π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Πολλὰ πράγματα τὰ μαθαίνει κανένας ἀπὸ τὰ πρώιμα τὰ χρόνια, τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας ἐκείνης ποὺ ἀρέσκεται, ὡς παιδἰ, ν᾿ ἀκούει καὶ νὰ διδάσκεται. Γιατὶ μέσα στὴν τρυφερὴ ἐπιφάνεια τῆς ἄσπιλης ψυχῆς, ἐγγράφονται τὰ πλέον πολύτιμα βιώματα. Βιώματα ποὺ σοῦ χρησιμεύουν κάποτε, σὲ ἀνυποπτο χρόνο στὸ μέλλον ὡς δεῖκτες μιᾶς γνήσιας πνευματικῆς πορείας καὶ προσφορᾶς.
Πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Δὲν τὰ μέτρησες ποτέ, ἀλλὰ καταλαβαίνεις πιὰ ὅτι ἔχουν περάσει τὶς ἕξι δεκαετίες. Χρόνια σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, ὀρεινό καὶ φυτεμένο ἀνάμεσα σὲ πεῦκα, ἐλιές κι ἀμυδαλιές. Μὲ μιὰ κοινωνία ἁπλῶν, πονεμένων καὶ κουρασμένων ἀνθρώπων. Ὡστόσο, τὶς ἐλπίδες τους καὶ τὴν ὅλη τους βιοτὴ τὴν εἶχαν τάξει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν Μητρικὴ μέριμνα τῆς Παναγίας. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτό, γιατὶ στὴ μνήμη φτάνουν κάποιες ἰκεσίες-ξεχασμένες σήμερα ἤ καὶ περιφρονημένες-ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἀγράμματες κι ἁπλοϊκὲς γιαγιάδες, ποὺ ὅταν σήκωνε τρικυμία καὶ τὸ νησὶ ὁλάκερο σείονταν ἀπὸ τὰ θέμελιά του, αὐτές, λοιπὸν, κοιτάζοντας ψηλά, κατὰ τὸν Οὐρανὸ δέονταν: «Παναϊά μου στὸ πέλαγο», ποὺ σήμαινε νὰ προφτάσει ἡ Χάρη Της νὰ σκεπάσει μὲ τὴ στοργή, τὴν προστασία καὶ τὴν Μητρική Της βοήθεια αὐτοὺς ποὺ κινδύνευαν μέσα στὴ μανιασμένη θάλασσα. Μὲ λίγα λόγια παρακαλοῦσαν νὰ σταθεῖ σιμά τους ἡ Χάρη Της καὶ ὡς ὁλόφωτη σκέπη νὰ τοὺς φυλάξει ἀπὸ παντὸς κακοῦ».
Δὲν ἤξεραν τίποτε αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός, μαζί μὲ τὸν μαθητή του, τὸν Ἐπιφάνιο στὴν ἀγρυπνία ἐκείνη, ποὺ γίνονταν στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ πῆρε στὰ ἄχραντα χερια Της τὸ μαφόριό Της, τὸ ὁποῖο φυλάσσονταν στὸν ναὸ ἐκεῖνο, τὸ ἅπλωσε πάνω στοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ δείξει ὅτι τοὺς σκέπει καὶ ἔχει ὑπὸ τῆς προστασία καὶ ἀνύστακτο συνδρομή Της. Ναί, δὲν ἤξεραν...Μήτε εἶχαν ἀκούσει - ἀπὸ ποῦ ἄραγε, ἀφοῦ μήτε μαζικὰ μέσα ἐπικοινωνίας ὑπῆρχαν, μήτε καὶ μορφωμένοι κήρυκες ἔφταναν στὸ χωριό, μήτε κι ὁ παπάς εἶχε σπουδάσει τὰ θεολογικὰ γράμματα. Ὅμως διαισθάνονταν, ὡς μανάδες κι οἱ ἴδιες, πὼς ἡ Παναΐτσα-ἔτσι, χαΐδευτικὰ τὴν ἀποκαλοῦσαν- Μάνα κι ἡ ἴδια ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους θὰ ἔσπευδε καὶ μὲ τὸ μαφόριό Της θὰ ἔσκεπε, θὰ φύλαττε τὸν κάθε κινδυνεύοντα καὶ δεόμενο: «ἐν τῇ σκέπη Σου φύλαξον ἄτρωτον». Ὅπως τὸν κάθε πιστὸ ποὺ μέσα στὴ κάμινο τῆς στυγνῆς καθημερινότητας ἀνεβαίνει τὸν προσωπικό του Γολγοθᾶ μὲ τὴν ἰκεσία στὰ χείλη καὶ στὴν ψυχή: «Διάσωσον, Θεοτόκε...».
Ἤξεραν λοιπόν ἐκεῖνες οἱ φτωχὲς τῷ πνεύματι γυναῖκες πὼς Ἐκείνη θὰ γινόταν σὲ κάθε περίσταση νεφέλη ποὺ σκέπει μὲ τὴ δροσιά του τοὺς κεκοπιάκότας ὁδοιπόρους τοῦ βίου καὶ βοήθεια. Καὶ μήπως δὲν εἶναι, ὅπως καὶ δὲν θὰ παραμείνει νὰ εἶναι ἕως τῆς συντελείας «σκέπη καὶ βοήθεια κραταιά»;
Ἱερομ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Πολύ συχνά στό ἐξομολογητήριο συναντῶ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους πού μέ ἁπλότητα δηλώνουν ὅτι ἐνδιαφέρονται «γιά τή σωτηρία τους».
Καθώς ἀναγκάζομαι νά τούς «πληροφορήσω» ὅτι εἶναι λάθος ὁ στόχος τους, παραξενεύονται καί καμιά φορά δυσανασχετοῦν. Γιά νά κατανοηθοῦν καί οἱ δυό πλευρές σκέφθηκα νά χρησιμοποιήσω λόγο ἀλληγορικό.
Ἕνας νεαρός πρίγκιπας, βγαίνοντας γιά κυνήγι μία μέρα, πέρασε ἀπό μία φτωχογειτονιά καί, καθώς τά φτωχαδάκια παίζανε ἀνέμελα, πρόσεξε μία ἔφηβη ἰδιαίτερα καί, κάτω ἀπό τά κουρελιασμένα ροῦχα της, κάτω ἀπό τό βρώμικο κορμί της καί τά ἀχτένιστα καί ἄπλυτα μαλλιά της καί τά τσιμπλιασμένα μάτια της, διέκρινε ὅτι τό κορίτσι ἐκεῖνο εἶχε ὅλα τά χαρακτηριστικά πού θά ἔπρεπε νά ἔχει καί ἡ γυναίκα πού ζητοῦσε γιά πριγκίπισσα.
Ἀθέτησε κάθε «πρωτόκολλο τῆς Αὐλῆς», τή ζήτησε ἀπό τούς γονεῖς της καί τήν ἔκανε «πριγκίπισσα».
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀπό κεῖ καί πέρα ὅ,τι κάνει αὐτή ἡ κοπέλα γιά τόν καθαρισμό της καί τήν ἐν γένει βελτίωσή της δέν τό κάνει γιά νά γίνει πριγκίπισσα, ἀλλά γιατί ἔχει ἤδη γίνει πριγκίπισσα. Τό κάνει ἀπό φιλότιμο, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος. Γιά νά ζεῖ «πριγκιπικά» θά λέγαμε.
Μετά τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό ἅγιο Χρίσμα, μέ τά ὁποῖα ἑνούμεθα ὑποστατικῶς, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως μετά τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι σωστό νά βιώνουμε ὅτι ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία μας. Παραβιάζουμε «θύρες ἀνοιχτές».
Τό ἐπιδιωκόμενο πλέον εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, ἡ χριστοειδής ζωή. Πάνω σ’ αὐτή τή βάση δημιουργοῦνται βιώματα εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης καί φιλότιμου καί καταλύεται ὁ ἐνοχικός ἐγωκεντρικός καί ὁ φορτισμένος ἀξιόμισθα ἠθικισμός. Βιώνεται μία φυσιολογική χαρμολύπη στηριγμένη στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ ἐραστοῦ μας Ἰησοῦ καί στή συνειδητοποίηση τῆς δικῆς μας ἐλλειμματικότητας σέ χριστοείδεια, τῆς ὁποίας τά μεγέθη δέν εἶναι παρά δῶρα τοῦ Ἐραστοῦ μας καί κλιμακώνονται μέχρις ὅτου Ἐκεῖνος θά θελήσει νά μᾶς ὁδηγήσει καί στούς θαλάμους τῆς αἰώνιας Βασιλείας Του.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Η θρησκεία έχει μερικά ιδιώματα τα οποία την διαφοροποιούν από την Εκκλησία.
Η θρησκεία πρώτα-πρώτα συνδέεται με την μαγεία, ως εξιλέωση του Θεού. Οι θρησκευόμενοι προσπαθούν να εξιλεώσουν τον Θεό γιατί νομίζουν ότι ο Θεός είναι πάρα πολύ στεναχωρημένος και θυμωμένος μαζί τους, και κάμνουν μαγικές πράξεις και ενέργειες για να εξιλεώσουν το Θείον.
Το άλλο στοιχείο της θρησκείας είναι η δεισιδαιμονία, το ότι ταυτίζουν το άκτιστο με το κτιστό και σε όλα τα κτιστά πράγματα βλέπουν τον Θεό, αυτός ο λεγόμενος πανθεϊσμός. Αυτή είναι πράγματι μια δεισιδαιμονία που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκείας.
Και ακόμη ένα άλλο γνώρισμα της θρησκείας είναι ο μυστικισμός, όπως εκφραζόταν και από τον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και αυτή η πλατωνική φιλοσοφία, δεν ήταν απλώς μια φιλοσοφία, αλλά στην πράξη της ήταν μια θρησκεία, γιατί πίστευε στο κατά φύσιν αθάνατο της ψυχής και το κατά φύσιν θνητό του σώματος και πίστευε ότι η αθάνατη ψυχή που ήταν κλεισμένη μέσα στη φυλακή του σώματος έπρεπε να ελευθερωθεί μ’ ένα μυστικό τρόπο και να επανέλθει στον αγέννητο κόσμο των ιδεών. Αυτός ο λεγόμενος μυστικισμός είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκείας, και επομένως πολλές λατρευτικές τελετές, γίνονται με αυτή την προοπτική, μέσα σε αυτή τη νοοτροπία.
Οι προφήτες αγωνίστηκαν σκληρά εναντίον της θρησκείας, και ο Χριστός είναι Εκείνος ο Οποίος μας απελευθέρωσε από τη θρησκεία που υπήρχε την παλαιά εποχή και σήμερα ίσως υπάρχει, και βεβαίως υπάρχουν τέτοιες θρησκευτικές αντιλήψεις και θρησκείες, οι οποίες λατρεύουν έναν ψεύτικο Θεό. Και όπως λέγεται συνήθως, η θρησκεία που συνδέεται με τη μαγεία, τη δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό είναι μια αρρώστια της ανθρώπινης προσωπικότητας, αρρωσταίνει τον άνθρωπο, και ο Χριστός μας ελευθέρωσε από αυτή την αρρώστια της θρησκείας κι έκανε την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία είναι ο θεανθρώπινος οργανισμός, η Εκκλησία είναι η κοινωνία Θεού και ανθρώπου, κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, είναι σύνοδος Ουρανού και Γης όπως θα μας πει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η Εκκλησία είναι συνάντηση Θεού και ανθρώπων και ζώντας μέσα σε αυτό το ευλογημένο Σώμα του Χριστού θεραπευόμαστε και απαλλασσόμαστε από την αρρώστια κάθε θρησκείας.
Ἀρχιμ. Τύχωνα, Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγ. Ὄρος
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Ἐκκλησία, γιατί ἡ πίστη της στηρίζεται στήν πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ταυτίζεται μέ αὐτή. Ἡ σημερινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προέρχεται, ὡς ἀδιάκοπη συνέχεια ἀπό τούς ἴδιους τούς ἁγίους Ἀποστόλους, καί ἰδιαίτερα οἱ ἀρχιερεῖς της εἶναι ἀπ’ εὐθείας διάδοχοί τους.
Τό ἴδιο βίωμα, ἡ ἴδια πίστη, τό ἴδιο Πνεῦμα, ὑπάρχει καί πολιτεύεται καί σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως καί στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Τό ἔχει παραλάβει ἡ κάθε μία γενιά ἀπό τήν προηγούμενη καί τό ἔχει διαφυλάξει ἀναλλοίωτο μέ τά μαρτύρια καί τούς ἀσκητικούς κόπους καί ἀγῶνες τῶν Ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Βέβαια ὑπάρχουν ὁρισμένες ἐξελίξεις, σέ ἐξωτερικά ὅμως καί δευτερεύοντα θέματα, ἀλλά ἡ πίστη στήν οὐσία καί στήν πληρότητά της παραμένει ἡ ἴδια μέ τήν πίστη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Βλέπουμε π.χ. νά ἐξελίσσονται μέσα στήν ἱστορία ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν ἱερῶν Ναῶν, ἡ εἰκονογραφία, τό τυπικό της Ἐκκλησίας κ.λ.π., ἀλλά ὅλες αὐτές οἱ νέες μορφές τονίζουν καί ἐκφράζουν τήν μία Ἀποστολική πίστη, πηγάζουν καί προέρχονται ἀπό τό ἕνα Πανάγιο Πνεῦμα καί καταλήγουν πάντοτε καί ἀποβλέπουν στή δοξολογία τοῦ ἐν Τριάδι ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά διατυπώσεις τῶν ἀληθειῶν πού ἀπό τήν ἀρχή πιστεύονταν καί ἀποτελοῦσαν βίωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἐμφανίζονταν δηλαδή κατά καιρούς κάποιοι αἱρετικοί, πού ἀμφισβητοῦσαν τήν ὀρθή πίστη ἤ κήρυτταν κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτή, τότε ἡ Ἐκκλησία μέ τίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων καί τίς Οἰκουμενικές Συνόδους διατύπωνε καί διακήρυττε τήν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς της, πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς παρέδωσε ὁ Κύριος καί ἀπό τήν ἀρχή συνεχῶς πίστευε καί ζοῦσε. Δέν ἔχουμε λοιπόν προσθέσεις καί ἀλλοιώσεις στήν πίστη τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνο διάφορες ἐκφράσεις, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες κάθε ἐποχῆς, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς καί Ὀρθοδόξου Πίστεως, τήν ὁποία, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι σήμερα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κρατᾶ ἀπαραχάρακτη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, κυρίως ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί μετά, ἔχουν ἀλλοιώσει σέ πάρα πολλά σημεῖα τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, τήν Ἀποστολική Πίστη, καθώς καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἁπλῶς ἀναφέρουμε μερικά. Ἔχουν προσθέσει τό filioque (= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, αὐθαίρετα καί ἀθεολόγητα, ἀλλοιώνοντας τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ἔχουν κάνει τήν Ἐκκλησία κράτος κοσμικό καί τόν Πάπα ἀρχηγό τοῦ κράτους (Βατικανό). Ἔχουν μεταβάλει τόν ἐπίσκοπο Ρώμης σέ ἐπίσκοπο ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλο τόν κόσμο, καταστρέφοντας ἔτσι τό ἀρχαιότατο Συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν κάνει δόγμα τῆς Ἐκκλησίας τους, τόν περασμένο αἰώνα, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος στίς ἀποφάσεις του καί τίς διδασκαλίες του, μεταβιβάζοντας μέ αὐτό τόν τρόπο τήν ἰδιότητα πού πάντα εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν μάλιστα ἐκφράζεται σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, σέ ἕνα ἐπίσκοπο, τόν ἐπίσκοπο Ρώμης. Ἔτσι καταρρακώνεται κάθε ἔννοια Συνόδου, καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς Οἰκουμενικῆς, ἐφ’ ὅσον ὁ Πάπας, μέ τό Πρωτεῖο του καί τό Ἀλάθητό του, εἶναι ἀνώτερός τους καί ἡ ἐξουσία του πάνω στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀπεριόριστη καί ἀνεξέλεγκτη.
Προσπάθησαν ἀκόμη μέ τή σχολαστική θεολογία τους νά ἑρμηνεύσουν καί νά κατανοήσουν λογικά καί φιλοσοφικά τήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, πού ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, μέ ἀποτέλεσμα νά παραχαράξουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί νά κατεβάσουν τήν Ἐκκλησία στό ἐπίπεδο ἀνθρώπινης ὀργανώσεως, πού ἀντιμάχεται ὡς ἀντιπάλους τούς πλανεμένους ἀδελφούς, φθάνοντας ἀκόμη καί σέ θανατικές ἐκτελέσεις (Ἱερά Ἐξέταση).
Καί ἄς μή νομίζει κανείς ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν μία ἔκφραση φανατισμοῦ καί ἐχθρικῆς διαθέσεως πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Καί ἀπό τούς ἴδιους πολλοί, ἐρευνώντας εἰλικρινά τήν ἱστορία καί μελετώντας τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουν μόνοι τους τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἀπό τήν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀρκετοί μάλιστα ἔχουν τό θάρρος καί τήν τόλμη νά ἐγκαταλείψουν τή Δυτική Ἐκκλησία καί νά γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μερικοί ἀπό αὐτούς βρίσκονται στό Ἅγιον Ὄρος.
π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν
Ὁ Χριστός κρεμόταν στόν Σταυρό, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς πάντες καί, ὄντας σέ τρομακτκή ἀγωνία, οἱ κατήγοροί Του τόν χλεύαζαν, ζητώντας ἀπ’ Αὐτόν ἀκριβῶς ἕνα θαῦμα: “…καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν”. Ἀλλά δέν κατέβηκε καί αὐτοί δέν πίστεψαν. Ἄλλοι, ὡστόσο, πίστεψαν ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός πώς ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό, ἐπειδή μπόρεσαν νά νιώσουν ὅλη τή θεότητα, τό ἀπεριόριστο ὕψος αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως, αὐτῆς τῆς ὁλοκληρωτικῆς συγγνώμης ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τόν Σταυρό: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν”.
Γι’ ἄλλη μία φορά, τά Εὐαγγέλια καί ἡ γνήσια Χριστιανική πίστη δέν θεωροῦν τά θαύματα ὡς ἀποδείξεις πού ἐπιβάλλουν τήν πίστη, ἀφοῦ αὐτό θά στεροῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅ,τι ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν ἐλευθερία. Ὁ Χριστός θέλει τούς ἀνθρώπους νά Τόν πιστεύουν ἑκούσια, δίχως τόν ἐξαναγκασμό τοῦ θαύματος. “Ἐάν ἀγαπᾶτέ με”, λέγει ὁ Χριστός, “τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε”. Καί ἀγαποῦμε τόν Χριστό- δυστυχῶς, τόσο λίγο – ὄχι λόγω τῶν θαυμάτων καί τῆς παντοδυναμίας Του, ἀλλά λόγω τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεώς Του, κι ἐπειδή, ὅπως αὐτοί πού τόν ἄκουαν, ἔλεγαν: “Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος”.
Ὁ Χριστός ὅμως ἐπιτέλεσε θαύματα: τό Εὐαγγέλιο εἶναι γεμάτο ἀπό ἱστορίες γιά θεραπεῖες ἀρρώστων, γιά ἀναστάσεις νεκρῶν, καί οὕτω καθεξῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ἐρωτήσουμε ποιό εἶναι τό νόημα αὐτῶν τῶν θαυμάτων, πού ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Χριστός ἐπέλεξε ν’ ἀποκαλύψει στόν κόσμο; Ἄν, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν πίστευαν, ἄν ἐπέπληττε τούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦσαν καί προσδοκοῦσαν θαύματα ἀπ’ Αὐτόν, τότε γιατί τά ἔκανε;
Ὅλα τά θαύματα πού γνωρίζουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, προκλήθηκαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ἐσπλαχνίσθη περί αὐτῶν…», μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής. Σπλαχνίστηκε τούς γονεῖς, τῶν ὁποίων ἡ νεαρή θυγατέρα εἶχε μόλις πεθάνει, τή χήρα πού εἶχε χάσει τό μονάκριβο παιδί της, αὐτούς πού διασκέδαζαν καί χαίρονταν στό γάμο καί δέν εἶχαν ἀρκετό κρασί, τόν τυφλό, τόν παράλυτο, αὐτούς πού ὑπέφεραν. Αὐτό σημαίνει πώς πηγή τῶν θαυμάτων εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἡ ἀγάπη. Τά θαύματα, ὁ Χριστός δέν τά ἔκανε γιά τόν ἑαυτό Του – γιά νά δοξαστεῖ, γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεότητά Του ἤ γιά νά τήν ἀποδείξει στούς ἀνθρώπους – ἀλλά μόνο ἀπό ἀγάπη. Κι ἐπειδή ἀγαπᾶ, δέν ἀντέχει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο φυλακισμένο ἀπό τό κακό νά ὑποφέρει.
Οικον. Ανδρέα Γκαζέλη
Ο Σταυρός ἔγινε τό θυσιαστήριο στό ὁποῖο θυσιάστηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του. Καί γι’ αὐτό ἐμπνέει ἀγάπη ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς.
Γιά κάποιο δίκαιο καί καλό ἄνθρωπο μόλις καί μετά βίας βρίσκεται κάποιος νά θυσιαστεῖ, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Χριστός ὅμως θυσιάστηκε γιά ἐμᾶς, πού εἴμαστε μεγάλοι ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι παντελῶς τῆς ἀγάπης Του. Μέ τή θυσία Του αὐτή μεταμόρφωσε τό χειρότερο ἐκτελεστικό ὄργανο σέ αἰτία μεγάλης χαρᾶς καί εὐλογίας. Ἀπό τότε κάθε φορά πού βλέπουμε τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ βεβαιωνόμαστε γιά τήν ἀγάπη Του, Τόν ἐμπιστευόμαστε ἀνενδοίαστα καί σταυρικά Τοῦ προσφέρουμε τήν καρδιά μας καί ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας.
Ταυτόχρονα, ὁ Τίμιος Σταυρός μᾶς ἀποκαλύπτει τό φρόνημα καί τόν τρόπο σκέψης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μαθαίνουμε νά μήν πεθαίνουμε τόν ἄλλο μέ τήν παρουσία μας ἀλλά νά πεθαίνουμε ἐμεῖς γιά τήν παρουσία του. Μαθαίνουμε ὅτι, ἀφοῦ στόν κόσμο αὐτό ἡ Ἀγάπη εἶναι σταυρωμένη, κι ἐμεῖς μέ τόν σταυρό τῆς αὐτοθυσίας μόνο μποροῦμε νά ἐκφράσουμε ἀληθινά τήν ἀγάπη. Μαθαίνουμε ὅτι χριστιανικά δέν μπορεῖ κανείς νά ζήσει, χριστιανικά μπορεῖ κανείς νά πεθαίνει, χίλιους θανάτους κάθε ὥρα.
Βέβαια, τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἐνεργοῦσε καί φανερωνόταν σέ ὅλη τήν πορεία τοῦ Κυρίου μας στή γῆ. Ἀπό τή γέννησή Του μέσα στό σπήλαιο, τή φυγή Του στήν Αἴγυπτο καί τήν ἀπόρριψή Του ἀπό τούς δικούς Του, μέχρι τόν Μυστικό Δεῖπνο, τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα καί τήν ἄρνηση τοῦ πρωτοκορυφαίου Πέτρου. Σέ ὅλες αὐτές τίς προκλήσεις τό μέγα ἐρώτημα τοῦ ἐχθροῦ πρός τόν Χριστό ἦταν: «Δές τί σοῦ κάνουν, ἀγαπᾶς τούς ἀνθρώπους; Πόσο πολύ τούς ἀγαπᾶς;»
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ δόθηκε τελεσίδικα στόν Σταυρό. Ἡ εἰς τέλους ἀγάπη Του ἐκφράστηκε μέ τή θυσία Του στόν Γολγοθᾶ. Ἄρα τό διαχρονικό καί πανανθρώπινο ἐρώτημα «μ’ ἀγαπᾶς;» μιά καί μοναδική ἀπάντηση ἔχει: τόν Σταυρό. Καί ἡ ποιμαντική διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει σάν στόχο νά φανερώσει τή σταυρική ἀγαπή τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί νά ἐμπνεύσει τούς ἀνθρώπους σέ ἀνταπόκριση σταυρικῆς καί ἀσκητικῆς ἀγάπης.
Ὅπως ὁ Χριστός πέθανε γιά τούς ἐχθρούς Του, ἔτσι καί ὁ ἀληθινός ἀκόλουθός Του ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη πού δείχνει σέ ὅλους καί ἰδιαίτερα στούς ἐχθρούς. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ καί τό μοναδικό κριτήριο τῆς Ἀλήθειας. Μέ αὐτό τό κριτήριο κρίνουμε τήν πνευματική μας πορεία. Ἀλλά καί μέ αὐτό τό κριτήριο ἐλέγχουμε τήν Ἐκκλησία, ἄν εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντα Ἀθανάσιου
Τό ὅλο πνεῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἕνα πνεῦμα εὐχαριστίας καί δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί λέγεται καί «Θεία Εὐχαριστία». Γιατί αὐτό εἶναι τό ἦθος τοῦ χριστιανοῦ. Ἦθος εὐχαριστιακό. Νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά ὅλα· γιά τά γνωστά καί γιά τά ἄγνωστα· γιά τά χαρμόσυνα καί γιά τά θλιβερά· γιά τά δύσκολα καί γιά τά εὔκολα, γιά τήν παρουσία καί γιά τήν ἀπουσία· γιά τή ζωή καί τό θάνατο· καί γιά τήν εἴσοδό μας στόν κόσμο αὐτό καί τήν ἔξοδό μας ἐπίσης.
Στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ψάλλουμε: «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον, αἰνεῖτε αὐτόν ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτόν ἐν τοῖς ὑψίστοις, σοί πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ» (Αἶνοι Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, Ψαλμ. 148), καί περίφημα τροπάρια χαρμόσυνα, νικητήρια κατά τοῦ θανάτου. Ψάλλουμε τή δοξολογία, ὅπου εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά τή μεγάλη του δόξα καί εἰσερχόμαστε ἔτσι στήν «Εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Θεία Λειτουργία). Μέσα σ’ αὐτή τή Βασιλεία, δέν ὑπάρχουν νεκροί ἀλλά μόνο ζῶντες.
Γιά τό Θεό, ὅμως, ὑπάρχουν καί κάποιοι νεκροί. Λέγει στήν ἀποκάλυψη ὁ Χριστός σ’ ἕναν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἄξιος της ἀποστολῆς του: «Ἐσύ, τοῦ λέγει, ὄνομα ἔχεις ὅτι ζεῖς, ἀλλά νεκρός εἶ» (Ἀποκ. 3.1). Κατ’ ὄνομα εἶσαι ζωντανός, κατ’ οὐσίαν ὅμως εἶσαι νεκρός. Καί εἶσαι νεκρός, γιατί ἔφυγες ἀπό κοντά μας, ἀποξενώθηκες ἀπό μένα, «τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἄφηκας», (ἄφησες τήν πρώτη σου ἀγάπη). Καί ἀφοῦ ἔφυγες ἀπό τή ζωή, ἀπέθανες. Ὄντως, μπορεῖ κάποιος νά εἶναι νεκρός πραγματικά, ἀλλά ὄχι βιολογικά, ὅταν εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, ὅταν διακόψει τή σχέση του μέ τό Θεό. Γιά τό Χριστό αὐτός εἶναι ὁ νεκρός. Οἱ ἄλλοι «πάντες αὐτῷ ζῶσι», καί ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά Θεός ζώντων.
Άλκη Αυγουστή
Σε μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί το άγχος, η πίεση, ο υλισμός και η αδιαφορία για όλους, το να γίνεται λόγος για Αγίους και Αγιότητα αποτελεί μια παραδοξότητα. Η Αγιότητα έχει «λησμονηθεί» αφού έπαψε να εμπνέει τον πολιτισμό μας και οι Άγιοι δεν αποτελούν πλέον τα πρότυπα των ανθρώπων.
Εκτός από ξεχασμένη η Αγιότητα είναι στις μέρες μας και παρεξηγημένη, αφού φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με ηθικολογικά και ψυχολογικά κριτήρια μόνο. Για τους περισσότερους ανθρώπους Άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, και που είναι ηθικός από κάθε άποψη. Σε πολλές περιπτώσεις στην έννοια της Αγιότητας προστίθεται και ένα στοιχείο μυστικισμού, σύμφωνα με το oποίο Άγιος είναι εκείνος που ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Τη λαθεμένη αυτή εντύπωση αντικρούει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, μαθητής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, τονίζοντας εμφαντικά ότι: «Η αγιότης δεν είναι έννοια ηθική αλλά οντολογική. Άγιος δεν είναι εκείνος όστις είναι άμεμπτος κατά την ανθρωπίνην ηθικήν ή, κατά το φαινόμενον της πολιτείας αυτού, υπό την έννοιαν της ασκήσεως ή εισέτι και της προσευχής (και οι Φαρισαίοι ενήστευον και ετέλουν μακράς προσευχάς) αλλά εκείνος όστις κατέστη φορεύς του Πνεύματος του Αγίου».
Χρειάζεται λοιπόν επανακαθορισμός της Αγιότητας η οποία, παρά τις προηγούμενες διαπιστώσεις, εξακολουθεί να παραμένει κεντρικό και θεμελιώδες στοιχείο για τη ζωή του χριστιανού. Γιατί η πίστη μας χωρίς τους Αγίους παύει να υφίσταται. Διότι, αν λησμονήσουμε την Αγιότητα, δεν απομένει από την Εκκλησία τίποτα άλλο παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο και η «εκκοσμίκευση» είναι πλέον αναπόφευκτη.
π. Φιλόθεου Φάρου
Ἡ μόνη ἀκατανίκητη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἁμαρτία πού ἀρνούμεθα νά παραδεχθοῦμε καί ἡ μόνη ἁμαρτία πού δέν συγχωρεῖ ὁ Θεός εἶναι ἡ ἁμαρτία πού τήν περιβάλλουμε μέ ἔνδυμα ἀρετῆς. Οἱ δικαιολογίες καί ἡ αὐτοάμυνα μεγιστοποιοῦν τήν ἁμαρτία. Ἀκόμη καί ἕνα ἀκούσιο λάθος γίνεται ἁμαρτία, ὅταν προσπαθοῦμε νά τό δικαιολογήσουμε. Ἀλλά ἕνα λάθος πού ἀναγνωρίζει κανείς ἐλεύθερα, μπορεῖ νά γίνει πηγή δυνάμεως. Ὁ ὁποιοσδήποτε θά συγχωροῦσε ἕνα ἔντιμο λάθος πού ὁμολογεῖται ἔντιμα, ἐνῶ κανείς δέν θά συγχωρήσει ἕνα λάθος, ὅταν τό δικαιολογοῦμε ἤ ἀρνούμεθα νά τό παραδεχθοῦμε.
π. Βαρνάβα Γιάγκου
Ἐκκλησία εἶναι πανδοχεῖο, πού σημαίνει ὅτι δέχετα τούς πάντες. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ λέξη. Δέχεται τούς πάντες, γιά νά τούς ἀναπαύσει, νά τούς ξεκουράσει καί νά τούς δώσει τή δυνατότητα θεραπείας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κανείς δέν ἔχει σάν μόνιμη κατοικία ἕνα πανδοχεῖο. Τό πανδοχεῖο εἶναι μιά προσωρινή κατάσταση. Ἄρα, ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί στήν εὐθύνη μας σ’ αὐτή τή ζωή, πού εἶναι ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας μας.
Στήν Ἐκκλησία δίδεται ἡ δυνατότητα θεραπείας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ἕτοιμος καί ὑγιής νά συνεχίσει τήν πορεία γιά τήν μόνιμη κατοικία του, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἁπλός ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου μας καί ξεδιαλύνει, ἄν θέλουμε, μέσα μας τό στόχο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι ἐφήμερη ἡ ζωή μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κι ἀνάλογα τί στόχο θέτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, τί ἀξίες θέτει σ’ αὐτή τή ζωή, ἀξιολογεῖ καί τήν ὕπαρξή του, καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ὕπαρξής του.
Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἔργο κι ἄν κάνουμε, ὅση ἀξία κι ἄν ἔχει ὁ πολιτισμός μας, ἄν θέλετε, ὅσες ἀξίες κι ἄν ἔχουμε, δοκιμάζονται στό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁποιαδήποτε ἰδέα, ὅσο εὐγενική κι ἄν εἶναι, π.χ. ἡ κοινωνική προσφορά ἤ ἀκόμη καί ἡ φιλοπατρία μας, ἐάν εἶναι μέχρι τά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρωπου, εἶναι ἀντίχριστο γεγονός.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ὁ λόγος της καί ἡ προσφορά της εἶναι γιά νά ὑπηρετήσει τήν προσωρινότητά μας, δηλαδή τόν βιολογικό ἄνθρωπο, πού σημαίνει ὑλικές ἀνάγκες, ψυχολογικές ἀνάγκες ἤ ἀκόμη καί συναισθηματικές ἀνάγκες. Νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, ὥστε μέσα στό ἄγχος τῆς ἡμέρας του νά αἰσθάνεται καλά. Αὐτό δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία σημαίνει νά μοῦ ἀνοίξει τίς δυνατότητες τῆς αἰωνιότητας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι σπουδαία, γιατί μπορεῖ νά δείξει κάποιο σπουδαῖο ἐπίγειο ἔργο. Εἶναι σπουδαία, γιατί ὑπάρχει ἡ Κυριακή καί λέμε “Ὁ Ἀναστάς ἐκ νεκρῶν”. Εἶναι ἡ μέρα πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν σώζει ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλούς παπάδες. Δέν σώζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλή παράδοση κι ἀνέπτυξε τή βυζαντινή ἁγιογραφία, τή βυζαντινή μουσική καί τό βυζαντινό πολιτισμό ἐν γένει. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός της ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού δίνει καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης.
Ἡ Ἐκκλησία, εἶναι πανδοχεῖο, πού σημαίνει ὅτι δέχεται τούς πάντες. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ λέξη. Δέχεται τούς πάντες, γιά νά τούς ἀναπαύσει, νά τούς ξεκουράσει καί νά τούς δώσει τή δυνατότητα θεραπείας. Ἀλλά δέν εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κανείς δέν ἔχει σάν μόνιμη κατοικία ἕνα πανδοχεῖο. Τό πανδοχεῖο εἶναι μιά προσωρινή κατάσταση. Ἄρα, ἐδῶ ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν προσωρινότητα τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί στήν εὐθύνη μας σ’ αὐτή τή ζωή, πού εἶναι ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας μας.
Στήν Ἐκκλησία δίδεται ἡ δυνατότητα θεραπείας καί ἀνάπαυσης τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ὥστε ἕτοιμος καί ὑγιής νά συνεχίσει τήν πορεία γιά τήν μόνιμη κατοικία του, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Εἶναι ἁπλός ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου μας καί ξεδιαλύνει, ἄν θέλουμε, μέσα μας τό στόχο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι ἐφήμερη ἡ ζωή μας. Εἶναι πανδοχεῖο. Κι ἀνάλογα τί στόχο θέτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, τί ἀξίες θέτει σ’ αὐτή τή ζωή, ἀξιολογεῖ καί τήν ὕπαρξή του, καθορίζει καί τήν ποιότητα τῆς ὕπαρξής του.
Τό μεγάλο πρόβλημα εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου νά τόν ἀποδεχθεῖ ὡς γεγονός στή ζωή του. Δυσκολεύετε ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ ἀφενός ἕνα λόγο γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει νά ζεῖ κι ἀφετερού ἕναν τρόπο μέσα ἀπό τόν ὁποῖο νικιέται ὁ θάνατος.
Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἔργο κι ἄν κάνουμε, ὅση ἀξία κι ἄν ἔχει ὁ πολιτισμός μας, ἄν θέλετε, ὅσες ἀξίες κι ἄν ἔχουμε, δοκιμάζονται στό γεγονός τοῦ θανάτου. Ὁποιαδήποτε ἰδέα, ὅσο εὐγενική κι ἄν εἶναι, π.χ. ἡ κοινωνική προσφορά ἤ ἀκόμη καί ἡ φιλοπατρία μας, ἐάν εἶναι μέχρι τά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ ἀνθρλωπου, εἶναι ἀντίχριστο γεγονός.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ὁ λόγος της καί ἡ προσφορά της γιά νά ὑπηρετήσει τήν προσωρινότητά μας, δηλαδή τόν βιολογικό ἄνθρωπο, πού σημαίνει ὑλικές ἀνάγκες, ψυχολογικές ἀνάγκες ἤ ἀκόμη καί συναισθηματικές ἀνάγκες. Νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, δηλαδή νά τοῦ δώσει τή δυνατότητα, ὥστε μέσα στό ἄγχος τῆς ἡμέρας του νά αἰσθάνεται καλά. Αὐτό δέν εἶναι Ἐκκλησία, Ἐκκλησία σημαίνει νά μοῦ ἀνοίξει τίς δυνατότητες τῆς αἰωνιότητας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι σπουδαία γιατί μπορεῖ νά δείξει κάποιο σπουδαῖο ἐπίγειο ἔργο. Εἶναι σπουδαῖο γιατί ὑπάρχει ἡ Κυριακή καί λέμε “Ὁ Ἀναστᾶς ἐκ νεκρών”. Εἶναι ἡ μέρα πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν σώζει ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλούς παπάδες. Δέν σώζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ἔχει καλή παράδοση κι ἀνέπτυξε τή βυζαντινή ἁγιογραφία, τή βυζαντινή μουσική καί τό βυζαντινόπολιτισμο ἐν γένει. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός τῆς ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού δίνει καί τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης.
Μιχάλη Σιδερά
Ο Θεός εἶναι ἀγάπη καί εἰρήνη. Αὐτή ἡ εἰρήνη δέν ἔχει σχέση μόνο μέ τήν εἰρήνη μεταξύ τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων, πού ἁπλῶς δέν βρίσκονται σέ ἐμπόλεμη κατάσταση, ἀλλά σχετίζεται περισσότερο μέ τήν ἐσωτερική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶχε μιλήσει γιά τό εἶδος αὐτό τῆς εἰρήνης, "Σᾶς ἀφήνω εἰρήνη. Σᾶς δίνω τή δική μου εἰρήνη. Σᾶς δίνω ὅμως εἰρήνη, ὄχι ὅπως αὐτή πού δίνει ὁ κόσμος. Μή ταράζεται ἡ καρδιά σας, καί μή δειλιάζει".
Ἡ ψυχική γαλήνη καί εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁπωσδήποτε Θεῖο δῶρο. Βασικότατη ὅμως προϋπόθεση αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς κατάστασης εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου νά δεχτεῖ μέσα του τόν ἀρχηγό τῆς εἰρήνης, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπισή του ἐνσαρκώνει τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας καί τήν ἀποκαλύπτει μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στήν ἀνθρωπότητα. Στό ἑξῆς ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης (Ἡσ. 9,6) μπορεῖ νά ἀπολαύσει στήν καρδιά του τήν ἀδιασάλευτη εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖοι Ἄγγελοι τήν Ἁγία Νύχτα τῆς Γεννήσεως, δοξολογοῦσαν τόν Θεό μέ τό « Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔφερε τούς δυό λαούς, τούς Ἰουδαίους καί τούς εἰδωλολάτρες, κοντά στόν Πατέρα Του καί ἔτσι τούς ἕνωσε καί μεταξύ τους. Καί ἀπό τούς δυό λαούς προῆλθε ἕνας νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, μία νέα κοινωνία πιστῶν πού λατρεύει τόν ἴδιο Θεό, καί ἔχει τόν ἴδιο Σωτήρα. Σώθηκε ἀπό τήν ἴδια θυσία, ἔχει τήν ἴδια ἐλπίδα, ἀποβλέπει στόν ἴδιο οὐρανό. Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγινε μόνο ὁ εἰρηνοποιός ὅλων τῶν πιστῶν ἀλλά καί ὁ δεσμός τῆς εἰρήνης τους, ἡ ἴδια ἡ εἰρήνη τους. Τί ἔχει νά πεῖ ὅμως αὐτό γιά μᾶς σήμερα; Ὅτι ὁ μοναδικός τρόπος γιά νά εἰρηνεύσουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας, εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουμε τόν Χριστό καί ζοῦμε μέσα στήν ἀγάπη του, πλησιάζουμε καί μεταξύ μας. Ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶμε τόν Κύριο τόσο περισσότερο ἀγαπᾶμε καί τούς συνανθρώπους μας καί συνδεόμαστε στενότερα μαζί τους.
Ἡ ἐν Χριστῷ εἰρήνη εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τόν εἰσάγει ἀπό τήν παροῦσα ζωή στήν αἰώνια χαρά καί εἰρήνη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑποχρέωση νά φυλάξει ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ τήν Θεία αὐτή εἰρήνη καί νά τήν ἀξιοποιήσει πρός τό συμφέρον καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτή ἡ εἰρήνη, ὅταν ἀποκτηθεῖ ἀπό τόν πιστό, ἀκτινοβολεῖ πρός τά ἔξω καί εἰρηνεύει ὅσους ἔρχονται σέ σχέση μέ τέτοιους εἰρηνικούς ἀνθρώπους, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, «ἔχε εἰρήνη στήν καρδιά σου καί τότε χίλιες ψυχές θά ’ρθοῦν κοντά σου».
Ἀρχιμ. Σωφρόνιου Γ. Μιχαηλίδη
Κάθε Αὔγουστο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανικοί γιορτάζουμε τό «Πάσχα». Δέν ὑπάρχει πόλη ἤ χωριό πού νά μήν ἔχει μία ἐκκλησία ἤ, ἔστω, ἕνα ξωκλήσι ἀφιερωμένο στή Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, μέ τό ἀλάνθαστο κριτήριό του, ὑπερύψωσε στή συνείδησή του τήν Παναγία μας καί τῆς ἔστησε θρόνο βασιλικό μέσα στήν καρδιά του. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξη οἰκογένεια, ὀρθόδοξο σπίτι πού νά μήν ἔχει μέσα εἰκόνισμα τῆς Θεοτόκου.
