Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
Ἡ πραγματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἀναλλοίωτη ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου εἶναι ἡ θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογία της. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα ἕναν θεολογικό καί πολιτισμικό πλοῦτο τοὐλάχιστον δύο χιλιάδων ἐτῶν. Ἄν δέ ὑπολογίση κανείς ὅτι ἔχει ἀξιοποιήσει καί πολιτισμικά ἀγαθά προγενέστερων ἐποχῶν, τότε καταλαβαίνει τήν ἀξία του. (…)
Τό διοικητικό σύστημα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως σέ διάφορα ἐπίπεδα πού θυμίζει τό ἀρχαῖο ἑλληνικό σύστημα τῶν Πόλεων καί τῶν Ἀμφικτυονιῶν εἶναι ἕνας ἀστείρευτος πλοῦτος πού διατηρεῖται ἀκόμη ζωντανός καί μπορεῖ νά κρίνη θετικά τα διάφορα ἡγεμονικά, ἀνατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τά ὁποῖα συναντᾶμε στήν σύγχρονη κοινωνική καί πολιτική ζωή. Οἱ Ἐνορίες μέ ὅλο τό ἐθελοντικό προσωπικό πού διαθέτουν εἶναι ζωντανοί πυρῆνες ζωῆς πού ἔρχονται ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου καί συγκροτοῦν τίς πραγματικές κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας διαχρονικός πλοῦτος.(…)
Μεγάλη ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πού περιβάλλουν καί ἐμπιστεύονται τήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἀνοίγει κανείς τά «ἐσώψυχά» του, τίς ἐσωτερικές ἀποτυχίες καί πληγές του, τίς ἀνασφάλειες καί ἀβεβαιότητές του, τόν ὑπαρξιακό πόνο καί τήν ἐσωτερική ἀγωνία του.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς μεγάλο θησαυρό ὄχι τήν εὔνοια τῶν ἰσχυρῶν της γῆς, ἀλλά τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀνημπόρια τους. Οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι εἶναι τά πιό ἀκριβά ἱερά σκεύη τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅπου ὑπάρχουν Κληρικοί εὐαίσθητοι μποροῦν νά ἐργασθοῦν ἀποδοτικά στόν τομέα αὐτό καί θυσιάζουν τά πάντα.