(απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα ‘‘το τραύμα της απώλειας’’)
Φάνυς Κουντουριανού - Μανωλοπούλου
Ο μοναχός Δοσίθεος της μεγάλης μονής Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα του Πόντου ταξίδεψε μετά το “τραύμα’’, την ανείπωτη τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής μαζί με χιλιάδες Έλληνες, ψυχές κατασπαραγμένες - από τραύμα και οδύνη, στη Θεσσαλονίκη από το λιμάνι της Σαμψούντας. Η καστροτειχισμένη πολιτεία των πολλών αιώνων βουλιάζει κάτω από μια μοιρολογούσα ανθρωπομάζα, που εκλιπαρεί με πρόσωπο στυμμένο από δυστυχία για ένα κομμάτι ψωμί και μια στάλα νερό.
Ο καρτερικός, απισχνασμένος από τους ασκητικούς αγώνες π. Δοσίθεος κατευθύνεται στο Άγιον Όρος, το όρος της σιωπής και της αρετής, να αυλισθεί στη σκέπη του Θεού "να κατακρυβεί εν αποκρύφω του Προσώπου Του από ταραχής ανθρώπων", στα Κατουνάκια, όπου ηγεμονεύει ο πράος, ησύχιος και διακριτικός γέροντας Δανιήλ, που έχει διέλθει τη θάλασσα των παθών, έχει εξαγνίσει και υποτάξει τη σάρκα του, έχει συνεχή μνήμη Θεού και εκπέμπει αγιοσύνη. Τον δέχθηκε με αρχοντική αγάπη. Διέκρινε με το διακριτικό χάρισμα, που του είχαν προσπορίσει οι αιματηροί ασκητικοί αγώνες, ότι ο μοναχός Δοσίθεος ήταν έμπειρος της ασκητικής ζωής, "συναλιζόμενος αγίους", είχε ήδη φθάσει στην ακρώρεια των αρετών, είχε αγάπη θυσιαστική, κι αυτό σήμαινε ότι είχε ανεβεί την "κλίμακα" των αρετών του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου, είχε ήθος διαυγές, άφθαρτο, άσπιλο. Είχε από καιρό απεκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπον, και είχε ενδυθεί καινόν και έτσι θα αποτελούσε πρότυπο προς μίμηση για τους άλλους μοναχούς.
Δεν τον διέψευσε ούτε το ήθος ούτε και η βιοτή του καινουργιοφερμένου μοναχού, του οποίου "πας δρόμος ην προσευχή αέναος και έρως προς Θεόν ανείκαστος". Καθώς στο μοναστήρι του υπήρχε καλή τάξη και οι μοναχοί ήταν αγωνιστές της ασκητικής ζωής, ο π. Δοσίθεο εντάχθηκε ακόπως στα κοπιαστικά διακονήματα και στις πολύωρες αγρυπνίες. Έδειχνε με λόγο και πράξη ότι πίστευε πως είναι ο κατώτερος όλων, σε τόσα μέτρα ταπεινοφροσύνης είχε φθάσει. Ο ηγούμενος τον τοποθέτησε στο μαγειρείον, να ζυμώνει μαζί μ’ έναν ακόμη μοναχό βουνά από ζυμάρι κάθε εβδομάδα, να κάνει πρόσφορα για τις λειτουργίες και ψωμί για την αδελφότητα. Όλη νύχτα ζύμωνε κι έλεγε την ευχή. Φούρνιζε κι έλεγε την ευχή. Σοβαρός, λιγομίλητος – είχε ασκηθεί στη σιωπή - , ταπεινός, μεγάθυμος, ανιδιοτελής, πρόθυμος για κάθε διακόνημα και κάθε αγγαρεία. Είχε άκρα υπακοή στον πνευματικό του, κοπίαζε πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα στα διακονήματά του κι ύστερα κοπίαζε στον κανόνα του στο κελί του.