Πραγματικά εἶναι μεγάλη ἡ ἀγάπη τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν Παναγία μας: Αὐτή εἶναι «ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων», «πρεσβεία θερμή», «τεῖχος ἀπροσμάχητον», «ἐλέους πηγή», τοῦ «κόσμου καταφύγιον», «ἀδικουμένων προστάτης», τῶν «θλιβομένων ἡ χαρά», καί τόσα ἄλλα πού ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας τῆς προσδίδει. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τήν ὑμνεῖ ὡς «Ὑπερευλογημένην», ὡς «Παναμώμητον», ὡς «Πανάχραντον», ὡς «Ἀμόλυντον», ὡς «Ἀειμακάριστον», ὡς «ἡγιασμένον Ναόν», ὡς «Παράδεισον λογικόν», ὡς «Ρόδον τό ἀμάραντον», ὡς «Βασιλέως καθέδραν», ὡς «Σιών ἁγίαν», ὡς «Θεοῦ κατοικητήριον», ὡς «Κλίμακα οὐράνιον», καί τόσα ἄλλα.
Ποιός ἀπό ἐμᾶς στόν πόνο του δέν κατέφυγε στήν Παναγία! Ποιός στή θλίψη του δέν ζήτησε τή βοήθειά Της! Ποιός μπροστά στόν κίνδυνο δέν τήν ἐπικαλέσθηκε! Ποιά μάνα δέν γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της παρακαλώντας γιά τά παιδιά της! Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες Ὀρθόδοξους ἡ Παναγία ἀποτελεῖ, μετά τόν Τριαδικό Θεό, τό ἁγιότερο, τό σεβαστότερο, τό θαυμαστότερο, τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο, τήν οὐράνια Μητέρα μας: Αὐτήν πού μαζί μέ τόν Υἱόν Της κυβερνᾶ τή ζωή Τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν.
Κι ὅλος αὐτός ὁ σεβασμός, ὅλη αὐτή ἡ τιμή δέν εἶναι τυχαία ἀλλά συνειδητή. Γιατί σ’ Αὐτήν καί στόν Θεάνθρωπο Υἱό της ὀφείλουμε τή σωτηρία μας, δηλαδή τό πᾶν. Ὅπως ὁ Χριστός ὀνομάζεται «νέος Ἀδάμ», ἔτσι καί ἡ Παναγία ὀνομάζεται «νέα Εὔα». Ὅπως ὁ Χριστός ἔρχεται γιά νά ἀποκαταστήσει ὅ,τι κατέστρεψε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος, ἐπανορθώνει ὅ,τι γκρέμισε ἡ πρώτη Εὔα. Μέ τήν ὑπακοή Της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἀνθρώπινη φύση στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι βοήθησε ὅσο κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο στή σωτηρία μας. Ἡ πρώτη Εὔα ἔφερε τό θάνατο στή ζωή μας· ἡ δευτέρα Εὔα, ἡ Παναγία μας, ἔφερε τήν αἰώνια ζωή.
Μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα πού τοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία μας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ἕνωσε στόν ἑαυτό Του τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ὄντας τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Κι ἀφοῦ ἀνέλαβε πάνω του τό βαρύ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου τοῦ κόσμου, Αὐτός πού ἦταν ἀναμάρτητος, τίς ἀνέβασε πάνω στό σταυρό καί τίς ἔσβησε μέ τό αἷμα Του. Καί μέ τό θάνατό Του, τόν ὁποῖο δέχθηκε θεληματικά γιά χάρη μας, νίκησε τό θάνατο καί ἀνεστήθη, δίνοντας τώρα καί σέ μᾶς τή δύναμη τῆς ἀνάστασης πού θά πραγματοποιηθεῖ γιά μᾶς κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ Χριστός, ὡς ἀντιπρόσωπός μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νικᾶ γιά λογαριασμό μας τό θάνατο, τό Σατανά, τή φθορά, τήν ἁμαρτία, καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν κανονική μας πορεία, στήν πορεία πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἀκρίβεια, μᾶς βάζει ἀπό τώρα μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἐμεῖς εἴμαστε μέλη, εἶναι ἡ προέκταση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν στή γῆ.
Ἔτσι, μέ τή βάπτισή μας γινόμαστε ἀπό τώρα πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἄραγε πιό μεγάλος προορισμός ἀπό αὐτόν;
Στό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Παναγία ἔπαιξε – ὅπως ἐλέχθη πιό πάνω – καίριο ρόλο. Χωρίς τή δική της συνδρομή τίποτε δέν θά μποροῦσε νά γίνει. Χωρίς τήν πρόθυμη ὑπακοή πού ἔδειξε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἄνθρωπος, νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς, νά πεθάνει γιά μᾶς, νά ἀναστηθεῖ γιά νά ἐξαλείψει τίς ἁμαρτίες μας μέ τό αἷμα Του.
Ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος.
ἤ, Ἀντέχοντας καὶ φέτος.......
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Ὅ |
ταν σημαίνει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Παράκληση, τὸ δροσερὸ τ᾿ ἀπόβραδο σιμώνει καὶ μὲ τὶς δικές του ζωγραφιὲς καὶ εὐπρεπίζει, στολίζει τὸ ναό, ὅπως τὰ λιγοστὰ κλωνάρια ἀπό βασιλικὸ καὶ γιασεμὶ στολίζουν τὴν Εἰκόνα Της.
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν περαστικῶν ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπό τὴ θάλασσα. Βιάζονται νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ βραδυνή τους ἔξοδο. Κάποιοι σταυροκοπιοῦνται, ἄλλοι εἰσοδεύουν στὸ ναὸ νὰ προσκυνήσουν, ἐλάχιστοι ὅμως, ἐν σχέσει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Αὐγούστου. Τοὺς κοιτάζεις μὲ μιὰ συμπόνια, γιατὶ τὸ ξέρεις ὅτι τοὺς περισσότερους ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ τοὺς ξανανταμώσεις.
Τὰ πρόσωπα κάθε ἀπόβραδο περίπου τὰ ἴδια στὴν Παράκληση. Ἔρχονται δὲ μόλις σημάνει ἡ καμπάνα, αὐτὴ ἡ μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συντροφεύει τοὺς πιστοὺς στὴν κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τους. Ἔρχονται λοιπὸν οἱ πιστοὶ, αὐτὴ ἡ παρηγόρια τοῦ παπᾶ, ποὺ τοὺς περιμένει, γιὰ νὰ βάλει «Εὐλογητὸς». Γιατὶ τοὺς βλέπει ὡς τὰ μέλλη μιᾶς οἰκογένειας- ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ ἐνορία- ποὺ συνάζονται, ὅπως τὴν ἄχραντη ἐκείνη ὥρα τοῦ δείπνου. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἕνα ἰδιότυπο δεῖπνο κι αὐτὴ ἡ σύναξη, μὲ οἰκοδέσποινα Ἐκείνη καὶ συνδαιτυμόνες ὅλους ἐμᾶς; Ὅσους δηλαδὴ προτιμήσαμε νὰ δώσουμε προτεραιότητα στὴ Χάρη Της κι ὄχι στὰ βιαστικὰ κελεύσματα τοῦ κόσμου, ποὺ ἀκινητοποιεῖ τὶς συνειδήσεις μας καὶ τὶς νεκρώνει; Μόνο ποὺ χρόνο τὸ χρόνο λιγοστεύουμε, ὅπως λιγοστεύει ἡ ζωή καὶ οἱ δυνάμεις μας.
Ἀπὸ τὰ γιασεμιὰ καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνεβαίνει ἄρωμα, ποὺ μπερδεύεται μὲ τὴν εὐωδία τοῦ ἁγιορείτικου θυμιάματος καὶ πλημμυρίζει τὸ ναὸ μὲ ἕνα μύρο ποὺ κατανύσσει, εἰρηνεύει τὴν ψυχὴ, καθὼς μὲ ἀπίστευτη δροσιὰ τὴ θωπεύουν καὶ τὰ λιτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα. « Τὸν ποταμὸν τὸν γλυκερὸν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα τὴν παλαθλίαν καὶ ταπεινὴν, Πάναγνε, ψυχήν μου....» Ρήματα ἀληθινὰ καὶ ἀνθρώπινα. Ὅπως τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔχουμε καὶ τὰ καταθέτουμε, μαζὶ μὲ τὰ ὅποια παράπονά μας, στὰ Ἄχραντα τὰ Χέρια Της, πρόσφορο καὶ νᾶμμα λὲς γιὰ τὴ λειτουργία. Μαζεύουμε, λοιπόν, τὶς ἀποτυχίες καὶ τὴν περιθωριοποίησή μας, αὐτὰ τὰ καθημερινὰ ἔπαθλα ποὺ μᾶς φιλεύει ὁ κόσμος, καὶ τὰ Τῆς προσφέρουμε, γιὰ μεταποιηθοῦν σὲ «χαρὰν καὶ εὐφροσύνην». Γιατὶ μέρα τὴ μέρα συνειδητοποιοῦμε, ὅτι γιὰ τὸν Κόσμο εἴμαστε κάτι τὸ περιττὸ καὶ ἄχρηστο, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ βήματά του καὶ, τὸ κυριώτερο, δὲν ἀφήνουμε τὴν ψυχὴ μας στὰ χέρια του. Καὶ κόσμος, μὲ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα κι ὁ δικὸς μας κόσμος, τῶν «πιστῶν» δηλαδή, ἀλλὰ καὶ κείνων ποὺ εἶναι σιμὰ μας καὶ ἐπιμένουν νὰ λέγονται «συνεργάτες», «φίλοι» καὶ κάποτε «ἀδελφοί». Ὅμως ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος συμπληρώνει αὐτὰ τὰ κενὰ μὲ τὴ θεραπευτικὴ Της ἐπέμβαση. Ἐπέμβαση, ποὺ ὑπάρχει πάντα, ἀλλὰ περισσότερο τότε ποὺ χρειάζεται, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἔμπιστό μας αἴτημα: εἰλικρινὲς αἴτημα κι ἀφτιασίδωτο ἀπό εὐγένειες καὶ συμπεριφορὲς τοῦ κόσμου τούτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ψηλαφοῦμε κάθε ἀπόβραδο τὶς μέρες αὐτὲς τὴν ψυχή μας καὶ Τῆς παραδίνουμε τὶς πληγές ποὺ φέρει μὲ τὸν ἰκέσιο λόγο: «ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον». Γιατὶ αὐτὸ ποὺ, ἰδιάιτερα τὶς ὧρες ἐτοῦτες, συνειδητοποιοῦμε εἶναι τὰ νοσήματά μας, γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι. Κι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἐπειδὴ δὲν μπορέσαμε νὰ συλλαβίσουμε πραγματικὰ καὶ τίμια ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε Ἐκείνη, ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε ὁ Ἀρχάγγελος τὴν ἠμέρα τὴ σημαδιακὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»(Λκ.1, 38 ) Ἄν, λοιπόν, τὸν βιώναμε αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁριοθετούσαμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ Μάνα μας Αὐτὴ, τότε θὰ εἴμασταν πιὸ ἐλεύθεροι, πιὸ σεμνοὶ καὶ περισσότερο τίμιοι. Ἀλήθεια, τὶ λέμε γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ;
Δεκαπενταύγουστο, λοιπὸν, μὲ τὶς ἀντοχές μας νὰ ραντίζονται μὲ τὴ δροσιὰ τῆς Χάρης Της καὶ φέτος…
Σκόπελος 2016
«ΚΥΡΙΕ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΔΩ»
π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν
Σχεδόν στό τέλος τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, τόν Αὔγουστο, ἔχουμε τή γιορτή τῆς μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας ἄλλος ἀπό τούς θεμελιώδεις ἑορτασμούς. Δυστυχῶς, ἐπειδή συνήθως πέφτει σέ ἐργάσιμη μέρα, δέν τή γιορτάζουν πολλοί ἄνθρωποι. Ὡστόσο διαθέτει μία μοναδική σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ Χριστός πῆρε τούς μαθητές Του, ἀνέβηκε στό ὄρος καί ἐκεῖ τό πρόσωπό Του φάνηκε νά λάμπει. Τά ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό χιόνι καί ἕνας ἀπό τούς ἀποστόλους εἶπε: «Κύριε, εἶναι καλό νά μείνουμε ἐδῶ». Αὐτό ἦταν ἡ ἐκπλήρωση κάθε ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας, ἡ στιγμή τῆς ἀνώτατης εὐτυχίας, ἐπειδή τίποτε σ’ αὐτό τόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἱκανοποιήσει ἐκτός ἀπό τόν Θεό, τή δόξα του, τό φῶς του, τήν ἀλήθειά του, τή βασιλεία του. Καί πάλι, ὁ χριστιανισμός εἶναι χαρά - αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς μεταμόρφωσης. Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἕνα βιβλίο συνταγῶν: τή Δευτέρα κάνε αὐτό, τήν Τρίτη κάνε ἐκεῖνο.
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἕνα σύνολο ἀπό συνταγές καί κανονισμούς ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό Του καί αὐτό σημαίνει τή ζωή, τήν ἀγάπη καί τή μεταμόρφωση. Μᾶς ἔδωσε τή δύναμη νά τόν συνοδεύσουμε στήν ἀνάβασή Του στό Ὄρος Θαβώρ καί νά γευθοῦμε ἐκεῖ ὅσα ἔχει προετοιμάσει γιά μᾶς. Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἀντανάκλαση τοῦ φωτός πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό Ὄρος Θαβώρ. Ρωτῆστε τούς ἡλικιωμένους. Ποτέ δέν θά καταλάβαιναν τί σημαίνει τό ὅτι πρέπει νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, ἐπειδή τό νά πᾶνε στήν ἐκκλησία ἀποτελεῖ χαρά γι’ αὐτούς, και, ὅταν δέν μποροῦν νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, αἰσθάνονται δυστυχισμένοι. Ἐνῶ ρωτᾶμε «πόσο;» καί «γιά πόσο καιρό;» αὐτοί θά ἔδιναν τά πάντα γιά νά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά πᾶνε στήν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία γι’ αὐτούς δέν εἶναι ἕνας τόπος ὅπου ἐκπληρώνουμε τίς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις ἀλλά ὁ τόπος ὅπου βρίσκουμε τό πραγματικό μας σπίτι, ὅπου μᾶς δίνεται ἡ χαρά καί τό φῶς. Ἔτσι στή λειτουργία τοῦ ἔτους, ἀποκαλύπτονται καί μᾶς δίνονται ὅλες οἱ διαστάσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ ἀτομική, ἡ κοινωνική καί ἡ κοσμική. Ἡ χριστιανική ζωή ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνοδος σ’ ἐκεῖνο τό ὄρος, ἀκολουθώντας τόν Χριστό. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, μερικές φορές πολύ κρύο. Μερικές φορές κουραζόμαστε ἀπό τήν προσπάθεια, τήν ἀφήνουμε καί φαινόμαστε νά τά ξεχνᾶμε ὅλα αὐτά.
Καί ὅμως, ἄν ὑπάρχει νόημα στή χριστιανική ζωή, αὐτό βρίσκεται ἀκριβῶς στό νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό στό Ὄρος Θαβώρ, ἔτσι ὥστε στό τέλος νά μπορέσουμε νά ποῦμε: «Κύριε, εἶναι καλό νά μείνουμε ἐδῶ».
Παύλου Εὐδοκίμωφ
Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐπιπρόσθετη καταπόνησι: τρίχινα ροῦχα, ἁλυσίδες, φραγκελλώσεις, θά ἐκινδύνευαν νά τόν συντρίψουν χωρίς λόγο. Ἡ αὐτονέκρωσις συνίσταται ἴσως στήν ἀπελευθέρωσι ἀπό κάθε ἀνάγκη διεργετικῶν: ταχύτητα, θόρυβο, εἰδικά διεργετικά, κάθε εἴδους ἀλκοολικά. Ἄσκησις θά ἦταν μᾶλλον ἤ ἐπιβαλλόμενη ἀνάπαυσις, ἡ πειθαρχία τῆς ἠρεμίας καί τῆς σιωπῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν ἱκανότητα νά σταθῆ γιά τήν προσευχή καί τόν στοχασμό, στήν καρδία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου νά ἀκούη τήν παρουσία τῶν ἄλλων. Ἄσκησις θά ἦταν μᾶλλον ἡ χαρούμενη ἀπάρνησις τοῦ περιττοῦ, τό μοίρασμά του μέ τούς φτωχούς, μιά χαρούμενη ἰσορροπία, μιά δοξολογία.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθὲν ἔξω καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 5:13).
Μὲ τὰ παραπάνω λόγια του Χριστοῦ θα μποροῦσε να περιγραφεῖ ἡ τραγωδία ἑνὸς Χριστιανισμοῦ ποὺ ἀπώλεσε τὴν πρόγευση καὶ τὴν προσδοκία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἀνίκανος νὰ δώσει μαρτυρία γιὰ ὅσα δὲν εἶδε, δὲν ἄκουσε καὶ δὲν ψηλάφισε, ἀπέμεινε χωρὶς ταυτότητα, ἀπόστολή καὶ νόημα, ἀναζητώντας ἄλλοτε νὰ καταξιωθεῖ προσπαθώντας νὰ ἀποδείξει τὴ χρησιμότητα του (μέσα ἀπὸ τὰ καλά ἔργα, τὴ φιλανθρωπία, τὴν κοινωνική προσφορά κτλ), ζητιανεύοντας μάλλον γιὰ μιὰ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἄλλοτε νὰ κρύψει τὴν κενότητα του σὲ μια νοσηρὴ θρησκευτικότητα δραπετεύοντας ἀπὸ τὶς εὐθύνες που συνεπάγεται τὸ εὐαγγέλιο. Κάπως ἔτσι βέβαια σκιαγραφεῖται ἡ παταγώδης ἀποτυχία τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ὁ ἐγκλωβισμὸς τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου στὰ ὑπαρξιακά του ἀδιέξοδα.
Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ παραπάνω σκιαγραφοῦν λίγο πολύ καὶ τὸ δικό μας θολὸ πνευματικό τοπίο. Ο μέσος ὀρθόδοξος χριστιανός πάσχει θὰ λέγαμε ἀπὸ πνευματική ἀμνησία, λήθη θὰ ἔλεγαν οἱ πατέρες. Ἀδυνατεῖ νὰ συνδέσει τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα τῆς παράδοσής του μὲ τὸ περιεχόμενο τους, τὸν ἐξωτερικό τύπο μὲ τὴν οὐσία, τὴν χριστιανική του ὀνομασία μὲ τὴν κλήση τοῦ να εἶναι χρίστιανός, τὰ ἀποτυπώματα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἁγίων προγόνων του μὲ τὴν ἐμπειρία πού τοῦ κληροδότησαν, τοὺς ὁδοδεῖκτες μὲ τὴν ὁδό. Ἀκόμα καὶ ὁ θρησκεύων σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἐλάχιστα νοιώθει, ὅταν λέγει «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» ἢ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» καὶ ἐλάχιστα νοσταλγεῖ τὴν οὐράνια Βασιλεία στὴν ὁποία πολιτογραφήθηκε μὲ τὸ βάπτισμά του. Ἄλλωστε καὶ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὸν τρὸπο που τελεῖται ἔλαχιστα θυμίζει αὐτὸ που πραγματικὰ εἶναι καὶ δυστυχῶς κατανοεῖται, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια, μάλλον σαν μία ἰδιωτικὴ ὑπόθεση ἢ οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ὑποχρέωση. Τέλος καὶ αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ ἀμφιταλαντεύονται ἀνάμεσα στὸ συμβιβασμὸ μὲ τὸ μὴ ἀναστρέψιμο τῆς κατάστασης, στὴ συμμόρφωση μὲ τις διάφορες προσδοκίες τοῦ κόσμου γιὰ τὸ ρόλο τους καὶ στὴν ἔμπνευση τῆς κλήσης τοῦ Κυρίου τους, ποὺ «χρονίζει ἐλθεῖν».
Θὰ τολμούσαμε πάντως νὰ παραφράσουμε ἑρμηνευτικὰ τὸ παραπάνω χωρίο Ματθ. 5:13 ως ἑξῆς: «Ἐσεῖς, οἱ Χριστιανοί, εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς! Ἐὰν ἐσεῖς χαζέψετε καὶ χάσετε τὴν πρόγευση καὶ τὴν προσδοκία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τότε τι νόημα ἔχουν ὅλα αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ κάνετε; Τι νόημα ἔχει ἡ ὕπαρξή σας; Δεν μένει παρὰ νὰ σας πετάξουν σὰν τὸ ἄχρηστο ἁλάτι στοὺς δρόμους καὶ νὰ ποδοπατιέστε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ περιφρόνηση…»
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Ὅσοι χριστιανοὶ τολμήσουν νὰ γίνουν ἐραστὲς τῆς νυκτερινῆς προσευχῆς γρήγορα θὰ ξαναβροῦν μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νυκτός τὸν κεκρυμμένο θησαυρὸ τῆς ἐσχατολογικῆς τοῦς ταυτότητας, ἀφοῦ θὰ πραγματοποιοῦν συστηματικὰ «γενικὴ δοκιμή τῆς Ἀναστάσεως»[1]:
«Ὁ π. Mελχισεδὲκ ἀπήγγειλε μὲ μεγαλοπρέπεια τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου Bασιλείου: : ‘‘Kαθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ναοὺς ἡμᾶς ποιῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Kαὶ δώρησαι ἡμῖν ἐν ἀγρύπνῳ καρδίᾳ καὶ νηφούσῃ διανοίᾳ, πᾶσαν τοῦ παρόντος βίου τὴν νύκτα ἡμᾶς διελθεῖν, ἀπεκδεχομένους τὴν παρουσίαν τῆς λαμπρᾶς καὶ ἐπιφανοῦς ἡμέρας τοῦ μονογενοῦς σου Yἱοῦ, τοῦ Kυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστοῦ, ἐν ᾗ μετὰ δόξης ἐπὶ γῆς ὡς Kριτὴς τῶν ἁπάντων ἐλεύσεται ἑκάστῳ ἀποδοῦναι κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀναπεπτωκότες καὶ ὑπνοῦντες, ἀλλ᾽ ἐγρηγοροῦντες καὶ διεγηγερμένοι ἐν τῇ ἐργασίᾳ τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ εὑρεθοίημεν…’’.
Ἡ πρώτη προσευχή, πού καθιερώθηκε ἀπ᾽ τόν ἴδιο τὸν Xριστὸ εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτίου. Διότι Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ Kύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ» (Mάρκ. ιγ´ 35). Tὸ μεσονυκτικὸν εἶναι, στ᾽ ἀλήθεια, μιὰ γενικὴ δοκιμὴ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Xριστοῦ στὴ γῆ… Tὰ μεσάνυχτα ἀκρβῶς, ὅλες οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν κι ὅλα τὰ σήμαντρα ἀρχίζουν νὰ ἀντηχοῦν στὸν ἀέρα. Ξαφνικά! Oἱ καμπάνες τοῦ μεσονυκτίου συμβολίζουν τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, ποὺ θ᾽ ἀντηχήσουν τὴν τελευταία μέρα κατὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ἀκούγοντας τὶς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, οἱ νεκροὶ θὰ βγοῦν ἀπ᾽ τὶς κοιλιὲς τῶν ζώων. Kι ὅλοι θὰ παρουσιασθοῦν μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Xριστοῦ, ποὺ θὰ καθήση ὡς κριτής. Περιστοιχισμένος ἀπ᾽ τοὺς ἀγγέλους.. Tὰ μεσάνυχτα, ἀκούγοντας τὶς καμπάνες καὶ τὰ σήμαντρα, οἱ μοναχοί, ποὺ κοιμοῦνται στὰ κελλιά τους, τὰ σκορπισμένα μέσα στὸ δάσος, γύρω ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησία, ξυπνοῦν στὰ νεκροκρέββατά τους. Kι οἱ μοναχοὶ σηκώνονται ἀπ᾽ τὰ κρεββάτια τους καὶ βγαίνουν ἀπ᾽ τὰ κελλιά τους ἀκριβῶς ὅπως θὰ βγοῦν ἀπ᾽ τοὺς τάφους των. Oἱ μοναχοὶ ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς γῆς σηκώνονται ἀπ᾽ τὰ κρεββάτια τους τὰ μεσάνυχτα. Kαὶ σπεύδουν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ ἱερεὺς ντυμένος μὲ τ᾽ ἄμφιά του τοὺς περιμένει μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο, ὅπως ὁ Xριστὸς θὰ περιμένη στὸν θρόνο του τὴν ἔλευσι τῶν ἀναστημένων ἀνθρώπων. Kατόπιν – ὅταν ὅλοι οἱ μοναχοὶ εἶναι παρόντες– ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτίου.
-Kάνετε κάθε νύχτα αὐτὴ τὴ γενικὴ δοκιμὴ τῆς ἀναστάσεώς σας;
-Mάλιστα, ἀποκρίθηκε ὁ π. Mελχισεδέκ. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ πολλοὶ λαϊκοί, ποὺ ξυπνοῦν τὰ μεσάνυχτα καὶ κάνουν τὴν τελετὴ τῆς ἀναστάσεως, ποὺ περιμένομε μετὰ τὸν θάνατό μας..
Διεπίστωσα πὼς γιὰ τὸν π. Mελχισεδὲκ αὐτὴ ἡ ἀκολουθία, ποὺ συμβολίζει τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἔσχατη κρίσι, ἦταν μιὰ ἀπ᾽ τὶς ἀκολουθίες, ποὺ προτιμοῦσε. Kαὶ δὲν ἔπεσα ἔξω. Διότι ἀμέσως μετὰ προσέθεσε:.
-Zοῦμε, περιμένοντας τὴν ἀνάστασί μας. Γιατὶ ἡ ἀνάστασις εἶναι ὁ ὑπέρτατος σκοπὸς κάθε ἀνθρώπου. Kαὶ περνοῦμε τὴ ζωή μας, περιμένοντάς την. Ἡ ἀνάστασίς μας θά ᾽ναι ἐκθαμβωτική. Kανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν φαντασθῆ. Ὁ Xριστὸς θὰ ξανάρθη. Ἀνάμεσά μας…».
Αμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ.
[1] Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλιο τοῦ Βιργκίλ Γκεοργκίου, Ένα ὄνομα γιὰ τὴν αἰωνιότητα, εκδ. Τῆνος, 2002.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ ἀνακαλύψουμε ξανά τὸν μονάδικά πασχάλιο χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὰ ἀρχαῖα προνόμια της. Ἡ Κυριακὴ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἀλλὰ καὶ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, τὴν ἐναργέστατη εἰκόνα τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου. Ἀποτελεῖ τὸ ἑβδομαδιαῖο Πάσχα καὶ ἔχει τὸν χαρακτήρα δεσποτικῆς ἑορτῆς. Ἀπὸ αὐτὴν εἰσέρχεται ἄπλετο τὸ φῶς τῆς Βασιλείας στὴν Ἱστορία καὶ ἀπὸ αὐτὴν λαμβάνει φῶς καὶ χρῶμα τὸ γκρίζο τῆς καθημερινότητας μας. Ἡ μὴ μετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀπολύτως ἀδιανόητη καὶ ἀποτελεῖ προσβολὴ στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ποὺ ἀν καὶ ἀναξίους ἀναγκάζει ἡμᾶς εἰσελθεῖν στὸ μεγάλο δεῖπνο. Τὴν Κυριακὴ δὲν πενθοῦμε καὶ δεν γονατίζουμε ἀλλὰ προσευχόμαστε ὄρθιοι διακηρύττοντας ὅτι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε υἱοί τῆς Ἀναστάσεως. Κατὰ τὴν Κυριακὴ δὲν δουλεύουμε ἀλλὰ δίνουμε χρόνο καὶ χῶρο γιὰ να συναντήσουμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀλλους ἀνθρώπους. Ἡ Κυριακὴ εἶναι τέλος καὶ ἀρχή τῆς ἑβδομάδας καὶ τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἀφετηρία καὶ προορισμός. Ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ θεία κοινωνία. Σὲ αὐτὴν συντελεῖται τὸ «ἤδη καὶ ὄχι ἀκόμη», τὸ «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστί». Ἡ πρόγευση καὶ ἡ προσδοκία.
Δεν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶμαστε πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μην εἴμαστε μέλη μιας συγκεκριμένης εὐχαριστιακῆς κοινότητας μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, συγκροτοῦμε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, λειτουργοῦμε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾶ καρδίᾳ» ἀποτελοῦμε ἀλλήλων μέλη, θεραπευόμαστε, ἀνεχόμαστε, μαθαίνουμε νὰ ἀγαποῦμε, ἐνεργοποιοῦμε τὰ χαρίσματα μας εἰς διακονίαν τοῦ σώματος καὶ χαιρόμαστε τὰ χαρίσματα τῶν ἀδελφῶν μας, ἔχουμε θέση καὶ ἀποστολή, ἡ παρουσία μας εἶναι πολύτιμη καὶ ἡ ἀπουσία μας αἰσθητή.
Στὸ λειτουργικὸ φῶς ἡ καθημερινότητα ἀποκαλύπτει τὶς ἐσχατολογικές της διαστάσεις. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ συγκεκριμένος αὐτὴν τὴ στιγμή πλησίον, ὁ ἐλάχιστος ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ ὁποίου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά που κινδυνεύουμε νὰ παραθεωρήσουμε. Ἡ συναίσθηση τῶν ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τῆς καθημερινότητας ἀπαιτεῖ διαρκὴ ἐγρήγορση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ καρδιά που γεύεται τὴν συγχώρεση, τὸ χάρισμα τοῦ χρέους τῶν μυρίων ταλάντων κατὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι δυνατόν «νὰ πνίγει τὸν ἀδελφὸ διὰ τὰ δηνάρια», ἀλλὰ πλατύνεται καὶ συγχωρεῖ. Οἱ θλίψεις ἄλλωστε καὶ οἱ περιστάσεις τοῦ βίου μπροστὰ στὸ φῶς τῆς βασιλείας σμικρύνονται καὶ χάνουν τὴ φοβερή τους ὄψη. Ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος καὶ οἱ σκιές του ὑποχωροῦν ἐμπρὸς στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ ἀνατέλλει στὴν καρδιά τοῦ πιστοῦ.
π. Γεωργίου Florovsky
Η Εκκλησία δεν μας δίνει ένα σύστημα, αλλά ένα κλειδί• δεν μας δίνει ένα σχέδιο της Πολιτείας του Θεού, αλλά το μέσο για να μπούμε σ’ αυτήν. Ίσως κάποιος χάσει το δρόμο του γιατί δεν έχει σχέδιο. Αλλά ό,τι δει, θα το δει δίχως μεσολαβητή, θα το δει άμεσα, θα είναι πραγματικό γι’ αυτόν• ενώ αυτός που έχει μελετήσει μόνο το σχέδιο κινδυνεύει να μείνει απ’ έξω και να μη βρει πράγματι τίποτα.
Ἀπελπισμοῦ ἀνάσχεσις
Σχόλια στό Ε΄ Ἐωθινό ( Λκ. κδ΄ 12-35)
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Κάθε ἄνοιξη, μέ τόν Ἀσπασμό τῆς Ἀνάστασης, ἀνοίγεται στόν καθένα μας ἡ ἀναπάντεχη εὐκαιρία κατά τήν ἔγκοπο ὁδοιπορία μας "εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἦ ὄνομα Ἐμμαούς"
Μιά ὁδοιπορία κάτω ἀπό τίς συστοιχίες τῶν αἰωνόβιων δέντρων, μέσ᾿ ἀπ᾿ τίς φυλλωσίες τῶν ὁποίων φιλτραρισμένος ραντίζει μέ τίς ἀκτῖνες του ὁ ἀνοιξιάτικος ἥλιος τούς δύο μαθητές καί τόν Κύριο, πού ἀσφαλῶς, μήτε ἐκεῖνοι Τόν ἀναγνώρισαν, ἀλλ᾿ οὔτε καί μεῖς. Μέχρι σήμερα...
"Κί ἤγγισαν εἰς τήν κώμην....", σέ ὥρα δειλινή, μέ φωτεινά πλύχρωμα σημάδια νά στολίζουν τό στερέωμα. Ἐκεῖνος "προσποιεῖτιαι πορωτέρω πορεύεσθαι", κάτι πού δέν τό ἐπιθυμοῦν μήτε οἱ Μαθηταί, ἀλλ᾿ οὔτε κι μεῖς.
"Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα.." Τόν παρακαλοῦμε, κι ἡ φωνή μας ἄνεβαίνει ἀπό τά σπλάχνα μας ὅπως ἡ προσευχή.
"Μεῖνον..."
Νυχτώνει.
Ἐκεῖνος "εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σύν αὐτοῖς", ἀλλά καί μαζί μας.
Τώρα πιά δέ φοβόμαστε πού "σκότος ἐγένετο". Ἀναμμένη ἡ λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης, τῆς Παρουσίας καί τῆς εὐλογίας Του "ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου", καταλύει κάθε σκοτεινιά, συγνεφιά καί ἄλγος. Κι ἄς ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνἀληψη. Ἡ Γιορτὴ μὲ τὸ φτερούγισμα τῆς χαρμολύπης νὰ γίνεται λόγος Ἀποστολικὸς, λόγος καὶ αἴτημα ὅλων τῶν πιστῶν : «Δέσποτα, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανοὺς, οὕς δ᾿ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου, ὡς εὔσπλαχνος· ἀλλ᾿ ἀπόστειλον ὡς ὑπέσχου ἡμῖν τὸ Πανάγιόν σου Πνεῦμα, φωταγωγοῦν τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Ἡ Ἀνάληψη λοιπόν, ποὺ μᾶς εἰσοδεύει στὴν Πεντηκοστή. Δηλαδὴ στὴν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου. Παναπεῖ, ἐκείνου ποὺ ξέρει νὰ μᾶς παρηγορεῖ. Ἀκόμα καὶ σήμερα.....
Αρχιεπ. Αυστραλίας Στυλιανού
Όποιος είχε την αγάπη τύχη να συναντήσει ένα Άγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει ‘φυσικώτερο’ χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα. Κι ένα παρήγορο μήνυμα θέλει να το πει κανείς σ’ όλους τους ανθρώπους...
Οι Άγιοι δεν έχουν φωτογραφίες, αλλά εικόνες. Την φωτογραφία την κάνει η μηχανή ασύνειδα και αντιγράφοντας την ακατέργαστη αμεσότητα του ενθάδε. Την προσωπογραφία και την εικόνα την ιστορεί η ψυχή, απομαντεύοντας κυρίως με την μνήμη και την συνείδηση – και γι’ αυτό επώδυνα και θαυμαστικά – τις προεκτάσεις που έδωσε στο κτιστό ο μεταμορφωμένος κόσμος του επέκεινα.
• … Ο γάμος είναι ένας δρόμος· αρχίζει από την γη και τερματίζει στον ουρανό. Είναι μία σύναψις, ένας σύνδεσμος μαζί με τον Χριστόν, πού μας βεβαιώνει ότι θα πάμε κάποτε στον ουρανό….
• …Πάνω από την αγάπη, πάνω από τον άνδρα σου, πάνω από την γυναίκα σου, πάνω από τα καθημερινά σου γεγονότα, να θυμάσαι ότι προορίζεσαι για τον ουρανό, ότι μπήκες στον δρόμο πού πρέπει οπωσδήποτε να σε βγάλη εκεί. Η νύμφη και ο γαμπρός δίνουν τα χέρια τους, τους πιάνη ο ιερεύς και ακολουθούν γύρω από το τραπέζι χορεύοντας και ψάλλοντας. Αυτό σημαίνει ότι ο γάμος είναι η πορεία, το ταξίδι πού θα καταλήξη στον ουρανό, στην αιωνιότητα.
• Στον γάμο φαίνονται ότι παντρεύονται δύο. Δεν είναι όμως δύο αλλά τρεις. Παντρεύεται ο άνδρας την γυναίκα και η γυναίκα τον άνδρα, αλλά και οι δύο μαζί υπανδρεύονται τον Χριστόν. Τρεις επομένως λαμβάνουν μέρος στο μυστήριο και τρεις πλέον παραμένουν στην ζωή τους.
• Όλα όσα χρησιμοποιούνται, κατά την τέλεσι του γάμου, είναι σκιές και σύμβολα πού δείχνουν ότι εκεί είναι ο Χριστός. Όταν κάθεσαι και βλέπεις ξαφνικά μια σκιά, καταλαβαίνεις ότι κάποιος έρχεται. Δεν τον βλέπεις· το ξεύρεις όμως. Πρωί πρωί σηκώνεσαι και βλέπεις κατακόκκινο τον ορίζοντα στην ανατολή. Θα βγη, λες, σε λίγο ο ήλιος…
• Όταν βλέπης τον γάμο σου, τον άνδρα σου, την γυναίκα σου, όταν βλέπεις τις στεναχώριές σου, τα πάντα μέσα στο σπίτι σου, να ξεύρης ότι είναι σημάδια της παρουσίας του Χριστού. Είναι σαν να ακούς τα βήματά του, σαν να έρχεται, σαν να πρόκειται να ακούσης τώρα και την φωνή του. Σκιές είναι όλα αυτά πού δείχνουν ότι μαζί μας είναι ο Χριστός. Είναι αλήθεια ότι εξ αιτίας των μεριμνών μας τον νοιώθομε ως απόντα. Τον βλέπομε όμως μέσα στις σκιές και είμαστε βέβαιοι ότι είναι μαζί μας….. Η ζωή μας είναι πλέον μαζί με τον Χριστόν…
Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Κοίμηση 19.5.2013 Εξόδιος ακολουθία 21.5.2013.
Πανιερώτατε Τριμυθούντος κ. Βαρνάβα, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.
«Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».Τα λόγια αυτά βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση που κηδεύουμε σήμερα, τη μακαριστή πνευματική μας μητέρα και γιαγιά Καλλιόπη Χριστοφόρου.
Η όλη βιοτή της ήταν γεμάτη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Γεννήθηκε στο Δάλι το 1927 και μεγάλωσε σε μία πολύτεκνη οικογένεια. Οι γονείς της, Σταύρος και Ευδοκία Πίττα, κάτοικοι Ιδαλίου, την μεγάλωσαν με τα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως και την διαπαιδαγώγησαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Αυτά τα βιώματά της τα μετέδιδε πρώτα στα παιδιά του νηπιαγωγείου που για πάρα πολλά χρόνια εργάστηκε στην Αθηαίνου, όπου παντρεύτηκε τον εξ Αθηαίνου μακαριστό Πέτρο Χριστοφόρου.
Εργάστηκε επίσης σαν νηπιαγωγός στο Δάλι, το χωριό της, όπου είχε εγκατασταθεί τα τελευταία της χρόνια, προτού συνταξιοδοτηθεί.
Παρά το γεγονός ότι οι γιατροί της απέκλεισαν την ελπίδα να αποκτήσει παιδί, εντούτοις θεία χάριτι απέκτησε ως εκ θαύματος ένα και μοναδικό παιδί, τον Στυλιανό, και ευτύχισε να δει 5 εγγόνια, την Καλλιόπη, τη Χρύσω, τη Φιλιώ, τον Πέτρο και το Νικήτα.
Για όλη της τη ζωή νοιαζόταν για όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Προσπάθειά της ήταν πώς να επικοινωνεί μαζί τους, να τους νοθετεί στο δρόμο του θεού, της εξομολογήσεως και της προσευχής, διανέμοντας φυλλάδια, περιοδικά, βιβλιαράκια, εικόνες και οτιδήποτε σχετιζόταν με τα χριστιανικά βιώματα για νουθεσία των πάντων προς την κατεύθυνση του μεγαλείου της πίστεως προς το Θεό. Έχαιρε άκρας εκτιμήσεως από όλους όσοι τη γνώρισαν για την μεγάλη ταπεινοφροσύνη της, την πραότητα, την ηρεμία, την πειστικότητα, τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της.
Αυτό όμως που την διέκρινε περισσότερο και έδειχνε τη μεγαλοψυχία της ήταν η ανεξικακία της, ότι συγχωρούσε και αυτούς που παράφορα την αδικούσαν, τόσο στο λειτούργημα της ως νηπιαγωγός όσο και στην προσωπική της ζωή.
Ήταν γυναίκα της συνεχούς, αδιάλειπτου προσευχής, της κατανόησης, της αγάπης, της διακριτικότητας και πάντοτε έβρισκε ένα καλό λόγο να πει στον κα- θένα για κάθε περίπτωση. Γνώριζε πότε έπρεπε να μιλήσει και πότε έπρεπε να σιωπήσει, για να μιλήσει κάποιος άλλος χωρίς να τον διακόπτει ή να τον συμπληρώσει.
Η συνομιλία μαζί της σου έδινε δύναμη, θάρρος, κουράγιο, ελπίδα για να συνεχίσεις το βιοποριστικό και πνευματικό αγώνα της ζωής.
Η όλη της παρουσία, το λεκτικό της, οι νουθεσίες της έδιναν την εικόνα στον καθένα που την πλησιάζε ότι μιλούσε σε μια σεβαστή γερόντισσα-ηγουμένη ενός μοναστηριού και τούτο διότι όλη της η ζωή ήταν δοσμένη ολότελα στο θέλημα του θεού και όχι στο δικό της θέλημα.
Άφηνε τον εαυτό της αποκλειστικά και μόνο να κυβερνάται από το Θεό σε όλες τις περιστάσεις της ζωής της, που ήταν γεμάτη από διάφορες ασθένειες και δυσκολίες προσωπικές. Είδε πολλές φορές την επέμβαση του Θεού στις διάφορες αρρώστιες της που είχα την ευλογία να την ακούσω από το ίδιο της το στόμα. Τούτο μου έδωσε την βεβαιότητα ότι και σήμερα υπάρχουν χαριτωμένοι άνθρωποι εκ Θεού που κυκλοφορούν μεταξύ μας, όπως την γιαγιά Καλλιόπη.
Η στοργή που είχε για τον καθένα μας, μάς έδινε την πειστικότητα να την αποκαλούμε πολλοί δεύτερη μας μάνα.
Σύσσωμη η πόλη Ιδαλίου και περιχώρων και όσοι από πολλά μέρη της Κύπρου είχαν γνωρίσει τη μακαριστή Καλλιόπη την προπέμπουμε σήμερα με ευχές προς τον Κύριο του Παντός όπως την αναπαύσει στας αιωνίους μονάς τού παραδείσου όπως αξίζει σε τέτοια εκλεκτά τέκνα του Θεού.
Πανιερώτατε, σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί εν Χριστω αδερφοί,. Ελπίζουμε ότι θα έχουμε μια μεσίτρια στο θρόνο του Θεού να εύχεται για τη σωτηρία τον ψυχών μας.
Καλό Παράδεισο, γιαγιά Καλλιόπη. Χριστός Ανέστη.
Πατήρ Σπυρίδων Ζαχαριάδης.
" Ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου..."
