Ἀπό τό Γεροντικό
Ἀνέβαινε κάποτε ó Ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἀπό τή Σκήτη στό ὄρος τῆς Νιτρίας. Καί σάν πλησίασε στόν τόπο, εἶπε στόν μαθητή του:
- «Προχώρα λιγάκι».
Καί ἐνῶ ἐκεῖνος προχωροῦσε, συναντᾶ ἕναν ἱερέα τῶν εἰδωλολατρῶν. Καί τοῦ φώναξε δυνατά ὁ ἀδελφός:
- «Ἔ, δαίμονα, ποῦ τρέχεις;».
Γυρίζει τότε ἐκεῖνος, τόν χτυπᾶ καί τόν ἀφήνει μισοπεθαμένο. Καί σηκώνοντας τό ξύλο, ἔτρεχε. Σάν προχώρησε δέ λίγο, τόν συναντᾶ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος καθώς ἔτρεχε. Καί τοῦ λέγει:
- «Εἴθε νά σωθῆς, εἴθε νά σωθῆς, ταλαίπωρε».
Θαυμάζοντας δέ, ἦλθε κατά τό μέρος του καί εἶπε:
- «Τί καλό εἶδες σ’ ἐμένα καί μοῦ μίλησες;».
Τοῦ λέγει ὁ γέρων:
- «Τό ἔκαμα γιατί σέ εἶδα κουρασμένο. Καί δέν γνωρίζεις ὅτι μάταια κοπιάζεις».
Τοῦ λέγει καί ἐκεῖνος:
- «Καί ἐγώ ἀπό τόν χαιρετισμό σου, ἔννοιωσα κέντημα στήν καρδιά. Καί κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος κακός μοναχός, ὁποῦ μέ συνάντησε, μέ ἔβρισε. Καί ἐγώ, τότε, τόν χτύπησα, ἀφήνοντάς τον μισοπεθαμένο».
Καί κατάλαβε ὁ γέρων ὅτι ἦταν ὁ μαθητής του. Καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια του ὁ ἱερεύς, ἔλεγε:
- «Δέν σέ ἀφήνω, ἄν δέν μέ κάμης μοναχό».
Καί πῆγαν παρά πάνω, ὁποῦ ἦταν ὁ μοναχός καί τόν ὑποβάσταξαν καί τόν ἔφεραν στήν ἐκκλησία τοῦ ὄρους. Καί βλέποντας τόν ἱερέα μαζί του, δοκίμασε ἔκπληξη. Καί τόν ἔκαμαν μοναχό. Καί πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἔγιναν ἐξ αἰτίας του χριστιανοί. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ Ἀββᾶς Μακάριος:
- «Ὁ λόγος ὁ κακός καί τούς καλούς τούς κάνει κακούς. Ἐνῶ ὁ λόγος ὁ καλός καί τούς κακούς τούς κάνει καλούς».