Ο γέροντας Δανιήλ ήταν ένα πρόσωπο με ασυνήθιστη σημασία. Πολυδιάστατος. Ήταν βαθύς γνώστης και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Η χάρη του Θεού τον προίκισε με την ικανότητα να διαβάζει τις καρδιές, είχε γίνει λύχνος διακρίσεως. Μεταξύ άλλων ήταν και λόγιος. Διέκρινε στον π. Δοσίθεο ότι ήταν ικανός για μεγαλύτερες διανοητικές και πνευματικές επιδόσεις. Θέλησε να του δώσει μεγαλύτερη αμεριμνησία για να εντρυφήσει στα έργα των Πατέρων, τον πήρε από το μαγειρείον ύστερα από μερικούς μήνες και του ανέθεσε να μελετά τα αγιοπατερικά κείμενα, να τα μεταφράζει και να τα ερμηνεύει για την πνευματική ωφέλεια και των απλούστερων μοναχών. Σε αυτό το διακόνημα ο Δοσίθεος αναπαύθηκε. Ήταν αυτό που εξέφραζε το όλον του εσώτατου εαυτού του και επιδόθηκε με υπερβάλλοντα ζήλο. Πολλαπλασίασε και τις προσευχές και τις γονυκλισίες τώρα, που το σώμα ήταν πιο ξεκούραστο. Κοιμόταν ελάχιστα, έκανε μακρές νηστείες, ολονύκτιες αγρυπνίες και πήρε ευλογία από τον π. Δανιήλ, που η ψυχή του είχε γίνε απαλή σαν χνούδι, ένα ολόκληρο ημερονύκτιο την εβδομάδα ν’ αποσύρεται σε μια κρυμμένη σπηλιά, μια ώρα δρόμο από το μοναστήρι και να επιδίδεται στη νοερά προσευχή. Μέσα από κάθε ραγισματιά τής πολύπαθης ψυχής του, που είχε γευθεί όλη την αγιότητα και την απανθρωπιά τού ανθρώπινου προσώπου στην τραγωδία της Μικρασίας, από κάθε χαραμάδα, τώρα έμπαινε φως. Αυτή τη σπίθα από την άκτιστη χάρη του Θεού, που κατέχει ο κάθε άνθρωπος, με τα υπερφυσικά και πνευματικά γυμνάσματα την έκανε εσωτερική φωτιά. Τον κατέτρωγε ο ζήλος τού προσώπου Του. Είχε αγκυροβολήσει στο Χριστό και παρόλο που γνώριζε "Θεόν φράσαι αδύνατον· νοήσαι αδυνατώτερον", ότι η ουσία του Θεού είναι υπερούσιος κρυφιότης, αυτός Τον αναζητούσε με κάθε ίνα του κορμιού του, με κάθε ικμάδα της ύπαρξής του. Ήξερε, η γνώση του Θεού δεν είναι λογική, είναι εμπειρία. Έρχεται δι’ αποκαλύψεως στους ανθρώπους, ανάλογα με την προσωπική τους αυτοπαράδοση σ’ Εκείνον. Ο Δοσίθεος είχε ήδη πριν πολύ καιρό συνειδητοποιήσει ότι σκοπός της πνευματικής του ζωής και του αγώνα του, όπως όλων, ήταν η απόκτηση του Αγ. Πνεύματος· μόνο με τη χάρη Του μπορούσε να ενωθεί με τις ενέργειες του Θεού και να φθάσει στην πεμπτουσία, να μετάσχει του Ακτίστου Φωτός με την κατά χάριν θέωσή του και να ενδυθεί την αλληλοπεριχωρητική αγάπη. Ο π. Δοσίθεος είχε διανύσει μεγάλη πνευματική πορεία με νήψη, συνεχή έλεγχο του εαυτού του, με ησυχαστική έμπονη προσευχή αδιάλειπτη, με άπληστη άσκηση, με χιλιάδες δακρύρροα κομποσχοίνια και εδαφιαίες μετάνοιες, είχε καταστεί ευχέτης του σύμπαντος κόσμου και δεν σκόπευε να εγκαταλείψει. Θα’ φτανε στο τέλος του δρόμου. Είχε ανάκαρα ν’ αγωνισθεί· τα υπόλοιπα πίστευε θα τα ’κανε ο Θεός για να συναντηθούν.
Κατερίνη, Ιούλιος 2020, για την ιστοσελίδα του Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος.