π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Ένα προσωπικό σχόλιο στο «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου»

Συνήθως, όταν ακούμε τις ευαγγελικές περικοπές του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής ή τα λεγόμενα Δώδεκα Ευαγγέλια, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στα όσα διαδραματίζονται στο ναό με την έξοδο και τη λιτανεία του Εσταυρωμένου. Έτσι, πολλά από αυτά που προηγούνται αυτής της ιερής στιγμής, απομένουν στην αφάνεια και πολύ περισσότερο δεν τα λαμβάνουμε υπόψη μας, με αποτέλεσμα να χάνουμε μιαν ευκαιρία να παρατηρήσουμε και να κατανοήσουμε τις τελευταίες γήινες στιγμές του Χριστού και, φυσικά, να συνειδητοποιήσουμε και να εμβιώσουμε το κορυφαίο γεγονός της μοναξιάς Του. Γι’ αυτό και οι Πασχαλιές με τα Μεγαλοβδόμαδα τους μας φαίνονται με το χρόνο, όλο και πιο ανούσιες, τυπολατρικές και συνηθισμένες.

Αν όμως παρακολουθήσουμε με τη δέουσα ευλάβεια την όλη πορεία των γεγονότων, από το Δείπνο μέχρι την ώρα της Προδοσίας και της συλλήψεως Του, θα διαπιστώσετε πως παράλληλα με την Αγωνία του Κυρίου συμπορεύεται και η τέλεια μοναξιά Του αυτή δηλαδή που εκφράζεται με εκείνον τον καθαρά ανθρώπινο λόγο, λόγο που διατρέχει του αιώνες με την ίδια δυναμική και βαρύτητα και γίνεται ο κοινός λόγος όλων εκείνων που ζουν οριακές στιγμές αγωνίας, ανησυχίας και πόνου: «Περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου». Τι άλλο, στ’ αλήθεια περιμένουμε ν’ ακούσουμε από Κάποιον που ροκανίζεται το είναι Του από μύρια ερωτήματα και πικρία; Πικρία και απόγνωση που διερμηνεύεται από τον υμνογράφο με το, «Λαός μου τι εποίησας σοι και τι μοι ανταπέδωκας….;»

Στην Ορθοδοξία Εικονογραφία και μάλιστα αν σταθούμε στην εικόνα – παράσταση της εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα (πρβλ. Ιωάν. 12, 12-18), τότε ευκρινώς θα παρατηρήσουμε ότι το Πρόσωπο Του έχει μια περίσκεψη, ένα ίχνος και μια σοβαρότητα, που φανερώνει προβληματισμό, αλλά και αποχή από τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Γι’ αυτό και σωπαίνει, γι’ αυτό και δεν χαιρετά, δεν ευλογεί, δεν θαυματουργεί, δεν προσέχει τα ωσσανά…. Όλα αυτά ξέρει πως αποτελούν και είναι σημάδια μιας πορείας που μέλλει να διανύσει. Όπως, άλλωστε, το είχε προειπεί: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιέρευσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται».

Σε παράλληλο δρόμο, με αυτό του Ιησού, πορεύεται και ο κάθε ποιμένας. Μόνο που αυτός δεν έχει τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια, γι’ αυτό και αρέσκεται στο να δέχεται τις επευφημίες του κόσμου, ν’ ακούει κολακείες, να αριθμεί τους περί αυτόν επώνυμους και ανώνυμους, για να αισθάνεται μια σιγουριά και μιαν ασφάλεια. Προσωρινή όπως πάντα και για λίγο μόνο. Γιατί όταν πάψουν τα ωσαννά, αυτό το διαχρονικό χειροκρότημα δηλαδή, όταν ο καθένας πάρει το δρόμο για το σπίτι του και απομείνουν στους νυχτωμένους δρόμους μονάχα τα σημάδια μιας πορείας τότε αρχίζει κι η αντίστροφη μέτρηση αφού σε λίγο διάστημα – πόσο άραγε; Θ’ αρχίσουν τα «πονηρά συμβούλια», θ’ αναζητούνται οι δόλιοι και οι φιλάργυροι – πάντα μέσα από τον κύκλο το στενό του ποιμένα – κι ύστερα θα σχεδιάζεται ο τρόπος της προδοσίας. Της όποιας προδοσίας….

Όχι, δεν θα υπάρξει κανένας κήπος με ελιές που το φύλλωμα τους θ’ ασημίζει στο νυχτωμένο ανοιξιάτικο λυκόφως, ούτε κάποια σπείρα «μετά φανών, λαμπάδων και όπλων» θα φανεί. Αρκεί μια επίσκεψη, ένα τηλεφώνημα, μια επιστολή, ένα δημοσίευμα, κάποια συνάντηση, για να ξεδιπλωθεί το μεγαλείο της αγωνίας, να υφανθεί ο χιτώνας της απελπισίας και να στραγγίσει η ψυχή από την δίψα της απουσίας αδελφών και φίλων. Τότε ασφαλώς εκείνα τα λόγια, «ούκ ισχύσατε μιαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ αμού», θα γίνουν η μόνη του βακτηρία αφού θα φέρει σιμά του Εκείνον, ο οποίος «περίλυπος» έζησε τη μαρτυρική τη μοναξιά και άφησε τον ιδρώτα Του να ποτίσει το χώμα της Ιερουσαλήμ, για ν’ ανθήσει εκεί η ελπιδοφόρος προτροπή: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν».

Αιώνες τώρα ακούγεται στις εκκλησίες, στις ανθρώπινες συνάξεις δηλαδή, ο Κυριακός λόγος «περί λυπός έστιν η ψυχή μου…» και ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα συνειδητοποιούν την Αγωνία Του και Τον συντρέχουν. Με την κατάθεση της ψυχής τους στα τίμια χέρια Του. Δεν περιμένουν τα τετελεσμένα, τον Σταυρό δηλαδή και το θάνατο, αλλ’ αγρυπνούν μαζί Του, περιμένουν να φανεί στην όποια πλατεία του κάθε άτολμου Πιλάτου και καρτερούν «ίδειν το τέλος». Γιατί αυτοί μονάχα ξέρουν τι σημαίνει να περιμένεις το «Οψέ δε σαββάτων τη επιφούσκωση…», όπως το προείπε άλλωστε και ο Ίδιος, χωρίς κανένας να το πάρει στα σοβαρά τότε όπως και σήμερα……… Δυστυχώς.

Subscribe to Email