( Μικρά κεφάλαια περί προσευχῆς)
π. Κωνσταντίνου Ν. Καλλιανού
Στὴν ἱερὴ Μνήμη τοῦ σεβαστοῦ μου Μαρκέλλου μοναχοῦ Καρακαλλινοῦ
1. Ὁ λόγος μου εἶναι πολύ φτωχός, ὥστε νά διαβεῖ τά ὅριά του καί νά προσεγγίσει τό μεγαλειῶδες τῆς προσευχῆς ἱερό τοπίο, ὅπου τό εἶναι εἰσέρχεται στήν εὐλογημένη συνάντηση μέ τό Θεό. Γιατί τήν ἐπιζητοῦμε αὐτή τή συνάντηση, μάλιστα σέ ὧρες πικραμένες, σέ στιγμές μοναξιᾶς καί ἀπελπισίας, ὅταν οἱ βεβαιότητες, ὅσον ἀφορᾶ τά ἀνθρώπινα πράγματα καί ζητήμτα, ἐξαντλοῦνται ἤ βαραίνουν σέ σημεῖο νά μᾶς ὁδηγοῦν, νά μᾶς παρασύρουν σέ βυθούς ἀπωλεἰας. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστα γράφτηκε πώς "προσευχή σημαίνει ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, συνάντηση μέ τόν Θεό, καί προώθηση πιό πέρα ἀπό τή συνάντηση, στήν κοινωνία μαζί Του."( Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρόζ). Μέσα ἀπό τήν ἀναζήτηση λοιπόν αὐτή καί τή συνάντηση, ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἡ εἰλικρινής σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό τόν βαθμό τῆς πίστεως, δηλαδή τῆς ἐμπιστοσύνης, τήν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὡς κτίσμα, στό Θεό ὡς τόν Κτίστη καί Δημιουργό του.
2. Ἡ προσευχή εἶναι ἀσφαλῶς ἡ πιό εὐγενής καί ἐπίσημη ἐκδήλωση τοῦ θρηκευτικοῦ λεγομένου συναισθήματος τοῦ ἀνθρώπου (π. Κων. Καλλίνικος) Μόνο πού πρέπει ν᾿ αὐθύνεται μέ εἰλικρίνεια, συντριβή καί ταπείνωση στόν Κυριό μας κι ὄχι στόν ἑαυτό μας, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ νοῦς μας δέν ἔχει ἀποκολληθεῖ ἀπό τήν αὐτοβέβαιότητά μας, ἀπό τήν αὐτάρκειά μας καί τήν φαρισαϊκή μας συμπεριφορά. Γιατί τότε ἡ προσευχή εἶναι μονόλογος, ἐπειδή δέν τόν ἀπασχολεῖ τόν προσευχόμενο νά καταφύγει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά μάτια καί στήν προσοχή τῶν ἀνθρώνων "διά τό θεαθῆναι", γιά τήν εἴσπραξη τῶν ἐπαίνων: ὅτι τάχα ἐπιτελεῖ ἐπιμελῶς τά "θρησκευτικά του καθήκοντα" καί δέν εἶναι "ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων"( Λκ. ) Τό δυσάρεστο εἶναι πώς οἱ φαρισαϊκοί θρησκευτικοί ἐμπαιγμοί, τόσον ἀπό μερίδα, ὄχι καί εύκαταφρόνητη, τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος, ὅσο καί ἀπό κάποιους λειτουργούς Του συνεχίζονται.........Καί ταῦτα πρός νουθεσίαν μας.
3. Ὁ ὅσιος Νεῖλος ἀναφέρει ὅτι "οἱ δαίμονες ἐχθρεύονται πολύ τήν προσευχή καί τούς εἶναι πολύ δυσάρεστη"(Λόγος περί προσευχῆς, μετ. π. Εύσέβιος Βίττης) Ὅμως αὐτό δέν τό πολυκαταλαβαίνουμε, γιατί μέσα στίς καθημερινές μας τίς μέριμνες μπερδεύεται κι ὀ σατανάς, σέ σημεῖο πού νά μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τήν προσευχή καί γενικότερα τήν ἐνασχόλησή μας μέ τά πνευματικά, βάζοντας τό λογισμό μας νά μᾶς καθησυχάζει μέ τήν ἀναβολή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀναβολή γεννᾶ τήν ἀπειθαρχία καί κατά συνέπεια τούς περισπασμούς. Αὐτό, μάλιστα, μᾶς προτρέπει καί ὁ ὅσιος Νεῖλος ὅταν λέγει:"Στῆθι ἐμπόνως καί προσεύχου εὐτόνωςκαί ἀποστρέφου τάς τῶν φροντίδων καί διαλογισμῶν ἐπιτεύξεις"δηλ. "Στάσου καί προσευχήσου ἔντονα καί σιχάσου τίς συνομιλίες τῶν φροντίδων τῶν λογισμῶν"( μετ. π. Εὐσέβιος )
4. Συνακόλουθη μέ τήν προσευχή εἶναι καί ἡ ἀγρυπνία, ἡ διαρκής δηλαδή ἐνθύμηση τῆς ἐγρηγόρσεως, ἤ ὅπως λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: "Γρηγορεῖτε, ἤτοι εὑρίσκεσθε πάντοτε ἔξυπνοι (δηλ. ἄγρυπνοι) κί ἑτοιμασμένοι, ἐπειδή δέν ἠξεύρετε εἰς ποίαν ὥραν θέλει ἔλθει Κύριος διά νά ἀποδώσῃ εἰς τόν κάθε ἕνα κατά τά ἔργα του". Αὐτό παράλληλα ἀνακαλεῖ στή μνήμη μας τόν Κυριακό λόγο τῆς ἀγωνιώδους ἐκείνης καί φρικτῆς ὥρας στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆς."Οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ;"(Μτθ.26,40) Γιά νὰ ἐξηγήσει ὁ ἱ.Εὐαγγελιστής, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου δέν ἦταν ὅπως οἱ προηγούμενες πού συναντοῦμε στά ἱ. Εὐαγγέλια (λ.χ. Μρκ. 1. 9 έξ. Μτθ 14, 22-23 κ.ἀ) Ἀλλά ἦταν ἒναγώνιος εὐχή, σύμφωνα μέ τό εὐαγγελικό λόγιο: "Καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο"(Λκ. 22, 44), γιά νά συνεχίσει ὁ χριστιανός φιλόσοφος Βλάσιος Πασκάλ καί νά πεῖ: "Ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται σέ ἀγωνία, ὡστόσο ἄς μή μᾶς καταλάβει ὁ ὕπνος. Ἀφοῦ ὀ Ἰησοῦς βρίσκεται σέ ἀγωνία καί βάσανα ἄς προσευχηθοῦμε ἀκόμα πιό πολύ". Γιά να συνεχίσει ὁ π. Μιχαήλ Καρδαμάκης "Ἡ ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ περιμένει καί τή δική μας ἀγωνία, ὅταν μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά τά ἐπερχόμενα γεγονότα.."
5. Μοναξιά καί προσευχή· εἴσοδος στό "ταμιεῖον", κλείσιμο ἐρμητικό τῆς θύρας καί προσευχή "ἐν τῶ κρυπτῷ"(Μτθ. 6, 6). Γιατί τότε θά καθαιρεθεῖ καί τό παραμικρό ἴχνος φαρισαϊσμοῦ καί προσποιήσεως, ἐπάρσεως καί αὐτοβεβαιώσεως. Τότε ἡ συντριβή, τά δάκρυα, οἱ στεναγμοί καί γενικότερα ἡ γύμνωση τῆς ψυχῆς ἀπό τά προσωπεῖα θά ἔχει μεγαλύτερα καί οὐσιαστικότερα ἀποτελέσματα. Γιατί τὸ βαθύτερο πρόβλημα καί τό πλέον οὐσιαστικό εἶναι τό π ῶ ς εἰσέρχεσαι καί πόσο συχνά τό ἐπιχειρεῖς αὐτό. Ἐπειδὴ μέσα στὶς μέρες ποὺ ἔρχονται, εἶναι προτιμότερη ἡ εἴσοδος στὸ «ταμιεῖον» καὶ λιγότερο ὅπου ἀλλοῦ…….
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν
Ο φόβος του θανάτου προέρχεται από τη βιασύνη, τη φασαρία, την τύρβη και όχι από την ευτυχία. Όταν κάποιος γυροφέρνει πολυάσχολος και ξαφνικά θυμηθεί τον θάνατο, ο θάνατος τότε του φαίνεται εντελώς παράλογος, απαίσιος. Όταν όμως φτάσεις στην ησυχία, στην ευτυχία, στοχάζεσαι τον θάνατο και τον αποδέχεσαι με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Επειδή ο ίδιος ο θάνατος βρίσκεται σ’ ένα ανώτερο, ‘σημαντικό’ επίπεδο, φαίνεται τρομακτικός μόνον όταν συνδέεται με τη συνηθισμένη, κατώτερη, αχρείαστη πολυπραγμοσύνη. Στην ευτυχία, στη γνήσια ευτυχία, αισθανόμαστε την παρουσία της αιωνιότητας στην καρδιά μας, έτσι ώστε η ευτυχία να ανοίγεται στον θάνατο. Και τα δύο μοιάζουν μεταξύ τους, και τα δύο αγγίζουν την αιωνιότητα. Στην πολυπραγμοσύνη δεν υπάρχει αιωνιότητα και γι’ αυτό η τύρβη απορρίπτει τον θάνατο. ‘Μετά των αγίων ανάπαυσον...’ - σημαίνει εν τω θανάτω, όπως τον αντιλαμβάνεται ο ευτυχισμένος άνθρωπος.
Του κ. Γιώργου Μάλφα
Το βράδυ της Μ. Τρίτης ως γνωστόν, στους ναούς των Ορθοδόξων όπου γης, ψάλλεται το περίφημο τροπάριο της Κασσιανής. Το απόλυτο αυτό αριστοτέχνημα λόγου και μέλους στο οποίο η χαρισματική βυζαντινή υμνογράφος εξέφρασε με τρόπο ακραία αληθινό και ποιητικά μοναδικό, τον καημό και το πάθος της «αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός».
Κάθε Μ. Τρίτη βράδυ αναπολώ με συγκίνηση τον παπά πατέρα μου, αυτόν των παιδικών μου χρόνων στο γενέθλιο νησί μας. Σοβαρός και ιεροπρεπής εξέρχονταν του ιερού προκειμένου να πάρει θέση στο δεξιό χορό για να ψάλλει ο ίδιος το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» περιστοιχιζόμενος από μια ομάδα ζωηρών εφήβων. Καμάρωνα μέσα μου τότε για την πρωτοκαθεδρία του πατέρα και πατώντας στις μύτες των ποδιών μου προσπαθούσα να ανασηκωθώ ώστε να βλέπω κάτι από το μεγάλο ορθάνοιχτο βιβλίο.
Θυμάμαι την απόλυτη σιγή που επικρατούσε τότε μονομιάς στην εκκλησία και την αυστηρή προσήλωση του πατέρα στην απόδοση του ύμνου. Αισθάνομαι ακόμη το βαρύ χέρι του που ακουμπούσε στον ώμο μου. Και στ’ αυτιά μου ηχεί ακόμη το ισοκράτημα της χορωδίας. Εκεί στο αναλόγιο της ενορίας μας, τα πρώτα συλλαβίσματα, «ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι» που λέει ο Ελύτης. Παιδικά αλησμόνητα βιώματα…
Μα κάτι ιδιαίτερο, μου προξενούσε ξεχωριστή εντύπωση κάθε Μ. Τρίτη…
«Πόρνη προσήλθέ σοι», «Η πόρνη εν κλαυθμώ ανεβόα», «Το πολυτίμητον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων», «Πόρνη επιγνούσα Θεόν» «Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δεσπότη»… Αυτά και άλλα πολλά, διόλου εύηχα, εκστομίζονταν κατ’ εξακολούθησιν μελωδικά στη διάρκεια όλης της βραδιάς. Παρά την αφελή μου τότε άγνοια υποψιαζόμουν πάντως ότι κάτι εξόχως τολμηρό λέγεται με μιαν επιμονή εντελώς ακατανόητη. Η περιέργεια με έτρωγε. Για να ρωτήσω τον πατέρα ζητώντας διευκρινίσεις ούτε λόγος. Κάτι μου έλεγε να μην το αποτολμήσω, να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Και πάντως η διάχυτη και αόριστη εξήγηση περί «κακών γυναικών» που τυχαία έπιασε τ’ αυτί μου δεν με ικανοποιούσε καθόλου. Ύποπτα πληθωρικός ο λόγος σε μια ακολουθία, για τόσες πολλές και τόσο πολύ «κακές γυναίκες»!
Αναζήτησα λοιπόν με τη δέουσα κρυψίνοια τη σημασία της λέξης «πόρνη» στο παλιό λεξικό της πατρικής βιβλιοθήκης. Η επίμαχη όμως και υπερβολικά κομψευμένη λεξικολογική διατύπωση επέτεινε τη σύγχυση και την απορία μου. Τι σχέση αλήθεια, αναρωτιόμουν, θα μπορούσε να έχει μια «γυνή εκδιδομένη επί χρήμασι» με το βούρκωμα στα μάτια και τη φωνή του πατέρα, που μας καθήλωνε όλους εκστατικά, μικρούς και μεγάλους, όση ώρα έψελνε το τροπάριο της Κασσιανής; Κάπου τότε είναι που γεννήθηκε μέσα μου, πρώιμα και μυστικά, ένα δέος απόκρυφο για τις πόρνες. Όλες τις πόρνες. Τις πόρνες γενικώς!
Τα χρόνια πέρασαν, η απορία μου λύθηκε και το δέος έγινε συμπάθεια. Τρυφερή και απέραντη συμπάθεια για την κατηγορία αυτή των γυναικών, των τόσο ανυπόληπτων στον θρησκευτικό και κοινωνικό μου περίγυρο. Φοιτητής μάλιστα στην Αθήνα είχα την ευλογία να «γνωρίσω» πολλές από αυτές! Συνήθιζα να περπατώ αμέριμνος αργά τα βράδια στους δρόμους του κέντρου της πρωτεύουσας, δίχως υποψία φόβου και κυρίως ενοχών μη με δει κανένα μάτι. Άλλοτε γιατί έχανα το τελευταίο δρομολόγιο της γραμμής 732 Αθήνα-Άγιος Φανούριος που με πήγαινε στο σπίτι μου, άλλοτε για να αγοράσω φρεσκότατες τις κυριακάτικες εφημερίδες, από το βράδυ του Σαββάτου, στους πάγκους της Ομόνοιας. Κάποιες φορές πάλι απλώς για να … αλλάξω παραστάσεις. Πλατεία Ομονοίας, Αγ. Κωνσταντίνου, Σωκράτους, πλατεία Βάθη, Λιοσίων, πλατεία Αττικής. Δρόμοι και πλατείες, τόποι απρόσιτοι, σχεδόν απροσπέλαστοι και σιωπηρά απαγορευμένοι τις νυχτερινές ώρες για τη συμβατική κοινωνική ευπρέπεια. Ένα τεράστιος μικρόκοσμος μυστηρίου και μαρτυρίου: λαθραίο περιθώριο, υγρό καταγώγιο, σκοτεινός υπόκοσμος. Μικρό, περί, κατά, υπό. Μα γιατί τόσες μικρόψυχες προθέσεις προσχηματικά τοποθετημένες μπροστά σε τόσο άθλιες διαθέσεις; Πόσες απαιτούνται επιτέλους, για να περιχαρακώσουν τα σώματα και τις ψυχές τόσων ανθρώπων;
Πόρνες, αλκοολικοί, τραβεστί, εξαρτημένοι, άστεγοι, σαλοί και τρελαμένοι. Υπολογίστε, σας παρακαλώ, ανάμεσα σ’ αυτούς και κάμποσους αγίους! Τι νομίζατε! «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» δεν λέει στη Γραφή; Πνευματικός νόμος! Πάει και τελείωσε. Ας σκούζουν οι ηθικιστές κάθε κοπής. Κάτι παραπάνω ήξερε ο Άγιος της Πολυκλινικής στην Ομόνοια, ο γέροντας Πορφύριος, που δεν απέφευγε τις κακοτοπιές και άγιαζε τα «κακά» κορίτσια την παραμονή των Φώτων μέσα στα ίδια τους τα σπίτια! Αυτά τα κορίτσια του δρόμου, της φθηνής επιτήδευσης και των περίτεχνων ακκισμών, με το τσιγάρο στο χέρι, που καθώς περνούσες δίπλα τους, εκλιπαρούσαν προκλητικά την παρέα σου, πουλώντας σε ευτελιστική τιμή την τιμή και το μεγαλείο του προσώπου τους. Ανακαλούσα αίφνης τότε το τροπάριο της Κασσιανής με τον τρόπο του πατέρα και η συμπάθειά μου γι’ αυτές μεγάλωνε, αύξανε μέσα μου! Δεν έβλεπα τότε την ασχήμια του ρημαγμένου τους κορμιού, δεν διέκρινα πια πάνω τους τα στίγματα του πάθους, της ταλαιπωρίας, της αγοραίας εκμετάλλευσης. Δεν ήταν οίκτος, δεν ήταν από λύπηση, ήταν κάτι άλλο. Δεν ξέρω. Γι αυτό και θύμωνα πολύ μέσα μου κάθε φορά που περίεργοι περαστικοί, μέσα από την ασφάλεια του αυτοκινήτου τους, ασχημονούσαν με χυδαίες εκφράσεις και προσβλητικές χειρονομίες σε τούτα τα πλάσματα. Κάνε μας επίδειξη ανδρισμού τώρα κύριε κρετίνε!
Τούτες τις εικόνες και τις αναμνήσεις ανασύρω έκτοτε κάθε χρόνο το βράδυ της Μ. Τρίτης. Και κάποιος καλός φίλος, ο οποίος δηλώνει αγνωστικιστής (και τι μ’ αυτό, εγώ τολμώ να δηλώνω χριστιανός!) μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα το εκπληκτικό, ότι εκκλησιάζεται παραδόξως μια φορά το χρόνο. Όχι τα Χριστούγεννα, ούτε και το Πάσχα. Τη Μ. Τρίτη το βράδυ μου είπε, ανελλιπώς!
Κάπως έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Μ. Τρίτη, αν όχι ολόκληρο το Μεγαλοβδόμαδο, ανήκει δικαιωματικά στις Πόρνες! «Ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Στις πόρνες που ξέρουν να αγαπούν προκαλώντας με τις τρελές τους ακρότητες. Να κατασπαταλούν απερίσκεπτα μύρο πολύτιμο στα πόδια του Μανικού Εραστή τους, του Χριστού. Απόλυτη προτεραιότητα. Να τους αφήσουμε χώρο στους ναούς αυτές τις μέρες. Να σεβαστούμε το δικό τους σφοδρό παραλήρημα, το δικό τους παροξυσμό μετάνοιας. Να ψάλλουν οι ίδιες με λαχτάρα τα τροπάρια που γράφτηκαν γι’ αυτές. Άξιον εστί!
Κι ας σταματήσουν επιτέλους τα κηρύγματα αυτή την Εβδομάδα, μήπως και ξεθάψουμε κάποτε τα διαμάντια των ύμνων που καταπλάκωσαν τόνοι φλύαρου και επιπόλαιου ηθικισμού μας. Κι αν συμβεί και αναγνωρίσουμε κάποια από αυτές, τις όμορφες από την πολλή τους ταπείνωση γυναίκες, καλό να μεριάσουμε διακριτικά, να τους δώσουμε τη θέση μας και να χαμηλώσουμε εμείς το δικό μας βλέμμα. Είπαμε, ολάκερα δική τους η Εβδομάδα των Παθών, δική τους κι η Ανάσταση!
Υστερόγραφο: Στον πατέρα, με… μεγάλη όντως καθυστέρηση. Δεν μου εξήγησες ποτέ γιατί βούρκωνες κάθε Μ. Τρίτη. Δεν πειράζει, το κατάλαβα μόνος μου. Δεν με βομβάρδισες ποτέ με συμβουλές αποφυγής «κακόφημων» τόπων και αποστροφής «ανήθικων» ανθρώπων. Θα το δοκιμάσω στα εγγόνια σου. Μου αποκάλυψες όμως τον τρόπο να σέβομαι το ήθος των τροπαρίων και των ανθρώπων το ήθος. Ευγνώμων!
Πυλώνας Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ΑΜΗΝ
Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου
Τον θάνατο το συναντούμε καθημερινά, με τις ασθένειες, με την απώλεια αγαπημένων μας προσώπων, με τους τραγικούς χωρισμούς. Σ’ αυτό το φοβερό σύνορο μόνο η πίστη στον αναστάντα Χριστό ανοίγει τον κλειστό ορίζοντα και δίνει την παρηγοριά και τη δυνατότητα να διατηρούμε κοινωνία με όσους έφυγαν – με την προσευχή, την αγάπη, την ειρηνική σιωπή. Η «μνήμη θανάτου» γίνεται μνήμη αναστάσεως, μας αποδεσμεύει από την αγωνία και την ταραχή.
Εκτός από την άμεση γεύση του απτού θανάτου, υπάρχουν στην καθημερινή ζωή απόπνοιες θανάτου, που έμμεσα τις εκπέμπουν όχι μόνο οι ποικίλοι κίνδυνοι που πιέζουν τη ζωή μας, αλλ’ επίσης η αμαρτία, η αδικία, η συκοφαντία, ο φθόνος, το μίσος. Σ’ αυτές τις δηλητηριώδεις πνοές, που μεταφέρουν την ανάσα του Άδου στην καθημερινότητα της ζωής μας, υπάρχει το αντίδοτο. Είναι η βίωση της αλήθειας της Αναστάσεως με την πίστη, με τη σκέψη, με τον ύμνο, με ολόκληρη την ύπαρξή μας. Ενισχύοντας μέσα μας τη βεβαιότητα της αναστάσεως του Χριστού, η Εκκλησία μας χαρίζει εσωτερική αντοχή για να αντιστεκόμαστε ήρεμα στην πνοή κάθε είδους θανάτου. Ζώντας μέσα στην Εκκλησία το γεγονός του Πάσχα, αντλούμε νέες δυνάμεις για να είμαστε φορείς νέας ζωής, αληθινοί, δημιουργικοί.
Ο αναστάσιμος ρυθμός που, συντονίζει την Ορθόδοξη λατρευτική ζωή, στηρίζει την ύπαρξή μας, ανανεώνει συνεχώς την ελπίδα μας, μας προσφέρει νέο όραμα και ενθουσιασμό για τη ζωή, διακατέχεται από την αιωνιότητα. Το αναστάσιμο ήθος μεταμορφώνει το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας. Μας βοηθεί να βλέπουμε μέσα και από τις μελαγχολικές συνθήκες ένα Πάσχα, δηλαδή μια «διάβαση», ένα πέρασμα στο φως. Η Ανάσταση έχει γίνει, έστω και ανεπίγνωστα, πηγή ανανεώσεως του κόσμου. Άνθρωποι που πίστεψαν στον αναστάντα Χριστό μπόρεσαν με τη δύναμη Του να μεταμορφώσουν την έχθρα σε συμφιλίωση, το μίσος σε αγάπη, τον πόνο σε χαρά, την ταπείνωση σε θρίαμβο, την άνευ νοήματος καθημερινότητα σε δημιουργία. Μέσα στην ακτινοβολία της Αναστάσεως, όλοι και όλα μπορούν να μεταμορφωθούν και να πλημμυρίζουν φως.
Mητροπολίτη Antony του Σουρόζ
Kάθε χρόνο το βράδυ της Aνάστασης και τις σαράντα μέρες που ακολουθούν ψάλλουμε "Xριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας".
Aλλά τι βλέπουμε; Tο θάνατο ελεύθερο και ενεργό, τους ανθρώπους να πεθαίνουν όπως πριν. Δίνεται η εντύπωση ότι κηρύττουμε κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι αναληθές.
Ωστόσο, καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι ο θάνατος έχει δύο όψεις. Aπό τη μια έχουμε τον σαρκικό θάνατο, αλλά έχουμε επίσης και τον θάνατο που νοείται ως χωρισμός από τον Θεό, ως κάθοδος στον τόπο εκείνο όπου ο Θεός είναι απών, τον τόπο της οριστικής και ριζικής του απουσίας. Aυτή η δεύτερη όψη του θανάτου είναι οπωσδήποτε η πιό οδυνηρή και σκληρή. O Kύριος βίωσε και τις δύο όψεις του θανάτου. Eπέλεξε να συμμεριστεί μαζί μας όλες τις συνέπειες του κακού ακόμα και τον πλήρη χωρισμό του από τον Θεό. Kαι παρόλο που ενσκήπτει στον τόπο όπου κατέρχονται όλοι όσοι έχουν απολέσει τον Θεό, φέρει μαζί του την πληρότητα της θείας παρουσίας. Έτσι, δεν υπάρχει πλέον τόπος όπου ο Θεός είναι απών. Aυτό το γεγονός μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς μορφώνεται και η δική μας κατάσταση μετά τον θάνατο και την Aνάσταση του Xριστού. Mπορεί να πρέπει να υποστούμε έναν θάνατο προσωρινό, αλλά ο απόστολος Παύλος τον περιγράφει ως κοίμηση. Δεν υπάρχει πλέον εκείνος ο θάνατος που ήταν ο τρόμος του ανθρώπου, ο οριστικός χωρισμός από τον Θεό. Kατά αυτή την έννοια πράγματι ο θάνατος έχει νικηθεί από τον θάνατο. Aκόμα και τώρα -έστω δισταχτικά και σε στάδιο εμβρυακό - γινόμαστε κληρονόμοι της αιωνιότητας.
Όταν ανακαλούμε το παρελθόν, συχνά θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε από την αγάπη μας πρόσωπα που πλέον δεν βρίσκονται δίπλα μας να αγαπήσουμε. Yιοθετούμε αυτή την εντύπωση γιατί απλά στρεφόμαστε προς λάθος κατεύθυνση. Eάν ο Θεός δεν είναι ο Θεός των νεκρών αλλά των ζώντων, τότε όλοι όσοι έφυγαν από τούτη τη γη, είναι ζωντανοί εν Xριστώ. Kι εμείς μπορούμε να στραφούμε προς αυτούς για συγχώρεση και μεσιτεία. Δεν είναι ποτέ αργά εάν αληθινά πιστεύουμε τον Θεό ως Θεό των ζώντων. Kαι ποτέ δεν θα πρέπει να μιλούμε για την αγάπη μας σε χρόνο παρελθόντα. O θάνατος του σώματος δεν διασπά την σχέση, αφού αυτή ήταν, είναι και θα παραμείνει ζωντανή ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντήθηκαν και αγαπήθηκαν σε τούτη τη ζωή.
O θάνατος δεν είναι ποτέ το τέλος. Συνεχίζουμε να ζούμε όταν πεθαίνουμε, ακόμα και σε τούτη τη γη, αφού κληρονομούμε τους καρπούς της επίγειας ζωής και ύπαρξης μας σε όσους ακολουθούν. Kαι συνεχίζουμε να φέρουμε πάντοτε ευθύνη για την απήχηση της βιωτής μας.
Βέβαια κανείς δεν έχει την τέλεια αγάπη. Έτσι, είναι δυνατόν και αυτός που αγαπάει να αισθάνεται κάποια πικρία για το πρόσωπο που αγαπάει και έτσι και οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ανθρώπους, που έχουν κάποια αγάπη, θα είναι αναπότρεπτες, δε θα είναι όμως πόλεμοι, που επιδιώκουν την αλληλοϋπονόμευση και την αλληλο – καταστροφή, αλλά θα γίνονται με την πρόθεση μιας τίμιας και ανοικτής επικοινωνίας. Πάντως η ειρήνη δεν είναι τόσο τρόπος συμπεριφοράς, όσο είναι μια κατάσταση της ανθρώπινης καρδιάς. Όταν η ειρήνη γίνεται μόνο τρόπος συμπεριφοράς, που καλύπτει ουσιαστικά εσωτερικό αναβρασμό, τότε είναι η χειρότερη μορφή πολέμου.
π. Φιλόθεος Φάρος
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Ζούμε σε μια εποχή συνεχούς εξωστρέφειας, υπερκαταναλωτισμού, φλυαρίας, ευκολίας και ρηχότητος. Η εσωστρέφεια θεωρείται πάντα νοσηρή, ο αυτοέλεγχος περιττός, η αυτοκριτική αχρείαστη. Η αυτογνωσία αφέθηκε ως τέχνη των μάγων της Ανατολής. Η ενδοσκαφή, η αυτοπαρατήρηση, η αυτομεμψία και η μνήμη του θανάτου χαρακτηρίζονται ως φαινόμενα πλάνης. Η μελέτη του έσω ανθρώπου όμως θα προσφέρει στον εραστή της τη βαθιά γνώση της μεγάλης πνευματικής πενίας και γυμνότητας, θεωρήθηκε σκοπός της ζωής η απόκτηση ενός πολυτελούς οχήματος. Έτσι χάθηκε και το νήμα της υπάρξεως. Σε ορισμένους δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία αυτής της αναζήτησης.
Έτσι ο άνθρωπος καταδυναστεύεται σήμερα από άφθονο άγχος, πολλή ανασφάλεια και από το κυνηγητό του χρόνου και του χρήματος. Δεν θέλει ν’ ακούσει την καρδιά του. Δεν θέλει να εμπιστευθεί την αγωνία του στον φίλο του. Μοναξιά, ατομισμός και φοβία επικρατεί στις μεγαλουπόλεις. Η απουσία του θεού από τη ζωή του ανθρώπου δημιουργεί όλα αυτά τα μεγάλα κενά, όλες αυτές τις τραγικές ρωγμές, που αργά ή γρήγορα δημιουργούν πικρά αδιέξοδα.
Είναι ανάγκη να βρει ο άνθρωπος τον μόνο, αληθινό, Τριαδικό Θεό, να γνωρίσει τον άγνωστο εαυτό του, να δει με μεγαλύτερη αγάπη τον πλησίον του. Χρειάζεται λίγος μόχθος, υπομονή κι επιμονή, φιλότιμο και μεράκι, θυσία και ταπείνωση. Μέσα του θα βρει ο άνθρωπος λοιπόν τον Θεό. Είναι απαραίτητη έτσι η κατάδυση στον εαυτό μας. Τον ταπεινό προσωπικό αγώνα θα συνδράμει η θεία χάρη. Τότε θα νοηματισθεί η ζωή και θα ιεροποιηθεί το πρόσωπο. Ο νους θα κατέβει στην καρδιά. Ο άνθρωπος δεν θα κινείται συναισθηματικά και παράλογα, αλλά καρδιακά, υπέρλογα, ανθρώπινα. Το ήθος έγκειται στη σεμνότητα και ταπεινότητα, που δεν αποτελεί αδυναμία, αλλά κόσμημα πολύτιμο.
Στον σημερινό άκοσμο της αδιαφάνειας, της διαφθοράς, της διαστροφής, της πλουτοκρατίας και της βιασύνης είναι ανάγκη για μια στάση, για μια κατάδυση. Για ένα επανέλεγχο, μια επανατοποθέτηση, αν χρειασθεί μια κένωση, για μια ανασύσταση, ένα επαναπροσδιορισμό, μία μεταμόρφωση. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά και να ξοδέψει πολλά. Λίγο να σταθμεύσει, να βυθιστεί εντός, να δει που τρέχει συνέχεια και πάει, να ξελαχανιάσει, να γνωρίσει κάποτε τον λησμονημένο εαυτό του. Να δει ότι δεν φταίνε πάντα οι άλλοι και τα συστήματα και η παλιοκοινωνία, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν και τα προσωπικά ποσοστά ευθύνης. Γνώρισες τον εαυτό σου; Βρήκες τον Θεό σου! Είδες τον αδελφό σου; Αντίκρισες τον θεό σου, αναφέρει το θαυμάσιο Γεροντικό. Επιμελής αυτογνωσία λοιπόν προς ασφαλή θεογνωσία είναι απαραίτητα, καθώς επίσης έμπειρος και διακριτικός πνευματικός προς ακριβή καθοδήγηση.
Μητροπολίτη του Σουρόζ Anthony Bloom
«Μακάρι να μπορούσαμε να τιμούμε το Θεό για την απουσία Του που μας μαθαίνει να χτυπάμε την πόρτα, να δοκιμάζουμε τις σκέψεις μας και τις καρδιές μας, να μελετάμε τη σημασία των πράξεων μας και να υπολογίζουμε τις παρορμήσεις της ύπαρξης μας. Μακάρι ν’ αναρωτιόμαστε κατά πόσο η θέληση μας είναι αληθινά προσανατολισμένη προς Αυτόν ή απλώς στρεφόμαστε στο Θεό μόνο για μιας στιγμής παρηγοριά απ’ τα άγχη μας για να τον απαρνηθούμε μετά από λίγο, μόλις αναλάβουμε τις δυνάμεις μας και να κατασπαταλήσουμε έτσι, σαν τον άσωτο υιό, ότι μας χάρισε».
Το μήλο και το κρίνο…
Σταύρου Σ. Φωτίου
Κάθε άνθρωπος ερχόμενος στη ζωή έχει δύο υπαρξιακές επιλογές: να βιώσει τη ζωή ως αρμονική ενότητα με τον Θεό, και, κατ’ επέκταση, με τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και τη φύση, ή, αρνούμενος την ενότητα αυτή, να βιώσει την υπάνθρωπη φιλαυτία. Τα πρώτα κεφάλαια της Παλαιάς Διαθήκης, της «Γενέσεως», παρουσιάζουν τις δύο αυτές υπαρξιακές επιλογές με τρόπο ανθρωπομορφικό -δηλαδή με λέξεις και εικόνες που μπορούν εύκολα να κατανοηθούν: Στο μέσο του παραδείσου υπάρχουν δύο δέντρα, «το δέντρο της ζωής» και «το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού». Ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει να τρέφεται -να ζει δηλαδή- μόνο από το πρώτο -να έχει εμπειρία μόνο του καλού, της αδελφοσύνης, της αγάπης. Τυχόν τροφή του -στάση ζωής- από το δεύτερο δέντρο θα τον οδηγήσει στην εμπειρία του κακού, της διάσπασης, της βίας.
Στη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής η λέξη «κακό», της φράσης «δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», μεταφράζεται σωστά ως malum (=κακό). Η ίδια όμως λέξη malum σημαίνει και μήλο. Λόγω της σύμπτωσης αυτής δημιουργήθηκε η διαδεδομένη εντύπωση ότι οι πρωτόπλαστοι αμάρτησαν τρώγοντας… ένα μήλο.
** *** **
Παρόμοια εντύπωση επικρατεί και για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αυτή μάλλον οφείλεται στο ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κρατεί -ως σύμβολο της ειρήνης που φέρνει το μήνυμα της Γέννησης του Χριστού στον κόσμο- μία λεπτή ράβδο με απόληξη διακοσμημένη με άνθη, η οποία ονομάζεται κηρύκειο. Από παρήχηση σιγά-σιγά της λέξης κηρύκειο προέκυψε η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πρόσφερε στην Παναγία ένα… κρίνο.
"Ορθοδοξίας φέγγει καρδίας ελλαφθώμεν"
(σχόλιο εις την Κυριακή της Ορθοδοξίας)
π. Φιλόθεου Φάρου
Δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό αν δεν ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση στην πορεία του. Η σωστή διανοητική αντίληψη αυτής της πορείας είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή. Εκείνος που θέλει να επισκεφθεί ένα νησί πρέπει πρώτα να γνωρίζει διανοητικά ότι με το πλοίο και όχι με το σιδηρόδρομο θα μπορέσει να φθάσει εκεί που θέλει. Όμως, αν και η σωστή διανοητική αντίληψη είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή, είναι εντελώς ανεπαρκής αν δεν ακολουθείται από μια ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση.
Δεν είναι αρκετό να ξέρει κανείς με το νου του και να λέει με τα χείλη του ότι μόνο με το πλοίο θα φθάσει στο νησί που θέλει να επισκεφθεί, αλλά χρειάζεται να ενεργήσει ανάλογα. Εκείνον που θα επαναλάμβανε με λόγια ακατάπαυστα ότι το πλοίο θα τον φέρει στο νησί, και θα αγόραζε ένα σιδηροδρομικό εισιτήριο, δεν θα τον ωφελούσε καθόλου η διανοητική γνώση της κατάλληλης πορείας και δεν θα τον έφερνε στον προορισμό του.
Ο Χριστός είναι ένας, όσο κι αν είναι διαφορετικοί οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι τον αντιλαμβάνονται. Η συνάντησή μας με το Χριστό θα εξαρτηθεί από το ποσοστό που ο Χριστός που αναζητούμε είναι ο πραγματικός Χριστός. Η ορθή δόξα για το ποιος και τι είναι ο Χριστός είναι απολύτως απαραίτητη στο ξεκίνημά μας για την πορεία μας προς τη συνάντηση με Αυτόν αλλά δεν είναι αρκετή· πρέπει να ακολουθηθεί και να ολοκληρωθεί με το ανάλογο βίωμα, στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος.
Συχνά με τα νοήματα και τα λόγια αναφερόμαστε στον πραγματικό Χριστό, αλλά τα βιώματά μας αναφέρονται σε έναν άλλο Χριστό. Μπορεί να περιγράφουμε με λόγια το Θεό ως τον φιλόστοργο πατέρα που "εκένωσε εαυτόν" και έγινε άνθρωπος για μας τα παιδιά Του, αλλά ταυτόχρονα να βασανιζόμαστε από συναισθήματα ενοχής για τις αμαρτίες μας και από το φόβο της τιμωρίας που θα μας επιβάλει σκληρά και ανελέητα. Μπορεί να λέμε με λόγια ότι μόνο η χάρη του Θεού μας σώζει και ταυτόχρονα συναισθηματικά να βασιζόμαστε αυτοδικαιωτικά στα καλά μας έργα.
Η σωστή αντίληψη της πορείας που μας οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό ούτε πολυτέλεια είναι ούτε διαπραγματεύσιμη και ούτε είναι ένδειξη ευρύτητας πνεύματος ή συμβιβαστική διάθεση γύρω απ' αυτή την αντίληψη. Όχι μόνο δεν είναι φιλάνθρωπο να δεχόμαστε την πλάνη του πλανημένου, αλλά εντελώς απάνθρωπο και τερατώδες. Είναι πραγματικά απάνθρωπο να μην καταπολεμά κανείς με όση δύναμη έχει την πλάνη του ανθρώπου, που πιστεύει πως μπορεί να πηδήξει από ένα ύψος εκατό μέτρων χωρίς να πάθει τίποτε. Αλλά είναι επίσης απάνθρωπο και αντιχριστιανικό να πολεμάει κανείς τον πλανημένο αντί να πολεμάει την πλάνη του. Τίποτε απ’ ό,τι μας αποκαλύφθηκε για τον Τριαδικό Θεό δεν είναι θεολογική φιλολογία, αλλά κάθε θεολογική αποκάλυψη έχει μια αποφασιστικής σημασίας για τον άνθρωπο ανθρωπολογική διάσταση.
Ο άνθρωπος που ακολούθησε την πορεία που περιγράφτηκε για μια συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό, πρέπει τώρα να βεβαιωθεί ότι η πορεία αυτή βασίζεται σε μια σωστή αντίληψη για το ποιος είναι ο Χριστός που θέλει να συναντήσει· και με την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία τονίζει αυτή την ανάγκη.
"Λύμης φθοροποιοῦ, φυγόντες κακοδόξων, ὀρθοδοξίας φέγγει καρδίας ἐλλαφθῶμεν" (απόστιχα Μικρού Εσπερινού Κυριακής Ορθοδοξίας).
Κατηγορώ την υποκρισίαν...
Ομιλία του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνος
στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυροφάγου, 8η Απριλίου 1970.
Είναι γνωστή ως "η ομιλία για τον καρνάβαλο".
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κυρού Μελίτωνος,
«Λόγοι και Ομιλίαι», 1991, εκδ. Πανσέληνος
"Αδελφοί μου,
Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία.
Και ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι' αυτόν που τη ζή και την ασκεί, όσο και γι' αυτούς που την υφίστανται.
Και είναι επικίνδυνη ή υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου.
O άνθρωπος θέλει να φανή αυτός πού δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.
Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, εις τους δρόμους αυτής της Πολιτείας, θα παρέλαση ο Καρνάβαλος. Μη τον περιφρονήσετε και μη τον χλευάσετε και μη με κατακρίνετε, πού τον αναφέρω αύτη τη στιγμή. Δεν είναι καθόλου άσχετος με το μέγιστο πρόβλημα της υποκρισίας. Να τον προσέξετε εφέτος τον Καρνάβαλο με σεβασμό και βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο το φαινόμενο και είναι φαινόμενο βαθύτατου και αγχώδους αιτήματος της ψυχής του άνθρωπου, να λυτρωθή από την καθημερινή του υποκρισία με μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.
Ζητεί να λυτρωθή από την υποκρισίαν υποκρινόμενος.
Ζητεί να καταλύση όλες τις ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα με μία νέα, την πιο απίθανη.
Ζητεί να εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στο υποσυνείδητό του και να ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δεν υπάρχει, η τραγωδία του Καρνάβαλου παραμένει άλυτη. Το βαθύτατο αίτημα του είναι να μεταμορφωθή.
Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ’ αυτόν που ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Τη μεταμόρφωσι.
Να μη τον καταδικάσουμε, λοιπόν, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησί του και το δάκρυ του.
Επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας: Τη μεταμόρφωσι.
Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών.
Ίσως θα νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δεν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη την ώρα δια την Εκκλησίαν. Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω ορούς κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων.
Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αυριον έρχεται άνευ ημών.
Ομιλών εις την 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν της Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον». Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάση και να τα κατακρίνη κανείς και να αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς και ο λευΐτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει.
Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πη, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλη επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας;
Άν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελοτυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνωμοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθή με θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, και να ακούση αυτή την αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πή με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός ο κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της Ιστορίας.
Τα νομιζόμενα έξαλλα δι’ ημάς τους παλαιούς, όταν λάβωμεν ύπ’ όψιν το φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, που υπάρχει στη διαδοχή των γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν την αξίωσιν να την κατανοήσωμεν ημείς αυτήν την νέαν γενεάν, που έρχεται, εάν δεν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα;
......
Δεν θα επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι του κύματος αυτού των επερχομένων, εάν δεν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα να λυτρωθώμεν εκ της αντιπατερικής Ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου της Ιστορίας ήτο δυνατόν να ερμηνεύση την θείαν Αποκάλυψην. Πρέπει, επί πλέον του πατερικού πνεύματος, να αναλάβωμεν ως Εκκλησία την θείαν υπευθυνότητα και τόλμην και γενναιότητα των Πατέρων και να θεολογήσωμεν τον Χριστόν, το Εύαγγέλιον και την Έκκλησίαν. Όχι με νομοκρατικήν φαρμακίδειον, φερ’ ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χρίστου, ζώντος εν τη αναστάσει.
Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν και στο βάθος μας αναμένει το δράμα, το θαύμα και το βίωμα της Αναστάσεως, το κατ’ εξοχήν βίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας πορευθώμεν προς αυτό το όραμα και βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μη συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος και ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι καί αληθεία. Εν τω πνεύματι της αληθείας, εν τη αληθεία του πνεύματος."
Η φιλοσοφική και η χριστιανική Ηθική έχουν λόγο παντού όπου υπάρχουν διανθρώπινες σχέσεις, θέτουσαι το ερώτημα, -επί τη βάσει των δικών της η κάθε μία προϋποθέσεων- αν οι σχέσεις αυτές είναι ορθές, δηλ. σύστοιχες προς το ανθρώπινο.
Η ερωτική είναι μία από τις πλέον καίριες και αποφασιστικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Επομένως όχι μόνον η ιατρική, ψυχολογία, κοινωνιολογία κλπ., αλλά και η Ηθική, ή μάλλον, κατ΄ εξοχήν η Ηθική, έχει λόγον επί του θέματος τούτου, διότι, όπου υπάρχουν ανθρώπινες σχέσεις, είναι προς αυτές αρρήκτως συνυφασμένα και θέματα ηθικής συμπεριφοράς και τάξεως.
Από πλευράς της Ηθικής ο έρωτας δεν είναι μια ανεύθυνη και ασύδοτη σχέσι, αλλά μια ελεύθερη και υπεύθυνη σχέσι, που βρίσκει την ορθή της πραγμάτωσι μόνο μέσα στο χώρο της αμοιβαίας αγάπης μεταξύ δύο προσώπων διαφορετικού φύλου. Η αγάπη δε είναι μια πολύ ευρύτερη έννοια και σχέσι από τον έρωτα, καλύπτουσα όλο το φάσμα των σχέσεων μεταξύ δύο προσώπων. Ως εκ τούτου εμπερικλείει μεν την ερωτική σχέσι, αλλ΄ όμως δεν ταυτίζεται προς αυτήν. Στην αγάπη ο ή η σύντροφος δεν αποβλέπει σε ωρισμένα «χαρίσματα» μόνον του άλλου, αλλά καταφάσκει το άλλο πρόσωπο ως όλο. Δεν ζητάει μόνο να «πάρει» από το άλλο πρόσωπο, αλλά πρωτίστως ζητάει να το κάνει ευτυχισμένο διά προσφοράς του εαυτού του. Η αγάπη είναι συνυφασμένη με την έννοια της προσφοράς και της θυσίας, και μόνο στην προσφορά και στη θυσία πραγματοποιείται το ανθρώπινο ως προορισμός και ως ευτυχία. Η αγάπη είναι αμοιβαία περιχώρησις προσώπων ως αυτο-θυσία. Στην αυτοθυσία σκέπτεται κανείς πρώτα τον άλλο και μετά τον εαυτό του, και θέλει πρώτα το καλό και την ευτυχία του άλλου προσώπου, και μετά τα δικά του, παρ΄ όλον ότι αυτοθυσία και προσωπική ευτυχία δεν μπορούν να διαχωρισθούν απολύτως ή λογικώς. Με τη θυσία ως προσφορά είναι συνυφασμένη και η ευτυχία ως πλήρωμα του ανθρωπίνου.
Μέσα στα πλαίσια
αυτά της αγάπης τοποθετείται και η ειδικώτερη σχέσι του έρωτα, ο οποίος βρίσκει την ορθή και τέλεια πραγμάτωσί του μόνο σαν κατάφασι και έκφρασι μιας αληθινής αγάπης. Το αχαλίνωτο και ασύδοτο στον έρωτα δεν είναι πάντα και ελευθερία ούτε ενδεικτικό στενών και ορθών σχέσεων.
Τα αντισυλληπτικά είναι διάφορα τεχνητά μέσα, τα οποία «παρεμβάλλονται» κατά την φυσική πράξι της ερωτικής συνουσίας προς αποφυγήν πρωτίστως συλλήψεως. Υπάρχουν διαφόρων ειδών αντισυλληπτικά: μηχανικά, τα γνωστά ως «προφυλακτικά», χρησιμοποιούμενα κυρίως υπό των ανδρών, αλλά και υπό των γυναικών, χημικά: διάφορα υπόθετα ή πλύσεις, που κάνουν αποκλειστικώς οι γυναίκες, και τέλος τα διάφορα φαρμακευτικά «χάπια», τα οποία είναι βασικά ορμόνες, που είτε εμποδίζουν την έξοδο του ωαρίου εκ της ωοθήκης και την ωρίμασι αυτού, είτε παρακωλύουν την επιστροφή αυτού στην μήτρα, αφού γίνει η σύλληψι. Για τα διάφορα είδη αντισυλληπτικών και τους τρόπους χρήσεως αυτών το λόγο έχει πρωτίστως η ιατρική.
Γύρω από το θέμα των αντισυλληπτικών και ιδίως της τελευταίας κατηγορίας έχουν γραφεί πάρα πολλά και έχουν γίνει πολλές συζητήσεις σε διεθνή κλίμακα και από διάφορες σκοπιές, οι οποίες εξαίρουν τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές όψεις αυτών. Ανάλογες απόψεις διετυπώθησαν και μέσα στο χώρο της χριστιανικής θεολογίας, ως και των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών. Επίσημη θέσι κατά των αντισυλληπτικών έλαβε μέχρι τώρα μόνο η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία με τη γνωστή εγκύκλιο του Πάπα Παύλου VI. Humanae Vitae της 25ης Ιουλίου 1968, η οποία απορρίπτει τα αντισυλληπτικά, διότι αντιστρατεύονται τους νόμους της φύσεως. Η θέσις όμως αυτή δεν μπορεί να σταθεί από έποψι ηθική, διότι κάθε τι το «φυσικό» δεν είναι πάντοτε και καλό ή χριστιανικό. Ο χριστιανισμός δέχεται ότι η «φύσις» δεν είναι κατά πάντα υγιής, διότι, μετά την αμαρτία, διεφθάρη. και συνεπώς δεν γίνεται αποδεκτή μια ηθική του «φυσικού δικαίου». Εξ άλλου, όπως μαρτυρεί και η εξέλιξι της ανθρωπότητος, δεν είναι ανήθικο να μην πραγματοποιείται κάθε έμφυτη σωματική ορμή. Τούτο υπεμφαίνει και το μοντέλλο της «ασκήσεως», η οποία σημαίνει βασικά παραίτησι ή παρεμπόδισι πληρώσεως ωρισμένων φυσικών ορμών και τάσεων.
Οι περί των αντισυλληπτικών απόψεις μου θα μπορούσαν να συνοψισθούν στις ακόλουθες σκέψεις:
Ως πρώτιστος σκοπός των αντισυλληπτικών τίθεται η επιθυμία προς αποφυγήν της τεκνοποιίας. Από πλευράς χριστιανικής αποτελεί παρεξήγησι η ταύτισις της ερωτικής σχέσεως προς την τεκνοποιία μέσα στο γάμο. Εδώ υποφώσκει όχι η χριστιανική, αλλά η νεοπλατωνική-στωική αντίληψις ότι το «πάθος» είναι κακό, και συνεπώς η ερωτική ηδονή είναι καθ΄ αυτήν κάτι το κακό, και πρέπει να αποφεύγεται, τότε δε μόνον επιτρέπεται, όταν συνδυασθεί με άλλα κίνητρα ή μάλλον με το της τεκνοποιίας. Από πλευράς της χριστιανικής θεολογίας ο γάμος ως σύζευξις ανδρός και γυναικός αποτελεί καθ΄ αυτόν πλήρωμα και τελείωσι σχέσεως, και χωρίς παιδιά. Τα παιδιά εμπερικλείονται μεν στη σχέσι της αγάπης των συζύγων, η συζυγική όμως σχέσις δεν είναι εκεί για τα παιδιά ή μόνο για τα παιδιά, αλλά πρωτίστως για τους συζύγους και την αμοιβαία τελείωσί τους. Η μομφή κατά της «άκληρης», που επερρίπτετο παλαιότερα, εν μέρει δε και σήμερα, από την κοινωνία, προήρχετο βασικά από την αντίληψι ότι η γυναίκα παντρεύεται, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «μηχανή» για να παράγει παιδιά.
Η υπεράσπισις της τεκνοποιίας, και ιδιαιτέρως της πολυτεκνίας, είχε παλαιότερα, αλλά και σήμερα, και ιδεολογικά ελατήρια, των οποίων γινόταν συνήγορος, συνειδητά ή μη συνειδητά, και η χριστιανική εκκλησία και θεολογία. Κυρίως κοινωνικοί λόγοι επέβαλαν την τεκνοποιία: το κράτος χρειαζόταν στρατιώτες και εργάτες, χωρίς όμως παράλληλα και να ενδιαφέρεται για τις δυσκολίες, με τις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά των «φτωχών» (εδώ δηλ. τα παιδιά μεταβάλλονται σε «μέσα» προς άλλους σκοπούς). ΄Ενας άλλος λόγος υπέρ της τεκνοποιίας ήταν και η μεγάλη θνησιμότης μωρών, που συνέβαινε παλαιότερα. ΄Οπως είπαμε: τα παιδιά συνανήκουν στο γάμο, το νόημα όμως του γάμου δεν είναι μόνο τα παιδιά, αλλά και η προσωπική ζωή των συζύγων, που πραγματοποιείται ως αμοιβαιότης τελειώσεως και ικανοποιήσεως στους ποικίλους τομείς της ζωής των. Η εκ της τεκνοποιίας προφύλαξι δεν αντίκειται προς το πνεύμα της χριστιανικής ηθικής, ούτε και η ερωτική συνάφεια των συζύγων ανεξαρτήτως του κινήτρου αποκτήσεως παιδιών, κακώς δε πράττουν ωρισμένοι «πνευματικοί», οι οποίοι απαγορεύουν σε συζύγους να κοινωνούν, διότι έχουν ερωτικές σχέσεις χωρίς να κάνουν παιδιά, με αποτέλεσμα τελικά να τους διώχνουν από την εκκλησία. Εξ επόψεως χριστιανικής το δικαίωμα της ευτυχίας είναι νόμιμον, αρκεί να εντάσσεται στο θέλημα του θεού.
Συνεπώς δεν υπάρχει βασική αντίρρησις ούτε ως προς το θέμα τής και άνευ παιδοποιίας ερωτικής σχέσεως των συζύγων ούτε και ως προς το θέμα προφυλάξεως αυτών προς αποφυγήν συλλήψεως εκ μέρους της γυναίκας, εφ΄ όσον η απόκτησις ενός παιδιού είναι ανεπιθύμητη ή επιβάλλεται για λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως των συζύγων (υγείας, οικονομικούς, βιασμού κλπ.). Η παρά την θέλησι των συζύγων ή του ενός εκ των δύο σύλληψις οδηγεί, ως γνωστό, σε πολύ πιο οδυνηρές συνέπειες, όπως π.χ. στην έκτρωσι ή στην απόκτησι ενός ανεπιθυμήτου παιδιού, το οποίο θα μπορούσε να γίνει δυστυχισμένο ή να αποβεί καταλυτικός παράγων για το γάμο των γονέων του.
Εκείνο, το οποίο μας προβληματίζει σοβαρά, είναι τα χρησιμοποιούμενα μέσαπροφυλάξεως, δηλ. τα διάφορα είδη των αντισυλληπτικών, τα οποία βασικά και απορρίπτω για τους ακόλουθους λόγους:
Καθηγητής Μέγας Φαράντος
Η απάντηση
Πολλοί με ρωτούν πώς μπορούν να πιστέψουν
σ΄ ένα αόρατο Θεό
και δεν μπορώ να τους ικανοποιήσω
γιατί δεν με ικανοποιούν οι αποδείξεις
περί υπάρξεως Θεού των θρησκευτικών εγχειριδίων.
Τους λέω πρέπει
- Τουλάχιστον στην αρχή -
ν΄ αφήσουμε κάπου τελοσπάντων
αυτό το απαιτητικό μυαλό τους.
Γιατί δεν έχω ορισμό για τον απροσδιόριστο
και λόγια λογικά για τον υπέροχο και άναρχο.
Τα λόγια τον σκοτώνουν
και με τους ορισμούς
θάταν σαν κάτι που ορίζουμε
στη Φυσική και στη Χημεία, φίλοι.
Μοναχός Μωυσής
'Εργο Μιχαήλ Κουλλεπού
Ψυχοσάββατο καὶ πάλι.
Τρωδίου γὰρ ὁ καιρός…….
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Σ |
τολισμένα μικρὰ πιατάκια, μὲ τὴ λευκὴ τὴ ζάχαρη νὰ σκεπάζει τὸ βρασμένο στάρι καὶ πάνω της, ἕνας λιτὸς σταυρὸς ἀπό τριμμένη κανέλλα ἤ λευκὰ ἀμύγδαλα, γιὰ νὰ εἶναι, ὅσο γίνεται, καὶ πιὸ καλωπισμένα. Στολισμένα, λοιπόν, τὰ πιάτα στὴ σειρὰ, μ᾿ ἕνα κερὶ στὸ καθένα πάνω του νὰ φέγγει καὶ συνάμα νὰ «μελετᾶ» τὰ ὀνόματα, γιὰ ὅσους ἔγινε τὸ κόλυβο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πάππου-πρὸς πάππου- ἐκείνους, δηλαδὴ, ποὺ δὲν ἔχουν γραφεῖ τὰ ὀνόματά τους στὸ χαρτὶ, ποὺ παραδίδεται μὲ τὸ πρόσφορο γιὰ μνημόνευση στὸν ἱερέα. Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα δὲ γράφτηκαν, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο, μὰ ἐπειδὴ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν τὰ λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι. Ὡσόσο, εὐτυχῶς ποὺ θυμᾶται ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλους τοὺς καταλόγους Του πλήρως ἐνημερωμένους (πρβλ. Ἀπ.3,5)
Ἀπομεσήμερο Παρασκευῆς, σὲ ὥρα ἑσπερινὴ, ἤ τὸ πρωῒ στὴ Λειτουργία, κομίζονται τὰ πιατάκια αὐτὰ καὶ μὲ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ἤ τῆς Λειτουργίας, ἑορτίως μοιράζονται…
Ἡ εὐχὴ εἶναι «χρόνια πολλὰ». Γιατὶ, ἄραγε; Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες, ὅσο τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι ἕνα πανηγύρι, μιὰ σύναξη, μιὰ λαμπρὴ ἑορτὴ. Ἑορτὴ πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην πάντων «τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως κεκοιμημένων». Κι αὐτό, ἐπειδὴ μέσα στὴν ἐκκλησία συμβαίνουν ὅλα τὰ «παράδοξα», ἐκεῖνα, δηλαδή, ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνει ὁ κόσμος, γιατὶ ἔχει τὴ δική του τὴ λογικὴ, τὸ δικό του τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζει τὰ γεγονότα…..Γιατὶ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ τι σημαίνει νὰ γιορτάζεις, νὰ πανηγυρίζεις τὸ θάνατο ἑνὸς νέου λ. χ. μάρτυρα, ἤ ἔστω ἑνὸς γέροντα ὁσίου. Ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν θάνατο, ὄχι ὡς μία διαδικασία ὕπνου φυσίζωου, ἀλλὰ ὡς τὸ τέλος ἑνὸς βιολογικοῦ κύκλου, ὁ ὁποῖος καὶ κλείνει τὰ πάντα… Γι᾿ αὐτὸ καὶ στοὺς κοσμικοὺς τοὺς κύκλους, ἀντίθετα μὲ ἐκείνους τῶν πιστῶν, γιορτάζεται ὡς γενέθλιος ἡμέρα, ἐκείνη, ἡ τῆς εἰσόδου στὴν πραγματικότητα ποὺ λέγεται ζωή.
Ἐδῶ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ, τὸ κυριώτερο, ξένα πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Γιατὶ στὸ σημερινὸ τὸ πανηγύρι παρατίθενται τὰ πιάτα μὲ τὰ κόλυβα γιὰ νὰ τονίσουν καὶ νὰ ἐξάρουν τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἀφοῦ κατὰ τὸ Τρισάγιο, μόνο ὀνόματα Κεκοιμημένων μνημονεύονται. Ἑπομένως, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντινομία, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται σωτηριολογικὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀνυψώνεται ἡ εὐαισθησία τοῦ κάθε πιστοῦ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους του, ποὺ τοὺς θεωρεῖ, κατὰ τὸν πολὺ Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη «πολύτιμους λίθους». Γιατὶ οἱ Μορφὲς τους κοσμοῦν πολλὲς, εὐλογημένες καὶ φωτεινὲς φάσεις τῆς ζωῆς μας· φάσεις τοῦ χθὲς, πασπαλισμένες μὲ τὴ νοστ(ο) αλγία τῆς δικιᾶς τους συμβολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἀπόψε κι αὔριο, μέσα στὴν ἀσκοπη φρενίτιδα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, τῆς καρναβαλικῆς, δηλαδὴ, «Ἀποκριᾶς», ὅπου κυριαρχεῖ ἡ λήθη ὡς ἀξία γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπό τὶς πραγματικότητες τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες συνθλίβουν, ταράζουν καὶ κατακρεουργοῦν τὴ ζωή, ἀπόψε κι αὔριο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μᾶς συγκαλεῖ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ θυμηθοῦμε. Κι ἐνθυμούμενοι νὰ τιμήσουμε αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς καλοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ μᾶς προσέξουν ὅτι εὐχόμαστε γι᾿ αὐτοὺς. Γνωρίζοντας παράλληλα μὲ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι μέσα στὸ Χῶρο τῆς Βασιλέιας τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἔχουν ταχθεῖ στὶς στρατιὲς τῶν Ἁγίων… Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ μεσιτεύουν γιὰ μᾶς, ἐνῶ ἐμεῖς τὸ ἀγνοοῦμε· νὰ στεκουν σιμά μας, ὡς φύλακες καὶ συνοδοιπόροι, δίχως νὰ περιμένουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μᾶς, παρὰ μονάχα νὰ εὐχόμαστε, ὥστε νὰ εἶναι ἀναπαμένοι. Γιὰ νὰ εἴμαστε αὔριο κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, ὅταν κάποτε ἀναχωρήσουμε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ κάποιοι εὔχονται γιὰ τὴ δικιὰ μας τὴν ἀνάπαυση...
Ἴσως γι᾿ αὐτὸ τὰ κόλυβα γίνονται ἀπό τὴν ἴδια τὴν ὕλη ποὺ γίνεται τὸ ψωμί καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ Ἄρτος, ποὺ μεταβάλλεται σὲ Σῶμα Κυρίου, γατὶ στηρίζει. καὶ ὄχι μόνο, τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου…
Και τώρα θα πω κάτι που θα ήθελα να το βάλει ο καθένας στην καρδιά του: χρειαζόμαστε όλοι το Θεό κι έναν τουλάχιστον καλό φίλο, όμως χρειαζόμαστε ακόμη και κάτι άλλο. Χρειαζόμαστε κι άλλους ανθρώπους στη ζωή μας, μια φιλική συντροφιά. Ο λόγος είναι απλός. Αν έχουμε περισσότερους από έναν άνθρωπο στη ζωή μας, θα γίνουμε κι εμείς και οι άλλοι πιο ανθρώπινοι, με περισσότερες δυνατότητες επικοινωνίας, με περισσότερο ενδιαφέρον, με περισσότερους στόχους, με περισσότερες ευκαιρίες να μείνουμε με τον εαυτό μας όταν θα το χρειαζόμαστε. Αν το φιλικό μας πρόσωπο δεν έχει χρόνο για μας, θα μπορούμε ν’ απευθυνθούμε σε κάποιον από τους άλλους. Θα γνωρίσουμε τι έχει και κάποιος άλλος να μας προσφέρει. Δε θα νιώθουμε δεμένοι μ’ έναν και μόνο άνθρωπο κι αυτό θα δώσει και σ’ εκείνον και σ’ εμάς περισσότερη ελευθερία.
Αυτή είναι η ευλογία και η ομορφιά που υπάρχει στη διδασκαλία της Γραφής για την Εκκλησία σαν σώμα του Χριστού! Εκεί είμαστε όλοι ένα σύνολο από ατελείς, αδέξιους, σκληρούς, αμαρτωλούς, που ζητούν και λαβαίνουν βοήθεια, δίνουν απ’ αυτό που λάβανε, ζητούν και λαμβάνουν περισσότερο και ξανά δίνουν. Καθώς ισχυροποιούμαστε στην ασφάλεια της ενότητας, βοηθάμε ο ένας τον άλλο ν’ αυξηθεί και να ωριμάσει μέσα στο θαυμαστό κι ένδοξο σχέδιο, που έχει ετοιμάσει ο Θεός για μας.
(Από το βιβλίο ‘΄Ορια ζωής’)
Το μαρτύριο της κόλασης θα είναι η αδυναμία να αναγνωρίσουμε τον Χριστό στο Πρόσωπο του Νυμφίου και Εραστή των ψυχών μας. Η όποια θαυμαστή Παρουσία Του δεν θα αρκεί να μας πείσει - το θαύμα δεν έπεισε ούτε τους Γραμματείς και Φαρισαίους. Αν προέχει για μας ο Νόμος, τα μέτρα της νομικής ‘καθαρότητας’, δεν είναι δυνατό να Τον αναγνωρίσουμε. Δεν μπορεί να είναι αυτός που αγκαλιάζει τους ακάθαρτους – τους τελώνες, τις πόρνες, τους άσωτους, τους ληστές. Εμείς αναλώσαμε τον βίον όλον στη μελέτη και τήρηση του Νόμου, και τώρα Αυτός δέχεται και αγαπάει τους αχρείους παραβάτες του Νόμου, τα ρεμάλια, τους παρίες. Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών. Δεν είναι ο Κριτής που περιμέναμε, αυτός που θα δικαιώσει τις στερήσεις και την άθληση μας, δεν είναι ο δικαιοκρίτης Θεός. Είναι Νυμφίος και Εραστής, άρα είναι δαίμονας –αφού ‘η φύση του έρωτα είναι δαιμονική’.
Και κάπως έτσι αρχίζει η κόλαση. Περιμένουμε αυτόν που δεν θα έρθει, βυθιζόμαστε όλο και βαθύτερα στην απόγνωση της ανέλπιδης αναμονής. Ανίκανοι να αναγνωρίσουμε τον παρόντα και εγγύτατο Νυμφίο στην ερωτική του αυτοπροσφορά.
Χρήστος Γιανναράς
Περί Ἁγίου Βαλεντίνου ὁ λόγος…
Ἡ 14η τοῦ μηνός Φεβρουαρίου φέρεται ὡς μέρα μνήμης ἁγίου ἐπ’ ὀνόματι Βαλεντίνου, προστάτη τῶν ἐρωτευμένων. Καθιερώθηκε ὡς μέρα τοῦ ἔρωτα καί ὅλων τῶν εἰδῶν καί ποιοτήτων ἐρωτευμένοι σπεύδουν νά ἐκφράσουν ἀγωνιωδῶς καί πολυτρόπως τά αἰσθήματά τους πρός τούς ἐρωτικούς τους συντρόφους. Πολλά λέγονται γιά τό πρόσωπο τοῦ μυστηριώδους Ἁγίου Βαλεντίνου. Ἡ Ὀρθοδοξία τόν ἀγνοεῖ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἀναφέρεται στά μαρτυρολόγια ἤ συναξάρια. Ὡστόσο, ἄλλες δυτικές μαρτυρίες τόν θέλουν νά ἔχει ζήσει στή Ρώμη τόν 3ο μ. Χ. αἰώνα, νά ἦταν ἱερέας καί ἀντίθετα ἀπό τίς διαταγές τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα νά πάντρευε κρυφά τούς χριστιανούς καί νά μαρτύρησε.
Τό πιό σημαντικό τῆς ὅλης ὑπόθεσης, κατ’ ἐμέ, δέν εἶναι τό ἄν ὑπῆρξε ἤ ὄχι ο συγκεκριμένος ἅγιος. Ὁ Θεός γνωρίζει πολλούς ἁγίους πού ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Ἐπίσης πολλοί τοπικοί ἅγιοι ἀγνοοῦνται ἀπό τά συναξάρια. Δέν εἶναι αὐτό τό θέμα. Λύπη μᾶς προξενεῖ ὁ τρόπος ἑορτῆς καί τιμῆς τοῦ συγκεκριμένου ἁγίου. Κάθε ἅγιος μαρτυρεῖ μέ τή ζωή καί τό αἷμα του τήν ἀγάπη του γιά τό Χριστό. Ἡ ζωή του ὅλη εἶναι φῶς γιά τούς χριστιανούς, δείχνει τό δρόμο πρός τήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη. Κανένας ἅγιος δέν καθίσταται προστάτης ὁποιασδήποτε πράξης ἤ συνήθειας πού ἀντιβαίνει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ὁ ἔρωτας ἐκτός τοῦ γάμου. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, ἕνας ἅγιος νά εὐλογεῖ τήν ἐρωτική σχέση πρίν τό γάμο τή στιγμή πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σαφῶς τή στιγματίζει ὡς ἁμαρτωλή; Πῶς εἶναι δυνατόν, ἕνας ἅγιος νά τιμᾶται μέ τρόπους πού καμία σχέση δέν ἔχουν μέ τήν ἠθική τῆς Ἐκκλησίας;
Ἐξηγούμαστε: Ὁ ἔρωτας γιά τήν θεολογία δέν εἶναι ἁμαρτωλός. Ὁ Θεός ἐνστάλαξε τόν ἔρωτα στόν ἄνθρωπο καί τόν εὐλογεῖ μέσα στά πλαίσια τοῦ χριστιανικοῦ γάμου. Ἡ ἐρωτική σχέση δέν ἀφορᾶ ἀκόμα μόνο τό σῶμα ἀλλά ὅλη τήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκλησία πολύ σωστά καί ἐμπνευσμένα ἔθεσε ὄρους καί ὅρια στόν ἄνθρωπο, προκειμένου νά τόν βοηθήσει νά ἀντιληφθεῖ τή σοβαρότητα καί ἱερότητα τῆς ἐρωτικῆς σχέσης. Ἐξάλλου, τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ἦταν σέ ἕνα γαμήλιο τραπέζι, στό γάμο τῆς Κανά. Ἡ Ἐκκλησία θέλει τούς ἀνθρώπους νά ἐρωτεύονται ὑπεύθυνα καί ἰσορροπημένα, σεβόμενοι ὁ ἕνας τόν ἄλλο, μέ σκοπό τήν αὔξηση τῆς ἀγάπης μεταξύ τους, μέ τόν κόσμο, καί μέ τό Θεό. Αυτό τόν έρωτα ευλογεί ὁ Θεός καί η Ἐκκλησία.
Γενικά, ὁ ἔρωτας γιά τήν Ἐκκλησία αφορά τόν ὅλο τρόπο ζωῆς της. Ὅλα στήν Ἐκκλησία ζοῦν καί λειτουργοῦν ἀπό καί γιά τόν ἔρωτα, τόν θεῖο ἔρωτα, τόν ἔρωτα τόν ὁποῖο ὅλοι καλούμαστε νά ζήσουμε. Διότι πρῶτος ὁ Θεός «ἠγάπησεν ἠμᾶς», κινήθηκε ἀπό ἔρωτα πρός εμᾶς καί μᾶς καλεῖ ἐλεύθερα να ανταποκριθούμε. Οἱ ἅγιοί μας κάλλιστα μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν ὡς οἱ ἐρωτευμένοι μέ τόν Θεό ἄνθρωποι.
Τέλος, δέν ἀξίζει νά ἀναλωνόμαστε στό νά ψάχνουμε ἄλλους ἁγίους «δικούς» μας ὀρθοδόξους προστάτες τοῦ ἔρωτα. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἀγωνιᾶ γιά τέτοια θέματα. Προστάτης τοῦ ἔρωτα καί τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας ὁ «ἐρωτευμένος», ὁ Ὁποῖος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, ἐρωτεύτηκε τήν ἁμαρτωλή και διαστροφική μας φύση, τήν ἀνέλαβε καί τήν ἀνέδειξε σέ νύμφη λαμπρή, τήν Ἐκκλησία του. Εἴθε ὁ Θεός νά εὐλογεῖ ὅλους, ἐρωτευμένους καί μή, μέ τό βέλος τοῦ θείου ἔρωτός του, τό Σταυρό τῆς θυσίας του..
Γιῶργος Κυπριανοῦ
Δεν επιτρέπεται κανείς να μένει συνέχεια ανοιχτός στο πόνο και στην απογοήτευση. Αν κάποιος έχει βρεθεί μέσα σε μια τέτοια σχέση, πρέπει να περιμένει, να ησυχάσει και να έχει πραγματικές αποδείξεις αλλαγής πριν τολμήσει να ξαναμπεί μέσα σ’ αυτή την προβληματική σχέση. Πολλοί βιάζονται δυστυχώς, εν ονόματι της συγνώμης, να εμπιστευθούν ξανά κάποιον, χωρίς να έχουν προηγουμένως βεβαιωθεί αν ο άλλος έχει πραγματικά ‘καρπούς άξιους της μετάνοιας’ (Λουκάς 3-8). Όποιος ανοίγεται συναισθηματικά σ’ ένα άνθρωπο, που επιβάλει στη σχέση τους καταπίεση και βία ή είναι εξαρτημένος από κάποιες ουσίες ή κάποιους τρόπους συμπεριφοράς, ενεργεί με πολύ μεγάλη αφροσύνη. Πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να συγχωρούμε, αλλά στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να υπάρχει πραγματική μετάνοια με ορατές αποδείξεις αλλαγής. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε, όμως αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να εκθέτουμε την ψυχή μας σε κάθε είδους πληγές, αλλά αντίθετα, πρέπει να την προστατεύουμε και να μην εμπιστευόμαστε όποιον δεν δείχνει ξεκάθαρα σημάδια αλλαγής.
Του Ηλία Λιαμή, δρ Θεολογίας.
Σε κατάστημα στη γειτονιά μου, που βρέθηκα πρόσφατα, μπροστά στην ταμειακή μηχανή, είδα κολλημένη σε χαρτί τη φράση:
«Η αχαριστία θα έπρεπε να διώκεται ως ποινικό αδίκημα»
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση και αναρωτήθηκα, τι συμπεριφορά πρέπει να έχει δεχτεί αυτός ο άνθρωπος, ώστε να αισθανθεί την ανάγκη να διακηρύξει με τον τρόπο αυτό το παράπονό του. Αλλά και πόσοι ακόμη δεν έχουν νιώσει κάποιες στιγμές μια ανάλογη πικρή εμπειρία!
Είναι πολλά εκείνα, που μπορεί να δεχτεί ένας άνθρωπος και να τον λυπήσουν βαθειά: Θυμό, ειρωνεία, προσβολή, αναίτια επίθεση κάθε είδους… Δεν υπάρχει όμως τίποτε πικρότερο από την αχαριστία. Ίσως να είναι αυτή, που αποτελεί το αποκορύφωμα του παραλογισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όταν η αχαριστία πληγώσει, το τραύμα της είναι πολύ πικρό και δύσκολα ξεχνιέται.
Τα αναφέρω όλα αυτά, διότι θα ήθελα να σου προτείνω να αναδείξεις αυτό ακριβώς το ανθρώπινο πάθος, την αχαριστία, ως κεντρικό νόημα στην σημερινή περικοπή της γιατρειάς των δέκα λεπρών.
Αναμφίβολα, το θαύμα αυτό αποτελεί μία ακόμη ένδειξη της παντοδυναμίας του Κυρίου. Είναι όμως αυτό το ιδιαίτερο, αυτό το «κάτι», που «ντύνει» τη φωνή του Κυρίου, όταν λέει:
«Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»
Είναι στιγμή, που ακόμη και ο ανενδεής Θεός αφήνει να διαφανεί μια αδιόρατη πίκρα για ένα «ευχαριστώ» που δεν λέχθηκε ποτέ. Και επιπλέον, ηχεί και σαν θλιβερό προανάκρουσμα, -αυτή η αχαριστία δια της απουσίας-, μιας άλλης, επερχόμενης αχαριστίας, -αχαριστίας δια της επίθεσης και της σταυρικής θανάτωσης-, που κάνει τον μελωδό να ταυτιστεί με το παράπονο του Θεανθρώπου στον Γολγοθά και να δώσει φθόγγους στη σιωπή Του:
«Λαός μου, τι εποιήσά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας;» (Ακολουθία των Παθών, αντίφωνο ιβ΄)
Θα σου πρότεινα επίσης, ξεκινώντας από την επισήμανση της βιβλικής αχαριστίας, να θέσεις και το θέμα της δικής μας, καθημερινής αχαριστίας, που είναι διάχυτη στις μέρες μας. Ίσως να φαίνεται οξύμωρο, να μιλάει κανείς για ευγνωμοσύνη σε τόσο δύσκολες εποχές, οπωσδήποτε όμως τις κάνει δυσκολότερες η ευαισθησία μας στο να εντοπίζουμε τι μας λείπει σε συνδυασμό με την αδυναμία μας να εκτιμούμε και να απολαμβάνουμε εκείνα που έχουμε και τα θεωρούμε αυτονόητα.
Μπροστά μας έχουμε παιδιά, που μια ολόκληρη κοινωνία, είτε μέσω του σχολείου, είτε μέσω της κοινωνικής συμπεριφοράς των μεγαλύτερων, τα διδάσκει διαρκώς την επιδίωξη του ψηλότερου και του περισσότερου. Η ευγνωμοσύνη δεν περιλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη. Ίσως γι’ αυτό και να ανέλαβε να την διδάξει η στέρηση.
Ας μην ξεχνάμε λοιπόν, πως, εκτός από την πίκρα εκείνου που δέχεται την αχαριστία, υπάρχει και η μιζέρια του αχάριστου, που παρουσιάζεται ανίκανος να εκτιμήσει τις δωρεές και πολύ περισσότερο, να τις μοιραστεί. Και ίσως αυτός να είναι, που χρειάζεται περισσότερη συμπόνια. Άλλωστε, κοινή είναι η θέση όλης της Πατερικής, αλλά και της Νηπτικής παράδοσης της Εκκλησίας μας, πως η ευγνωμοσύνη δεν αποτελεί ανταπόκριση σε αίτημα ή ανάγκη του Θεού, αλλά άνοιγμα του εαυτού μας σε νέες δωρεές. Δεν είναι όμως αυτό το τελευταίο σκαλοπάτι. Η ευγνωμοσύνη δεν αποτελεί μόνο ανταπόδοση σε κάτι που αποκτήσαμε. Οι «εργάτες» της νοεράς προσευχής, διδάσκουν, πως έρχεται η στιγμή, που η ψυχή δεν ζητάει τίποτε από τον Θεό, αλλά πλημμυρίζει ευγνωμοσύνη για αυτή τη σχέση μ’ Εκείνον, σχέση, που καθιστά τον άνθρωπο πλήρη και μεταμορφωμένο.
Αυτός λοιπόν φαίνεται να είναι ο δρόμος της άμυνας από την πληγή της αχαριστίας και αυτός πρέπει να υποδειχθεί στους νεαρούς ακροατές μας. Όπως λέει και ένας σύγχρονος γέροντας:
«Μην περιμένεις ευχαριστώ από τους ανθρώπους. Ό,τι κάνεις, να το κάνεις για την δόξα του Κυρίου!» (Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου, «Σύγχρονες Πατερικές Μορφές», Πνευματικές νουθεσίες από το νησί της Αποκαλύψεως Γέροντος Παύλου Νικηταρά).
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν τελειώνει η συζήτηση για την ευγνωμοσύνη και την αχαριστία. Ίσως, ο βασικός στόχος να πρέπει να είναι η εξοικείωση των παιδιών μας με τη λέξη «ευχαριστώ». Όπου σταθούν και με όποιον συναναστρέφονται. Και συγχρόνως η σχεδόν αυτόματη προσφυγή τους στην παρηγοριά του Χριστού, όταν η αιχμή της αχαριστίας τα πληγώσει, με την υπόδειξη να εκμεταλλευτούν το συναίσθημα αυτό, για να κατανοήσουν λίγο περισσότερο το μέγεθος της δικής μας αχαριστίας προς Εκείνον.
Τελειώνοντας, μου έρχεται στο νου μια υπόδειξη της μητέρας μου, φερμένη από την παράδοση της Μικρασίας:
«Κι ένα ποτήρι νερό να σου δώσει κάποιος, ό,τι κι αν δεις από τον άνθρωπο αυτόν, θα του είσαι πάντα ευγνώμων».
Αν σηκώσουμε το Σταυρό μας
Αρχιμ. Αιμιλανού Σιμωνοπετρίτη
Σε όλους μας ο Θεός δίνει έναν σταυρό, που είναι οι διάφορες σωματικές, ψυχικές και πνευματικές ασθένειες. Σωματικές ασθένειες είναι οι ποικίλες αρρώστιες του σώματος, για τις οποίες δεν φταίμε εμείς, αλλά αφείλονται σε λόγους οργανικούς. Ψυχικές ασθένειες είναι η φυσική νωθρότης του οργανισμού, αργόνοια, η μελαγχολία, η αδυναμία συγκεντρώσεως του νού. Πνευματικές δε αρρώστιες είναι ο εγωισμό, ο φανατισμός, η υπερβολική τάσις για κάτι… Από τις τρείς αυτές κατηγορίες φοβερώτερες είναι οι πνευματικές ασθένειες, γιατί είναι βαθύτερες.
Εάν θέλωμε να μας φύγη αυτός ο σταυρός των ασθενειών, δεν θα το καταφέρωμε, μόνο θα χάσουμε τα χρόνια μας. Εάν όμως τον σηκώσουμε, θα προχωράμε στον αγώνα μας, και όλη μας η ζωή θα γίνη μια γεφυρούλα που θα μας περάσει στον ουρανό.
Αυτονόητα και όνειρα
Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου
«Πολλά πράγματα τα θεωρούμε αυτονόητα και δεν υποπτευόμαστε τη στέρηση των άλλων. Θεωρούμε αυτονόητο λ.χ.:
-Ότι θέλουμε, μπορούμε να πάμε σ’ έναν ωραίο ναό, που έκτισε μία προηγούμενη γενιά.
-Ότι έχουμε στη διάθεση μας, στη γλώσσα μας, την Καινή Διαθήκη και λειτουργικό πλούτο.
-Θεωρούμε αυτονόητο πως, αν χρειασθεί έχουμε καθαρό νερό να πιούμε.
-Πως όταν αρρωστήσουμε, έχουμε έναν ειδικό γιατρό να συμβουλευτούμε.
- Κι ακόμη, ότι από τα παιδικά μας χρόνια μαθαίνουμε τα βασικά γράμματα και προχωρούμε μ’ αυτά στην καθολική πείρα της ανθρωπότητας.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλα αυτονόητα.
Πόσες όμως φορές έχουμε αναλογισθεί ότι αυτά τα «αυτονόητα» για μας αποτελούν «ανέφικτα όνειρα» για χιλιάδες άλλους συνανθρώπους μας, που εύκολα αποκαλούμε «αδελφούς μας»;
Μπορώ λοιπόν να σας διαβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία στις πιο αδικημένες και στερημένες ομάδες, ότι αποτελεί:
«Όνειρο» για χιλιάδες παιδιά που ζουν σε απόμακρες περιοχές της Αφρικής, ένα πηγάδι με καθαρό νερό κοντά στο χωριό τους.
«Όνειρο» για τις μητέρες μία φτωχική κλινική που προσφέρει λίγα φάρμακα, όταν τα παιδιά τους ψήνονται στον πυρετό της ελονοσίας.
«Όνειρο» για μία ορθόδοξη ενορία που επί 5 χρόνια συνάζεται για τη Θ. Λειτουργία σε μία καλύβα, να αποκτήσει έναν μικρό μόνιμο ναό.
«Όνειρο» να υπάρχει ένας δικός τους ιερέας που θα τους φροντίζει, και να μη χρειάζονται να περιμένουν πέντε μήνες ή και ένα χρόνο για να λειτουργηθούν.
Αλλά το βασικό «όνειρο» ή καλύτερα «όραμα» για αρκετούς από μας είναι το πότε και πώς θα κατανοηθούν από τους ορθοδόξους σε βάθος τα «αυτονόητα» που αποτελούν το χρέος μας. Το τι σημαίνει τελικά το «αυτονόητο», ότι ανήκουμε εις «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Και ότι αληθινά χριστιανικός λαός δεν είναι αυτός που έχει και νέμεται μόνος του τη χριστιανική παράδοση, αλλ’ αυτός που ζει και την προφέρει.»
«Εἰς τοῦ Χριστοῦ μας τὰ Γενέθλια»
«Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» Λκ. 2, 15
Εἶναι καιρὸς, πιστεύω, ὅλοι ὅσοι ἐπιζητοῦν μιὰν ἑρμηνεία τοῦ Μυστηρίου τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐξετάσουν μία-μία τὶς παραπάνω λέξεις, λέξεις ἱερές, ποὺ φανερώνουν μία πρόθεση καὶ μία πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ξεκινήσεις νὰ πᾶς στὴν ὁποιαδήποτε Βηθλεὲμ δίχως νἄχεις ἰκανὰ ἀποθέματα Πίστης καὶ Θέλησης. Οἱ «ἄνθρωποι οἱ ποιμένες», λοιπόν, μᾶς διδάσκουν πολλὰ καὶ κορυφαῖα, μάλιστα, σὲ καιροὺς ὅπως περίπου ἦταν καὶ οἱ δικοί τους: παραγεμισμένοι μὲ ἀνομία, ξεπεσμὸ, μαρτύριο καὶ ἀπουσία φιλανθρωπίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Παρουσία Του ἀνάμεσά τους, ἀνάμεσα στὸν τότε κόσμο ἦταν τελείως ἀνεπιθύμητη: «ἔτεκεν τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λκ. 2, 7). Ὅπως καὶ στὰ σπίτια μας, στὰ μέγαρα τοῦ κόσμου τούτου, παντοῦ. Τόπος δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸ Χριστὸ, ἐπειδὴ ἐνοχλεῖ μὲ τὰ μαθήματα ποὺ δίνει: τῆς Πτωχείας καὶ τῆς Ταπέινωσης. Μιᾶς ταπείνωσης ποὺ διδάσκει μὲν ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ. Προκαλεῖ κυρίως μὲ τὴν καθάρια θέση ποὺ ἐμφανίζει, προβάλλει καὶ ὑπερασπίζεται. Τὴ θέση τῆς εἰλικρίνειας ὅτι αὐτὰ ποὺ κατέχει ὁ καθένας μας εἶναι ὅπως τὸ πρόσφορο τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας: μοιράζεται, δωρίζεται, χαλαλίζεται γιὰ τὸν πλησίον…. Ποιὸν, ἄραγε; Ἄς κοιτάξουμε νὰ τὀν ἀναζητήσουμε, ἀφοῦ πρῶτα πασχίσουμε νὰ μάθουμε «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός»...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Σήμερον Χριστός γεννᾶται
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Ἀθανασίου
Εἶναι καλό γιά ὅλους μας νά ὑπενθυμίζομε καί στόν ἑαυτό μας, καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους τό πῶς στεκόμαστε μπροστά στίς ἅγιες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουν ἕνα ἱστορικό λόγο· δηλαδή, δέν εἶναι ἁπλῶς ἀναμνήσεις κάποιων ἱστορικῶν γεγονότων, γιά νά θυμηθοῦμε, ἄς ποῦμε, ὅτι πρίν ἀπό 2000 χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀλλά, ἐκεῖνο πού ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ μέσα ἀπό τίς ἑορτές εἶναι πῶς θά μπορέσομε αὐτό τό ἱστορικό γεγονός, πού ἔλαβε χώρα πρίν 2000 χρόνια, νά τό βιώνουμε σήμερα στή ζωή μας καθημερινά.
