Από τη Μικρασιατική καταστροφή

Ηλία Λιαμή

Οι πρώτοι πρόσφυγες, εξαθλιωμένοι, έφτασαν στην παραλία της Μυτιλήνης. Οι περισσότεροι χωρίς τίποτε απολύτως. Κάποιοι, με μικρούς πρόχειρους μπόγους και κάποιες γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά. Κάπου-κάπου έβλεπες έναν χωροφύλακα να προσπαθεί να επιβάλει την τάξη-ποια τάξη!- και να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ένα χείμαρρο από ερωτήσεις για το πού θα βρεθεί λίγο φαγητό, λίγο νερό, μία στέγη ν’  απαγκιάσουν  μετά τη φρίκη. 

Ο αδερφός του παππού μου, ο θείος Κοσμάς, μας τα διηγιόταν και έκλαιγε. Ήταν τότε νέο παλικάρι, υπάλληλος του Δήμου και με κάποιους άλλους είχε πάει στην ακτή να δει τι μπορούσε να γίνει. Χάος απόλυτο, φωνές, κλάματα, ονόματα που τα έπαιρνε ο αέρας, ονόματα που θα μέναν πια για πάντα ορφανά. Αδέλφια να ζητάνε τις αδελφές τους και πατεράδες τους γιους.

Όταν είδαν και απόειδαν οι ξεριζωμένοι πως τίποτα δεν είχα να περιμένουν από τις Αρχές, σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά για λίγο φαΐ κι ένα ποτήρι νερό. Ο θείος μου πήγε στην αρχή να τους σταματήσει αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τους ακολουθεί, μαύρη να ΄τανε η ώρα, όπως μας έλεγε συχνά, μ’  αυτά που είδε:

Μανάδες να χτυπάνε τις πόρτες και αυτές να κλείνουν. Να σφαλίζουν και τα παράθυρα κι από μέσα ν΄ ακούγονται οι φωνές «φύγετε φύγετε!!!». Δίπλα του περπάταγε μία μάνα μ΄ ένα παιδί 5-6 χρονών στην αγκαλιά, ζαρωμένο από την ταλαιπωρία και τη δίψα. Που και που άνοιγε το στόμα του για να πει ένα ξεψυχισμένο «διψάω». Και εκείνη να φωνάζει «λίγο νερό, ένα ποτήρι νερό πατριώτες!». Και τα παράθυρα συνέχιζαν να μένουν κλειστά. Κι οι κλειδαριές στις πόρτες βάζαν και δεύτερη στροφή.

Μέχρι που είδε και απόειδε η μάνα, άνοιξε το στόμα του παιδιού της και έφτυσε μέσα για να το ξεδιψάσει.

Άκουσα πολλές φορές αυτή την ιστορία. Και πάντα, όταν ο θείος Κοσμάς τελείωνε, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2022/10/dipsa/

Subscribe to Email