Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη

Πολύ συχνά ο άνθρωπος εκτός από τα «γιατί» πα­ραπονείται πως είναι αβάστακτος και ασήκωτος ο πό­νος του και πως δεν είναι ικανός να τον αντέξει. Εν­τούτοις αυτός ο μεγάλος πόνος τελικά αντέχεται και ανακαλύπτει και αποκαλύπτει πολύ σπουδαία πράγμα­τα, που φανερώνουν την ποιότητα και ακεραιότητα της ζωής μας. Αν δηλαδή πιστεύουμε αληθινά -με μία πίστη δυνατή, ακράδαντη και θερμή- αν υπομέ­νουμε κραταιά κι ελπίζουμε εγκάρδια. Η πίστη στον Κύριο ανοίγει δρόμους, εκεί που ήταν όλοι κλειστοί και αδιέξοδοι. Τότε αισθανόμεθα καλά την ατέλεια, την ανεπάρκεια, τη μικρότητα, την αδυναμία, την παροδικότητα της ζωής μας. Κατανοούμε τότε μετά του θείου και κορυφαίου αποστόλου Παύλου ότι η δύναμή μας στην ασθένεια φανερώνεται και ολοκληρώνεται. Μέσα στην ασθένεια ταλαντεύεται η επίγεια ευδαιμο­νία μας, πιστεύουμε ότι δεν έχουμε μένουσα πόλη, αλ­λά τη μέλλουσα επιζητούμε.

Ο πόνος μπορεί να γίνει εφαλτήριο για την εκτί­ναξή μας από τη στείρα μετριότητα, τη μονότονη στα­σιμότητα, το κουραστικό πνευματικό σημειωτόν, στη γνωριμία μας με τον πραγματικό εαυτό μας. Να γνωρίσουμε καλά τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τις αντο­χές, τα όριά μας, τα τάλαντα που μας έδωσε ο Θεός μας. Να δούμε την κρυμμένη άγνωστη διάστασή μας -ότι δεν υπάρχουμε για να τρώμε και να κοιμόμαστε- και να γίνουμε περισσότερο αληθινοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Δεν είναι εύκολο θέμα πράγματι για εξετάσεις ο πόνος. Δεν εξορκίζεται με πρόχειρες συνταγές εύκο­λης υπομονής, αλλά με ουσιαστική, ζωντανή και θερ­μή σχέση με τον Λυτρωτή, Σωτήρα, Σταυροαναστηθέντα Χριστό και τις δυνατές πρεσβείες των μεγάλων α­γωνιστών του πόνου, μεγαλομαρτύρων, ιερομαρτύρων, οσιομαρτύρων, παρθενομαρτύρων, νεομαρτύρων, δι­καίων, οσίων, ομολογητών. Ιδιαίτερα με τις σωστικές πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου, της στοργικής μητέρας πάντων των θλιβομένων, της ελπίδος των απηλπισμένων, της χαράς των χριστιανών, που τόσο πολύ την ακούει ο Υιός της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Η κάθε περίπτωση πόνου είναι προσωπική, ιδιαί­τερη, σημαντική για τον ίδιο τον άνθρωπο, πρωτό­γνωρη ίσως, ασύγκριτη με όποιο άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο πόνο. Είναι ο καθαρά δικός μου σταυρός, το δικό μου φορτίο, ο δυνατός πειρασμός, η ισχυρή δοκιμασία, όπου κρίνομαι, εξετάζομαι και προβιβάζομαι ή μη. Η καλύτερη παρηγοριά πάντως των πικρών αυτών ωρών είναι η διά της ταπεινής και θερμής προ­σευχής επικοινωνία με τον πολυεύσπλαχνο, επουρά­νιο πατέρα, που υπάρχει για ν’ ακούει και να προσ­τρέχει στους πόνους των πάντοτε αγαπητών παιδιών του.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως ακόμη δεν έχω απαντήσει καίρια στο ποιο ακριβώς είναι το βαθύ νόημα του πόνου στη ζωή μας. Ταπεινά φρονώ πως την καλύτερη απάντηση συνάντησα σ’ ένα μεγάλο βυζαντινό θεολόγο, σ’ ένα σπουδαίο ασκητή και μάρτυ­ρα και μεγάλο άγιο της Εκκλησίας μας, Μάξιμο τον Ομολογητή, που οι ανόσιοι εικονομάχοι του έκοψαν τη γλώσσα και το χέρι, για να μη μιλά και γράφει. Λέγει περιεκτικά και χαρακτηριστικά ο άγιος: Η πα­ράλογη ηδονή είχε ως φυσικό αποτέλεσμα την οδύνη, τον πόνο. Για ν’ απαλλαγούμε από αυτή την οδύνη χρειάζεται μία νέα οδύνη, για να φθάσουμε στην ό­ντως ηδονή! Παράλογη ηδονή, αδελφοί μου, είναι κά­θε μορφή μικρής ή μεγάλης αμαρτίας. Η αμαρτία τε­λικά είναι ένας παραλογισμός. Ο άγιος Μάξιμος επί­σης λέγει πως αιτία της πτώσεως των πρωτοπλάστων ήταν η γεύση της ηδονής, που τους μετέδωσε οδύνη. Ο πνευματικός νόμος λειτουργεί πάντοτε άψογα. Η παράνομη, παράλογη, εγωιστική ηδονή καταλήγει σε οδύνη. Η γλυκύτητα δίνει πικρότητα, σαν τα χαρού­πια, την τροφή των χοίρων, την τροφή του ασώτου της γνωστής ευαγγελικής παραβολής.

