Μητροπολίτη Λεμεσού Ἀθανασίου

Τήν Τεσσαρακοστή ἡμέρα μετά τήν ἀνάσταση καί σωματικῶς, ὁ Κύριος ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἀνελήφθη καί ἀνέβηκε στόν οὐρανό καί κάθισε ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Αὐτά, βέβαια, δέν εἶναι τόπος. Δηλαδή δέν ἔχει δίπλα ἀπό τόν Πατέρα μία καρέκλα καί κάθισε, οὔτε καί ὁ οὐρανός εἶναι ἕνας γεωγραφικός χῶρος. Εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου βρίσκεται ὁ Θεός καί αὐτά λέγονται γιά νά καταλάβουμε ἐμεῖς ὅτι ὁ Χριστός ἔφυγε καί πῆρε μαζί του τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἀναλήφθηκε ὡς Θεάνθρωπος, ὄχι ὡς Θεός. Ὡς Θεός ἦταν πάντα μαζί μέ τόν πατέρα Του καί δέν χωρίστηκε οὔτε μία στιγμή. Καί ὅταν ἦταν στή γῆ καί ὅταν ἦταν στόν Ἅδη, ὡς Θεός ἦταν μαζί μέ τόν Πατέρα του.

Τό ὅτι πῆρε μαζί του τήν ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀκριβῶς τό ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν προηγούμενων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ πάθους, τοῦ τάφου καί τῆς Ἀναστάσεως. Ἀνελήφθη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μ’ αὐτή ἀνέλήφθη ὁλόκληρη ἡ θεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση. Ἄρα, αὐτό τό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως, τῆς θεώσεώς μας, εἶναι γεγονός πού ἀφορᾶ πλέον ὅλο τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ δόξα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Εἶναι αὐτό τό ὁποῖο φανερώνει πόσο ὁ Θεός τίμησε τόν ἄνθρωπο.

Ἡ θεωρία ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία καί στή διδασκαλία της περιφρονεῖται τό ἀνθρώπινο σῶμα καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ συνέχεια γιά πνευματική μόνο ζωή καί ἀρετές, δέν εἶναι σωστή. Ἀντίθετα. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτές πού μιλοῦν κατεξοχήν γιά τή θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Πουθενά ἀλλοῦ δέν ἔχουμε, καί θεωρητικά ἀκόμα, θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὅπως τή θέωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος στήν Ὀρθόδοξη θεολογία. Αὐτό σημαίνει Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε ἀπό ὅσα ἔκαμε ὁ Χριστός δέν τά ἔκαμε γιά τόν ἑαυτό του. Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ δέν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ἐπέστρεψε ὁ Χριστός «στό σπίτι του» μετά τήν παρουσία του στή γῆ. Δέν εἶναι αὐτός ὁ λόγος τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ λόγος της εἶναι ἀκριβῶς γιά νά δείξει σ᾽ἐμᾶς ποιά εἶναι ἡ πορεία μας καί ποῦ καταλήγουμε, ποῦ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστός.

Νά θυμηθοῦμε ὅτι πρίν πάθει ἐκείνη τή νύχτα στή Γεθσημανῆ, ὅταν προσευχήθηκε στόν Πατέρα του, προσευχήθηκε γιά μᾶς. Τότε εἶπε: «Πάτερ, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν ἥν ἔδωκάς μοι». Δηλαδή ζήτησε ὁ Χριστός ἀπό τόν Πατέρα του, σέ ὅλους τούς αἰῶνες, στήν ἀτελεύτητη βασιλεία του, ὅπου ἀκριβῶς βρίσκεται ἐκεῖνος ἐκεῖ νά βρισκόμαστε κι ἐμεῖς. Καί ποῦ εἶναι ὁ Χριστός; Στή δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, εἶναι ἴσος πρός τόν Πατέρα του. Καί Σ’ αὐτόν, αὐτό ἀνήκει στή φύση Του, ἐνῶ ἐμᾶς μᾶς δίνεται κατά χάρη. Ἔτσι ξέρουμε ὅτι, ἐφόσον ὁ Χριστός εἶναι ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, κι ἐμεῖς βρισκόμαστε ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ Πατρός βλέποντες καί μετέχοντες κατά χάριν σ’αὐτή τή δόξα καί τή θέωση τῆς ἀνθρώπινής μας ὑπόστασης.

Subscribe to Email