Το ανέσπερο φως
Το ανέσπερο φως
Η αγωγή των νέων σήμερα
Τα κοιμητήρια
Το ανέσπερο φως
Ἀπελπισμοῦ ἀνάσχεσις
Παρά ταύτα: Χριστός ανέστη!
Υπήκοος μέχρι θανάτου
Ἡ δυναμική τοῦ Σταυροῦ
Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοῖ πῦρ φιλόϋλον
Μητροπολίτη Λεμεσοῦ Γέροντα Ἀθανασίου
Κάτω από το Σταυρό του Κυρίου
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Σήμερα βροντοφωνάζει “ωσαννά” και μετά από λίγο “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
Τραγικό πρόσωπο ο άνθρωπος. Προτιμά το ψέμα από την αλήθεια, σαρκάζει τον δημιουργό του, αγνωμονεί, υποδουλώνεται στα πάθη του. Ο άνθρωπος πνιγμένος στα προβλήματα, τις δραστηριότητες και τις πολλές σκέψεις δεν συγκινείται ούτε ενώπιον του σταυρού. Στη θέση του Θεού έχει τοποθετήσει την ηδονή, την επικράτηση, την κυριαρχία. Είναι τέλεια ελεύθερος ο άνθρωπος να δεχθεί ή να απορρίψει ό,τι θέλει.
Για μια ακόμη φορά εισερχόμεθα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Ας μην εξαντλήσουμε τα “θρησκευτικά μας καθήκοντα” ανάβοντας ένα κερί ή περνώντας από μια εκκλησία. Ας σταθούμε λίγο στη σκιά του σταυρού. Μη σαν τους Ιουδαίους σκανδαλισθούμε από τον Σταυρωμένο ή μη κι εμείς, σαν τους ειδωλολάτρες, τον θεωρήσουμε μωρία. Πρέπει να περάσουμε οπωσδήποτε από τη Μεγάλη Παρασκευή, για να πάμε στη λαμπροφόρα Κυριακή του Πάσχα. Δεν υπάρχει ποτέ ανάσταση, αν δεν προηγηθεί σταυρός. Δεν μπορούμε να πάμε κατευθείαν στο Πάσχα. Και μη λησμονάμε ότι σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο σταυρός. Ενώπιόν του ας γίνουμε όλοι πιο σώφρονες, συνετοί, σοβαροί, σεμνοί και ταπεινοί.
Ο σταυρός μειώνει την ένταση των φωνών. Διδάσκει την αγία υπομονή και την οσία σιωπή.
Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Ὅταν κάποιος ἔχει γίνει δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (μέσα ἀπό τήν ἄσκηση), ἔχει «αὐτόματα» καί τό χάρισμα τό προορατικό, ὡς καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως, μπορεῖ κάποιος νά ἔχει παρόμοιο χάρισμα, καί χωρίς νά ἔχει γίνει δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίς δηλαδή νά εἶναι Ἅγιος!
Στίς 5 Φεβρουρίου τοῦ 1991, στό ὄρος Ὄθρυς (Ν. Φθιώτιδος), συνετρίβη ἕνα C-130, σκοτώνοντας 63 παλλικάρια τῆς πολεμικῆς μας ἀεροπορίας.
Τά σωστικά συνεργεῖα ἔψαχναν ἐναγωνίως νά βροῦν ἐπιζῶντες, ἀλλά δέν ἔβρισκαν τόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. «Τό ἀεροπλάνο δέν ἔπεσε ἐκεῖ ποῦ ψάχνουν, ἀλλά ἀλλοῦ! Νά! Τό βλέπω μπροστά μου...!», φώναζε ἐν ἀγωνίᾳ ἕνας γνωστός μου ὑπερήλικας Ἱερέας ὄντας στό χωριό του (Ν. Ἀχαϊας) χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τό Ὄθρυς! Καί μέ τήν δική του μεσολόβαση βρῆκαν τόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. (Μοῦ τό διηγήθηκαν οἱ συγχωριανοί του, αὐτόπτες μάρτυρες).
Ὁ συγκεκριμένος Ἱερέας ἔβλεπε καί τό μέλλον. Ἐνώπιόν μου, ἐν ἔτει 1987, εἶπε σέ διάκονο, πού εἶδε γιά πρώτη φορά: «Ἡ διακόνισσά σου εἶναι δύο μηνῶν ἔγκυος, καί θά κάνει ἕνα ἔξυπνο ἀγοράκι», καί ὅπως εἶπε, ἔγινε. Εἶπε σέ μιά νιόπαντρη γυναίκα: «Τό πρῶτο παιδί πού θά συλλάβεις, θά τό ἀποβάλλεις, ἀλλά μετά θά γεννήσεις κανονικά». Καί ὅπως εἶπε, ἔγινε.
Σέ ἄλλη: «Θά ἔρθει κακό στό σπίτι σου», καί σέ λίγες μέρες πέθανε ξαφνικά ὁ πεθερός της. «Θά σοῦ εἰπῶ κάτι πού θά σέ λυπήσω. Τό παιδί σου θά τό χάσεις», εἶπε σ' ἕναν πατέρα. Καί ὄντως τό παιδί του, χωρίς νά ἔχει πρόβλημα ὑγείας, πέθανε ξαφνικά. (Αὐτόπτες μάρτυρες οἱ συγχωριανοί του).
Τί χάρισμα ἦταν αὐτό; Ἦταν ἐκ Θεοῦ; Ὡς Ἱερέας ἦταν μέν καλός, ἀλλά δέν εἶχε φήμη Ἁγίου καί τέτοια χαρίσματα τά ἀποκτοῦν οἱ Ἅγιοι. Μήπως τό χάρισμά του ἦταν ἐκ τοῦ πονηροῦ; Ὅμως, ὁ πονηρός δέν ξέρει τό μέλλον, καί αὐτός ὁ Ἱερέας ἔλεγε καί πράγματα τοῦ μέλλοντος.
Λοιπόν, τό χάρισμά του δέν ἦταν οὔτε ἐκ Θεοῦ, οὔτε καί ἐκ τοῦ πονηροῦ. Καί τί ἦταν; Μήπως τελικά ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν ἐκ φύσεως ἕνα τέτοιο χάρισμα; Μήπως; (Εἶναι θέμα πού χρειάζεται πολλή συζήτηση, γιατί κρύβει πολλά μυστήρια).
Μιά τσιγγάνα εἶχε παρευρεθεῖ στό χωριό μου, κάπου 300 χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τήν Ἀθήνα. Καί εἶπε στόν ἀδερφό μου πού συνάντησε στόν δρόμο: «Ἡ γυναίκα σου εἶναι ἔγκυος, καί αὐτή τή στιγμή εἶναι στήν Ἀθήνα, μέ τήν κ. Ἑ.,». Καί ἔτσι ἦταν!
Αὐτό ἦταν σίγουρα ἀποκάλυψη διαβόλου, γιατί δέν εἶχε νά κάνει μέ τό μέλλον. Καί αὐτή ἡ τσιγγάνα μέ τά ξόρκια κ.λ.π., πού ἔκανε, ἔδωσε τόπο στόν διάβολο, καί ὁ διάβολος τήν «ἀντάμειψε». Καί δέν χρειάζεται νά κάνει κάποιος ξόρκια κ.λ.π., γιά νά «τιμηθεῖ» ἀπό τόν διάβολο. Ἀρκεῖ νά τοῦ μοιάζει στήν ὑπερηφάνεια.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει: «Ἔχω ἰδεῖ τόν δαίμονα τῆς κενοδοξίας νά βάζει λογισμούς σέ κάποιον μοναχό, καί ταυτόχρονα νά τούς ἀποκαλύπτει καί σ' ἄλλον (κενόδοξο) μοναχό, καί αὐτός ὁ ἄλλος (ὁ δεύτερος) νά λέει στόν πρῶτο «σκέπτεσαι αὐτό καί αὐτό!» (Λόγος ΚΑ΄, περί κενοδοξίας, 16).
Καί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος προσθέτει: «Ὅταν ὁ διάβολος βρεῖ τόπο στίς ὑπερήφανες ψυχές, τότε τούς παρουσιάζεται , ὅταν κοιμοῦνται ἤ ὅταν εἶναι ξύπνιοι, μέ τή μορφή Ἁγίου Ἀγγέλου ἤ Μάρτυρα, καί τούς δίδει πνευματικά χαρίσματα ἤ τούς ἀποκαλύπτει διάφορα μυστήρια.
Μέ τόν σκοπό νά ἐξαπατηθοῦν οἱ ταλαίπωροι καί νά χάσουν ἐντελῶς τά λογικά τους...!» (Λόγος ΚΒ΄, περί ὑπερηφανείας, 19, & Λόγος Γ΄ περί ὀνειρων, 39). «Τό προορατικό χάρισμα πού ἔχει αὐτός ὁ μοναχός, δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἔχει ταπείνωση», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης γιά ἕναν Ἁγιορείτη μοναχό.
«Φερέγγυο» δέν εἶναι οὔτε τό χάρισμα πού ἔχουν οἱ Ἅγιοι! «Πῶς ψόφησε τό γαϊδουράκι;», ρώτησε ὁ Μ. Ἀντώνιος τούς ἐπισκέπτες του. «Πῶς τό ξέρεις;!». «Μοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ διάβολος!». (Γεροντικό, Ἀββᾶ Ἀντωνίου, 12). Ὁ Μ. Ἀντώνιος ἐπειδή ἦταν Μέγας Ὅσιος, μποροῦσε νά διακρίνει πότε τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός καί πότε ὁ παμπόνηρος, πού ἐξαπάτησε τήν Εὔα. Ἄλλοι τό γνωρίζουν;
Καί τί σημαίνει, τέλος πάντων, πώς ἕνας Ἅγιος ἔχει προορατικό; Σημαίνει πώς ὅλο τό εἰκοστετραωρο δέχεται ἀποκαλύψεις καί μηνύματα ἀπό τόν Θεό; Ἄν εἶναι δυνατόν! Τό χάρισμά του λειτουργεῖ, ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη, «ἐνεργεῖ κατά τήν χρείαν» (Μ. Βασίλειος P.G. 32: 180).
Στόν ὑπόλοιπο καιρό λέει ἁπλά τή γνώμη του, πού μπορεῖ νά εἶναι καί λάθος...! Καί ὁ Ὅσιος Παϊσιος καί ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὡς δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχαν χάρισμα προορατικό.
Ὅμως, ἄλλη ἄποψη εἶχε ὁ ἕνας γιά τό «666», καί ἄλλη ὁ ἄλλος. Ἄς μήν ἐξισώνουμε λοιπόν τούς Ἁγίους μέ τόν παντογνώστη καί καρδιογνώστη Κύριο.
Ὁ Ὅσιος Παϊσιος ἔλεγε: «Τό πιό μεγάλο χάρισμα εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ματαιότητος». Ὅταν τό ἀποκτήσουμε, δέν θά τρέχουμε σέ «χαρισματούχους»...
Θεομητορικὲς ἐαρινὲς διδαχές
ἤ, Τῶν θείων Χαιρετισμῶν τὰ ἀνάλογα ποιμαντικὰ βιώματα
«Χαῖρε σεπτοῦ Μυστηρίου θύρα...»
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πέργης κ. Εὐάγγελο, ταπεινό, υἱκὸ εὐχετήριο
π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο μὲ τὴ εὐωδιαστὴ ἀνάσα τῆς νύχτας ποὺ σιμώνει, νὰ μυρώνει τὸν τόπο καὶ τὶς ψυχές μας. Εὐωδιὰζει κι ὁ ναὸς ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα, ποὺ συνοδεύει αὐτὰ τὰ ἀτέλειωτα «Χαῖρε», τὰ ὁποῖα καὶ Τῆς προσφέρουμε. Τὰ προσφέρουμε, στὰ πάντερπνα αὐτὰ τ᾿ ἀπόβραδα τῆς Μεγαλης Σαρακοστῆς, λίγο πρὶν ἀνατείλει τὸ Σαββατοκύριακο. Λίγο μετὰ ἀπὸ τὴν ντυμένη τὰ μώβ Προηγιασμένη. Τὰ προσφέρουμε δηλαδή, στὸ συνορο ἐκείνων τῶν ἱεροκατάνυκτων στιγμῶν, ὅπου καλούμεθα νὰ ξεδιπλώσουμε λίγο τὶς ψυχές ἀπὸ τὸ πένθος τῆς κάθε Σαρακοστιανῆς Ἑβδομαδος, καὶ μὲ κλείδὶ τὴν Χάρη Της ν᾿ ἀνοίξουμε λίγο τὴ θύρα τοῦ ἐλέους Του γιὰ ν’ ἀνασάνουμε Ἀναστάσιμη αὔρα, ποὺ μᾶς τὴν προσφέρουν οἱ θεῖες λειτουργίες τοῦ Σαββατοκύριακου.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἡ κάθε βραδυὰ τῶν Χαιρετισμῶν μέσα στὴν Σαρακοστὴ εἶναι μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἀνανέωση τῆς εὐεργεσίας ποὺ νοιώθουμε γιὰ Ἐκέινη. Γιατὶ κι ἐδῶ, στὸν καιρὸ τῆς Νηστείας, μεριμνᾶ γιὰ τὸν κόσμο. Ὅπως πάντα δηλαδή. Μεριμνᾶ κὰι τοῦ συμπαρίσταται «σκέπη [γίνεται] καὶ προστασία κι ἀντίληψις καὶ καύχημα» Ἔτσι, μὲ συγκίνηση τῆς προσφέρουμε, μαζὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης μας, τὰ ἀτέλειωτα «Χαῖρε», γνωρίζοντας πολὺ καλὰ πὼς αὐτὴ ἡ χαρὰ ἐπιστρέφεται καὶ σὲ μᾶς. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ χαρά, ὄχι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ τῆς ἴδια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὁποία διὰ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Της εὔχεται στοὺς πιστούς Της: , «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Τῆς καταθέτουμε, λοιπόν, τὸν ταπεινό μας χαιρετισμό, γιατὶ γνωρίζουμε ὅτι ὄντως εἶναι ἡ θύρα ποὺ μᾶς εἰσάγει στὸ magnummysterioum. Τῆς θείας Ἐναθρωπήσεως τοῦ Λόγου τὸ μέγα καὶ ἱερὸ Μυστήριο, ποὺ εἶναι τῆς σωτηρίας μας τὸ κεφαλαιο. Μυστήριο ποὺ ξεκίνησε Ἐκείνη τὴν ἄχραντη ἡμέρα τοῦ θείου Της Εὐαγγελισμοῦ μὲ τὴν ἀφιέρωσή Της στὸ θεῖο σχέδιο τῆς Οικονομία Του μὲ τὴ φωτεινὴ κι ἁγνὴ τὴν ἔκφραση:«Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»( Λκ.1, 38). Λόγος, ποὺ γίνεται θεμελιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφράζεται ὡς ὑπόσχεση ἀπὸ ἄνθρωπο πρὸς τὸ Θεό. Ὑπόσχεση γιὰ μιὰν νέα Ἔξοδο τοῦ περιούσιου λαοῦ Του ἀπὸ τὴ νοητὴ τὴν Αἴγυπτο τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, στὸν Παραδεισο , «δί΄ἤς ἠνοίχθη», ἀφοῦ Ἐκείνη εἶναι «ἡ κλεῖς τῆς Χριστοῦ Βασιλείας» καὶ « Παραδείσου θυρῶν ἀκοικτήτιον».
