π. Νικόλαου Χριστοδούλου

Ὁ Γάλλος συγγραφέας Ἀνρί ντέ Μοντερλάν ἔγραψε χαρακτηριστικά κάπου στό ἔργο του «Ὁ Καρδινάλιος τῆς Ἱσπανίας» ὅτι «τά φιλάνθρωπα ἔργα του τόν ἀπαλλάσσουν ἀπό τήν φιλανθρωπία…»! Ὁλοφάνερα μέ τό λόγο αὐτό ἀναφέρεται στήν περίπτωση ἐκείνη ὅπου μία «φιλάνθρωπη» πράξη γίνεται ἁπλῶς καί μόνο γιά νά μᾶς δώσει τό ἄλλοθι τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος δέν παραμελεῖ τό ἔργο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Μέ ἄλλα λόγια, στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου, ἡ λεγόμενη ἔμπρακτη ἀγάπη μας δέν ἐκδηλώνεται ἀπό περίσσευμα ἀγάπης, ἀλλά γίνεται πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πρός αὐτοεπιβεβαίωση, γιά νά δώσει σέ ψυχολογικό καί συναισθηματικό ἐπίπεδο τήν ψευδαίσθηση τοῦ καθωσπρέπει χριστιανοῦ.

Κάθε φορά πού τίθεται τό θέμα τῆς φιλανθρωπίας προβάλλεται ἔντονα τό ἐρώτημα «ἡ Ἐκκλησία τί κάνει;» καί αὐτό εἶναι ὅ,τι πιό μειωτικό καί ἀπαξιωτικό μπορεῖ νά εἰπωθεῖ γιά τήν Ἐκκλησία. Γιατί ταυτίζεται ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο μέ μία ὑλική, ἴσως καί συναισθηματική ἤ πολιτιστική φροντίδα καί συνεισφορά. Πέραν αὐτοῦ τοῦ φυσιοκρατικοῦ καί κοινωνικοῦ ρόλου, θεωροῦν κάποιοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει λόγο ὕπαρξης.

Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει μία καί μόνο φιλάνθρωπη πράξη, τήν ἐκκλησιαστική, τήν εὐχαριστιακή. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ φιλανθρωπία γιά τήν Ἐκκλησία ἔχει ὀντολογικές διαστάσεις, συνδέεται ἄμεσα μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία (πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός παρατεινόμενος στούς αἰῶνες), δέν στοχεύει σέ κάποιες ἀπομονωμένες καλές πράξεις, οἱ ὁποῖες θά λύσουν μόνο προσωρινά τό πρόβλημα τοῦ συνανθρώπου μας. Ἡ φιλανθρωπία στοχεύει στή σύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Νά διδάξει στόν ἄνθρωπο νά ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Θεό. Σέ αὐτή τήν προοπτική, ἡ ἀνθρώπινη φύση παύει νά εἶναι αὐτοσκοπός ἀλλά γίνεται τόπος φανέρωσης τῆς θείας παρουσίας, ἀναίρεσης τοῦ θανάτου, φανέρωσης τῆς προσωπικῆς ἀθανασίας. Οἱ «ἀγάπες», «οἱ κοινές τράπεζες», πού συνήθως προβάλλονται ὡς ἡ ἀπόλυτη πράξη φιλανθρωπίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦσαν προέκταση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἦταν μία ἄλλη ἔμπρακτη ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «ἐκεῖνος πού τρώει τό σῶμα μου, ἔχει ζωή αἰώνιο».

Ὁ Χριστιανός, στό βαθμό πού γίνεται Ἐκκλησία καί συμπεριφέρεται ἐκκλησιαστικά, ἀγαπᾶ καί νοιάζεται γιά τόν συνάνθρωπό του. Φεύγοντας ἀπό τήν θεία Λειτουργία, μεταφέρει τήν ἐμπειρία καί τό λειτουργικό ἦθος ἀθόρυβα στόν κοινωνικό του περίγυρο, στούς ἀδελφούς καί συμπολίτες του, πολύ περισσότερο στούς ἐχθρούς του. Γίνεται ἔτσι, μία ἀστείρευτη πηγή δημιουργικότητας, ὑγείας καί προσφορᾶς, ἕνας θησαυρός ἀδαπάνητος πού διοχετεύεται μυστικά καί διαποτίζει ὅλες τίς κοινωνικές δομές. Ἡ ρήση τοῦ Γεροντικοῦ «εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τόν Θεό σου», πλήρως ἐναρμονισμένος μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ στό εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως, γίνεται γνώμονας ζωῆς. Χωρίς ὑποχρέωση, χωρίς ψυχαναγκασμό, μέσα σέ ἕνα γνήσιο πνεῦμα ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Μίας ἀγάπης πού μεταγγίζει ἔμπνευση, χαρά, ζωή! Γιατί καμιά πράξη φιλανθρωπίας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀπό μόνη της. Γιατί ὁτιδήποτε γίνεται χωρίς ἀγάπη εἶναι θάνατος.

 

 

 

Subscribe to Email