Θεοδόση Νικολάου

Ὅταν ἤμαστε παιδιά μᾶς ἔλεγαν πώς πρέπει νά σιωποῦμε

Γιά νά μποροῦν ν’ ἀκούονται οἱ μεγάλοι

Πού συζητοῦν γιά ὑποθέσεις σοβαρές.

Μᾶς ἔλεγαν νά μή μιλοῦμε στό τηλέφωνο

Γιατί δέν εἶναι τό τηλέφωνο παιχνίδι γιά παιδιά

Εἶναι κι αὐτό ἀναγκαῖο γιά τούς μεγάλους

Καί μάλιστα γιά πράγματα οὐσιώδη.

Καί ἄλλα πολλά μᾶς ἔλεγαν

Πού ἐστένευαν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ κόσμου.

Ὁ λυγμός κατέβαζε τά βλέφαρα βαριά

Ἐνῶ ὁ ὕπνος στέγνωνε στό μάγουλο μία βούλα ἀπό δάκρυα.

Μιλήσαμε τέλος στό τηλέφωνο ὅταν μάθαμε τά περί ἤχου

Ὅτι δηλαδή ὁ οὐρανός εἶναι μία ἄλλη θάλασσα

Μέ κύματα πού σπάζουν ἤ πού σβήνουν κι αὐτά στήν ἀκοή.

Μιλήσαμε ὅταν στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς

Δέν μποροῦσε νά εἶναι οὔτε ὁ λύκος

Οὔτε ἡ ἀρκούδα, οὔτε ὁ πρίγκιπας

Οὔτε ὁ Ἁϊ-Βασίλης μέ τό μυροβόλο ραβδί

Καί τά περδίκια ἀγαπημένα μέ τά λευκά περιστέρια

Νά σμίγουν τούς κελαηδισμούς τους.

Τώρα πού μάθαμε τί λέγουν οἱ μεγάλοι

Ἀφοῦ γίναμε κι ἐμεῖς μεγάλοι πιά,

Καταλάβαμε ἀκόμα καί γιατί δέν μπορεῖ ὁ κόσμος

Νά ἡσυχάσει μία στιγμή.

Καί εἶναι τώρα πράγματι ἡ ὥρα γιά νά κλαῖς.

Subscribe to Email