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν ἀφήσουμε τὴ χαρά μας γιὰ τὶς εὐεργεσίες Της, ὥστε νὰ γίνει ἑσπερινὸ πανευῶδες θυμίαμα καὶ νὰ ἀνεβεῖ σιμά Της; Τῆς τὴ χρωστοῦμε αὐτὴ τὴ χαρὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε αὐτὲς τὶς θεοφιλέστατες βραδυὲς τῆς κάθε Παρασκευῆς τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Γιατὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν ἀπύθμενη χαρά, ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως. Τὴ χαρὰ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ ἕνα μαρτύριο κι ἕνα θάνατο: Ποὺ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, «ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ, χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Κι ἔτσι δὲν εἶναι;
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου (π. Λύβιος)
Και εκεί που νιώθεις "δυνατός", και αισθάνεσαι λες και χάθηκαν οι καημοί και τα βάσανα σου, άξαφνα έρχεται μια πτώση, μια παλιά ή νέα δοκιμασία να σου κλείσει ξανά χαιρέκακα το μάτι. Να και πάλι ο πόνος που ήρθε να σου θυμίσει οτι ακόμη δεν έβγαλες φτερά. Όπως τον ήλιο που τ’ απόγευμα σκέπασαν κάτι απειλητικά σύννεφα ή εκείνο το μοναδικά όμορφο πρόσωπο που στο γέλιο κύλησε ένα δάκρυ και θάμπωσε την ματιά του.Κι όλα αυτά, για να θυμόμαστε ότι τίποτε δεν είναι αυτονόητο, ότι τίποτε δεν κρατάει για πάντα. Όλα είναι ρευστά ίσως γι αυτό και σημαντικά. Τόσο που πρέπει να τα ζούμε.
Υπάρχει όμως Εκείνης η αγκαλιά. Εκείνης της μάνας του Θεού. Τι ωραίο που ο Θεός μου έχει μάνα. Ετσι ξέρει απο αυτή την ζεστή και συνάμα δύσκολη σχέση.Η Παναγία, η αγκαλιά της, που κάλυψε στις πιο δύσκολες στιγμές μας, την έλλειψη μιας μάνας, την απουσία της αγάπης, τα λάθη που γέμισαν ενοχές τα σωθικά μας.
Μας αγαπάει η Παναγία, όχι γιατί είμαστε υπέροχοι, ούτε γιατί αγγίζουμε την τελειότητα, αλλά γιατί είναι Μάνα και ξέρει να αγαπά το αδύνατο, το φοβισμένο, το ανασφαλές, το ανήμπορο μονάχο να υπάρξει. Ξέρει το κλάμα να σιωπά και ανάσες να του δίνει. Ξέρει καλά, ότι στο βάθος των πραγμάτων όλοι μια αγκαλιά ζητάμε. Εκεί γεννηθήκαμε εκεί θα ξαναπάμε.
π. Βαρνάβα Γιάγκου
Η πείρα των Αγίων μας, που είναι πείρα της Εκκλησίας, έχει πρακτικούς άξονες ζωής, οι οποίοι αποκαλύπτουν το αληθινά πνευματικό από το ψεύτικο και τον ζήλον «ου κατ’ επίγνωση». Ας δούμε μερικούς:
• «Ο ζηλωτής άνθρωπος ουδέποτε φτάνει στην ειρήνη, είναι ξένος της ειρήνης και της χαράς. Η ειρήνη είναι η τέλεια υγεία της διανοίας, ο δε ζήλος είναι ενάντιος της ειρήνης και, συνεπώς, όποιος έχει μικρό ζήλο έχει μεγάλη ψυχική ασθένεια».
• «Η αρχή της σοφίας του Θεού είναι η επιείκεια και η πραότητα, οι οποίες υποφέρουν τις αδυναμίες των ανθρώπων και είναι κατόρθωμα γενναίας και μεγάλης ψυχής. Όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος, “οι δυνατοί να βαστάζετε τα ασθενήματα των αδυνάτων”».
• «Την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου και θα κατηγορήσεις να θεωρείς νεκρό τον εαυτό σου. Την ημέρα εκείνη και όλα τα έργα σου είναι μάταια και, αν σου φαίνεται ότι το κάνεις για να οικονομήσεις ψυχές, πώς μπορείς να διορθώσεις το σπίτι του φίλου σου όταν καταστρέφεις το δικό σου;»
• «Την ημέρα που θα λυπηθείς κάποιον άνθρωπο ο οποίος πάσχει ψυχικά και σωματικά να θεωρείς την ημέρα εκείνη ότι έπαθες για τον Χριστό, καθότι ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δικαίους. Στ’ αλήθεια, μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς παρά τους δικαίους».
• «Γίνε φίλος καλύτερα με φονιά παρά με φιλόνικο».
• «Μην ελέγχεις κανέναν ούτε τους πολύ κακούς. Άπλωσε το ρούχο σου και σκέπασε αυτόν που φταίει και μην τον ντροπιάζεις. Να αποφεύγουμε να μαθαίνουμε τις κακίες των ανθρώπων και να βλέπουμε τους πάντες ως Αγίους» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
π. Μάξιμου Ἐγκέρ
Διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους ὡς ἕνας Θεός πού ὄχι ἀπλῶς ἀγαπᾶ, ἀλλά πού εἶναι ὁ ἴδιος ἀγάπη (Α΄Ἰωάν.4,8). Ὅπως Αὐτός μᾶς καταλαβαίνει ἀγαπώντας μας, ἔτσι κι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά Τόν καταλάβουμε παρά ἀγαπώντας Τον καί ἀγαπώντας τόν συνάνθρωπό μας. Ὄχι μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἀλλά ὅπως Αὐτός ὁ ἴδιος μᾶς ἔχει ἀγαπήσει. Ὑπάρχει ἀγάπη καί ἀγάπη – καμιά λέξη δέν εἶναι τόσο κοινότυπα χρησιμοποιημένη ὅσο αὐτή.
Ἄς μήν πέφτουμε κι ἐμεῖς στήν παγίδα νά πιστεύουμε πώς ἡ εὐαγγελική ἀγάπη εἶναι ἴδια μέ τήν ἐγωκεντρική, τή συναισθηματική καί κατακτητική ἀγάπη μίας ἐμπαθοῦς καρδιᾶς, πού δημιουργεῖ ἐσωτερικούς διχασμούς καί χτίζει τριγύρω της (ναρκισσιστικά) παραπετάσματα, ἐπειδή ἀκριβῶς περιμένει τά πάντα ἀπό τούς ἄλλους. Ὄχι, ἡ εὐαγγελική ἀγάπη εἶναι ἀνιδιοτελής καί ταπεινή, προέρχεται ἀπό καρδιά ἀπελευθερωμένη ἀπό τήν τυραννία τοῦ ἐγώ, καρδιά πού ἐξαλείφει κάθε διχόνοια, διότι ξέρει νά συγχωρεῖ, νά ἀγκαλιάζει καί νά ἀποδέχεται τόν ἄλλον ὅπως κι ἄν εἶναι, χωρίς νά τόν κρίνει. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη συνίσταται στό νά προσφέρουμε στόν διπλανό τή δύναμη τῆς ζωῆς καί τή χάρη πού ἔχουμε λάβει καί λαμβάνουμε ἀπό τόν Θεό, κυρίως σέ κάθε Εὐχαριστία. Βιώνοντας αὐτή τήν ἀγάπη, βαδίζοντας στά χνάρια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνειδητοποιοῦμε μέσα μας τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
Τό ἀπολυτίκιο εἶναι τό ἀκόλουθο:
«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου∙ δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, πάτερ ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».
Στό ἀπολυτίκιο αὐτό φαίνονται τά μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, πού τόν ἀνέδειξαν ὄντως Μέγα. Ὑπῆρξε ἡγετική προσωπικότητα ὄχι μόνον στήν ἐποχή του, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐποχές.
Ὁ Μέγας Βασίλειος δογμάτισε «Θεοπρεπῶς» γιά τόν Τριαδικό Θεό καί καθόρισε τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ λίγο πρίν τήν συγκρότησή της. Εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί τήν ἐξέφρασε «Θεοπρεπῶς». Ἔπειτα, διελεύκανε καί διασαφήνισε τήν φύση τῶν ὄντων μέ τήν ἑρμηνεία πού ἔκανε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, καί ἀκόμη μέ τίς ἠθικές του διδασκαλίες στόλισε τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι διέπρεψε στήν δογματική, τήν κοσμολογία καί τήν ἀνθρωπολογία, γι’ αὐτό ὁ λόγος του ξεχύθηκε σέ ὅλη τήν γῆ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχθηκαν. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε «Βασίλειον ἱεράτευμα», δηλαδή ὑπῆρξε ἀληθινός Ἱερεύς τῆς θείας Χάριτος, καί δίδαξε τόν τρόπο τῆς ἀληθινῆς ἱερουργίας, ἀκόμη καί μέ τίς εὐχές πού συνέταξε στήν θεία Λειτουργία πού φέρει τό ὄνομά του. Ὑπῆρξε οἰκουμενικός διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μέ θεωρία καί πράξη, μέ λόγο καί ἔργα.
Ἀρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό "γενηθήτω τό θέλημά σου", θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ' τόν Οὐρανό: "Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον". Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι "ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί..."· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί "οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός". Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: "Ραββί, φάγε"· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι "ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε...". Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. "Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον".
Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πράγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι' αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας - θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος "γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο" - νά λέει "Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου" (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, "ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει", ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.
Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του. Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι πού μέ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ - Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: "Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα".
Νομίζω ὅτι αὐτό τό "γενηθήτω τό θέλημά σου" μοιάζει μέ τό "γενηθήτω" τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, "Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν"), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τόν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: "γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου"· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.
Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, "Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου".
Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου
Στην Εκκλησία υπάρχει το μυστήριο της εξομολογήσεως μέσα στο οποίο κανείς ανοίγει την καρδιά του ελεύθερα και αποκαλύπτει τα έλκη της ψυχής του στον Πνευματικό Πατέρα, δια του οποίου εκείνη την ώρα ενεργεί ο Χριστός και έτσι θεραπεύεται, ελευθερώνεται εσωτερικά από διάφορες εσωτερικές καταστάσεις που πονούν πολύ. Ο Πνευματικός Πατέρας λειτουργεί ως ιατρός και όχι ως δικαστής, κυρίως ακούει και παρηγορεί. Συγχρόνως, μέσα στην Εκκλησία μπορεί κανείς να βρη γνήσιους φίλους με ανιδιοτελή αγάπη που μπορεί να εκφράζη τα θέματα που τον απασχολούν.
Εν πάση περιπτώσει η αντιμετώπιση της κατάθλιψης, όταν δεν είναι οργανικής φύσεως που χρειάζεται μια ειδική θεραπεία, αλλά είναι ψυχολογικής φύσεως αντιμετωπίζεται με την ενεργητικότητα στην ζωή, με την εύρεση πραγματικών φίλων που να τους εμπιστεύεται κανείς με το να υπάρχη ειλικρίνεια με τον ίδιο τον εαυτό του.
Και κάτι σημαντικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής μας είναι μανιοκαταθλιπτικοί, βασανίζουν χωρίς λόγο τον εαυτό τους, τον αυτομαστιγώνουν. Τουλάχιστον πρέπει να τον λυπούνται!
Χωρεπισκόπου Ἀμαθοῦντος Νικολάου
Δέν ὑπάρχει ἄλλο πρόσωπο μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού νά ἔχει ὑμνηθεῖ τόσο καί νά ἔχει ἐκφραστεῖ τό μεγαλεῖο, ἡ ἁγιότητα καί ἡ ζωή του ἀπό τούς πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας, ὅσο αὐτό τῆς Παναγίας μας.
