Γιώργου Κυπριανού

Κάθοδος του ήλιου,  ηλιοβασίλεμα στη δύση.

Χαμηλώνει ο ήλιος,

χαμηλώνω κι εγώ μαζί του.

 

Χάνεται αργά αργά όλος πίσω από τη γη,

με μόνο ένα ελαφρύ κόκκινο χρώμα να μαρτυρά το πέρασμά του.

Πόσο παράξενο το χρώμα του ήλιου αυτή την ώρα;

Σε οδηγεί σε στοχασμό. Σε καθηλώνει.

Μένεις να κοιτάς, σου αδειάζει τις σκέψεις όλες.

 

Αλήθεια, πόσο όμορφος είναι ο ήλιος όταν δύει,

προσιτός και απαλός

στα μάτια.

Σου επιτρέπει να τον δείς,

χωρίς να τυφλωθείς,

Σ αφήνει να τον ερωτευθείς

δίχα να τον χορταίνεις.

 

Γιατί, όταν μεσουρανεί,

και βρίσκεται στη δόξα,

επιδεικνύει ανελέητα με έπαρση το φως του,

Είναι λαμπρός, καυτός, εκτυφλωτικός.

Περήφανος, απρόσιτος,

σκληρός κι αμείλικτος στα μάτια.

 

Σαν όμως η μέρα γείρει

Και πλησιάζει η ώρα της φυγής του

τότε είναι που γίνεται γλυκός,

ρόδινος, κοκκινωπός.

Γίνεται ο ήλιος, ο αφέντης και σκληρός

ένας φίλος κοντινός

ένας αγαπητικός

που αμέτρητα φιλιά σου στέλλει.

 

Ωραίος, ωραιότατος η ήλιος στη φυγή του.

ο ταπεινός ο ήλιος.

Ωραίος, ωραιότατος κι ο άνθρωπος

την ώρα της ταπεινότητάς του.

 

Subscribe to Email