρώτη μέρα που ήρθα είπα “τι έκανα κι ήρθα εδώ!
Όταν κατέβηκα εκείνο τον κατήφορο όλο κι εκείνους τους γκρεμούς όλους κι είχα μαζί μου ένα ψωμί και μια σακουλίτσα με ελιές, είπα “εντάξει, θα φάω το ψωμί σήμερα κι αύριο και μεθαύριο. Μετά;” Και μ’ έπιασε μεγάλη δειλία όταν είδα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου! Κατακόρυφα κάτω η θάλασσα κι εγώ μόνος μου εδώ!» «Κι έχω, μου λέει, εικοσιπέντε χρόνια που ‘μαι ‘δώ στην έρημο κι ο Θεός δεν με άφησε ποτέ! Και έχω ακόμα από το ψωμί εκείνο! Το φυλάω! Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το φάω, έμεινε εκεί και δεν χάλασε κιόλας.»
Βλέπει κανείς πώς ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού• όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα.
Εσύ κάμε αυτό που μπορείς• κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σού καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…
Επανέρχομαι σ’ ένα δικό μου πάθημα! Όταν σπούδαζα θεολογία, επέρασα στη Θεσσαλονίκη κι ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα να σπουδάσω γιατί είναι πιο κοντά στην Κύπρο• και πήγα στη γραμματεία της Σχολής και μου είπαν ότι πρέπει να περάσω τα μαθήματα όλα τον Ιούνιο και «να ‘ρθεις να πάρεις μια αίτηση να τη συμπληρώσεις, να την υποβάλεις και να πας δεύτερο έτος θεολογική στην Αθήνα».
Κι ήθελα πάρα πολύ να ‘ρθω στην Αθήνα για πολλούς και διάφορους λόγους• κι ένας λόγος ήταν για να μην πάω στο Άγιον Όρος! Φοβόμουν το Άγιον Όρος! Ε… κατασκοτώθηκα διαβάζοντας! Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα για να περάσω όλα τα μαθήματα -κι ήταν και πολλά τότε. Βοήθησε κι ο Θεός και τα πέρασα• όλα τα μαθήματα. Φόρτωσα τα πράγματά μου, κατέβηκα στον Πειραιά -τα ‘βαλα στο πλοίο την εποχή εκείνη, 1976 να σκεφθείτε- κι έφυγα.
Όταν έφευγα από τη Ρόδο κι ήμουν στα μέσα του πελάγους θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω να πάρω την αίτηση! Μου ‘ρθε να πέσω στη θάλασσα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ένα χρόνο κατασκοτώθηκα να διαβάζω και ξέχασα να πάρω την αίτηση! Τι να σας πω τι έπαθα δηλαδή! Δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου• δεν μπορούσα νά ‘βρω άκρη! Θύμωσα, στεναχωρέθηκα, λυπήθηκα, έγινα χάλια μαύρα! Τελικά, όμως, αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει.
Λέω ότι μπορεί να ‘ρχονται πράγματα πολλές φορές που εμείς δεν τα θέλουμε, που νομίζουμε ότι είναι αντίθετα με τα δικά μας, που νομίζουμε ότι δεν είν’ αυτό που επιθυμούσαμε… Αλλά ο Θεός ο οποίος βλέπει την καρδιά μας -κι όχι το τρελό το μυαλό μας!- ακούει την καρδιά ο Θεός και ξέρει τι έχουμε πράγματι ανάγκη.
Όπως μας είπε εκεί: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού.» Και οίδε ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τι έχετε ανάγκη και θα σας δώσει αυτό που έχετε πράγματι ανάγκη. Έστω κι αν εσείς ακόμα δεν το ξέρετε! Γιατί, στ’ αλήθεια, πόσοι από μας ξέρομε τι έχομε πραγματικά ανάγκη; Νομίζομε ότι έχομε ανάγκη αυτό το πράγμα. Νομίζομε ότι έχουμε ανάγκη την υγεία…
Αλλά, πράγματι την έχουμε ανάγκη; Μήπως έχουμε ανάγκη την αρρώστια! Μήπως έχουμε ανάγκη τον πόνο! Μήπως έχουμε ανάγκη την καταστροφή ακόμα! Γιατί ο Θεός δεν βλέπει μέσα στα 60-80-90 χρόνια που ζει ένας άνθρωπος. Γιατί ο Θεός βλέπει ότι θέλομε να ζήσουμε μαζί Του αιώνια. Ότι ζητούμε τη σωτηρία μας! Ζητούμε την αιωνιότητα! Αλλά, ζητούμε και πράγματα τα οποία δεν θα μας ωφελήσουν. Και ο Θεός βλέπει και δίδει αυτό που πράγματι εμείς έχομε ανάγκη!
Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι• μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.
Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού• γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού.
Λέγει στο Γεροντικό, σ’ ένα περίφημο και ωραιότατο βιβλίο: Είπε ο Αββάς Αγάθων ότι σήμερα θα κάνω το θέλημα του Θεού. Και σηκώθηκε και παρεκάλεσε τον Θεό: «Κύριε, αξίωσέ με σήμερα να κάνω το θέλημά Σου! Να πω κι εγώ ότι μια μέρα της ζωής μου έκαμα το θέλημα του Θεού! Αφού όλες τις άλλες παραβαίνω το θέλημα του Θεού, έστω και μια μέρα ας το κάμω! Να έχω στη συνείδησή μου μέσα ότι έκαμα το θέλημα του Θεού.» Τι έκαμε;
Εγώ θα έλεγα, μες το φτωχό μου το μυαλό, ότι θα έκανε προσευχή όλη μέρα, ή θα κλεινόταν στο κελί του ή θα διέβαζε όλη μέρα. Δεν έκαμε τίποτα απ’ όλ’ αυτά! Έκαμε τη δουλειά του. Τι δουλειά είχε να κάμει εκείνη τη μέρα; Ήθελε ν’ αλέσει το σιτάρι του, για να το κάμει αλεύρι και να το πάρει πίσω στην έρημο να έχει το αλεύρι της χρονιάς. Το φορτώθηκε και το πήγε στο χωριό, στην κώμη. Κι εκεί, λέει, ν’ αλέσω το σιτάρι μου και να το πάρω πίσω με τα πόδια.
Πήγε πρώτος. Μόλις ετοιμάστηκε να βάλει το σιτάρι στον μύλο πήγε κάποιος άνθρωπος και του λέει: «Αββά, δεν μ’ αφήνεις ν’ αλέσω εγώ που βιάζομαι κι εσύ αλέθεις ύστερα;» Λέει, «ευχαρίστως, αδελφέ μου». Και τον άφησε. Μόλις έφυγε εκείνος κι ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σιτάρι του ήρθε ένας άλλος. Του λέει, «αββά, σε παρακαλώ, εσύ δεν έχεις δουλειές, καλόγερος είσαι, άφησ’ με εμένα να αλέσω και αλέθεις μετά». «Ευχαρίστως»! Κι όχι μόνο τους άφηνε• βοηθούσε και στο άλεσμα. Και δεν ξέρω αν θυμάστε εσείς, πώς ήταν ν’ αλέθεις τότε.
Δεν άλεθες με τις μηχανές. Εγώ στο Άγιον Όρος το πρόλαβα που εμείς κυλούσαμε την πέτρα εκείνη, σπρώχναμε την πέτρα εμείς ή τα ζώα. Μπήκε κάτω από τον ζυγό της πέτρας και άλεσε. Τέλος πάντων, να μην πολυλογούμε, από το πρωί μέχρι το βράδυ μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το σιτάρι, πήγαινε άλλος και του γινόταν η ίδια σκηνή. Έφτασε η νύχτα και δεν άλεσε το σιτάρι! Το φορτώθηκε να πάει πίσω… Δεν έκαμε κάτι «πνευματικό», ας το πούμε εντός εισαγωγικών. Ούτε και θεωρήθηκε ότι έκαμε και τη δουλειά του. Κι όμως ο Θεός τον επληροφόρησε ότι «σήμερα έκαμες το θέλημα του Θεού!»
Βλέπετε, σ’ ένα απλό πράγμα, μέσα στην καθημερινή ζωή, πήρε το σιτάρι να πάει να τ’ αλέσει. Πήγε εκεί και συναντούσε εμπόδια. Δεν αγανάκτησε, δεν εθύμωσε… Δεν είπε: «Καλά, φτάνει! Κορόιδο είμαι; Ήρθε ο πρώτος, ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ας αλέσω κι εγώ το σιτάρι μου να πάω πίσω, που είμαι και μακριά και το φορτώθηκα και στην πλάτη κι έχω ανάγκη!» Τίποτα απ’ όλ’ αυτά!
Και ένα άλλο: Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο ότι πέρασε τον Νείλο και θέλοντας να επιστρέψει πίσω στη Σκήτη, χάλασε το πλοίο, το δημόσιο πλοίο. Και καθόταν εκεί μαζί με τους υπολοίπους κοσμικούς ανθρώπους και περίμενε να φτιαχτεί το πλοίο. Πήγαν κάποιοι και του είπαν: «Αββά, έλα έχει βάρκες άλλες, να περάσεις απέναντι, να μην περιμένεις εδώ άδικα.» Λέει: «Όχι. Ουκ αναβαίνω ει μη στο δημόσιον πλοίον. Δεν θα πάω με κανένα άλλο πλοίο• θα πάω μόνο με το δημόσιο πλοίο.» Γιατί; Γιατί ήθελε να ασκήσει τον εαυτό του σ’ αυτή την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Σ’ αυτό το να θέλει να τα κάμει όλα ο ίδιος! Με ειρήνην άκραν και με αταραξία και ησυχία αντιμετώπιζε αυτό που ήταν μπροστά του.
Και εμείς αδελφοί μου στην καθημερινή μας ζωή ν’ ασκούμε τον εαυτό μας -κι εσείς, δόξα τω Θεώ, έχετε αφορμές ασκήσεως πολλές! Μόνο να πας και να ‘ρθεις στο κέντρο της Αθήνας, είναι μεγάλη άσκησις! Και μεγάλη πρόκλησις να μην πεις τίποτα ή να μην εκνευριστείς. Και να κάμεις υπομονή και να πεις «έτσι είναι… θα πάμε όπως παν τα πράγματα». Έρχεται ο ένας μπαίνει μπροστά, ο άλλος μπαίνει μπροστά, σε βρίζουν κι όλας από πάνω… αλλά έχεις ειρήνη! Αρχίζει κανείς, λέει ο Αββάς Δωρόθεος, από τα μικρά-μικρά-μικρά, για να πάει στα μεγάλα.
Ώστε υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας τον ατομισμό, τον εγωισμό, αυτό το να θέλουμε να τα ελέγξουμε όλα, να μπουν όλα στο δικό μας πρόγραμμα, να γίνουν όλα όπως εμείς τα θέλομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα προγραμματίζομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα οραματιζόμαστε. Ακόμη και τα άγια όνειρά μας! Ακόμη κι οι ευσεβείς πόθοι μας. Ακόμα κι αυτά που νομίζουμε ότι είναι σημαντικά και είναι κατά Θεόν, που όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά να καταρρέουν μέσα σε πλήρη ειρήνη! Έχοντας μέσα στην ψυχή μας συνεχώς αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός όλα τα βλέπει, ο Θεός όλα τα παρακολουθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός.
Αυτή τη φράση συχνά-πυκνά μας την έλεγε ο γέροντάς μας [6] όταν πειρασμοί ποικίλοι μας εκύκλωναν και λέγαμε «γέροντα, τι θα γίνει τώρα;» Κι έλεγε:
- Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός».
- Και πώς θ’ αντιδράσουμε και τι θα γίνει;…
- Πού είναι ο Θεός, παιδί μου; Ο Θεός δεν βλέπει; Εάν ο Θεός βλέπει, έχετε ειρήνην. Άσ’ τα στα χέρια του Θεού! Εμείς είμαστε έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Θα κάνουμε αυτό που μπορούμε, θα κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα στα χέρια του Θεού.
Και πράγματι, ο Θεός ουδέποτε μας εγκατέλειψε, αλλά και ουδέποτε εγκατέλειψε κανένα άνθρωπο.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής όλης της ασκητικής αγωγής; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος τελικά, όταν βιώσει αυτή την εμπειρία της ξαλάφρωσης, της άνεσης, του να παραδώσεις τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε ο άνθρωπος επιστρέφει και γίνεται ως το παιδίον που δεν έχει μέριμνες, που ‘ναι μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του κι αισθάνεται τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Και γίνεται, πραγματικά, αυτό το παιδίον το οποίο εισέρχεται εις την βασιλείαν του Θεού.
Κι έχει ειρήνη μέσα στην ψυχή κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα. Και χαίρεται• είναι χαρούμενος. Είναι ειρηνικός. Δεν έχει εχθρούς, έστω κι αν δεν τον θέλει κανένας! Δεν αισθάνεται για κάποιον κάτι! Δεν φοβάται τον απέναντί του. Δεν φοβάται τον γείτονά του. Δεν έχει καχυποψίες για τους άλλους ανθρώπους. Δεν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, έστω κι αν βλέπει μπροστά του κάποιους έτοιμους να τον κατασκοτώσουν. Αισθάνεται μια φοβερή ασφάλεια.
Αυτή η ανασφάλεια που μαστίζει τον κόσμο σήμερα, θεραπεύεται μ’ αυτή την ασφάλεια της παρουσίας του Θεού. Κι αυτό το άγχος και η αγωνία που μας κατατρώγει θεραπεύεται μ’ αυτή τη νηπιακή, την εν Χριστώ νηπιότητα, η οποία σφραγίζει το έργο των ανθρώπων που αφήνουν τη ζωή τους μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Είναι για τα παλληκάρια, όπως έλεγε κι ο γέροντας Παΐσιος! Θέλει λεβεντιά να το κάνεις. Θέλει πολύ θάρρος. Αλλά δοκιμάστε τον Θεό. Δοκιμάστε τον Θεό και θα δείτε ότι δεν θα χάσετε. Όποιος ελπίζει επί Κύριον, αυτός δεν καταισχύνεται ποτέ. Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας «πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας.
Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.
Εύχομαι, αδελφοί μου, αυτή την ειρήνη του Θεού να την έχουμε όλοι μας, όπως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, που παρ’ όλο ότι βρισκόταν προ του θανάτου, ζούσε σαν να ήταν μέσα σε βασιλικό ανάκτορο, γιατί ο Θεός κατοικούσε στην ψυχή του κι αυτός άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού!
ΦΩΣ ΓΛΥΚΑΙΝΟΝ
(ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα, ένα φώς που κυλάει πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα και τους προσδίδει ένα χάδι εορτής. Ένα γαλάζιο ιλαρόν, όπως αυτό που χρωματίζει την άκτιστη φύση του Θεϊκού Φωτός καθώς κατέρχεται στις υπάρξεις αυτών που έμαθαν την γλώσσα του ουρανού, αφού πρώτα νέκρωσαν την φλυαρία του μυαλού και τον πειρασμό του κοσμικού.
Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η δυο μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές του καλοκαιριού είναι εορτές του φωτός. Η μία της Μεταμορφώσεως και η άλλη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Εορτή, πανήγυρης, χαρά, κατάνυξης, προσευχή γλυκαίνουσα τα βάθη της καρδιάς, θεία πρόσωπα που παρηγορούν σε ώρες βαθύτατης μοναξιάς. Όλα ντυμένα στο φως στην προσμονή του Άλλου, του επέκεινα, αυτού που γνώρισαν οι άγιοι εμπειρογνώμονες των Θείων πραγμάτων μα που δεν μπόρεσαν με γλώσσα που δένεται στην λογικότητα, να περιγράψουν τα υπέρλογα μυστήρια του Θεού.
Αφού λουστήκαμε στο άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ, κατερχόμαστε κατά την προτροπή του Κυρίου, για να συναντήσουμε τον Σταυρό, τον πόνο και τον Θάνατο. Τότε οι μαθητές είδαν επί σταυρού τον Ιησού, σε λίγες μέρες εμείς την άχραντο Παρθένο Μαρία στην νεκρική κλίνη. Τόσο όμως επί του Σταυρού, όσο και στην επιθανάτιο κλίνη, ο θάνατος δεν είναι ο τελικός νικητής. Μεταμορφώθει πλέον σε πάσχα των υπάρξεων μας, σε πέρασμα στην μακαρία αιωνιότητα του Θεού. Για τον λόγo τούτο και δεν ομιλούμε για τον θάνατο της Θεοτόκου, αλλά για την κοίμηση της. Στην ορθόδοξη παράδοση μας δεν ομιλούμε για νεκρούς αλλά για κεκοιμημένους, δεν έχουμε νεκροταφεία αλλά κοιμητήρια, για να καταδείξουμε την κατάργηση του Θανάτου διά τής Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Τι όμορφη αλήθεια λέξη και έννοια, η κοίμηση της Θεοτόκου. Κοίμηση! δηλαδή ανάπαυσης, καταλαγή, ησυχία, θαλπωρή και παύση των δεινών που συντροφεύουν τον ενθάδε βίο των ανθρώπων.
Στην παγκόσμια θρησκευτική παράδοση αλλά και στην κοσμική κατανόηση της ζωής, κανείς δεν πανηγυρίζει ένα θάνατο. Μπορεί μια γέννηση, αλλά ποτέ ένα θάνατο. Στην Ορθόδοξη όμως λατρευτική παράδοση, οι εορτές των Αγίων είναι κατεξοχήν την ημέρα της κοιμήσεως τους, γιατί άραγε; Μα γιατί για μας ο θάνατος δεν είναι πλέον ο φοβερός Χάροντας των αρχαίων προλήψεων, ούτε το σβήσιμο της υπάρξεως κατά την υλιστική θεώρηση, δεν είναι η εξαφάνιση της μοναδικότητας του ανθρωπίνου προσώπου στην αοριστία της μηδενικότητας, ούτε ο αφανισμός στα όρια της βιολογικότητας.
Κατά αυτό τον τρόπο η κοίμηση της Παναγίας δεν είναι ρήξη αλλά ένωση, δεν είναι τέλος αλλά αρχή, δεν είναι σκοτάδι αλλά ανεκλάλητο φώς γλυκαίνον τα έλκη « των κουρασμένων κωπηλατών, στις λίμνες των ματαίων λογισμών».
Στη λάμψη αυτού του ασυγκρίτου φωτός της εορτής, στις Αυγουστιάτικες αυτές ημέρες , όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και γίνεται ύμνος, δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της κοιμήσεως «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε, ως γάρ ζωης Μητέρα πρός την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον». Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία.... Ο θάνατος δεν είναι λύπη αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα αλλά νίκη. Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιωνίας Ημέρας.
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
«H ομορφιά όμως δεν είναι μονάχα στη φύση. Eίναι κι απάνω στον άνθρωπο, στο πρόσωπό του, στο σώμα. Eίναι και μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Ένας που πλαταίνει την ψυχή του για να χωρέσει μέσα της τον κόσμο ολόκληρο, που σβήνει το "εγώ" του, το θυσιάζει δηλαδή για να επιτύχει κάτι που το κέρδος του να μοιραστεί στους άλλους, δεν κάμνει τίποτε άλλο παρά να φανερώνει την ομορφιά που είναι κρυμμένη μέσα μας».
Θεοδόσης Νικολάου
Σύναξη τών Δώδεκα Αποστόλων
30 Ιουνίου
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Γενέθλια ημέρα ενός αγίου, κατά τήν οποία η Εκκλησία εορτάζει καί πανηγυρίζει τήν μνήμη του, θεωρείται η ημέρα τού θανάτου του, επειδή αποτελεί ταυτόχρονα καί τήν ημέρα τής γεννήσεώς του στήν Βασιλεία τού Θεού. Έτσι, ο καθένας από τούς δώδεκα Αποστόλους τού Χριστού εορτάζει σέ διαφορετική ημερομηνία, ωστόσο όμως η Εκκλησία γιά νά τούς τιμήση, αλλά καί γιά νά προβάλη τήν μεταξύ τους ενότητα, καθόρισε νά εορτάζονται καί οι δώδεκα στίς 30 Ιουνίου κάθε έτους. Ο Χριστός, εκτός από τούς δώδεκα Αποστόλους, είχε καί έναν ευρύτερο χορό Αποστόλων, εβδομήντα τόν αριθμό. Οι δώδεκα Απόστολοι ήσαν οι στενότεροι συνεργάτες Του, πού τόν ακολουθούσαν παντού. Μετά τήν έκπτωση τού Ιούδα τού Ισκαριώτη από τόν χορό τών δώδεκα Αποστόλων, τήν θέση του έλαβε ο Ματθίας. Τά ονόματα τών δώδεκα αποστόλων είναι: Σίμων (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος τού Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο Αδελφόθεος καί Ματθίας.
Τήν ημέρα τής Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν τό Άγιο Πνεύμα καί έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες τού Ευαγγελίου στά πέρατα τής Οικουμένης. Εκακοπάθησαν γιά τήν διάδοση τού Ευαγγελίου καί είχαν όλοι μαρτυρικό τέλος, εκτός από τόν Απόστολο καί Ευαγγελιστή Ιωάννη τόν Θεολόγο, ο οποίος «ετελειώθη εν ειρήνη», επειδή βίωσε τό μαρτύριο δίπλα στόν Χριστό, καθ’ όλη τήν διάρκεια τών Παθών καί τής σταυρικής Του θυσίας. Ήσαν φτωχοί σέ υλικά αγαθά, όπως ο Χριστός, αλλά επλούτισαν πολλούς, αφού ήσαν «οι μηδέν έχοντες καί πάντα κατέχοντες».
Δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό αν δεν ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση στην πορεία του. Η σωστή διανοητική αντίληψη αυτής της πορείας είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή. Εκείνος που θέλει να επισκεφθεί ένα νησί πρέπει πρώτα να γνωρίζει διανοητικά ότι με το πλοίο και όχι με το σιδηρόδρομο θα μπορέσει να φθάσει εκεί που θέλει. Όμως, αν και η σωστή διανοητική αντίληψη είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή, είναι εντελώς ανεπαρκής αν δεν ακολουθείται από μια ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση.
Δεν είναι αρκετό να ξέρει κανείς με το νου του και να λέει με τα χείλη του ότι μόνο με το πλοίο θα φθάσει στο νησί που θέλει να επισκεφθεί, αλλά χρειάζεται να ενεργήσει ανάλογα. Εκείνον που θα επαναλάμβανε με λόγια ακατάπαυστα ότι το πλοίο θα τον φέρει στο νησί, και θα αγόραζε ένα σιδηροδρομικό εισιτήριο, δεν θα τον ωφελούσε καθόλου η διανοητική γνώση της κατάλληλης πορείας και δεν θα τον έφερνε στον προορισμό του.
Ο Χριστός είναι ένας, όσο κι αν είναι διαφορετικοί οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι τον αντιλαμβάνονται. Η συνάντησή μας με το Χριστό θα εξαρτηθεί από το ποσοστό που ο Χριστός που αναζητούμε είναι ο πραγματικός Χριστός. Η ορθή δόξα για το ποιος και τι είναι ο Χριστός είναι απολύτως απαραίτητη στο ξεκίνημά μας για την πορεία μας προς τη συνάντηση με Αυτόν αλλά δεν είναι αρκετή· πρέπει να ακολουθηθεί και να ολοκληρωθεί με το ανάλογο βίωμα, στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος.