Ἡ Παναγία, ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ μέ τήν ταπείνωσή της, τή σωματική καί ψυχική καθαρότητά της καί τήν ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καί ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου, ὅπως τήν ἁγιογραφοῦμε στήν ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὅπου χώρεσε μέσα της τόν ἀχώρητο καί παντοκράτορα Θεό. Ἡ Παναγία μας ἔγινε συνεργός τοῦ Θεοῦ εἰς τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἔφερε στόν κόσμο ἕνα μεγάλο ἄνδρα, πού μέ τίς φιλοσοφίες καί τίς ἰδεολογίες του ἀγωνίστηκε γιά κοινωνική δικαιοσύνη καί ἀγάπη, ὅπως κάποιοι θεωροῦν τόν Χριστό, ἀλλά ἔφερε στόν κόσμο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τόν λόγο του, προπάντων ὅμως μέ τό πάθος, τόν σταυρό καί τήν ἀνάστασή του ἔσωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο.
Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ γυναίκα ἡ ὁποία, φέρνοντας στόν κόσμο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ἐξύψωσε τό γυναικεῖο φύλο καί ἡ γυναίκα ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα, παραμερίζοντας ὁποιεσδήποτε ὑποτιμητικές, ἀκόμη καί ἐξευτελιστικές ἀντιμετωπίσεις πρός τό πρόσωπο τῆς γυναίκας. Ἡ γυναίκα ἀπό σκεῦος ἡδονῆς, ὑποταγῆς καί δουλείας, στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου παίρνει τήν ἁρμόζουσα τιμή, ἀναγνωριζόμενη ὡς πρόσωπο, κατ’ εἴκονα Θεοῦ δημιουργημένη, ὅπως ὁ ἄνδρας, καί ἔτσι καί αὐτή ἔχει τό δικαίωμα καί τή δυνατότητα νά ζήσει μέ ἀξιοπρέπεια καί ἐλευθερία ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἡ Παναγία, ὡς μήτηρ Θεοῦ, ὅπως ἀπαραίτητα σημειώνουμε σέ κάθε ἁγία της εἰκόνα μέ τά ἀρχικά «ΜΗΡ-ΘΥ», μέ τήν κοίμησή της δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, (σύμφωνα μέ τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας) ἀλλά παριστάμενη στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ μεσιτεύει καί δέεται ἐκτενῶς (συνεχῶς) πρός τόν Υἱό της γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ καταφυγή, ἡ παραμυθία, ἡ ἐλπίδα, τό στήριγμα καί ἡ βοήθεια τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Στίς δυσκολίες καί στά προβλήματά μας τήν καλοῦμε ἀμέσως σέ βοήθεια καί αὐτή, ὡς Γοργοεπήκοος, σπεύδει νά προσφέρει τή μητρική ἀγάπη καί βοήθειά της.
Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ Κύριλλου
Στὸ κατώφλι τῆς πύλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στεκόμαστε σήμερα συνειδητοποιώντας τὴν ρηχὴ πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου τὴν ἀνάγκη«τὴν πάνσεπτον ἐγκράτειαν ἐναρξώμεθα φαιδρῶς, ἀκτῖνας ἀπολάμποντες τῶν ἁγίων ἐντολῶν Χριστοῦ…ὅπως λαμπροφόροι προφθάσωμεν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ τριήμερον Ἀνάστασιν».
Ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἡ νηστεία ξεκίνησε μέσα στὴν ἱστορία ὡς μιὰ ἐντατικὴ προετοιμασία τῶν κατηχουμένων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβουν τὸ μυστήριο τοῦ «Φωτισμοῦ», τοῦ Βαπτίσματος, τὴν νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὶς ἀναφορὲς τῶν προηγιασμένων λειτουργιῶν,«οἱ πιστοὶ ὑπὲρ τῶν κατηχούμενων δεηθῶμεν»,«οἱ πιστοὶ ὑπὲρ τῶν πρὸς τὸ ἅγιον φώτισμα εὐτρεπιζόμενων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)σταδιακὰ περιέλαβε ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔφθασε ὡς τὶς μέρες μας νὰ εἶναι ἡ ἱερωτέρα καὶ πιὸ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ λειτουργικοῦ μας χρόνου χωρὶς νὰ χάσει τὸ ἀρχικό της νόημα καὶ σκοπό.
Εἶναι ἡ Τεσσαρακοστή, λοιπόν,μία ἐπιστροφὴ σὲ αὐτὰ ποὺ παραμελήσαμε, χάσαμε, ἴσως ἀκόμη καὶ προδώσαμε ἀπὸ τὸ Βάπτισμά μας. Γι’ αὐτό ἔγινε μία ἀκατάπαυστη κλήση γιὰ μετάνοια. Μία συντριβὴ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ἀποξενώνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστό. Εἶναι δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Κενὸ Τάφο. Καὶ τότε ἀνακαλύπτουμε ξανὰ «τὶς βιβλικές μας ρίζες». Δημιουργία καὶ πτώση, μετάνοια καὶ λύτρωση ἀδυναμίες καὶ ἀρετὲς ἀλληλοπεριχωροῦνται καὶ συμπλέκονται μέσα μας σὲ μιὰ σκληρὴ καὶ διαρκῆ πάλη, γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἀποπνικτικὸ κλοιὸ τῆς ἁμαρτίας.
Βέβαια σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα διαπιστώνουμε ὅτι τὰ ἀνθρώπινα πάθη εἶναι ἀμέτρητα, γιατί ἀμέτρητες εἶναι καὶ οἱ ἐνέργειες τῶν δαιμόνων ποὺ τὰ γεννοῦν. Φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία μνησικακία, φιλοδοξία, κατάκριση, φιληδονία, ζήλεια εἶναι λίγα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ μᾶς πολιορκοῦν κάθε στιγμὴ καὶ λεπτό. Εἶναι αὐτά ποὺ μᾶς παγιδεύουν σὲ ἀναρίθμητους πειρασμοὺς καὶ μᾶς ἐκθέτουν σὲ θανάσιμους πνευματικοὺς κινδύνους.
Νὰ γιατί«βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου καὶ παθῶν … μὴ οὖν ἁμαρτάνουσα τὴν νηστείαν ἀχρειώσῃς» ἐπισημαίνει καὶ προειδοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος. Ὅμως, ὅσες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἀποτυχίες καὶ οἱ ἀστοχίες μας, ἂς μὴν ἀπογοητευθοῦμε·ὅσα καὶ ἂν εἶναι τὰ ἀσκητικά μας κατορθώματα καὶ οἱ «πνευματικές μας ἐπιτυχίες», ἂς μὴν ὑπερηφανευθοῦμε. Μόνο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις δικαιώνει τὸν ἀγῶνα μας, ἀλλιῶς δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε μπροστά Του.
Ἡ ἐπίμονη, λοιπόν, ἐπίκληση τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάντοτε, πολλῷ δὲ μᾶλλον αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂς γίνει ἡ ἀναπνοὴ τῆς προσευχῆς μας, ὥστε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σκεπάζει καί νὰ σῴζει ἐμᾶς καὶ τὸν κόσμο μας. Ἀμήν.
Αρχιμ. Σπυρίδωνος,
Ηγουμένου Ι. Μ. Θεοτόκου Κεχαριτωμένης Τροιζήνας
Η αληθινή θεραπεία ενός ασθενούς δεν εξαρτάται μόνο από τα φαρμακευτικά σκευάσματα, αλλά κυρίως και πρωτίστως από το μυστήριο της εξομολογήσεως και της κατά Χριστόν συμπεριφοράς, δηλ. υπομονή, προσευχή, συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Φυσικά δεν απορρίπτει ο πιστός την ιατρική βοήθεια. Απεναντίας, την δέχεται ως δώρο Θεού χωρίς να την θεοποιεί.
Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης & Αλμωπίας Ιωήλ
‹‹Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν››
Η παραβολή του ασώτου, που διαβάζεται σήμερα στις Εκκλησίες, χαρακτηρίζεται από τους ερμηνευτές ως ένα μαργαριτάρι ανάμεσα στις παραβολές η ως Ευαγγέλιο ανάμεσα στο Ευαγγέλιο. Μερικοί την ονομάζουν παραβολή του πρεσβύτερου (μεγαλύτερου) υιού. Πράγματι, χαρακτηριστική είναι η στάση του πρεσβύτερου υιού, όταν ήλθε στο σπίτι και πληροφορήθηκε την επιστροφή του νεότερου αδελφού του.Δεν ήθελε να μπεί και κατηγορούσε τον πατέρα του ότι τάχα τον αδικεί. Η κατηγορία εστιαζόταν στο ότι αυτός δούλευε νύχτα και ημέρα και δεν αμειβόταν επαρκώς, σε αντίθεση με τον άσωτο υιό που έφαγε το βίο του μετά πορνών, και στο τέλος, όταν γύρισε, έτυχε και καλής υποδοχής. Ας δούμε τον πρεσβύτερο υιό της παραβολής.
Ποιος είναι ο πρεσβύτερος υιός;
Οι περισσότεροι ερμηνευτές λέγουν πως ο μεγαλύτερος υιός ήσαν οι Φαρισαίοι. Επειδή οι τελώνες κι οι αμαρτωλοί πλησίαζαν τον Χριστό και Τον άκουγαν, και προφανώς μερικοί μετανοούσαν, αυτό δεν άρεσε στους Φαρισαίους. ‹‹Διεγόγγυζον οι τε Φαρισαίοι και οι γραμματείς λέγοντας ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς›› (Λουκ.15,2). Η κατηγορία αυτή εναντίον του Χριστού ήταν μόνιμη και διαρκής, γι’ αυτό και ο Χριστός με τέτοιου είδους παραβολές, όπως του χαμένου προβάτου και της χαμένης δραχμής, προσπάθησε να τους αλλάξει την αντίληψη. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει πως ‹‹πάντα εστίν φορητά διά την σωτηρία του αδελφού››, δηλ. όλα είναι επιτρεπτά για τη σωτηρία του αδελφού μας. Τόσο περισπούδαστη είναι η ψυχή κάθε ανθρώπου απέναντι στο Θεό, ώστε να θυσιάσει και τον Υιό Του, το μόσχο το σιτευτό, για τη σωτηρία μας.
Μία άλλη ερμηνεία του πρεσβύτερου είναι και η ακόλουθη. Ο υιός αυτός συμβολίζει τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Οι Άγιοι αυτοί, που βάσταξαν το βάρος και τον καύσωνα της ημέρας και που δούλεψαν στον αμπελώνα του Κυρίου απ’ την πρώτη ώρα, αυτοί που υπάκουσαν στις εντολές του Θεού, απαιτούν να εφαρμοσθεί δικαιοσύνη. Να αμείψει ο Θεός τους ευσεβείς η να καταδικάσει τους ασεβείς. Οι Άγιοι μένουν κατάπληκτοι μπρός στη μεγάλη ευσπλαχνία του Θεού, ο οποίος συγχωρεί αμέσως αυτούς που επιστρέφουν μετανοώντας σ’ Αυτόν. Μάλιστα τους δίνει τα ίδια δώρα που χαρίζει και στους Αγίους. Σαν να διαμαρτύρονται οι Άγιοι (παραβολικά βέβαια όλα αυτά κι όχι πραγματικά), που ο Θεός δείχνει μία ‹‹σκανδαλιστική›› συμπεριφορά ελέους και ευσπλαχνίας στους αμαρτωλούς. Αποδεικνύεται έτσι πως η δικαιοσύνη των ανθρώπων είναι διαφορετική από τη δικαιοσύνη του Θεού.
Μία παρανόηση των ευσεβών ανθρώπων
Πολλές φορές οι άνθρωποι που εργάζονται πνευματικά μέσα στην Εκκλησία, αισθάνονται μία υπεροχή απέναντι στους αμαρτωλούς και δεν μπορούν να παραδεχθούν πως μπορεί κι οι αμαρτωλοί να μετανοήσουν και να αλλάξουν ζωή και στο τέλος να σωθούν. Νομίζουν πως έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους αμαρτωλούς απέναντι στο Θεό. Έχουν, λένε, κάνει καλά έργα και δεν πρόδωσαν ποτέ την εμπιστοσύνη τους στο Θεό. Όμως έρχεται ο Κύριος και τονίζει πως η μετάνοια είναι πιο σπουδαία εργασία από τα νομιζόμενα καλά μας έργα. Η σωτηρία του ανθρώπου, λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, είναι χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο και δεν είναι αποτέλεσμα πολλών η λίγων καλών πράξεων.
Άλλα τα μέτρα του ανθρώπου, που κρίνει και καταδικάζει σύμφωνα με αυτά που βλέπει, και άλλα τα μέτρα του Θεού. Σύμφωνα με τα ανθρώπινα κριτήρια ο ληστής ή η πόρνη ή ο τελώνης ή και πολλοί άνθρωποι δεν πρέπει να σωθούν. Ο Θεός όμως με την απέραντη αγάπη Του και με το μέτρο της δικαιοσύνης Του τους σώζει. Ο αββάς Ισαάκ έλεγε: ‹‹Μπορεί ο θεός να ονομάζεται δίκαιος, αλλά περισσότερο είναι χρηστός και αγαθός››. Από μας ζητάει να Του δώσουμε τον εαυτό μας. Να Του δώσουμε όλην την πνευματική ικμάδα και ζωντάνια μας. Ένας αναστεναγμός έχει μεγαλύτερη βαρύτητα, όταν προέρχεται από το βάθος της καρδιάς μας, παρά ένα δοχείο συναισθηματικά δάκρυα, έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος. Ας πλησιάσουμε τον Θεό με ταπείνωση και με διάθεση συντριβής του εγωισμού μας, για να σωθούμε.
Ἀρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἤ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος το «Πάτερ ἡμῶν».
Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τόν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, "Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου" καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι.
Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τόν ἄλλο, τότε τόν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τόν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή πού μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι' αὐτόν πού μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.
Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος "γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο" καί εἶπε "οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω", ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, "ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ' οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό" (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, "ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις", τότε τόν ἄφησε ὁ διάβολος "καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ" (Ματθ. δ´ 10-11). Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ' ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε "ἀγγελόκτιστη", "Θεοσκέπαστη". Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος...
Τριωδίου εἰσόδια
«...πρὸς βίου διόρθωσιν»
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ναί, «πρὸς διόρθωσιν βίου» ξανατοποθετήσαμε τὸ ἱερὸ Τρίωδιο στὸ Ἀναλόγιο ἀπόψε, ἀφοῦ πρῶτα βάλαμε τριπλὴ μετανοια στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Ποὺ σημαίνει ὅτι πήραμε τὴν εὐλογία Του γιὰ νὰ ξεκινήσουμε ἕνα μακρὺ δρομολόγιο, διόλου εὔκολο, ὡστόσο πολὺ ὠφέλιμο καὶ γνήσια φιλάνθρωπο. Ἐπειδὴ καλούμεθα«Πρὸς ζῆλον [νὰ] ἔλθωμεν..., κατορθοῦντες τὸ πρᾷον, ταπεινώσει συζῶντες» ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἕως νὰ φθασωμεν «προσκυνῆσαι τὸ Πασχα τὸ σωτήριον».
Εἰσόδια Τριωδίου, λοιπόν, ἀπόψε. Μὲ τὴν κατανυξη νὰ κατευθύνει τὰ διαβήματά μας, ἀφοῦ ἡ ἀληθὴς τοῦ Τριωδίου ὀνομασία εἶναι «Τριωδιον τὸ κατανυκτικόν». Καὶ κατανυξη δὲν εἶναι ἡ συναισθηματικὴ φόρτιση, ἀλλὰ ἡ συνειδητὴ ἐμβίωση τῆς ἀθλιότητάς μας μέσα στὴν ὁποία φροντίζουμε νὰ ὑπάρχουμε. «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμενων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλας...», ἀλήθεια, Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, «Κατάνυξις, ἴαμα ψυχῆς ἐστίν· ἁμαρτιῶν ἄφεσιν προξενεῖ ἡμῖν. Κατάνυξις, Υἱὸν μονογενῆ ἐνοικίζει ἐν ἡμῖν, ὅταν αὐτὸν ποθοῦμεν.( Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος). Ἑπομένως, κατανύξεως ὁδὸς ἀνοίγεται μπροστά μας μὲ τὰ εἰσόδια τοῦ ἱεροῦ τοῦ Τριωδίου, καθὼς ὁδηγοῦνται οἱ βηματισμοί μας σὲ μονοπάτια ποὺ τὰ φωτίζουν πάντιμες κι ἐνάρετες διδαχὲς. τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία προβάλλει, ὥστε «τῆς μετανοίας [μας νὰ ἀνοίξει τὰς] πύλας» ὁ ζωοδότης Κύριος. Νὰ ἀνοίξει τὶς πύλες καὶ νὰ μᾶς φανερώσει ὅτι, «Ἀρίστην ἔδειξεν, ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν Λόγος, ταπεινωθείς, μέχρι καὶ μορφῆς δουλικῆς, ἣν ἐκμιμούμενος ἅπας, ἀνυψοῦται ταπεινούμενος». Αὐτὴ ἡ ὁδός τῆς ταπεινώσεως, λοιπόν, εἶναι ποὺ διατρέχει μὲ τὸ νόημα καὶ τὴν ὑπεροχή της ὅλο τὸ χρονικὸ διαστημα τῶν ἑβδομαδων, τῶν ημερῶν, τῶν ὡρῶν καὶ λεπτῶν τῶν ἑβδομήντα περίπου ἡμερῶν τῆς εὐκατανύκτου διάρκειας τοῦ Τριωδίου, γιὰ νὰ σφραγιστεῖ ἐπίσημα πιὰ ἡ ὡς ἄνω φραση τοῦ Τροπαρίου τοῦ Κανόνος τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελωνου καὶ Φαρισαίου,τὴν Μεγαλη Πεμπτη, μὲ τὴν ἀπόλυση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ λίγο πρὶν ἀπό τὸ θεῖον Πάθος : «Ὁ δι’ὑπερβάλλουσαν ἀγαθότητα ὁδὸν ἀρίστην τὴν ταπείνωσιν ὑποδείξας, ἐν τῷ νῖψαι τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν, καὶ μέχρι Σταυροῦ καὶ Ταφῆς συγκαταβὰς ἡμῖν, Χριστὸς...»
Φωτίζει τὴν ψυχή μας, λοιπόν, ἠ ἀκτινοβόλος ταπεινοφροσύνη, γιατὶ αὐτὴ γίνεται ἀπὸ τὸν ταξιδιώτη/πιστὸ βακτηρία στερά, ἀφοῦ-πάντα κατὰ τὴν πατερικὴ ἐμεπιρία- ἡ ἀρετὴ αὐτὴ διδάσκει «τὸ ὑποφέρειν τὰς ὕβρεις, τὰς ἐξουδενώσεις, τὰς ζημίας μετὰ χαρᾶς· τὸ μισῆσαι τὴν ἀνάπαυσιν καὶ ἀγαπῆσαι τὸν κόπον· καὶ τὸ μὴ παροξύναι τινά, ἢ πλῆξαί τινος συνείδησιν»( ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος)..Μάθημα μέγιστο εὐπρεποῦς καὶ ἔνθεης συμπεριφορᾶς δηλαδή, ποὺ δηλώνει τὴν ἔγνοια τῆς Ἐκκλησίας νὰ σταθεῖ σιμὰ στὰ παιδιά Της μὲ στοργή, ὥστε νὰ κατορθώσουν νὰ διορθώσουν τὸν βίο τους, ὄχι μονάχα γιὰ νὰ «συμμετάσχουν τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως», ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίσουν νὰ συστήσουν μιὰ κοινότητα ὅπου ὁ ἀλληλοσεβασμός, ἡ καταννόηση καὶ ἡ εἰλικρίνεια θὰ κυριαρχοῦν. Γιατὶ ἄν ἡ κάθε τῆς Ἐκκλησίας ἔκφραση καὶ δραστηριότητα δὲν εἶχε, ἐκτὸς τοῦ σωτηριολογικοῦ, καὶ κοινωνικὸ μήνυμα νὰ δώσει θὰ ἦταν ἀσφαλῶς χωλἠ. Ὅπως χωλὲς θὰ ἦταν κι οἱ παραβολὲς τοῦ Κυρίου, ἄν δὲν εἶχαν μέσα στὸν πυρήνα τους τὴν γνησιότητα ποὺ πηγαζει ἀπὸ τὴ ἀνθρώπινη καθημερινότητα:αὐτὸ τὸ ἄλλο σταδιο ἀγώνων τοῦ καθένός μας, ὅπου δίνουμε τὶς ἐξετάσεις μας. Γιατὶ ποιὸς ἀμφισβητεῖ ὅτι καθημερινοὶ χαρακτῆρες εἶναι ὁ Τελώνης, ὁ Φαρισαῖος, ὀ Ἄσωτος, οἱ ἄσπλαχνοι καὶ φιλαργυροι, οἱ ἀνελεήμονες καὶ ἀνθρωπάρεσκοι;
Τὰ παραπάνω βάζουμε στὸ νοῦ μας καὶ μὲ ἱερὴ συγκίνηση Τοῦ προσφερουμε τὸν ἰκέσιο λόγο μας, καθὼς φυλλομετροῦμε τὶς πρῶτες σελίδες τοῦ βιβλιου ποὺ ἀνοιξαμε, ἴσως, ποιός ξέρει, γιὰ στερνὴ φορά...
Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.
Κι ἀκόμη,
« Τῆς σωτηρίας εὐθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε....[καθὼς]τὰπλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλλας [καὶ]ὡς ὁ Δαυΐδ βοῶ σοι. Ἐλεησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος» Ἀμήν.
Καλὸ Τριώδιο, Χριστιανοί!
28-1-2018
Αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίου
Καθηγούμενου Ι.Μ. Εσφιγμένου
- Ο καλός Θεός έδωσε στον άνθρωπο την καρδιά, η οποία Του ανήκει, για να ζει σύμφωνα με αυτή, σαν κινητήριο δύναμη.
- Αυτήν την καρδιά, θα του την ζητήσει «πίσω» στο τέλος της ζωής του ο Θεός, για να δει πως την χρησιμοποίησε, αφού «κατά την καρδίαν» θα μας κρίνει.
- Στην καρδιά θα είναι καταγεγραμμένη όλη ζωή του ανθρώπου, οι χαρές, οι λύπες, οι προσπάθειες, τα πάθη, τα λάθη, οι λογισμοί και οι διαθέσεις.
- Η καρδιά θα σκέφτεται και το μυαλό θα ενεργεί!
- Εμείς όμως οι άνθρωποι βάλαμε στην άκρη την καρδιά, με συνέπεια να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε μόνο με το μυαλό... Ιδού το αποτέλεσμα! Ορατό σε όλους σήμερα.
- Ας ζήσουμε με την καρδιά μας οδηγό και το μυαλό εργάτη στην ζωή μας! Αυτός είναι ο συνδυασμός που ξεκλειδώνει το θησαυροφυλάκιο του παραδείσου!
Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη
Η Θεία Λειτουργία δεν είναι μάζεμα ανθρώπων σ’ ένα στενό πρόγραμμα, σχέδιο, αντίληψη, απασχόληση ή αποστολή. Λειτουργία είναι ελευθερία του ανθρώπου «η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν» (Γαλ. 5,1 ).
Γι’ αυτό παρακαλούμε το θέλημα του Θεού να γίνη στη ζωή του καθενός. Το Χριστό να έχη ο καθένας συνοδοιπόρο, σύμπλοο, «συγκοιταζόμενον και συνανιστάμενον, καταγλυκαίνοντα τη ζωή του».
Και αυτός ο γλυκασμός της κοινωνίας της ζωής εν Χριστώ μας συγκεντρώνει, μας ενώνει εν υπερώω τόπω. Αποτελεί το χώρο και τον τρόπο και το σχέδιο της ζωής μας.
Ας πορεύεται ο καθένας ελεύθερα στο δρόμο της ζωής του.
Ας πλέη ο καθένας στο πέλαγος της περιπετείας του.
Αυτό που θέλει η Θεία Λειτουργία δεν είναι να ανακόψη τα σχέδια, τις ελπίδες και τη ζωή μας, αλλά να τα επικυρώση, ενισχύση, ευλογήση. Και γι’ αυτό παρακαλεί:
«Τοις πλέουσι σύμπλευσον,
Τοίς οδοιπορούσι συνόδευσον,
Τους νοσούντας ίασαι ο ίατρος των ψυχών και των σωμάτων ημών».
Είμαστε μαζί με τους αδελφούς μας εν Χριστώ, όχι με το να είμαστε στριμωγμένοι κάπου, αλλά με το να χαιρώμαστε εν Χριστώ Ιησού τη ζωή μας, «εv παντί τόπω της δεσποτείας Αυτού».
π. Φιλόθεου Φάρου
Ἴσως ἡ αἴσθηση πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος ὅτι δέν μετρᾶ, ὅτι μποροῦν εὔκολα οἱ ἄλλοι νά τόν παραβλέψουν καί νά τόν ξεχάσουν, νά εἶναι μία ἀπό τίς ὀδυνηρότερες ἀνθρώπινες ἐμπειρίες. Ἡ συγκινητική κραυγή τοῦ ληστῆ στό σταυρό ‘μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου’ (Λουκ. 23, 42) αὐτό δείχνει. Εἶναι ἡ κραυγή ὅλων τῶν ἀνθρώπων: Πές μου πώς μ’ ἀγαπᾶς.
Διαπιστώνοντας πόσο βαθειά στήν ἀνθρώπινη φύση ἐμφωλεύει ὁ φόβος ὅτι τελικά ὁ ἄνθρωπος δέν μετρᾶ, ὅτι θά τιμωρηθεῖ ἤ ἀκόμη χειρότερο θά ἀγνοηθεῖ ἀπό τό Δημιουργό του, μποροῦμε νά καταλάβουμε γιατί τό μήνυμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀνομάσθηκε Εὐαγγέλιον, καλή ἀγγελία. Καί εἶναι καλή ἀγγελία τόσο γιά τόν κληρικό ὅσο καί γιά τόν λαϊκό, παρά τό γεγονός ὅτι συχνά τό παραμορφώνουμε καί τό κάνουμε κατάκριση, ἀπειλή, καταδίκη καί τιμωρία. Δέν χρειάζεται νά κοιτάξουμε ἀλλοῦ γιά γονικά ὑποκατάστατα. Ἔχουμε ἕναν Πατέρα πού μᾶς ἀγαπᾶ· «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». (Πράξ. 17, 28). Δέν μπορεῖ ὅμως νά μᾶς βεβαιώσει ἕνα βιβλίο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅσο κι ἄν εἶναι ἱερό, ἀλλά χρειάζεται, ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, νά μᾶς ἀγαπήσει ἕνας ἄνθρωπος.
Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού.
Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον.
Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Πηγή: http://www.dogma.gr/imerodromio/agia-theofaneia/80674/
Μητροπολίτη Anthony Bloom
Οἱ Ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας! Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν στὸν Θεό.
Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.
Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.
Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: «Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι»;
Εἰσόδια, λοιπόν...
( Σημειώματα Πρωτοχρονιᾶς μὲ ποιμαντικὴ προοπτική)
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπόψε, μόλις τὰ ρολόγια δείξουν μεσάνυχτα, θ᾿ ἀλαλλάξουν ἀπὸ ἐνθουσιασμό, εὐφροσύνη καὶ ἀπὸ αἰσιοδοξία.Γιατὶ κάτι παλιὸ (ὄχι, φυσικά, ἄχρηστο) ἀποσύρεται, ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο τῆς λήθης καὶ τῆς ἀδιαφορίας, γιὰ νὰ εἰσοδεύσει κάτι τὸ νέο, τὸ ἐλπιδοφόρο, τὸ φωτεινό. Κι αὐτὸ ὀνομαζεται νέος χρόνος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ ἡμερολόγιο πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτὰ ἔγραφε 31 Δεκεμβρίου 2017, τώρα ἐμφανίζεται ἡ 1η Ἰανουαρίου τοῦ φρεσκοερχομένου 2018. Δηλαδή, μιὰ ἀλλαγὴ ἀριθμῶν, ἀλλὰ καὶ μήνα ἔχουμε. Ποὺ εἰσοδεύουν θριαμβευτικὰ στὴ ζωή μας-ἔτσι τουλαχιστον νομίζουμε-κομίζοντας νέες ἐλπίδες, ὄνειρα, προσδοκίες... Ὅμως ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα; Γιατί, τί στ’, ἀλήθεια ἄλλαξε ἀπὸ τὸ χθὲς μέχρι τὸ σήμερα, ἀπὸ τὴν ὥρα 11 καὶ 59 μέχρι τὶς 12 καὶ 1 λεπτό; Ἐκτὸς τῶν παραπάνω φυσικά, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἀμφισβητοῦνται, ἐπειδὴ χρειάζονται, γιατὶ χωρὶς αὐτὰ ἡ ζωή μας θὰ ἦταν κούφια, ἄνοστη, πεζή κὶ ἀδιαφορη. Ὅμως μὲ τὴν ὁριοθέτηση τοῦ χρόνου μὲ ἀριθμοὺς, ὁνομασίες μηνῶν, ἡμερῶν κ.λ.π. ἡ βιοτή μας ἀποκτᾶ ἄλλο ἐνδιαφέρον. Διότι ἔτσι μποροῦμε νὰ πράττουμε, νὰ ἐνεργοῦμε, νὰ καθορίζουμε ὅλα ὅσα σχεδιαζουμε νὰ γίνουν, ἔχουμε τὶς εὐκαιρίες νὰ ἑορτάζουμε, νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸ χρόνο μας καὶ μὲ λίγα λόγια, νὰ μὴν ἀφήνουμε ἀνεκμετάλλευτο τὸ χρονικὸ διαστημα ποὺ μᾶς δόθηκε, ἀπὸ τὴ γέννησή ἴσαμε τὴν ἀναχώρησή μας γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ κατι ἄλλο ποὺ γοητεύει τὸν καθένα μας. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ καινούριο, τὸ φρεσκοφερμένο, ποὺ μπορεῖ νὰ κρύβει ἕνα σωρὸ ἄγνωστα πράγματα, ὅμως δὲν ἔχει σημασία αὐτό. Σημασία ὅτι τὸ παλιό, ποὺ ἀσφαλῶς κούρασε καὶ τὸ ἔχουμε πιὰ βαρεθεῖ, πέρασε στὴν ἀντίπερα ὄχθη καὶ δὲν θὰ τὸ ξαναζήσουμε παρὰ μονάχα ὡς ἀναμνηση, ὅσο εἶναι ἀκόμα σιμά. Γιατὶ φαντάσου κάποιον ποὺ ἔζησε πάνω ἀπὸ μισὸ αἰῶνα Πρωτοχρονιές, ἄν θυμᾶται πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Γιατὶ ὅσο περναει ὁ καιρὸς καὶ παρασέρνει γεγονότα καὶ πρόσωπα, ὅπως τὸ ποτάμι ποὺ ρέει ἀκατάπαυστα, τόσο καὶ στενεύουν τὰ πλαίσια τῆς μνήμης, τόσο ξεχνιοῦνται πολλὰ ποὺ ζήσαμε. Μὲ πρῶτες τὶς Πρωτοχρονιές, πού, ναί, φεγγίζουν στὸ βάθος τοῦ χρόνου, ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο χλωρὲς καὶ φωτεινὲς ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀναχώρησε, ἄντε κι ἡ προηγούμενη, ἡ προπροηγούμενη κ.λ.π.
Ὅλοι μας, ὅσο εἴμαστε ἀκόμα νέοι καὶ βλέπουμε τὰ πράγματα πασπαλισμένα μὲ τὴ λευκὴ τὴν ἄχνη τῆς αἰσιοδοξίας καὶ τῆς δημιουργίας, χαιρόμαστε αὐτὸ τὸ «γύρισμα» τοῦ χρόνου, γιατὶ ὑπολογίζουμε, ὅτι τώρα, τὰ ὅσα σχεδιάσαμε καὶ ὑπολογίσαμε, θὰ μᾶς ἔρθουν πιὸ καλά, θὰ ὑλοποιηθοῦν δηλαδή, ἄσχετα ἄν στὸ δρομο μᾶς φαρμακώσουν καὶ μᾶς ἀπογοητεύσουν. Κι ἐδῶ εἶναι τὸ μέγα ζητούμενο, ποὺ ἀσφλῶς χρειάζεται τὴν ἑρμηνεία του. Μιὰ ἑρμηνεία ποὺ δίδεται ἀπὸ κεῖνο τὸ βραδυ, ὅμως κανένας ἤ σχεδὸν κανένας δὲν ἀποδέχεται, γιατὶ εἶναι φορτωμένη ἐρωτήματα, προβληματισμό, ἀγωνία καὶ πολὺ σκέψη-κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρξει μιὰ τετοια βραδυά, βραδυὰ γιορτῆς, κεφιοῦ καὶ διασκεδάσεων. Ὅμως ἡ ἀφορμὴ διδεται καί, μάλιστα, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν προκαλοῦμε. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ εὕρεση τοῦ «τυχεροῦ» φλουριοῦ κατὰ τὴν κοπή τῆς βασιλόπιττας μιὰ εὐκαιρία, ὥστε νὰ δεῖ καποιος τὴν πραγματικότητα ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ ἐφήμερα πανηγύρια, τοὺς φαινομενικοὺς ἑορτασμούς καὶ τὶς προσωρινὲς εὐωχίες. Γιατὶ ἡ εὕρεση τοῦ «τυχεροῦ»φλωρίου σκοτίζει περισσότερο τὰ πράγματα, ἄν δὲν τὰ δοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ἀλήθειας. Κι ἡ ἀλήθεια ἐδῶ εἶναι μία, ὅτι δηλαδή, τὸ νόμισμα αὐτὸ ἔχει δύο ὄψεις: Ἡ μιὰ ποὺ φαίνεται, καὶ ἡ ὁποία ἐμφανίζει τὸ παρόν, αὐτὰ δηλαδή, ποὺ ζοῦμε καὶ ἡ ἄλλη ποὺ εἶναι φορτωμένη ἐρωτήματα, τυλιγμένα σὲ μιὰν ἀχλὺ μυστηρίου, ποὺ ἀνοίγει πάντα φωτεινοὺς δρόμους ἐλπίδας καὶ προσδοκιῶν. Ἀορίστων μέν, ὅμως προσδοκιῶν, ποὺ μποροῦν ὡστόσο νὰ κρύβουν καὶ τὶς φαρμακωμένες τους τὶς πινελιές.
Ἀπόψε, λοιπόν, καθὼς ἑτοιαζόμαστε γιὰ μιὰ νέα ἀρχή, γιὰ κάτι τὸ νέο ποὺ θὰ φωτίσει τὴ βιοτή μας, καλὸ θὰ εἶναι νὰ κοιτάξουμε τὰ πράγματα μὲ περισότερο ρεαλισμό καὶ σοφία καὶ νὰ μὴ σταθοῦμε μοναχα στὶς ἀλλαγὲς ἀριθμῶν κ.λ.π. Ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἑόρτιο κλίμα νὰ τὸ δοῦμε μὲ διαφορετικὸ πνεῦμα. Κι αὐτό, ὅπως καταλαβαίνουμε εἶναι ἡ δικιά μας ἀλλαγή, ὁ δικός ἀνα-καινισμός, ὥστε τὸ νέο αὐτὸ ποὺ ἔρχεται νὰ διαφοροποποιήσει τὸ εἶναι μας, νὰ τὸ ὑψώσει πάνω ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὸν κουρνιαχτό. Μόνο τότε θὰ καταφέρει ὁ καθένας νὰ νοιώσει τὸ καινούριο μέσα του.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εὐλογεῖ κάθε πράξη κι ἐνεργεια τῶν ἀνθρώπων, στέκει μὲ ἐνδιαφέρον καὶ τούτη τὴν ὥρα τῆς ἐλεύσεως τοῦ λεγόμενου νέου χρόνου. Στέκει κι ἀφουγκράζεται τὰ κρύφια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ προσπαθεῖ νὰ διδάξει ἕνα μάθημα. Καὶ δή μέγιστον μάθημα: τὴν ἀνάθεση ὅλων, ὅσων βαραίνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι τοῦ καθενός μας, στὰ χερια τοῦ Θεοῦ, Ἐκείνου δηλαδή, στοῦ Ὁποίου τὴν ἐξουσία βρίσκονται οἱ καιροὶ καὶ οἱ χρόνοι.
Στρεφὀμαστε πρὸς Ἐκεῖνον, λοιπόν, τούτη τὴ βραδυὰ καὶ ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τὰ πάντα, κοιτάζουμε νὰ σταθοῦμε μὲ δέος ἀπεναντί Του, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» δηλαδή καὶ νὰ Τοῦ θυμίσουμε μὲ ἰκέσιο διάθεση καὶ εἰλικρίνεια τὰ ἐξῆς: «Αὐτὸς πανάγαθε Δέποτα, τὴν εἴσοδον ταύτην τῆ θεία Σου χάριτι εὐλόγησον...[καὶ] δὸς ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ βεβαίαν τὸν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ διελθεῖν». Μὲ λίγα λόγια Τὸν θέλουμε συνοδοιπόρο καὶ στὴ νέα χρονιά. Ποὺ μακαρι νὰ Τὸν ἔχουμε ὅλοι μας...Τότε θ᾿ ἀλλάξουν πολλά, τότε θὰ καταλάβουμε πολὺ καλὰ ὅτι ὄντως εἰσόδευσε κάτι νέο στὴ ζωή μας. Ποὺ ἀσφαλῶς τὸ χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο.
Πρωτοχρονιά 2018
Πρεσβύτερου Μπρὲκ Ἰωάννη
Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’70, μία κοινότητα Γαλλίδων Ρωμαιοκαθολικῶν μοναχῶν προσκάλεσε τὴν οἰκογένειά μας νὰ ζήσει ἀνάμεσά τους. Ἦταν ἡ περίοδος ποὺ προσερχόμασταν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μοναχὲς εἶχαν βαθιὰ διαποτιστεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ καὶ ἀσκητικὴ παράδοση σὲ σημεῖο ποὺ πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἀνυπομονοῦσαν νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖνες Ὀρθόδοξες. Ἡ πιὸ ὄμορφη ἀνάμνηση ἀπὸ τὰ τρία χρόνια ποὺ περάσαμε ἀνάμεσά τους εἶναι ἡ βραδυνῆ Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μισὴ ὥρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἀκολουθίας, οἱ ἀδελφὲς καὶ οἱ φιλοξενούμενοί τους ἄρχιζαν νὰ μπαίνουν στὸ παρεκκλήσι. Προσκυνοῦσαν τὶς εἰκόνες, γονάτιζαν στὸ χαλάκι καί, ἀκουμπώντας πίσω στὶς φτέρνες, προσεύχονταν μέσα στὴ βραδυνὴ ἡσυχία. Μετὰ τὴν ἀκολουθία, ὅσοι μποροῦσαν παρέμεναν. Γονάτιζαν καὶ πάλι στὸ σχοινένιο τραχὺ χαλί, βολεύονταν ἀκουμπώντας στὶς φτέρνες, ἔκλιναν τὸ κεφάλι καὶ προσεύχονταν. Ἡ σιωπὴ μέσα στὸν χῶρο ἦταν «χειροπιαστή».