Γι᾽ αὐτό καί ὅλη ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στό παρόν. Δέν ἀναφέρεται στό παρελθόν. Δέν λέμε «Χριστός ἐγεννήθη δοξάσατε» ἀλλά «Χριστός γεννᾶται», «σήμερον ἡ Παρθένος τόν προαιώνιον Λόγον», «σήμερον ἡ Παρθένος τόν ὑπερούσιον τίκτει», «σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου», σήμερον, ὄχι ἐχθές, ὄχι αὔριον. Σήμερον.
Ὅλα αὐτά τά γεγονότα στήν Ἐκκλησία λαμβάνουν χώρα σήμερον, αὐτή τήν ὥρα· γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχει τόση σημασία γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἱστορική ἀνάμνηση. Πολλοί κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία (Χιλιαστές) καί λένε ὅτι τά Χριστούγεννα δέν ἔγιναν στίς 25 Δεκεμβρίου. Δέν ξέρουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ὅτι γιά μᾶς δέν ἔχει σημασία ἄν ὁ Χριστός γεννήθηκε 25 τοῦ Δεκέμβρη ἤ 25 τοῦ Ἀπρίλη ἤ 25 τοῦ Αὐγούστου. Σημασία ἔχει ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός καί σημασία ἔχει ὅτι ὁ Χριστός γεννᾶται κάθε μέρα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐάν τοποθετήθηκε μία ἡμερομηνία συγκεκριμένη σέ κάποια ἱστορική στιγμή, αὐτό ἔγινε γιά λόγους καθαρά λειτουργικούς, ἑορτολογικούς, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνα σῶμα νά ἑορτάζει αὐτή τήν ἁγία καί μεγάλη ἑορτή.
Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος ὤν, ἔλαβε σάρκα, ἔγινε γιά μᾶς ἄνθρωπος καί εἰσέβαλε μέσα στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει Θεός κατά χάρη, νά λάβει αὐτή τή μεγάλη δωρεά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτό λοιπόν στήν Ἐκκλησία ὅλα τά τροπάρια πού ψάλλομε ἀναφέρονται στό σήμερον, στόν ἐνεστώτα χρόνο, καί καλούμαστε, σήμερα, νά τόν δοξάσουμε, τόν Χριστό, πού γεννᾶται, τόν Χριστό, πού σταυρώνεται, τόν Χριστό, πού ἀνασταίνεται, τόν Χριστό, πού μεταμορφώνεται. Ὅλος ὁ Χριστός εἶναι παρών στήν Ἐκκλησία.
Οἱ γιορτές τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι, ὅπως οἱ πατέρες μας λένε καί ὅπως τό βιώνουμε, ἁπλές, ἑορταστικές τελετές, ὅπου δίδεται μία εὐκαιρία νά χαροῦμε γιά τό γεγονός αὐτό. Ἀλλά εἶναι σταθμοί θείας χάριτος, εἶναι μέρες ὅπου ὄντως ὁ Θεός δίδει ἄφθονη χάρη στούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες μας στούς λόγους τους ἐκφράζουν αὐτή τήν ἐμπειρία. «Σήμερον», λέει, «τά ἄνω συνεορτάζει τοῖς κάτω», «σήμερον, ἄγγελοι ἀγάλλονται», «σήμερον, τέρπονται οἱ ἄνθρωποι», σήμερον, ὅλα αὐτά λαμβάνουν χώρα.
Καί εἶναι πραγματικότητα. Δέν εἶναι σχήματα λόγου ἤ ρητορικά σχήματα, ἀλλά εἶναι ἐμπειρία ζωῆς, εἶναι πραγματικότητα ὅτι τήν ἡμέρα τῆς μεγάλης αὐτῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς ὑπάρχει μία ἰδιαίτερη χάρη, μία μεγάλη χάρη, μία μεγάλη εὐλογία μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ὅλος ὁ ἀγώνας μας εἶναι ἀκριβῶς πῶς αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς χάριτος θά μπορέσομε νά κερδίσομε, πῶς θά καταφέρομε, ἰδιαίτερα τήν ἁγία ἡμέρα τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς, κάθε ἑορτῆς, νά κοινωνήσουμε μέ τή χάρη πού ὑπάρχει ἀπό τόν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι καλή μητέρα, ἀλλά καί καλός ἐπιστήμονας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ξέρει πῶς νά μᾶς ἑτοιμάσει. Γι᾽ αὐτό, βλέπετε, πρό τῶν μεγάλων ἁγίων ἑορτῶν τοῦ Πάσχα καί τῆς Γεννήσεως προηγεῖται νηστεία. Ἡ νηστεία ὡς ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ὡς ἐνίσχυση τοῦ ἀνδρείου φρονήματος τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρόσκληση γιά πνευματικά καί ψυχοσωματικά ἀγωνίσματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή, δέν εἶναι μόνο πνεῦμα, εἶναι καί σῶμα καί ψυχή, ἁγιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο ψυχῇ τε καί σώματι καί τόν εἰσάγει σιγά σιγά στόν πνευματικό ἀγώνα.
Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει μέ τήν ὑμνολογία. Ἐάν προσέξει κανείς τά τροπάρια, βλέπει ὅλη αὐτή τήν ἑτοιμασία τῶν ἡμερῶν. Καί στόν κόσμο μπορεῖτε νά προμηθευτεῖτε λειτουργικά βιβλία ὅπως ὁ μέγας συνέκδημος ἤ τό μηναῖο τοῦ Δεκεμβρίου. Κάθε μέρα ἑτοιμαζόμαστε μέσα ἀπό τά τροπάρια, μέσα ἀπό τούς ὕμνους, μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, πού μᾶς δίδουν ἕτοιμη τροφή. Μᾶς δίδουν τά βιώματά τους, αὐτά πού οἱ ἴδιοι βίωσαν, γιά νά τά προσλάβομε, νά τά ἀφομοιώσομε, νά τά καλλιεργήσομε καί νά μπορέσομε νά φτάσομε σέ ἐκείνη τήν ἁγία ἡμέρα πού θά ζήσομε στήν πνευματική πανδαισία.
Ἑτοιμαζόμαστε λοιπόν μέ ὅλα τά μέσα πού μᾶς δίδει ἡ Ἐκκλησία. Μέ τή νηστεία, μέ τή μελέτη, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μέ τή μετάνοια, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι καί καθημερινή ἐργασία μας. Ἡ μετάνοια εἶναι ἐργασία πνευματική, ἀδιάλειπτος, στόν κάθε ἄνθρωπο.
Ὅμως, πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι οὐσιαστικό σημεῖο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέχεται τή χάρη ἀπό τόν Θεό, ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά μοιάσει στόν Χριστό, νά μιμηθεῖ τόν Χριστό. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μίμηση Χριστοῦ. Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔγκειται στά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά στήν καρδία. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», λέει ὁ Χριστός. Τό νά μιμηθοῦμε τόν Χριστό μέσα στή ζωή μας, εἶναι τό σημεῖο τῆς χάριτος, ὅπου πραγματικά ὁ ἄνθρωπος ἀνοίγει τίς πόρτες τῆς καρδιᾶς του γιά νά μπεῖ ὁ Χριστός μέσα καί νά κατοικήσει μέσα στήν ὕπαρξή του. Ἡ μετάνοια εἶναι αὐτή ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει στή μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία σημαίνει τόν καθημερινό ἀγώνα μας νά ἀλλάξουμε νοοτροπία. Νά ἀλλάξομε μυαλό, νά ἀλλάξομε τρόπο πού σκεφτόμαστε, πού κρίνομε, πού ἀξιολογοῦμε τά πράγματα. Αὐτός εἶναι ὁ ἀγώνας τῆς μετανοίας. Αὐτό σημαίνει μετάνοια· ἀλλαγή νοός. Ἀλλαγή τοῦ μυαλοῦ. Ὅλα τά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλο τό εὐαγγέλιο, ὅλη ἡ ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται σέ αὐτό τό σημεῖο, νά ἀλλάξομε τρόπο πού ζοῦμε.
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Μια φορά και κάθε καιρό είναι ο Θεός. Από κάποτε είναι και οι άνθρωποι. Οι αναφορές όμως που έρχονται από τη γη για την κατάσταση των ανθρώπων όλο και χειροτερεύουν.Το ανθρώπινο γένος πάει από το κακό στο χειρότερο, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Θεού με τους διάφορους αντιπροσώπους που από καιρό σε καιρό στέλνει για να τους συνεφέρει.
Μπροστά στην έκρυθμη αυτή κατάσταση η Αγία Τριάδα συνεδριάζει. Αποφασίζει ν’ ακούσει και τις απόψεις των ανθρώπων πάνω στο θέμα και να συζητήσει προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του αδιεξόδου.
Σε λίγες μέρες φθάνει ως εκπρόσωπος της ανθρωπότητας μια διακεκριμένη προσωπικότητα, ένας σοφός Σύμβουλος του Αυτοκράτορα που διατηρούσε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους ανθρώπους. Κολακευμένος από την προτίμηση δεν άργησε να πάρει θάρρος και να διατυπώσει τις απόψεις του για τη λύση του προβλήματος.
-Προτείνω να ληφθούν δραστικά μέτρα.
-Σαν ποια;
-Να σταλούν άγγελοι με πύρινες ρομφαίες για να συνετίσουν τους ανθρώπους.
-Μα τότε πού πάει η ελευθερία τους;
-Μπροστά στο καλό που θα γίνει, δε βλάφτει να τη στερηθούν προσωρινά.
-Μα καλό δίχως ελευθερία μπορεί να είναι καλό;
Ο σεβαστός Σύμβουλος πέφτει σε κάποια αμηχανία. Κι αναδιπλώνεται, θέλει να φανεί αρεστός και προτείνει αυτό που υποπτεύεται ότι θ’ αρέσει στο Θεό.
-Να σταλούν εκπρόσωποί σας για να τους συμβουλέψουν.
-Μα το μέτρο αυτό δοκιμάστηκε επανειλημμένα και απέτυχε.
Ο σεβαστός Σύμβουλος μπερδεύεται πάλι. Ωστόσο μια νέα ιδέα φωτίζει το μυαλό του.
-Να χορηγήσετε γενική αμνηστεία. Να βγείτε στον εξώστη του Ουρανού και ν’ ανακοινώσετε στους ανθρώπους ότι τους συγχωρείτε για την προσβολή που σας έκαναν και διαγράφετε τις αμαρτίες τους!
-Δεν μπορώ να το κάνω γιατί δεν αισθάνομαι θιγμένος από τα έργα τους. Αλλά κι αν έδινα γενική αμνηστεία, όπως προτείνεις, θα τους ωφελούσε; Πιστεύω πως όχι. Το πρόβλημα δεν είναι ν’ αποκαταστήσω τη σχέση μου με τους ανθρώπους. Ποτέ, άλλωστε, αυτή δε χάλασε. Αλλά ν’ αποκαταστήσουν οι ίδιοι τη σχέση τους με τον εαυτό τους. Στην περίπτωση, όμως, αυτή δεν έχουν τόσο αξία τα γενικά μέτρα που έρχονται απ’ έξω, όσο η αλλαγή των ανθρώπων που γίνεται μέσα τους, η σωστή επανατοποθέτηση του καθενός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Σύμβουλος τα ‘χασε πλέον οριστικά. Και τότε σκέφτηκε να εφαρμόσει την παλιά, δοκιμασμένη τακτική του, που χρησιμοποιούσε σε δύσκολες στιγμές.
-Εσείς τι λέτε; Ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
-Λέω να στείλω το Γυιό μου στη γη.
-Απαράδεκτο! του ξέφυγε η λέξη αυθόρμητα. Ταυτόχρονα όμως ένιωσε ότι φέρθηκε με απρέπεια. Σπεύδει να διορθώσει το πράγμα.
-Ίσως, ήταν κάπως βιαστική η κρίση μου. Μάλλον δεν έχω αντίρρηση. Αλλά θα πρέπει να παρουσιαστεί με την ανάλογη εμφάνιση που επιβάλλει η θέση του.
-Δηλαδή, ποια;
-Ε, να! Να περιβληθεί, ας πούμε, μ’ ένα αστρικό σώμα και να συνοδεύεται από μια στρατιά αγγέλων.
-Δε θα εκβιάσει, όμως, έτσι τις ανθρώπινες συνειδήσεις;
Πάλι τα ίδια, σκέφθηκε ο Σύμβουλος με κάποιο εκνευρισμό. Έτσι ξαναγύρισε στη γνωστή του τακτική.
-Εσείς πώς βλέπετε αυτή την αποστολή;
-Σκέφτομαι να γίνει άνθρωπος!
Αστροπελέκι!
-Τι είπατε; Άνθρωπος; Μα αυτό είναι εντελώς ασυμβίβαστο με την αξία του. Δεν κρατήθηκε. Είναι αναξιοπρεπές. Και πάλι δεν κρατήθηκε. Πώς το σκεφτήκατε αυτό;
-Λέγοντας να γίνει άνθρωπος, δεν εννοώ να εμφανιστεί ως άνθρωπος, αλλά να υπάρξει άνθρωπος, να γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα.
Μήπως με περιπαίζει; Σκέφτηκε φανερά ενοχλημένος ο καλός μας Σύμβουλος. Μήπως το κάνει για να ελέγξει τη νοημοσύνη μου;
-Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τη σκέψη σας, είπε με θιγμένη αξιοπρέπεια. Εννοείτε να περάσει από τη διαδικασία της ενδομήτριας ζωής, της γέννας, από την ασήμαντη βρεφική ηλικία από… Σταμάτησε από φρίκη. Τον συνέφερε κάπως η σκέψη πως ο Θεός πιθανόν να τον κοροϊδεύει. Τον κοιτάζει εξεταστικά με μια ματιά γεμάτη σημασία. Θα ‘θελε τουλάχιστον να μην πέσει η υπόληψή του.
Ο Θεός ένιωσε την κατάσταση του ανθρώπου. Ήταν κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι. Αποκλεισμένος στο δικό του κόσμο. Ένας υπηρέτης που φρόντιζε μόνο «τα του Καίσαρος». Ωστόσο συνέχισε να του ξεδιπλώνει τη σκέψη του.
-Νομίζω ότι σωστά με καταλάβατε. Λέω γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα και μάλιστα να μη γεννηθεί στην Πρωτεύουσα, ούτε στα Ανάκτορα, αλλά σε μια ασήμαντη πόλη, στη Βηθλεέμ, ας πούμε, μέσα σ’ ένα σταύλο!
Το πράγμα είχε παραγίνει για το Σύμβουλο. Ένιωσε ότι τον περιπαίζουν. Αν προσπαθούσε τουλάχιστο να περισώσει το κύρος του!... Πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και είπε:
-Επιθυμώ εξ ονόματος μου εξ ονόματος όλων των ανθρώπων να δηλώσω ότι διαφωνώ με την πρότασή σας. Παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά.
Με τη δήλωση αυτή η σύσκεψη έληξε. Ο Θεός σηκώθηκε, τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα και τον χαιρέτησε, ευχαριστώντας τον για τη συνεργασία του. Ο Σύμβουλος έφυγε πολύ συγχυσμένος κι αναστατωμένος. Σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού μια απορία τριβέλιζε το μυαλό του. Πώς μπόρεσε ο Θεός να σκεφτεί όλ’ αυτά, έστω και γι’ αστείο;
Ηλίας Βουλγαράκης
Από το βιβλίο
«Χριστούγεννα»
Εκδόσεις Ακρίτας
Χάθηκε η αισιοδοξία σήμερα; Δεν υπάρχει πια διέξοδος;
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Χάθηκε η αισιοδοξία σήμερα; Δεν υπάρχει πια διέξοδος; Η απόγνωση τελικά θα κυριαρχήσει; Η απαισιοδοξία επικρατεί; Το κακό υπερίσχυσε;
Ο Θεός παρατηρεί από μακρυά; Γιατί τελοσπάντων δεν επεμβαίνει; Η τηλεόραση πολεμά την ελπίδα; Ο φόβος σκεπάζει τα πάντα; Η Ελλάδα χάνεται;
Η κρίση θα παραμείνει; Η ανασφάλεια θα αυξηθεί; Η μελαγχολία απλώνεται; Η μοναξιά μεγαλώνει; Η ασθένεια της απελπισίας μεταδίδεται; Η αισιοδοξία αζήτητη, άγνωστη και κρυμμένη;
Απουσιάζει η ενεργή, ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη. Είναι ανάγκη σύντομα να αυξηθεί η φιλανθρωπία.
Θα πρέπει να μοιρασθεί φως. Να βρεθεί ο κύριος σκοπός υπάρξεως, ο στόχος της ζωής. Η ιδιοτέλεια, η καλοπέραση, ο ατομισμός, κάνουν τους άλλους να δυστυχούν.
Όποιος αισθανθεί την πλούσια αγάπη του Θεού δεν φοβάται, δεν ανησυχεί, δεν αγωνιά και δεν τρομοκρατείται.
Όσο θ’ αφηνόμαστε στην αγκαλιά του Θεού τόσο θα ευφραινόμεθα και θα αισιοδοξούμε.
Η θεοποίηση και η προσκύνηση του χρήματος οδήγησε στην τωρινή άθλια κατάσταση.
Η αρνησιχριστία οδηγεί κατά μαθηματική ακρίβεια στην απαισιοδοξία, ακόμη και στην αυτοχειρία. Χρειάζεται πλήρη αποδοκιμασία η απαισιοδοξία.
Πρόκειται για σοβαρή και ανεξέλεγκτη ασθένεια.
Γράφει ένας που δυστύχησε, πόνεσε πολύ και απέτυχε, αλλά δεν λύγισε και απόκαμε, γιατί είχε παρέα και κουβέντα μ’ Εκείνον.
Η αγωγή από νωρίς διαμορφώνει χαρακτήρες που δεν βοηθούν στην αισιοδοξία. Η απαισιοδοξία είναι κίνδυνος και τραγική συμφορά.
Η αισιοδοξία δεν σε αφήνει να πέσεις, να παρασυρθείς, να λυγίσεις και να αποθαρρυνθείς. Η απαισιοδοξία είναι παραλυσία και οδηγεί στο θάνατο.
Οι γονείς φταίνε γιατί μαθαίνουν με τους τρόπους τους τη δυστυχία της απαισιοδοξίας και της αποτυχίας στη ζωή τους. Είναι πολύ γενναίο σήμερα να διατηρείται το φιλότιμο, το χαμόγελο, το χάδι.
Υπάρχει ένα κλίμα σκληρότητος, συννεφιάς, συντριβής και στενοχώριας. Πολλοί κλείστηκαν στον εαυτό τους, διασκεδάζουν επιπόλαια.
Ο σπουδαίος άγιος Νικόλαος Αχρίδος λέει πως η απαισιοδοξία, η μελαγχολία και η θλίψη έφεραν μία ανίατη παραλυσία.
Έτσι οι παράλυτοι δεν είναι αισιόδοξοι. Ο αισιόδοξος είναι ευτυχισμένος. Μεγάλη δυστυχία δεν είναι τόσο η ασθένεια, η αδικία και η φτώχεια όσο η απαισιοδοξία.
Δυσκολευόμαστε να δούμε μακρυά και μας απογοητεύει το σήμερα. Ο λόγος τους Θεού είναι πάντοτε αισιόδοξος.
Οι κυνηγημένοι άγιοι κατάντησαν ένδοξοι. Ο κάθε χριστιανός είναι υποχρεωμένος να είναι αισιόδοξος.
Ο χριστιανισμός αποτελεί πύργο ασάλευτο της αισιοδοξίας. Όποιος δεν είναι αισιόδοξος δεν μπορεί να είναι χριστιανός.
Η αισιοδοξία σώζει από τα γρανάζια της απελπισίας, της μοναξιάς, της κακίας και της φθοράς. Ο αισιόδοξος είναι ελπιδοφόρος, νικηφόρος, φωτόμορφος και προσηνής.
Λύπες, καημοί, στενοχώριες, προβλήματα, βάσανα, πόνοι και ζημιές ας μη μας καθηλώνουν στην πολυθρόνα της απαίσιας απόγνωσης.
Με την αισιόδοξη υπομονή θα μας οδηγήσουν σε απρόσμενη, φωτεινή ευρυχωρία.
Πλησίασα στη ζωή μου τον θάνατο, αισθάνθηκα το χνώτο του, όμως δεν αποθαρρύνθηκα μα δυνάμωσα. Γερνώ, γερνώ και δεν φοβάμαι. Η πίστη με θερμαίνει, με παρηγορεί και με αισιοδοξεί.
Στην παρούσα κρίση ας ξεδιαλύνουμε το βάθος των αισθημάτων μας, την ειλικρίνεια των λόγων μας, την καθαρότητα των σκέψεών μας, τη γνησιότητα των κινήσεών μας και την ποιότητα του ήθους της ψυχής μας. Το ταπεινό μου ράσο ας μιλήσει στην καρδιά σου.
Να έχεις ηρωική ψυχή, ελεήμονα καρδιά και δίκαιη σκέψη. Κερδίζει όποιος υπομένει φιλότιμα, επιμένει γενναία και αγαπά θυσιαστικά.
Τότε η ζωή έχει βαθύ νόημα και πλούσια χαρά. Το πείσμα του απαισιόδοξου είναι σίγουρα ανόητο, του προσφέρει μόνο θλίψη, κατήφεια και στενοχώρια.
Εντούτοις συνεχίζει να την περιθάλπει., σαν να μην μπορεί να ζήσει δίχως αυτή. Πεσιμιστές φιλόσοφοι παρέσυραν αρκετούς νέους στις νοσηρές ιδέες τους.
Οι αισιόδοξοι γνωρίζουν να αγαπούν και να θυσιάζονται χάρη των φίλων τους. Φτωχοί και άρρωστοι υπήρξαν αληθινά αισιόδοξοι και δημιούργησαν πολιτισμό.
Η εργατικότητα και φιλοπονία διώχνει μακριά τη φοβερή απαισιοδοξία.
Δεν δικαιολογείται η απαισιοδοξία για τους πιστούς. Η απαισιοδοξία βαλτώνει, θολώνει και δηλητηριάζει τη ζωή του ανθρώπου.
Δεν πλασθήκαμε για να κλαίμε μοιρολατρικά, να παραπονιόμαστε σαν ανόητα παιδιά, να φοβόμαστε σαν κυνηγημένα πουλιά και να κρυβόμαστε φοβισμένα. Είναι καιρός για δράση, αλληλεγγύη, έξοδο από την απομόνωση και την ιδιοτέλεια. Τα δάκρυα καθαρίζουν κι ενδυναμώνουν υπέροχα.
Ήλθε η ώρα για μία ουσιαστική, εκ βαθέων και δυνατή μετάνοια. Η αναγέννηση, ο εξαγνισμός, η ανανέωση και η μεταμόρφωση προέρχονται μέσα από το βαθύ πόνο, τις μεγάλες αποφάσεις, την αίσθηση της παρουσίας του ζώντος Θεού.
Τα δάκρυα θα φέρουν χαρά, το φεγγάρι ήλιο, ο πόνος ίαση, η αδυναμία δύναμη, η αμαρτία μετάνοια, η δίψα ξεδίψασμα, η πείνα χορτασμό, η φτώχεια πλούτο αναφαίρετο, η ύλη πνεύμα ζωοποιό…
Πηγή Romfea.gr
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Σήμερα ένας Ορθόδοξος, ένας Άγιος, θα κατέτασσε άνετα την Εκκλησία εις την Ιατρική Σχολή, διότι η Εκκλησία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας πνευματικός χώρος, όπου θεραπεύεται ο πνευματικά άρρωστος άνθρωπος. Και δεν τον θεραπεύει ως διά μαγείας ούτε τον θεραπεύει με ευχές, αλλά τον θεραπεύει με συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία μέθοδος έχει πειραματισθεί επί των Αγίων, έχει αποδείξει την αλήθεια της μεθόδου, έχει καταντήσει σε αξίωμα και έχει αναχθεί πλέον εις επιστημονική οδό, διότι χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, διά της μεθόδου αυτής, βρήκαν την πνευματική υγεία και την πνευματική ισορροπία, η οποία δεν είναι τίποτα άλλον παρά η επιστροφή του ανθρώπου εις τον χώρο, εις τον τρόπον, εις το αξίωμα της πρώτης δημιουργίας του από τον Θεό και εν συνεχεία της αναβάσεώς του εις την κατάσταση της θεώσεως.
Είπαμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία κατατάσσεται, υπό Ορθόδοξο άποψη, εις τον χώρο της Ιατρικής, διότι πράγματι πρόκειται περί ιατρείας και σ’ αυτό το νοσοκομείο, το πνευματικόν, ο ιατρός δεν είναι άνθρωπος αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος λειτουργεί, διακονεί τους ασθενείς ανθρώπους διά των Αγίων του, οι οποίοι έχουν εμπειρία αυτής της θεραπευτικής οδού. Από τη μικρή μου πείρα, την προσωπική μου, ως ασθενής άνθρωπος και από την πείρα μου ως ιερέας, μοναχός, μπορώ να πω ότι πράγματι είναι γεγονός ότι συναντούμε καθημερινά ολόκληρη αυτήν την τραγωδία της διασπάσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας και ανακαλύπτομε ότι η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου. Λέω καμιά φορά και στον εαυτό μου και σ’ άλλους ανθρώπους ότι θα ήταν, ας πούμε, ας το πούμε έτσι, ευχής έργο η αμαρτία να εθεράπευε τον άνθρωπο· και σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι θα ήταν όλοι υγιείς ή τουλάχιστον ευτυχισμένοι. Διότι σήμερα καταργήθηκε αυτή η έννοια και θεοποιήθηκε η αμαρτία και άρα, λοιπόν, εάν κάνεις, ξέρει, πράγματα τα οποία είναι παραβάσεις της κατά φύσιν δημιουργίας σου θεωρούνται φυσιολογικά· ενώ αν αντιστρατευθείς θεωρείται αυτό ότι είναι παρά φύσιν και ότι πρέπει να ‘σαι άρρωστος για να μην κάνεις αυτά που κάνουν όλοι! Όμως το παράδοξο είναι ότι όσο απελευθερώνεται ο άνθρωπος, όσο επιτελεί αυτά, τα οποία εθεωρούντο ή θεωρούνται αμαρτίες, περισσότερο εμπλέκεται σε μιαν άρρωστο κατάσταση, ο οποίος δεν μπορεί να βγει από μέσα. Και τελικά, εάν η ψυχή του παραμείνει ζωντανή, τότε θα γευθεί πολύ πικρά αυτόν τον δρόμο, στον οποίον μπήκε μέσα, και μετά πολλών δακρύων.
Είδα εκατοντάδες ανθρώπους να κλαίνε με μαύρα δάκρυα για τους καρπούς της αμαρτίας· δεν είδα κανέναν άνθρωπο να κλάψει γιατί ακολούθησε το δρόμο της εμπειρίας των αγίων. Αντίθετα, ενώ εις τα μάτια του κόσμου φαίνονται δυστυχισμένοι όμως αυτοί, η καρδία τους ήταν γεμάτη με ουράνια χαρά και, πώς να πούμε, ανέκφραστη μακαριότητα, την οποίαν ευχόμαστε πολλές φορές έστω ψήγματα να είχαν οι άνθρωποι για να καταλάβουν πού τελικά ευρίσκεται αυτή η ευτυχία, την οποίαν ψάχνουν.
Πηγή: Περιοδικό «Ο Τήρων»
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο όχι για να μας αποκαλύψει ιδέες ή για να μας δώσει μια φιλοσοφία ή μερικές αρχές, αλλά ήρθε στον κόσμο για να μας δώσει τον εαυτόν Του, ο οποίος δίδεται εις τον κόσμο καθημερινώς, εις την Εκκλησία, εις την Θεία Ευχαριστία. Αυτό ήταν το νόημα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Και δίδοντας τον εαυτόν Του στον κόσμο, ταυτόχρονα ανέλαβε τον κόσμο επάνω Του· έγινε άνθρωπος, εθέωσε την ανθρώπινη φύση την δικήν Του, την ανέλαβε εις τον ουρανό , την κάθισε εκ δεξιών του Θεού Πατρός και εν συνεχεία μας έδειξε ότι και σε μας πλέον ανήκει αυτός ο δρόμος και αυτή η θέσης, της δόξας του ανθρωπίνου σώματος, του ανθρώπου στο σύνολον του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι μόνον ψυχή ή μόνον μία ηθικολογία, αλλά συνολικά άνθρωπος σ’ όλο του το είναι. Αναλαμβανόμενος ο Θεός εις τον ουρανό άφησε στον άνθρωπο την Εκκλησία κι η Εκκλησία είναι, ακριβώς, ο πνευματικός χώρος, εις τον οποίον παραδόθηκε από γενεά σε γενεά, ως εμπειρία πλέον, η γνώσις του Θεού, του αληθινού Θεού. Έτσι η Εκκλησία μας, από τότε που ήρθε ο Χριστός, από την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε σαν παρακαταθήκη, σαν θησαυρό, σαν δώρο, σαν κληρονομιά, αυτήν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος· κι αυτήν την Χάριν του Αγίου Πνεύματος δίδει από γενεά σε γενεά εις τους ανθρώπους, οι οποίοι ακολουθούν αυτήν την μέθοδο της Εκκλησίας, την μέθοδο των Αποστόλων· κι έτσι έχομε μέσα σ’ αυτήν την πορεία το σύνολο των Αγίων, οι οποίοι είναι η επαλήθευσης του Λόγου του Θεού, η επαλήθευσης του Ευαγγελίου.
Πολλές φορές διερωτόμαστε όλοι, κι ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, για το γεγονός της υπάρξεως της αμαρτίας και γιατί μια πράξης είναι αμαρτία και τι σημαίνει αμαρτία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας, για τον άνθρωπο. Διότι, όπως είπαμε προηγουμένως, εμείς δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος, δεν είδαμε τον πρώτον άνθρωπο· ξέρουμε τον σημερινό άνθρωπο, τον εαυτόν μας, τους γύρω μας, οι οποίοι, μπορούμε να πούμε, κανείς από μας δεν είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, ο κατά φύσιν άνθρωπος. Έχουμε δηλαδή τον άνθρωπο που έπλασε ο Θεός, τον Αδάμ, ο οποίος είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος· έχουμε μετά την πτώση τον άνθρωπο, που είμαστε εμείς, που γνωρίζουμε, ο οποίος είναι ο παρά την φύσιν άνθρωπος, ο υπάνθρωπος ας τον πούμε· κι έτσι έχουμε, μετά την σάρκωση του Χριστού, τον νέον Αδάμ, ο οποίος είναι ο Θεάνθρωπος. Έχουμε τον άνθρωπο, τον υπάνθρωπο και τον Θεάνθρωπο.
Τώρα, η Εκκλησία καλεί όλους μας, ο Χριστός, να προχωρήσουμε, να αναλάβουμε, να βρούμε τον εαυτόν μας, να βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας. Αυτή η εύρεσης του πραγματικού εαυτού δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πορεία επιστροφής προς τα πίσω· δηλαδή να επιστρέψουμε εις την κατά φύσιν δημιουργία μας, εκεί όπου όπως ο Θεός μάς έπλασε, και εν συνεχεία, αφού εργαστούμε αυτόν τον χώρο, αυτήν την θέση, να υπερβούμε ακόμα κι αυτήν την θέση και να ανέβουμε εις την υπερφυσική κατάσταση, η οποία είναι η θέωση. Και αυτό δεν είναι ηθικολογία ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι εμπειρία· και δόξα τω Θεώ εις την Εκκλησία μας, μέχρι σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι και θα υπάρχουν άνθρωποι πάντοτε, οι οποίοι έφτασαν σ’ αυτήν την κατάσταση της θεώσεως και σ’ αυτήν την κατάσταση λειτουργούν πλέον όλες οι ενέργειες, τις οποίες έδωσε ο Θεός σε μας, εις την ώρα της δημιουργίας μας και αποδεικνύουν, ανά πάσα στιγμήν, ότι αυτά, τα οποία ο Χριστός φανέρωσε στον κόσμο, είναι πραγματικότητες κι αλήθεια.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου στα Δημήτρια
«Εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα»:
Είναι αυτή η ευχή που λέμε συχνά στην Εκκλησία, η διακονική προτροπή που αναφέρεται εις τον λαό του Θεού και μας προσκαλεί να αφήσομε στα χέρια του Χριστού όλη τη ζωή μας!
Εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα. Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Και όσο κι αν φαίνεται απλή αυτή η προτροπή του διακόνου της Εκκλησίας, στις μέρες μας ιδιαίτερα έχει τεράστια σημασία και μεγάλη δύναμη. Γιατί νομίζω ότι στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν τόση ευαισθησία που είναι αρκετό γι’ αυτούς ν’ ακούσουν ένα δελτίο ειδήσεων για να βυθιστεί η ψυχή τους μέσα σε μια μεγάλη απορία και για το τι γίνεται μέσα στον κόσμο και για το πού πηγαίνει ο κόσμος και για το τι θα γίνει ακόμα συν τω χρόνω. Και μπαίνει η ψυχή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτή την αγωνία… Και αυτή η αγωνία και αυτός ο κόπος και αυτή η δυσκολία είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μάς το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων• που οι έσχατοι χρόνοι, βέβαια, είναι διαρκώς παρόντες μέσα στην Εκκλησία. Ζούμε όλοι μας αυτή τη δυσκολία, αυτό το βάρος που βλέπουμε καθημερινά μπροστά μας.
Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού. Και πολλές φορές ακούμε από πνευματικούς ανθρώπους όταν τους εκθέτουμε τα προβλήματά μας και τες δυσκολίες μας «άφησ’ το στον Θεό». Και βλέπουμε ότι αυτή η απάντηση δεν μας πολυαναπαύει πάντοτε. Γιατί θεωρούμε «πώς να τ’ αφήσω στον Θεό; Εγώ τι πρέπει να κάμω;
Εγώ τι μπορώ να κάμω; Εγώ δεν πρέπει να κάμω τίποτε; Να τ’ αφήσω όλα στον Θεό και να μείνω με χέρια σταυρωμένα;» Και νομίζομε ότι αυτό το πράγμα είναι ολιγωρία, ότι είναι αδιαφορία, ότι είναι δειλία, ενώ τελικά είναι μεγάλη ανδρεία! Θέλει να είσαι πολύ ανδρείος άνθρωπος, πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να είσαι πολύ γενναίος άνθρωπος για να τ’ αφήσεις όλα στα χέρια του Θεού και πρέπει να έχεις την ψυχή σου γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη εις την πρόνοια και εις την αγάπη του Θεού Πατέρα μας.
H εποχή μας χαρακτηρίζεται από το άγχος, από την κούραση, από την αγωνία των ημερών, από τις πολλές θλίψεις που συμβαίνουν γύρω μας, από τη μοναξιά… Ζούμε μέσα σε πόλεις μεγάλες κι όμως πάσχουμε από μοναξιά! Μπορεί να ζούμε μέσα στην οικογένειά μας, μέσα σ’ ένα σπίτι και να αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει, κανείς δεν επικοινωνεί μαζί μας, ότι είμαστε μόνοι μας, εγκαταλελειμμένοι, πεταμένοι, ότι δεν έχουμε ένα άνθρωπο ν’ ακουμπήσουμε, ότι δεν έχουμε κάποιο που να μας αγαπά πραγματικά ή και που να τον αγαπούμε πραγματικά κι αυτά τα πράγματα όλα μας διαλύουν και μας κάνουν να μην ξέρουμε πού να στραφούμε. Μπαίνει η ψυχή μας πραγματικά μέσα σ’ ένα υπαρξιακό σκοτάδι, σ’ ένα μεγάλο σκοτάδι για το πού θα πάμε και πώς θα βγούμε απ’ όλη αυτή την περιπέτεια!
Παρά ταύτα όμως, η Εκκλησία μας εδώ και αιώνες επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την προτροπή που όντως φαίνεται πάρα πολύ σπουδαία. Σκεφθήκατε ένα άνθρωπο ο οποίος είναι φορτωμένος ένα βαρύ φορτίο, ένα μεγάλο φορτίο κι έρχεται κάποιος και του λέει «άφησέ με να το πάρω το φορτίο εγώ» και μας ξεφορτώνει και μας βγάζει το φορτίο από πάνω μας και το παίρνει εκείνος! Κι αισθανόμαστε εμείς μεγάλη άνεση, μεγάλη ξεκούραση, γιατί μας πήρε το φορτίο. Και δεν το πήρε για να το πετάξει κάπου αλλού, αλλά για να το οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο εκεί που θα θέλαμε εμείς να οδηγηθεί. Φτάνει να του δώσουμε εμπιστοσύνη! Φτάνει να τον αφήσομε να πάρει αυτό το φορτίο από πάνω μας! Αυτό σημαίνει το «παραθώμεθα»: να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού όλα.
Αλλά είναι αυτό άραγε ένα πράγμα εύκολο; Δεν είναι εύκολο όπως είπα προηγουμένως. Είναι πολύ δύσκολο γιατί μας εμποδίζει ο εαυτός μας• μας εμποδίζει ο εαυτός μας, η φιλαυτία μας. Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!
Να σας πω κάτι που το λέω συχνά. Είναι μια δική μου αδυναμία που την εβίωνα για αρκετά χρόνια. Όταν ήμουν νέος και σκεφτόμουν να γίνω μοναχός -από μέσα μου έβγαινε αυτή η επιθυμία του μοναχισμού- σκεφτόμουν να μείνω στο Άγιον Όρος αλλά και από την άλλη φοβόμουν να το αποδεχτώ αυτό το πράγμα: Πώς θ’ αφήσω τους γονείς μου, ν’ αφήσω την πατρίδα μου και να πάω σ’ ένα τόπο άγνωστο, μακριά, που δεν θα με ξαναδεί κανένας, ούτε θα ξανάβλεπα εγώ κανένα! Και ρώτησα ένα γέροντα: Γέροντα άραγε να γίνω μοναχός;
Μου λέει: να παρακαλείς τον Θεό να κάνει το θέλημά Του! Κι εγώ ετρόμαξα! Και λέω: έχει γούστο να θέλει ο Θεός να γίνω μοναχός! Εσκέφτηκα ότι αν ο Θεός θέλει κάτι που εγώ δεν το θέλω, τι θα κάνουμε τώρα; Κάποιος από τους δύο πρέπει να κόψει το θέλημά του! Ή ο Θεός να κόψει το θέλημά Του -θα με βόλευε βέβαια αυτό το πράγμα-, ή εγώ να έκοβα το θέλημά μου και ν’ ακολουθούσα το θέλημα του Θεού που μου φαινόταν ένα μεγάλο βουνό.
Δεν μπορούσα να εννοήσω τότε, ότι το θέλημα του Θεού είναι η πιο μεγάλη ανάπαυση στον άνθρωπο! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλει κάτι, το οποίο να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Αντίθετα! Ο Θεός σε εξάγει από τη φυλακή που βρίσκεσαι και σε οδηγεί σε τόπο αναπαύσεως. Το θέλημα του Θεού είναι ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου, είναι χαρά στον άνθρωπο, είναι ανάπαυση στον άνθρωπο! Αυτό που λέει ο Χριστός «δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» δεν το ήξερα, δεν μπορούσα να το καταλάβω ότι εάν αφεθώ στο θέλημα του Θεού, αυτό θα ’ταν η πιο μεγάλη ανάπαυσις.
Αυτό δεν το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το εννοήσω! Φοβόμουν το θέλημα του Θεού. Φοβόμουν τον Θεό! Όπως ένα μωρό που πηγαίνει στον γιατρό και δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό να το θεραπεύσει: κλωτσά τον γιατρό, αντιδρά, κάμνει φασαρίες, τρέχει μέσα στους διαδρόμους• δεν θέλει ν’ αφήσει τον γιατρό ν’ αγγίξει πάνω του! Μέχρι που να βάλει μυαλό βέβαια και να καταλάβει ότι δεν πρέπει να κάνει έτσι…
Χρειάζεται να υπερβεί κανείς τον εαυτό του και χρειάζεται να γνωρίσει την αγάπη του Θεού• ότι ο Θεός, όπως έλεγε και ο αείμνηστος γέροντας Παΐσιος, είναι οξυγόνο στον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνεται διοξείδιο του άνθρακος. Δεν μπορεί ο Θεός να σου δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που να σε πνίξει μέσα. Όταν ο Θεός ενεργεί στον άνθρωπο και ομιλεί στον άνθρωπο και αποκαλύπτει εις τον άνθρωπο τον εαυτό Του και την αγάπη Του, τότε μια απέραντη ειρήνη, μια απέραντη γαλήνη βασιλεύει στην ψυχή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός «καγώ αναπαύσω υμάς», εγώ θα σας αναπαύσω. Και μετά καταλαβαίνει εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπαυσις, δεν υπάρχει πουθενά ανάπαυσις, μόνο ο Χριστός είναι ανάπαυσις της ψυχής μας. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει κόπος, υπάρχει δυσκολία, υπάρχει μεγάλη δυσφορία της ψυχής μας. Όταν είναι κάτι μέσα στην ευλογία του Θεού τότε όλα είναι πανέμορφα!
