Νεκτάριου Στελλάκη

Εγώ είμαι από τη Γιαλούσα, ενορία Αρχάγγελου…..

Πάνω στο δρόμο το χωριό μου για τον Απόστολο Ανδρέα. Περνούσαν τα καλοκαίρια από το χωριό οι προσκυνητές, ιδίως τον Δεκαπενταύγουστο. Τραβούσαν για το μοναστήρι. Στάθμευαν στο χωριό και διηγούνταν… «Κοπιάστε» έλεγαν οι δικοί μου στους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους που μετέφεραν χαιρετίσματα. Και να οι λεμονάδες και οι ζιβανίες και να οι ιστορίες. Και καθόμουν εγώ σαν άλλη Μαρία κι άνοιγα μάτια, αυτιά και νου και ταξίδευα… Κι άκουγα ονόματα τόπων, ανθρώπων… κι άκουγα ιστορίες… Όλων των λογιών, ότι κερνούσε ο καθένας. Και τις φύλαγα τις ιστορίες, όπως η μάνα μου το προζύμι, και τις ανάπιανα και φούσκωναν τα πανιά μου… «Πήραν τα μυαλά σου αέρα…» έλεγε χαϊδευτικά ο πατέρας μου σαν άκουγε τα όνειρά μου. Δίκιο είχε… Κι εκεί που ήταν έτοιμα να πάρουν και τα πανιά μου αέρα και να σαλπάρω μας χτύπησε ο πόλεμος. Δε μας σκότωσε, είναι αλήθεια. Αλλά μας ρήμαξε…

Ένα χρόνο και μείναμε εγκλωβισμένοι στη Γιαλούσα. ….

 Μετά φύγαμε…..

 «Γιαλούσα» λες και χίλια γυαλάκια σπάνε στο στόμα σου. Σε γδέρνουν κι εσύ αφήνεσαι σε τούτο το μαρτύριο. Όσο πιο πολύ πονάς, τόσο πιο λίγο νιώθεις δραπέτης. Εμείς, βλέπεις, δε φύγαμε πάνω στην τρέλα του πολέμου. Δεν ξεριζωθήκαμε ξαφνικά. Το δικό μας μαρτύριο ήταν διαφορετικό. Ας πούμε εμάς μας δόθηκε η χάρη –αν μπορείς να το πεις αυτό- να χαιρετήσουμε…

Μετά που ανοίξαν τα οδοφράγματα, το 2003, πήγαν κάποιοι χωριανοί, μου είπαν για το χωριό. …

Εγώ ούτε που το σκεφτόμουν να πάω. Δε λαχταρούσα να δω, σκιρτούσα να έχω ζήσει… Κι ο φόβος…. Να γυρίσω πίσω, να θυμηθώ και να ξαναδώ… Έτσι την έπαθε κι η γυναίκα του Λωτ και έμεινε στήλη άλατος. Κοίταγε πίσω. Κι εγώ κοίταγα, αλλά πίεζα τον εαυτό μου να στρέφει μπρος το κεφάλι.

Κάποτε πήγα….

Τι μένει; Πιότερο από ούλα μένουν οι μυρωδιές και το φως. Το φως το στέλνει ο Θεός επί δικαίων και αδίκων κι έτσι δεν αλλάζει. Μαγείρευαν σαν φτάσαμε στη γειτονιά κι ήταν οικεία η μυρωδιά… Δε διαφέρουν τα φαγιά μας… Αλλά δεν ήταν για μας, ποιος να πει «κοπιάστε!». Χωριανοί είμαστε, αλλά χώρια ζούμε.

Έκλαψα; Έκλαψα. Άδειασα; Γέμισα; Τι να σου πω; Έμαθα κάτι; Ξέρω κι εγώ; Σκατζόσσυρον μερώνεις; Όχι. Έτσι είναι κι ο άνθρωπος, ατίθασος. Κι άλλοτε μεγαλουργεί, άλλοτε καταστρέφει κι άλλοτε  στέκει μαργωμένος από το φόβο του.

Πήγα στην εκκλησιά μας, κλειστή. Καλύτερα… Είναι κανείς που μπορεί να φανταστεί τον παράδεισο άδειο;

Πήγα στο νεκροταφείο, να χαιρετήσω τον πατέρα μου. Πεταμένοι σταυροί, σπασμένες ταφόπλακες. Σκηνικό λες… μιας μάχης που έδωσαν οι πεθαμένοι να βγουν στο φως και νίκησαν και βγήκαν… Μα δεν ήταν οι πεθαμένοι ήταν οι ζωντανοί που ξέσπασαν κι έσπασαν τους τάφους. Σκουλουκούθκια μας κάνει ο πόλεμος κι άμε τελείωσουμε τους ζωντανούς χωνόμαστε στα μνήματα να αποτελειώσουμε και τους πεθαμένους.  Ο κακομούτσουνος Άδης βγήκε κι άραξε σε τόπο φωτεινό κι αναστάσιμο. Κι ο Αρχάγγελος μπορεί να μας πει, παρακαλώ, γιατί το ανέχεται, να βεβηλώνουν τους νεκρούς του; …

Την έχασα την ελπίδα. Τη ρούφηξαν τα χαίοντα στόματα των τάφων. Δε θάφτηκα εγώ εδώ, θάφτηκε αυτή. Ποιος είπε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία;

Κάλλιο να λείπαν οι άνθρωποι.  Να έμενε η Γιαλούσα στις φώκιες του Λιμιώνα. Τα πλάσματα του Θεού κακό δεν κάνουν.

Από το βιβλίο «Πόσο κρατά η ελπίδα» του Νεκτάριου Στελλάκη με χαρακτικά του Αλέξη Φραγκούλη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καλεισκόπιο

 

 

 

Subscribe to Email