Ἔχω συχνὰ διερωτηθεῖ πῶς γίνεται καὶ ἡ σιωπὴ εἶναι πολὺ βαθύτερη ὅταν τὴ μοιραζόμαστε μὲ ἄλλους; Γιατί ἡ προσευχὴ μας εἶναι τόσο πιὸ πολὺ συγκεντρωμένη, τόσο ἐντονότερη καὶ ὅμως ἐντελῶς ἁπλή, ὅταν τὴν ἀναπέμπουμε ἀπὸ κοινοῦ μὲ ἄλλους μέσα σὲ πνεῦμα σιωπηλῆς λατρείας, μπροστὰ στὸν Θεὸ τῆς χωρὶς σύνορα ἀγάπης καὶ τοῦ ἄπειρου ἐλέους; Πῶς συμβαίνει καὶ μέσα στὴ σιωπὴ ἡ προσευχὴ μας ἀγκαλιάζει τὸν ἄλλον μὲ τρόπο μοναδικό, ἔτσι ὥστε, μέσα σὲ μία ἀπερίγραπτη ἁρμονία, νὰ δεόμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, νὰ εὐχαριστοῦμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ νὰ προσφέρουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὸν Θεό, τοῦ Ὁποίου τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀγάπη τὴ νιώθουμε σχεδὸν σωματικά• τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ «ὁ Θεὸς μεθ' ἡμῶν;
Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ εἶναι ἕνα εὐλογημένο δῶρο, ποὺ πραγματώνει ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος, ἑνώνοντάς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ πνεῦμα εὐγνωμοσύνης, ἱκεσίας, ἀγάπης. Αὐτὲς οἱ καλόγριες, καὶ ἡ ὁμάδα τῶν καλογήρων ποὺ προστέθηκαν κατόπιν, εὐλόγησαν τόσο τὴ ζωή μας! Ὡστόσο, ὅταν ἀναπολῶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνειδητοποιῶ ὅτι δὲν μιλούσαμε σχεδὸν καθόλου ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Περνούσαμε δίπλα ἀπὸ τὸν ἄλλο σ’ ἐκείνη τὴν ἔρημη περιοχὴ ὅπου ἔμενε ἡ κοινότητα, κάναμε ἕνα νεῦμα ἢ χαμογελούσαμε, ἀλλὰ τηρούσαμε σιωπή, ἐκτὸς ἐὰν ὑπῆρχε κάποιος ἰδιαίτερος λόγος γιὰ νὰ μιλήσουμε. Στὴ σιωπὴ τοῦ μονοπατιοῦ ἢ τῆς τράπεζας ἢ τοῦ παρεκκλησίου, ἀκούγαμε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπ’ τὴ σιωπὴ τοῦ διπλανοῦ μας. Μέσα στὴ σιωπὴ αὐτή, ἀνταλλάσσαμε τὴν ἄρρητη διαβεβαίωση ὅτι καθένας προσεύχεται γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ στὴν ἴδια αὐτὴ σιωπή, κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἁγιότητα ὑπάρχει παντοῦ, ὅτι τὸ «οἰκουμενικὸ πρόβλημα» μπορεῖ νὰ λυθεῖ ἐντελῶς ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ Τοῦ προσφέρουν τὴν ἀδιάλειπτη ἀφοσίωσή τους, συγκεντρώνονται ἐν ἡσυχίᾶ, γιὰ νὰ Τὸν λατρεύουν καὶ νὰ ἀκούσουν μαζὶ τὴ φωνή Του.
Πηγή: http://theomitoros.blogspot.com.cy/2016/10/blog-post_1.html
Ἀρχιμ. Βασιλείου, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων
Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ' ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τόν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.
Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι' αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: "Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες...". Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.
Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος πού μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι' αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: "Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ"!
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τόν Πατέρα Του νά τόν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό "Πάτερ ἡμῶν" - δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου - ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού Γέροντος Αθανασίου
Ένας χριστιανός δεν περιμένει να έρθουν οι 25 Δεκεμβρίου, για να γιορτάσει τη γέννηση του Χριστού. Ωστόσο είναι από την πείρα των Αγίων ότι αυτές οι μέρες είναι σημαδεμένες από την αγάπη του Θεού για μας και υπάρχει περίσσια χάριτος. Επομένως προετοιμαζόμαστε έτσι και αντιμετωπίζουμε την εορτή των Χριστουγέννων όσο μπορούμε πιο πνευματικά χωρίς να καταργήσουμε και όλες τις κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, αφού ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή αλλά και σώμα. Έτσι συμμετέχει στη χαρά της γεννήσεως του Κυρίου μας ψυχή τε και σώματι και αυτό είναι πολύ σπουδαίο, γιατί η Εκκλησία μας διακρίνεται για την πνευματική της ισορροπία. Το ότι τα λειτουργικά βιβλία γράφουν ότι την ημέρα των Χριστουγέννων γίνεται κατάλυση εις πάντα, είναι γιατί οι Πατέρες ήθελαν να δείξουν ότι η γιορτή των Χριστουγέννων είναι γιορτή που αγκαλιάζει όλον τον άνθρωπο, ο οποίος φαιδρύνεται και στην ψυχή η οποία αγάλλεται μέσα στην προσευχή και στις πνευματικές θεωρίες αλλά και στο σώμα, το οποίο προσλαμβάνει την υλική τροφή λύοντας τη νηστεία και μετέχοντας σε κοινωνία αγάπης με τους αδελφούς του. Ο Χριστός δεν καλεί τον άνθρωπο μόνο σε πνευματικές εξάρσεις, αλλά καλεί όλον τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη παράδοση τις ημέρες των Χριστουγέννων οι χριστιανοί εόρταζαν και στην Εκκλησία και στις οικογενειακές και κοινωνικές τους επαφές. Όλος ο κόσμος συνεορτάζει και όλη η κτίση και τα πάντα γιορτάζουν αυτό το γεγονός. Την ημέρα των Χριστουγέννων οι Άγγελοι δοξολογούσαν και αινούσαν τον Θεό, διότι υπάρχει μία συγκεκριμένη εισβολή του Θεού Λόγου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Χριστός γεννήθηκε σαν άνθρωπος τη συγκεκριμένη ημέρα και αυτό είναι σπουδαίο για τη θεολογία της Εκκλησίας μας και τη ζωή μας, γιατί εμείς δεν είμαστε χριστιανοί που πιστεύουμε σε μία θεωρία που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, αλλά είμαστε χριστιανοί, γιατί πιστεύουμε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι για μας το παν, δεν είναι η διδασκαλία του το παν αλλά ο Ίδιος. Και αν ακόμη κάποτε χαθούν τα κείμενα της Αγίας Γραφής, δεν θα μειωθεί σε τίποτα το έργο του Χριστού, διότι και η Γραφή και η Διδασκαλία μας οδηγούν στον Χριστό. Γι’αυτό ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να μας δώσει τον εαυτό Του όχι για να μας πει μία διδασκαλία. Ο ίδιος ήταν ανάγκη να γίνει άνθρωπος, γιατί ο Λόγος του Θεού έπλασε τον Αδάμ και έπρεπε να τον αναπλάσει και να γίνει Αυτός ο νέος Αδάμ, ώστε γενόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, να μας δώσει τη δυνατότητα να εγκεντριστούμε σ’Αυτόν να μπολιαστούμε στο δικό Του σώμα και να γίνουμε κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού. Γι’αυτό ήταν μέσα στην πάνσοφο πρόνοια του Θεού η σάρκωση του Θεού Λόγου, για να μας δοθεί η δυνατότητα να κοινωνήσουμε με τον ίδιο τον Θεό. Ο Λόγος έγινε τέλειος άνθρωπος άνευ αμαρτίας, ταπείνωσε τον Εαυτό Του και πορεύθηκε αυτό τον δρόμο της ενσαρκώσεώς Του, για να μας διδάξει αυτή την ταπείνωση. Να μας δείξει ότι έγινε άνθρωπος για μας και οτι δεν βδελύχθηκε τη φύση μας, την πτωχεία μας και γεννήθηκε όπως ένα μικρό παιδί. Αύξανε όπως ένας κανονικός άνθρωπος, ήταν απόλυτα τέλειος άνθρωπος και απόλυτα τέλειος Θεός, ώστε με το παράδειγμα της παναρέτου ζωής Του και με την ίδια την υπόστασή Του να μας δείξει ποιό δρόμο να βαδίσουμε. Ο Απ. Παύλος λέει ότι έγινε κατά πάντα όμοιος με μας και ανέλαβε την ανθρώπινη φύση και έτσι έγινε σύμφυτος με τη δική μας φύση, για να δώσει σε μας την ελπίδα και τη δυνατότητα να πορευθούμε μέσα από την ανθρώπινή μας αδυναμία, τα προβλήματα και τον πόνο μας έχοντες πάντοτε μπροστά μας αιώνιο πρότυπο τον ίδιο τον Χριστό μας, που αυτός είναι η παρηγοριά μας, ο αρχηγός μας και ο τελειωτής της πίστεώς μας.
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού Γέροντος Αθανασίου
Αυτές τις μέρες ψάλλουμε: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Χριστός ήρθε όχι κατά φαντασία αλλά κατά πραγματικότητα σ’ αυτόν τον κόσμο, μ’ αυτά τα προβλήματα, τις δυσκολίες. Ήρθε για να υψώσει τους ανθρώπους πάνω από τον κόσμο αυτό και να μας δώσει ως μόνιμη κιβωτό την Αγία Του Εκκλησία. Όταν μπούμε μέσα στην Εκκλησία και εναποθέσουμε στον Χριστό την τραγωδία της υπάρξεώς μας και εκεί ταπεινά παρακαλέσουμε τον Χριστό να μας υψώσει εκ των πραγμάτων του κόσμου τούτου και να έρθει στην καρδιά μας να κατοικήσει, τότε είναι αδύνατο ο Χριστός να μην επισκεφθεί την καρδιά μας. Ο Χριστός εγεννήθη στον πιο ευτελή τόπο, σε μία σπηλιά που ήταν στάβλος, για να μας δείξει ότι κατέρχεται μες στη σπηλιά της καρδιάς μας, η οποία είναι γεμάτη με τα άλογα πάθη μας. Φτάνει εμείς να το ζητήσουμε. Περιγράφεται ένα όραμα του Αγίου Ιερωνύμου, που ασκήτευε στη Βηθλεέμ, όταν είδε τον Χριστό ως βρέφος στη φάτνη προσευχόμενος η καρδιά του σκίρτησε από αγάπη και είπε: «Χριστέ μου, τι δώρο να σου προσφέρω; Οι μάγοι Σου πρόσφεραν τα δώρα, οι ποιμένες την προσκύνηση, οι άγγελοι τον ύμνο». Τότε ο Χριστός του είπε: «Ιερώνυμε, το δώρο που θέλω να μου κάνεις είναι οι αμαρτίες σου, θέλω να μου προσφέρεις τον εαυτό σου».
Αυτός είναι και ο λόγος που ήρθε στη γη ο Χριστός. Όχι για να καλέσει τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Έτσι για τον σημερινό άνθρωπο τον ταλαιπωρημένο, τον κουρασμένο, τον θλιμμένο, ο οποίος συνθλίβεται και πολιορκείται μέσα από τα ποικίλα ρεύματα που υπάρχουν εναντίον του, ο Χριστός είναι η μόνη ελπίδα, είναι ο μόνος χώρος που ο άνθρωπος μπορεί να ξεκουραστεί. Ο Χριστός είναι ο πατέρας μας ο οποίος μας περιμένει.
Έτσι σ’ εμάς απομένει να ζητήσουμε τον Θεό, να τον παρακαλέσουμε να έρθει, μέσα μας και ο Χριστός από την άπειρη αγάπη που έχει, αμέσως θα βρεθεί μέσα μας. Όπως λέει στη Γραφή «έτι λαλούντος σου ερώ, ιδού πάρειμι», ενώ ακόμη μιλάς, θα σου πω ότι είμαι ήδη παρών.
Επομένως είναι χαρμόσυνο το μήνυμα της ημέρας των Χριστουγέννων. Ο Χριστός κατέρχεται κοντά μας και κατερχόμενος μας ανεβάζει. Αυτός κατήλθε πρώτος στη γή για να μας ανυψώσει. Ειδικά στην εποχή μας βρισκόμαστε σε μία αλματώδη πρόοδο της επιστήμης. Ο χριστιανός ο οποίος βιώνει την πραγματικότητα του Χριστού σαν του μόνου γεγονότος το οποίο είναι το μόνο καινό υπό τον ήλιο, δεν πρέπει να διακατέχεται από φόβο μπροστά στην καθημερινότητα, μπροστά στις σύγχρονες εξελίξεις και τα προσφερόμενα πράγματα. Αλλά σαν ελεύθερα παιδιά του Θεού, άνθρωποι οι οποίοι έχουμε μέσα μας τη βεβαία ελπίδα της παρουσίας του Χριστού, μπορούμε, από μόνοι μας να κρίνουμε ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση και ανάλογα με τις εντολές του Θεού και με ό,τι μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες μας, τι απ’ όλα όσα μας προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός θα προσλάβουμε ή όχι. Είναι όμως απαραίτητο να μην κολλούμε φανατικά σε τύπους και να χάνουμε την ουσία. Η ουσία είναι η σάρκωση του Θεού Λόγου στον κόσμο. Έτσι αν ο χριστιανός είναι άτομο που αγωνίζεται και προσεύχεται, έχει τη συνείδηση που τον προφυλάσσει και του δείχνει μέχρι ποιού σημείου μπορεί να μετάσχει των αγαθών των ημερών, για να μη χαθεί η ουσία του γεγονότος των Χριστουγέννων.
