Φάνυς Κουντουριανού

          Αρχές Σεπτεμβρίου 1821. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος με 350 ψυχωμένους αγωνιστές βρίσκονται στη Μονή Σέκου, σε απόσταση 24 ωρών από το Ιάσιο, σε μια μικρή χλοερή κοιλάδα ανυπέρβλητης ομορφιάς περιτριγυρισμένη από βροχομαστιγωμένα, κατάφυτα βουνά, όπου θρασομανεί οργιώδης βλάστηση. Στις οκτώ Σεπτεμβρίου έχουν μαυρολογήσει τα ορεινά μονοπάτια και η κοιλάδα από Τουρκιά. 6000 στρατιώτες του εχθρού κανονιοβολούν καταιγιστικώς τη μονή και καίνε τα ξύλινα παραπήγματα για να προκαλέσουν ρήγματα στο τείχος. Ο Γεωργάκης και τα παλληκάρια του πολεμούν στις επάλξεις των τειχών σα λιοντάρια, άυπνοι, άσιτοι, ανθεκτικοί, σκληραγωγημένοι, με απαράμιλλη ανδρεία, με ιερή μανία. Ξέρουν. Εδώ γράφεται Ιστορία. Θα δώσουν μια δεύτερη μάχη των Θερμοπυλών. Η έκβαση είναι προδιαγεγραμμένη· θα γίνουν ολοκαύτωμα.

          Ο υποπρόξενος του Βουκουρεστίου Ουδρίσκυ, δόλιος, μίσθαρνο όργανο των Τούρκων, εμφανίζεται ως μεσολαβητής σταλμένος από τον Κεχαγιάμπεη, με επίσημη περιβολή μπρος στον Γεωργάκη Ολύμπιο. “Είμαι Χριστιανός και είσθε Χριστιανοί, του λέει με μελιστάλαχτη διπλωματική γλώσσα. Έμαθα για την πολιορκία και ήλθα να σας λυτρώσω. Είναι κρίμα να χαθούν οι απόγονοι των Θεμιστοκλέων και των Επαμεινώνδων. Είσθε ολίγοι και είναι πολλοί. Εμεσίτευσα παρά τω Κεχαγιάμπεη. Παραδώστε τα όπλα σας και σας εγγυώμαι την ζωήν σας”. Ο Γεωργάκης πετάγεται ορθός. Κυνηγά με τα μάτια του, τα τεράστια, φλογερά μάτια του, που τώρα στάζουν οργή και περιφρόνηση, τον ραδιούργο Αυστριακό. Η φωνή του ξεχειλίζει από αγανάκτηση και αηδία. “Αν εγνώριζες, κύριε Πρόξενε, τους αληθείς απογόνους του Θεμιστοκλέους και του Επαμεινώνδα, δεν θα ετόλμας τοιαύτην αισχράν πρότασιν. Οι Έλληνες δεν παραδίδουν τα όπλα αλλά αποθνήσκουν με αυτά”. Ύστερα από το νέο “Μολών λαβέ”, 24 αιώνες μετά το πρώτο, ο επίβουλος Ουδρίσκυ αναδιπλώνεται. Ψελλίζει λογικά επιχειρήματα στον Γεωργάκη, τον μεγαλειώδη άνδρα, που έχει τη στόφα των ανθρώπων του χρέους και της εθελοθυσίας. Από την παιδική του ηλικία ακόμη ο Γεωργάκης συνομιλούσε με το αιώνιο, ήταν έτοιμος να δώσει τη ζωή του για την πατρίδα, που την ταύτιζε με την απεριόριστη διάρκεια κι ας μην τον συμπεριελάμβανε κι αυτόν στο ελεύθερο μέλλον της.

          Μετά την αποτυχημένη παρέμβαση των Αυστριακών πύκνωσαν οι έφοδοι του Σελήχ πασά. Ακολούθησαν θυελλώδεις ώρες, όπου οι αγωνιστές, εμμανείς του ιδεώδους της ελευθερίας της πατρίδας, καρτερικοί και ανδρείοι, απέκρουαν τις αλλεπάλληλες εφόδους με εύστοχα πυρά για να κάνουν οικονομία στα βόλια. Ελευθερία ή θάνατος ήταν το μότο τους. Ήξεραν, αν έπεφταν στα χέρια αυτών των ανελέητων βαρβάρων, τους περίμεναν φριχτά βασανιστήρια. Οι Τούρκοι, εξαχρειωμένοι, έγδερναν ζωντανούς, σούβλιζαν, έκοβαν κομμάτια τους αγωνιστές, τους έριχναν καυτό μολύβι στ’ αυτιά.

          Η πολιορκία των Τούρκων είναι ασφυκτική. Οι αγωνιστές δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα στη ζέουσα κοιλάδα κάθιδροι, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι για δύο και τρία μερόνυχτα, κάνουν απονενοημένα γιουρούσια, εξημμένοι, με τα σπαθιά στα χέρια, ν’ απωθήσουν τους χιλιάδες Τούρκους, που τους πλησιάζουν επικίνδυνα. Ασυμβίβαστοι, μαχητικοί, αδιάσειστοι. Τους εμπνέει ο φίλτατος αρχηγός, ο Γεωργάκης, με την παθιασμένη φιλοπατρία του, τη μυθική ανδρεία του, τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, τον έντιμο, καθαρό και ακέραιο χαρακτήρα του, το φιλότιμο και την αρχοντιά του, την απαράμιλλη πιστότητά του στη φιλία, αφού το “εμείς” του τους συμπεριελάμβανε όλους, την ικανότητά του να οραματίζεται τα υψηλά και τα μεγάλα, τη δυνατότητά του να αγαπά και να δίνεται ολοκληρωτικά, τους κερδίζει με τη βαθιά ευσέβειά του και την ακράδαντη πίστη του στο Θεό.

          23 Σεπτεμβρίου 1821. Η φύση στην καλή της ώρα. Οργασμός παλλόμενης ομορφιάς. Ένας λαμπρός, χαρούμενος, ερωτευμένος με τη γη ήλιος φωτίζει τα δένδρα, που οι πλούσιες φυλλωσιές τους έχουν ήδη ντυθεί κίτρινα, καφετί, χρυσαφένια χρώματα. Ένα ανάλαφρο αεράκι φιρφιρίζει μες στα φυλλώματα και κάνει την ανάσα των πολεμιστών λίγο πιο χορταστική και τους ψιθυρίζει σιγαλά μες στον φρενιασμένο πάταγο της πολύηχης μάχης πόσο όμορφη είναι η ζωή. Γύρω τους εικόνες χαλασμού και φρίκης. Ο θάνατος έχει γιορτή. Οι σκοτωμένοι κείτονται μες στην αυλή του μοναστηριού, όπου έχουν πια εισβάλει χιλιάδες νιζάμηδες Τούρκοι, σε στάσεις αφύσικες και τερατώδεις, παραμορφωμένα νεανικά κορμιά, κομμένα ανθρώπινα μέλη, κεφάλια, χέρια, πόδια, σπαρμένα εδώ κι εκεί, εφιαλτικό τοπίο θανάτου. Ο Γεωργάκης με 11 ψυχωμένα παλληκάρια πάνω στο καμπαναριό ντουφεκούν τους εχθρούς ακάματοι, ακατάβλητοι, προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση.

Όταν πια ο Γεωργάκης κατάλαβε ότι έχει χαθεί το παν, κάλεσε τους 11 παλαίμαχους μαχητές κοντά του κοιτάζοντάς τους κατάματα με την περήφανη αρρενωπή ματιά του, τους είπε: “Παλληκάρια μου, εγώ θα καώ εδώ κι εδώ θα λειώσω. Σεις, αν θέλετε, εβγάτε. Ιδού, σας ανοίγω εγώ ο ίδιος την θύραν”. Έμειναν όλοι στις θέσεις τους με το ντουφέκι αγκαλιά, προσευχήθηκαν ομαδικά, σοβαροί, ασκεπείς, ευλαβικοί, σεμνοί και μεταρσιωμένοι, έκαναν το σταυρό τους και πρόσμεναν το μακελάρη Χάρο. Ο Γεωργάκης, που σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε δούλος μόνο στην εξουσία του ΧΡΕΟΥΣ, έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα και το κωδωνοστάσιο, βωμός θυσίας, τινάχτηκε στον αέρα παίρνοντας στο θάνατο και χιλιάδες Τούρκους, που είχαν ορμήσει αλαλάζοντας αποτρόπαια. Ήταν οι πρώτοι νεκροί της Επανάστασης του 1821, άνδρες άξιοι της πατρίδας, που έγιναν ολοκαύτωμα, κι ακολούθησαν κι άλλοι χιλιάδες αυτόν το δρόμο της αυτοθυσίας.

Subscribe to Email