Συχνά με τα νοήματα και τα λόγια αναφερόμαστε στον πραγματικό Χριστό, αλλά τα βιώματά μας αναφέρονται σε έναν άλλο Χριστό. Μπορεί να περιγράφουμε με λόγια το Θεό ως τον φιλόστοργο πατέρα που "εκένωσε εαυτόν" και έγινε άνθρωπος για μας τα παιδιά Του, αλλά ταυτόχρονα να βασανιζόμαστε από συναισθήματα ενοχής για τις αμαρτίες μας και από το φόβο της τιμωρίας που θα μας επιβάλει σκληρά και ανελέητα. Μπορεί να λέμε με λόγια ότι μόνο η χάρη του Θεού μας σώζει και ταυτόχρονα συναισθηματικά να βασιζόμαστε αυτοδικαιωτικά στα καλά μας έργα.
Η σωστή αντίληψη της πορείας που μας οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό ούτε πολυτέλεια είναι ούτε διαπραγματεύσιμη και ούτε είναι ένδειξη ευρύτητας πνεύματος ή συμβιβαστική διάθεση γύρω απ' αυτή την αντίληψη. Όχι μόνο δεν είναι φιλάνθρωπο να δεχόμαστε την πλάνη του πλανημένου, αλλά εντελώς απάνθρωπο και τερατώδες. Είναι πραγματικά απάνθρωπο να μην καταπολεμά κανείς με όση δύναμη έχει την πλάνη του ανθρώπου, που πιστεύει πως μπορεί να πηδήξει από ένα ύψος εκατό μέτρων χωρίς να πάθει τίποτε. Αλλά είναι επίσης απάνθρωπο και αντιχριστιανικό να πολεμάει κανείς τον πλανημένο αντί να πολεμάει την πλάνη του. Τίποτε απ' ό,τι μας αποκαλύφθηκε για τον Τριαδικό Θεό δεν είναι θεολογική φιλολογία, αλλά κάθε θεολογική αποκάλυψη έχει μια αποφασιστικής σημασίας για τον άνθρωπο ανθρωπολογική διάσταση.
Ο άνθρωπος που ακολούθησε την πορεία που περιγράφτηκε για μια συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό, πρέπει τώρα να βεβαιωθεί ότι η πορεία αυτή βασίζεται σε μια σωστή αντίληψη για το ποιος είναι ο Χριστός που θέλει να συναντήσει· και με την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία τονίζει αυτή την ανάγκη.
"Λύμης φθοροποιοῦ, φυγόντες κακοδόξων, ὀρθοδοξίας φέγγει καρδίας ἐλλαφθῶμεν" (απόστιχα Μικρού Εσπερινού Κυριακής Ορθοδοξίας).
Του Σάββα Αλεξάνδρου
Η μητέρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα στα πλαίσια του λειτουργικού της χρόνου, προβάλλει ενώπιόν μας το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Το γεγονός αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο θαύμα που έκανε ο Κύριος. Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αυτήν έχει κατά νου όταν δίνει το στίγμα της θεανδρικής υπόστασης του Λόγου και τονίζει τη δόξα , την εξουσία και τη δύναμη Του. Λέει χαρακτηριστικά: «Χριστόν ακούων, μη βλέπε τη βραχύτητι της λέξεως και τη απλότητι του λόγου, αλλά εννόει την δόξα της θεότητος, την υπέρ νουν και διάνοιαν, το κράτος το άφραστον, το αμέτρητον έλεος».
Η Ανάσταση αποτέλεσε το θεμέλιο της Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει πως: «Άνευ της αναστάσεως του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν Χριστιανισμός». Πάνω σ’ αυτή θεμελιώνεται και το μαρτύριο του αίματος αλλά και το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Οι Άγιοι δηλαδή που επεσφράγισαν κατά τη διάρκεια των διωγμών την πίστη με το αίμα τους, το έκαναν διότι πίστευαν στην Ανάσταση του Χριστού αλλά και στη δική τους προσωπική Ανάσταση. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει γι΄ αυτό: «Τω σημείω του Σταυρού και την εις Χριστόν πίστιν, ο θάνατος καταπατείται πάντες δε οι τω Χριστώ πιστεύοντες, ως ουδέν όντα αυτόν πατούσιν, αιρούνται δε μάλλον αποθανείν η αρνήσασθαι την εις Χριστόν πίστιν». Δηλαδή με τη δύναμη του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και την πίστη στο Χριστό, που νίκησε το θάνατο, ο θάνατος καταπατείται, είναι ως και να μην υπάρχει γι΄ αυτό και οι μάρτυρες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να αρνηθούν το Χριστό.
Με το ίδιο σκεπτικό και όλοι οι Άγιοι που μαρτύρησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως δηλαδή, που αγωνίστηκαν κατά των παθών τους δια της ασκήσεως και της κακοπάθειας. Αυτό έπραξαν διότι γνώριζαν πολύ καλά πως το να πιστεύει κανένας στον αναστημένο Χριστό σημαίνει το να αγωνίζεται διαρκώς ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο. Μέσα σ΄ αυτό το πνεύμα πρέπει να κατανοήσουμε και το Πασχαλινό χαιρετισμό που απηύθυνε όλες τις εποχές του χρόνου ένας μεγάλος Ρώσος Άγιος, ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ που προσφωνούσε κάθε προσκυνητή που συναντούσε με το χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη Χαρά Μου».
Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί πως το γεγονός της Αναστάσεως, αποτέλεσε για τους Θεοφόρους Πατέρες πηγή θεολογικών και Εκκλησιολογικών τοποθετήσεων. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφορμώμενος απ’ αυτή θα τονίσει: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, πας ο της οικονομίας λόγος ανατέτραπται», δηλαδή αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε έμεινε ανεκπλήρωτο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου προσώπου.
Από την πλευρά τη δική του πάλι ο Άγος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τονίσει πως το σπήλαιο στο οποίο εναποτέθηκε το Θεανδρικό σώμα του Κυρίου προεικόνιζε τον Ορθόδοξο ναό. Το συγκεκριμένο μάλιστα σημείο στο οποίο τοποθετήθηκε προεικόνιζε την Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία σε κάθε λειτουργική σύναξη βρίσκεται το σώμα και το αίμα του Αναστημένου Χριστού.
Κατά τη Θεολογία λοιπόν του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας μας καθένας που προσβλέπει με πίστη στα Θεία Δώρα γίνεται σαν άλλη Μαρία Μαγδαληνή που είδε και συνομίλησε με τον Αναστημένο Χριστό και όχι μόνο αυτό, αλλά «Δια της μεθέξεως των τιμίων δώρων, όλος θεοειδής εκτελείται ο άνθρωπος».
Για τους πατέρες της Ανατολής κάθε Κυριακάτική Θ. Λειτουργία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής υπόμνηση του γεγονότος της Αναστάσεως. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κυριακή λοιπόν ήταν η μέρα της Ανάστασης του Χριστού και της πρώτης εμφάνισης του στους μαθητές Του. Η δεύτερη εμφάνισή του έγινε μετά από οκτώ μέρες, δηλαδή πάλι Κυριακή». Τελειώνει δε λέγοντας: «Εκείνας τας συνάξεις, εικονίζει διηνεκώς η του Χριστού Εκκλησία, τας συνάξεις κατά Κυριακήν επιτελούσα».
Ακόμα να τονίσουμε πως ακριβώς εξαιτίας της Ανάστασης του Χριστού για την ορθόδοξη πατερική σκέψη δεν υπάρχει θάνατος, είναι απλά μια άλλη στάση ζωής. Λέει γι’ αυτό ο Μέγας Αθανάσιος: «Αν πορεύεσαι με δικαιοσύνη πάνω σ’ αυτή τη γη βρίσκεσαι μέσα στη ζωή και δεν πρόκειται ποτέ να σ’ αγγίξει ο θάνατος, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Για τους δικαίους είναι απλά μια άλλη στάση ζωής».
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως για τους Θεοφόρους Πατέρες η απόρριψη του γεγονότος της ανάστασης συμφαίνεται με την απόγνωση και τον πεσιμισμό. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε τότε όλος ο κόσμος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο και οι άνθρωποι τραγικοί υποψήφιοι μελλοθάνατοι».
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
*Ο Σάββας Αλεξάνδρου είναι Θεολόγος, Βοηθός Διευθυντής Α΄, Συνεργάτης Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού.
«Φιλελεύθερος»23/04/2011
Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
Μερικοί λένε πως η ζωή μας είναι αρκετά σύντομη. Νομίζουμε όμως πως από μόνοι μας συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας από την κατάχρηση, την παράχρηση και την ηθοφθορία.
Αν τη ζωή τη χρησιμοποιήσουμε με σεβασμό, περίσκεψη και φειδώ είναι σίγουρα αρκετά μεγάλη. Ο άνθρωπος γενικά δεν εκτιμά τον χρόνο, τον αφήνει να κυλά ανεκμετάλλευτα, τον σπαταλά εύκολα, δεν τον αξιοποιεί, δεν τον χρησιμοποιεί χρήσιμα. Οι άνθρωποι ζουν συχνά ως επιγείως αθάνατοι. Δεν εξαγοράζουν τον καιρό, παρά το ότι οι ημέρες είναι αρκετά πονηρές. Ο χρόνος μακραίνει όσο ο άνθρωπος αυξάνεται πνευματικά, όσο πλησιάζει το βάθος και την ιερότητα του νοήματος της ζωής.
Μερικοί γέρασαν χωρίς να ζήσουν όντας γέροι και νέοι γέρασαν προτού να μεγαλώσουν. Φοβούνται τον θάνατο, παρότι δε γνωρίζουν να ζήσουν. Χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους δίχως να τη ζήσουν. Δεν ξέρουν ούτε τι είναι ζωή, ούτε τι είναι θάνατος, ούτε πιο είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής του ανθρώπου. Τον θάνατο πιο πολύ τον φοβούνται όσοι ελέγχονται από τη συνείδησή τους, όσοι δεν βελτίωσαν την πνευματική τους ταυτότητα, όσοι παρασύρθηκαν από τις ηδονές του βίου. Η πνευματικότητα του ανθρώπου αντιστέκεται ισχυρά στη φθορά και στη βλαπτικότητα που μπορεί να προκαλέσει ο χρόνος. Η γαλήνη στην ψυχή του ανθρώπου μπορεί να σκηνώσει μόνιμα μόνον κατόπιν σκληρού διωγμού της κακίας. Η εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια θα συνδράμει σημαντικά σ’ αυτή την επίτευξη.
Ο φιλόσοφος Σενέκας λέγει πως «το θέμα όμως δεν είναι ότι έχουμε λίγο χρόνο ζωής, αλλά ότι σπαταλάμε μεγάλο μέρος του». Αν ο άνθρωπος παρασυρθεί στο κυνηγητό της ηδονής, της πολυτέλειας, της δόξας και της ευδαιμονίας δεν θα καταλάβει πώς πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Η ακόρεστη φιλοχρηματία, η μέθη, η οκνηρία, η φιλοδοξία, η απληστία, η ραδιουργία ταλαιπωρούν πολύ τον εραστή τους. Τα πάθη δεν αφήνουν τον εργάτη τους να δει την αλήθεια. Οι απολαύσεις καθηλώνουν τον άνθρωπο χαμηλά και δεν τον αφήνουν να ανυψωθεί από τα γήινα. Πολλοί θαυμάζουν τους πλούσιους, δεν γνωρίζουν όμως τι φουρτουνιασμένες θάλασσες κουβαλούν μέσα τους. Πολλοί λίγοι θα μπορούσαν άνετα να πουν πως είναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους αρκετά. Δεν του έδωσαν τον χρόνο που δίκαια ήθελε, δεν τον άκουσαν προσεκτικά, δεν τον είδαν κατάματα, δεν τον ανέκριναν αυστηρά, δεν τον γνώρισαν ποτέ καλά. Για αυτό δεν ήσουν ήρεμος, ατάραχος, άφοβος και υπομονετικός. Λησμονήσαμε για τα καλά ότι είμαστε θνητοί και περαστικοί από εδώ.
Όσο και αν ξεγελά με διάφορους τρόπους ο άνθρωπος τον εαυτό του, πάντα κατά βάθος θα ζητά την πραγματική ανάπαυση. Ένας σοφός ρωμαίος αυτοκράτορας χαιρόταν και μόνο στη σκέψη του πότε θα απαλλαγεί του μεγαλείου του θρόνου του για να αναπαυθεί αληθινά. Όταν ο άνθρωπος ασχολείται με πολλά, μεριμνά και τυρβάζει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί κάπου και να αποδώσει, δεν έχει καιρό να ζήσει ελεύθερα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι από το παρελθόν και το παρόν. Προσπαθούν να ζήσουν ένα καλύτερο μέλλον, δίχως να κάνουν όμως τίποτε το σημαντικό γι’ αυτό. Η ζωή κυλά και ο άνθρωπος βυθισμένος στις πολλές ασχολίες του δεν τον παρατηρεί. Απορεί πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τόσα χρόνια. Πιο σύντομη βρίσκουν τη ζωή σίγουρα οι πολυάσχολοι άνθρωποι.
Στη ζωή δίνουμε εξετάσεις. Αν νικήσαμε τα πάθη μας, αν αγαπήσαμε την αγάπη, αν μισήσαμε την κακία, αν γνωρίσαμε τον εαυτό μας, αν συναντήσαμε τον Θεό. Τότε έχουμε βρει τον σκοπό, τον στόχο, το νόημα της ζωής. Έχουμε κερδίσει τις εξετάσεις. Αισθανόμεθα μύρο αιωνιότητος. Δε φοβόμαστε τον θάνατο. Δε μας κουράζει η ζωή. Μετανοούμε Ελπίζουμε. Χαιρόμαστε.
Από «Μακεδονία», 28/08/2011
Αυτή ήταν το μίασμα. Ούτε ο σαράφης που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δύο ενέσεις πενικιλίνης! Ούτε η μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ’ αφεντικό του αρχοντόσπιτου που «σορομαδούσε» την Περσεφόνη όταν κοιμόταν η μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, η Βασιλεία ήταν το μίασμα. Γιατί, αυτή έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σορομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του Συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονιάς, των ανθισμένων περιβολιών, αλλά και της χαμένης αθωότητας…
Πελατεία μεγάλη δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια... HΒασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκυράδων με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει…
Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η Βασιλεία Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας Kαι μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Kάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Kάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά που σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι' αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μιά φορά ο σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής Για το βουβό "κατηγορώ" ίσως.
Για το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα μάτια της... «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…». Oι «παντοθειές» της γειτονιάς η κυρα-Σοφία και η κυρα-Σταυρίτσα έλεγαν πως η Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πως η χήρα του μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν, γιατί η πόρνη φρόντιζε. Kαι πως σαν πήρε φωτιά ο παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απομείναν στο δρόμο, η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό. Kι άλλα: πως άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πως ξεθάβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομά τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πως ήταν η Βασιλεία, εκείνοι που ξέραν. Εγώ μόνο ξέρω –το θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα– πως πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα και μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Παναγιάς.
Eκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις Ώρες, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Eσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα. «Για τον Επιτάφιο –είπε– δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ο «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Mην σε ξαναδώπαλιοβρώμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».
Tο ίδιο βράδυ, ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Xρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Aι γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο ανηφοράκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Mα να ‘ταν η Βασιλεία, τούτη η μαυροφορούσα ή μην ήταν η Μαγδαληνή;
Tο βράδυ στ’ όνειρό μου, στο ξύπνιο μου, τι να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ
Σα να μου φάνηκε πως από το κουβούκλιο του Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο Eκείνο που ποδοπάτησε ο επίτροπος. Kαι πως πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη.
Mόνος Eκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή του έτσι δεν έκανε; Mα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών; Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία πέθανε μια Μεγάλη Πέμπτη.
Tην κηδέψανε θέλοντας και μη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Eκείνον!
Σημ. Το παραπάνω κείμενο είναι της Ντόρας Πολίτη. Την ευχαριστώ για την ευγενική προσφορά της.
Μηθυμναίος
Πηγή: http://mithymnaios.blogspot.com
Πεντακόσια πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου 1453. Τότε πού ἀκούστηκε ἡ κραυγή "Ἑάλω ἡ Πόλις" καί ἡ Βασιλεύουσα, ἡ Πόλη τῶν Ἁγίων, τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν θρύλων, πέρασε ὑπό τήν κατοχή τοῦ Ὀθωμανοῦ δυνάστη. Ἔτσι ἄρχισε ἡ Τουρκοκρατία. Τό Γένος ἐπεβίωσε, ἀλλά ἡ Κωνσταντινούπολις καί ἡ Ἁγιά Σοφιά παραμένουν σέ ξένα χέρια. Σήμερα τιμοῦμε τούς πεσόντες κατά τήν πολιορκία καί κατά τήν Ἅλωση, διαβάζουμε τούς θρήνους καί τούς θρύλους, συγκινούμεθα καί διδασκόμεθα. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Νά ἀποτελεῖ μάθημα ἐς ἀεί γιά τίς νεώτερες καί τίς ἐπερχόμενες γενιές.
1) Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Ἅλωση γιά νά ἀποτίουμε ἕνα διαρκῆ καί μεγάλο φόρο τιμῆς στό Βυζαντινό κράτος, τήν Ρωμανία ὅπως τήν ἀναφέρουν τά κείμενα τῆς ἐποχῆς, τό ἐκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους , ὅπως τό χαρακτηρίζει ὁ νεώτερος βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθηνός. Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία μέ πρωτεύουσα τήν Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη ἄντεξε ἐπί 11 αἰῶνες. Μετά τήν ἅλωση ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204 ἡ ἐδαφική της ἔκταση καί τό σφρίγος της περιορίσθηκαν σημαντικά.Παρέμεινε ὅμως καθ' ὅλην τήν διάρκεια τοῦ βίου της τό κράτος στό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπιτυχής καί δημιουργική συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση ὑπῆρξε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναντήσεως καί τό Βυζάντιο τήν διέδωσε μέ εἰρηνικό τρόπο στούς γειτονικούς λαούς. Αὐτήν τήν ἱεραποστολική δράση τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας καταδεικνύουν καί μαρτυροῦν οἱ πολιτισμοί τῶν σημερινῶν λαῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ὁ Ρῶσος Πατριάρχης Ἀλέξιος παραδέχθηκε, ὅταν βρέθηκε τό 1992 στήν Ἀθήνα, ὅτι ἡ Ρωσία εἶναι πνευματικό τέκνο τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ρουμάνος ἱστορικός καί πολιτικός τοῦ 20οῦ αἰῶνος Νικολάϊ Γιόργκα χαρακτήρισε τήν Μολδοβλαχία μετά τήν Ἅλωση ὡς "τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο". Καί τό κυριλλικό ἑλληνογενές ἀλφάβητο πού χρησιμοποιοῦν πολλοί σλαβικοί λαοί ἀποτελεῖ ἔμπρακτη ἐπιβίωση τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτόν, λοιπόν, τόν πολιτισμό πρέπει νά διδάσκουμε καί νά διδασκόμαστε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες.
2) Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Ἅλωση, διότι μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς ξετυλίγεται ἡ Ἑλληνική Διάρκεια, ἡ διαχρονική πορεία τῶν ἀξιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ συγκλονιστική ὁμιλία τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στίς 28 Μαΐου πρίν ἀπό τήν τελική ἐπίθεση τῶν Ὀθωμανῶν μᾶς διδάσκει γιατί ἀγωνιζόμαστε: Γιά τήν Πίστη, γιά τήν Πατρίδα, γιά τούς συγγενεῖς μας. Προσθέτει καί τόν βασιλέα, διότι ἐκεῖνο ἦταν τό πολίτευμα τῆς ἐποχῆς. Ὅμως τό τρίπτυχο Πίστη, Πατρίδα, συγγενεῖς, πού ἀναφέρει ὁ τελευταῖος Αὐτοκράτορας, μᾶς συνδέει μέ τόν ὅρκο τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων Ἐφήβων καί μέ τόν παιᾶνα τῶν Σαλαμινομάχων, τό "ἴτε παῖδες Ἑλήνων" . καί φθάνει αὐτή ἡ Ἑλληνική Διάρκεια μέχρι τήν προκήρυξη τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη, πού ἔγραφε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1821 "Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος" , καί μέχρι τά λόγια τοῦ Κολοκοτρώνη πρός τούς μαθητές τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῆς ἐλεύθερης πλέον Ἀθήνας: "Ὅταν πιάσαμε τ' ἄρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ Πατρίδος" . Αὐτές εἶναι οἱ διαχρονικές ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτός ὁ ἠθικός δεσμός ἑνώνει τόν Παλιολόγο μέ τούς Σαλαμινομάχους καί μέ τόν Κολοκοτρώνη καί μέ τό 1940. Μαχόμεθα γιά τήν Πίστη, τήν Πατρίδα, τήν Οἰκογένεια. Ὅσο κι ἄν κάποιοι μᾶς χαρακτηρίζουν ....ἀναχρονιστικούς. Τιμῶντας τήν μνήμη τῶν προδρόμων καί τῶν μαρτύρων τῆς Ἑλληνικῆς Διάρκειας ἐμεῖς γι' αὐτά θά συνεχίζουμε νά ἀγωνιζόμαστε!
3) Θυμόμαστε τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς πρίν καί γύρω ἀπό τήν Ἅλωση, διότι μᾶς διδάσκουν τήν πολύτιμη συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας. Λίγες δεκαετίες πρό τῆς Ἁλώσεως εἴχαμε μία ἔντονη καί αὐταρχική παρέμβαση τῆς τότε Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησία. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία πίστεψε -φεῦ!- ὅτι ἄν ὑπογράψουμε τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας στόν Πάπα, θά ἔχουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τήν Δύση κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Τό 1438 -39 στήν Φερράρα καί στήν Φλωρεντία σύρθηκαν μέ πιέσεις καί ἐξευτελισμούς οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες στήν ὑπογραφή τῆς ψευδοενώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει καί ἔσωσε τήν τιμή τῆς Ἐκκλησίας. Προσέξτε: Δέν ἀρνήθηκε νά συζητήσει, διότι ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἀρνεῖται τόν διάλογο. Ἀρνεῖται τήν ὑποταγή. Καί ἀπό αὐτούς πού ὑπέγραψαν μία μεγάλη μορφή ἀπέσυρε τήν ὑπογραφή της μόλις ἐπέστεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται γιά τόν Γεώργιο Σχολάριο, τόν μετέπειτα Γεννάδιο, πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν Ἅλωση.
Ὁ λαός ἀκολούθησε τόν Μάρκο καί τόν Σχολάριο. Οἰ ἀνθενωτικοί εἶχαν δίκαιο, διότι παρά τήν ὑπογραφή τῆς ψευδοενώσεως τά καράβια τοῦ Πάπα δέν φάνηκαν ποτέ στήν μαχόμενη Βασιλεύουσα. Ὁ Βρετανός ἱστορικός Στῆβεν Ράνσιμαν στό περισπούδαστο ἔργο του "Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ" δικαιώνει τούς ἀνθενωτικούς λέγοντας ὅτι διέσωσαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί μόνον ἔτσι ἐπεβίωσε ὁ Ἑλληνισμός. Καί στό ἄλλο σπουδαῖο ἔργο του, τήν "Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλως" διαψεύδει ὅλους τούς ἐπικριτές τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μοναχισμοῦ τονίζοντας ὅτι στά θαλάσσια τείχη τῆς Βασιλεύουσας ἕναν ἀπό τούς πύργους τόν ὑπερήσπιζαν Ἕλληνες μοναχοί.
