Ἡ γνώση ἄλλων θεμάτων πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο,
ἐκτός θεολογικῶν-πνευματικῶν, δέν εἶναι λιγότερο πνευματική.
Ἡ ἀπομόνωση ἀπό τό ὅλο στερεῖ
ἀπό τήν ὁλοκληρωμένη γνώση κι ἄρα εἶναι ἐλλιπής.
Ὅ,τι ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο εἶναι πνευματικό.
Ἡ ἐκκλησία τό ἀγκαλιάζει καί τοῦ δίνει προοπτική αἰωνιότητας.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ασφαλώς, πολλά έχουν γραφεί για την προσευχή, παλαιότερα και σύγχρονα, σημαντικά και επουσιώδη, θεωρητικά και πρακτικά, αλήθειες και ψέματα. Κι άλλα τόσα βιώθηκαν σε σιωπή στην προσωπική προσευχή.
Συνήθως κατανοούμε και «μας αγγίζουν» όσα έχουμε εμπειρία. Αν, δηλαδή, τα όσα διαβάζουμε ή ακούμε, τα έχουμε βιώσει. Η προσευχή, ως βίωμα, είναι γνωστή σε όλους τους πιστούς, σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλες τις Θρησκείες. Ακόμα και σ’ αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους «άθεο»˙ κάποια στιγμή αδυναμίας, ενδεχομένως, να καταφύγουν, με κάποια λόγια επίκλησης, στο Θεό ως ανώτερο απ’ αυτούς.
Βέβαια, στην «καθ’ ημάς Ανατολήν» η προσευχή δεν γίνεται μόνο όταν αισθανόμαστε αδύνατοι ή για να ζητήσουμε κάτι από τον Παντοδύναμο Θεό, αλλά και ως έκφραση μιας αγαπητικής σχέσης μαζί του ως προσωπικό Θεό. Ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, γίνεται το πρότυπό μας και σ’ αυτό το σημαντικό στοιχείο της ζωής μας. Ο ίδιος αναχωρούσε από τους μαθητές του ή τον όχλο, για να βρεθεί μόνος, να προσευχηθεί και να συναντήσει «κατ’ ιδίαν» τον Πατέρα του.
Η «μοναχική στιγμή» είναι απαραίτητη, κυρίως στην ταραγμένη εποχή μας με τους θορύβους και την πολυπραγμοσύνη. «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Στην ησυχία ο άνθρωπος γνωρίζει, συναντά, τον Κύριο και Θεό του και δημιουργεί την αγαπητική σχέση μαζί του.
Η ησυχία, ωστόσο, δεν νοείται μόνο από εξωτερικούς θορύβους, αλλά και από τους λογισμούς. Διαπιστώνουμε όμως ότι αυτοί έρχονται κυρίως όταν προσευχόμαστε! Τότε θα θυμηθούμε ό,τι μας απασχολεί, ό,τι θα πρέπει να κάνουμε, ό,τι θέματα μας συγχύζουν. Σ’ αυτήν την ώρα χρειάζεται να μην παραιτήσουμε την προσευχή ότι τάχα, «δεν προσευχόμαστε, δεν βγαίνει τίποτα, αφού αλλού τρέχει ο νους». Κι ακόμα, χρειάζεται να ξέρουμε ότι δεν συμβαίνει μόνο σε μας. Έτσι, ήρεμα και σταθερά επαναφέρουμε πάλιν και πολλάκις το νου στα λόγια της προσευχής.
Απ’ αυτή τη δύσκολη και ταραγμένη κατάσταση των λογισμών κατά την προσευχή, βγαίνει κάτι θετικό. Ο άγιος Σωφρόνιος του Essex αποκαλύπτει το νόημα αυτού του «ανιαρού φαινομένου»: «Δια της επικλήσεως του Θείου Ονόματος θέτουμε σε κίνηση κάθε τι που είναι κρυμμένο μέσα μας. Η προσευχή μοιάζει με δέσμη ακτίνων φωτός, που πέφτει στον σκοτεινό τόπο της εσωτερικής μας ζωής και αποκαλύπτει τα πάθη και τις προσκολλήσεις που κρύβονται μέσα μας».
Η προσευχή μπορεί ν’ αποβεί μέσο αυτογνωσίας, καθώς, κατά τον άγιο Σωφρόνιο, το Φως του Χριστού θα φωτίσει το σκοτάδι μας και θα φανεί η κατάντια μας, ανάλογα με τη μετάνοιά μας. Όπως και μέσο Θεογνωσίας, καθώς θα συναντούμε «πρόσωπο με πρόσωπο» το Θεό και θα τον γνωρίζουμε. Όπως, τελικά, και μέσο ετερογνωσίας, καθώς θα μας αποκαλύπτεται η ουσιαστική σχέση με τον πλησίον.
Να γιατί η προσευχή, για να έχει αποτελέσματα, χρειάζεται καθοδήγηση, μελέτη, μετάνοια και κυρίως αγώνα προσευχής.