Έτσι, ενθυμούμαι, όταν ήμουν στο Άγιον Όρος ζούσα εκείνη την όμορφη, την πανέμορφη και την αγγελική, όντως, ζωή των μοναχών. Κι όταν έβγαινα έξω, απεσταλμένος σε εργασίες, στη Θεσσαλονίκη βέβαια που ήτανε κοντά μας, αισθανόμουν μια μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζοντας και βλέποντας την πόλη και όλη εκείνη την κίνηση. Πραγματικά μ’ έπιανε κατάθλιψη, δεν μπορούσα! Έκανα γρήγορα-γρήγορα τις δουλειές μου κι έφευγα πίσω! Όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάω στην Κύπρο, γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα μέσα στην πρόνοια του Θεού κι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ζήτησε από τον γέροντά μας μια ομάδα μοναχών να πάει στην Κύπρο [1], αφού καταγόμαστε από ‘κεί, εγώ δεν είχα πάει ποτέ μου στην Κύπρο στα χρόνια μου στο Άγιον Όρος και δεν θυμόμουν τίποτα, είχα ξεχάσει τα πάντα!
Όταν με κάλεσε ο γέροντας και μου είπε: «Κοίταξε, η Εκκλησία ζητά να πάμε κάτω.» «Κι εγώ», λέει ο γέροντας, «αισθάνομαι ότι κάναμε μια αδικία στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί μαζευτήκατε όλοι οι Κύπριοι εδώ και αφαιμάξαμε την Εκκλησία. Και να στείλουμε κάποιους αδελφούς να πάνε κάτω.» Λέω, «είναι καλή η σκέψη• να στείλετε κάποιους να παν κάτω.» Μου λέει, «μα δεν σε κάλεσα για να μου πεις τη γνώμη σου.» Λέω, «γιατί με καλέσατε;» «Για να φτιάξεις τα πράγματά σου και να πας από βδομάδας κάτω!»
Εγύρισα όλους τους γέροντες του Αγίου Όρους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα μου πει «μην πάεις»! Λέω, έστω κι ένας να βρεθεί να μου πει να μην πάω, θα τσακωθώ με τον γέροντα κανένα-δυο μήνες αφού θα κάνω παρακοή, μετά ελπίζω να μην πεθάνει στο διάστημα(!)• θα πάω να πω ένα συγγνώμη, ένα ευλόγησον γέροντα έκανα λάθος, έκανα ανυπακοή, θα αποκατασταθούν οι σχέσεις μας και θα γλιτώσω και την Κύπρο!
Πήγα σε όλους. Δεν είχα πολλές ελπίδες στον γέρο-Παΐσιο και στους υπόλοιπους γιατί ήταν πιο ανοικτού πνεύματος, αλλά είχα μεγάλη ελπίδα ότι ο παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια δεν θα με άφηνε να πάω κάτω• γιατί τον άκουσα μια φορά που έλεγε ότι «η υπακοή είναι μέχρι τη Δάφνη [2]. Από τη Δάφνη και πέρα να μην πηγαίνετε!» Λέω, αυτός θα με σώσει! Επήγα, λοιπόν, του λέω «ξέρεις, γέροντα, έτσι έχουν τα πράγματα μου είπαν να πάω στην Κύπρο κι εγώ δεν θέλω να πάω».
Λέει, «ο γέροντας τι σου είπε;» «Μου είπε να πάω. Αλλά δεν θέλω να πάω, έχει τόσα χρόνια να πάω κάτω, ξέχασα, αποσυνδέθηκα, δεν ξέρω κανένα, δεν νομίζω ότι είμαι ικανός γι’ αυτό το πράγμα.» «Καλά», λέει, «αύριο να τα πούμε μετά τη λειτουργία».
Το πρωί λειτούργησα εκεί στο εκκλησάκι και με φώναξε και μου λέει «άκουσε… Προσευχόμενος για το θέμα που μου είπες είδα δύο δρόμους. Ο ένας είναι: Ή κάνεις υπακοή και πάεις στην Κύπρο… Κι ο άλλος: Ή κάνεις παρακοή και μένεις στο Άγιον Όρος! Κρίνε μόνος σου ποιος είναι ο κατά Θεόν δρόμος…» Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν τελικά…
Όταν πήγα, οι πρώτες μέρες ήταν πολύ οδυνηρές βέβαια, αλλά μέσα μου παραδόξως αισθανόμουν -παρ’ όλο που δεν ήθελα να το αποδεχθώ, δεν ήθελα να το δεχθώ αυτό το πράγμα!- αισθανόμουν ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, κι αυτό είναι ανάπαυσις. Κι έμεινα εκεί… και τα ‘φερε ο Θεός έτσι, κάναμε ένα μοναστήρι, πήγαμε σ’ ένα μοναστήρι, έγινε μια αδελφότητα εκεί κι έλεγα «δόξα τω Θεώ, είμαι καλά, ας είμαι και εδώ». Θυμάμαι όταν έβγαινα προς την πόλιν για εργασίες και επέστρεφα πίσω, έβλεπα το μοναστήρι από ψηλά κι αμέσως επανερχόταν μέσα μου αυτή η ανάπαυσις, η ειρήνη στην ψυχή μου. Κι έλεγα, «δόξα τω Θεώ, μεγάλο πράγμα είναι να αναπαύεται ο άνθρωπος και σ’ ένα τόπο ακόμα». Κι έτσι ήμουν ειρηνικός…
Στην Κύπρο, ξέρετε, είχαμε -ή έχουμε ακόμα, δεν ξέρω- ένα σύστημα που εκλέγονται οι επίσκοποι με ψήφο κλήρου και λαού. Έγινε μια κένωσις μιας επισκοπικής θέσεως, της Μητροπόλεως Λεμεσού, που είναι η πόλις που εγεννήθηκα και εμεγάλωσα, και δυστυχώς οι άνθρωποι εκεί με ψήφισαν εμένα, κλήρος και λαός κι η Σύνοδος και μ’ έπιασε πάλι απελπισία! Λέω, πώς θα πάω εγώ τώρα σ’ αυτή την πόλη που ήταν η πόλις της ασωτίας, η πόλις της αμαρτίας! Και δεν μ’ έφταναν όλα τ’ άλλα όταν πήγα στον Αρχιεπίσκοπο να μου αναγγείλει το αποτέλεσμα, μου λέει «πάτερ Αθανάσιε, σε λυπάμαι!» Του λέω, «γιατί Μακαριότατε;» Μου λέει, «πας στη χειρότερη πόλη της Κύπρου!» Λέω, «ευχαριστώ πάρα πολύ!» Δεν μ’ έφταναν τ’ άλλα όλα έχω και την επιβεβαίωση από πάνω την αρχιεπισκοπική!
Τέλος πάντων, έγινε τι έγινε… δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω… Αντέδρασα, αλλά ποιος με άκουσε! Έγινε η χειροτονία εις επίσκοπον και το απόγευμα, την ίδια μέρα, αυθημερόν, γίνεται η ενθρόνισις του επισκόπου. Πήγαμε με τους άλλους επισκόπους να πάμε στην πόλη, στη Μητρόπολη. Όπως βγήκαμε στο κέντρο, ήταν όλη πόλις μπροστά μας, ενώ άλλες φορές μ’ έπιανε κατάθλιψις όταν έβλεπα την πόλη, απ’ εκείνη την ώρα αισθάνθηκα μιαν ανάπαυση, γιατί λέω «αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Και πολλές φορές με ρωτούν διάφοροι άνθρωποι «πώς αισθάνεσαι, πάτερ μου, που ήσουν στο Άγιο Όρος, στο μοναστήρι μέχρι τα σαράντα σου χρόνια και βρέθηκες εις την πιο πολύπλοκη και κοσμική πόλη της Κύπρου;»
Και η Μητρόπολίς μας είναι σ’ ένα κέντρο, που όλα τα κέντρα τα νυκτερινά είναι γύρω μας! Και να σας πω ότι έχω μάθει όλα τα τραγούδια της εποχής, τι να σας πω δηλαδή! Αρχίζει η «αγρυπνία» μετά τις μία τα μεσάνυκτα! Τελειώνουμε εμείς η ώρα μία την Παρασκευή το βράδυ και εκείνη την ώρα εξέρχονται οι πιστοί στην… Ανάσταση, πάνε στα διάφορα άλλα πόστα γύρω μας! Λέω, δεν έχει καμιά διαφορά, σαν να είμαι στο Άγιον Όρος, παράξενο πράγμα! Εγώ τρελάθηκα; Είναι η ηλικία μου, άραγε, κι έπαθα έτσι; Ποιος ξέρει!
Αλλά νομίζω ότι τελικά εκείνο που ζητά η ψυχή μας είναι να αναπαυθεί. Κι αυτό που λέμε μέσα στην Εκκλησία και το χρησιμοποιούμε μέσα στους μοναχικούς κύκλους «αναπαύομαι• εδώ αναπαύομαι, εδώ δεν αναπαύομαι» που δεν ερμηνεύεται, δεν έχει γιατί δεν αναπαύομαι! Αναπαύομαι… Ούτε έχει γιατί αναπαύομαι! Ετέλειωσε! Αναπαύομαι – αναπαύομαι! Δεν αναπαύομαι – δεν αναπαύομαι! Δεν σημαίνει ότι αν δεν αναπαύομαι δεν είναι καλά όσα δεν είναι γύρω μου! Όχι, απλώς δεν αναπαύομαι. Δεν ερμηνεύεται, δεν έχει παρεπόμενα!
Αυτή, λοιπόν, η λέξις «ανάπαυσις» είναι αυτό το οποίο ψάχνει η ψυχή μας, ψάχνει ο εαυτός μας, κι είναι εδώ που είναι το σημείο, το κομβικό σημείο το οποίο ο Χριστός μάς έδωσε ως ένα σωσίβιο μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των καθημερινών μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Όπως είπε κι ένας άγιος της Εκκλησίας μας [...] «Πάθαμε ναυτία από τα κύματα και τις τρικυμίες των βιωτικών πραγμάτων.» Έρχεται ο Χριστός και μας ρίχνει αυτό το σωσίβιο, μας δίνει το χέρι Του και μας πιάνει και λέει «ελάτε κοντά μου κι εγώ θα σας αναπαύσω.» Αλλά παρακάτω λέει και το μυστικό. Πώς θα μας αναπαύσει;
«Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι• Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»
Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος! Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ! Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη. Λέμε, «όχι, εγώ θα τα χειριστώ τα πράγματα. Εγώ θα αναλάβω τις υποθέσεις της ζωής μου.
Εγώ θα τα τακτοποιήσω όλα• δεν θα τ’ αφήσω έτσι να πάνε όπου θέλουν τα πράγματα. Εγώ πρέπει να έχω τον έλεγχο. Αν δεν έχω τον έλεγχο, δεν μπορώ να αισθανθώ σιγουριά. Χάνομαι αν δεν έχω τον έλεγχο!»
Βέβαια ο Χριστός δεν μας είπε να τ’ αφήσουμε ανεξέλεγκτα. Ούτε μας είπε να γίνουμε αδιάφοροι και οκνηροί και τεμπέληδες. Αντίθετα μας είπε ν’ αγωνιζόμαστε και να κοπιάζουμε. Και να μεριμνούμε, αλλά όχι τη ψυχή ημών• μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών, λέγει ο Χριστός. Να κάνετε τα πάντα, αλλά την ψυχή σας αφήστε την ανεπηρέαστη. Μην την υποτάξετε μέσα σ’ αυτήν την καθημερινή πάλη των πραγμάτων. Κι αφού κάμεις ό,τι εξαρτάται από σένα κι αφού εξαντλήσεις όλα τα δικά σου περιθώρια, τότε παραδίδεις τη σκυτάλη στα χέρια του Θεού.
Να σας πω ένα-δυο περιστατικά για να μη σας πολυκουράζω κιόλας με θεωρίες• για να δείτε πώς οι απλοί άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινότητά τους αυτή την εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού. Όταν ήμουν στο Άγιον Όρος κάναμε ένα διάστημα στην Καψάλα, στην έρημο της Καψάλας -είναι περιοχή μεταξύ Καρυών [3], Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα• μια αγιασμένη περιοχή, έρημος, πανέμορφη, τότε στην εποχή μου ακόμα πιο γραφική, χωρίς δρόμους, χωρίς τίποτα. Γεμάτη γεροντάκια, ερημίτες. Ήμασταν εκεί πάμφτωχοι, δεν μας ήξερε κανένας, ούτε κι εμείς ξέραμε κανένα.
Αφού να σκεφτείτε μια φορά πήγα στη Δάφνη να πάρω κάποια γράμματα κι ήρθε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ελλάδος, κι είδαμε αστυνομίες, στρατό και μου λέει ένα γεροντάκι «πήγαινε, διάκο, ρώτα γιατί είναι αυτή όλη η αστυνομία εδώ». Λέω, «να πάω». Πάω και λέω «γιατί είναι η αστυνομία εδώ;» Λέει «θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης [4]». Λέω, «ποιος είν’ αυτός;»! Λέω, «παππού, παππούλη, θα ‘ρθει ο Σαρτζετάκης!». «Ποιος είν’ αυτός;» μου λέει. Λέω, «πού ξέρω κι εγώ;». Μου λέει, «πήγαινε ξαναρώτα». Πάω να ξαναρωτήσω τον αστυνομικό, μόνο που δεν με συνέλαβε! Λέω, «συγγνώμη, ποιος είναι ο Σαρτζετάκης;». Μου λέει, «τρελός είσαι;» [...] Τίποτα, ιδέα δεν είχαμε!
Τέλος πάντων, κατά διαστήματα, όταν είχαμε κάποια πράγματα στον κήπο μας, λαχανικά ή κάποια άλλα τρόφιμα, ο γέροντας ετοίμαζε κάποιες σακουλίτσες με διάφορα πράγματα και τα παίρναμε στα γεροντάκια. Ένα γεροντάκι απέναντί μου, μέσα σε μια χαράδρα, μέσα σε μια καλύβα, μόνος του, ο Σέργιος, τον έβλεπα κάθε βράδυ από το κελί μου που άναβε το καντηλάκι του με το καντηλοκέρι τη νύχτα, θεοσκότεινα, αλλά φαινόταν το κερί του, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Μόνος του, γεροντάκι, πανέρημος ο τόπος, το καλύβι του μισογκρεμισμένο, πήγα να του πάρω τρόφιμα. Του λέω, «γέροντα, μ’ έστειλε ο γέροντας ο δικός μου να σου φέρω αυτά τα πράγματα». Ήταν μια σακούλα με πολλά πράγματα. «Αχ, ευχαριστώ πάρα πολύ»! Λέει, «να πάρω ό,τι μου χρειάζεται…». Επήρε λίγο ψωμί, ένα μαρούλι, δυο-τρία πράματα, μου λέει, «φτάνουν αυτά για σήμερα»! Του λέω, «πάρε και τα υπόλοιπα. Για σένα τα ‘φερα!». «Όχι, δεν τα θέλω, δεν μου χρειάζονται! Φτάνουν αυτά για σήμερα!» Του λέω, «πάρε να ‘χεις και για αύριο»!
Μου λέει, «αύριο έχει ο Θεός!» Λέω, «πάρε γέροντα, έχει ο Θεός, αλλά αφού ο Θεός σού τα ‘στειλε!» «Ναι», λέει, «αλλά ο Θεός είπε τον άρτον ημών τον επιούσιον• δεν είπε και τον αυριανόν! Μου φτάνει ο σημερινός άρτος. Αύριο έχει ο Θεός.» Του λέω, «πόσα χρόνια έχεις εδώ;» Μου λέει, «πενήντα έξι». Πενήντα έξι χρόνια ζούσε σ’ αυτό το καλυβάκι, έχοντας μόνο τον άρτον τον επιούσιον. Κι ο Θεός είχε γι’ αυτόν πάντοτε τον αυριανόν άρτον! Ουδέποτε αισθάνθηκε ο άνθρωπος αυτός αυτή την αγωνία. Μα τι μου λες τώρα, μέσα σ’ αυτή την έρημο, πώς θα βρεθεί ο αυριανός άρτος; Καμιά μέριμνα περί τούτου!
Μια άλλη φορά στα Καρούλια [5], πήγα να επισκεφθώ εκεί τους πατέρες, όταν ήμασταν στη Νέα Σκήτη, είχε ένα Σέρβο, παπα-Στέφανο, ο οποίος έμενε στα Καρούλια. Του λέω, «γέροντα, δεν φοβήθηκες να ‘ρθεις εδώ, μέσα σ’ αυτά τα σπήλαια που κατεβαίνεις με αλυσίδες;» Μου λέει, «φοβήθηκα πάρα πολύ! Και την πρώτη μέρα που ήρθα είπα “τι έκανα κι ήρθα εδώ!
Όταν κατέβηκα εκείνο τον κατήφορο όλο κι εκείνους τους γκρεμούς όλους κι είχα μαζί μου ένα ψωμί και μια σακουλίτσα με ελιές, είπα “εντάξει, θα φάω το ψωμί σήμερα κι αύριο και μεθαύριο. Μετά;” Και μ’ έπιασε μεγάλη δειλία όταν είδα ότι δεν είχα τίποτε γύρω μου! Κατακόρυφα κάτω η θάλασσα κι εγώ μόνος μου εδώ!» «Κι έχω, μου λέει, εικοσιπέντε χρόνια που ‘μαι ‘δώ στην έρημο κι ο Θεός δεν με άφησε ποτέ! Και έχω ακόμα από το ψωμί εκείνο! Το φυλάω! Όχι μόνο δεν πρόλαβα να το φάω, έμεινε εκεί και δεν χάλασε κιόλας.»
Βλέπει κανείς πώς ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού• όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα.
Εσύ κάμε αυτό που μπορείς• κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σού καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…
Επανέρχομαι σ’ ένα δικό μου πάθημα! Όταν σπούδαζα θεολογία, επέρασα στη Θεσσαλονίκη κι ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα να σπουδάσω γιατί είναι πιο κοντά στην Κύπρο• και πήγα στη γραμματεία της Σχολής και μου είπαν ότι πρέπει να περάσω τα μαθήματα όλα τον Ιούνιο και «να ‘ρθεις να πάρεις μια αίτηση να τη συμπληρώσεις, να την υποβάλεις και να πας δεύτερο έτος θεολογική στην Αθήνα».
Κι ήθελα πάρα πολύ να ‘ρθω στην Αθήνα για πολλούς και διάφορους λόγους• κι ένας λόγος ήταν για να μην πάω στο Άγιον Όρος! Φοβόμουν το Άγιον Όρος! Ε… κατασκοτώθηκα διαβάζοντας! Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα για να περάσω όλα τα μαθήματα -κι ήταν και πολλά τότε. Βοήθησε κι ο Θεός και τα πέρασα• όλα τα μαθήματα. Φόρτωσα τα πράγματά μου, κατέβηκα στον Πειραιά -τα ‘βαλα στο πλοίο την εποχή εκείνη, 1976 να σκεφθείτε- κι έφυγα.
Όταν έφευγα από τη Ρόδο κι ήμουν στα μέσα του πελάγους θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω να πάρω την αίτηση! Μου ‘ρθε να πέσω στη θάλασσα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ένα χρόνο κατασκοτώθηκα να διαβάζω και ξέχασα να πάρω την αίτηση! Τι να σας πω τι έπαθα δηλαδή! Δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου• δεν μπορούσα νά ‘βρω άκρη! Θύμωσα, στεναχωρέθηκα, λυπήθηκα, έγινα χάλια μαύρα! Τελικά, όμως, αυτό ήταν που έπρεπε να γίνει.
Λέω ότι μπορεί να ‘ρχονται πράγματα πολλές φορές που εμείς δεν τα θέλουμε, που νομίζουμε ότι είναι αντίθετα με τα δικά μας, που νομίζουμε ότι δεν είν’ αυτό που επιθυμούσαμε… Αλλά ο Θεός ο οποίος βλέπει την καρδιά μας -κι όχι το τρελό το μυαλό μας!- ακούει την καρδιά ο Θεός και ξέρει τι έχουμε πράγματι ανάγκη.
Όπως μας είπε εκεί: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού.» Και οίδε ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τι έχετε ανάγκη και θα σας δώσει αυτό που έχετε πράγματι ανάγκη. Έστω κι αν εσείς ακόμα δεν το ξέρετε! Γιατί, στ’ αλήθεια, πόσοι από μας ξέρομε τι έχομε πραγματικά ανάγκη; Νομίζομε ότι έχομε ανάγκη αυτό το πράγμα. Νομίζομε ότι έχουμε ανάγκη την υγεία…
Αλλά, πράγματι την έχουμε ανάγκη; Μήπως έχουμε ανάγκη την αρρώστια! Μήπως έχουμε ανάγκη τον πόνο! Μήπως έχουμε ανάγκη την καταστροφή ακόμα! Γιατί ο Θεός δεν βλέπει μέσα στα 60-80-90 χρόνια που ζει ένας άνθρωπος. Γιατί ο Θεός βλέπει ότι θέλομε να ζήσουμε μαζί Του αιώνια. Ότι ζητούμε τη σωτηρία μας! Ζητούμε την αιωνιότητα! Αλλά, ζητούμε και πράγματα τα οποία δεν θα μας ωφελήσουν. Και ο Θεός βλέπει και δίδει αυτό που πράγματι εμείς έχομε ανάγκη!
Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι• μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.
Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού• γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού.
Λέγει στο Γεροντικό, σ’ ένα περίφημο και ωραιότατο βιβλίο: Είπε ο Αββάς Αγάθων ότι σήμερα θα κάνω το θέλημα του Θεού. Και σηκώθηκε και παρεκάλεσε τον Θεό: «Κύριε, αξίωσέ με σήμερα να κάνω το θέλημά Σου! Να πω κι εγώ ότι μια μέρα της ζωής μου έκαμα το θέλημα του Θεού! Αφού όλες τις άλλες παραβαίνω το θέλημα του Θεού, έστω και μια μέρα ας το κάμω! Να έχω στη συνείδησή μου μέσα ότι έκαμα το θέλημα του Θεού.» Τι έκαμε;
Εγώ θα έλεγα, μες το φτωχό μου το μυαλό, ότι θα έκανε προσευχή όλη μέρα, ή θα κλεινόταν στο κελί του ή θα διέβαζε όλη μέρα. Δεν έκαμε τίποτα απ’ όλ’ αυτά! Έκαμε τη δουλειά του. Τι δουλειά είχε να κάμει εκείνη τη μέρα; Ήθελε ν’ αλέσει το σιτάρι του, για να το κάμει αλεύρι και να το πάρει πίσω στην έρημο να έχει το αλεύρι της χρονιάς. Το φορτώθηκε και το πήγε στο χωριό, στην κώμη. Κι εκεί, λέει, ν’ αλέσω το σιτάρι μου και να το πάρω πίσω με τα πόδια.
Πήγε πρώτος. Μόλις ετοιμάστηκε να βάλει το σιτάρι στον μύλο πήγε κάποιος άνθρωπος και του λέει: «Αββά, δεν μ’ αφήνεις ν’ αλέσω εγώ που βιάζομαι κι εσύ αλέθεις ύστερα;» Λέει, «ευχαρίστως, αδελφέ μου». Και τον άφησε. Μόλις έφυγε εκείνος κι ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σιτάρι του ήρθε ένας άλλος. Του λέει, «αββά, σε παρακαλώ, εσύ δεν έχεις δουλειές, καλόγερος είσαι, άφησ’ με εμένα να αλέσω και αλέθεις μετά». «Ευχαρίστως»! Κι όχι μόνο τους άφηνε• βοηθούσε και στο άλεσμα. Και δεν ξέρω αν θυμάστε εσείς, πώς ήταν ν’ αλέθεις τότε.
Δεν άλεθες με τις μηχανές. Εγώ στο Άγιον Όρος το πρόλαβα που εμείς κυλούσαμε την πέτρα εκείνη, σπρώχναμε την πέτρα εμείς ή τα ζώα. Μπήκε κάτω από τον ζυγό της πέτρας και άλεσε. Τέλος πάντων, να μην πολυλογούμε, από το πρωί μέχρι το βράδυ μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το σιτάρι, πήγαινε άλλος και του γινόταν η ίδια σκηνή. Έφτασε η νύχτα και δεν άλεσε το σιτάρι! Το φορτώθηκε να πάει πίσω… Δεν έκαμε κάτι «πνευματικό», ας το πούμε εντός εισαγωγικών. Ούτε και θεωρήθηκε ότι έκαμε και τη δουλειά του. Κι όμως ο Θεός τον επληροφόρησε ότι «σήμερα έκαμες το θέλημα του Θεού!»
Βλέπετε, σ’ ένα απλό πράγμα, μέσα στην καθημερινή ζωή, πήρε το σιτάρι να πάει να τ’ αλέσει. Πήγε εκεί και συναντούσε εμπόδια. Δεν αγανάκτησε, δεν εθύμωσε… Δεν είπε: «Καλά, φτάνει! Κορόιδο είμαι; Ήρθε ο πρώτος, ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ας αλέσω κι εγώ το σιτάρι μου να πάω πίσω, που είμαι και μακριά και το φορτώθηκα και στην πλάτη κι έχω ανάγκη!» Τίποτα απ’ όλ’ αυτά!
Και ένα άλλο: Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο ότι πέρασε τον Νείλο και θέλοντας να επιστρέψει πίσω στη Σκήτη, χάλασε το πλοίο, το δημόσιο πλοίο. Και καθόταν εκεί μαζί με τους υπολοίπους κοσμικούς ανθρώπους και περίμενε να φτιαχτεί το πλοίο. Πήγαν κάποιοι και του είπαν: «Αββά, έλα έχει βάρκες άλλες, να περάσεις απέναντι, να μην περιμένεις εδώ άδικα.» Λέει: «Όχι. Ουκ αναβαίνω ει μη στο δημόσιον πλοίον. Δεν θα πάω με κανένα άλλο πλοίο• θα πάω μόνο με το δημόσιο πλοίο.» Γιατί; Γιατί ήθελε να ασκήσει τον εαυτό του σ’ αυτή την εκκοπή του ιδίου θελήματος. Σ’ αυτό το να θέλει να τα κάμει όλα ο ίδιος! Με ειρήνην άκραν και με αταραξία και ησυχία αντιμετώπιζε αυτό που ήταν μπροστά του.
Και εμείς αδελφοί μου στην καθημερινή μας ζωή ν’ ασκούμε τον εαυτό μας -κι εσείς, δόξα τω Θεώ, έχετε αφορμές ασκήσεως πολλές! Μόνο να πας και να ‘ρθεις στο κέντρο της Αθήνας, είναι μεγάλη άσκησις! Και μεγάλη πρόκλησις να μην πεις τίποτα ή να μην εκνευριστείς. Και να κάμεις υπομονή και να πεις «έτσι είναι… θα πάμε όπως παν τα πράγματα». Έρχεται ο ένας μπαίνει μπροστά, ο άλλος μπαίνει μπροστά, σε βρίζουν κι όλας από πάνω… αλλά έχεις ειρήνη! Αρχίζει κανείς, λέει ο Αββάς Δωρόθεος, από τα μικρά-μικρά-μικρά, για να πάει στα μεγάλα.
Ώστε υπερβαίνοντας τον εαυτό του, υπερβαίνοντας τον ατομισμό, τον εγωισμό, αυτό το να θέλουμε να τα ελέγξουμε όλα, να μπουν όλα στο δικό μας πρόγραμμα, να γίνουν όλα όπως εμείς τα θέλομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα προγραμματίζομε, να γίνουν όλα όπως εμείς τα οραματιζόμαστε. Ακόμη και τα άγια όνειρά μας! Ακόμη κι οι ευσεβείς πόθοι μας. Ακόμα κι αυτά που νομίζουμε ότι είναι σημαντικά και είναι κατά Θεόν, που όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τα δούμε όλα αυτά να καταρρέουν μέσα σε πλήρη ειρήνη! Έχοντας μέσα στην ψυχή μας συνεχώς αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός όλα τα βλέπει, ο Θεός όλα τα παρακολουθεί. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός.
Αυτή τη φράση συχνά-πυκνά μας την έλεγε ο γέροντάς μας [6] όταν πειρασμοί ποικίλοι μας εκύκλωναν και λέγαμε «γέροντα, τι θα γίνει τώρα;» Κι έλεγε:
- Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι επιτρέψει ο Θεός».
- Και πώς θ’ αντιδράσουμε και τι θα γίνει;…
- Πού είναι ο Θεός, παιδί μου; Ο Θεός δεν βλέπει; Εάν ο Θεός βλέπει, έχετε ειρήνην. Άσ’ τα στα χέρια του Θεού! Εμείς είμαστε έτοιμοι ν’ αποδεχθούμε ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Θα κάνουμε αυτό που μπορούμε, θα κάνουμε αυτό που είναι στο χέρι μας, ό,τι εξαρτάται από μας και τα υπόλοιπα στα χέρια του Θεού.
Και πράγματι, ο Θεός ουδέποτε μας εγκατέλειψε, αλλά και ουδέποτε εγκατέλειψε κανένα άνθρωπο.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής όλης της ασκητικής αγωγής; Το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος τελικά, όταν βιώσει αυτή την εμπειρία της ξαλάφρωσης, της άνεσης, του να παραδώσεις τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε ο άνθρωπος επιστρέφει και γίνεται ως το παιδίον που δεν έχει μέριμνες, που ‘ναι μέσα στην αγκαλιά της μητέρας του κι αισθάνεται τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Και γίνεται, πραγματικά, αυτό το παιδίον το οποίο εισέρχεται εις την βασιλείαν του Θεού.
Κι έχει ειρήνη μέσα στην ψυχή κι ευχαριστεί τον Θεό για όλα. Και χαίρεται• είναι χαρούμενος. Είναι ειρηνικός. Δεν έχει εχθρούς, έστω κι αν δεν τον θέλει κανένας! Δεν αισθάνεται για κάποιον κάτι! Δεν φοβάται τον απέναντί του. Δεν φοβάται τον γείτονά του. Δεν έχει καχυποψίες για τους άλλους ανθρώπους. Δεν αισθάνεται ότι κινδυνεύει, έστω κι αν βλέπει μπροστά του κάποιους έτοιμους να τον κατασκοτώσουν. Αισθάνεται μια φοβερή ασφάλεια.
Αυτή η ανασφάλεια που μαστίζει τον κόσμο σήμερα, θεραπεύεται μ’ αυτή την ασφάλεια της παρουσίας του Θεού. Κι αυτό το άγχος και η αγωνία που μας κατατρώγει θεραπεύεται μ’ αυτή τη νηπιακή, την εν Χριστώ νηπιότητα, η οποία σφραγίζει το έργο των ανθρώπων που αφήνουν τη ζωή τους μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Είναι για τα παλληκάρια, όπως έλεγε κι ο γέροντας Παΐσιος! Θέλει λεβεντιά να το κάνεις. Θέλει πολύ θάρρος. Αλλά δοκιμάστε τον Θεό. Δοκιμάστε τον Θεό και θα δείτε ότι δεν θα χάσετε. Όποιος ελπίζει επί Κύριον, αυτός δεν καταισχύνεται ποτέ. Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας «πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας.
Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.
Εύχομαι, αδελφοί μου, αυτή την ειρήνη του Θεού να την έχουμε όλοι μας, όπως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, που παρ’ όλο ότι βρισκόταν προ του θανάτου, ζούσε σαν να ήταν μέσα σε βασιλικό ανάκτορο, γιατί ο Θεός κατοικούσε στην ψυχή του κι αυτός άφησε τα πάντα στα χέρια του Θεού!
ΦΩΣ ΓΛΥΚΑΙΝΟΝ
(ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα, ένα φώς που κυλάει πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα και τους προσδίδει ένα χάδι εορτής. Ένα γαλάζιο ιλαρόν, όπως αυτό που χρωματίζει την άκτιστη φύση του Θεϊκού Φωτός καθώς κατέρχεται στις υπάρξεις αυτών που έμαθαν την γλώσσα του ουρανού, αφού πρώτα νέκρωσαν την φλυαρία του μυαλού και τον πειρασμό του κοσμικού.
Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η δυο μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές του καλοκαιριού είναι εορτές του φωτός. Η μία της Μεταμορφώσεως και η άλλη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Εορτή, πανήγυρης, χαρά, κατάνυξης, προσευχή γλυκαίνουσα τα βάθη της καρδιάς, θεία πρόσωπα που παρηγορούν σε ώρες βαθύτατης μοναξιάς. Όλα ντυμένα στο φως στην προσμονή του Άλλου, του επέκεινα, αυτού που γνώρισαν οι άγιοι εμπειρογνώμονες των Θείων πραγμάτων μα που δεν μπόρεσαν με γλώσσα που δένεται στην λογικότητα, να περιγράψουν τα υπέρλογα μυστήρια του Θεού.
Αφού λουστήκαμε στο άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως στο όρος Θαβώρ, κατερχόμαστε κατά την προτροπή του Κυρίου, για να συναντήσουμε τον Σταυρό, τον πόνο και τον Θάνατο. Τότε οι μαθητές είδαν επί σταυρού τον Ιησού, σε λίγες μέρες εμείς την άχραντο Παρθένο Μαρία στην νεκρική κλίνη. Τόσο όμως επί του Σταυρού, όσο και στην επιθανάτιο κλίνη, ο θάνατος δεν είναι ο τελικός νικητής. Μεταμορφώθει πλέον σε πάσχα των υπάρξεων μας, σε πέρασμα στην μακαρία αιωνιότητα του Θεού. Για τον λόγo τούτο και δεν ομιλούμε για τον θάνατο της Θεοτόκου, αλλά για την κοίμηση της. Στην ορθόδοξη παράδοση μας δεν ομιλούμε για νεκρούς αλλά για κεκοιμημένους, δεν έχουμε νεκροταφεία αλλά κοιμητήρια, για να καταδείξουμε την κατάργηση του Θανάτου διά τής Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Τι όμορφη αλήθεια λέξη και έννοια, η κοίμηση της Θεοτόκου. Κοίμηση! δηλαδή ανάπαυσης, καταλαγή, ησυχία, θαλπωρή και παύση των δεινών που συντροφεύουν τον ενθάδε βίο των ανθρώπων.
Στην παγκόσμια θρησκευτική παράδοση αλλά και στην κοσμική κατανόηση της ζωής, κανείς δεν πανηγυρίζει ένα θάνατο. Μπορεί μια γέννηση, αλλά ποτέ ένα θάνατο. Στην Ορθόδοξη όμως λατρευτική παράδοση, οι εορτές των Αγίων είναι κατεξοχήν την ημέρα της κοιμήσεως τους, γιατί άραγε; Μα γιατί για μας ο θάνατος δεν είναι πλέον ο φοβερός Χάροντας των αρχαίων προλήψεων, ούτε το σβήσιμο της υπάρξεως κατά την υλιστική θεώρηση, δεν είναι η εξαφάνιση της μοναδικότητας του ανθρωπίνου προσώπου στην αοριστία της μηδενικότητας, ούτε ο αφανισμός στα όρια της βιολογικότητας.
Κατά αυτό τον τρόπο η κοίμηση της Παναγίας δεν είναι ρήξη αλλά ένωση, δεν είναι τέλος αλλά αρχή, δεν είναι σκοτάδι αλλά ανεκλάλητο φώς γλυκαίνον τα έλκη « των κουρασμένων κωπηλατών, στις λίμνες των ματαίων λογισμών».
Στη λάμψη αυτού του ασυγκρίτου φωτός της εορτής, στις Αυγουστιάτικες αυτές ημέρες , όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και γίνεται ύμνος, δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της κοιμήσεως «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε, ως γάρ ζωης Μητέρα πρός την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον». Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία.... Ο θάνατος δεν είναι λύπη αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα αλλά νίκη. Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιωνίας Ημέρας.
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
«H ομορφιά όμως δεν είναι μονάχα στη φύση. Eίναι κι απάνω στον άνθρωπο, στο πρόσωπό του, στο σώμα. Eίναι και μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Ένας που πλαταίνει την ψυχή του για να χωρέσει μέσα της τον κόσμο ολόκληρο, που σβήνει το "εγώ" του, το θυσιάζει δηλαδή για να επιτύχει κάτι που το κέρδος του να μοιραστεί στους άλλους, δεν κάμνει τίποτε άλλο παρά να φανερώνει την ομορφιά που είναι κρυμμένη μέσα μας».
Θεοδόσης Νικολάου
Σύναξη τών Δώδεκα Αποστόλων
30 Ιουνίου
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Γενέθλια ημέρα ενός αγίου, κατά τήν οποία η Εκκλησία εορτάζει καί πανηγυρίζει τήν μνήμη του, θεωρείται η ημέρα τού θανάτου του, επειδή αποτελεί ταυτόχρονα καί τήν ημέρα τής γεννήσεώς του στήν Βασιλεία τού Θεού. Έτσι, ο καθένας από τούς δώδεκα Αποστόλους τού Χριστού εορτάζει σέ διαφορετική ημερομηνία, ωστόσο όμως η Εκκλησία γιά νά τούς τιμήση, αλλά καί γιά νά προβάλη τήν μεταξύ τους ενότητα, καθόρισε νά εορτάζονται καί οι δώδεκα στίς 30 Ιουνίου κάθε έτους. Ο Χριστός, εκτός από τούς δώδεκα Αποστόλους, είχε καί έναν ευρύτερο χορό Αποστόλων, εβδομήντα τόν αριθμό. Οι δώδεκα Απόστολοι ήσαν οι στενότεροι συνεργάτες Του, πού τόν ακολουθούσαν παντού. Μετά τήν έκπτωση τού Ιούδα τού Ισκαριώτη από τόν χορό τών δώδεκα Αποστόλων, τήν θέση του έλαβε ο Ματθίας. Τά ονόματα τών δώδεκα αποστόλων είναι: Σίμων (Πέτρος), Ανδρέας, Ιάκωβος, Ιωάννης, Φίλιππος, Θωμάς, Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), Ματθαίος, Ιάκωβος τού Αλφαίου, Σίμωνας ο Ζηλωτής, Ιούδας ο Αδελφόθεος καί Ματθίας.
Τήν ημέρα τής Πεντηκοστής οι Απόστολοι έλαβαν τό Άγιο Πνεύμα καί έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες τού Ευαγγελίου στά πέρατα τής Οικουμένης. Εκακοπάθησαν γιά τήν διάδοση τού Ευαγγελίου καί είχαν όλοι μαρτυρικό τέλος, εκτός από τόν Απόστολο καί Ευαγγελιστή Ιωάννη τόν Θεολόγο, ο οποίος «ετελειώθη εν ειρήνη», επειδή βίωσε τό μαρτύριο δίπλα στόν Χριστό, καθ’ όλη τήν διάρκεια τών Παθών καί τής σταυρικής Του θυσίας. Ήσαν φτωχοί σέ υλικά αγαθά, όπως ο Χριστός, αλλά επλούτισαν πολλούς, αφού ήσαν «οι μηδέν έχοντες καί πάντα κατέχοντες».
Δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό αν δεν ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση στην πορεία του. Η σωστή διανοητική αντίληψη αυτής της πορείας είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή. Εκείνος που θέλει να επισκεφθεί ένα νησί πρέπει πρώτα να γνωρίζει διανοητικά ότι με το πλοίο και όχι με το σιδηρόδρομο θα μπορέσει να φθάσει εκεί που θέλει. Όμως, αν και η σωστή διανοητική αντίληψη είναι μια απαραίτητη πρώτη αρχή, είναι εντελώς ανεπαρκής αν δεν ακολουθείται από μια ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση.
Δεν είναι αρκετό να ξέρει κανείς με το νου του και να λέει με τα χείλη του ότι μόνο με το πλοίο θα φθάσει στο νησί που θέλει να επισκεφθεί, αλλά χρειάζεται να ενεργήσει ανάλογα. Εκείνον που θα επαναλάμβανε με λόγια ακατάπαυστα ότι το πλοίο θα τον φέρει στο νησί, και θα αγόραζε ένα σιδηροδρομικό εισιτήριο, δεν θα τον ωφελούσε καθόλου η διανοητική γνώση της κατάλληλης πορείας και δεν θα τον έφερνε στον προορισμό του.
Ο Χριστός είναι ένας, όσο κι αν είναι διαφορετικοί οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι τον αντιλαμβάνονται. Η συνάντησή μας με το Χριστό θα εξαρτηθεί από το ποσοστό που ο Χριστός που αναζητούμε είναι ο πραγματικός Χριστός. Η ορθή δόξα για το ποιος και τι είναι ο Χριστός είναι απολύτως απαραίτητη στο ξεκίνημά μας για την πορεία μας προς τη συνάντηση με Αυτόν αλλά δεν είναι αρκετή· πρέπει να ακολουθηθεί και να ολοκληρωθεί με το ανάλογο βίωμα, στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος.
Συχνά με τα νοήματα και τα λόγια αναφερόμαστε στον πραγματικό Χριστό, αλλά τα βιώματά μας αναφέρονται σε έναν άλλο Χριστό. Μπορεί να περιγράφουμε με λόγια το Θεό ως τον φιλόστοργο πατέρα που "εκένωσε εαυτόν" και έγινε άνθρωπος για μας τα παιδιά Του, αλλά ταυτόχρονα να βασανιζόμαστε από συναισθήματα ενοχής για τις αμαρτίες μας και από το φόβο της τιμωρίας που θα μας επιβάλει σκληρά και ανελέητα. Μπορεί να λέμε με λόγια ότι μόνο η χάρη του Θεού μας σώζει και ταυτόχρονα συναισθηματικά να βασιζόμαστε αυτοδικαιωτικά στα καλά μας έργα.
Η σωστή αντίληψη της πορείας που μας οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό ούτε πολυτέλεια είναι ούτε διαπραγματεύσιμη και ούτε είναι ένδειξη ευρύτητας πνεύματος ή συμβιβαστική διάθεση γύρω απ' αυτή την αντίληψη. Όχι μόνο δεν είναι φιλάνθρωπο να δεχόμαστε την πλάνη του πλανημένου, αλλά εντελώς απάνθρωπο και τερατώδες. Είναι πραγματικά απάνθρωπο να μην καταπολεμά κανείς με όση δύναμη έχει την πλάνη του ανθρώπου, που πιστεύει πως μπορεί να πηδήξει από ένα ύψος εκατό μέτρων χωρίς να πάθει τίποτε. Αλλά είναι επίσης απάνθρωπο και αντιχριστιανικό να πολεμάει κανείς τον πλανημένο αντί να πολεμάει την πλάνη του. Τίποτε απ' ό,τι μας αποκαλύφθηκε για τον Τριαδικό Θεό δεν είναι θεολογική φιλολογία, αλλά κάθε θεολογική αποκάλυψη έχει μια αποφασιστικής σημασίας για τον άνθρωπο ανθρωπολογική διάσταση.