4) Θυμόμαστε τήν Ἅλωση, διότι ἡ Ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅταν οἱ λίγοι ἀποφασίσουν νά ἀντισταθοῦν κατά τῶν πολλῶν, μπορεῖ νά ἡττηθοῦν πρόσκαιρα, ἀλλά τελικά σέ βάθος χρόνου κερδίζουν. Ἡ ἀντίσταση στά τείχη τῆς Βασιλεύουσας τῶν 5000 χιλιάδων Ἑλλήνων καί τῶν 2000 ξένων συμμάχων τους ἔμεινε στίς ψυχές τῶν ὑποδούλων ὡς τίτλος τιμῆς καί δέσμευση γιά νέους ἀγῶνες. Ἡ θυσία τοῦ Κωνσταντίνου Παλιολόγου στή πύλη τοῦ Ρωμανοῦ ἔθεσε τίς βάσεις γιά τό 1821. Τά δεκάδες κινήματα τῶν ὑποδούλων ἐτράφησαν ἀπό τούς θρύλους τοπυ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καί τῆς Κόκκινης Μλιᾶς. Ἄν εἶχαν παραδοθεῖ τήν 29η Μαΐου 1453, δέν θά ὑπῆρχε ἀντίσταση καί Ἐθνεγερσία. Ἡ συνθηκολόγηση θά ἦταν ἀνεξίτηλη ντροπή.Ἐνῷ ἡ ἡρωϊκή ἄμυνα γέννησε τήν ὑπομονή, τήν ἐλπίδα, τήν προσδοκία. Αὐτή τήν ἐλπίδα ἐκφράζει καί ὁ Ποντιακός θρῆνος:
"...Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν,
Ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο..."
Ἄλλωστε καί ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἔλεγε πρός τούς ξένους συνομιλητές του: "Ὁ βασιλεύς μας συνθήκην δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του πολεμᾶ ἀκόμη καί τά φρούριά του ἀντιστέκονται". Καί ἐξηγοῦσε ὅτι ἀναφερόταν στόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στούς κλεφταρματολούς, στό Σοῦλι καί στήν Μάνη. Οἱ πεσόντες κατά τήν Ἅλωση μᾶς δώρησαν τό δικαίωμα στήν Μεγάλη Ἰδέα. Καί χωρίς Μεγάλες Ἰδέες τά Ἔθνη δέν πᾶνε μπροστά.
5) Ἡ ἀντίσταση τῶν τελευταίων μαχητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τό "πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν" ἐμπνέει ἔκτοτε τά ΟΧΙ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τό 1940 κατά τοῦ Μουσσολίνι, τό 1941 κατά τοῦ Χίτλερ, τό 1955 στήν Κύπρο κατά τῆς ἀποικιοκρατίας καί τοῦ ἀφελληνισμοῦ. Σήμερα ὀφείλουμε νά συνεχίζουμε νά ἀντιστεκόμαστε μέ κάθε τρόπο. Οἱ σημερινές ἁλώσεις εἶναι μικρές καί καθημερινές. Ἄρα ὕπουλες καί ἐξίσου ἐπικίνδυνες. Ἡ ὑπονόμευση τῆς γλώσσας μας, ἡ ἄγνοια τῆς ἱστορίας μας, ἡ ξενομανία, οἱ συκοφαντίες κατά τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεώς μας, οἱ ὑποχωρήσεις ἀπέναντι σέ Τούρκους, Σκοπιανούς καί Ἀλβανούς, ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ἀποτελοῦν μικρές ἁλώσεις πού ἀπαιτοῦν γνώση, ἀντίσταση καί μαχητικότητα. Δέν ἀρνούμαστε τήν ἐπικοινωνία καί τήν συνεργασία μέ ἄλλους λαούς καί πολιτισμούς. Ὁ Ἑλληνισμός ποτέ δέν κλείστηκε στό καβοῦκι του. Θά ἀρνηθοῦμε ὅμως τήν ἀφομοίωση, τήν ἀλλοτρίωση, τίς γκρίζες ζῶνες στά ἐδάφη μας, στά πελάγη μας , στήν Ταυτότητά μας καί στίς ταυτότητές μας. Θά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅπλα πρωτίστως πνευματικά καί ἠθικά. Καί θά διδασκόμαστε ἀπό τήν Παράδοση καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἅλωση καί οἱ μετέπειτα ἐξελίξεις μᾶς διδάσκουν ὅτι τελικά ἐπιβιώσαμε μέχρι σήμερα χάρις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι Σταυροαναστάσιμη. Μᾶς θυμίζει ὅτι μετά τήν κάθε Σταύρωση τοῦ Γένους ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Ἀρκεῖ νά τό πιστέψουμε!
Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων
ΠΑΠΠΟΥΣ ΧΑΤΖΗΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΣ
(Φλουρέντζος Μιχαήλ Πατσιάς - “Χατζημούνας”)
Της Μηλιάς το κλέος
Γεννήθηκε στο χωριό Μηλιά Αμμοχώστου το έτος 1901. Η πίστη και η αγάπη του προς το Θεό ήταν μεγάλη. Ο ασκητικότατος τρόπος της ζωής του και τα προφητικά του λόγια τον έκαναν να μοιάζει με τρελό. Σχολείο δεν πήγε και για μεγάλο μέρος της ζωής του δεν ήξερε να διαβάζει. Αρχικά δεν αγωνιζόταν πνευματικά και ζούσε μια συνηθισμένη κοσμική ζωή μέχρι που μια ασήμαντη αφορμή έγινε αιτία να φωτιστεί η ψυχή του και να γεμίσει απο Θείο πόθο για τον Κύριο μας και για κάθε πνευματική αρετή. Όταν έγινε περίπου 40 χρονών απο Θείο ζήλο ξεκίνησε να περιεργάζεται και να μελετά δειλά-δειλά τα ιερά βιβλία της εκκλησίας και σύντομα έμαθε να διαβάζει. Στο επάγγελμα ήταν γεωκτηνοτρόφος ενώ αργότερα ασχολήθηκε με πολλές διαφορετικές εργασίες όπως κτίστης, καλλικάς κα. Παντρεύτηκε μια ήσυχη γυναίκα από τη Μηλιά, την Αννεζού και μαζί της απέκτησε έξι παιδιά, πέντε γιούς και μία κόρη. Το 1945, είχε πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους εξ΄ ου και πήρε την ονομασία Χατζής. Όταν πλέον είχε παντρέψει τα τρία από τα έξι του παιδιά, από Θείο πόθο, πήγε αρχικά στη Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στο Βαρώσι και αργότερα στη Μονή Σταυροβουνίου για να γίνει μοναχός. Οι ηγούμενοι των Μοναστηριών όμως αρνήθηκαν να τον δεχθούν λόγω του ότι ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά ελεύθερα. Η ζωή του ήταν ασκητική με συνεχή νηστεία και προσευχή. Δεν έτρωγε παρά μόνο λίγα χόρτα και ψωμί την ημέρα ευχαριστώντας το Θεό. Τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκεύη απείχε απο κάθε τροφή αλλά και πόση. Μαγειρεμένα φαγητά δεν έτρωγε, ούτε καν λάδι. Προτιμούσε να τρώει φρούτα. Έκανε αυστηρότατη νηστεία, παρόλο που ο ύπνος του ήταν ελάχιστος και η δουλειά πολλή. Τις δυσκολίες στη ζωή του δεν τις λάμβανε υπ’ όψη και έλεγε: “ο Χριστός τόσα βάσανα πέρασε για μας και εμείς θα παραπονιόμαστε;” Μεταλάμβανε πολύ τακτικά το σώμα και το αίμα του Χριστού. Θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και το φρόνημα του ήταν πάντα ταπεινό. Του άρεσε πολύ να δίνει ελεημοσύνη και πολύ τακτικά βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη στα χωράφια χωρίς ποτέ να πάρει χρήματα. Μάλιστα, μετά το τέλος της εργασίας μάζευε όλους και διάβαζαν το “απόδειπνο”. Στο σπίτι κοιμόταν στο πάτωμα και σ’ αυτούς που τον επισκέπτονταν έπλενε τα χέρια. Η προσευχή ήταν το κύριο του έργο. Ο παππούλης τις νύκτες αγρυπνούσε προσευχόμενος ενώ ο ύπνος του ήταν λίγος. Αμέτρητες, διηγούνται τα παιδιά του, ήταν οι φορές που τον είχαν δει ή ακούσει να κλαίει καθώς προσευχόταν. Πολύ συχνά καθώς έφευγε από την εκκλησία πήγαινε σε σπίτια συγχωριανών του ή σε σπίτια γειτωνικών χωριών και τους μιλούσε με ζήλο για το Χριστό. Παράδειγμα μεγάλο γι’ αυτά που έλεγε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν πάντα λιτή και ποτέ δεν είχε να επιδείξει κάτι το υλικό. Καθημερινά μετέβαινε στις εκκλησίες του χωριού καθώς και άλλες εκκλησίες της περιοχής και βοηθούσε τους ιερείς στην τέλεση των ιερών τους καθηκόντων, και φρόντιζε για την ευπρέπεια του οίκου του Κυρίου μας. Για τη πολλή του αγάπη προς το Θεό αξιώθηκε από τον Κύριο να έχει το προορατικό χάρισμα. Προείπε για την Τουρκική κατοχή πολλά χρόνια πριν γίνει, συνέτιζε τους συγχωριανούς και συνανθρώπους του αποκαλύπτοντας τους πολλά κακά που θα συνέβαιναν, είχε προσωπική εμπειρία του Ακτίστου Φωτός, με την δακρύβρεκτη προσευχή του αποσοβήθηκαν δεινά και τέλως προείπε για το θάνατο του για τον οποίο προετοιμάστηκε με απόλυτη νηστεία για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες. Αξιώθηκε επίσης να υποστεί πολλούς χλευασμούς για την αγάπη του Χριστού καθώς και την «ρετσινιά του τρελλού» γι’Αυτόν. Ο παππούς Χατζηφλουρέντζος κοιμήθηκε ειρηνικά στην αγκαλιά της Παναγίας μας στη Μονή της Παναγίας της Αυγασίδας την 10η Οκτωμβρίου 1969 αφού μετάλαβε το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας μετά από το Άγιο ευχέλαιο.
Την ευχή του να έχουμε.
Αντώνης Αντωνίου
(Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, «Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους»)
Πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος, πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ένας κορυφαίος νεοέλληνας συγγραφέας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ρώτησε, σε μιά συνομιλία που είχε με τον Γέροντα π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, αν υπάρχουν ακόμη στο Όρος «άνθρωποι που επιδίδονται, όπως οι παλαιοί ησυχαστές, στή νοερά προσευχή και που βλέπουν το Άκτιστο Φώς». Κι ο έμπειρος Γέροντας απάντησε: «Υπάρχουν. Είμαι σε θέση να σάς το βεβαιώσω. Αλλά δεν θα σάς το πούν. Μήν επιμείνετε να μάθετε περισσότερα».
Τόν διάλογο αυτόν θυμήθηκα, καθώς σε μιά από τις τελευταίες μου επισκέψεις στο Όρος με συντρόφευε το βιβλίο «Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους», το οποίο έχω στην πρώτη του μορφή, σε σχήμα τσέπης. Συγγραφέας του είναι ο πολυγραφότατος Γέροντας και σήμερα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ο κ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος. Θέμα του είναι η νοερά προσευχή, ή όπως αναφέρεται στον υπότιτλο, «Συζήτησι με ερημίτη για την ευχή».
Στίς 223 σελ. του εν λόγω βιβλίου ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης συναντά θέματα Ορθοδόξου πνευματικής ζωής και φυσικά ζητήματα προσέγγισης του ιερού Άθωνα, γραμμένα όλα με ωραία διατύπωση, ευκατάνυκτο κλίμα και μεγάλη ευλάβεια. Έτσι, για να προετοιμαστή ο αναγνώστης και να εισέλθη στον γόνιμο διάλογο με τον ερημίτη, ο συγγραφέας του εξηγεί κάποια πράγματα, λ.χ. ό,τι αφορά τή σιωπή, τον λόγο και τή ζωή των μοναχών, τονίζοντας μάλιστα, πως «η ζωή των μοναχών διαρκώς Λογοποιείται, Χριστοποιείται» (21). Καί με το ποιητικό «δειλινό στο Όρος», αρχίζει μιά πραγματικά κοπιώδης σωματική, που αργότερα θα εξελιχθή σε πνευματική, ανάβαση του συγγραφέα «για το όρος της Μεταμορφώσεώς του» (35), το κελλί δηλ. του ερημίτου, όπου και πραγματοποιείται η προσεκτική και με θεολογικό-αγιοπατερικό υλικό οικοδομημένη συζήτηση (σελ. 41-194). Πρόκειται για έναν διάλογο, ωσάν κι αυτούς που μας εσυνήθισε ο πολύς και σεβαστός Γέροντας π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, τον οποίον μάλιστα μνημονεύει και εκτιμά ο Σεβασμιώτατος.
Δέν έχω την πρόθεση να αναλύσω το βιβλίο, που συστήνω ανεπιφύλακτα στον κάθε ευλαβή και διακριτικό επισκέπτη- προσκυνητή του Αγίου Όρους. Θέλω μόνο να σημειώσω πως τέτοια αναγνώσματα σε κάποιες ιερές αποδημίες, όπως είναι η επίσκεψη στο Όρος ή σε κάποιο άλλο μοναστήρι, βοηθούν τον προσκυνητή να ζήση κάποιες στιγμές κατανύξεως και συντριβής, ώστε να καταλάβη, ν' ανακαλύψη τον εαυτό του και να μήν πάη χαμένος αυτός ο χρόνος τον οποίο διαθέτει για πνευματική αναψυχή.
Γιατί μέσα στην καθημερινότητα στην οποία ζή ο κάθε πιστός, πολλές φορές απορρυθμίζεται το είναι του και διασπάται σε πράγματα που τις περισσότερες φορές είναι εντελώς άχρηστα. Απαιτείται, λοιπόν, μιά φυγή, ένας «ευλογημένος περίπατος» σε κάποιο καταφύγιο πνευματικής ανάπαυσης και αποτοξίνωσης, όπως είναι τα μοναστήρια, τα κελλιά, οι σκήτες, για να ζήσης μαζί με το φυσικό κάλλος και την άλλη διάσταση της ησυχίας. Εκείνης που εισέρχεται μέσα σου με την ήμερη και ήρεμη Μορφή του Γέροντα, ο οποίος, όταν έχης την υπομονή, τή διάκριση και την ταπείνωση, θα σε αναπαύση. Αρκεί το άγχος και τή βιασύνη του κόσμου να μήν κουβαλάς μαζί σου, όπως επίσης και την αήθη συμπεριφορά, να δής δηλαδή τούς μοναχούς, τα ιερά καθιδρύματα και γενικότερα την ευλογημένη από την Παναγία μας φυσική ομορφιά του Όρους, ως αντικείμενα για φωτογράφηση και ως μουσειακό υλικό, που το επισκέπτεσαι για να μορφώσης κάποια γνώμη για έναν πολιτισμό του χτές. Γιατί το Όρος δεν είναι όλ' αυτά, που ναί μέν υπάρχουν' το Όρος δίχως τις φωτεινές Μορφές των Οσίων Πατέρων και των σημερινών αγίων Γεροντάδων, θα ήταν, όπως είπε παλιά στον Γ. Θεοτοκά ο π. Θεόκλητος, «σκιά».
Ο Σεβασμιώτατος γνωρίζοντας πολύ καλά πως την πνευματική αποφόρτιση της ψυχής την δίνει μόνον ο Άγιος Θεός διά των εκπροσώπων Του, δηλαδή των Αγίων, προσπαθεί να μάς φέρη σε κάποια επικοινωνία με έναν από αυτούς, τον οποίον ωστόσο δεν αποκαλύπτει (σελ.12). Αποκαλύπτει όμως το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο συντελείται ο διάλογος, ένα κλίμα που μπορεί ο κάθε ευλαβής προσκυνητής να ζήση, γιατί, όπως ανέφερα και παραπάνω, αν υπάρχη υπομονή και πίστη, ο Άγιος Θεός αποκαλύπτει πνευματικό οδηγό κατάλληλο, όπως αναφέρει κι ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, για να τον οδηγήση προς την όντως Θεολογία, που είναι η ευχή (180).
Κι αυτό είναι το ζητούμενο ή πιό απλά η κεντρική ιδέα του εν λόγω βιβλίου, το οποίο μπορεί να βοηθήση πολλές ψυχές να δεχθούν «τα ιλαρά κτυπήματα της θείας ελλάμψεως». Γι' αυτό εν καιρώ θέρους και διακοπών, πνευματικών περιηγήσεων και προσκυνηματικών εκδρομών, επιδιώκοντας να βοηθήσω τον ειλικρινή και φιλόθεο προσκυνητή, του συστήνω το βιβλίο αυτό, το οποίο ως καλός και ευπειθής σύντροφος, θα τον συνδράμη τα μέγιστα... Ποιός ξέρει, μπορεί να είναι και το κλειδί που θ' ανοίξη τα σκοτεινά κατώγια της ψυχής του, για να έλθη το Φώς της Χάριτος και της Σωτηρίας.
Πρεσβ. π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Μέσα στην προοπτική αυτή ....
Μέσα στην προοπτική αυτή είναι και η παραθεώρηση των καθημερινών Χριστιανικών εορτών, στις οποίες προτείνονται από την Εκκλησία οι άγιοί μας, που είναι πρότυπα ζωής και αγιότητος, και τίθενται άλλες εορτές που αναφέρονται στον βίο του ανθρώπου, και μάλιστα σε γεγονότα που δεν εμπνέονται από τις εντολές του Χριστού.
Μέσα στις πολλές εορτάσιμες παγκόσμιες ημέρες είναι και η «παγκόσμια ημέρα αντισύλληψης» . Οι άνθρωποι έχουν θέσει μια ημέρα παγκόσμια, στην οποία θα «εορτάζεται» η αντισύλληψη του παιδιού, δηλαδή η επιθυμία του ανθρώπου να αισθάνεται την ηδονή, χωρίς όμως να γεννιούνται τα παιδιά, που είναι η συνέχεια της ζωής.
Από τα δημοσιεύματα του Τύπου φάνηκε καθαρά ότι δεν τους ενδιαφέρει τόσο ο μαρασμός της ανθρωπότητος, και ιδιαιτέρως της Χώρας μας, αλλά κυρίως το πώς να γίνεται μια αντισύλληψη, αλλά και να αποφεύγωνται οι εκτρώσεις. Και μάλιστα γίνεται λόγος για την αποφυγή των εκτρώσεων όχι τόσο από λόγους ευαγγελικούς, αλλά κυρίως γιατί αυτό έχει συνέπεια στην υγεία των γυναικών, καθώς επίσης έχει συνέπεια και στα οικονομικά μιας οικογένειας! Εξετάζεται δηλαδή πώς είναι δυνατόν να ζη ο άνθρωπος ηδονιστικά με το λιγότερο οικονομικό και υγιεινό κόστος. Επομένως και εδώ εντοπίζεται η ευημερία και η ωφελιμιστική νοοτροπία.
Ο τίτλος καθημερινής εφημερίδος είναι χαρακτηριστικός: «Ξοδεύουμε 50 δισ. για εκτρώσεις!» . Και σχολιάζοντας την άποψη ειδικού καθηγητού ότι οι ιατροί δεν συνιστούν άλλους τρόπους αντισύλληψης, εκτός από τις εκτρώσεις όμως αυτό δεν έχει σχέση με οικονομικές απολαβές, αλλά από την παλαιά νοοτροπία που επικρατεί στις κοινωνίες μας, γράφει: «Δύσκολο να πιστέψη κανείς τα λόγια του. Όπως και να το κάνουμε, 50 δισ. δραχμές είναι μεγάλος πειρασμός. Όταν μάλιστα, χρόνο με τον χρόνο, ο αριθμός των μαιευτήρων αυξάνεται και ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται...» . Δυστυχώς όλα μετριώνται με οικονομικά μεγέθη και με οικονομικές σκοπιμότητες. Η ζωή συμπιέζεται μέσα στις συμπληγάδες πέτρες του οικονομικού κέρδους και της ηδονής.
Και με τέτοια νοοτροπία καθιερώνουμε παγκόσμιες ημέρες εορτασμού, καθώς επίσης διαμαρτυρόμαστε γιατί ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Όμως, ποιά παγκόσμια ημέρα θα διδάξη τους ανθρώπους ότι υπάρχουν και δικαιώματα των εμβρύων και των παιδιών που θέλουν να γεννηθούν και όχι μόνον δικαιώματα των ανθρώπων που ζουν μέσα στην αρρωστημένη ευδαιμονία τους;
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
Ο Ιησούς, καθώς δέχεται και ευλογεί τα παιδιά.....
Ο Ιησούς, καθώς δέχεται και ευλογεί τα παιδιά, τονίζει πώς όσοι μπαίνουν στην ανίσχυρη, στερούμενη από κάθε αυτάρκεια, θέση του παιδιού θα μπούν στην Βασιλεία των Ουρανών. Παραπέρα ακόμα, είναι βέβαιο πώς ένα παιδί είναι ανοικτό σ' ό,τι έρχεται από το μέλλον, είναι πρόθυμο να δεχθεί το καινούριο, γιατί του λείπουν οι προκαθορισμένες θέσεις, οι προκαταλήψεις, που συνδέονται με το εγώ και τις κοινωνικοθρησκευτικές δομές, είναι ελεύθερο να δεχθεί το παράδοξο και καινούριο δώρο, που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα, δηλ. τη Βασιλεία Του. «΄Ενα παιδί παρατηρεί τον κόσμο με μάτια αναζήτησης και προσδοκίας, και ζει με χαρούμενη εμπιστοσύνη. ΄Ετσι και οι οπαδοί του Χριστού πρέπει να ζουν, όχι κατά τρόπο παιδαριώδη, αλλά με την πίστη του παιδιού, που στηρίζεται, στο παντοδύναμο έλεος του Θεού». Με τον τρόπο αυτό ο Ιησούς αντιστρέφει την παιδαγωγική διαδικασία: εμείς ξεκινάμε από μια τάξη αξιών που έχουν καθιερωθεί και αυτές προσπαθούμε με την παιδεία να διοχετεύσουμε στα παιδιά για να γίνουν κτήμα τους. Εκείνος ξεκινάει από την ελευθερία και ανεξαρτησία του παιδιού κατά το παρόν και το άνοιγμά του με επιστοσύνη σ' αυτό που φέρνει ο Θεός, στο μέλλον, παραμερίζοντας οποιοδήποτε παρόν.
Ο χριστιανισμός ήταν ένα εκρηκτικό προφητικό κίνημα. Πέρα απ' αυτό , το πρόσωπο του Ιησού υπήρξε αιτία γενεσιουργή εκπληκτικά νέων καταστάσεων. Μια τέτοια κατάσταση ήταν και η απήχηση που έβρισκε στους νέους όχι μόνο η διδασκαλία του αλλά και η ένταξη πολύ νέων ανθρώπων στο κίνημα του Ιησού. Εξάλλου, εντυπωσιάζει η σπουδαιότητα που έδωσε ο Ιησούς σ' αυτό.
