Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Μαχαιρᾶ

«Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν». Πῶς ἐκάλεσε τὴν γῆν; Ἐκάλεσε τὴν γῆν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ λέγοντας· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ποιητὴς καὶ συνοχεὺς τοῦ σύμπαντος κόσμου, καλεῖ τὰ πλασματά του στὴν δόξαν Του καὶ στὴν ἁγιότητά Του. Καὶ μᾶς ἐκπλήττει τὸ γεγονὸς τῆς κλήσεως, διότι μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως. Πῶς ὁ ἀόρατος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς ὁρατούς; Πῶς ὁ ἄκτιστος καλεῖ ἐμᾶς τοὺς κτιστούς; Πῶς ὁ πλάστης καλεῖ τὸ πλάσμα; Πῶς ὁ κεραμεὺς συμπεριφέρεται στὸν πηλό; Πραγματικά! ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καὶ διάνοιαν τὸ μυστήριον αὐτό, διότι καλύπτεται ἀπὸ τὸν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἐξαστράπτουσας αἴγλης δύο λέξεων· τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὲς οἱ δύο λέξεις περιγράφουν τὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπύθμενον βάθος τῆς ταπείνωσής Του καὶ τὸ ὑπέρμετρον ὕψος τῆς ἀγάπης Του.

Καὶ γιὰ νὰ μὴν βρίσκεται ὁ Θεὸς στὴν ἀπρόσιτή του ὑπόσταση, καὶ γιὰ νὰ μὴν κοινωνεῖ μερικῶς μὲ τὸ πλάσμα του, τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ᾽ ὁλικῶς, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος», ἔζησε, περιεπάτησεν, ὡμίλησεν, ἐκάλεσεν καὶ παρέδωκεν ἑαυτόν, εἰς βρῶσίν τε καὶ πόσιν διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε διότι, πλάθοντας τὸν ἄνθρωπον ἀπ᾽ ἀρχῆς, τὸν ἔπλασεν κατὰ τὴν εἰκόνα Του καὶ κατὰ τὴν ὁμοίωσίν Του, τὸν ἐνέδυσεν μὲ τὴν χάριν Του καὶ τὸν ἐτοποθέτησε στὸν οἶκον Του.

Δυστυχῶς γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀντὶ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐπέλεξεν τὴν αἰχμαλωσίαν ὑπὸ τὸν τύραννον διάβολον κάνοντας ὑπακοὴ σὲ αὐτόν, ἀντὶ νὰ παραμείνει ὑπήκοος στὸν Θεὸν Πατέρα. Αὐτὴ ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ στέρησε τὴν ὡραιότητα τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεὸν διότι ἀμαυρώθηκε, τὸν ἐγύμνωσεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐξέβαλε ἔξω τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεός, σπλαγχνισθεὶς τὸ πλάσμα του καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημά του, ἐξαπέστειλε τὸν ἀγαπημένον Του Υἱὸν στὸν κόσμον γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε γιὰ χάρι μας καὶ μόνον, ὥστε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς τυραννίας, νὰ ἀνακαινίσει τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου μας καὶ τὴν ὁμοίωσίν μας μὲ τὸν Θεόν, νὰ μᾶς ἐνδύσει καὶ πάλιν τὴν πρώτην στολὴν τῆς χάριτος καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγει ἐκ νέου στὸν παραδεισένιον οἶκον τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κάνει, ὄχι ὡς τὰ ἔπλασεν στὸν πρῶτον Ἀδάμ, ἀλλὰ ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὡραιότερα, ἐνδοξότερα, οὐράνια. Καὶ κάνοντας αὐτὰ δὲν ἀφίσταται τοῦ χαρακτῆρα του, δὲν συμπεριφέρεται μετ᾽ ἐξουσίας, δὲν διατάζει, ἀλλὰ κινούμενος μέσα στὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας του μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς παρακαλεῖ, μᾶς προτρέπει, «ὅστις θέλει», μᾶς καλεῖ· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μᾶς καλεῖ ὡς ἴσος πρὸς ἴσους· μᾶς καλεῖ στὸ μέτρο τῆς δικῆς Του καταστάσεως· μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν· νὰ τελειοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ εἰκόνα στὸ μέτρο τοῦ πληρώματος τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐτοπία, δὲν εἶναι φαντασία, δὲν εἶναι ἀνεκπλήρωτοι ὀνειροπόλοι στόχοι. Ἡ πραγματικότητά της κατατίθεται ὡς ἀπόδειξις καὶ διαγράφεται μέσα στὶς ἐκκλησίες. Πάνω στὸ τέμπλο, στὸ εἰκονοστάσι καὶ πάνω στοὺς τοίχους, ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τὸν στόχο καὶ ἐκπλήρωσαν τὴν ἐντολήν· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Τί τιμή! τί δόξα! τί ἔπαινος γιὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος!

Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν, ἂς ἀγωνιστοῦμε καὶ ἐμεῖς, διότι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ, μάλιστα δέ, εἴμαστε καὶ ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς μὲ τοὺς Ἁγίους, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἐντολὴν καὶ νὰ πετύχουμε τὸν στόχον αὐτόν, τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς δόξας, νὰ συγκαταλεχθοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ καὶ συνεισέλθουμε μὲ αὐτοὺς εἰς τὰς οὐρανίους ἐπαύλεις, μὲ τὴν χάριν καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει καὶ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 
Subscribe to Email