Ο άνθρωπος που ακολούθησε την πορεία που περιγράφτηκε για μια συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό, πρέπει τώρα να βεβαιωθεί ότι η πορεία αυτή βασίζεται σε μια σωστή αντίληψη για το ποιος είναι ο Χριστός που θέλει να συναντήσει· και με την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία τονίζει αυτή την ανάγκη.
"Λύμης φθοροποιοῦ, φυγόντες κακοδόξων, ὀρθοδοξίας φέγγει καρδίας ἐλλαφθῶμεν" (απόστιχα Μικρού Εσπερινού Κυριακής Ορθοδοξίας).
Του Σάββα Αλεξάνδρου
Η μητέρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσα στα πλαίσια του λειτουργικού της χρόνου, προβάλλει ενώπιόν μας το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού. Το γεγονός αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο θαύμα που έκανε ο Κύριος. Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αυτήν έχει κατά νου όταν δίνει το στίγμα της θεανδρικής υπόστασης του Λόγου και τονίζει τη δόξα , την εξουσία και τη δύναμη Του. Λέει χαρακτηριστικά: «Χριστόν ακούων, μη βλέπε τη βραχύτητι της λέξεως και τη απλότητι του λόγου, αλλά εννόει την δόξα της θεότητος, την υπέρ νουν και διάνοιαν, το κράτος το άφραστον, το αμέτρητον έλεος».
Η Ανάσταση αποτέλεσε το θεμέλιο της Εκκλησίας. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει πως: «Άνευ της αναστάσεως του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν Χριστιανισμός». Πάνω σ’ αυτή θεμελιώνεται και το μαρτύριο του αίματος αλλά και το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Οι Άγιοι δηλαδή που επεσφράγισαν κατά τη διάρκεια των διωγμών την πίστη με το αίμα τους, το έκαναν διότι πίστευαν στην Ανάσταση του Χριστού αλλά και στη δική τους προσωπική Ανάσταση. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει γι΄ αυτό: «Τω σημείω του Σταυρού και την εις Χριστόν πίστιν, ο θάνατος καταπατείται πάντες δε οι τω Χριστώ πιστεύοντες, ως ουδέν όντα αυτόν πατούσιν, αιρούνται δε μάλλον αποθανείν η αρνήσασθαι την εις Χριστόν πίστιν». Δηλαδή με τη δύναμη του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και την πίστη στο Χριστό, που νίκησε το θάνατο, ο θάνατος καταπατείται, είναι ως και να μην υπάρχει γι΄ αυτό και οι μάρτυρες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να αρνηθούν το Χριστό.
Με το ίδιο σκεπτικό και όλοι οι Άγιοι που μαρτύρησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως δηλαδή, που αγωνίστηκαν κατά των παθών τους δια της ασκήσεως και της κακοπάθειας. Αυτό έπραξαν διότι γνώριζαν πολύ καλά πως το να πιστεύει κανένας στον αναστημένο Χριστό σημαίνει το να αγωνίζεται διαρκώς ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο. Μέσα σ΄ αυτό το πνεύμα πρέπει να κατανοήσουμε και το Πασχαλινό χαιρετισμό που απηύθυνε όλες τις εποχές του χρόνου ένας μεγάλος Ρώσος Άγιος, ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ που προσφωνούσε κάθε προσκυνητή που συναντούσε με το χαιρετισμό «Χριστός Ανέστη Χαρά Μου».
Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί πως το γεγονός της Αναστάσεως, αποτέλεσε για τους Θεοφόρους Πατέρες πηγή θεολογικών και Εκκλησιολογικών τοποθετήσεων. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αφορμώμενος απ’ αυτή θα τονίσει: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, πας ο της οικονομίας λόγος ανατέτραπται», δηλαδή αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε έμεινε ανεκπλήρωτο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου προσώπου.
Από την πλευρά τη δική του πάλι ο Άγος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα τονίσει πως το σπήλαιο στο οποίο εναποτέθηκε το Θεανδρικό σώμα του Κυρίου προεικόνιζε τον Ορθόδοξο ναό. Το συγκεκριμένο μάλιστα σημείο στο οποίο τοποθετήθηκε προεικόνιζε την Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία σε κάθε λειτουργική σύναξη βρίσκεται το σώμα και το αίμα του Αναστημένου Χριστού.
Κατά τη Θεολογία λοιπόν του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας μας καθένας που προσβλέπει με πίστη στα Θεία Δώρα γίνεται σαν άλλη Μαρία Μαγδαληνή που είδε και συνομίλησε με τον Αναστημένο Χριστό και όχι μόνο αυτό, αλλά «Δια της μεθέξεως των τιμίων δώρων, όλος θεοειδής εκτελείται ο άνθρωπος».
Για τους πατέρες της Ανατολής κάθε Κυριακάτική Θ. Λειτουργία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής υπόμνηση του γεγονότος της Αναστάσεως. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κυριακή λοιπόν ήταν η μέρα της Ανάστασης του Χριστού και της πρώτης εμφάνισης του στους μαθητές Του. Η δεύτερη εμφάνισή του έγινε μετά από οκτώ μέρες, δηλαδή πάλι Κυριακή». Τελειώνει δε λέγοντας: «Εκείνας τας συνάξεις, εικονίζει διηνεκώς η του Χριστού Εκκλησία, τας συνάξεις κατά Κυριακήν επιτελούσα».
Ακόμα να τονίσουμε πως ακριβώς εξαιτίας της Ανάστασης του Χριστού για την ορθόδοξη πατερική σκέψη δεν υπάρχει θάνατος, είναι απλά μια άλλη στάση ζωής. Λέει γι’ αυτό ο Μέγας Αθανάσιος: «Αν πορεύεσαι με δικαιοσύνη πάνω σ’ αυτή τη γη βρίσκεσαι μέσα στη ζωή και δεν πρόκειται ποτέ να σ’ αγγίξει ο θάνατος, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Για τους δικαίους είναι απλά μια άλλη στάση ζωής».
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως για τους Θεοφόρους Πατέρες η απόρριψη του γεγονότος της ανάστασης συμφαίνεται με την απόγνωση και τον πεσιμισμό. Λέει γι’ αυτό ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε τότε όλος ο κόσμος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο και οι άνθρωποι τραγικοί υποψήφιοι μελλοθάνατοι».
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
*Ο Σάββας Αλεξάνδρου είναι Θεολόγος, Βοηθός Διευθυντής Α΄, Συνεργάτης Ιεράς Μητρόπολης Λεμεσού.
«Φιλελεύθερος»23/04/2011
Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
Μερικοί λένε πως η ζωή μας είναι αρκετά σύντομη. Νομίζουμε όμως πως από μόνοι μας συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας από την κατάχρηση, την παράχρηση και την ηθοφθορία.
Αν τη ζωή τη χρησιμοποιήσουμε με σεβασμό, περίσκεψη και φειδώ είναι σίγουρα αρκετά μεγάλη. Ο άνθρωπος γενικά δεν εκτιμά τον χρόνο, τον αφήνει να κυλά ανεκμετάλλευτα, τον σπαταλά εύκολα, δεν τον αξιοποιεί, δεν τον χρησιμοποιεί χρήσιμα. Οι άνθρωποι ζουν συχνά ως επιγείως αθάνατοι. Δεν εξαγοράζουν τον καιρό, παρά το ότι οι ημέρες είναι αρκετά πονηρές. Ο χρόνος μακραίνει όσο ο άνθρωπος αυξάνεται πνευματικά, όσο πλησιάζει το βάθος και την ιερότητα του νοήματος της ζωής.
Μερικοί γέρασαν χωρίς να ζήσουν όντας γέροι και νέοι γέρασαν προτού να μεγαλώσουν. Φοβούνται τον θάνατο, παρότι δε γνωρίζουν να ζήσουν. Χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους δίχως να τη ζήσουν. Δεν ξέρουν ούτε τι είναι ζωή, ούτε τι είναι θάνατος, ούτε πιο είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής του ανθρώπου. Τον θάνατο πιο πολύ τον φοβούνται όσοι ελέγχονται από τη συνείδησή τους, όσοι δεν βελτίωσαν την πνευματική τους ταυτότητα, όσοι παρασύρθηκαν από τις ηδονές του βίου. Η πνευματικότητα του ανθρώπου αντιστέκεται ισχυρά στη φθορά και στη βλαπτικότητα που μπορεί να προκαλέσει ο χρόνος. Η γαλήνη στην ψυχή του ανθρώπου μπορεί να σκηνώσει μόνιμα μόνον κατόπιν σκληρού διωγμού της κακίας. Η εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια θα συνδράμει σημαντικά σ’ αυτή την επίτευξη.
Ο φιλόσοφος Σενέκας λέγει πως «το θέμα όμως δεν είναι ότι έχουμε λίγο χρόνο ζωής, αλλά ότι σπαταλάμε μεγάλο μέρος του». Αν ο άνθρωπος παρασυρθεί στο κυνηγητό της ηδονής, της πολυτέλειας, της δόξας και της ευδαιμονίας δεν θα καταλάβει πώς πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Η ακόρεστη φιλοχρηματία, η μέθη, η οκνηρία, η φιλοδοξία, η απληστία, η ραδιουργία ταλαιπωρούν πολύ τον εραστή τους. Τα πάθη δεν αφήνουν τον εργάτη τους να δει την αλήθεια. Οι απολαύσεις καθηλώνουν τον άνθρωπο χαμηλά και δεν τον αφήνουν να ανυψωθεί από τα γήινα. Πολλοί θαυμάζουν τους πλούσιους, δεν γνωρίζουν όμως τι φουρτουνιασμένες θάλασσες κουβαλούν μέσα τους. Πολλοί λίγοι θα μπορούσαν άνετα να πουν πως είναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους αρκετά. Δεν του έδωσαν τον χρόνο που δίκαια ήθελε, δεν τον άκουσαν προσεκτικά, δεν τον είδαν κατάματα, δεν τον ανέκριναν αυστηρά, δεν τον γνώρισαν ποτέ καλά. Για αυτό δεν ήσουν ήρεμος, ατάραχος, άφοβος και υπομονετικός. Λησμονήσαμε για τα καλά ότι είμαστε θνητοί και περαστικοί από εδώ.
Όσο και αν ξεγελά με διάφορους τρόπους ο άνθρωπος τον εαυτό του, πάντα κατά βάθος θα ζητά την πραγματική ανάπαυση. Ένας σοφός ρωμαίος αυτοκράτορας χαιρόταν και μόνο στη σκέψη του πότε θα απαλλαγεί του μεγαλείου του θρόνου του για να αναπαυθεί αληθινά. Όταν ο άνθρωπος ασχολείται με πολλά, μεριμνά και τυρβάζει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί κάπου και να αποδώσει, δεν έχει καιρό να ζήσει ελεύθερα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι από το παρελθόν και το παρόν. Προσπαθούν να ζήσουν ένα καλύτερο μέλλον, δίχως να κάνουν όμως τίποτε το σημαντικό γι’ αυτό. Η ζωή κυλά και ο άνθρωπος βυθισμένος στις πολλές ασχολίες του δεν τον παρατηρεί. Απορεί πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τόσα χρόνια. Πιο σύντομη βρίσκουν τη ζωή σίγουρα οι πολυάσχολοι άνθρωποι.
Στη ζωή δίνουμε εξετάσεις. Αν νικήσαμε τα πάθη μας, αν αγαπήσαμε την αγάπη, αν μισήσαμε την κακία, αν γνωρίσαμε τον εαυτό μας, αν συναντήσαμε τον Θεό. Τότε έχουμε βρει τον σκοπό, τον στόχο, το νόημα της ζωής. Έχουμε κερδίσει τις εξετάσεις. Αισθανόμεθα μύρο αιωνιότητος. Δε φοβόμαστε τον θάνατο. Δε μας κουράζει η ζωή. Μετανοούμε Ελπίζουμε. Χαιρόμαστε.
Από «Μακεδονία», 28/08/2011
Αυτή ήταν το μίασμα. Ούτε ο σαράφης που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δύο ενέσεις πενικιλίνης! Ούτε η μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ’ αφεντικό του αρχοντόσπιτου που «σορομαδούσε» την Περσεφόνη όταν κοιμόταν η μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, η Βασιλεία ήταν το μίασμα. Γιατί, αυτή έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σορομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του Συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονιάς, των ανθισμένων περιβολιών, αλλά και της χαμένης αθωότητας…
Πελατεία μεγάλη δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια... HΒασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκυράδων με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει…
Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η Βασιλεία Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας Kαι μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Kάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Kάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά που σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι' αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μιά φορά ο σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής Για το βουβό "κατηγορώ" ίσως.
Για το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα μάτια της... «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…». Oι «παντοθειές» της γειτονιάς η κυρα-Σοφία και η κυρα-Σταυρίτσα έλεγαν πως η Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πως η χήρα του μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν, γιατί η πόρνη φρόντιζε. Kαι πως σαν πήρε φωτιά ο παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απομείναν στο δρόμο, η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό. Kι άλλα: πως άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πως ξεθάβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομά τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πως ήταν η Βασιλεία, εκείνοι που ξέραν. Εγώ μόνο ξέρω –το θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα– πως πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα και μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Παναγιάς.
Eκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις Ώρες, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Eσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα. «Για τον Επιτάφιο –είπε– δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ο «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Mην σε ξαναδώπαλιοβρώμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».
Tο ίδιο βράδυ, ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Xρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Aι γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο ανηφοράκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Mα να ‘ταν η Βασιλεία, τούτη η μαυροφορούσα ή μην ήταν η Μαγδαληνή;
Tο βράδυ στ’ όνειρό μου, στο ξύπνιο μου, τι να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ
Σα να μου φάνηκε πως από το κουβούκλιο του Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο Eκείνο που ποδοπάτησε ο επίτροπος. Kαι πως πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη.
Mόνος Eκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή του έτσι δεν έκανε; Mα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών; Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία πέθανε μια Μεγάλη Πέμπτη.
Tην κηδέψανε θέλοντας και μη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Eκείνον!
Σημ. Το παραπάνω κείμενο είναι της Ντόρας Πολίτη. Την ευχαριστώ για την ευγενική προσφορά της.
Μηθυμναίος
Πηγή: http://mithymnaios.blogspot.com
Πεντακόσια πενήντα χρόνια πέρασαν ἀπό τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου 1453. Τότε πού ἀκούστηκε ἡ κραυγή "Ἑάλω ἡ Πόλις" καί ἡ Βασιλεύουσα, ἡ Πόλη τῶν Ἁγίων, τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν θρύλων, πέρασε ὑπό τήν κατοχή τοῦ Ὀθωμανοῦ δυνάστη. Ἔτσι ἄρχισε ἡ Τουρκοκρατία. Τό Γένος ἐπεβίωσε, ἀλλά ἡ Κωνσταντινούπολις καί ἡ Ἁγιά Σοφιά παραμένουν σέ ξένα χέρια. Σήμερα τιμοῦμε τούς πεσόντες κατά τήν πολιορκία καί κατά τήν Ἅλωση, διαβάζουμε τούς θρήνους καί τούς θρύλους, συγκινούμεθα καί διδασκόμεθα. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Νά ἀποτελεῖ μάθημα ἐς ἀεί γιά τίς νεώτερες καί τίς ἐπερχόμενες γενιές.
1) Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Ἅλωση γιά νά ἀποτίουμε ἕνα διαρκῆ καί μεγάλο φόρο τιμῆς στό Βυζαντινό κράτος, τήν Ρωμανία ὅπως τήν ἀναφέρουν τά κείμενα τῆς ἐποχῆς, τό ἐκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους , ὅπως τό χαρακτηρίζει ὁ νεώτερος βυζαντινολόγος Διονύσιος Ζακυθηνός. Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία μέ πρωτεύουσα τήν Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη ἄντεξε ἐπί 11 αἰῶνες. Μετά τήν ἅλωση ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204 ἡ ἐδαφική της ἔκταση καί τό σφρίγος της περιορίσθηκαν σημαντικά.Παρέμεινε ὅμως καθ' ὅλην τήν διάρκεια τοῦ βίου της τό κράτος στό ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπιτυχής καί δημιουργική συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση ὑπῆρξε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναντήσεως καί τό Βυζάντιο τήν διέδωσε μέ εἰρηνικό τρόπο στούς γειτονικούς λαούς. Αὐτήν τήν ἱεραποστολική δράση τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας καταδεικνύουν καί μαρτυροῦν οἱ πολιτισμοί τῶν σημερινῶν λαῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ὁ Ρῶσος Πατριάρχης Ἀλέξιος παραδέχθηκε, ὅταν βρέθηκε τό 1992 στήν Ἀθήνα, ὅτι ἡ Ρωσία εἶναι πνευματικό τέκνο τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ρουμάνος ἱστορικός καί πολιτικός τοῦ 20οῦ αἰῶνος Νικολάϊ Γιόργκα χαρακτήρισε τήν Μολδοβλαχία μετά τήν Ἅλωση ὡς "τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο". Καί τό κυριλλικό ἑλληνογενές ἀλφάβητο πού χρησιμοποιοῦν πολλοί σλαβικοί λαοί ἀποτελεῖ ἔμπρακτη ἐπιβίωση τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτόν, λοιπόν, τόν πολιτισμό πρέπει νά διδάσκουμε καί νά διδασκόμαστε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες.
2) Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Ἅλωση, διότι μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς ξετυλίγεται ἡ Ἑλληνική Διάρκεια, ἡ διαχρονική πορεία τῶν ἀξιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ συγκλονιστική ὁμιλία τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στίς 28 Μαΐου πρίν ἀπό τήν τελική ἐπίθεση τῶν Ὀθωμανῶν μᾶς διδάσκει γιατί ἀγωνιζόμαστε: Γιά τήν Πίστη, γιά τήν Πατρίδα, γιά τούς συγγενεῖς μας. Προσθέτει καί τόν βασιλέα, διότι ἐκεῖνο ἦταν τό πολίτευμα τῆς ἐποχῆς. Ὅμως τό τρίπτυχο Πίστη, Πατρίδα, συγγενεῖς, πού ἀναφέρει ὁ τελευταῖος Αὐτοκράτορας, μᾶς συνδέει μέ τόν ὅρκο τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων Ἐφήβων καί μέ τόν παιᾶνα τῶν Σαλαμινομάχων, τό "ἴτε παῖδες Ἑλήνων" . καί φθάνει αὐτή ἡ Ἑλληνική Διάρκεια μέχρι τήν προκήρυξη τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη, πού ἔγραφε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1821 "Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος" , καί μέχρι τά λόγια τοῦ Κολοκοτρώνη πρός τούς μαθητές τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῆς ἐλεύθερης πλέον Ἀθήνας: "Ὅταν πιάσαμε τ' ἄρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ Πατρίδος" . Αὐτές εἶναι οἱ διαχρονικές ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτός ὁ ἠθικός δεσμός ἑνώνει τόν Παλιολόγο μέ τούς Σαλαμινομάχους καί μέ τόν Κολοκοτρώνη καί μέ τό 1940. Μαχόμεθα γιά τήν Πίστη, τήν Πατρίδα, τήν Οἰκογένεια. Ὅσο κι ἄν κάποιοι μᾶς χαρακτηρίζουν ....ἀναχρονιστικούς. Τιμῶντας τήν μνήμη τῶν προδρόμων καί τῶν μαρτύρων τῆς Ἑλληνικῆς Διάρκειας ἐμεῖς γι' αὐτά θά συνεχίζουμε νά ἀγωνιζόμαστε!
3) Θυμόμαστε τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς πρίν καί γύρω ἀπό τήν Ἅλωση, διότι μᾶς διδάσκουν τήν πολύτιμη συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας. Λίγες δεκαετίες πρό τῆς Ἁλώσεως εἴχαμε μία ἔντονη καί αὐταρχική παρέμβαση τῆς τότε Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησία. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία πίστεψε -φεῦ!- ὅτι ἄν ὑπογράψουμε τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας στόν Πάπα, θά ἔχουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τήν Δύση κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Τό 1438 -39 στήν Φερράρα καί στήν Φλωρεντία σύρθηκαν μέ πιέσεις καί ἐξευτελισμούς οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες στήν ὑπογραφή τῆς ψευδοενώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει καί ἔσωσε τήν τιμή τῆς Ἐκκλησίας. Προσέξτε: Δέν ἀρνήθηκε νά συζητήσει, διότι ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἀρνεῖται τόν διάλογο. Ἀρνεῖται τήν ὑποταγή. Καί ἀπό αὐτούς πού ὑπέγραψαν μία μεγάλη μορφή ἀπέσυρε τήν ὑπογραφή της μόλις ἐπέστεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται γιά τόν Γεώργιο Σχολάριο, τόν μετέπειτα Γεννάδιο, πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν Ἅλωση.
Ὁ λαός ἀκολούθησε τόν Μάρκο καί τόν Σχολάριο. Οἰ ἀνθενωτικοί εἶχαν δίκαιο, διότι παρά τήν ὑπογραφή τῆς ψευδοενώσεως τά καράβια τοῦ Πάπα δέν φάνηκαν ποτέ στήν μαχόμενη Βασιλεύουσα. Ὁ Βρετανός ἱστορικός Στῆβεν Ράνσιμαν στό περισπούδαστο ἔργο του "Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ" δικαιώνει τούς ἀνθενωτικούς λέγοντας ὅτι διέσωσαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί μόνον ἔτσι ἐπεβίωσε ὁ Ἑλληνισμός. Καί στό ἄλλο σπουδαῖο ἔργο του, τήν "Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλως" διαψεύδει ὅλους τούς ἐπικριτές τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μοναχισμοῦ τονίζοντας ὅτι στά θαλάσσια τείχη τῆς Βασιλεύουσας ἕναν ἀπό τούς πύργους τόν ὑπερήσπιζαν Ἕλληνες μοναχοί.
4) Θυμόμαστε τήν Ἅλωση, διότι ἡ Ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅταν οἱ λίγοι ἀποφασίσουν νά ἀντισταθοῦν κατά τῶν πολλῶν, μπορεῖ νά ἡττηθοῦν πρόσκαιρα, ἀλλά τελικά σέ βάθος χρόνου κερδίζουν. Ἡ ἀντίσταση στά τείχη τῆς Βασιλεύουσας τῶν 5000 χιλιάδων Ἑλλήνων καί τῶν 2000 ξένων συμμάχων τους ἔμεινε στίς ψυχές τῶν ὑποδούλων ὡς τίτλος τιμῆς καί δέσμευση γιά νέους ἀγῶνες. Ἡ θυσία τοῦ Κωνσταντίνου Παλιολόγου στή πύλη τοῦ Ρωμανοῦ ἔθεσε τίς βάσεις γιά τό 1821. Τά δεκάδες κινήματα τῶν ὑποδούλων ἐτράφησαν ἀπό τούς θρύλους τοπυ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ καί τῆς Κόκκινης Μλιᾶς. Ἄν εἶχαν παραδοθεῖ τήν 29η Μαΐου 1453, δέν θά ὑπῆρχε ἀντίσταση καί Ἐθνεγερσία. Ἡ συνθηκολόγηση θά ἦταν ἀνεξίτηλη ντροπή.Ἐνῷ ἡ ἡρωϊκή ἄμυνα γέννησε τήν ὑπομονή, τήν ἐλπίδα, τήν προσδοκία. Αὐτή τήν ἐλπίδα ἐκφράζει καί ὁ Ποντιακός θρῆνος:
"...Ἡ Ρωμανία πέρασεν, ἡ Ρωμανία πάρθεν,
Ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο..."
Ἄλλωστε καί ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἔλεγε πρός τούς ξένους συνομιλητές του: "Ὁ βασιλεύς μας συνθήκην δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του πολεμᾶ ἀκόμη καί τά φρούριά του ἀντιστέκονται". Καί ἐξηγοῦσε ὅτι ἀναφερόταν στόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, στούς κλεφταρματολούς, στό Σοῦλι καί στήν Μάνη. Οἱ πεσόντες κατά τήν Ἅλωση μᾶς δώρησαν τό δικαίωμα στήν Μεγάλη Ἰδέα. Καί χωρίς Μεγάλες Ἰδέες τά Ἔθνη δέν πᾶνε μπροστά.
5) Ἡ ἀντίσταση τῶν τελευταίων μαχητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τό "πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν" ἐμπνέει ἔκτοτε τά ΟΧΙ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τό 1940 κατά τοῦ Μουσσολίνι, τό 1941 κατά τοῦ Χίτλερ, τό 1955 στήν Κύπρο κατά τῆς ἀποικιοκρατίας καί τοῦ ἀφελληνισμοῦ. Σήμερα ὀφείλουμε νά συνεχίζουμε νά ἀντιστεκόμαστε μέ κάθε τρόπο. Οἱ σημερινές ἁλώσεις εἶναι μικρές καί καθημερινές. Ἄρα ὕπουλες καί ἐξίσου ἐπικίνδυνες. Ἡ ὑπονόμευση τῆς γλώσσας μας, ἡ ἄγνοια τῆς ἱστορίας μας, ἡ ξενομανία, οἱ συκοφαντίες κατά τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεώς μας, οἱ ὑποχωρήσεις ἀπέναντι σέ Τούρκους, Σκοπιανούς καί Ἀλβανούς, ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα ἀποτελοῦν μικρές ἁλώσεις πού ἀπαιτοῦν γνώση, ἀντίσταση καί μαχητικότητα. Δέν ἀρνούμαστε τήν ἐπικοινωνία καί τήν συνεργασία μέ ἄλλους λαούς καί πολιτισμούς. Ὁ Ἑλληνισμός ποτέ δέν κλείστηκε στό καβοῦκι του. Θά ἀρνηθοῦμε ὅμως τήν ἀφομοίωση, τήν ἀλλοτρίωση, τίς γκρίζες ζῶνες στά ἐδάφη μας, στά πελάγη μας , στήν Ταυτότητά μας καί στίς ταυτότητές μας. Θά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅπλα πρωτίστως πνευματικά καί ἠθικά. Καί θά διδασκόμαστε ἀπό τήν Παράδοση καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἅλωση καί οἱ μετέπειτα ἐξελίξεις μᾶς διδάσκουν ὅτι τελικά ἐπιβιώσαμε μέχρι σήμερα χάρις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι Σταυροαναστάσιμη. Μᾶς θυμίζει ὅτι μετά τήν κάθε Σταύρωση τοῦ Γένους ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Ἀρκεῖ νά τό πιστέψουμε!
Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων
ΠΑΠΠΟΥΣ ΧΑΤΖΗΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΣ
(Φλουρέντζος Μιχαήλ Πατσιάς - “Χατζημούνας”)
Της Μηλιάς το κλέος
Γεννήθηκε στο χωριό Μηλιά Αμμοχώστου το έτος 1901. Η πίστη και η αγάπη του προς το Θεό ήταν μεγάλη. Ο ασκητικότατος τρόπος της ζωής του και τα προφητικά του λόγια τον έκαναν να μοιάζει με τρελό. Σχολείο δεν πήγε και για μεγάλο μέρος της ζωής του δεν ήξερε να διαβάζει. Αρχικά δεν αγωνιζόταν πνευματικά και ζούσε μια συνηθισμένη κοσμική ζωή μέχρι που μια ασήμαντη αφορμή έγινε αιτία να φωτιστεί η ψυχή του και να γεμίσει απο Θείο πόθο για τον Κύριο μας και για κάθε πνευματική αρετή. Όταν έγινε περίπου 40 χρονών απο Θείο ζήλο ξεκίνησε να περιεργάζεται και να μελετά δειλά-δειλά τα ιερά βιβλία της εκκλησίας και σύντομα έμαθε να διαβάζει. Στο επάγγελμα ήταν γεωκτηνοτρόφος ενώ αργότερα ασχολήθηκε με πολλές διαφορετικές εργασίες όπως κτίστης, καλλικάς κα. Παντρεύτηκε μια ήσυχη γυναίκα από τη Μηλιά, την Αννεζού και μαζί της απέκτησε έξι παιδιά, πέντε γιούς και μία κόρη. Το 1945, είχε πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους εξ΄ ου και πήρε την ονομασία Χατζής. Όταν πλέον είχε παντρέψει τα τρία από τα έξι του παιδιά, από Θείο πόθο, πήγε αρχικά στη Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στο Βαρώσι και αργότερα στη Μονή Σταυροβουνίου για να γίνει μοναχός. Οι ηγούμενοι των Μοναστηριών όμως αρνήθηκαν να τον δεχθούν λόγω του ότι ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά ελεύθερα. Η ζωή του ήταν ασκητική με συνεχή νηστεία και προσευχή. Δεν έτρωγε παρά μόνο λίγα χόρτα και ψωμί την ημέρα ευχαριστώντας το Θεό. Τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκεύη απείχε απο κάθε τροφή αλλά και πόση. Μαγειρεμένα φαγητά δεν έτρωγε, ούτε καν λάδι. Προτιμούσε να τρώει φρούτα. Έκανε αυστηρότατη νηστεία, παρόλο που ο ύπνος του ήταν ελάχιστος και η δουλειά πολλή. Τις δυσκολίες στη ζωή του δεν τις λάμβανε υπ’ όψη και έλεγε: “ο Χριστός τόσα βάσανα πέρασε για μας και εμείς θα παραπονιόμαστε;” Μεταλάμβανε πολύ τακτικά το σώμα και το αίμα του Χριστού. Θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και το φρόνημα του ήταν πάντα ταπεινό. Του άρεσε πολύ να δίνει ελεημοσύνη και πολύ τακτικά βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη στα χωράφια χωρίς ποτέ να πάρει χρήματα. Μάλιστα, μετά το τέλος της εργασίας μάζευε όλους και διάβαζαν το “απόδειπνο”. Στο σπίτι κοιμόταν στο πάτωμα και σ’ αυτούς που τον επισκέπτονταν έπλενε τα χέρια. Η προσευχή ήταν το κύριο του έργο. Ο παππούλης τις νύκτες αγρυπνούσε προσευχόμενος ενώ ο ύπνος του ήταν λίγος. Αμέτρητες, διηγούνται τα παιδιά του, ήταν οι φορές που τον είχαν δει ή ακούσει να κλαίει καθώς προσευχόταν. Πολύ συχνά καθώς έφευγε από την εκκλησία πήγαινε σε σπίτια συγχωριανών του ή σε σπίτια γειτωνικών χωριών και τους μιλούσε με ζήλο για το Χριστό. Παράδειγμα μεγάλο γι’ αυτά που έλεγε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν πάντα λιτή και ποτέ δεν είχε να επιδείξει κάτι το υλικό. Καθημερινά μετέβαινε στις εκκλησίες του χωριού καθώς και άλλες εκκλησίες της περιοχής και βοηθούσε τους ιερείς στην τέλεση των ιερών τους καθηκόντων, και φρόντιζε για την ευπρέπεια του οίκου του Κυρίου μας. Για τη πολλή του αγάπη προς το Θεό αξιώθηκε από τον Κύριο να έχει το προορατικό χάρισμα. Προείπε για την Τουρκική κατοχή πολλά χρόνια πριν γίνει, συνέτιζε τους συγχωριανούς και συνανθρώπους του αποκαλύπτοντας τους πολλά κακά που θα συνέβαιναν, είχε προσωπική εμπειρία του Ακτίστου Φωτός, με την δακρύβρεκτη προσευχή του αποσοβήθηκαν δεινά και τέλως προείπε για το θάνατο του για τον οποίο προετοιμάστηκε με απόλυτη νηστεία για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες. Αξιώθηκε επίσης να υποστεί πολλούς χλευασμούς για την αγάπη του Χριστού καθώς και την «ρετσινιά του τρελλού» γι’Αυτόν. Ο παππούς Χατζηφλουρέντζος κοιμήθηκε ειρηνικά στην αγκαλιά της Παναγίας μας στη Μονή της Παναγίας της Αυγασίδας την 10η Οκτωμβρίου 1969 αφού μετάλαβε το σώμα και το αίμα του Κυρίου μας μετά από το Άγιο ευχέλαιο.
Την ευχή του να έχουμε.
Αντώνης Αντωνίου
(Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, «Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους»)
Πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος, πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ένας κορυφαίος νεοέλληνας συγγραφέας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ρώτησε, σε μιά συνομιλία που είχε με τον Γέροντα π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, αν υπάρχουν ακόμη στο Όρος «άνθρωποι που επιδίδονται, όπως οι παλαιοί ησυχαστές, στή νοερά προσευχή και που βλέπουν το Άκτιστο Φώς». Κι ο έμπειρος Γέροντας απάντησε: «Υπάρχουν. Είμαι σε θέση να σάς το βεβαιώσω. Αλλά δεν θα σάς το πούν. Μήν επιμείνετε να μάθετε περισσότερα».
Τόν διάλογο αυτόν θυμήθηκα, καθώς σε μιά από τις τελευταίες μου επισκέψεις στο Όρος με συντρόφευε το βιβλίο «Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους», το οποίο έχω στην πρώτη του μορφή, σε σχήμα τσέπης. Συγγραφέας του είναι ο πολυγραφότατος Γέροντας και σήμερα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ο κ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος. Θέμα του είναι η νοερά προσευχή, ή όπως αναφέρεται στον υπότιτλο, «Συζήτησι με ερημίτη για την ευχή».
Στίς 223 σελ. του εν λόγω βιβλίου ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης συναντά θέματα Ορθοδόξου πνευματικής ζωής και φυσικά ζητήματα προσέγγισης του ιερού Άθωνα, γραμμένα όλα με ωραία διατύπωση, ευκατάνυκτο κλίμα και μεγάλη ευλάβεια. Έτσι, για να προετοιμαστή ο αναγνώστης και να εισέλθη στον γόνιμο διάλογο με τον ερημίτη, ο συγγραφέας του εξηγεί κάποια πράγματα, λ.χ. ό,τι αφορά τή σιωπή, τον λόγο και τή ζωή των μοναχών, τονίζοντας μάλιστα, πως «η ζωή των μοναχών διαρκώς Λογοποιείται, Χριστοποιείται» (21). Καί με το ποιητικό «δειλινό στο Όρος», αρχίζει μιά πραγματικά κοπιώδης σωματική, που αργότερα θα εξελιχθή σε πνευματική, ανάβαση του συγγραφέα «για το όρος της Μεταμορφώσεώς του» (35), το κελλί δηλ. του ερημίτου, όπου και πραγματοποιείται η προσεκτική και με θεολογικό-αγιοπατερικό υλικό οικοδομημένη συζήτηση (σελ. 41-194). Πρόκειται για έναν διάλογο, ωσάν κι αυτούς που μας εσυνήθισε ο πολύς και σεβαστός Γέροντας π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, τον οποίον μάλιστα μνημονεύει και εκτιμά ο Σεβασμιώτατος.
Δέν έχω την πρόθεση να αναλύσω το βιβλίο, που συστήνω ανεπιφύλακτα στον κάθε ευλαβή και διακριτικό επισκέπτη- προσκυνητή του Αγίου Όρους. Θέλω μόνο να σημειώσω πως τέτοια αναγνώσματα σε κάποιες ιερές αποδημίες, όπως είναι η επίσκεψη στο Όρος ή σε κάποιο άλλο μοναστήρι, βοηθούν τον προσκυνητή να ζήση κάποιες στιγμές κατανύξεως και συντριβής, ώστε να καταλάβη, ν' ανακαλύψη τον εαυτό του και να μήν πάη χαμένος αυτός ο χρόνος τον οποίο διαθέτει για πνευματική αναψυχή.
Γιατί μέσα στην καθημερινότητα στην οποία ζή ο κάθε πιστός, πολλές φορές απορρυθμίζεται το είναι του και διασπάται σε πράγματα που τις περισσότερες φορές είναι εντελώς άχρηστα. Απαιτείται, λοιπόν, μιά φυγή, ένας «ευλογημένος περίπατος» σε κάποιο καταφύγιο πνευματικής ανάπαυσης και αποτοξίνωσης, όπως είναι τα μοναστήρια, τα κελλιά, οι σκήτες, για να ζήσης μαζί με το φυσικό κάλλος και την άλλη διάσταση της ησυχίας. Εκείνης που εισέρχεται μέσα σου με την ήμερη και ήρεμη Μορφή του Γέροντα, ο οποίος, όταν έχης την υπομονή, τή διάκριση και την ταπείνωση, θα σε αναπαύση. Αρκεί το άγχος και τή βιασύνη του κόσμου να μήν κουβαλάς μαζί σου, όπως επίσης και την αήθη συμπεριφορά, να δής δηλαδή τούς μοναχούς, τα ιερά καθιδρύματα και γενικότερα την ευλογημένη από την Παναγία μας φυσική ομορφιά του Όρους, ως αντικείμενα για φωτογράφηση και ως μουσειακό υλικό, που το επισκέπτεσαι για να μορφώσης κάποια γνώμη για έναν πολιτισμό του χτές. Γιατί το Όρος δεν είναι όλ' αυτά, που ναί μέν υπάρχουν' το Όρος δίχως τις φωτεινές Μορφές των Οσίων Πατέρων και των σημερινών αγίων Γεροντάδων, θα ήταν, όπως είπε παλιά στον Γ. Θεοτοκά ο π. Θεόκλητος, «σκιά».
Ο Σεβασμιώτατος γνωρίζοντας πολύ καλά πως την πνευματική αποφόρτιση της ψυχής την δίνει μόνον ο Άγιος Θεός διά των εκπροσώπων Του, δηλαδή των Αγίων, προσπαθεί να μάς φέρη σε κάποια επικοινωνία με έναν από αυτούς, τον οποίον ωστόσο δεν αποκαλύπτει (σελ.12). Αποκαλύπτει όμως το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο συντελείται ο διάλογος, ένα κλίμα που μπορεί ο κάθε ευλαβής προσκυνητής να ζήση, γιατί, όπως ανέφερα και παραπάνω, αν υπάρχη υπομονή και πίστη, ο Άγιος Θεός αποκαλύπτει πνευματικό οδηγό κατάλληλο, όπως αναφέρει κι ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, για να τον οδηγήση προς την όντως Θεολογία, που είναι η ευχή (180).
Κι αυτό είναι το ζητούμενο ή πιό απλά η κεντρική ιδέα του εν λόγω βιβλίου, το οποίο μπορεί να βοηθήση πολλές ψυχές να δεχθούν «τα ιλαρά κτυπήματα της θείας ελλάμψεως». Γι' αυτό εν καιρώ θέρους και διακοπών, πνευματικών περιηγήσεων και προσκυνηματικών εκδρομών, επιδιώκοντας να βοηθήσω τον ειλικρινή και φιλόθεο προσκυνητή, του συστήνω το βιβλίο αυτό, το οποίο ως καλός και ευπειθής σύντροφος, θα τον συνδράμη τα μέγιστα... Ποιός ξέρει, μπορεί να είναι και το κλειδί που θ' ανοίξη τα σκοτεινά κατώγια της ψυχής του, για να έλθη το Φώς της Χάριτος και της Σωτηρίας.
Πρεσβ. π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Μέσα στην προοπτική αυτή ....
Μέσα στην προοπτική αυτή είναι και η παραθεώρηση των καθημερινών Χριστιανικών εορτών, στις οποίες προτείνονται από την Εκκλησία οι άγιοί μας, που είναι πρότυπα ζωής και αγιότητος, και τίθενται άλλες εορτές που αναφέρονται στον βίο του ανθρώπου, και μάλιστα σε γεγονότα που δεν εμπνέονται από τις εντολές του Χριστού.
Μέσα στις πολλές εορτάσιμες παγκόσμιες ημέρες είναι και η «παγκόσμια ημέρα αντισύλληψης» . Οι άνθρωποι έχουν θέσει μια ημέρα παγκόσμια, στην οποία θα «εορτάζεται» η αντισύλληψη του παιδιού, δηλαδή η επιθυμία του ανθρώπου να αισθάνεται την ηδονή, χωρίς όμως να γεννιούνται τα παιδιά, που είναι η συνέχεια της ζωής.
Από τα δημοσιεύματα του Τύπου φάνηκε καθαρά ότι δεν τους ενδιαφέρει τόσο ο μαρασμός της ανθρωπότητος, και ιδιαιτέρως της Χώρας μας, αλλά κυρίως το πώς να γίνεται μια αντισύλληψη, αλλά και να αποφεύγωνται οι εκτρώσεις. Και μάλιστα γίνεται λόγος για την αποφυγή των εκτρώσεων όχι τόσο από λόγους ευαγγελικούς, αλλά κυρίως γιατί αυτό έχει συνέπεια στην υγεία των γυναικών, καθώς επίσης έχει συνέπεια και στα οικονομικά μιας οικογένειας! Εξετάζεται δηλαδή πώς είναι δυνατόν να ζη ο άνθρωπος ηδονιστικά με το λιγότερο οικονομικό και υγιεινό κόστος. Επομένως και εδώ εντοπίζεται η ευημερία και η ωφελιμιστική νοοτροπία.
Ο τίτλος καθημερινής εφημερίδος είναι χαρακτηριστικός: «Ξοδεύουμε 50 δισ. για εκτρώσεις!» . Και σχολιάζοντας την άποψη ειδικού καθηγητού ότι οι ιατροί δεν συνιστούν άλλους τρόπους αντισύλληψης, εκτός από τις εκτρώσεις όμως αυτό δεν έχει σχέση με οικονομικές απολαβές, αλλά από την παλαιά νοοτροπία που επικρατεί στις κοινωνίες μας, γράφει: «Δύσκολο να πιστέψη κανείς τα λόγια του. Όπως και να το κάνουμε, 50 δισ. δραχμές είναι μεγάλος πειρασμός. Όταν μάλιστα, χρόνο με τον χρόνο, ο αριθμός των μαιευτήρων αυξάνεται και ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται...» . Δυστυχώς όλα μετριώνται με οικονομικά μεγέθη και με οικονομικές σκοπιμότητες. Η ζωή συμπιέζεται μέσα στις συμπληγάδες πέτρες του οικονομικού κέρδους και της ηδονής.
Και με τέτοια νοοτροπία καθιερώνουμε παγκόσμιες ημέρες εορτασμού, καθώς επίσης διαμαρτυρόμαστε γιατί ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Όμως, ποιά παγκόσμια ημέρα θα διδάξη τους ανθρώπους ότι υπάρχουν και δικαιώματα των εμβρύων και των παιδιών που θέλουν να γεννηθούν και όχι μόνον δικαιώματα των ανθρώπων που ζουν μέσα στην αρρωστημένη ευδαιμονία τους;
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
Ο Ιησούς, καθώς δέχεται και ευλογεί τα παιδιά.....