Η ιστορία έκαμε το έργο της σ' αυτή την αρχική προφητική εκρηκτικότητα του χριστιανισμού, και, ήδη πολύ-πολύ νωρίς, μάλιστα σε καταστάσεις όπως αυτής της δραστηριοποίησης πολλών νέων ατόμων στο έργο της Ιεραποστολής κατά τους πολύ αρχικούς χρόνους μέσα σε μια εποχή γενικής επικράτησης της γεροντοκρατίας. ΄Ο,τι όμως έγινε από την ιστορία δεν πρέπει να θεωρηθεί οριστικό. Σήμερα, μέσα στη χριστιανοσύνη ξυπνούν παλιές μνήμες. Οι καιροί απαιτούν από μόνοι τους καινούριες, ριζικές στάσεις, σαν αυτές που μας προσφέρουν οι αρχικοί προφητικοί χρόνοι της χριστιανοσύνης μέσα από φοβερά αντίξοες συνθήκες. Απομένει να δούμε ποια θα είναι η ανταπόκριση σ' αυτή την απαίτηση των καιρών.
Σάββας Αγουρίδης
Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος....
Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος υπαρκτικά και ουσιαστικά με το Θεό του, που είναι κατά τη θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, «Φύσις μακαρία, απαθής και αγαθή». Γι' αυτό το λόγο και ήταν μακάριος και απαθής, εντελώς άσχετος με οτιδήποτε μπορούσε να του επιφέρει θλίψη ή πόνο.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, ώσπερ άγγελοι διητώντο εν τω παραδείσω». Οι άνθρωποι δηλαδή, ζούσαν αγγελική βιωτή μέσα στον παράδεισο. Με το προπατορικό αμάρτημα που κατά το μακαριστό Γέροντα Πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει Θεός χωρίς Θεόν και εναντίον του Θεού», υπεισέρχεται στη ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου η τραγική πραγματικότητα του οντολογικού δυϊσμού, των παθών, των θλίψεων και τέλος αυτός ο ίδιος ο θάνατος.
Ο άνθρωπος βιώνει πλέον μια άλλη πραγματικότητα, την πραγματικότητα του Σταυρού. Ο Μέγας Βασίλειος, επισημαίνοντας αυτή την πραγματικότητα, θα πει χαρακτηριστικά: «Μηδενός των ανθρώπων ο βίος όλος μακάριος εστίν. Το γαρ διά παντός ευ πράττειν, μόνον Θεού εστίν». Δηλαδή, κανενός πλέον ανθρώπου η ζωή δεν είναι ταυτόσημη με τη διαρκή χαρά και την ευτυχία, αλλά μάλλον είναι ζυμωμένη με τον πόνο και τις θλίψεις. Μόνο ο Θεός, όντας απαθής, βιώνει μια κατάσταση διαρκούς χαράς και μακαριότητας.
Ο πόνος
Η πραγματικότητα του Σταυρού στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μας, έχει διάφορες πτυχές. Πρώτη πτυχή της είναι ο πόνος: σωματικός και ψυχικός. Ο πόνος μπορεί να προέρχεται από πλείστες όσες αιτίες. Αρρώστιες, βίωση της απόρριψης, της αχαριστίας, της κακής συμπεριφοράς, της μοναξιάς κ.λπ. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας, πλήθυναν οι περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από ανίατες αρρώστιες, κάθε λογής. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μια έξαρση των ψυχικών νοσημάτων, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για έφηβους ακόμη και για παιδιά με έντονα ψυχολογικά προβλήματα, που προκύπτουν από το σύγχρονο τρόπο ζωής, που έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και τον παραγκωνισμό του ανθρωπίνου προσώπου. Και στις δύο περιπτώσεις ο Σταυρός της ασθένειας (σωματικής και ψυχικής), γίνεται κατά την Πατερική Θεολογία, «Παιδεία ομολογουμένη». Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος που δέχεται το Σταυρό του πόνου και στις δύο όψεις του, θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς λογίζεται κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μιμητής Χριστού.
Λέει κάπου χαρακτηριστικά ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Σκοπήσωμεν, πώς τον θεόν δοξάσωμεν. Δοξάζεται δε Ούτος δια του Σταυρού, ήτοι δια του πόνου, των θλίψεων, των ασθενειών. Εάν γαρ ταύτα πάντα εν υπομονή πολλή υποφέρωμεν, τα του Χριστού παθήματα μιμούμεθα και ούτω γινόμεθα Υιοί Θεού χάριτι και συγκληρονόμοι Χριστού». Ας δούμε δηλαδή πώς δοξάζεται ο Θεός. Δοξάζεται με το Σταυρό, δηλαδή τον πόνο, τις θλίψεις, τις αρρώστιες. Αν λοιπόν δεχτούμε αυτού του είδους το Σταυρό με υπομονή, τότε γινόμαστε μέτοχοι των παθών του Χριστού, είμαστε παιδιά του Θεού κατά χάρη και συγκληρονόμοι Χριστού.
Οι Χριστιανοί δεν χαίρονται ασφαλώς στις αρρώστιες και στον πόνο, αλλά και από την άλλη δεν απελπίζονται, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τη θέση του Μεγάλου Αθανασίου πως: «Εκ του συσταυρωθήναι εστίν, το συμβασιλεύσαι και συνδοξασθήναι».
Ο Ιώβ
Ο Ιώβ προβάλλεται στην Παλαιά Διαθήκη, σαν το πρόσωπο εκείνο που βίωσε στον ύψιστο βαθμό, τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Λέει λοιπόν γι' αυτόν ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι δεν ήταν τόσο σπουδαίος όταν ήταν ενάρετος και απείχε από κάθε κακό, αλλά πραγματικά σπουδαίος και αληθινά μεγάλος και φιλόσοφος, ήταν ακριβώς όταν κρατούσε το Σταυρό του πόνου (ψυχικού και σωματικού) θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς: «Ουκ ην ούτω λαμπρός, ότε απείχε από παντός κακού, αλλά ότε εν ταις θλίψεσιν υπέμεινεν, τότε φιλόσοφος ην». Εξ άλλου, άλλη διάσταση του Σταυρού, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι και «το Σταυρώσαι την σάρκα συν τοις παθήμασιν και ταις επιθυμίαις». Σταυρός δηλαδή είναι, και το να προσπαθεί ο άνθρωπος να δαμάσει τα πάθη και τις κακές επιθυμίες ή συνήθειες του. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τότε θα διαπιστώσει το πόσο μεγάλο Σταυρό σηκώνουν τα παιδιά εκείνα, που αγωνίζονται για να απεξαρτηθούν από τις ναρκωτικές ουσίες, τον αλκοολισμό ή άλλα πάθη. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο επιβάλλεται ώστε οι υπόλοιποι γύρω τους (οικογένεια, πολιτεία, Εκκλησία) να τους συμπαρασταθούν με αγάπη και στοργή και όχι ασφαλώς να τους περιθωριοποιήσουν ή να τους απορρίψουν.
Επιπρόσθετα σαν Σταυρός θα μπορούσε να λογιστεί και ο εργασιακός χώρος ενός ανθρώπου, όταν σ' αυτόν βιώνει τη μονοτονία, την πίεση ή την κακή συμπεριφορά των ανωτέρων του.
Οικονομία
Τέλος, μια άλλη πραγματικότητα του Σταυρού στη ζωή μας, είναι και η οικονομική στενότητα που βιώνει ένας άνθρωπος, που μπορεί να έχει πολυμελή οικογένεια ή άλλες οικονομικές ανάγκες, που με πολλή δυσκολία καλύπτονται από το μισθό του. Σε τούτο το είδος του Σταυρού, ο Μέγας Αθανάσιος συστήνει στον άνθρωπο που υποφέρει, υπομονή, τον παρηγορεί δε με τη θέση πως «Ο έχων την ανάπαυσαν εν τω κόσμω τούτω, την αιωνίαν ανάπαυσιν, μη ελπιζέτω μηδέ αναμενέτω ευρείν». Αυτός δηλαδή που σ' αυτή την ζωή του έρχονται όλα βολικά και είναι πλήρως αναπαυμένος, την ουράνια και αιώνια ανάπαυση να την ξεχάσει και να την διαγράψει.
θα λέγαμε λοιπόν σαν κατακλείδα, πως η πραγματικότητα του Σταυρού συμφαίνεται με τη Σωτηρία ή την καταδίκη του ανθρώπου, αφού κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος θα δικαιωθεί ή θα κατακριθεί, ανάλογα με το πόσο θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς κράτησε σ' αυτή τη ζωή το Σταυρό του.
Σάββας Αλεξάνδρου Θεολόγος-Εκπαιδευτικός
Ο σημερινός νέος αισθάνεται πιο εύκολα...
Ο σημερινός νέος αισθάνεται πιο εύκολα, πιο άμεσα την αμαρτία πού έχει γίνει θεσμός, νόμος, σύστημα, πλέγμα - παρά αυτή που φωλιάζει μέσα του - και εκείνη πολεμάει. Ωστόστο αυτό είναι αρκετό για να τον πλησιάσει η Εκκλησία και να διαλεχθεί μαζί του. Να του υποδείξει βέβαια, πώς οι κοινωνικοί αγώνες ξεκομμένοι από την προσωπική ολοκλήρωση είναι χωρίς νόημα. Να του κηρύξει πώς ο Χριστός κτυπάει το κακό στη ρίζα του, στον έσω άνθρωπο, απελευθερώνει το πρόσωπο για να αγαπήσει και καρπός αυτής της προσωπικής αγάπης είναι η κοινωνική αλλαγή.
Αλλά να κηρύξει αυτό ζώντας δίπλα στον πεινασμένο, αλλοτριωμένο, προβληματοκρατούμενο σημερινό νέο. Να κατέβει στο πεζοδρόμιο, στο εργοστάσιο, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, στο φτωχικό καλύβι. Νάρθει κοντά στο λαό.
Η νεολαία σήμερα έχει ένα προτέρημα. Ξεπερνώντας όλους τους φραγμούς, τους νόμους, ξεπέρασε (ή προσπαθεί να ξεπεράσει) την υποκρισία και το φαρισαϊσμό που γεννάει ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Είναι νεολαία ειλικρινής. Και η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της Αλήθειας. Της Αλήθειας που οδηγεί στην πραγματική απελευθέρωση …
Ας πλησιάσουμε τη νεολαία με κατανόηση, με το φιλάνθρωπο πνεύμα της Ορθοδοξίας. Για νάμαστε και εμείς πραγματικά Ορθόδοξοι και για να νοιώσουν και οι νέοι τον Αληθινό Χριστό.
Ας της αποκαλύψουμε το Χριστό Λυτρωτή και όχι τον ηθικό χωροφύλακα, το Χριστό Ελευθερωτή και όχι τον προστάτη των κρατούντων, το Χριστό της προσωπικής και κοινωνικής λευτεριάς και αγάπης και όχι το βιομήχανο της ατομικής σωτηρίας και τυπολατρείας, το Χριστό Μεσίτη του Θεού και ανθρώπων και όχι τον «εξορισμένο» στους ουρανούς.
Και επιτέλους ας κατανοήσουμε το μήνυμα που στέλνει ο Χριστός σε μας και στην Εκκλησία με την ανταρσία της νεολαίας. Γιατί τότε θα βρούμε την άκρη του νοήματος για την ορθή μας ζωή και πορεία, όχι μόνο σαν πρόσωπα αλλά σαν εκκλησία, σαν Λαός του Θεού.
Π.Μ
Ερχόμαστε σε ένα μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται έρωτας.
Ερχόμαστε σε ένα μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται έρωτας. Είναι χωρίς αμφιβολία ένα δυνατό συναίσθημα που νιώθει κανείς για ένα άτομο του άλλου φύλου και που συχνά γίνεται το ξεκίνημα για ένα γάμο. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι θα παντρεύονταν αν δεν υπήρχε η έλξη αυτή μεταξύ των δύο φύλων.
΄Ομως αυτό το έμφυτο συναίσθημα αν δεν συμπληρωθεί και αντικατασταθεί από την αγάπη τότε είναι σίγουρο ότι κινδυνεύει ο γάμος. Το ερώτημα είναι ότι η εποχή μας έχει θεοποιήσει τον έρωτα όπως και το σεξ, οπότε νομίζουν πολλοί ότι εκεί είναι το κέντρο βάρους στη συζυγική ζωή. ΄Ετσι έχουμε φτάσει στο σημείο να διατηρούν κάποιοι και εξωσυζυγικές σχέσεις για να κορέσουν τη δίψα τους (που τους έχει γίνει ανάγκη από τη συνήθεια των προγαμιαίων σχέσεων) για ερωτικά συναισθήματα που ενδεχομένως δεν καλύπτουν μέσα στο γάμο. Το ψυχολογικό αποτέλεσμα είναι να μη μπορούν να δεθούν συναισθηματικά με το σύντροφό τους.
Παράλληλα παρατηρείται σήμερα το φαινόμενο να δημιουργούν οι νέοι προγαμιαίες σχέσεις με το βασικό επιχείρημα «πρέπει να γνωρίσω κάποιον καλά προτού τον παντρευτώ». Όμως το επιχείρημα αυτό τις περισσότερες φορές γίνεται «μπούμερανγκ» σε βάρος τους. Ο λόγος είναι ότι το ολοκληρωτικό ερωτικό δόσιμο σε κάποιο άτομο δεν σε βοηθάει να διακρίνεις τις αδυναμίες του και όταν θα τις καταλάβεις ίσως είναι αργά, γιατί θα έχει δεθεί συναισθηματικά μαζί του, με αποτέλεσμα να σε πληγώσει ο ... καθυστερημένος «αναγκαστικός» χωρισμός. Αυτό είναι ιδιαίτερα επώδυνο όταν συμβαίνει σε μικρότερη ηλικία και έχει σαν αποτέλεσμα το να μην επιχειρήσει ξανά εύκολα το άτομο ένα ανεπιφύλακτο συναισθηματικό δέσιμο. Κατά συνέπεια είναι αναμενόμενο να δυσκολεύεται αύριο, ακόμη και στη συζυγία.
Παράλληλα μπορεί να υπάρχουν αναμνήσεις και συγκρίσεις με άλλα πρόσωπα που να μπερδεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Πώς είναι δυνατόν να αγαπήσει κανείς κάποιον στον οποίο δεν μπορεί να δοθεί αποκλειστικά; Αυτή την έννοια έχει και το μυστήριο του γάμου, όπου ξέρει κανείς ότι δεν έχει δεύτερη επιλογή και θα πρέπει να προσαρμοστεί πάση θυσία στην οικογένειά του.
΄Ετσι δεν γυρνάει τα βλέμματά του αριστερά και δεξιά!
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη
Αγιότης σημαίνει απελευθέρωση ή μάλλον ελευθερία.
Αγιότης σημαίνει απελευθέρωση ή μάλλον ελευθερία. Απελευθέρωση από κάποιον ή από κάτι, ελευθερία για κάποιον ή για κάτι. Ιδού μερικές μορφές:
α) απελευθέρωση από το παρελθόν - μετάνοια.
β) απελευθέρωση από το πάθος του εγωκεντρισμού - άσκηση και θεραπεία.
γ) απελευθέρωση από την αδικία, τη φτώχεια και όλα τα κοινωνικά κακά.
δ) απελευθέρωση - ναι - ακόμη και από τη φθορά και το θάνατο - κάτι για το οποίο σχεδόν δεν ομιλούμε.
ε) ελευθερία να αγαπάμε, ακόμη και τους εχθρούς μας, ελευθερία να επιτρέπουμε στους άλλους να υπάρχουν και να δημιουργούν, παρά τις προσωπικές, πολιτιστικές και άλλες διαφορές και ταυτότητες, ελευθερία να θυσιαζόμαστε για τους άλλους, όπως ο Χριστός έδωσε τη ζωή του πάνω στο Σταυρό.
Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης
Δε είναι πάντα εξαλλοσύνες οι απόψεις των νεαρών.
Δε είναι πάντα εξαλλοσύνες οι απόψεις των νεαρών. Σε ορισμένα πράγματα έχουν δίκαιο και εδώ χρειάζεται μια Εκκλησία σε πνευματική άνοιξη που να βιώνει τα προβλήματα των νεών.
Από την άλλη όμως ο νέος δεν αγωνίστηκε σοβαρά για να κατακτήσει την ταυτότητά του. ΄Εχει δεκτεί και απορρίψει πράγματα με πολύ μεγάλη ευκολία και δίχως καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει γιατί για 20 αιώνες οι πρόγονοι του λάτρευαν το Θεό.
Αυτή η αντίδραση των πιστών κατά του Θεού μπορεί να παραλληλισθεί και από τη φροϋδική θεωρία. Ότι δηλαδή η σύγχρονη κρυφή ή φανερή επανάσταση κατά του πατέρα έχει επιπτώσεις και στη θρησκεία γι' αυτό και τα παιδιά, όπως ζητούν ανεξαρτησία από το σαρκικό τους πατέρα, επαναστατούν εναντίον και των πνευματικών πατέρων ή αισθάνονται την παρουσία τους καταπιεστική και πολλές φορές σαδιστική.
Βενέδικτος Εγγλεζάκης
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυστήριο
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυστήριο που ανάγεται στη δημιουργία των δύο φύλων, που το ένα συμπληρώνει το άλλο. ΄Ενα μυστήριο που ο Χριστός του δίνει το ύψιστο νόημα, όταν το εντάσσει στη ζωή της Εκκλησίας και τη σωτηρία. Αν αυτό γίνει κατανοητό από τους ανθρώπους, πιστεύω ότι θα διευκολυνθεί πολύ η καθημερινή, αλλά και πρόσκαιρη ζωή τους.
Όμως για να μιλήσουμε και πιο πρακτικά, είναι αναγκαίο να βάζει ο κάθε σύζυγος το σύντροφό του πιο ψηλά από κάθε άλλη αγάπη. ΄Οσο πιο γρήγορα το καταφέρει αυτό τόσο το καλύτερο για τον εαυτό του και την οικογένεια. Είναι λυπηρό που μερικές φορές οι γονείς δεν διευκολύνουν τα παιδιά τους να απαγκιστρωθούν από τη γονική οικογένεια και να αφοσιωθούν στο δικό τους σπίτι. Θυμάμαι το παράπονο ενός συζύγου που μου έλεγε πόσο πικραίνεται κάθε φορά που διαπιστώνει ότι μυστικά που μοιράζεται με τη γυναίκα του, τα μαθαίνει μετά από την πεθερά του, παρά το ότι κάθε φορά της κάνει παράπονα γι' αυτό! Πραγματικά, έτσι κλονίζεται η σχέση του ζευγαριού και δεν ευνοείται η ενότητα.
΄Ενα άλλο σχετικό θέμα είναι η διατήρηση της συζυγικής αξιοπρέπειας αλλά και της τιμής του συντρόφου. Δεν πρέπει να δίνει κανείς δικαιώματα σε τρίτους να παρεμβαίνουν έστω και με το πρόσχημα της συμπαράστασης στις συζυγικές δυσκολίες!
Αλλά και ο άλλος, όταν αντιληφθεί κάποιο παραστράτημα, πρέπει να είναι έτοιμος να παρέμβει όχι για να τιμωρήσει και να εκδικηθεί, αλλά για να υπενθυμίσει τη συντροφική παρουσία του και να προστατέψει την αξιοπρέπεια και των δύο.
Πολλοί άνθρωποι συγχέουν σήμερα τη φιληδονία με την αγάπη. Στην πραγματικότητα δεν έχουν καταφέρει ακόμη να αγαπήσουν πραγματικά, αφού νιώθουν για το σύντροφο της ζωής τους όπως ένιωθαν και για τους υπόλοιπους μέχρι τώρα. Γι' αυτό και μερικά ζευγάρια που συζούν για πολλά χρόνια, όταν επισημοποιήσουν τη σχέση τους με ένα γάμο, τότε χωρίζουν! Επειδή βλέπουν τότε, ότι έχουν να κάνουν με μια νέα κατάσταση υπευθυνότητας και αμοιβαιότητας που δεν ήταν ποτέ προετοιμασμένοι και ώριμοι να αντιμετωπίσουν, γιατί δεν ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τον εγωισμό τους…
΄Αρα για να φτάσει κανείς στην τέλεια αγάπη πρέπει να θυσιάσει το εγώ του και να το υποτάξει στην υπηρεσία του άλλου και του κοινού συμφέροντος. Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, για έναν άνθρωπο του θεού, πρέπει πρώτα να υποτάξει το εγώ του στο θέλημα του Θεού. ΄Οταν και οι δύο το κάνουν αυτό τότε πραγματικά ο Χριστός είναι εκείνος που τους ενώνει και κανείς δεν μπορεί να τους κλονίσει! Και για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα, τότε είναι πραγματικά ελεύθεροι, γιατί η αγάπη και η αλήθεια του Θεού δίνουν την πραγματική ελευθερία στον άνθρωπο.
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη
Σ΄αυτό του το όραμα ....
Σ΄αυτό του το όραμα ποντάρουν όλοι όσοι θέλουν να τον κερδίσουν. Κι όμως εδώ βρίσκεται το βασικό ορθόδοξο μήνυμα Στην επαγγελία του θεού για ένα νέο κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης, με αλλαγμένο όχι μόνο τον κόσμο, μα και τον άνθρωπο με τους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας του. Κι όλο αυτό δε βρίσκεται σ' ένα φανταστικό εξωγήϊνο χώρο, αλλά μέσα στον κόσμο και την ιστορία. ΄Εχουμε μάλιστα και μια πρόγευση αυτού του κόσμου στο πρόσωπο του Χριστού, στους ασκητές και τα κοινόβια, στους παλαιούς και νέους αγίους, που διατηρούν την ελπίδα μας. Αυτή την εσχατολογική προοπτική ενός νέου κόσμου διακηρύσσει πάντα η Ορθοδοξία, μετέχοντας στην ελπίδα των νέων για ένα καλύτερο κόσμο.
Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν συνεχή αγώνα για την αλλαγή του σημερινού κόσμου. Και ο αγώνας έχει σαν συνέπεια την αντίθεση με τους κρατούντες, με το πάσης φύσεως κατεστημένο. Αυτή την αντίθεση την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον η Ορθοδοξία. Γιατί οι περισσότεροι Άγιοι και Πατέρες της ήρθαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε αντίθεση με τους ισχυρούς της εποχής τους. Η αγάπη τους για την αλήθεια και η άρνησή τους να υποτάξουν το Ευαγγέλιο σε κάθε λογής σκοπιμότητες ήταν κάτι που δε μπορούσε να συγχωρέσει εύκολα η εξουσία, ακόμα και όταν είχε χριστεπώνυμο μανδύα. ΄Ετσι αγωνίστηκαν οι πατέρες και εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και πέθαναν αγωνιζόμενοι για το ελπιδοφόρο μήνυμα του Χριστού, χωρίς συμβιβασμούς κα υποχωρήσεις, με νεανικό ενθουσιασμό, αιώνια νέοι.
Έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τους νέους η Ορθοδοξία. Γιατί το χριστιανικό μήνυμά της είναι πάντα νέο, πάντα ελπιδοφόρο, πάντα επαναστατικό σε σχέση με τον κόσμο. Το ερώτημα τότε είναι γιατί δε φτάνει το πρωτοπόρο ορθόδοξο μήνυμα ατόφιο και φρέσκο στους νέους. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οπωσδήποτε δεν φταίει η Ορθοδοξία, ίσως σ' ένα μεγάλο βαθμό δεν φταίνε και οι νέοι μας. Λίγο πολύ φταίμε όλοι. Οι νέοι γιατί δεν έψαξαν σ' αυτήν την κατεύθυνση. Οι παλαιότεροι γιατί μπερδεύουμε τον προσωπικό συμβιβασμένο σε μεγάλο βαθμό χριστιανισμό μας με το καθαρό μήνυμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Οι ηγέτες, γιατί έχασαν στο γραφειοκρατικό σύστημα την επαναστατική του πνοή. Οι παρακάτω γιατί εύκολα υποτασσόμαστε μοιρολατρικά σ' όσους αντιδρούν στη χριστιανική αλλαγή του κόσμου. ΄Ολοι φταίμε, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Το θέμα όμως δε βρίσκεται στο να καταμερίσουμε ευθύνες και να καταδικάσουμε κάποιον ή κάποιους. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Το θέμα είναι να ξαναποκτήσουμε όλοι τη νεανικότητα μας, την αγωνιστικότητα και την ευθύτητα των νέων. Και να ξαναβρούμε μέσα στην παράδοσή μας το όραμα του καινούργιου κόσμου, τη διάσταση της κοινωνικής ζωής που κλείνει μέσα του το κοινόβιο, το αίτημα για δικαιοσύνη, την προθυμία για αγώνα, τη λαχτάρα για την επικράτηση της αγάπης στη γη μας. Με ένα λόγο να ξανανιώσουμε το πάντα νέο και ανανεωτικό μήνυμα της Ορθοδοξίας.
Με το πρώτο βάπτισμα
Με το πρώτο βάπτισμα, αρχίζουμε μια πορεία προς τη βασιλεία του Θεού. Η αγάπη του Θεού - Πατέρα μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία μας και το ενδεχόμενο της πτώσης μας, μάς έδωσε το δεύτερο βάπτισμα, την μετάνοια, με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να ξανασηκωθεί από την πτώση του, να γιατρέψει τις πληγές του και να συνεχίσει την δύσκολη πορεία του. Δυστυχώς πολύ λίγοι γνωρίζουμε τι σημαίνει μετάνοια και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά της. Οι περισσότεροι όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τι είναι μετάνοια, αλλά ούτε και για ποιο πράγμα πρέπει να μετανοήσουμε.
Η μετάνοια δεν είναι, όπως νομίζουμε, μια νομική διαδικασία, που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάποια αισθήματα ενοχής. Ούτε είναι μια τυπική εξομολόγηση, που κάνει κανείς πριν τις μεγάλες γιορτές ή κάτω από σκληρές ψυχολογικές συνθήκες. Η στάση και η πορεία του ασώτου δείχνει κάτι άλλο.
Όπως το λέει η λέξη, μετάνοια (μετα-νοώ) σημαίνει την ολοκληρωτική αλλαγή ζωής, την άρνηση, με όλη μας την καρδιά, της αμαρτίας, την αλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, να νοιώσουμε με όλη μας την ύπαρξη, ότι ο δρόμος που ακολουθούμε δεν πάει πουθενά, και να θελήσουμε να επιστρέψουμε. Να αισθανθούμε ότι ζούμε σ' έναν αχυρώνα, έξω από το σπίτι του πατέρα μας, και να πούμε: «Πού πάμε; Τρελαθήκαμε; Εδώ ο πατέρας μας έχει παλάτι, όπου όλοι ευφραίνονται, και εμείς καθόμαστε στον βούρκο;» Κι έπειτα να αποφασίσουμε να γυρίσουμε, να ξαναμπούμε στο πατρικό σπίτι, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό - Πατέρα και τους αδελφούς μας.
Για νά 'ναι αληθινή η μετάνοια, θα πρέπει νά 'ναι έμπρακτη. Λεει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Όλοι οι πνευματικοί, οι Πατριάρχες, οι Αρχιερείς κι όλος ο κόσμος να σε συγχωρήσουν, είσαι ασυγχώρητος, εάν δεν μετανοήσεις έμπρακτα». Εάν, δηλαδή, δεν θελήσουμε να απομακρυνθούμε, από την αμαρτία και να αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι καν μετάνοια.
Πολλοί προσέρχονται στην εξομολόγηση με ενθουσιασμό, κάτω από το βάρος ψυχολογικών ή άλλων προβλημάτων. Εξομολογούνται με δάκρυα και υποσχέσεις, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα ξαναγυρίσουν στην αμαρτία, ότι αποφάσισαν να αλλάξουν ζωή κλπ. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην έχει σχέση με τη μετάνοια και πρέπει να μας βάλει σε υποψίες. Γιατί η μετάνοια δεν είναι πυροτέχνημα. Χρειάζεται χρόνο, κόπο, άσκηση, αγώνα κάτω από την χάρη του Θεού. Και πραγματώνεται με υπομονή και μυστικά στην ψυχή του ανθρώπου. «Ως αν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης και καθεύδη και εγείρεται νύκτα και ημέρα, και ο σπόρος βλαστάνει και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός, αυτόματη γαρ η γη καρποφορεί». Δηλαδή, «σαν τον άνθρωπο που σπέρνει τον σπόρο στη γη, κοιμάται τη νύκτα και ξυπνάει την ημέρα, κι ο σπόρος βλασταίνει κι αυξάνει με τρόπο που ο ίδιος δεν ξέρει. Η γη καρποφορεί από μόνη της». (Μαρκ. Δ. 26-28).
Τέλος, η μετάνοια είναι έργο της θείας χάρης. Ο άνθρωπος ζώντας στο σκοτάδι της αμαρτίας και αγνοώντας την ωραιότητα της θείας ζωής, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της θεανθρώπινης ζωής. Μόνον όταν η θεία χάρη ρίξει στην καρδιά του τον σπόρο της θείας αγάπης, μπορεί να δει την πνευματική του ερήμωση. Το φως του ήλιου, όταν εισέρχεται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αποκαλύπτει τα πάντα. Έτσι, όταν η χάρη του Θεού φωτίσει τις ψυχές μας, τότε βλέπουμε την εσωτερική ερήμωση, τα πάθη, τις αμαρτίες μας. Γι' αυτό και οι άγιοί μας, τόσο έντονα ζητούσαν από τον Θεό: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον». Γιατί αυτή η αληθινή μετάνοια είναι ο ασφαλής δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού.
Από το βιβλίο "Επιστροφή", Aρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου
Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε ......
Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας, που χαρακτηρίζεται από την αμαρτία, την αδυναμία, τη νωθρότητα, την αδιαφορία. Να συνειδητοποιήσουμε πως ο Θεός δεν είναι, δυστυχώς, το Α και το Ω της ζωής μας. Και, στη συνέχεια, να επανατοποθετηθούμε έναντι του εαυτού μας, που ζητά την ουσία της ζωής, το αληθινό πνευματικό βίωμα.
Αυτό βασικά οδηγεί στη μετάνοια που εκφράζεται με την εσωτερική ανάγκη «να κάνουμε κάτι», για να βγούμε από το αδιέξοδο της ύπαρξής μας, όσο οι δυνάμεις και τα χρόνια μας το επιτρέπουν. Ήδη «το τέλος εγγίζει» και «ο καιρός είναι ευπρόσδεκτος» για μια τέτοια αλλαγή.
Όλα αυτά φέρνουν την κατάνυξη, τον προβληματισμό, τη συστολή, τη συντριβή της καρδίας, τον καρδιακό πόνο. Αυτό που οι φιλοκαλικοί πατέρες ονομάζουν «την κατά Θεόν λύπη».
Όμως, ξέρουμε πως υπάρχει και η άλλη λύπη, που φέρνει διάλυση των δυνάμεων, απόγνωση κι απογοήτευση. Αυτή η «άλλη λύπη» έχει ως αιτία την αμαρτία και τα πάθη μας που ριζώνουν στο νου και στην καρδία. Ακόμα, πηγάζει από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής μας, στην οικογένεια, στα οικονομικά και στο επάγγελμά μας. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των προσωρινών ή μόνιμων δοκιμασιών που έρχονται απρόσμενα και αλλάζουν την πορεία της ζωής.
Η Μεγάλη Σαρακοστή μας αποκαλύπτει τη λύπη μέσα από το πρίσμα της εκκλησίας, δηλαδή «του ετέρως οράν τα πράγματα» (της διαφορετικής θεώρησης της ζωής).
Με τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, την τελευταία νύχτα για την αναχώρησή Του και το πάθος Του, « η λύπη πεπλήρωκεν την καρδία τους» (Ιω.16,6). Τους βεβαίωσε όμως πως θα Τον δουν πάλι και θα χαρεί η καρδία και την χαρά αυτή κανείς δεν θα μπορέσει να τους την αφαιρέσει (Ιω.16,22).
Η χαρά του Χριστού είναι πολύ μεγάλη. Περνά όμως μέσα από πολύν πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Γιατί ο πόνος «καθαίρει» από τα περιττά, απ' όσα μας εμποδίζουν να δούμε το φως, να χαρούμε τις δωρεές Του, να πετάξουμε...
Η Μεγάλη Σαρακοστή, με τον τρόπο που μας καλεί η εκκλησία να τη ζήσουμε - δηλαδή τη νηστεία, την άσκηση, τη σιωπή, τις πολλές και μακρές ακολουθίες -, γίνεται οδός προς τη χαρά, την ουσιαστική, την εσωτερική, τη μένουσα χαρά.
Όσο θα ζούμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ως περίοδο πνευματικής λύπης και πένθους, που εκφράζεται με τον πόνο γι' αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε ή γι' αυτό που δεν είμαστε και θα έπρεπε ως τέκνα Θεού, τόσο η χαρά του Χριστού θα μας γεμίζει.
Τότε όλη η περίοδος θα χαρακτηρίζεται από το «χαροποιόν πένθος», τη «χαρμολύπη» των Αγίων, με αποκορύφωμα το Πάσχα, την εορτή των εορτών, όπου θ' ακούμε συνεχώς ότι είναι «η ημέρα ήν εποίησεν ο Κύριος» γι' αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Καθηγητής - Λάρνακα
Η παρέα του θα είναι το ασφαλές ψυχολογικό καταφύγιο έξω από την οικογένεια, που θα τον βοηθήσει να κάνει το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την κοινωνικοποίηση. Εκεί οι έφηβοι θα δοκιμάσουν τις ιδέες και τις ικανότητές τους, θα συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους και θα πάρουν μια θέση ανάμεσα σ' αυτούς. Στο πρώτο στάδιο της εφηβείας, οι παρέες είναι συνήθως του ιδίου φύλου και τα αγόρια κάνουν συνήθως μεγάλες ομάδες με το ίδιο ντύσιμο και κούρεμα και την ίδια φρασεολογία. Βρισκόμαστε ήδη στο γυμνάσιο. Εκεί πολλοί έφηβοι βρίσκουν ένα εντελώς νέο περιβάλλον με άγνωστους συμμαθητές. Είναι δυνατόν λοιπόν να δυσκολευτούν στην προσαρμογή τους και να εμφανιστούν αγχώδεις και φοβισμένοι. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με ψυχοσωματικά συμπτώματα, αποφυγή του σχολείου ή μαθησιακές δυσκολίες.
Γι' αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα παιδί που έχει δυσκολίες στο σχολείο, καθώς πίσω από αυτό μπορεί να κρύβονται συναισθηματικά προβλήματα που θα χρειαστούν ειδική αντιμετώπιση. Είναι λοιπόν επιζήμιο το να χαρακτηρίζουμε τη στάση του αυτή με διάφορα προσβλητικά κοσμητικά επίθετα (τεμπέλης κλπ.)
Οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα παιδιά δεν είναι άλογα κούρσας, που τα βάζουμε να τρέξουν για να βγουν πρώτα στο στίβο του σχολείου. Πολλοί γονείς συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο και τους ενδιαφέρει μόνο τα παιδιά να έχουν άριστη επίδοση στο σχολείο και από κει και πέρα όλα τα άλλα τους τα δίνουν «στο πιάτο». Με τον τρόπο αυτό, όμως, τα κάνουν ανίκανα να αντιμετωπίσουν και τις απλές δυσκολίες της ζωής αύριο, επειδή δεν έμαθαν να βρίσκουν λύση μόνοι τους στα προβλήματα.
Χρειάζονται λοιπόν οι συναναστροφές και θα πρέπει να παροτρύνουν τα παιδιά να πηγαίνουν σε χριστιανικές ομάδες, χορωδίες, κατασκηνώσεις κλπ.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην αρχή της εφηβείας, η σκέψη του νέου είναι ακόμη βασισμένη περισσότερο στην άμεση εμπειρία παρά στην αφαίρεση. ΄Ετσι δεν μπορεί να συσχετίσει τη δραστηριότητα της στιγμής με τις απώτερες επιπτώσεις. Αυτό έχει σημασία να το γνωρίζουμε όταν μιλάμε μαζί τους και χρειάζεται να τους επισημαίνουμε ορισμένα πράγματα. Εξάλλου πρέπει να τους διευκολύνουμε με συγκεκριμένες λεπτομερείς ερωτήσεις, αντί να ρωτάμε γενικά και αόριστα και να παίρνουμε μονολεκτικές απαντήσεις!
΄Ενα μεγάλο και συχνά δύσκολο καθήκον
΄Ενα μεγάλο και συχνά δύσκολο καθήκον σ' αυτά τα χρόνια, είναι να μπορέσει κανείς να ελέγξει αυτές τις ορμές και να τις εκφράζει, όταν χρειαστεί, με αποδεκτό τρόπο.
Το πρόβλημα στη μέση εφηβεία γίνεται οξύτερο, επειδή ο νεός δεν φαίνεται να διαθέτει ακόμη αυτούς τους μηχανισμούς αυτοελέγχου, και θα πρέπει εμείς να τον βοηθήσουμε να το πετύχει (ηθικές αρχές, όρια).
Πόσο όμως βοηθάει σήμερα το κοινωνικό περιβάλλον; Οι σχέσεις των ανθρώπων διέπονται πλέον από μια ελευθεριότητα και συχνά χυδαιότητα που είναι αποτέλεσμα της έκπτωσης των ηθικών αξιών της κοινωνίας μας. Παράλληλα έχουμε μια τηλεόραση που υποδαυλίζει όχι μόνο τις ορμές των νέων αλλά και των ενηλίκων και των γερόντων ακόμα! Ελεύθερος έρωτας, αχαλίνωτο σέξ, αλλά και διαστροφή πάσης φύσεως, προσπαθούν να μας καθηλώσουν στις οθόνες μας «πάση θυσία»…
΄Επειτα έχουμε και τα περιοδικά. ΄Οχι ένα και δύο, αλλά ολόκληρη η πρόσοψη και οι πλαϊνές πλευρές κάποιων περιπτέρων είναι γεμάτες από πορνογραφικά περιοδικά, που τα εξώφυλλα και μόνο να δεις φτάνει για να «κολαστείς», δεν είναι ανάγκη να τα αγοράσεις …
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, και μάλιστα όταν υπάρχουν τηλεοπτικές εκπομπές που διαφημίζουν την ερωτική ζωή των εφήβων, έχουμε ένα πρόβλημα μεγάλων διαστάσεων και στην ελληνική κοινωνία.
Πάντως στην ηλικία αυτή συχνά το αντίθετο φύλο αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο σεξουαλικό και οι νέοι βλέπουν την ερωτική τους σχέση σαν ευκαιρία για κοινωνική επίδειξη και χειραφέτηση. Γι' αυτό ο βαθμός ελκυστικότητας αλλά και η φήμη του συντρόφου μετράει πολύ για την αυτοεκτίμηση του εφήβου.
Μερικοί έφηβοι μπορεί να έχουν πολλούς ερωτικούς συντρόφους την ίδια χρονική περίοδο ή να αλλάζουν συχνά το σύντροφό τους. Αυτό είναι σίγουρα παθολογική συμπεριφορά (όπως και σε έναν ενήλικα φυσικά) και δείχνει ότι ο έφηβος συναντάει ιδιαίτερες συναισθηματικές δυσκολίες στην ανάπτυξή του.
Για παράδειγμα, ένας έφηβος με χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να επιδιώκει να έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους, για να επιβεβαιώσει ότι είναι ελκυστικός, ή μια κοπέλα που δεν τα πάει καλά με το σπίτι της μπορεί να καυχάται για τις ερωτικές της επιτυχίες στην προσπάθειά της να ανταγωνιστεί τους γονείς της ή να αναπληρώσει συναισθηματικά κενά.
Με λίγα λόγια η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να επιδιώκεται για λόγους μη σεξουαλικούς όπως επιθετικότητα, εξέγερση, αυτοκαταστροφή, κατάθλιψη ή μια γενικότερη ανάγκη του νέου για θαλπωρή και αγάπη, που λείπουν από το σπίτι.
Είναι φανερό λοιπόν πόσο μεγάλο θετικό ρόλο μπορεί να παίζει ένα ζεστό οικογενειακό κλίμα, γεμάτο κατανόηση και αγάπη προς τον έφηβο. Αντίθετα μπορεί η συμπεριφορά των γονιών και το οικογενειακό κλίμα να σπρώξουν τον έφηβο στις πρώιμες εξωοικογενειακές εμπειρίες πάσης φύσεως (σεξουαλικές, ναρκωτικά, καταστροφικές λατρείες, κλπ.)
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη
Κ α τ α ζ η τ ε ί τ α ι: Ιησούς Χριστός ή Μεσσίας, Υιός του Θεού, Βασιλέας βασιλέων, Κύριος κυρίων, αρχηγός ειρήνης κ.ά. Διαβόητος αρχηγός μιας απελευθερωτικής κίνησης του κόσμου.
Κ Α Τ Α Ζ Η Τ Ε Ι Τ Α Ι
Κ α τ α ζ η τ ε ί τ α ι: Ιησούς Χριστός ή Μεσσίας, Υιός του Θεού, Βασιλέας βασιλέων, Κύριος κυρίων, αρχηγός ειρήνης κ.ά. Διαβόητος αρχηγός μιας απελευθερωτικής κίνησης του κόσμου.
Διέπραξε τα ακόλουθα εγκλήματα: κάνει το γιατρό χωρίς άδεια επαγγέλματος. Φτιάχνει κρασί και μοιράζει τροφή. Συγκρούεται με τους εμπόρους μέσα στο ναό. Συναναστρέφεται με γνωστούς εγκληματίες, αντιδραστικούς, πόρνες και ανθρώπους του δρόμου. Ισχυρίζεται πως έχει τη δύναμη να μεταβάλλει τους ανθρώπους σε παιδιά του Θεού …
Π ρ ο σ ο χ ή: Είναι ιδιαίτερα, επικίνδυνος… Αλλάζει τους ανθρώπους και ισχυρίζεται πώς τους ελευθερώνει.
Π ρ ο ε ι δ ο π ο ί η σ η: Κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος …
Σύμφωνα με τα παραπάνω....
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ορθόδοξη Εκκλησία αγωνίζεται πάντοτε για την επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών. Αυτή η ίδια η εν Χριστώ Αποκάλυψη χαρακτηρίζεται «ευαγγέλιον της ειρήνης», γιατί ο Χρίστος, «ειρηνοποιήσας διά του αίματος του Σταυρού» τα πάντα, «ευαγγελίσατο ειρήνην τοις μακράν και τοις εγγύς» και κατέστη «η ειρήνη ημών». Η ειρήνη αυτή, η «πάντα νούν υπερέχουσα», είναι, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές του τη νύχτα του Μυστικού Δείπνου, ευρύτερη και ουσιαστικότερη από την ειρήνη, την οποία επαγγέλλεται ο κόσμος: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν». Κι αυτό, γιατί η ειρήνη του Χριστού είναι ο ώριμος καρπός της ανακεφαλαίωσης όλων στο πρόσωπό του, της ανάδειξης της ιερότητας και του μεγαλείου του ανθρώπινου προσώπου ως εικόνα Θεού, της προβολής της οργανικής ενότητας σ' αυτόν του ανθρώπινου γένους και του κόσμου της καθολικότητας των ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα στο σώμα του Χριστού, και, τέλος της καρποφορίας της χριστιανικής αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών του κόσμου. Η πραγματική ειρήνη είναι ο καρπός της επικράτησης πάνω στη γη όλων αυτών των χριστιανικών ιδεωδών. Είναι η άνωθεν ειρήνη για την οποία πάντοτε εύχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία στις καθημερινές της δεήσεις,ζητώντας αυτήν απ' τον Θεό πού τα πάντα μπορεί και ακούει τις προσευχές αυτών που προσέρχονται με πίστη σ' Αυτόν.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό γιατί η Εκκλησία, ως «Σώμα Χριστού», προβλήθηκε ως «η όρασις της ειρήνης» του κόσμου, και βέβαια της πραγματικής και καθολικής ειρήνης, την οποία ευαγγελίστηκε ο Χριστός. Εμείς είμαστε, λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, «το ειρηνικόν γένος», οι «ειρηνικοί στρατιώται» του Χριστού. Η ειρήνη, λέει αλλού ο ίδιος, είναι συνώνυμη της δικαιοσύνης. Ο Μέγας Βασίλειος προσθέτει «ου δύναμαι πείσαι εμαυτόν, ότι άνευ της εις αλλήλους αγάπης και άνευ του, το εις εμέ ήκον, ειρηνεύειν προς πάντα δύναμι άξιος κληθήναι δούλος Ιησού Χριστού». Αυτό είναι τόσο αυτονόητο για τον Χριστιανό, ώστε «ουδέν ούτως ίδιόν εστι Χριστιανού ως το ειρηνοποιείν».
Οφείλουμε συγχρόνως να υπογραμμίσουμε ότι το πνευματικό δώρο της ειρήνης εξαρτάται και από την ανθρώπινη συνεργία. Το ΄Αγιο Πνεύμα χορηγεί πνευματικά δώρα όταν υπάρχει ανάβαση της ανθρώπινης καρδιάς προς τον Θεό, όταν με μετάνοια επιζητεί κανείς τη δικαιοσύνη του Θεού. Το θείο δώρο της ειρήνης εμφανίζεται εκεί όπου οι Χριστιανοί καταβάλλουν προσπάθεια στο έργο της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας στον Κύριο μας Ιησού Χριστό.
Μιλώντας για την ειρήνη του Χριστού, ως την αληθινή ειρήνη, εννοούμε την ειρήνη που επιτυγχάνεται στην Εκκλησία. Η αμαρτία είναι πνευματική ασθένεια, της οποίας τα εξωτερικά συμπτώματα είναι οι ταραχές, οι έριδες, οι πόλεμοι με τις τραγικές τους συνέπειες. Η Εκκλησία επιδιώκει να εξαλείψει όχι μόνο τα εξωτερικά συμπτώματα αυτής της ασθένειας, αλλά και την αιτία αυτών, την αμαρτία.
Συγχρόνως η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί καθήκον της να επικροτεί κάθε τι που εξυπηρετεί πράγματι την ειρήνη και ανοίγει το δρόμο προς τη δικαιοσύνη, την αδελφοσύνη, την αληθινή ελευθερία και την αμοιβαία αγάπη.
