Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου
Ανάμεσα στους εργάτες ενός συνεταιρισμού στη Ρωσία ήταν κάποιος, που λεγόταν Ανδρέας, με πολύ δύστροπο χαρακτήρα, ο οποίος κυριολεκτικά βασάνιζε και ταλαιπωρούσε το υπόλοιπο επιτελείο. Οι συνάδελφοί του άρχισαν να σκέφτονται να τον σκοτώσουν. Ένας από αυτούς, ο Νικόλαος, που ήταν ευλαβής νέος και θεοφοβούμενος, δεν συμφωνούσε με το φόνο και προσπαθούσε να τους αποτρέψει. Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν και σκότωσαν τον Ανδρέα.
Η υπόθεση προφανώς έφθασε στις αρχές, που άρχισαν να ερευνούν και να ανακρίνουν για να βρουν τον ένοχο. Τότε ο Νικόλαος, μολονότι δεν είχε συμφωνήσει ούτε και έλαβε μέρος στον φόνο, πρότεινε στους άλλους να αναλάβει αυτός την ενοχή, διότι ήταν ο νεότερος και δεν είχε οικογένεια, ενώ όλοι οι άλλοι είχαν γυναίκες και παιδιά. Στην αρχή οι συνέταιροί του ντράπηκαν, αλλά στη συνέχεια συμφώνησαν. Όταν έφθασαν στο δικαστήριο για τη δίκη ο Νικόλαος σηκώθηκε και είπε: «Εγώ τον σκότωσα». Οι δικαστές δυσκολεύονταν να το δεχτούν, διότι ο νεαρός άντρας είχε πρόσωπο φωτεινό σαν αγγέλου και μιλούσε με μεγάλη πραότητα και ταπείνωση. Ανέβαλαν τη δίκη και για πολύ καιρό δεν μπορούσαν να βγάλουν απόφαση. Ο Νικόλαος επέμενε στην ενοχή του, αλλά το χέρι των δικαστών δεν πήγαινε να υπογράψει την καταδικαστική απόφαση. Εξέταζαν και επανεξέτασαν, αλλά δεν μπορούσαν να ρίξουν φως στο μυστήριο.
Στο τέλος ο Νικόλαος τους υποσχέθηκε ότι θα ομολογούσε την αλήθεια, αν δεν καταδίκαζαν τον ένοχο. Το δικαστικό συμβούλιο συμφώνησε, καθώς ήδη είχε γίνει γνωστό ότι το θύμα ήταν κακός άνθρωπος. Τότε τόσο ο λαός όσο και οι υπόλοιποι εργάτες διηγήθηκαν τι συνέβη και οι αρχές έκλεισαν την υπόθεση.