Ο Ιησούς, καθώς δέχεται και ευλογεί τα παιδιά, τονίζει πώς όσοι μπαίνουν στην ανίσχυρη, στερούμενη από κάθε αυτάρκεια, θέση του παιδιού θα μπούν στην Βασιλεία των Ουρανών. Παραπέρα ακόμα, είναι βέβαιο πώς ένα παιδί είναι ανοικτό σ' ό,τι έρχεται από το μέλλον, είναι πρόθυμο να δεχθεί το καινούριο, γιατί του λείπουν οι προκαθορισμένες θέσεις, οι προκαταλήψεις, που συνδέονται με το εγώ και τις κοινωνικοθρησκευτικές δομές, είναι ελεύθερο να δεχθεί το παράδοξο και καινούριο δώρο, που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα, δηλ. τη Βασιλεία Του. «΄Ενα παιδί παρατηρεί τον κόσμο με μάτια αναζήτησης και προσδοκίας, και ζει με χαρούμενη εμπιστοσύνη. ΄Ετσι και οι οπαδοί του Χριστού πρέπει να ζουν, όχι κατά τρόπο παιδαριώδη, αλλά με την πίστη του παιδιού, που στηρίζεται, στο παντοδύναμο έλεος του Θεού». Με τον τρόπο αυτό ο Ιησούς αντιστρέφει την παιδαγωγική διαδικασία: εμείς ξεκινάμε από μια τάξη αξιών που έχουν καθιερωθεί και αυτές προσπαθούμε με την παιδεία να διοχετεύσουμε στα παιδιά για να γίνουν κτήμα τους. Εκείνος ξεκινάει από την ελευθερία και ανεξαρτησία του παιδιού κατά το παρόν και το άνοιγμά του με επιστοσύνη σ' αυτό που φέρνει ο Θεός, στο μέλλον, παραμερίζοντας οποιοδήποτε παρόν.
Ο χριστιανισμός ήταν ένα εκρηκτικό προφητικό κίνημα. Πέρα απ' αυτό , το πρόσωπο του Ιησού υπήρξε αιτία γενεσιουργή εκπληκτικά νέων καταστάσεων. Μια τέτοια κατάσταση ήταν και η απήχηση που έβρισκε στους νέους όχι μόνο η διδασκαλία του αλλά και η ένταξη πολύ νέων ανθρώπων στο κίνημα του Ιησού. Εξάλλου, εντυπωσιάζει η σπουδαιότητα που έδωσε ο Ιησούς σ' αυτό.
Η ιστορία έκαμε το έργο της σ' αυτή την αρχική προφητική εκρηκτικότητα του χριστιανισμού, και, ήδη πολύ-πολύ νωρίς, μάλιστα σε καταστάσεις όπως αυτής της δραστηριοποίησης πολλών νέων ατόμων στο έργο της Ιεραποστολής κατά τους πολύ αρχικούς χρόνους μέσα σε μια εποχή γενικής επικράτησης της γεροντοκρατίας. ΄Ο,τι όμως έγινε από την ιστορία δεν πρέπει να θεωρηθεί οριστικό. Σήμερα, μέσα στη χριστιανοσύνη ξυπνούν παλιές μνήμες. Οι καιροί απαιτούν από μόνοι τους καινούριες, ριζικές στάσεις, σαν αυτές που μας προσφέρουν οι αρχικοί προφητικοί χρόνοι της χριστιανοσύνης μέσα από φοβερά αντίξοες συνθήκες. Απομένει να δούμε ποια θα είναι η ανταπόκριση σ' αυτή την απαίτηση των καιρών.
Σάββας Αγουρίδης
Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος....
Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος υπαρκτικά και ουσιαστικά με το Θεό του, που είναι κατά τη θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, «Φύσις μακαρία, απαθής και αγαθή». Γι' αυτό το λόγο και ήταν μακάριος και απαθής, εντελώς άσχετος με οτιδήποτε μπορούσε να του επιφέρει θλίψη ή πόνο.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, ώσπερ άγγελοι διητώντο εν τω παραδείσω». Οι άνθρωποι δηλαδή, ζούσαν αγγελική βιωτή μέσα στον παράδεισο. Με το προπατορικό αμάρτημα που κατά το μακαριστό Γέροντα Πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει Θεός χωρίς Θεόν και εναντίον του Θεού», υπεισέρχεται στη ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου η τραγική πραγματικότητα του οντολογικού δυϊσμού, των παθών, των θλίψεων και τέλος αυτός ο ίδιος ο θάνατος.
Ο άνθρωπος βιώνει πλέον μια άλλη πραγματικότητα, την πραγματικότητα του Σταυρού. Ο Μέγας Βασίλειος, επισημαίνοντας αυτή την πραγματικότητα, θα πει χαρακτηριστικά: «Μηδενός των ανθρώπων ο βίος όλος μακάριος εστίν. Το γαρ διά παντός ευ πράττειν, μόνον Θεού εστίν». Δηλαδή, κανενός πλέον ανθρώπου η ζωή δεν είναι ταυτόσημη με τη διαρκή χαρά και την ευτυχία, αλλά μάλλον είναι ζυμωμένη με τον πόνο και τις θλίψεις. Μόνο ο Θεός, όντας απαθής, βιώνει μια κατάσταση διαρκούς χαράς και μακαριότητας.
Ο πόνος
Η πραγματικότητα του Σταυρού στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μας, έχει διάφορες πτυχές. Πρώτη πτυχή της είναι ο πόνος: σωματικός και ψυχικός. Ο πόνος μπορεί να προέρχεται από πλείστες όσες αιτίες. Αρρώστιες, βίωση της απόρριψης, της αχαριστίας, της κακής συμπεριφοράς, της μοναξιάς κ.λπ. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας, πλήθυναν οι περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από ανίατες αρρώστιες, κάθε λογής. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μια έξαρση των ψυχικών νοσημάτων, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για έφηβους ακόμη και για παιδιά με έντονα ψυχολογικά προβλήματα, που προκύπτουν από το σύγχρονο τρόπο ζωής, που έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και τον παραγκωνισμό του ανθρωπίνου προσώπου. Και στις δύο περιπτώσεις ο Σταυρός της ασθένειας (σωματικής και ψυχικής), γίνεται κατά την Πατερική Θεολογία, «Παιδεία ομολογουμένη». Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος που δέχεται το Σταυρό του πόνου και στις δύο όψεις του, θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς λογίζεται κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μιμητής Χριστού.
Λέει κάπου χαρακτηριστικά ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Σκοπήσωμεν, πώς τον θεόν δοξάσωμεν. Δοξάζεται δε Ούτος δια του Σταυρού, ήτοι δια του πόνου, των θλίψεων, των ασθενειών. Εάν γαρ ταύτα πάντα εν υπομονή πολλή υποφέρωμεν, τα του Χριστού παθήματα μιμούμεθα και ούτω γινόμεθα Υιοί Θεού χάριτι και συγκληρονόμοι Χριστού». Ας δούμε δηλαδή πώς δοξάζεται ο Θεός. Δοξάζεται με το Σταυρό, δηλαδή τον πόνο, τις θλίψεις, τις αρρώστιες. Αν λοιπόν δεχτούμε αυτού του είδους το Σταυρό με υπομονή, τότε γινόμαστε μέτοχοι των παθών του Χριστού, είμαστε παιδιά του Θεού κατά χάρη και συγκληρονόμοι Χριστού.
Οι Χριστιανοί δεν χαίρονται ασφαλώς στις αρρώστιες και στον πόνο, αλλά και από την άλλη δεν απελπίζονται, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τη θέση του Μεγάλου Αθανασίου πως: «Εκ του συσταυρωθήναι εστίν, το συμβασιλεύσαι και συνδοξασθήναι».
Ο Ιώβ
Ο Ιώβ προβάλλεται στην Παλαιά Διαθήκη, σαν το πρόσωπο εκείνο που βίωσε στον ύψιστο βαθμό, τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Λέει λοιπόν γι' αυτόν ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι δεν ήταν τόσο σπουδαίος όταν ήταν ενάρετος και απείχε από κάθε κακό, αλλά πραγματικά σπουδαίος και αληθινά μεγάλος και φιλόσοφος, ήταν ακριβώς όταν κρατούσε το Σταυρό του πόνου (ψυχικού και σωματικού) θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς: «Ουκ ην ούτω λαμπρός, ότε απείχε από παντός κακού, αλλά ότε εν ταις θλίψεσιν υπέμεινεν, τότε φιλόσοφος ην». Εξ άλλου, άλλη διάσταση του Σταυρού, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι και «το Σταυρώσαι την σάρκα συν τοις παθήμασιν και ταις επιθυμίαις». Σταυρός δηλαδή είναι, και το να προσπαθεί ο άνθρωπος να δαμάσει τα πάθη και τις κακές επιθυμίες ή συνήθειες του. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τότε θα διαπιστώσει το πόσο μεγάλο Σταυρό σηκώνουν τα παιδιά εκείνα, που αγωνίζονται για να απεξαρτηθούν από τις ναρκωτικές ουσίες, τον αλκοολισμό ή άλλα πάθη. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο επιβάλλεται ώστε οι υπόλοιποι γύρω τους (οικογένεια, πολιτεία, Εκκλησία) να τους συμπαρασταθούν με αγάπη και στοργή και όχι ασφαλώς να τους περιθωριοποιήσουν ή να τους απορρίψουν.
Επιπρόσθετα σαν Σταυρός θα μπορούσε να λογιστεί και ο εργασιακός χώρος ενός ανθρώπου, όταν σ' αυτόν βιώνει τη μονοτονία, την πίεση ή την κακή συμπεριφορά των ανωτέρων του.
Οικονομία
Τέλος, μια άλλη πραγματικότητα του Σταυρού στη ζωή μας, είναι και η οικονομική στενότητα που βιώνει ένας άνθρωπος, που μπορεί να έχει πολυμελή οικογένεια ή άλλες οικονομικές ανάγκες, που με πολλή δυσκολία καλύπτονται από το μισθό του. Σε τούτο το είδος του Σταυρού, ο Μέγας Αθανάσιος συστήνει στον άνθρωπο που υποφέρει, υπομονή, τον παρηγορεί δε με τη θέση πως «Ο έχων την ανάπαυσαν εν τω κόσμω τούτω, την αιωνίαν ανάπαυσιν, μη ελπιζέτω μηδέ αναμενέτω ευρείν». Αυτός δηλαδή που σ' αυτή την ζωή του έρχονται όλα βολικά και είναι πλήρως αναπαυμένος, την ουράνια και αιώνια ανάπαυση να την ξεχάσει και να την διαγράψει.
θα λέγαμε λοιπόν σαν κατακλείδα, πως η πραγματικότητα του Σταυρού συμφαίνεται με τη Σωτηρία ή την καταδίκη του ανθρώπου, αφού κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος θα δικαιωθεί ή θα κατακριθεί, ανάλογα με το πόσο θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς κράτησε σ' αυτή τη ζωή το Σταυρό του.
Σάββας Αλεξάνδρου Θεολόγος-Εκπαιδευτικός
Ο σημερινός νέος αισθάνεται πιο εύκολα...
Ο σημερινός νέος αισθάνεται πιο εύκολα, πιο άμεσα την αμαρτία πού έχει γίνει θεσμός, νόμος, σύστημα, πλέγμα - παρά αυτή που φωλιάζει μέσα του - και εκείνη πολεμάει. Ωστόστο αυτό είναι αρκετό για να τον πλησιάσει η Εκκλησία και να διαλεχθεί μαζί του. Να του υποδείξει βέβαια, πώς οι κοινωνικοί αγώνες ξεκομμένοι από την προσωπική ολοκλήρωση είναι χωρίς νόημα. Να του κηρύξει πώς ο Χριστός κτυπάει το κακό στη ρίζα του, στον έσω άνθρωπο, απελευθερώνει το πρόσωπο για να αγαπήσει και καρπός αυτής της προσωπικής αγάπης είναι η κοινωνική αλλαγή.
Αλλά να κηρύξει αυτό ζώντας δίπλα στον πεινασμένο, αλλοτριωμένο, προβληματοκρατούμενο σημερινό νέο. Να κατέβει στο πεζοδρόμιο, στο εργοστάσιο, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, στο φτωχικό καλύβι. Νάρθει κοντά στο λαό.
Η νεολαία σήμερα έχει ένα προτέρημα. Ξεπερνώντας όλους τους φραγμούς, τους νόμους, ξεπέρασε (ή προσπαθεί να ξεπεράσει) την υποκρισία και το φαρισαϊσμό που γεννάει ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Είναι νεολαία ειλικρινής. Και η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της Αλήθειας. Της Αλήθειας που οδηγεί στην πραγματική απελευθέρωση …
Ας πλησιάσουμε τη νεολαία με κατανόηση, με το φιλάνθρωπο πνεύμα της Ορθοδοξίας. Για νάμαστε και εμείς πραγματικά Ορθόδοξοι και για να νοιώσουν και οι νέοι τον Αληθινό Χριστό.
Ας της αποκαλύψουμε το Χριστό Λυτρωτή και όχι τον ηθικό χωροφύλακα, το Χριστό Ελευθερωτή και όχι τον προστάτη των κρατούντων, το Χριστό της προσωπικής και κοινωνικής λευτεριάς και αγάπης και όχι το βιομήχανο της ατομικής σωτηρίας και τυπολατρείας, το Χριστό Μεσίτη του Θεού και ανθρώπων και όχι τον «εξορισμένο» στους ουρανούς.
Και επιτέλους ας κατανοήσουμε το μήνυμα που στέλνει ο Χριστός σε μας και στην Εκκλησία με την ανταρσία της νεολαίας. Γιατί τότε θα βρούμε την άκρη του νοήματος για την ορθή μας ζωή και πορεία, όχι μόνο σαν πρόσωπα αλλά σαν εκκλησία, σαν Λαός του Θεού.
Π.Μ
Ερχόμαστε σε ένα μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται έρωτας.
Ερχόμαστε σε ένα μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται έρωτας. Είναι χωρίς αμφιβολία ένα δυνατό συναίσθημα που νιώθει κανείς για ένα άτομο του άλλου φύλου και που συχνά γίνεται το ξεκίνημα για ένα γάμο. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι θα παντρεύονταν αν δεν υπήρχε η έλξη αυτή μεταξύ των δύο φύλων.
΄Ομως αυτό το έμφυτο συναίσθημα αν δεν συμπληρωθεί και αντικατασταθεί από την αγάπη τότε είναι σίγουρο ότι κινδυνεύει ο γάμος. Το ερώτημα είναι ότι η εποχή μας έχει θεοποιήσει τον έρωτα όπως και το σεξ, οπότε νομίζουν πολλοί ότι εκεί είναι το κέντρο βάρους στη συζυγική ζωή. ΄Ετσι έχουμε φτάσει στο σημείο να διατηρούν κάποιοι και εξωσυζυγικές σχέσεις για να κορέσουν τη δίψα τους (που τους έχει γίνει ανάγκη από τη συνήθεια των προγαμιαίων σχέσεων) για ερωτικά συναισθήματα που ενδεχομένως δεν καλύπτουν μέσα στο γάμο. Το ψυχολογικό αποτέλεσμα είναι να μη μπορούν να δεθούν συναισθηματικά με το σύντροφό τους.
Παράλληλα παρατηρείται σήμερα το φαινόμενο να δημιουργούν οι νέοι προγαμιαίες σχέσεις με το βασικό επιχείρημα «πρέπει να γνωρίσω κάποιον καλά προτού τον παντρευτώ». Όμως το επιχείρημα αυτό τις περισσότερες φορές γίνεται «μπούμερανγκ» σε βάρος τους. Ο λόγος είναι ότι το ολοκληρωτικό ερωτικό δόσιμο σε κάποιο άτομο δεν σε βοηθάει να διακρίνεις τις αδυναμίες του και όταν θα τις καταλάβεις ίσως είναι αργά, γιατί θα έχει δεθεί συναισθηματικά μαζί του, με αποτέλεσμα να σε πληγώσει ο ... καθυστερημένος «αναγκαστικός» χωρισμός. Αυτό είναι ιδιαίτερα επώδυνο όταν συμβαίνει σε μικρότερη ηλικία και έχει σαν αποτέλεσμα το να μην επιχειρήσει ξανά εύκολα το άτομο ένα ανεπιφύλακτο συναισθηματικό δέσιμο. Κατά συνέπεια είναι αναμενόμενο να δυσκολεύεται αύριο, ακόμη και στη συζυγία.
Παράλληλα μπορεί να υπάρχουν αναμνήσεις και συγκρίσεις με άλλα πρόσωπα που να μπερδεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Πώς είναι δυνατόν να αγαπήσει κανείς κάποιον στον οποίο δεν μπορεί να δοθεί αποκλειστικά; Αυτή την έννοια έχει και το μυστήριο του γάμου, όπου ξέρει κανείς ότι δεν έχει δεύτερη επιλογή και θα πρέπει να προσαρμοστεί πάση θυσία στην οικογένειά του.
΄Ετσι δεν γυρνάει τα βλέμματά του αριστερά και δεξιά!
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη
Αγιότης σημαίνει απελευθέρωση ή μάλλον ελευθερία.
Αγιότης σημαίνει απελευθέρωση ή μάλλον ελευθερία. Απελευθέρωση από κάποιον ή από κάτι, ελευθερία για κάποιον ή για κάτι. Ιδού μερικές μορφές:
α) απελευθέρωση από το παρελθόν - μετάνοια.
β) απελευθέρωση από το πάθος του εγωκεντρισμού - άσκηση και θεραπεία.
γ) απελευθέρωση από την αδικία, τη φτώχεια και όλα τα κοινωνικά κακά.
δ) απελευθέρωση - ναι - ακόμη και από τη φθορά και το θάνατο - κάτι για το οποίο σχεδόν δεν ομιλούμε.
ε) ελευθερία να αγαπάμε, ακόμη και τους εχθρούς μας, ελευθερία να επιτρέπουμε στους άλλους να υπάρχουν και να δημιουργούν, παρά τις προσωπικές, πολιτιστικές και άλλες διαφορές και ταυτότητες, ελευθερία να θυσιαζόμαστε για τους άλλους, όπως ο Χριστός έδωσε τη ζωή του πάνω στο Σταυρό.
Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης
Δε είναι πάντα εξαλλοσύνες οι απόψεις των νεαρών.
Δε είναι πάντα εξαλλοσύνες οι απόψεις των νεαρών. Σε ορισμένα πράγματα έχουν δίκαιο και εδώ χρειάζεται μια Εκκλησία σε πνευματική άνοιξη που να βιώνει τα προβλήματα των νεών.
Από την άλλη όμως ο νέος δεν αγωνίστηκε σοβαρά για να κατακτήσει την ταυτότητά του. ΄Εχει δεκτεί και απορρίψει πράγματα με πολύ μεγάλη ευκολία και δίχως καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει γιατί για 20 αιώνες οι πρόγονοι του λάτρευαν το Θεό.
Αυτή η αντίδραση των πιστών κατά του Θεού μπορεί να παραλληλισθεί και από τη φροϋδική θεωρία. Ότι δηλαδή η σύγχρονη κρυφή ή φανερή επανάσταση κατά του πατέρα έχει επιπτώσεις και στη θρησκεία γι' αυτό και τα παιδιά, όπως ζητούν ανεξαρτησία από το σαρκικό τους πατέρα, επαναστατούν εναντίον και των πνευματικών πατέρων ή αισθάνονται την παρουσία τους καταπιεστική και πολλές φορές σαδιστική.
Βενέδικτος Εγγλεζάκης
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυστήριο
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυστήριο που ανάγεται στη δημιουργία των δύο φύλων, που το ένα συμπληρώνει το άλλο. ΄Ενα μυστήριο που ο Χριστός του δίνει το ύψιστο νόημα, όταν το εντάσσει στη ζωή της Εκκλησίας και τη σωτηρία. Αν αυτό γίνει κατανοητό από τους ανθρώπους, πιστεύω ότι θα διευκολυνθεί πολύ η καθημερινή, αλλά και πρόσκαιρη ζωή τους.
Όμως για να μιλήσουμε και πιο πρακτικά, είναι αναγκαίο να βάζει ο κάθε σύζυγος το σύντροφό του πιο ψηλά από κάθε άλλη αγάπη. ΄Οσο πιο γρήγορα το καταφέρει αυτό τόσο το καλύτερο για τον εαυτό του και την οικογένεια. Είναι λυπηρό που μερικές φορές οι γονείς δεν διευκολύνουν τα παιδιά τους να απαγκιστρωθούν από τη γονική οικογένεια και να αφοσιωθούν στο δικό τους σπίτι. Θυμάμαι το παράπονο ενός συζύγου που μου έλεγε πόσο πικραίνεται κάθε φορά που διαπιστώνει ότι μυστικά που μοιράζεται με τη γυναίκα του, τα μαθαίνει μετά από την πεθερά του, παρά το ότι κάθε φορά της κάνει παράπονα γι' αυτό! Πραγματικά, έτσι κλονίζεται η σχέση του ζευγαριού και δεν ευνοείται η ενότητα.
΄Ενα άλλο σχετικό θέμα είναι η διατήρηση της συζυγικής αξιοπρέπειας αλλά και της τιμής του συντρόφου. Δεν πρέπει να δίνει κανείς δικαιώματα σε τρίτους να παρεμβαίνουν έστω και με το πρόσχημα της συμπαράστασης στις συζυγικές δυσκολίες!
Αλλά και ο άλλος, όταν αντιληφθεί κάποιο παραστράτημα, πρέπει να είναι έτοιμος να παρέμβει όχι για να τιμωρήσει και να εκδικηθεί, αλλά για να υπενθυμίσει τη συντροφική παρουσία του και να προστατέψει την αξιοπρέπεια και των δύο.
Πολλοί άνθρωποι συγχέουν σήμερα τη φιληδονία με την αγάπη. Στην πραγματικότητα δεν έχουν καταφέρει ακόμη να αγαπήσουν πραγματικά, αφού νιώθουν για το σύντροφο της ζωής τους όπως ένιωθαν και για τους υπόλοιπους μέχρι τώρα. Γι' αυτό και μερικά ζευγάρια που συζούν για πολλά χρόνια, όταν επισημοποιήσουν τη σχέση τους με ένα γάμο, τότε χωρίζουν! Επειδή βλέπουν τότε, ότι έχουν να κάνουν με μια νέα κατάσταση υπευθυνότητας και αμοιβαιότητας που δεν ήταν ποτέ προετοιμασμένοι και ώριμοι να αντιμετωπίσουν, γιατί δεν ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τον εγωισμό τους…
΄Αρα για να φτάσει κανείς στην τέλεια αγάπη πρέπει να θυσιάσει το εγώ του και να το υποτάξει στην υπηρεσία του άλλου και του κοινού συμφέροντος. Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, για έναν άνθρωπο του θεού, πρέπει πρώτα να υποτάξει το εγώ του στο θέλημα του Θεού. ΄Οταν και οι δύο το κάνουν αυτό τότε πραγματικά ο Χριστός είναι εκείνος που τους ενώνει και κανείς δεν μπορεί να τους κλονίσει! Και για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα, τότε είναι πραγματικά ελεύθεροι, γιατί η αγάπη και η αλήθεια του Θεού δίνουν την πραγματική ελευθερία στον άνθρωπο.
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη
Σ΄αυτό του το όραμα ....
Σ΄αυτό του το όραμα ποντάρουν όλοι όσοι θέλουν να τον κερδίσουν. Κι όμως εδώ βρίσκεται το βασικό ορθόδοξο μήνυμα Στην επαγγελία του θεού για ένα νέο κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης, με αλλαγμένο όχι μόνο τον κόσμο, μα και τον άνθρωπο με τους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας του. Κι όλο αυτό δε βρίσκεται σ' ένα φανταστικό εξωγήϊνο χώρο, αλλά μέσα στον κόσμο και την ιστορία. ΄Εχουμε μάλιστα και μια πρόγευση αυτού του κόσμου στο πρόσωπο του Χριστού, στους ασκητές και τα κοινόβια, στους παλαιούς και νέους αγίους, που διατηρούν την ελπίδα μας. Αυτή την εσχατολογική προοπτική ενός νέου κόσμου διακηρύσσει πάντα η Ορθοδοξία, μετέχοντας στην ελπίδα των νέων για ένα καλύτερο κόσμο.
Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν συνεχή αγώνα για την αλλαγή του σημερινού κόσμου. Και ο αγώνας έχει σαν συνέπεια την αντίθεση με τους κρατούντες, με το πάσης φύσεως κατεστημένο. Αυτή την αντίθεση την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον η Ορθοδοξία. Γιατί οι περισσότεροι Άγιοι και Πατέρες της ήρθαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε αντίθεση με τους ισχυρούς της εποχής τους. Η αγάπη τους για την αλήθεια και η άρνησή τους να υποτάξουν το Ευαγγέλιο σε κάθε λογής σκοπιμότητες ήταν κάτι που δε μπορούσε να συγχωρέσει εύκολα η εξουσία, ακόμα και όταν είχε χριστεπώνυμο μανδύα. ΄Ετσι αγωνίστηκαν οι πατέρες και εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και πέθαναν αγωνιζόμενοι για το ελπιδοφόρο μήνυμα του Χριστού, χωρίς συμβιβασμούς κα υποχωρήσεις, με νεανικό ενθουσιασμό, αιώνια νέοι.
Έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τους νέους η Ορθοδοξία. Γιατί το χριστιανικό μήνυμά της είναι πάντα νέο, πάντα ελπιδοφόρο, πάντα επαναστατικό σε σχέση με τον κόσμο. Το ερώτημα τότε είναι γιατί δε φτάνει το πρωτοπόρο ορθόδοξο μήνυμα ατόφιο και φρέσκο στους νέους. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οπωσδήποτε δεν φταίει η Ορθοδοξία, ίσως σ' ένα μεγάλο βαθμό δεν φταίνε και οι νέοι μας. Λίγο πολύ φταίμε όλοι. Οι νέοι γιατί δεν έψαξαν σ' αυτήν την κατεύθυνση. Οι παλαιότεροι γιατί μπερδεύουμε τον προσωπικό συμβιβασμένο σε μεγάλο βαθμό χριστιανισμό μας με το καθαρό μήνυμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Οι ηγέτες, γιατί έχασαν στο γραφειοκρατικό σύστημα την επαναστατική του πνοή. Οι παρακάτω γιατί εύκολα υποτασσόμαστε μοιρολατρικά σ' όσους αντιδρούν στη χριστιανική αλλαγή του κόσμου. ΄Ολοι φταίμε, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Το θέμα όμως δε βρίσκεται στο να καταμερίσουμε ευθύνες και να καταδικάσουμε κάποιον ή κάποιους. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Το θέμα είναι να ξαναποκτήσουμε όλοι τη νεανικότητα μας, την αγωνιστικότητα και την ευθύτητα των νέων. Και να ξαναβρούμε μέσα στην παράδοσή μας το όραμα του καινούργιου κόσμου, τη διάσταση της κοινωνικής ζωής που κλείνει μέσα του το κοινόβιο, το αίτημα για δικαιοσύνη, την προθυμία για αγώνα, τη λαχτάρα για την επικράτηση της αγάπης στη γη μας. Με ένα λόγο να ξανανιώσουμε το πάντα νέο και ανανεωτικό μήνυμα της Ορθοδοξίας.
Με το πρώτο βάπτισμα
Με το πρώτο βάπτισμα, αρχίζουμε μια πορεία προς τη βασιλεία του Θεού. Η αγάπη του Θεού - Πατέρα μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία μας και το ενδεχόμενο της πτώσης μας, μάς έδωσε το δεύτερο βάπτισμα, την μετάνοια, με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να ξανασηκωθεί από την πτώση του, να γιατρέψει τις πληγές του και να συνεχίσει την δύσκολη πορεία του. Δυστυχώς πολύ λίγοι γνωρίζουμε τι σημαίνει μετάνοια και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά της. Οι περισσότεροι όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τι είναι μετάνοια, αλλά ούτε και για ποιο πράγμα πρέπει να μετανοήσουμε.
Η μετάνοια δεν είναι, όπως νομίζουμε, μια νομική διαδικασία, που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάποια αισθήματα ενοχής. Ούτε είναι μια τυπική εξομολόγηση, που κάνει κανείς πριν τις μεγάλες γιορτές ή κάτω από σκληρές ψυχολογικές συνθήκες. Η στάση και η πορεία του ασώτου δείχνει κάτι άλλο.
Όπως το λέει η λέξη, μετάνοια (μετα-νοώ) σημαίνει την ολοκληρωτική αλλαγή ζωής, την άρνηση, με όλη μας την καρδιά, της αμαρτίας, την αλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, να νοιώσουμε με όλη μας την ύπαρξη, ότι ο δρόμος που ακολουθούμε δεν πάει πουθενά, και να θελήσουμε να επιστρέψουμε. Να αισθανθούμε ότι ζούμε σ' έναν αχυρώνα, έξω από το σπίτι του πατέρα μας, και να πούμε: «Πού πάμε; Τρελαθήκαμε; Εδώ ο πατέρας μας έχει παλάτι, όπου όλοι ευφραίνονται, και εμείς καθόμαστε στον βούρκο;» Κι έπειτα να αποφασίσουμε να γυρίσουμε, να ξαναμπούμε στο πατρικό σπίτι, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό - Πατέρα και τους αδελφούς μας.
Για νά 'ναι αληθινή η μετάνοια, θα πρέπει νά 'ναι έμπρακτη. Λεει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Όλοι οι πνευματικοί, οι Πατριάρχες, οι Αρχιερείς κι όλος ο κόσμος να σε συγχωρήσουν, είσαι ασυγχώρητος, εάν δεν μετανοήσεις έμπρακτα». Εάν, δηλαδή, δεν θελήσουμε να απομακρυνθούμε, από την αμαρτία και να αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι καν μετάνοια.
Πολλοί προσέρχονται στην εξομολόγηση με ενθουσιασμό, κάτω από το βάρος ψυχολογικών ή άλλων προβλημάτων. Εξομολογούνται με δάκρυα και υποσχέσεις, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα ξαναγυρίσουν στην αμαρτία, ότι αποφάσισαν να αλλάξουν ζωή κλπ. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην έχει σχέση με τη μετάνοια και πρέπει να μας βάλει σε υποψίες. Γιατί η μετάνοια δεν είναι πυροτέχνημα. Χρειάζεται χρόνο, κόπο, άσκηση, αγώνα κάτω από την χάρη του Θεού. Και πραγματώνεται με υπομονή και μυστικά στην ψυχή του ανθρώπου. «Ως αν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης και καθεύδη και εγείρεται νύκτα και ημέρα, και ο σπόρος βλαστάνει και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός, αυτόματη γαρ η γη καρποφορεί». Δηλαδή, «σαν τον άνθρωπο που σπέρνει τον σπόρο στη γη, κοιμάται τη νύκτα και ξυπνάει την ημέρα, κι ο σπόρος βλασταίνει κι αυξάνει με τρόπο που ο ίδιος δεν ξέρει. Η γη καρποφορεί από μόνη της». (Μαρκ. Δ. 26-28).
Τέλος, η μετάνοια είναι έργο της θείας χάρης. Ο άνθρωπος ζώντας στο σκοτάδι της αμαρτίας και αγνοώντας την ωραιότητα της θείας ζωής, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της θεανθρώπινης ζωής. Μόνον όταν η θεία χάρη ρίξει στην καρδιά του τον σπόρο της θείας αγάπης, μπορεί να δει την πνευματική του ερήμωση. Το φως του ήλιου, όταν εισέρχεται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αποκαλύπτει τα πάντα. Έτσι, όταν η χάρη του Θεού φωτίσει τις ψυχές μας, τότε βλέπουμε την εσωτερική ερήμωση, τα πάθη, τις αμαρτίες μας. Γι' αυτό και οι άγιοί μας, τόσο έντονα ζητούσαν από τον Θεό: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον». Γιατί αυτή η αληθινή μετάνοια είναι ο ασφαλής δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού.
Από το βιβλίο "Επιστροφή", Aρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου
Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε ......
Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας, που χαρακτηρίζεται από την αμαρτία, την αδυναμία, τη νωθρότητα, την αδιαφορία. Να συνειδητοποιήσουμε πως ο Θεός δεν είναι, δυστυχώς, το Α και το Ω της ζωής μας. Και, στη συνέχεια, να επανατοποθετηθούμε έναντι του εαυτού μας, που ζητά την ουσία της ζωής, το αληθινό πνευματικό βίωμα.
Αυτό βασικά οδηγεί στη μετάνοια που εκφράζεται με την εσωτερική ανάγκη «να κάνουμε κάτι», για να βγούμε από το αδιέξοδο της ύπαρξής μας, όσο οι δυνάμεις και τα χρόνια μας το επιτρέπουν. Ήδη «το τέλος εγγίζει» και «ο καιρός είναι ευπρόσδεκτος» για μια τέτοια αλλαγή.
Όλα αυτά φέρνουν την κατάνυξη, τον προβληματισμό, τη συστολή, τη συντριβή της καρδίας, τον καρδιακό πόνο. Αυτό που οι φιλοκαλικοί πατέρες ονομάζουν «την κατά Θεόν λύπη».
Όμως, ξέρουμε πως υπάρχει και η άλλη λύπη, που φέρνει διάλυση των δυνάμεων, απόγνωση κι απογοήτευση. Αυτή η «άλλη λύπη» έχει ως αιτία την αμαρτία και τα πάθη μας που ριζώνουν στο νου και στην καρδία. Ακόμα, πηγάζει από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής μας, στην οικογένεια, στα οικονομικά και στο επάγγελμά μας. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των προσωρινών ή μόνιμων δοκιμασιών που έρχονται απρόσμενα και αλλάζουν την πορεία της ζωής.
Η Μεγάλη Σαρακοστή μας αποκαλύπτει τη λύπη μέσα από το πρίσμα της εκκλησίας, δηλαδή «του ετέρως οράν τα πράγματα» (της διαφορετικής θεώρησης της ζωής).
Με τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, την τελευταία νύχτα για την αναχώρησή Του και το πάθος Του, « η λύπη πεπλήρωκεν την καρδία τους» (Ιω.16,6). Τους βεβαίωσε όμως πως θα Τον δουν πάλι και θα χαρεί η καρδία και την χαρά αυτή κανείς δεν θα μπορέσει να τους την αφαιρέσει (Ιω.16,22).
Η χαρά του Χριστού είναι πολύ μεγάλη. Περνά όμως μέσα από πολύν πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Γιατί ο πόνος «καθαίρει» από τα περιττά, απ' όσα μας εμποδίζουν να δούμε το φως, να χαρούμε τις δωρεές Του, να πετάξουμε...
Η Μεγάλη Σαρακοστή, με τον τρόπο που μας καλεί η εκκλησία να τη ζήσουμε - δηλαδή τη νηστεία, την άσκηση, τη σιωπή, τις πολλές και μακρές ακολουθίες -, γίνεται οδός προς τη χαρά, την ουσιαστική, την εσωτερική, τη μένουσα χαρά.
Όσο θα ζούμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ως περίοδο πνευματικής λύπης και πένθους, που εκφράζεται με τον πόνο γι' αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε ή γι' αυτό που δεν είμαστε και θα έπρεπε ως τέκνα Θεού, τόσο η χαρά του Χριστού θα μας γεμίζει.
Τότε όλη η περίοδος θα χαρακτηρίζεται από το «χαροποιόν πένθος», τη «χαρμολύπη» των Αγίων, με αποκορύφωμα το Πάσχα, την εορτή των εορτών, όπου θ' ακούμε συνεχώς ότι είναι «η ημέρα ήν εποίησεν ο Κύριος» γι' αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Καθηγητής - Λάρνακα
Η παρέα του θα είναι το ασφαλές ψυχολογικό καταφύγιο έξω από την οικογένεια, που θα τον βοηθήσει να κάνει το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την κοινωνικοποίηση. Εκεί οι έφηβοι θα δοκιμάσουν τις ιδέες και τις ικανότητές τους, θα συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους και θα πάρουν μια θέση ανάμεσα σ' αυτούς. Στο πρώτο στάδιο της εφηβείας, οι παρέες είναι συνήθως του ιδίου φύλου και τα αγόρια κάνουν συνήθως μεγάλες ομάδες με το ίδιο ντύσιμο και κούρεμα και την ίδια φρασεολογία. Βρισκόμαστε ήδη στο γυμνάσιο. Εκεί πολλοί έφηβοι βρίσκουν ένα εντελώς νέο περιβάλλον με άγνωστους συμμαθητές. Είναι δυνατόν λοιπόν να δυσκολευτούν στην προσαρμογή τους και να εμφανιστούν αγχώδεις και φοβισμένοι. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με ψυχοσωματικά συμπτώματα, αποφυγή του σχολείου ή μαθησιακές δυσκολίες.
Γι' αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα παιδί που έχει δυσκολίες στο σχολείο, καθώς πίσω από αυτό μπορεί να κρύβονται συναισθηματικά προβλήματα που θα χρειαστούν ειδική αντιμετώπιση. Είναι λοιπόν επιζήμιο το να χαρακτηρίζουμε τη στάση του αυτή με διάφορα προσβλητικά κοσμητικά επίθετα (τεμπέλης κλπ.)
Οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα παιδιά δεν είναι άλογα κούρσας, που τα βάζουμε να τρέξουν για να βγουν πρώτα στο στίβο του σχολείου. Πολλοί γονείς συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο και τους ενδιαφέρει μόνο τα παιδιά να έχουν άριστη επίδοση στο σχολείο και από κει και πέρα όλα τα άλλα τους τα δίνουν «στο πιάτο». Με τον τρόπο αυτό, όμως, τα κάνουν ανίκανα να αντιμετωπίσουν και τις απλές δυσκολίες της ζωής αύριο, επειδή δεν έμαθαν να βρίσκουν λύση μόνοι τους στα προβλήματα.
Χρειάζονται λοιπόν οι συναναστροφές και θα πρέπει να παροτρύνουν τα παιδιά να πηγαίνουν σε χριστιανικές ομάδες, χορωδίες, κατασκηνώσεις κλπ.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην αρχή της εφηβείας, η σκέψη του νέου είναι ακόμη βασισμένη περισσότερο στην άμεση εμπειρία παρά στην αφαίρεση. ΄Ετσι δεν μπορεί να συσχετίσει τη δραστηριότητα της στιγμής με τις απώτερες επιπτώσεις. Αυτό έχει σημασία να το γνωρίζουμε όταν μιλάμε μαζί τους και χρειάζεται να τους επισημαίνουμε ορισμένα πράγματα. Εξάλλου πρέπει να τους διευκολύνουμε με συγκεκριμένες λεπτομερείς ερωτήσεις, αντί να ρωτάμε γενικά και αόριστα και να παίρνουμε μονολεκτικές απαντήσεις!
΄Ενα μεγάλο και συχνά δύσκολο καθήκον
΄Ενα μεγάλο και συχνά δύσκολο καθήκον σ' αυτά τα χρόνια, είναι να μπορέσει κανείς να ελέγξει αυτές τις ορμές και να τις εκφράζει, όταν χρειαστεί, με αποδεκτό τρόπο.
Το πρόβλημα στη μέση εφηβεία γίνεται οξύτερο, επειδή ο νεός δεν φαίνεται να διαθέτει ακόμη αυτούς τους μηχανισμούς αυτοελέγχου, και θα πρέπει εμείς να τον βοηθήσουμε να το πετύχει (ηθικές αρχές, όρια).
Πόσο όμως βοηθάει σήμερα το κοινωνικό περιβάλλον; Οι σχέσεις των ανθρώπων διέπονται πλέον από μια ελευθεριότητα και συχνά χυδαιότητα που είναι αποτέλεσμα της έκπτωσης των ηθικών αξιών της κοινωνίας μας. Παράλληλα έχουμε μια τηλεόραση που υποδαυλίζει όχι μόνο τις ορμές των νέων αλλά και των ενηλίκων και των γερόντων ακόμα! Ελεύθερος έρωτας, αχαλίνωτο σέξ, αλλά και διαστροφή πάσης φύσεως, προσπαθούν να μας καθηλώσουν στις οθόνες μας «πάση θυσία»…
΄Επειτα έχουμε και τα περιοδικά. ΄Οχι ένα και δύο, αλλά ολόκληρη η πρόσοψη και οι πλαϊνές πλευρές κάποιων περιπτέρων είναι γεμάτες από πορνογραφικά περιοδικά, που τα εξώφυλλα και μόνο να δεις φτάνει για να «κολαστείς», δεν είναι ανάγκη να τα αγοράσεις …
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, και μάλιστα όταν υπάρχουν τηλεοπτικές εκπομπές που διαφημίζουν την ερωτική ζωή των εφήβων, έχουμε ένα πρόβλημα μεγάλων διαστάσεων και στην ελληνική κοινωνία.
Πάντως στην ηλικία αυτή συχνά το αντίθετο φύλο αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο σεξουαλικό και οι νέοι βλέπουν την ερωτική τους σχέση σαν ευκαιρία για κοινωνική επίδειξη και χειραφέτηση. Γι' αυτό ο βαθμός ελκυστικότητας αλλά και η φήμη του συντρόφου μετράει πολύ για την αυτοεκτίμηση του εφήβου.
Μερικοί έφηβοι μπορεί να έχουν πολλούς ερωτικούς συντρόφους την ίδια χρονική περίοδο ή να αλλάζουν συχνά το σύντροφό τους. Αυτό είναι σίγουρα παθολογική συμπεριφορά (όπως και σε έναν ενήλικα φυσικά) και δείχνει ότι ο έφηβος συναντάει ιδιαίτερες συναισθηματικές δυσκολίες στην ανάπτυξή του.
Για παράδειγμα, ένας έφηβος με χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να επιδιώκει να έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους, για να επιβεβαιώσει ότι είναι ελκυστικός, ή μια κοπέλα που δεν τα πάει καλά με το σπίτι της μπορεί να καυχάται για τις ερωτικές της επιτυχίες στην προσπάθειά της να ανταγωνιστεί τους γονείς της ή να αναπληρώσει συναισθηματικά κενά.
Με λίγα λόγια η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να επιδιώκεται για λόγους μη σεξουαλικούς όπως επιθετικότητα, εξέγερση, αυτοκαταστροφή, κατάθλιψη ή μια γενικότερη ανάγκη του νέου για θαλπωρή και αγάπη, που λείπουν από το σπίτι.
Είναι φανερό λοιπόν πόσο μεγάλο θετικό ρόλο μπορεί να παίζει ένα ζεστό οικογενειακό κλίμα, γεμάτο κατανόηση και αγάπη προς τον έφηβο. Αντίθετα μπορεί η συμπεριφορά των γονιών και το οικογενειακό κλίμα να σπρώξουν τον έφηβο στις πρώιμες εξωοικογενειακές εμπειρίες πάσης φύσεως (σεξουαλικές, ναρκωτικά, καταστροφικές λατρείες, κλπ.)
π. Αντώνιου Ι. Στυλιανάκη