Από τη διακήρυξη της
Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης
Ευαγγελική αντίληψη για την ισοτιμία των φύλων απέχει πολύ από τη συνηθισμένη για το φεμινισμό αντίληψη. Το Ευαγγέλιο δεν μιλά για μια τεχνιτή εξίσωση ή ισοπέδωση του άνδρα και της γυναίκας αλλά για την αμοιβαία ανάδειξη της προσωπικής τους ιδιομορφίας μέσα από την αγαπητική τους σχέση
Η γυναικεία χειραφέτηση δεν επιτυγχάνεται με την αποδοχή του ανδρικού μοντέλου ζωής, με την κατάφαση των υπαρχουσών δομών και ρυθμών της κοινωνίας, με τη συνηγόρηση του υπάρχοντος συστήματος αξιών, φτάνει να γίνεται αποδεκτό σε αυτό και το γυναικείο φύλο. Με αυτήν την αντίληψη η γυναίκα δεν κερδίζει τίποτε άλλο παρά να μετριέται με το κυρίαρχο πλαίσιο ζωής, καλλιεργώντας έτσι την εξομοίωσή της με αυτό (αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, επιθετικότητα). Στο όνομα της ισότητας η γυναίκα εισήλθε στους διάφορους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς της σημερινής κοινωνίας χωρίς να μπορέσει καθόλου να τους αλλάξει.
Ο φεμινισμός δεν επιτυγχάνεται όταν η γυναίκα δέχεται να αναμετρηθεί με τον άνδρα και αναδείχνεται ισάξιά του στο ανδροκεντρικό επίπεδο αλλά όταν ακριβώς απορρίπτει τα ανδρικά κριτήρια και αρνιέται να μετρηθεί με αυτά. Στο Ευαγγέλιο δεν υπάρχει η γνωστή διαμάχη γύρω από το αν η γυναίκα είναι κατώτερη ή ίση με τον άνδρα γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η γυναίκα βιώνει το φύλο της ως μειονεξία που η αντιστάθμισή της επιδιώκεται με το συναγωνισμό στο ήδη θεσμοθετημένο από τους άνδρες κοινωνικό πλαίσιο. Η γυναίκα δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη από τον άνδρα. Είναι άλλη και διαφορετική.
Γι' αυτό η πρόοδος τελικά δεν επέρχεται με την είσοδο της γυναίκας στους ρόλους που καθόρισε ο άνδρας, ούτε με τη δημιουργία βέβαια ενός άλλου μοντέλου, αλλά ακριβώς με την άρνηση κάθε μοντέλου βίας και υποταγής, ανταγωνισμού και εξουσίας. Γιατί ασφαλώς σε τίποτα δεν αλλάζει η ουσία των πραγμάτων, αν σε μια θέση εκμετάλλευσης και απανθρωπιάς δεν βρίσκεται άνδρας αλλά γυναίκα. ΄Αλλωστε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών - αναφαίρετο δικαίωμα τους - πόσο άλλαξε το πολιτικό ήθος και εξάγνισε την εξουσία; Το δικαίωμα των γυναικών στην εργασία - αναφαίρετο δικαίωμα τους - πόσο λύτρωσε από την αποξένωση και την πολτοποίηση;
Η ουσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί όταν γίνει συνείδηση ότι ελευθερία της γυναίκας σημαίνει και ελευθερία του άνδρα, πράγμα που προϋποθέτει αμοιβαιότητα αγάπης, αποδέσμευση από τα πλαίσια του ανταγωνισμού και της εχθρότητας των φύλων και των ανθρώπων. H oυσιαστική απελευθέρωση της γυναίκας θα επιτευχθεί με την προφορά ενός διαφορετικού λόγου και την εκδοχή μιας άλλης όψης του κόσμου.
Στους καιρούς μας πού η καταναλωτική σκευωρία κάνει το καθετί μετατρέψιμο και αντικατάστατο, η ερωτική σχέση παραμένει το έσχατο αποκούμπι ομορφιάς και γνησιότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, το τελευταίο απομεινάρι για να αναδειχθεί το πρόσωπο στην ιδιαιτερότητά του, όταν γίνεται για το σύντροφό του ο ένας και μοναδικός. Αν στον έρωτα, αυτή την πιο στενή ψυχοσωματική σχέση των ανθρώπων και την απόλυτη κατάφαση του άλλου, αυτή την ουσιαστική συνάντηση αγαπώμενων προσώπων και του ολοκληρωτικού δοσίματος του εαυτού μας, αν στον έρωτα λοιπόν αφήνεται η γυναίκα να μετατρέπεται σε αντικείμενο ηδονής και να υποτάσσεται στην ατομική εγωκεντρική επιθυμία του άνδρα, τότε η ελευθερία της είναι ακόμη μακρυά.
Γιατί η ελευθερία βρίσκεται στην αγάπη και η αγάπη στην ανδρόγυνη κοινωνία, τη μεταμορφωμένη μέσα στη χάρη του καινούργιου κόσμου που έρχεται και είναι ήδη παρόν.
Σταύρος Σ.Φωτίου
Στον ερωτικό χώρο καλούνται σήμερα οι Χριστιανοί να προσφέρουν ένα φως, ένα νόημα, ένα κάλεσμα:
Στον ερωτικό χώρο καλούνται σήμερα οι Χριστιανοί να προσφέρουν ένα φως, ένα νόημα, ένα κάλεσμα: το κάλεσμα να αντικατασταθεί κάθε σχέση κ α τ ο χ ή ς, όπου η γυναίκα υποβιβάζεται σε ερωτικό αντικείμενο μέσα σε μια σαδομαζοχιστική προοπτική, με μια σχέση αμοιβαιότητας, αλληλοσεβασμού και κοινωνίας. Ποτέ ως τα τώρα οι νέοι δεν προαισθάνθησαν, όπως σήμερα, στον έρωτα την τελευταία τους ιερή περιοχή. Παρά τις παγίδες της πορνογραφίας, ποτέ προηγουμένως οι νέοι δεν προσδόκησαν τόσα πολλά από τη φιλοστοργία και την τρυφερότητα. Το μήνυμα της Εκκλησίας είναι αυτή η ένωση της τρυφερότητας, της απεραντοσύνης της ζωής και της απόλυτης αξίας του προσώπου.
Olivier Clement
1. Η πρόκληση της γλώσσας
Η πρώτη πρόκληση είναι αυτή της γλώσσας. Εδώ συναντούμε ένα πολύ σύγχρονο και πολύ οξύ πρόβλημα. Θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε με τη φράση «γλωσσικός πληθωρισμός» ή «πληθωρισμός των λέξεων». Πλημμυρίζουμε καθημερινά από κάθε είδος λόγων, από μεγάλα βιβλία μέχρι φυλλάδια, από ποικίλα περιοδικά μέχρι διασκεδαστικά αυτοκόλλητα. Τα τυπωμένα λόγια συνοδεύουν το καθετί. Εμφανίζονται σε κάθε πιθανή ή απίθανη επιφάνεια. Όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα, σκουντουφλούμε πάνω σε τυπωμένες λέξεις. Τα οπτικά μας νεύρα και, κατά συνέπεια το μυαλό μας, δέχονται επίθεση από γραπτά μηνύματα ανελέητα και χωρίς διακοπή.
Ταυτόχρονα είμαστε στο έλεος ακουστικών μηνυμάτων της γλώσσας ως ήχου: ραδιόφωνο, στέρεο, τηλεόραση, συνεχείς ανακοινώσεις σε δημόσιους χώρους κλπ.
Αυτή η ακουστική και οπτική παρουσία της γλώσσας, αυτή η κατάσταση όπου πολιορκείσαι και βομβαρδίζεσαι από αναρίθμητες λέξεις, γίνεται πράγματι συντριπτική. Δημιουργεί συνάμα ένα αίσθημα αβάσταχτης πίεσης και πληθωρισμού λέξεων, υποτίμησης της γλώσσας. Οι άνθρωποι πείθονται όλο και περισσότερο ότι οι λέξεις είναι εξαιρετικά φτηνές, απελπιστικά ανέδοξες και χωρίς αξία. Η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει τη λειτουργία της ως φορέας νοημάτων, ως μέσο επικοινωνίας και καταντά ένας ουδέτερος ή ερεθιστικός θόρυβος, κάτι σαν βόμβος, σαν θανάσιμο νανούρισμα που οδηγεί σε πνευματική νάρκωση.
Αυτή η κατάσταση αποτελεί κάτι περισσότερο από πρόκληση για τη θεολογία και την Εκκλησία. Τί θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ως απάντηση; Από έναν αριθμό δυνατών απαντήσεων, επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο μόνο για παραπέρα προβληματισμό.
Η πρώτη είναι απλώς η σιωπή.
Η προσπάθειά μας απέναντι στο γλωσσικό πληθωρισμό είναι ν΄ αρχίσουμε να καλλιεργούμε μια γνώση και μια διάθεση για σιωπή, μια ανάγκη για δημιουργία ζωνών και χώρων ησυχίας στη ζωή μας. Η θεολογία θα έπρεπε να οδηγεί στην αλάνθαστη ομορφιά του κόσμου της σιωπής. Είναι καιρός να τονίσουμε εκ νέου τις πολλές όψεις και πλευρές της εν Χριστώ σιωπής, ν΄ ανακαλύψουμε εκ νέου τον πλούτο και τη λειτουργία μιας γλωσσικής αποχής, όπως αυτή εκδηλώνεται στη ζωή των αγίων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Η θεολογία θα έπρεπε μεταξύ άλλων να γίνει άσκηση για σιωπή και ησυχία, γεμάτων με την παρουσία του Θεού, παιδεία για μια γεμάτη νόημα σιωπή, διά μέσου της οποίας θα μπορούσαμε να έρθουμε σ΄ επαφή με το λόγο και τον κόσμο του Θεού.
Η δεύτερη απάντηση στην πρόκληση του σύγχρονου γλωσσικού εκφυλισμού είναι η εκ νέου επικέντρωση στη θεολογική πραγματικότητα της ιερότητας της γλώσσας. Για τη θεολογία η γλώσσα είναι ιερή, επειδή σχετίζεται άμεσα με το λόγο του Θεού -το λόγο που έφερε στην ύπαρξη το γιγάντιο σύμπαν, το λόγο ο οποίος είναι το κατεξοχήν όχημα της Αποκάλυψης του Θεού, της θείας αλήθειας σε μας. Η ιερότητα της γλώσσας και η μοναδικότητά της είναι το επίκεντρο της θεολογικής επεξεργασίας λόγω της άμεσης και αποφασιστικής σύνδεσης της σωτηριολογίας με την Εσχατολογία. Η θέση μας στη βασιλεία του Θεού εξαρτάται από την ομολογία εκ μέρους μας της πίστης, δηλαδή από μια λεκτική ομολογία (βλ. Ματθ. 10:32-33.Ρωμ. 10:9-10). Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η καρδιά της βασικής πράξης ενός μάρτυρα είναι γλωσσική, δηλαδή ένα λεκτικό γεγονός, μια προφορική δήλωση της πίστεως στον Χριστό, τον Κύριο. Εδώ η γλώσσα φθάνει στην ύψιστή της κατάσταση. ΄Ισως ασχολούμενοι με το γλωσσικό πληθωρισμό, είναι επίκαιρο να μελετήσουμε σοβαρά και με τιμιότητα την προειδοποίηση του Ιησού στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (12:36-37): "Λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ό εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση".
2. Η πρόκληση της βιοϊατρικής τεχνολογίας
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση η οποία ελκύει την προσοχή μας είναι αυτή που δημιουργείται με τη λεγόμενη βιοϊατρική τεχνολογία. Στην πραγματικότητα σ΄ αυτήν την περίπτωση συναντούμε όχι μια αλλά διάφορες σοβαρές προκλήσεις, οι οποίες προέρχονται από τη βιοχημεία, τη βιολογία, τη βιοϊατρική και τη βιοτεχνολογία.
Ποιά ειδικά είναι τα προβλήματα στην περίπτωση αυτή; Εδώ έχουμε να κάνουμε με πολύ προωθημένες τεχνικές στη γενετική μηχανική. Οι σκοποί των επιστημόνων που συμμετέχουν στα πειράματα και τα διάφορα σχέδια είναι πολλαπλοί και ποικίλουν.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικούς:
(α) Η τροποποίηση των κληρονομικών μηχανισμών των μικροοργανισμών ή κυττάρων,
(β) Η συγχώνευση κυττάρων διαφόρων ζωντανών οργανισμών,
(γ) Η σύνθεση και παραποίηση του DNA (αρχικά του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού οξέως), το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται ως το κύριο μόριο της ζωής, και
(δ) το οποίο είναι και το πιο σημαντικό, η συμπλοκή γονιδίων ή επανασυνδυασμένου DNA, ένα τρομερό επίτευγμα, που συγκρίνεται μόνο με τη διάσπαση του ατόμου και την επακόλουθη απελευθέρωση πυρηνικής ενέργειας. Το τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της επιστημονικής δραστηριότητας είναι η δυνατότητα για δραστική παρέμβαση στις βασικές κληρονομικές διαδικασίες.
Η πρόκληση για τη θεολογία είναι καταφανής, παρά το ότι τα είδη που μνημονεύθηκαν πιο πάνω είνα μερικά μονάχα παραδείγματα. Πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το φοβερό επιχείρημα; Μπορεί η θεολογία να μένει ουδέτερη και άφωνη; Πρόκειται να συμμετέχουμε ως υπνωτισμένοι ή αφελείς θεατές, παρακολουθώντας μια διαδικασία η οποία ίσως παράγει σωτήρια φάρμακα αλλά και θανατηφόρους ιούς και, γιατί όχι, τέρατα; Στην περίπτωση αυτή, που είναι εξαιρετικά λεπτή και πολύπλοκη, το καθήκον της θεολογίας θα έπρεπε, ίσως, ν΄ αρχίσει με μια νέα υπογράμμιση της ιερότητας της ζωής, με πάρα πέρα καλλιέργεια του σεβασμού για κάθε ζωντανό πλάσμα. Το φαινόμενο της ζωής, το εκπληκτικό αυτό φαινόμενο που προκαλεί δέος, απαιτεί μεθοδική, φιλόπονη και εκτεταμένη θεολογική εργασία στα χρόνια που μας έρχονται. Επιπλέον, αυτή είναι μια περίπτωση και μια περιοχή, όπως η αλήθεια της δημιουργίας της ζωής από τον Θεό και της δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό, που θα έπρεπε να υπογραμμισθεί μ΄ έμφαση. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κι όχι αυτόνομος και στηριζόμενος στον εαυτό του είναι υπέρτατης αξίας για όλα τα πειράματα και τις προσπάθειες που έχουν σχέση με τη βιοϊατρική τεχνολογία. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουμε όρια ως άνθρωποι, ότι η φύση μας είναι πεπερασμένη. Δεν είμαστε ανεξάρτητοι κι ας αφήσουμε κατά μέρος τί προσποιούμαστε ότι είμαστε. Δεν είμαστε οι κύριοι της ζωής στο σύμπαν. Υπάρχει μια αμοιβαιότητα σχέσεων μεταξύ Θεού, ανθρώπου και ζωντανών οργανισμών. Υπάρχει ένα δίκτυο διασυνδέσεων που προέρχεται από το αρχικό γεγονός της δημιουργίας.
Η θεολογία θα μπορούσε και θα έπρεπε να παρουσιάσει τις αλήθειες αυτές στον κόσμο όχι ως αρνητικό δόγμα αλλά ως θετική και υψοποιό διδασκαλία, διδασκαλία που αποκαθιστά την ιδέα της ιερότητας της ζωής και διευκρινίζει το ρόλο του ανθρώπου ως εξερευνητή μέσα στο δημιουργημένο κόσμο, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, αφού και ο ίδιος είναι ένα δημιουργημένο ον.
Η τρίτη πρόκληση εμφανίζεται στον εκπληκτικά περίπλοκο κόσμο των ανθρωπίνων σχέσεων. Αυτό που βιώνουμε σήμερα και εκείνο που θα γίνει πιο έντονο στα χρόνια που έρχονται είναι μια βαθιά και ριζική αλλαγή ή κλονισμός στις σχέσεις αυτές. Βασικοί θεσμοί, όπως ο γάμος, βρίσκονται υπό συνεχή συζήτηση κι εξονυχιστική έρευνα και αναθεώρηση. Οι ενδοοικογενειακές σχέσεις και δυναμική αποσταθεροποιούνται με αυξανόμενο ρυθμό. Η χωρίς αναπνοή κινητικότητα, ο τρόπος ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα μεταβάλλονται αδιάκοπα σε παράγοντες που εμποδίζουν τις ουσιαστικές και μόνιμες σχέσεις. Η ανάγκη για βίωση δίδει ώθηση στο να υπεραναπτυχθούν ισχυρά ατομικιστικά και ζωώδη στοιχεία στους ανθρώπους. Μεγάλες περιοχές υπηρεσιών, ειδικά οι δημόσιες υπηρεσίες περιέρχονται σταθερά στην κυριαρχία της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η οποία οδηγεί σε πάρα πέρα δραματική μείωση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Η απο-προσωποποίηση και η απ-ανθρωποποίηση καταβροχθίζει αδυσώπητα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής. Ευρείες και ζωτικές περιοχές των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως η ανθρώπινη σεξουαλικότητα, δέχονται αδιάλειπτα επιδράσεις και τροποποιούνται από καταστροφικούς παράγοντες. Το σπάσιμο των σχέσεων, η αυξανόμενη δυσκολία για πραγματική σε βάθος επικοινωνία και η επακόλουθη μοναξιά και απομόνωση στο σύγχρονο κόσμο, αποτελούν μια πρόκληση κολοσσιαίων διαστάσεων για τη θεολογία και την Εκκλησία μας.
Εδώ η ορθόδοξη θεολογία έχει το υψηλό και επείγον καθήκον να μεταφέρει στους ανθρώπους τον ανεξάντλητο πλούτο των ανθρωπολο γικών και σωτηριολογι κών αληθειών και εμπειριών της Εκκλησίας. Οι αλήθειες αυτές θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παρουσιαστούν, ερμηνευθούν εκ νέου και αναλυθούν. Θα έπρεπε να εφαρμοστούν αυτές με αγάπη και φροντίδα στα σχετικά προηβλήματα.
Η ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου, ενός προσώπου λυτρωμένου εν Χριστώ, θα έπρεπε να έρθει ξανά στο επίκεντρο. Ταυτόχρονα το φοβερό και μεγαλειώδες μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ως αποκάλυψης των υπέρτατων και τέλειων διαπροσωπικών σχέσεων, δίδει μια μοναδική απάντηση σ΄ έναν αριθμό δύσκολων ερωτημάτων.
Επιπλέον, το γεγονός του θεσμού της Εκκλησίας ως του χώρου της αποκάλυψης της θείας αλήθειας, το γεγονός ότι αυτή η αλήθεια και η ζωή που τη συνοδεύει έχουν δοθεί όχι σε άτομα ως τέτοια, αλλά στην Εκκλησία ως σώμα, σ΄ έναν οργανισμό καθορισμένο με μοναδικό τρόπο από σχέσεις, δίδει στη θεολογία τεράστιες δυνατότητες.
Η ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου και η ιερότητα και απόλυτη προτεραιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, με την τελική αναφορά τους στην Αγία Τριάδα και η άμεση φανέρωσή τους στη ζωή της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων, αποκαλύπτει μιά γοητευτική προοπτική για μας.
Πρέπει με κάθε ταπεινοφροσύνη ν΄ αποδεχτούμε την πρόκληση ως δώρο του Θεού και να προχωρήσουμε μ΄ ευγνωμοσύνη στην εργασία.
Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής «Τίμιος Σταυρός» Βοστώνης
Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο σκοπός της ανθρώπινης κοινωνίας στον καιρό μας;
Πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για σκοπούς.
Πρέπει μάλλον να μιλήσουμε για σκοπούς. Για σκοπούς τόσο πολλούς και τόσο μικρούς, ώστε στον καιρό μας να έχουμε έλλειψη σκοπών. Στις μέρες μας επικρατεί σύγχυση.
΄Ομως μέσα στη σύγχυση μπορεί κανείς να διακρίνει δυο ρεύματα. Αυτά είναι:
α) Η αναζήτηση των ανέσεων, της ευδαιμονίας, η καλυτέρευση της ζωής, που στηρίζεται στην όλο και μεταλύτερη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. ΄Ολα στις μέρες μας φαίνεται να διακονούν στη δημιουργία ανέσεων. Τα εργοστάσια, ακόμα και τα σχολεία. Τα παιδιά διαλέγουν το επάγγελμά τους ανάλογα με τις απολαβές που θα έχουν.
Ο ορίζοντας όμως που ορίζεται από τα όρια παραγωγή-κατανάλωση είναι για τον άνθρωπο υπερβολικά στενός. Και ο άνρωπος αισθάνεται ασφυξία, είναι η ρουτίνα, η ανία κλπ. ΄Ετσι δημιουργείται ένα δεύτερο ρεύμα.
β) Η προσπάθεια απλευθερώσεως από τον κλοιό της καταναλωτικής κοινωνίας. Αυτό φαίνεται κυρίως σε μερικά πρωτοποριακά κινήματα, πού όμως σιγά-σιγά, βρίσκουν όλο και ευρύτερη απήχηση. Στη φιλοσοφία π.χ. είναι το κίνημα του υπαρξισμού και του στρουκτουραλισμού. Στο θέατρο, το λεγόμενο «θέατρο του παραλόγου». Στη ζωγραφική, ο Πικάσσο κλπ. Αυτή η κίνηση για την απελευθέρωση από το κατεστημένο παρατηρείται τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή – θυμηθείτε το Σελτζενίτσιν. Είναι φαινόμενο παγκόσμιο.
΄Ομως και οι δυο αυτοί σκοποί: παραγωγή-κατανάλωση από το ένα μέρος, αποδέσμευση από τον κλοιό που δημιουργούν οι δυο αυτοί πόλοι, από το άλλο, είναι σκοποί περιορισμένοι. Δεν έχουν τη δυνατότητα να δώσουν στον άνθρωπο την ελευθερία.
Αλλά με ρωτήσατε ποιοί είναι, όχι ποιοι πρέπει να είναι, οι σκοποί της κοινωνίας.
Πώς αντικρύζουν την κοινωνία αυτή οι νέοι μας;
Το πρώτο αίσθημα που έχουν οι νέοι, όταν αντικρύζουν τη σημερινή κοινωνία και συνειδητοποιούν ότι πρέπει να ενταχθούν σ’ αυτή, είναι ο τρόμος. Η κοινωνία μας δεν είναι μια γοητευτική κοινωνία. Στη συνέχεια μπορεί να διακρίνει κανείς δυο ομάδες νέων:
α) Πολλοί νέοι μετά από μερικές πρώτες αψιμαχίες υποτάσσονται. Συμβιβάζονται και αγωνίζονται πλέον στη συνέχεια να αποκτήσουν τα προσόντα εκείνα που είναι απαραίτητα για να ζήσουν και να επιβληθούν στην κοινωνία. ΄Ετσι όμως οι νέοι, τα παιδιά, ζουν από τα πρώτα τους χρόνια μέσα σε μια τρομερή κόπωση σωματική ψυχολογική. Χάνουν την εμπιστοσύνη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στη ζωή, συντρίβεται μέσα τους η ελπίδα και η αισιοδοξία. Γίνονται απλές καταναλωτικές μονάδες, αλλοτριώνονται. Και σκληρύνονται. Γι’ αυτό από τον κόσμο μας λείπει η στοργή.
