Μάρως Βαμβουνάκη

Ὑπάρχουν τά συγχωρῶ τά γεμάτα ἔπαρση. Ἐννοοῦν: ἐγώ ὁ καλότατος, ὁ γενναιόκαρδος, ὁ ἄριστος, ὁ ἀκομπλεξάριστος, συγχωρῶ βέβαια ἐσένα, ὁ ὁποῖος, σάν μυρμήγκι πού εἶσαι, τί βλάβη θά μποροῦσες νά μοῦ προξενήσεις…

Ὑπάρχουν τά συγχωρῶ τοῦ καλόπαιδου τοῦ Θεοῦ!

Δές, Θεέ μου, πόσο ἐντάξει δοῦλος Σου εἶμαι, πόσο καλός μαθητής, Σέ ὑπακούω, ἀκολουθῶ τίς διδαχές Σου, μιμοῦμαι τό παράδειγμά Σου, καί φρόντισε νά μέ ἀνταμείψεις σύντομα.

Ὑπάρχουν τά συγχωρῶ τά πανεύκολα.

Τώρα πλέον πού τό πρόβλημα τό ὁποῖο μοῦ προκάλεσες δέν ὑφίσταται -ἐσύ μέ ἀπάτησες μέν, ἀλλά ἐγώ τώρα βρῆκα ἕναν ἄλλο πανέμορφο καί πλούσιο ἄντρα, εὐτυχῶς δηλαδή πού μέ ἀπάτησες καί σώθηκα, ἄνοιξαν τά μάτια μου -, σοῦ ἀπευθύνω ἕνα μεγαλειῶδες «σέ συγχωρῶ»! Καμαρώνω μειώνοντάς σε. Προσφέρω συγγνώμη ἄκοπη, χωρίς κόστος, χωρίς θυσία· μέ αὐταρέσκεια. Κυρίως δέ στοιχίζει, δέν πονάει διότι ὅλες οἱ συνθῆκες ἄλλαξαν, αὐτός εἶναι ὁ λόγος ἄλλωστε πού σέ συγχωρῶ.

Καί ἀσφαλῶς, τό πιό συνηθισμένο, ὑπάρχουν συγχωρῶ πού δέν τά ἐννοοῦμε. Τά πετᾶμε ἀμέσως, ἐπιπόλαια, τυπικότατα, ἄδεια σάν φακέλους δίχως ἐπιστολή μέσα, σάν φέιγ βολάν διαφήμισης, σάν ἕνα ψυχαναγκαστικό καί κούφιο χαιρετισμό. Οἱ ψυχαναγκασμοί εἶναι πάντα κούφιοι. Μιμοῦνται ἕνα περιεχόμενο, ἀλλά εἶναι κενοί.

«Τί κάνετε;»

«Καλά! Ἐσεῖς;»

«Κι ἐμεῖς καλά!»

«Χαίρετε!»

«Πολύ καλημέρα σας!»

«Ἐπίσης!»

«Τά ὅμοια!»

Οὔτε καλά εἴμαστε, οὔτε νά χαίρεστε ἐσεῖς ἔχουμε ὄρεξη, οὔτε νά εἶναι καλή ἡ μέρα σας εὐχόμαστε ὅταν ἐμεῖς περνᾶμε μία τόσο ζόρικη μέρα. Τά ἐπίσης δέν ἔχουν ἀντιστοιχίες, τά ὅμοια ἐννοοῦν ἐντελῶς ἀνόμοια. Ἔτσι ἄστοχα λέμε τά συγχωρῶ, ἰδίως ἅμα θέλουμε νά ξεφορτωθοῦμε κάποιον πού θεωρεῖ χρέος του νά ζητάει συγγνῶμες, προκειμένου νά κοινωνήσει γιά παράδειγμα, καί ὀφείλει νά συλλαβίσει λέξεις: «Συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό».

Ἀξία ἔχει νά μπορεῖς νά συγχωρεῖς ἐκεῖνον πού σέ πόνεσε, ἐνῶ ὁ πόνος διαρκεῖ καί καίει. Ἡ πιό ἀληθινή, ἡ πιό σπαραχτική συγγνώμη πού δόθηκε ποτέ ἦταν ἡ συγγνώμη πάνω σέ σταυρό ἀπό ἕναν αἱμορραγοῦντα νεαρό σταυρωμένο. Τότε μόνο. Ἐνόσω ὑποφέρεις ἀπό τήν ἀδικία πού σοῦ ἔγινε, νά συγχωρεῖς, νά τό ἐννοεῖς μέ καθαρή καρδιά γιά ἐκεῖνον πού σέ ἀδίκησε. Νά συγχωρεῖς διότι καταλαβαίνεις ἴσως τήν πρόθεσή του τή διαφορετική ἀπό τήν πράξη του.

Διότι ὑποψιάζεσαι τό «δέν ξέρει τί κάνει»…

Διότι δέχεσαι πώς εἶναι πλάσμα ἀτελές καί ταλαίπωρο ἀκριβῶς ὅπως ἐσύ, πέφτει σέ λάθη ἀπό ἀδυναμίες καί ἀνοησίες προπατορικές. Τό σπουδαιότερο, διότι δέχεσαι ὅτι κι ἐσύ ἔχεις πράξει ἀκόμη χειρότερες ἀδικίες, ἀκόμη πιό ἐπικίνδυνες κουταμάρες, ἀσυναισθησίες ἀλλά καί ἀναισθησίες μέ ἐγωισμό ἐξωφρενικό. Τότε μετράει. Τότε συγχωρεῖς, τότε λύνεις δεσμά καί ἀποδεσμεύεσαι. Πονώντας.

 

 

Subscribe to Email