Χριστούγεννα, καὶ κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μάθημα:
τῆς θείας Πτωχείας[1]
«Δεῦτε λάβετε τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου»
«Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ἄν δὲν καταλάβουμε πὼς ὁ πλουτισμὸς θεολογίας ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ φτωχικό, ἀπέριττο καὶ ἁπλὸ μοναχικὸ κελλί, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ βιώσουμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γιατὶ τὸ καλογερικὸ κελλί, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα χῶρος προσευχῆς, ἀσκήσεως καὶ ἁγιασμοῦ, βρίσκεται σὲ πλήρη συντονισμό, ἀλλὰ ἔχει καὶ τόση μεγαλη συγγένεια μὲ τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὥστε νὰ ἀλληλοπεριχωρεῖται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Μὲ λίγα λόγια, καὶ τὰ δύο ἔχουν ἕνα κοινό, συγγενικὸ στοιχεῖο: τὴν πτωχεία. Αὐτὴ ποὺ κατέπληξε τοὺς Μάγους, αὐτὴ ποὺ χαρίζει θάμβος στὸν κάθε μεγαλόφρονα, ὁ ὁποῖος διακρίνει στὸ φτωχικὸ κελλὶ καὶ στὸ τσαλακωμένο ἔνδυμα τοῦ κάθε μοναχοῦ, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του. Καί, γιὰ νὰ ἐξηγούμαστε, ἀναφερόμαστε στὸν ἀληθινὸ καὶ γνήσιο μοναχό, ὁ ὁποῖος «τὸν τόπον φυλάττει», ἀλλὰ παράλληλα καθίσταται καθημερινὰ καὶ πάντα «κοινωνὸς θείας χάριτος». Γιατὶ εὑρισκόμενος «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», αὐτὸς δηλαδή, κι ὁ Θεός, καταννοεῖ πλήρως πώς «ὅλον τὸ καθ᾿ ἡμᾶς πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας».
Εἶναι, πιστεύω, ἀδύνατο νὰ συλλάβει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ συγκυλιδούμενος ταῖς ἡδοναῖς καὶ μερίμναις τοῦ βίου αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς πτωχείας, ποὺ δὲν ξεκινᾶ τόσο ἀπὸ τὴν ἀπουσία ὑλικῶν καὶ ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πτωχεία τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, δὲ νοιώθει τὴν ἐπιθυμία, ὥστε νὰ πλουτίσει μὲ τὴν πρόσληψη τῆς παρουσίας Του. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἐπιμένει στὴν ἀποθήκευση πολλῶν περιττῶν καὶ ἐφήμερων ἀγαθῶν, ὅπως π.χ. εἶναι οἱ γνώσεις, τὰ ἀξιώματα καὶ οἱ ἀκαδημαϊκοὶ τίτλοι, ποὺ ἐξασφαλίζουν μὲν μιὰ κοινωνικὴ θέση καὶ δικαίωση, ὅμως ἀπομακρύνουν τὴν ψυχὴ στὸ νὰ ἐννοήσει τὴν πτωχεία της σὲ ἀληθινὴ γνώση, ἀνόθευτη ἁγιοπνευματικὴ ζωή, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς βιώσεως τοῦ μεγαλου γεγονότος τῆς «κενώσεως» Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος «μορφὴν δούλου ἔλαβε». Ἄν, μὲ λίγα λόγια, δὲν καταννοήσουμε πὼς πρέπει νὰ καταστεῖ ἡ ψυχὴ μας Σπήλαιο ἀπέριττο καὶ πενιχρό, τότε δὲν θὰ βιώσουμε πὼς εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπισκεψη τοῦ Σωτήρα, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος τοῦ ἱ. ὑμνογραφου πραγματικότητα: ὅτι ὄντως, «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, [ἡ]ἀνατολὴ ἀνατολῶν δηλ., [ὥστε] οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, [νὰ] εὕρωμεν τὴν ἀλήθειαν...».
Ἄν, λοιπόν, τοὺς σοφοὺς Μάγους, αὐτοὺς τοὺς γνήσιους παναπεῖ ἐρυνητές, ποὺ μὲ ὑπομονή, ἐπιμονή, ἴσως καὶ μὲ κινδύνους, ἀπογοητεύσεις καὶ κοπους πολλοὺς ἀναζητοῦσαν «τίς ὁ τεχθείς Βασιλεύς» κι ἄν ἐπίσης αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν ἦταν τίποτε τὸ ἐπιφανειακό, ἐφήμερο καὶ τετριμμένο, ἀλλὰ ἡ πτωχεία Του, τότε ὁ κάθε πιστὸς ποὺ ἑτοιμαζεται νὰ εὐπρεπίσει τὸ προσωπικό του Σπήλαιό, ὀφείλει πρωτίστως αὐτὴν τὴν πτωχεία νὰ βιώσει, νὰ τὴν καταθέσει στὸ Νέον Παιδίον, νὰ τὴ διαμηνύσει στὸν Κόσμο. Κατὰ τὸ ψαλμικό, «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς». ( βλ. Ψαλμ. 69,6) Αμήν.
[1][1]«Χριστὸν σαρκὶ νηπιάσαντα, Χριστὸν ἐθελουσίως πτωχεύσαντα,, Χριστὸν ὁρατὸν γενόμενον, ἔρχεται ἡ Παρθένος ἐν Βηθλεέμ, νῦν ἀποκυῆσαι...» Ὅρθρος Κυριακῆς πρὸ Χριστοῦ Γεννήσεως βλ. καί, . «Τὸν οὐρανοῖς μὴ χωρούμενον, ἐν σοὶ ἐχώρησας, ὃν ἐν τῷ Σπηλαίω, τέξῃ ὑπὲρ ἔννοιαν, πτωχεύσαντα καὶ σάρκα γενόμενον, ἵνα θεώσῃ με, καὶ πλουτίσῃ τὸν πτωχεύσαντα, ἀκρασίᾳ, πικροτάτης βρώσεως. Ἑσπερινός Κυριακῆς πρὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.
Σωτηρίου Δεσπότη, καθηγητού του Πανεπ. Αθηνών
Από τη μία άδουν οι άγγελοι «και επί γης ειρήνη», και από την άλλη, βλέπουμε πως η γέννηση του Χριστού προκαλεί την σφαγή αθώων νηπίων, αθώων βρεφών. Φυσικά τα βρέφη τα οποία σφάχτηκαν στην Βηθλεέμ δεν αγγίζουν τον αριθμό των δεκατεσσάρων χιλιάδων, όπως μνημονεύει το συναξάρι της εκκλησίας, ακριβώς επειδή το δεκατέσσερις χιλιάδες είναι εντελώς συμβολικός αριθμός. Ελάχιστα ήταν τα νήπια, τα οποία σφάχτηκαν σε ένα χωριό, το οποίο αριθμούσε στην εποχή του Ιησού γύρω στους πεντακόσιους με οκτακόσιους κατοίκους. Ελάχιστα ήταν τα νήπια τα οποία ήταν από δύο ετών και κάτω.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως, το ερώτημα το οποίο γεννάται σε όλους μας, «ακούγοντας» ακριβώς τις οιμωγές των μητέρων αυτών που χάνουν τα παιδιά τους, είναι το: πού βρίσκεται η ειρήνη που φέρνει ο Χριστός; τί είδους ειρήνη έρχεται να φέρει ο Χριστός τα Χριστούγεννα; είναι άραγε αυτή η ρομαντική ειρήνη με την οποία έχουμε περιβάλει κι έχει περιβάλει ο κόσμος αυτό το πνεύμα των Χριστουγέννων; Πού είναι άραγε η ειρήνη, από την στιγμή που αύριο θα διαπιστώσουμε ότι ερχόμενος ο Ιησούς στον πλανήτη αυτόν προκαλεί καταρχάς την αντίδραση του Ιωσήφ.
Βλέπει έγκυο την Μαριάμ και ο Ιωσήφ θεωρεί ότι κάτι στραβό γίνεται εκεί, και θέλει λάθρα να διώξει την μνηστή, την αρραβωνιαστικιά του. Αγωνία στον Ιωσήφ, σφαγή των νηπίων, ξενιτιά του ίδιου του μικρού Ιησού, καθώς αυτή η σφαγή των νηπίων αναγκάζει τον Ιησού να γίνει ένας αλλοδαπός, να ζήσει την ξενιτιά και μάλιστα στην ειδωλολατρική Αίγυπτο. Ποια είναι λοιπόν η ειρήνη που φέρνει ο Χριστός;
Κι εδώ η απάντηση που δίνουν οι πατέρες της εκκλησίας είναι ακριβώς ότι τα πραγματικά Χριστούγεννα, η αληθινή – η αυθεντική γέννηση του Ιησού στην καρδιά του ανθρώπου, προκαλεί καταρχήν πόνο. Η ειρήνη που φέρνει ο Χριστός μας, είναι η χειρουργική αυτή λαβίδα η οποία συνοδεύεται πάντα από αποκοπή του καρκινώματος, της αμαρτίας. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον θα διακηρύξει ότι: «μάχαιρα ήλθα να φέρω στη γη». Ήλθα, όπως λέει ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς, να χωρίσω τον πατέρα από τον γιό, την μητέρα από την κόρη.
Τα πραγματικά Χριστούγεννα συνοδεύονται από μία έγερση από τον εφησυχασμό μας, έγερση από τον καναπέ μας, πορεία η οποία ακολουθεί τον πραγματικό αστέρα. Όχι αυτά τα αστεράκια τα οποία αναβοσβήνουν και τα οποία έχουν εντελώς εφήμερο φως. Προκαλεί η πραγματική γέννηση του Χριστού κίνηση, προκειμένου να συναντήσουμε τον Χριστό, κι όπως ο ίδιος ο Ματθαίος επισημαίνει, συναντάς τον Χριστό, σου κλείνει ραντεβού ο Χριστός στο πρόσωπο του φυλακισμένου, του αλλοδαπού, του ασθενούς, αυτού που βρίσκεται στη φυλακή, αυτού που βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου. Δεν ξέρω πραγματικά αν τα δικά μας Χριστούγεννα, και ημών των χριστιανών ακόμη, αν συνοδεύονται από μια τέτοια πορεία, από μια τέτοια αναζήτηση του Χριστού.
Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου
Όταν ο άνθρωπος μπει σωστά μέσα στον χώρο της σχέσεως του με τον Θεό, ανατέλλει μέσα του σιγά-σιγά αυτή η ισχυρή ελπίδα της αγάπης του Θεού. Παραβλέπει το γεγονός της αμαρτίας του, παραβλέπει το γεγονός της αποστασίας του, παραβλέπει το γεγονός της αρρώστιας του και έχει την χαρά της ελπίδας.
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού Γέροντος Αθανασίου
Η περίοδος μέχρι τα Χριστούγεννα είναι ιδιαίτερα ευλογημένη από τo Θεό, γιατί μας οδηγεί λειτουργικά και εορταστικά προς την κυρία ημέρα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει το γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Όπως όλες οι γιορτές της Εκκλησίας μας έτσι και τα Χριστούγεννα δεν έχουν ένα χαρακτήρα μόνο αναμνηστικό, αλλά κύριος σκοπός είναι να μετάσχει ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτή τη χάρη, που δίνει ο Θεός διά των εορτών της Εκκλησίας μας.
Είναι παρατηρημένο μέσα από την πείρα των Αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας μας ότι αυτές οι μέρες διακρίνονται για την υπερβάλλουσα χάρη η οποία διαχέεται από τον Θεό και το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς και είναι σταθμοί μέσα στη ζωή μας από τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη χάρη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Βέβαια, καθημερινά εορτάζουμε το μυστήριο της γεννήσεως του Θεού Λόγου και μετέχουμε σε όλη τη ζωή του Κυρίου με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησία μας μάς παρέδωσε κάποια πράγματα τα οποία τηρώντάς τα βοηθούμαστε να προχωρήσουμε πνευματικά. Πρώτα μας ετοιμάζει με την περίοδο της νηστείας. Η νηστεία βοηθά τον άνθρωπο να ξεκολλήσει το μυαλό του από τα γήινα πράγματα, βοηθά τον νου του στην προσευχή, σπρώχνει την καρδία στην αναζήτηση της Θείας Χάριτος, κινεί την καρδία εις προσευχή και ένωση μετά του νοός, καθαρίζει το σώμα από τις ροπές προς τα πάθη και την αμαρτία. Γενικά ως μέσο, το οποίο ο ίδιος ο Χριστός μας παρέδωσε, θεωρείται από τους Πατέρες ότι είναι από τα πρώτα και βασικά όπλα στον πνευματικό αγώνα. Βέβαια, νηστεία δεν είναι μόνο των φαγητών. Είναι η νηστεία από όλες μας τις επιθυμίες, στα έξοδα, ενδύματα, εκδηλώσεις, στο τι ακούμε και στο τι βλέπουμε. Εφόσον είναι καιρός νηστείας είναι και καιρός ελεημοσύνης. Οι πρώτοι χριστιανοί κατά τη νηστεία διέθεταν το υπόλοιπο των χρημάτων που τους περίσσευε από τα καθημερινά πράγματα για ελεημοσύνη.
Άλλο πνευματικό όπλο είναι, η εξομολόγηση. Προσερχόμαστε στο μυστήριο της Εξομολογήσεως, για να καθαρίσουμε την ψυχή μας από όλα όσα ως άνθρωποι έχουμε προσλάβει μέσα στα καθημερινά μας γεγονότα και τις περιπέτειες της καθημερινής μας ζωής. Ο Θεός δεν απαιτεί να γίνουμε αναμάρτητοι, γιατί αυτό είναι έξω από τη φύση μας. Μέσα στην αδυναμία μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πάθη, αμαρτίες, αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Γιατί αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση του νόμου του Θεού, αλλά είναι και η έλλειψη της αγάπης μας προς τον Θεό, η βίωση της στροφής της ψυχής μας προς τον Θεό. Το ότι δηλαδή καλούμεθα να αγαπήσουμε απόλυτα τον Θεό και όμως δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε είναι η ουσία της αμαρτίας μας.