β) Μια άλλη μερίδα νέων αποτελείται από εκείνους που αντιδρούν. Είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς τα κινήματα των νέων στην Ευρώπη, στην Αμερική, αλλά και στην Τσεχοσλοβακία. Η αμφισβήτηση είναι και αυτή φαινόμενο παγκόσμιο. Εάν οι νέοι στην Ελλάδα δεν φαίνονται να αντιδρούν δεν πρέπει να νομίσουμε ότι και δεν αμφισβητούν. ΄Ισω η αιτία της σιωπής τους να πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Βέβαια η αμφισβήτηση αυτή των νέων, όπως γίνεται πολλές φορές (χίππυς, κινήματα στα πανεπιστήμια κλπ) φαίνεται ότι δεν έχει καρπούς. Είναι μόνο μια απλή αντίδραση. Υπάρχει όμως και μια δημιουργική αντίδραση, μια αμφισβήτηση που δεν γκρεμίζει μόνο, αλλά και που χτίζει. Και βλέπει κανείς με χαρά μερικά τέτοια δείγματα στην Ελλάδα, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στο τραγούδι, στο θέατρο κλπ.
΄Ομως και πάλι δεν με ρωτήσατε πώς πρέπει να αντιδρούν οι νέοι, αλλά πώς αντιδρούν.
Ποια είναι η σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία;
Θα μου επιτρέψετε να πω πρώτα ποια δεν είναι.
Πρώτο, δεν είναι μια σχέση αλλοτριώσεως. Ο Θεός δεν κατακυριαρχεί και δεν εξουθενώνει τον άνθρωπο. ΄Επλασε τον άνθρωπο ελεύθερο και σέβεται την ελευθερία του. Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο αξιοπρεπή.
Δεύτερο, ο Θεός δεν είναι ένα στήριγμα των κοινωνικών συμβατικοτήτων. Η Εκκλησία θεωρείται συχνά στις μέρες μας ως ένας κοινωνικός παράγοντας. Δεν είναι όμως κάτι τέτοιο η Εκκλησία. Ο Χριστιανισμός ήρθε στον κόσμο και έφερε μια πλήρη ανατροπή του ρωμαϊκού STATUS ήρθε σαν μια επανάσταση και ανανέωση βάθους. Και αυτό ήταν στις μεγαλύτερες στιγμές του μέσα στην ιστορία ο Χριστιανισμός.
Ποια όμως είναι τότε η σωστή σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία;
Το θέμα είναι τεράστιο. Δεν θα περιγράψω παρά μια μόνο πτυχή του.
Η σχέση του Θεού με την ανθρώπινη κοινωνία είνα μια σχέση κ ο ι ν ω ν ί α ς. Ο ίδιος ο Θεός, πριν απ’ όλα, είναι μια κοινωνία. Δεν είναι μονάρχης. Δεν είναι ένα πρόσωπο αλλά τ ρ ί α. Είναι μια πλήρης ενότητα που δεν καταστρατηγεί την αυθυπαρξία των προσώπων. Τρία ελεύθερα και αυθύπαρκτα πρόσωπα, που όμως είναι τόσο στενά ενωμένα, ώστε να έχουν μια φύση, μια θέληση, μια ζωή!
΄Οντας κοινωνία ο Θεός έπλασε και τον άνθρωπο ως κοινωνία. Ο άνθρωπος είναι πράγματι «ζώον πολιτικόν». Κοινωνεί δε ο Θεός με την ανθρωπότητα, προσφέροντας τη ζωή του, για να τη βοηθήσει ακριβώς να ζήσει ως κοινωνία.
΄Ενα παράδειγμα ίσως φωτίσει κάπως την αλήθεια αυτή. Οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται συχνά μέσα στις πιο ακραίες αντιφάσεις. Καταλαβαίνουν π.χ. ότι είναι μέσα στη φύση τους το να ζουν ενωμένοι. Αλλά αισθάνονται πώς είναι εξίσου μέσα στη φύση τους το να είναι ελεύθεροι. Συχνά όμως μέσα στην ιστορία η ελευθερία αντιστρατεύεται την ενότητα, και αντιστρόφως. Και καταστρέφεται έτσι η ανθρώπινη κοινωνία. Πόσες φορές, πράγματι, οι άνθρωποι νομίζουν πώς για να είναι ελεύθεροι χρειάζεται να συντρίψουν την ενότητα με τον αναρχισμό, ή πώς, για να επιβάλουν την ενότητα, δικαιούνται να στερήσουν την προσωπική ελευθερία.
Ο Θεός, η Αγία Τριάδα, δείχνει ακριβώς πώς οι δυο αυτές αντιθέσεις – δυό ανάμεσα στις πολλές – μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν. Αυτή η συνύπαρξη συγκρατεί την ανθρώπινη κοινωνία.
΄Ετσι γίνεται φανερό πώς η αλήθεια του Τριαδικού Θεού, η αλήθεια της Αγάπης, της Ενότητας και της Ελευθερίας, που πρέπει να αποτελεί πάντα και πάντοτε το κήρυγμα της Εκκλησίας, μπορεί να βοηθήσει την ανθρωπότητα να ζήσει σαν πραγματική κοινωνία.
Εν πάση περιπτώση μπορεί να βοηθήσει τους νέους να βρουν το δρόμο για μια αληθινή και δημιουργική αμφισβήτηση...
Μια συνέντευξη του Παναγιώτη Νέλλα
Ανακαλύπτοντας την κόλαση των ναρκωτικών
1. Προσωρινά ικανοποιημένοι και μόνιμα ανικανοποίητοι έμειναν όλοι οι χρήστες ναρκωτικών. Δοκίμασαν από «περιέργεια», για δήθεν επίδειξη εύκολης τόλμης ή παρασύρθηκαν από επιτήδειους εμπόρους λευκού θανάτου. Σε μια στιγμή αδυναμίας μπλέχτηκαν στον ιστό της θανατηφόρας αράχνης των παραισθησιογόνων ουσιών. ΄Ολοι τους, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, μετάνιωσαν φρικτά. Κανείς ποτέ δεν έμεινε ικανοποιημένους από τα ναρκωτικά, γιατί η ευχαρίστηση ήταν παροδική, στιγμιαία, σχεδόν ακαριαία..
2. Η πορεία από τα ελαφρότερα στα σκληρότερα είναι θέμα διαδικαστικό. Υπάρχουν βέβαια οι απόψεις ότι τα λεγόμενα «μαλακά» ναρκωτικά δε βλάπτουν τόσο και μπορεί κάποιος να μείνει σ' αυτά, χωρίς να περιπέσει στα σκληρά. Οι απόψεις αυτές, όμως, αμφισβητούνται έντονα, γιατί οι έρευνες που έγιναν από ειδικούς επιστήμονες δείχνουν ότι σε μεγάλο ποσοστό οι χρήστες δε μένουν μόνο στα λεγόμενα «μαλακά» αλλά πολύ εύκολα φτάνουν στα «σκληρά», που είναι και θανατηφόρα. Η εξάρτηση από τις παραισθησιογόνες ουσίες είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία των ναρκομανών. Κανείς τοξικομανής δεν έχει την ευχέρεια της επιλογής. ΄Οταν μπει στο θανατηφόρο κύκλωμα των ναρκωτικών, παθαίνει στερητικό σύνδρομο κάθε φορά που τολμά να πει «όχι!» στη δόση του. Το στερητικό σύνδρομο είναι ένα σύνολο επώδυνων συμπτωμάτων που νιώθει ο χρήστης, όταν στερείται την ουσία του. Μόνο εάν ακολουθήσει συγκεκριμένη κι αυστηρή θεραπεία απεξάρτησης μαζί με δική του έντονη προσπάθεια έχει κάποιες ελπίδες σωτηρίας.
3. Οι μόνοι διαρκώς ωφελημένοι και μόνιμα κερδισμένοι είναι οι παραγωγοί και οι έμποροι του λευκού θανάτου, αδίστακτα άτομα του υποκόσμου, που μετέρχονται απίθανες μεθόδους για να παρασύρουν αθώα παιδιά στα δίχτυα τους με σκοπό να θησαυρίζει το κύκλωμα των κακοποιών. Το πιο φοβερό είναι ότι εξαναγκάζουν αθώους χρήστες ναρκωτικών να γίνονται συνεργοί τους, τα λεγόμενα «βαποράκια», που ως αδαείς, άπειροι δηλαδή, συλλαμβάνονται από τις αρχές ασφαλείας, ενώ οι μεγαλέμποροι μένουν τελικά ασύλληπτοι και δρουν ασύδοτα. Κερδισμένοι βγαίνουν οι έμποροι ναρκωτικών και ζημιωμένοι μένουν πάντα οι χρήστες.
4. Η υγεία όλων όσων δοκίμασαν ναρκωτικά έχει πληγεί βαριά και ανεπανόρθωτα. Ο οργανισμός εξασθενεί και γίνεται ευάλωτος σε διάφορες ασθένειες. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι μορφές εξαρτησιογόνων ουσιών, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους εξαρτημένους, είναι και το κάπνισμα και το αλκοόλ. ΄Ισως το κάπνισμα και ο αλκοολισμός να μην οδηγούν τόσο γρήγορα σε θανατηφόρα αποτελεσμάτα, όπως οι τοξικές ουσίες, δεν παύουν όμως να αποτελούν τα πρώτα στάδια εξάρτησης του οργανισμού από «ουσίες». Είναι διαπιστωμένο ότι η εξάρτηση από τα ναρκωτικά είναι πολύ ισχυρή και γι' αυτό, ενώ το αλκοόλ και το κάπνισμα μπορεί κάποιος να τα «κόψει», από τα ναρκωτικά, ποτέ κανείς δεν καταφέρνει να σταματήσει την εξάρτηση, αν δεν υποβληθεί σε οδυνηρή και όχι πάντοτε επιτυχημένη θεραπεία αποτοξίνωσης.
5. Η ζωή των τοξικομανών μοιάζει με ναρκοπέδιο. ΄Οποιος παίρνει ναρκωτικά, είναι σαν να σπέρνει με νάρκες τη ζωή του. Τα ναρκωτικά είναι νάρκες: τινάζουν στον αέρα εκείνον που τις εγγίζει. Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών απειλείται, δυστυχώς, από πρόωρο θάνατο, γιατί, όπως επιβεβαιώνει η καθημερινή πραγματικότητα, αυτό είναι το συνηθέστερο αποτέλεσμα από τη χρήση ναρκωτικών. Το βασαντιστικό ερώτημα για τους ίδους τους ναρκομανείς είναι αν θα είναι τα επόμενα θύματα και «πότε» θα συμβεί το μοιραίο τέλος της ζωής τους, που μένει άγνωστο.
6. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι η χρήση ναρκωτικών έχει συνέπειες τραγικές για την οικογένεια. Πολλές φορές η ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων για την αγορά των ουσιών ωθεί το χρήστη σε πράξεις αξιόποινες. Οικογένειες διαλύονται και τα προβλήματα μοιάζουν αξεπέραστα.
Είναι στ' αλήθεια άξιο πολλής προσοχής, ότι ποτέ κανείς δεν υπερασπίστηκε τη διάδοση των ναρκωτικών, παρά μόνο όποιος εμπορεύτηκε τοξικές ουσίες και πλούτισε από αυτές σε βάρος των συνανθρώπων του. Οι πιο δεινοί, φοβεροί κατήγοροι των ναρκωτικών, είναι οι ίδιοι οι χρήστες: όσοι δοκίμασαν παραισθησιογόνα έγιναν οι πιο αμείλικτοι εχθροί τους. Γιατί άραγε; Μα είναι ολοφάνερο: ζητώντας τον παράδεισο του νοήματος της ζωής ανακάλυψαν την κόλαση των ναρκωτικών. Από κει κάτω υψώνουν κραυγή διαμαρτυρίας και φωνή απελπισίας. Χρέος μας είναι να τους ακούμε και να τους δείχνουμε τη συμπαράστασή μας, παραδειγματιζόμενοι από τις οδυνηρές,μαρτυρίες και τα επώδυνα μαρτύριά τους.
Βρίσκοντας το νόημα της ζωής
Η εκκλησία έχει να πει μερικά απλά κι αληθινά λόγια γύρω από το πρόβλημα των ναρκωτικών σήμερα:
1. Ο «Παράδεισος» δεν αγοράζεται, ούτε πουλιέται. Η ευτυχία του ανθρώπου είναι αγαθό εκτός εμπορίου, μακριά από χρηματικές συναλλαγές. Οι νέοι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους εμπόρους λευκού θανάτου! Να είναι έξυπνοι, δηλαδή καχύποπτοι σ' όσους πουλάνε συνταγές επιτυχίας και μάλιστα σε τόσο ακριβή τιμή!
2. Ο «Παράδεισος», η λύση στο πρόβλημα, δεν βρίσκεται στους άλλους, αλλά σ' εμάς, μέσα στα ίδια τα χέρια μας. Δεν πρέπει να εμπιστεύονται οι νέοι όσους τους πλησιάζουν και υπόσχονται αυτόματες λύσεις στις δυσκολίες της ζωής! Πρέπει να αντισταθούν, να κινηθούν ενεργητικά και δραστήρια οι ίδιοι με την ορμή της νιότης και να εμπιστευτούν μόνο όσους τους αγαπούν και τον εαυτό τους!
3. Ο «παράδεισος» δε βρίσκεται στο «εγώ», αλλά είναι στο «εμείς»! Η ευτυχία δε βρίσκεται στο «εγώ» του ατόμου, αλλά ολόγυρα. Ο νέος θα τη βρει στην αγάπη στο συνάνθρωπο, στον έρωτα με το άλλο φύλο εκεί που προσφέρεται άδολα και αφειδώλευτα, δηλαδή αγνά, πλουσιοπάροχα, και χωρίς συμφέρον ή ιδιοτέλεια, από τη φύση, την κοινωνία, την οικογένεια, απ' όσους αγαπούν αληθινά.
Η Εκκλησία προτείνει θετικά, συγκεκριμένα και εγγυημένα από τη μακραίωνη πείρα ζωής που διαθέτει μέσα στην ιστορία δύο χιλιάδων ετών το νόημα της ζωής τις θεμελιώδεις αρχές της.
(α) Ζω θα πει αγαπώ, σχετίζομαι, ερωτεύομαι, γίνομαι ένα με το «άλλο».
(β) Αγαπώ σημαίνει ελευθερώνομαι από τη μοναξιά, διπλασιάζω το άτομό μου, πολλαπλασιάζομαι, αποκτώ απογόνους, περνώ από το πάμπτωχο «εγώ» μου στο πάμπλουτο «εμείς»: με τον αγαπημένο σύντροφο της ζωής μου και με τα παιδιά μας.
(γ) Ελευθερώνομαι σημαίνει αληθεύω, δηλαδή ζω την αλήθεια, υπάρχω αυθεντικά, κι όχι ψεύτικα, προγεύομαι τον πραγματικό παράδεισο από τώρα πάνω σε τούτη τη γη ως μια πραγματικότητα, που γεμίζει τη ζωή μου με νόημα και αληθινή χαρά. ΄Ετσι αποφεύγω τους «τεχνητούς παραδείσους» ναρκωτικών ουσιών, που πλουτίζουν τους αδίστακτους εμπόρους λευκού θανάτου.
Ανάμεσα στον πραγματικό και στον «τεχνητό» παράδεισο ο νέος μπορεί να διαλέξει. Μόνο ένα πράγμα πρέπει να έχει υπόψη: διαλέγει ο ίδιος και δεν επιτρέπει σε κανέναν άλλο να κάνει τη δική του επιλογή.
Ζήτησα από τον Θεό δύναμη για να φτάσω στην επιτυχία
Συλλογισμοί
Ζήτησα από τον Θεό δύναμη για να φτάσω στην επιτυχία
Εγινα όμως αδύναμος, για να μάθω την υπακοή
Ζήτησα υγεία για να κάμω πράγματα μεγάλα
Μου δόθηκε αναπηρία για να κάμω καλύτερα πράγματα
Ζήτησα πλούτη για να είμαι ευτυχής
Μου δόθηκε ένδεια για να γίνω σοφός
Ζήτησα εξουσία για να με δοξάζουν οι άνθρωποι
Μου δόθηκε αδυναμία για να νιώσω την ανάγκη του Θεού
Ζήτησα τα πάντα για να χαρώ την ζωή
Μου δόθηκε ζωή για να χαρώ τα πάντα
Δεν πήρα τίποτα από όσα ζήτησα
Αλλά πήρα τα πάντα στα οποία ήλπισα
Παρόλο που σχεδόν τίποτα δεν άξιζα οι κρυφές προσευχές μου εισακούσθηκαν
Μεταξύ των ανθρώπων είμαι πλούσια ευλογημένος
Ουράνιε Πατέρα σε ευχαριστώ για τα δώρα σου
Αμήν
ΚΕΡΚ ΚΙΛΓΚΟΥΡ
Απουσία Θεού
Του απάντησα πως δεν ήμουν σε θέση να του Τον δείξω, όμως δε νομίζω πως κι ο ίδιος ήταν σε κατάσταση να Τον βρει έτσι κι αλλιώς. Απορημένος με ρώτησε γιατί. Και τότε εγώ του έθεσα ένα ερώτημα που συχνά θέτω σ΄ όσους έρχονται να με συμβουλευτούν: «Υπάρχει κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής που μιλάει στην καρδιά σου - το πιο πολύτιμο χωρίο που έχεις βρει;»
«Ναι - μου απάντησε -, η ιστορία της πόρνης στο όγδοο κεφάλαιο του Ιωάννη».
Τον ξαναρώτησα: «Πού τοποθετείς τον εαυτό σου σ΄ αυτή την ιστορία; Αισθάνεσαι σαν να είσαι η γυναίκα που έχει συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της και βρίσκεται ενώπιον της κρίσεως των ανθρώπων, εν γνώσει της ότι η κρίση τους θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου γι΄ αυτήν; ΄Η ταυτίζεσαι με τον Χριστό που τα καταλαβαίνει όλα και θα τη συγχωρήσει, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να ζήσει από δω και μπρος μια νέα ζωή; ΄Η σαν τους αποστόλους, περιμένεις και ελπίζεις σε κάποια απάντηση που θα είναι απαλλακτική; Μήπως είσαι ένας από το πλήθος, ένας από τους γέροντες που γνώριζαν ότι οι ίδιοι δεν ήταν αναμάρτητοι, και γι΄ αυτό αποσύρθηκαν πρώτοι από το λιθοβολισμό; ΄Η από τους νεότερους που κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι κι αυτοί δεν ήταν αναμάρτητοι και πέταξαν κατά μέρος τις πέτρες του λιθοβολισμού; Εσύ με ποιόν ταυτίζεσαι μέσα σ΄ αυτή τη δραματική σκηνή;»
Σκέφτηκε για λίγο και μετά μου απάντησε: «Είμαι ο μόνος Ιουδαίος που δε θα έφευγα χωρίς να λιθοβολήσω τη γυναίκα». «Να, λοιπόν», του είπα, «έχεις την απάντησή σου. Δεν μπορείς να δεις τον Θεό, ο οποίος για σένα είναι ένας τέλειος άγνωστος».
Από το Βιβλίο του Αντωνίου του Σουρόζ
«Θέλει τόλμη η προσευχή»
΄Εκδ. Ακρίτας, 1988, σελ. 38-39
Επειτα από λίγη ώρα.
Προσκυνητές: Γέροντα, ήρθαμε, όπως μας είπες. Είναι ωραία εδώ. Από εδώ ψηλά η θέα είναι ανεμπόδιστη. Ο ήλιος δύει μέσα στο πέλαγος. Θεϊκό βράδυ.
Γέροντας: Χαίρομαι, που έχετε μάτια και ψυχή για να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού.αυτό το μεγαλείο θα υμνήσουμε σε λίγο στον Εσπερινό και στη συνέχεια κατά την Αγρυπνία.
Προσκυνητές: Πότε θα αρχίσει και πότε θα τελειώσει η Αγρυπνία, Γέροντα;
Γέροντας: Θα αρχίσει σε λίγο και θα τελειώσει το πρωϊ με την ανατολή του ήλιου, οπότε και θα παρατεθεί Τράπεζα.
Ένας νεαρός προσκυνητής: Εγώ δε θά ΄ρθω στην Αγρυπνία. προτιμώ να κοιμηθώ.
Γέροντας: ΄Οπως σε αναπαύει, παιδί μου.
Προσκυνητές: Αυτός ο νεαρός, Γέροντα, δεν ανήκει στη συντροφιά μας. ερχόταν μόνος και μας ακολούθησε. φαίνεται σαλεμένος.
Γέροντας: Μην κατηγορείς το παιδί. ΄Ολοι μια συντροφιά είμαστε. και ο Ιησούς μαζί μας. γιατί στο όνομα Του είμαστε συνηγμένοι εδώ πάνω σ΄ αυτή τη βίγλα του Θεού. Τώρα εγώ πηγαίνω στην εκκλησία. Χτύπησε το τάλαντο για τρίτη φορά.
Πρωί στην τράπεζα
Γέροντας: Καλή σας όρεξη. φάτε και δοξολογήστε το Θεό «πάντων ένεκεν». Νά ΄χετε την ευχή μου, γιατί ήρθατε όλοι στην εκκλησία. Σας είδα να προσεύχεσθε με πίστη. Αν και κουρασμένοι, ήρθατε όλοι.
Προσκυνητής: ΄Οχι όλοι. Ο νεαρός, ο μουσάτος, δεν ήρθε. είναι ιδιότροπος. Φαίνεται βαρεμένος.
Γέροντας: Μη μιλάς έτσι. δεν πειράζει που δεν ήρθε. Μπορεί να προσευχήθηκε με μεγαλύτερη θέρμη στο Θεό και ας μην ήρθε στην εκκλησία. Μπορεί να έχει κάποιο λόγο που δεν ήρθε. Μην τον λες βαρεμένο και ιδιότροπο.
Άλλος προσκυνητής: Γέροντα, ήρθε ο νεαρός. ήρθε κατά τα μεσάνυκτα. έκατσε σε μια άκρη. Εκεί κοντά καθόμουν κι εγώ. μέσα στο σκοτάδι δε διακρινόταν. Είχε πέσει στα γόνατα και έκλαιγε με αναφιλητά. ΄Οταν άκουσε από το Ευαγγέλιο τη δυστυχία του Ασώτου, τότε άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ποια ώρα έφυγε δεν είδα.
Γέροντας: Τώρα πού είναι;
Προσκυνητές: ΄Εχει καθήσει σε μια πέτρα εκεί ψηλά και αγναντεύει τη θάλασσα… Εμείς θα φύγουμε . Ας μείνει αυτός εδώ.
Γέροντας: Μην τον αφήσετε μόνο. Πάρτε τούτη την ευλογία γι΄ αυτόν. Είναι λίγο ψωμί, δυο ντομάτες και λίγες ελιές. Το καημένο το παιδί δεν έφαγε τίποτα. Πώς θα περπατήσει;
Προσκυνητές: Γέροντα, νά ΄τος έρχεται. Καλύτερα να τα δώσεις εσύ.
Γέροντας: Καλώς τον. Παιδί μου, η Τράπεζα σε περιμένει. αν δεν θέλεις να φας στην Τράπεζα, πάρε μαζί σου αυτή την ευλογία.
Νεαρός: Γέροντα, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.