Πώς θα ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την οδύνη, την πικρότητα, που τον κουράζει και ταλαιπωρεί; Χρειάζεται να κοπιάσει, να πονέσει, ν’ αγωνισθεί, για να ξεπεράσει τον πόνο και να απελευθερωθεί από την οδύνη, που του πρόσφερε η γεύση της παράλογης η­δονής. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Είναι εύκολο; Θα έ­χει αίσια αποτελέσματα; Αξίζει ν’ αγωνίζεται και κο­πιάζει κανείς; Θα πραγματοποιηθεί δια του υπομονετικού, επίμονου, επιμελούς, δοκιμασμένου καλά και παραδεδομένου, γνήσιου ασκητικού αγώνος της Εκκλη­σίας μας. Η υπάρχουσα οδύνη της αμαρτίας θ’ ανα­χωρήσει μόνο διά μιας νέας οδύνης, βίας και ασκήσε­ως. Όταν όμως ο άνθρωπος για διαφόρους λόγους δεν αγαπά, δεν προσλαμβάνει και δεν ενστερνίζεται το α­παραίτητο, ασκητικό, μαρτυρικό φρόνημα της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε ο Πανάγα­θος Θεός, που θέλει όλους να μας σώσει και να έλθουμε σ’ επίγνωση της αληθείας, δεν μας εγκαταλείπει, δεν μας ξεσυνερίζεται, αλλά μας επισκέπτεται δι’ ενός άλλου τρόπου για να μας βοηθήσει.

Ποιος είναι αυτός ο άλλος τρόπος; Οι διάφοροι πειρασμοί, οι πολλές δοκιμασίες, οι καθημερινές θλί­ψεις, οι έκτακτες ασθένειες, σωματικές ή ψυχικές. Ό­λα αυτά παραχωρούνται, επιτρέπονται από τον Θεό για την ανάνηψη, μετάνοια και σωτηρία μας. Με αυ­τές τις προϋποθέσεις και αυτή την προοπτική, αντι­λαμβάνεσθε αγαπητοί μου, το βαθύ θέμα του πόνου και του νοήματός του στη ζωή μας. Δεν πρόκειται ασφαλώς για ατυχία, για κακή ώρα, για δυστυχία και τραγωδία, όπως λέγεται, αλλά για επίσκεψη Θεού, ευ­λογία, τρόπο και οδό προς αγιασμό, σωτηρία και λύ­τρωση.

Subscribe to Email