Πέραν της νηστείας, ελεημοσύνης και εξομολόγησης ένα άλλο πνευματικό όπλο είναι η προσευχή. Αυτό το διάστημα αν ο χριστιανός γεμίσει τον χρόνο του με προσευχή , κυρίως με τη μονολόγηση της νοεράς προσευχής και την επίκληση του ονόματος του Χριστού, θα έχει συνεχή κοινωνία με τον Θεό, η οποία ετοιμάζει την καρδία προς την κοινωνία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου
π. Χρήστου Ζαχαράκη
Κάνουμε ἕνα λάθος ὅλοι μας ὅταν, στή θεολογία μας, στό κήρυγμά μας, στίς παραινέσεις μας, μεταφέρουμε καί μετατοπίζουμε τή δικαίωση τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδυνάτων καί τῶν ἀδικημένων στήν αἰώνια ζωή. Καί αὐτό βέβαια τό κάνουμε ἀσυναίσθητα, ἀλλά ἐκ τοῦ πονηροῦ, διότι ἔτσι ἀποποιούμαστε τήν προσωπική μας εὐθύνη καί τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς μας. Καί ναί μέν ἐκεῖνοι θά δικαιωθοῦν, ἐμεῖς ὅμως θά κριθοῦμε.
Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά ζήσει αἰώνια, ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή ἀρχίζει ἐδῶ καί τώρα, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τῆς αἰώνιας Βασιλείας στόν κόσμο καί ἡ ζωή ἤδη πολιτεύεται. Ἡ Ἐκκλησία δέν περιμένει τόν ἄνθρωπο νά πεθάνει γιά νά τόν ἀναστήσει, ἀλλά τοῦ χαρίζει τή ζωή τῆς Ἀνάστασης ἀπό τώρα. Ἑπομένως ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καί κατά συνέπεια καί τῶν μελῶν της εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης.
Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου, Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ
Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἑορτή κατά τήν ὁποίαν, ὡς γνωστόν, ἡ θεόπαις Μαριάμ τριετίζουσα εἰσήχθη ὑπό τῶν γονέων της, τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης, στόν ναόν τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεόν. Καρπός τῆς ἀφιέρωσης αὐτῆς ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἀξιώθηκε νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἡ Παναγία τῆς ἀνθρωπότητος.
Τί εἶναι ἀφιέρωση; Ἀφιέρωση εἶναι προσφορά πρός τόν Θεόν. Καί τί προσφέρω στόν Θεόν; Προσφέρω ἐμαυτόν! Καί τί εἶναι τό ἐμαυτόν; Προσφέρω γῆν καί σποδόν. Τήν ὥραν πού προσφέρω ἐμαυτόν ὡς ἀφιέρωση στόν Θεόν, ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ταπεινός καί Ἀγάπη καί παραγγέλλει «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πρ. κ/ 35), δέν περιμένει νά λάβει ἀλλά προτοῦ ἀκόμη τοῦ δοθοῦμεν, μᾶς καταπλουτίζει μέ δῶρα πνευματικά. Αὐτά τά δῶρα εἶναι ἀσύγκριτα τῆς προσφορᾶς μας. Ἐμεῖς προσφέρουμε γῆν καί σποδόν, τουτέστιν τήν προαίρεσή μας, καί Αὐτός μᾶς χαρίζει χάριν καί δόξαν.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ καθένας καί ἡ καθεμιά, καλεῖται νά γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἰκητήριον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά νά τό ἐπιτύχει δέ αὐτό πρέπει νά ἀφιερωθεῖ, νά ποιήσει τήν δικήν του εἴσοδον εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων. Αὐτή ἡ εἴσοδος, αὐτή ἡ ἀφιέρωση, πραγματώνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει ριζικά καί ἀμετάκλητα νά ἀκολουθήσει τόν Χριστόν. Τέτοιες ἀφιερώσεις γίνονται στό ἀναίμακτο καί στό αἱματηρό μαρτύριο, στόν μοναχισμό καί στήν ὁμολογία πίστεως. Ἀλλά αὐτοί πού πραγματώνουν αὐτές τίς ἀφιερώσεις εἶναι λίγοι, μπροστά στό πολυάριθμο πλῆθος τοῦ ὑπολοίπου κόσμου.
Τί γίνεται μέ τούς ὑπολοίπους; Μποροῦν καί αὐτοί νά ἀφιερώσουν ἑαυτούς στόν Θεόν; Πραγματικά μποροῦν. Κατά τό μέτρον τῆς ἀφιερώσεως εἶναι καί τό μέτρον τῆς ἀνταποδόσεως, γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν» (Ἰω. ιδ/ 2). Καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ κατά τό δυνατόν καί κατά τό μέτρον ἑκάστου ἀφιέρωσις; Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τήρησιν τῶν ἐντολῶν καθώς ὁ Κύριος ἡμῶν διακελεύει: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω. ιδ/ 21). Καί ποιές εἶναι αὐτές οἱ ἐντολές;
Ὅλος ὁ στόχος καί ἡ προσπάθεια βρίσκονται σ’ αὐτές τίς δυό ἐντολές: «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. κβ/ 37) καί «τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. κβ/ 39). Καί ποιό εἶναι τό οὐσιῶδες, τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς ἀγάπης; Τήν ἀπάντηση τήν ἔδωσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί διά λόγου, λέγοντας «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. ιε/ 13), καί διά ἔργου, ἀνεβαίνοντας στόν Σταυρόν ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας.
Γι’ αὐτό καί κάθε μέρα γιά μᾶς εἶναι τό σήμερα τῆς ἀφιερώσεώς μας, διότι κάθε μέρα συναντοῦμε ἀνθρώπους καί γεγονότα καί πράγματα. Ἡ στάση μας καί ὁ χειρισμός πού θά κάνουμε εἶναι μία ἐξέταση καί κάθε ἐξέταση ἔχει βαθμολογία. Ἀξιολογώντας τό πῶς ἐνεργήσαμε, ἐάν ἐνεργήσαμε τηρώντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἡ ὄχι, μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε σέ ποῖο σημεῖο βρισκόμαστε, στήν ἀφιέρωση ἤ στήν ἀπομάκρυνση, στήν μικρή ἡ σέ μεγάλη ἀφιέρωση. Σ’ αὐτή μας τήν προσπάθεια ἔχουμε, ἐάν τό θελήσουμε καί τήν ἐπικαλεσθοῦμε, τήν Κυρία Θεοτόκο βοηθό, ἀντιλήπτορα καί συνεργό στήν δική μας ἀφιέρωση, ὥστε αὐτή ἡ ἀφιέρωσή μας νά εἶναι τελεία, εὐάρεστη καί ὁλοκληρωμένη.
Γιώργου Κυπριανοῦ
Πόσοι λόγοι πέφτουν στήν ἀντίληψή μας καθημερινά καί περνοῦν τόσο ἀδιάφορα; Λόγοι οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν θέματα ὁλόκληρων συζητήσεων, ἀφορμές γιά ἔντονες ἀντιπαραθέσεις ἤ συγκλίσεις, ἐμπνεύσεις γιά καλλιτεχνική δημιουργία. Λόγοι οἱ ὁποῖοι περνοῦν ἀδιάφορα, ἔστω κι ἄν ὑπῆρξαν προϊόν μακρᾶς βασάνου σκέψεως, ἀπόσταγμα ἐμπειρίας, στεναγμός καί καημός ζωῆς. Λόγοι οἱ ὁποῖοι κάποτε νά εἶχαν βάρος καί ὑπόσταση, νά ἀφοροῦσαν καταστάσεις πραγματικές ἔμπονες καί οὐσιαστικές, νά περνοῦν τόσο μά τόσο ἀδιάφορα καί ἀνυποψίαστα, χωρίς τήν ἀπαραίτητη προσοχή, πόσο μᾶλλον σεβασμό καί ἐκτίμηση.
Εἶναι καί ἕνα ἄλλο ζήτημα, τό πόσο φτήνυνε σήμερα ἡ ἀξία τῶν λόγων. Ὅλα τά λόγια ἔγιναν πτερόεντα, λόγια τοῦ ἀέρα, ἄνευ λόγου καί αἰτίας λόγια, λόγια πού σήμερα ὑπερπλεόνασαν μαζί μέ τά τόσα ἄλλα ἐρεθίσματα, τά ὁποῖα δέχεται ὁ ἄνθρωπος σωρηδόν καί μαζικά πανταχόθεν καί ἀδιαλείπτως. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει κουραστεῖ νά ἀκούει, νά μιλᾶ καί νά σκέφτεται καί ἁπλά νά δέχεται παθητικά τόν βομβαρδισμό καί νά ἀντιδρᾶ τανάπαλιν παθητικά καί νευρικά.
Λόγια, λόγια, λόγια. Λέξεις, φράσεις, ἀστεῖα, ἀτάκες, εἰδήσεις, σχόλια, γνωματεύσεις, ἀπόψεις, δημοσιεύσεις, ἐκδόσεις, διαφημίσεις, κούς κούς καί κουβέντες τοῦ καφενέ, διαλέξεις, ὁμιλίες, παρουσιάσεις, βιβλία ἐπιστημονικά καί ἁπλοϊκά, ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά, ψηφιακά καί σέ χαρτί, πρόχειρο ἤ πολυτελείας, μίας χρήσης ἤ γιά νά στολίζει τήν βιβλιοθήκη, ὅλων τῶν εἰδῶν λόγια δύσπεπτα καί πλεονάζοντα, ὅπως οἱ ἐπιπλέον θερμίδες εἰδικά οἱ ψεύτικες τῆς καθημερινῆς μας διατροφῆς. Τή στιγμή μάλιστα πού ἡ παντοδύναμη καί καταλυτική δύναμη καί κυριαρχία τῆς εἰκόνας σάρωσε κάθε ἄλλη αἴσθηση καί νοητική διεργασία.
Μεγάλο ὄντως τό ζήτημα, ὅπως μεγάλος ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου ὅτι ἕνας λόγος μπορεῖ νά ἀναστήσει καί νά μεταμορφώσει τή ζωή ἑνός ὁ ἀνθρώπου. Καί ξέρουμε πολλούς πού ὄχι μόνο ἄλλαξαν τή ζωή τους δίνοντας βάση καί προσοχή σέ ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο ἀλλά ἔγιναν μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Ἅγιο Ἀντώνιο μέχρι τόν Ἅγιο Λουκᾶ Κριμαίας. Γνωστή καί ἡ διακαής ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων πού ἀγωνίζονταν καί ἀγωνιοῦσαν γιά τή ζωή τους γιά ἕνα λόγο πνευματικό, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί συμπυκνώνεται στό γνωστό γεροντικό λόγιο, «Γέροντα, εἰπέ μοι λόγον». Καί κάθε λόγος ἦταν μετρημένος, ζυγισμένος στά μέτρα τοῦ ἀκούοντος καί τοῦ λαλοῦντος. Δοκιμαζόταν στήν πράξη καί στήν ἐφαρμογή καί ἄν ἄντεχε στόν χρόνο καί στήν πυρά τῆς ζωῆς ἔμενε εἰς τούς αἰῶνες. Ὅσο μικρός καί ἁπλός κι ἄν ἦταν. Ἦταν σμιλεμένος.
Ποιά εἶναι τελικά ἡ αἰτία τοῦ ζητήματος; Μήπως μέσα στή δίνη τόσων λόγων νά χάθηκε καί νά πνίγηκε μαζί τους καί ὁ λόγος περί τῆς ὄντως ζωῆς; Μήπως τελικά ἔχει ἐκλείψει παντελῶς ὁ οὐσιαστικός λόγος; Μήπως ἔχει ἐκλείψει ἡ οὐσιαστική ἀνάγκη γιά λόγο ζωῆς καί μεταμόρφωσης; Μήπως ἐπιβάλλεται ἡ ἄμεση κατάπαυση τῶν λόγων καί ἡ ἀναζήτηση τῆς καρδιακῆς διαπροσωπικῆς ἐμπειρίας; Μήπως τελικά ἔφτασε καί πάλι ὁ χρόνος τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς καί τῆς βύθισης στήν ἔσω καρδίαν, τήν καρδία πού ἀναζητοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριτσιανίνωφ, τή σιωπή πού ἀσκοῦσαν οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καί Ἀθανασία; Μήπως ἔφτασε ἡ ὥρα τῶν οὐσιαστικῶν ἔργων καί ὄχι τῶν λόγων περί τῶν ἔργων; Μήπως ἐν τέλει ἐκλείπουν οἱ ἄνθρωποι τῆς σιωπῆς καί τῶν ἔργων, οἱ ἄνθρωποι τοῦ «ἀρκεῖ ὑμᾶς βλέπειν αὐτούς»;
Αρχιμ. Σπυρίδωνος,
Ηγουμένου Ι. Μ. Θεοτόκου Κεχαριτωμένης Τροιζήνας
Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να συναντήσει έναν άνθρωπο είναι η αμαρτία. Αυτή αποκόπτει τον άνθρωπο από την όντως Ζωή, τον Χριστό. Αυτή τον νεκρώνει διαπαντός. Αυτή του εξαφανίζει κάθε ελπίδα σωτηρίας.
Παναγιώτη Τρεμπέλα
Ἡ ἐπισημότερη ὥρα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ὥρα τοῦ Βαπτίσματος, κατά τήν ὁποία γίνεται ἡ υἱοθεσία ἀπό τό Θεό.
Ἡ ἱερότερη στιγμή τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἡ εὐτυχέστερη ὥρα τοῦ πιστοῦ ἀγωνιστῆ εἶναι ἡ τοῦ θανάτου, κατά τήν ὁποία ἀπολαμβάνει τήν μακαρίαν αἰωνιότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.