Γέροντας: Ποιά, παιδί μου;
Νεαρός: Γέροντα, αρνήθηκα νά ΄ρθω στην αγρυπνία και μίλησα με απρέπεια κι εσύ με καλοσύνη μου απάντησες: «΄Οπως σε αναπαύει, παιδί μου». ΄Ετσι θα μου απαντούσε ο πατέρας μου. Αλλά εγώ δε γνώρισα πατέρα, έζησα ορφανός θα μου επιτρέψεις να λέω εσένα πατέρα;
Γέροντας: Αν αυτό σε αναπαύει, νά ΄ναι ευλογημένο. ΄Ομως…
Νεαρός: Τί όμως, Γέροντα;
Γέροντας: Παιδί μου, εγώ σε λίγο φεύγω για τον ουρανό. θα μείνεις πάλι ορφανός. Πάρε για πατέρα σου τον πατέρα όλων μας, «τον εν τοις ουρανοίς».
Νεαρός: Θα κάνω υπακοή, Γέροντα. «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, μη μ΄ αφήσεις ποτέ ορφανό…»
Γέροντας: Αμήν… αμήν. Στην ευχή μου να πας. Τώρα δε θα είσαι ποτέ μόνος. τώρα αν κλάψεις, θα είναι δάκρυα χαράς. Καλό δρόμο. Η Παναγία μαζί σου.
Διογένης Μαλτέζος
Από το Αγιορείτικο περιοδικό «Πρωτάτο»
Γείτονα Θεέ μου,
αν μέσα στη νύχτα την ατέλειωτη
σ΄ ενοχλώ καμμιά φορά με τους σκληρούς μου χτύπους
το κάνω γιατί σπάνια σ΄ ακούω ν΄ ανασαίνεις,
και ξέρω πως είσαι μέσ΄ στην αίθουσα ολομόναχος.
Κι αν χρειάζεσαι κάτι, δεν υπάρχει κανένας
για να προσφέρει στα χέρια σου ένα πιοτό.
Εγώ αφουγκράζομαι αδιάκοπα.
Δός μου ένα μικρό σημείο. Είμαι τόσο κοντά σου…
΄Ενας λεπτός μονάχα τοίχος μας χωρίζει,
κι αυτός από μια σύμπτωση.
Και θάφτανε ένα κάλεσμα
απ΄ το δικό σου ή το δικό μου στόμα,
για να πέσει ο τοίχος
δίχως τον παραμικρό κρότο ή ήχο.
Απ΄ τις εικόνες Σου είναι καμωμένος,
κι αυτές στέκουν σαν ονόματα εμπρός Σου.
Μα αν κάποτε το φως εντός μου ανάψει
και Σε γνωρίσει από τα βάθη ο εαυτός μου,
ξεχύνεται τριγύρω τους σα λάμψη.
Ρίλκε
(Απόδοση: Παν. Κανελλόπουλου,
Μεταφυσικής προλεγόμενα, σελ. 275)
Στην οριζόντια διάσταση της η Εκκλησία, σαν σύναξη ανθρώπων και πρόσκληση για τη σύναξη της ανθρωπότητας, είναι, από τον ίδιο τον ορισμό της, φαινόμενο κοινωνικό. «΄ Ενας Χριστιανός-κανένας Χριστιανός», λέει το αρχαίο Χριστιανικό ρητό.
Η κοινωνική διάσταση του κηρύγματος και του γεγονότος της Εκκλησίας οφείλει σήμερα να λάμψη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Στον κυκεώνα των σύγχρονων κοινωνικών ανακατατάξεων, εκζητήσεων, αγώνων, ενθουσιασμών και απογοητεύσεων, η Εκκλησία, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο αρχικό της μήνυμα, δεν πρέπει να φοβάται ή να αμφιβάλλη: Χάρη στο Ευαγγέλιο κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο.
Α. Ο Κύριος της Εκκλησίας και το πρόβλημα.
Μέσα στην αδικία και τη σύγχυση της Παλαιστίνης των αρχών του πρώτου αιώνα, ο Ιησούς έρχεται να θεραπεύση τον άνθρωπο ολόκληρο, σώμα και ψυχή. Το κήρυγμα του ηχεί μέσα σ΄ ένα κόσμο θρησκευτικά απορημένο, πολιτικά υπόδουλο, κοινωνικά καταπιεσμένο. Μιλά στους μιγάδες Γαλιλαίους, στους αιρετικούς Σαμαρείτες, στους ορθόδοξους Ιουδαίους. Προσδέχεται τους σοσίλογους τελώνες και τις μιαρές πόρνες, ξενίζεται από τους υποκριτές Φαρισσαίους και διαλέγεται με τους κυνικούς σαδδουκαίους, περιλαμβάνει μεταξύ των μαθητών του ένα πεπεισμένο ζηλωτή και έναν ευσχήμονα βουλευτή, μακαρίζει τους πτωχούς, αλλά και για κανένα δεν λέγεται πως αγαπήθηκε από Αυτόν με το πρώτο βλέμμα, παρά για έναν πλούσιο νεανίσκο. Ο Κύριος μένει πάνω και πέρα απ΄ όλους και όλα, “διά τον αυτόν γινώσκειν πάντας” (Ιωάν. β΄ 24).
Γι΄ αυτό,
(α) Απορρίπτει ενσυνείδητα τη χρήση βίας για σκοπούς επιβολής δικαιοσύνης: «πάντες γαρ οι λαβόντες μ
άχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. κστ΄ 52). Η βία θα προκαλεί πάντα την αντιβία και ο κύκλος θα είναι πάντα φαύλος. Κέντρο της διδαχής του Ιησού και ειδοποιός διαφορά της από κάθε άλλη διδαχή, φιλοσοφία, ηθική είναι η αγάπη των εχθρών, θεομίμητη στάση, μόνη αξία του κατ΄ εικόνα Θεού δημιουργήματος. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε περί των επηρεαζόντων υμάς..» (Λουκά στ΄ 27 εξ.),
(β) Αρνείται στον άνθρωπο το δικαίωμα να κρίνει, όχι διότι δεν έβλεπε το πρόβλημα της ενοχής και της λύτρωσης, αλλά διότι γνώριζε πως η ενοχή είναι γενική και η ανάγκη λύτρωσης καθολική: «ο αναμάρτητος υμών πρώτος επ΄ αυτήν βαλέτω λίθον» (Ιωάν. η΄ 7),
(γ) Αναγγέλλει ότι η τελική απόφαση θα εκδοθή από δικαστήριο μεγαλύτερο από ανθρώπινο. Και προειδοποιεί πως εκεί το άφευκτο μέτρο και ο μόνος κανόνας θα είναι ο φτωχός αδελφός, ο εμπερίστατος πλησίον, από αυτόν θα εξαρτηθή το αιώνιο μου μέλλον. «Εφ΄ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).
Ως προς το ζήτημα της περιουσίας και της ιδιοκτησίας ο Κύριος της Εκκλησίας,
(α) Επικρίνει τον «μαμωνά της αδικίας» (Λουκά ιστ΄ 9,11), όχι ένεκα κάποιου «κοινωνικού προγράμματος», αλλά διότι στερεί τον άνθρωπο από κάτι άπειρα πολυτιμώτερο και αιώνια άφθαρτο: την αθάνατη αγάπη και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην καλοσύνη της καρδιάς του Ουράνιου Πατέρα.
(β) Αποφεύγει, για τον ίδιο λόγο, το έτοιμο παράδειγμα του εσσενικού «κομμουνισμού».
Ο Κύριος γνωρίζει, και διδάσκει, ότι η νίκη κατά του αισθήματος της ιδιοκτησίας και η υπέρταση του δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν στο οικονομικό επίπεδο, γιατί δεν πρόκειται για οικονομικές πραγματικότητες, αλλά για πνευματικές. Η νίκη και η υπέρταση αυτή είναι ηθικοί άθλοι στο πνευματικό επίπεδο του Αόρατου Πολέμου: «έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη» (Μάρκ. ζ΄ 21,22).
Η δικαιοσύνη του Κυρίου για τον άνθρωπο είναι δικαιοσύνη στον αιώνα και ο λόγος Του αλήθεια, διότι «ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου, αυτός γαρ εγίνωσκε τί ήν εν τω ανθρώπω» (Ιωάν. β΄ 25).
Β. Η πρώτη Εκκλησία και το πρόβλημα.
Η πρώτη Εκκλησία, τόσο η ιουδαιοχριστιανική όσο και η εξ Εθνών, κράτησε έναντι των πολλών κοινωνικών προβλημάτων των συγκεκριμένων κοινοτήτων στις οποίες σαρκώθηκε την ίδια στάση όπως ο Κύριος Ιησούς:
(α) απόρριψε τη βία,
(β) συνέχισε τη ριζική κριτική του για τον πλούτο σαν έκφανση της φιλαυτίας και του θανατογενούς φόβου της ανθρώπινης καρδίας,
(γ) απόφυγε το εσσενικό “κοινόβιο” ο δήθεν “κομμουνισμός” της πρώτης Εκκλησίας είναι παρεξήγηση: δεν επρόκειτο για οικονομική θεωρία ούτε υπήρξε κοινοκτημοσύνη των «μέσων παραγωγής», αλλά της «χρήσης» και «ωφέλειας»,
(δ) έδωσε το πρωτείο στο ήθος, και όχι στα διάφορα «συστήματα».
Γ. Το πρόβλημα σήμερα.
Η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα δεν μπορεί παρά, όπως χθες και πάντα, να μείνη ακλόνητα υπάκουη στον Κύριο της, ό,τι και αν αυτό σημαίνη και όπου και αν Αυτός την οδηγήση. Για την Εκκλησία δεν υπάρχει «σύστημα» Χριστιανικό, ούτε «Χριστιανικός καπιταλισμός», ούτε «Χριστιανικός σοσιαλισμός». Οι οικονομικές θεωρίες οφείλουν να μείνουν οικονομικές, χωρίς να περιβάλλωνται το ράσο ή τη λεοντή της θρησκείας ή της αντι-θρησκείας. Η θρησκεία οφείλει να μην επιτρέπει ποτέ στο μεγαλείο της να μεταβάλλεται σε κόθορνους για το θέατρο του κόσμου τούτου.
΄Εργο της πίστης είναι κάτι το πολύ μικρότερο από την οικονομία και το πολύ μεγαλύτερο: ο ορισμός και η ερμηνεία των τελικών σκοπών των διαφόρων οικονομικών συστημάτων και μάλιστα του σοσιαλισμού. Η οικονομική θεωρία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να μεταπέση σε κοσμοθεωρία και η μεθολογία δεν θα πρέπει ποτέ ν΄ αφεθή να επέση σε ιδεολογία. Η καρδιά του ανθρώπου και ο νους του ανήκουν πρώτα και έσχατα στον Θεό, και όχι στον Καίσαρα ή τον Μαμωνά.
Την ευθύνη για τη σύγχρονη υποδούλωση, αλλοτρίωση και καταπάτηση των ανθρωπίνων αξιών φέρνει ακέραιη ο άθεος ανθρωπισμός, τόσο ο δεξιός όσο και ο αριστερός, σαν πρακτικός μαμωνισμός ο πρώτος, σαν φιλοσοφικός μαμωνισμός ο δεύτερος. Η δικαίωση και απελευθέρωση του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθη ποτέ από τον άθεο ανθρωπισμό, γιατί αυτός βλέπει ακέραιο τον άνθρωπο: αγνοεί την πνευματική του διάσταση, δηλαδή την κυριώτερη.
Το μυστήριο του ανθρώπου δεν διαφωτίζεται στην πληρότητα του παρά μόνο μέσα στο μυστήριο του ενανθρωπίσαντος Λόγου. Η Εκκλησία σαν το Σώμα του Λόγου κατέχει την αλήθεια για τον άνθρωπο και έχει καθήκον και δικαίωμα να την διακηρύξη ελεύθερα παντού.
Ο Χριστός είναι με τους φτωχούς, τους υποδουλωμένους, τους καταπιεσμένους όχι μέσα από τη βία, τα παιγνίδια της εξουσίας, τα πολιτικά συστήματα, αλλά μέσα από την ίδια την αλήθεια του ανθρώπου: είναι ε ι κ ό ν α τ ο υ Θ ε ο ύ.
Ο δρόμος προς το αληθινό μέλλον είναι αυτός και άλλος δεν υπάρχει. Ο Χριστός μπήκε στην ιστορία για την αλήθεια αυτή, οι Χριστιανοί μαρτύρησαν γι΄ αυτή με το ίδιο τους το αίμα, η Εκκλησία οφείλει σήμερα να την διακηρύξη παντού: οι πάντες οφείλουν να σεβαστούν τον άνθρωπο, διότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Εδώ βρίσκεται η μοναδική και αναντικατάστατη ελπίδα που η Εκκλησία μπορεί να ξαναδώσει στον κόσμο, και ιδιαίτερα στους απογοητευμένους από τους πολιτικούς νέους.
Χωρίς να αναμιγνύη πολιτική και πίστη, ελεύθερη από δεσμά συστημάτων και ιδεολογιών, η Εκκλησία, έχοντας κύρια αποστολή της τη θρησκεία, θα πρέπει πάντα να είναι «φως εθνών», υπερασπιζόμενη τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ανθρώπου για γέννηση, ζωή, υπεύθυνη αναπαραγωγή, εργασία, ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη, συμμετοχή.
΄Οπως πολέμησε την εδαφική αποικιοκρατία, η Εκκλησία οφείλει ν΄ αντισταθή σήμερα στην οικονομική αποικιοκρατία και στην ιδεολογική αποικιοκρατία, να βοηθήση την αλληλοκατανόηση των πολιτισμών, να εμπνεύση την ορθή και ισόρροπη ανάπτυξη, να στηρίξη την οικογένεια, να προωθήση τη γνήσια παιδεία, να στιγματίση το φυλετισμό και το σωβινισμό, το μιλιταρισμό και την τρομοκρατία της «εθνικής ασφάλειας», να διδάξη τη φιλοξενία, να ζητήση τις καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργάτες, να απαιτήση τη δίκαιη αμοιβή του ανθρώπινου κόπου, τη δίκαιη κατανομή του πλούτου. Πάνω, πέρα, πριν και στο τέλος η Εκκλησία οφείλει ν΄ αγωνιστή για το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να είναι ένα πρόσωπο, να είναι κάποιος και να μετέχει.
Η Εκκλησία οφείλει να δώσει ελπίδα στον κόσμο, δείχνοντας ότι ο Χριστός είναι παρών μέσα στην ιστορία του. Και αυτό θα το κάνη με το ίδιο της το είναι: αυτή η ίδια είναι η παρουσία του Χριστού στην ιστορία του κόσμου.
Γι΄ αυτό, από την ενορία ως τη Σύνοδο, από τον ιερέα του χωριού ως τον Αρχιεπίσκοπο, από τον τελευταίο λαϊκό ως τον πρώτο, η Εκκλησία στην κοινωνική της φύση οφείλει να είναι ζωντανή μαρτυρία, νόμος έμψυχος και σημείο αναντίλεκτο κοινωνικής δικαιοσύνης, ελευθερίας, συμμετοχής, αγάπης, εκπλήρωσης και πραγμάτωσης του ανθρώπου και των κοινωνιών του μέσα στην οικογένεια του Θεού. Για να δώσει δηλαδή τη μαρτυρία του Χριστού και να μπορέση να βοηθήση τον άνθρωπο, η Εκκλησία δεν αρκεί να κηρύττη και να θέλη ν΄ αγωνιστή μαζί με το λαό και χάρη του λαού: οφείλει πρώτα να δώση το παράδειγμα, επιδεικνύοντας έμπρακτα επάνω στο ίδιο της το σώμα σαν κοινωνικό θεσμό το τί εννοεί.
Και κυρίως οφείλει, να προσευχηθή για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, θυσιάζοντας στην προσευχή αυτή το καλύτερο μέρος των δυνάμεων της και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, αληθινή λειτουργός της μεγάλης Θυσίας «υπέρ της του κόσμου ζωής».
Αν στον αγώνα της για τους ανθρώπους δεν είναι μόνη, στο κήρυγμα της, για την απελευθέρωση του ανθρώπου στην πληρότητα του είναι σχεδόν μόνη, και στην προσευχή της για τον άνθρωπο μόνη.
Δρ. Βενέδικτος Εγγλεζάκης
Μάρτιος 1979
Κάθε τόσο βλέπουμε στις εφημερίδες ...
Κάθε τόσο βλέπουμε στις εφημερίδες μια μικρή είδηση ν' αναφέρει ότι το κυπριακό βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, δίχως καμία όμως τελική επίλυση. Επί 28 ολόκληρα χρόνια η άδικη, παράνομη και βίαιη εισβολή στο ελεύθερο κράτος της Κύπρου, με τα επακόλουθα που άφησε παραμένει δίχως πρόοδο και λύση. Ό σκληρός και αδιάλλακτος Ντεκτάς δεν βοήθα ουδόλως στην πρόοδο των συνομιλιών. Έτσι δεν φαίνεται κανένα φως στο τούνελ και μάλλον σύγχυση επικρατεί.
Δεν ηρωοποιούμε κι αγιοποιούμε όλους τους Κυπρίους και δεν λησμονούμε και τα δικά τους λάθη-πάθη, ούτε είμεθα οι αρμόδιοι γι' απόλυτες κρίσεις. Όμως παρατηρούμε μια μάλλον αδιαφορία των λεγομένων μεγάλων δυνάμεων στο κυπριακό ζήτημα. Οι ειδικοί λέγουν πως εάν η Κύπρος εισέλθει στην ευρωπαϊκή κοινότητα διχοτομημένη, θα μείνει για πάντα έτσι. Δεν θέλω να ξύσω πληγές γι' αστοχίες Ελληνοκυπρίων κι Ελλήνων. Νομίζω όμως ότι είναι καιρός πια να δοθούν καίριες λύσεις. Δεν βλέπω να υπάρχει εδώ ανησυχία.
Εμείς θυμόμαστε ωραίες στιγμές απ' τις επισκέψεις μας στη ματωμένη μεγαλόνησο. Όχι τόσο το πλούτο, την ανάπτυξη, των τουρισμό των μεγαλουπόλεων, την εργατικότητα, μόρφωση, νευρικότητα των αστών, την ανοικοδόμηση, την οικονομική ανάπτυξη κι ευημερία, όσο τις γριές και τους γέρους των χωριών, με τις παλιές ενδυμασίες, τα ροζιασμένα χέρια, τα περιποιημένα κτήματα, τις στολισμένες εκκλησίες, την ωραία ντόπια ελληνίδα λαλιά. Τους μαθητές και τις μαθήτριες με τα ομοιόμορφα ρούχα, την ευγένεια και καλοσύνη, την εξυπνάδα κι αυθορμησία. Είναι ωραία η Κύπρος.
Αιώνες τώρα πολλοί πολύ την κυνηγούν κι αυτή μένει αναστημένη. Ελπίζουμε κι ευχόμαστε η τωρινή αιμορραγία της να μην την αφήσει αναιμική, αλλά να την αναζωογονήσει, όχι μόνο με την οικονομική ένταξη, αλλά και με την καλύτερη πνευματική ανάπτυξη. Ή Κύπρος έχει μία πλούσια κι ωραία ιστορία και δεν πρέπει να χαθεί. Τον πρώτο λόγο βέβαια έχουν οι ίδιοι οι Κύπριοι.
Φιλόκυπρος
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης
Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;.
Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός
Κι αποδιωγμένος.
Σαν ένας εργάτης,
Σαν ένας άεργος
Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.
Μπορεί να είναι ασφαλιστής
Κι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…
Θ' ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,
Θα σταματά σε κεφαλόσκαλα
Μ΄ ένα χαμόγελο γλυκό
Στο θλιμμένο του πρόσωπο…
Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…
Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!
«Δεν μ' ενδιαφέρει…», θα πείτε,
πριν ακόμη τον ακούσετε.
Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:
«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»
και θα βροντήξει την πόρτα
καταπρόσωπο στον Φτωχό
που είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.
Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,
Ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια προσφύγων,
Με κάποιο διαβατήριο του Ο.Η.Ε. στο χέρι,
Ένας από αυτούς που κανείς δεν τους θέλει
Και που περιπλανιούνται σ' αυτή την έρημο,
Τον Κόσμο,
Ένας από εκείνους που πρέπει να πεθάνουν,
«γιατί κανείς δεν ξέρει από που έρχονται
άνθρωποι σαν κι αυτούς…».
Μπορεί να είναι κάποιος μαύρος,
Στην Αμερική,
Ένας νέγρος, όπως τον λεν,
Που κατάκοπος ζητιανεύει άσυλο μες στα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκη,
Σαν άλλοτε, στην Ναζαρέτ,
Η Παναγία.
Αν ο Χριστός χτυπήσει αύριο την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;
Θα έχει όψη κουρασμένη,
Καθώς είναι εξαντλημένος,
Συντριμμένος,
Αφού πρέπει να βαστάζει
Όλα τα βάσανα της γης…
Πρόσεξε!…Κανείς δεν δίνει δουλειά
Σ' έναν τόσο κουρασμένο…
Καθώς μάλιστα αν Τον ρωτήσεις:
«Τι ξέρεις να κάνης;»
Δεν μπορεί ν' απαντήσει: όλα.
«Από που έρχεσαι;»
Δεν μπορεί να σου πει: από παντού.
«Τι θέλεις να κερδίσεις:»
Δεν μπορεί να πει: εσάς!
Έτσι, θα ξαναφύγει,
πιο κουρασμένος και συντριμμένος,
παίρνοντας μαζί Του, μες στα γυμνά Του χέρια,
την Ειρήνη.
Ραούλ Φολλερώ
- Πάτερ, ένας συνυποψήφιος στο φρoντιστήριο, στις συζητήσεις μας, από ΄δω το φέρνει, από ΄κει το πάει, όλο με παροτρύνει να βρω φιλενάδα. Βέβαια δεν με επηρεάζει, αλλά με ενοχλεί. Τί να του πω για να σταματήση;
- Έχει αδελφή ο φίλος σου;
- Έχει, πάτερ.
- Να του κάνης ό,τι έκανε κάποιος σημερινός Επίσκοπος σε φίλο του για τον ίδιο λόγο. Πές του: Εντάξει! Θα μου κάνης όμως ένα χατήρι. Με ξέρεις τί καλό παιδί είμαι. Θα μου δώσης, λοιπόν, για ένα βράδυ την αδελφή σου. Πες του έτσι και βλέπουμε στη συνέχεια.
- Την άλλη μέρα έθεσα σε άμεση εφαρμογή το σχέδιο του Γέροντα. Ο φίλος άρχισε τα συνηθισμένα του.
- Λοιπόν, φίλε μου, του είπα, τί να ψάχνω να βρω φιλενάδα; Δεν μου δίνεις γι΄ απόψε την αδελφή σου και μετά βλέπουμε;
Ο φίλος τραβήχθηκε προς τα πίσω σοκαρισμένος! Κι αμέσως αντέδρασε:
- Όχι, ρε, και την αδελφή μου; Τι το περάσαμε;
- Γιατί όχι την αδελφή σου; απάντησα εγώ. Μήπως και η άλλη, την οποία θες να βρω, δεν είναι αδελφή ή κόρη κάποιου; Γιατί, βρε Χ, την αδελφή του άλλου τη θέλεις για να διασκεδάσης και τη δική σου την προστατεύεις; Βλέπεις ότι είσαι λάθος;
Από τότε ο Χ σφίγγα περί φιλενάδας. Χαρούμενος εγώ ανέφερα στον π. Επιφάνιο το αποτέλεσμα:
- Γέροντα, το σχέδιο έδρασε σαν κεραυνός!
Και ο Γέροντας χαμογελαστός:
- Εμ, τί νόμιζε ο νεαρός;