π. Νικόλαου Χριστοδούλου
Τί εἶναι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο; Ταυτίζεται μέ τή βιολογική μας ὕπαρξη καί ὑπόσταση ἤ εἶναι κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο; Πέρα ἀπό τόν φιλοσοφικό προβληματισμό, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στήν καθημερινή του ἀναστροφή ὁ ἄνθρωπος, συνειδητοποιεῖ τήν προσωπική του διάσταση, συνήθως, στή σχέση του μέ κάποιον ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος ἄ-σχετος, εἶναι μία αὐταπάτη, καταντᾶ ἀνυπόστατος. Ἀκόμη καί δυό ἤ περισσότεροι ἄνθρωποι, ὅσο κοντά καί ἄν νομίζουν πώς βρίσκονται, ἄν παραμένουν οὐσιαστικά ἄ-σχετοι, δίνουν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα: τό μηδέν. Ὅσα μηδενικά καί νά μποῦν στή σειρά, δέν δίνουν καμιά ταυτότητα, παρά μόνο τήν ταυτότητα τοῦ μηδενός. Χρειάζεται ἔστω καί μία μονάδα γιά νά νοηματοδοτήσει τή σειρά τῶν μηδενικῶν!
Μέ τό πρόσωπο συνυφαίνεται πάντοτε ἡ ἔννοια τῆς σχέσης. Κανένας τελικά, δέν εἶναι πρόσωπο ἀπό μόνος του. Μέ τήν ἀναφορά στό πρόσωπο κάποιου ἄλλου, ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ νόημα καί περιεχόμενο, ἀποκτᾶ λόγο συνέχειας. Αὐτό γίνεται πιό ἔντονα ἀντιληπτό στίς περιπτώσεις πού ἕνας χάνοντας τό πιό σημαντικό γιά ἐκεῖνον πρόσωπο, χάνει τή ζωή καί τόν ἑαυτό του. Ἔξω ἀπό αὐτή τή σχέση, πού μπορεῖ νά εἶναι συζυγική, φιλική, ἀδελφική ἤ συναδελφική, καταρρέουν ὅλα γύρω του. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, γίνεται φανερό ὅτι ἡ σχέση δέν ἐλευθερώνει πάντα τόν ἄνθρωπο, ἀλλά μπορεῖ νά τόν αὐτοπαγιδεύσει στό σχετικό. Αὐτό συμβαίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖ τόν ἄλλο, γοητεύεται μέ πράγματα κατώτερα τοῦ πόθου καί τῶν προσδοκιῶν του, δημιουργεῖ ὑποκατάσταστα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό χῶρο τῆς θεολογίας, γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται πρόσωπο, ἀφοῦ εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως θεωρήσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο μέ τήν ἔννοια τοῦ δεδομένου, τότε αὐτό ταυτίζεται μέ τή φύση καί τήν ἀνάγκη. Ἄν ὅμως θεωρήσουμε τό πρόσωπο ὡς κάτι τό ζητούμενο, τότε αὐτό συνεπάγεται τήν ἐλευθερία καί τή χάρη. Γίνεται προσωπικό ἀγώνισμα καί συνάμα δῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Τριαδικός Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό τίποτα, ἀπό τό μηδέν καί τόν κάλεσε νά εἶναι σέ διαρκῆ κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς κλήσης καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο πρόσωπο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό μόνη της δέν ὑφίσταται, ἄν ἐπιμένει νά περιστρέφεται μόνο γύρω ἀπό τόν ἑαυτό της καί γύρω ἀπό ὅσα νομίζει ὅτι τήν βοηθοῦν νά αὐτοεπιβεβαιώνεται. Αὐτό γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ θάνατος. Ἀντίθετα, ἡ ζωή προσδιορίζεται ἀπό τήν ἀναφορικότητα, ἀπό τή σχέση σου μέ τόν Ἄλλο. Αὐτή ἡ σχέση καθορίζει καί τοποθετεῖ πάνω στή σωστή της βάση καί κάθε ἄλλη σχέση. Ἀπαντᾶς «ναί» στόν Θεό, πού σέ ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, καί ζεῖς. Ἀπαντᾶς «ὄχι» καί πεθαίνεις. Ἄλλη ὁδός δέν ὑπάρχει.
Τελικά, τό περιεχόμενο τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι πρόσωπο (ὅπως καί ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη καί κάθε ἄλλη ἔννοια, τήν ὁποία ἡ φιλοσοφία πασχίζει ἀκόμη νά προσδιορίσει: Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός). Κατά συνέπειαν, ἡ ἀγάπη εἶναι σχέση. Ἡ σχέση ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο, γιατί πρόσωπο σημαίνει νά βρίσκεσαι σέ ἀναφορά μέ κάποιον. Γιά τήν Ἐκκλησία τό ὄντως πρόσωπο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὁ Χριστός καθιστᾶ κάθε ἄνθρωπο ἀληθινό πρόσωπο, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τόν Χριστό ὡς τήν ἀκρότητα τῶν ἐφετῶν καί τόν προσδοκᾶ ὡς ἐπαλήθευση ὅλων του τῶν πόθων, βιώνοντας στό ἐδῶ καί τό τώρα τήν ἀπέραντη μακαριότητα τῶν καθορώντων τό ἄρρητο κάλλος τοῦ δικοῦ Του προσώπου.