π. Βασιλείου Θερμού

Ο θάνατος που ήλθε φέρνει τον άνθρωπο που έμεινε πίσω στην πραγματικότητα η οποία λέγεται πένθος. Και είναι μεν εύλογος ο θάνατος ως κοινός προορισμός, αλλά ταυτόχρονα και αταίριαστος ως προς αυτό για το οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος. Έτσι δημιουργεί ένα τραύμα υπαρξιακό και ψυχολογικό το οποίο ζητά επούλωση. Η πλήρης ίασή του βέβαια θα γίνει με τη βίωση της Ανάστασης, για όποιους πιστεύουν.

Τι δυσκολεύει την επούλωση;

Οι κακές σχέσεις του πενθούντος με τον εκλιπόντα, ιδίως αν δεν συμφιλιώθηκαν. Δεν αποκλείεται να εμφανιστούν τύψεις ότι συνετέλεσε στον θάνατο με κάποια κακή συμπεριφορά του, κάτι συνηθισμένο περισσότερο στα παιδιά. Αλλά και το αντίθετο επίσης, οι παθολογικά στενές (εξαρτητικές) σχέσεις με τον εκλιπόντα, αφού ο πενθών δεν έχει μπορέσει να αναπτύξει αυτοδυναμία και τώρα κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Όταν δεν μπορεί να επουλωθεί το τραύμα, γίνεται προβληματικό το πένθος. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε κατάθλιψη ή (το αντίθετο) σε άμυνες. Είναι ακριβώς τα δύο άκρα που χρειάζεται να αποφύγει η πενθούσα οικογένεια: είτε η σκιά του νεκρού πέφτει πάνω σε όλους και το σπίτι γίνεται σαν μαυσωλείο και οι επιζώντες νιώθουν ενοχές αν πάρουν κάποια χαρά πλέον στη ζωή τους, είτε με ψεύτικο τρόπο παριστάνουν σαν να μη συνέβη ο θάνατος και δεν μιλούν ποτέ γι’ αυτόν που έχασαν.

Φανερά παθολογικό είναι και το πένθος όσων δηλώνουν ότι δεν θέλουν να σταματήσουν να πονούν, και τούτο επειδή νομίζουν ότι έτσι μόνο θα κρατήσουν στη μνήμη τους τον νεκρό αλλιώς θα τον ξεχάσουν.

Στη φάση αυτή του πένθους χρειάζεται να προσεχθεί και η συμπεριφορά των συγγενών. Έχουν τη δύναμη να στηρίξουν καθοριστικά, αλλά ενδέχεται με ακατάλληλες παρεμβάσεις να οδηγήσουν σε κατάλυση των ορίων της οικογένειας.

Αντίθετα τώρα, ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην επούλωση;

Η δυνατότητα της έκφρασης, δηλαδή να επιτρέπεται οι άνθρωποι να μιλήσουν γι’ αυτό που νιώθουν, αφού και μόνο να εκφρασθεί κανείς λειτουργεί θεραπευτικά.

Με άλλα λόγια, η απελευθέρωση από την υποχρέωση να κρύβεις τα συναισθήματά σου «για να μη στενοχωρήσεις» κάποιους. Το να κλάψει κανείς για εκείνον που έφυγε είναι φυσιολογικό και απαραίτητο. Ακόμη, βοηθά το να υπάρχουν κατάλληλα πρόσωπα για συμπαράσταση.

Κάποιοι κίνδυνοι που πρέπει να επισημανθούν εδώ είναι ότι ενδέχεται να απομακρυνθούν από την πενθούσα οικογένεια ορισμένοι συγγενείς και φίλοι που δεν αντέχουν το πένθος για δικούς τους λόγους, οπότε να την αφήσουν αβοήθητη.

Ακόμη, το αντίθετο: να συχνάζει κανείς στους πενθούντες αλλά φλυαρώντας, με στόχο να κατασιγάσει το δικό του άγχος, οπότε γίνεται κουραστικός. Είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε να ακούμε χωρίς να δίνουμε πάντα κάποια λύση ή συμβουλή.

Ως προς τα παιδιά που στερήθηκαν κάποιο γονέα ή αδελφάκι, είναι σημαντικό να σεβαστούμε τις δυνάμεις του παιδιού και να μην περάσουμε σε υπερπροστασία. Το παιδί δεν πρέπει να αχρηστευθεί αλλά να βοηθηθεί να ανακαλύψει τις δυνατότητές του.

Ποτέ δεν λέμε στα παιδιά ότι ο Θεός πήρε κάποιον, αφού και θεολογικά δεν ευσταθεί. Τα παρακινούμε επίσης να προσεύχονται για τον νεκρό δικό τους άνθρωπο.

Αυτές είναι μερικές αρχές, εντελώς περιληπτικά. Ίσως είναι αρκετές, όμως, να δείξουν ότι σε καταστάσεις οριακές δοκιμάζονται οι μέχρι τώρα ψυχικές και πνευματικές εφεδρείες του ανθρώπου καθώς και η ικανότητά μας για αλληλεγγύη. Είναι καταστάσεις που είτε «καταπίνουν» τον άνθρωπο είτε του ανοίγουν νέους πλατείς ορίζοντες ωρίμανσης και πνευματικής προόδου.

Subscribe to Email