Ἀββᾶ Νικήτα

Δύο μο­ναχοί ἤθε­λαν νά ἀσκητέψουν μαζί. Ὁ πρῶτος συλλογίστηκε:

- Ὅ,τι θέλει ὁ ἀδελφός, ἐκεῖνο καί θά πράξω. Καί ὁ ἄλλος, ὅμως, σκέ­φθηκε τό ἴδιο:

- Θά κάνω πάντα τό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου.

Κ᾽ ἔζησαν ἔτσι μαζί, μέ πολλή ἀγά­πη, γι’ ἀρκετά χρόνια. Ὡστόσο, βλέ­ποντας ὁ διάβολος τήν ἀγάπη καί τήν ὁμόνοιά τους, δέν μποροῦσε νά τό ὑποφέρει, καί βάλθηκε νά τούς χωρί­σει. Πάει, λοιπόν, ὁ δαίμονας καί στέ­κεται μπροστά στήν πόρτα τους, καί φαινότανε στόν ἕνα μοναχό σάν πε­ριστέρι καί στόν ἄλλο σάν κουρούνα. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἕνας στόν ἄλλο:

-Βλέπεις, ἀδελφέ, κεῖνο τό περιστέρι;

-Δέν εἶναι περιστέρι, τοῦ λέει ὁ ἄλλος, εἶναι κουρούνα.

Καί μ’ αὐτή τή διαφωνία, γιά τό τί ἔβλεπε ὁ καθένας, ἄρχισαν νά φι­λονεικοῦν, λέγοντας καί ὑποστηρί­ζοντας ἄλλο ὁ ἕνας, ἄλλο ὁ ἄλλος. Κ’ ἔφτασαν στό τέλος νά χτυπηθοῦν τόσο πολύ, πού πληγώθηκαν. Καί, πρός μεγάλη χαρά τοῦ διαβόλου, χω­ρίστηκαν ὁ ἕνας ἀπ’ τόν ἄλλο, ζώ­ντας σάν ξένοι.

Ὕστερ’ ἀπό τρεῖς μέρες, ὅμως, συνῆλθαν ἀπ’ τή μέθη τοῦ θυμοῦ καί μέ σύνεση ξαναγύρισαν στήν πρώτη τους κατάσταση. Ἔβαλαν, λοιπόν, με­τάνοια ὁ ἕνας στόν ἄλλο, κι ἄρχισαν νά ἐξομολογοῦνται καί νά φανερώνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο ἐκεῖνο πού εἶχαν στήν καρδιά τους ὅταν πρωτοσμίξανε, δη­λαδή νά κάνει ὁ ἕνας τό θέλημα τοῦ ἄλλου. Καί γνωρίζοντας ἔτσι τόν πό­λεμο πού τούς εἶχε στήσει ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ἔμειναν πιά γιά πάντα μαζί, μέ εἰρήνη καί ὁμόνοια σέ ὅλα.

Ἀπό το Γεροντικό

Subscribe to Email