Γιώργου Κυπριανού

Ζούμε στον 21ο αι. μετά της γεννήσεως του Χριστού. Έχουν περάσει αιώνες αιώνων. Έχουν περάσει εποχές εποχών και αλλαγές αλλαγών ανά το παγκόσμιο και ανά το ανθρώπινο. Είχαν περάσει όμως και άλλες τόσες γενεές γενεών πριν της ελεύσεως του Θεανθρώπου, με άλλες τόσες επίσης αλλαγές και μεταπλάσεις του ανθρωπίνου γένους άχρι της πληρώσεως του χρόνου της επί γης παρουσίας και βιωτής του. Οπόταν, έλαβεν ο Θεός γνώσιν του ανθρωπίνου πράγματος και έκλινε και κατέβη. Όχι ως κρίνων αλλά ως σώζων. Όχι ως διαφαντεύων αλλά ως διακονών. Όχι ως εξουσίαν έχων αλλά ως θυσιαζομένος υπέρ πάντων. Έτρωγε και συναγελαζόταν μετά τελωνών και πόρνων. Μιλούσε στη γλώσσα της καθημερινότητας, συμπεριφερόταν ως ο απλός γείτονας, ως ο απλός φίλος, ως ο απλός συνάνθρωπος. Κατανόησε τον άνθρωπο και συγκαταβέβηκε. Προσαρμόστηκε στα δεδομένα της εποχής του. Δεν αρκέστηκε στην φιλοτιμία του ανθρώπου, ούτε στην καρδιακή του προαίρεση. Δεν άφησε τον άνθρωπο στον «κόσμο» του αλλά εισήλθε στην κοσμική του συνάφεια και πραγματικότητα για να του διεγείρει τα αισθητήρια, να του προκαλέσει τη λογική, να του ερεθίσει την καρδία, να του απαλύνει τον πόνο και τέλος ελεύθερα να τον ελκύσει άνω. Αυτό, άλλωστε, ήταν τελικά και το κρίμα του Θεανθρώπου για τους σταυρωτές του. Η συγκατάβασή του και ο «λαϊκισμός» του.

Ζούμε στον 21ο αι. από της ελεύσεως του Θεανθρώπου στον κόσμο, από την άκρα συγκατάβασή Του για τη σωτηρία όλων. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, εμείς, «χριστιανοί» όντες, ακόλουθοι και μιμητές του, ενίοτε δε και εραστές του και δη ποιμένες και συνεχιστές του έργου Του επί της γης να αδιαφορούμε και χειρότερα δε να διαφωνούμε για τη μεταφορά του λόγου του Λόγου στην σύγχρονή μας «κοσμική» πραγματικότητα; Ερωτώ και διερωτώμαι κατά πόσον ο λόγος του Κυρίου και ειδικά ο λατρευτικός λόγος ανταποκρίνεται στην ποιμαντική του Λόγου; Κατά πόσον πιστοί και λατρεία ζουν στους δικούς τους ετεροχρονικούς και ετεροτροπικούς «κόσμους»; Κατά πόσον ισχύει και λαϊκότερον αλλά πολλού δε και δη καιριότερον σχόλιον «αλλού η θάλασσα και αλλού το πλοίο»; Ο λαός μας, ο πιστός περιούσιος λαός μας να ομιλεί σε άκρα δημοτική και οι ακολουθίες μας να επιμένουν να ομιλούν εις και για τον Θεό εξ ονόματος αυτού του λαού σε αρχαΐζουσα γλώσσα; Είναι απορίας άξιον.

Είναι απορίας άξιον για το πώς πολλοί φερόμενοι ως ειδήμονες και εμπειρογνώμονες του είδους να επιμένουν σθεναρά και μανιωδώς στην τήρηση του λεγομένου παραδοσιακού τυπικού της εκκλησίας, τη στιγμή που το παράδειγμα του Θεανθρώπου κείται στην απέναντι όχθη. Και να επικαλούνται και να προφασίζονται του κόσμου τις ανησυχίες και τις κινδυνολογίες, φτάνοντας δε στο σημείο να μεταχειρίζονται ακόμα και μεταφυσικά επιχειρήματα και δαιμονολογίες. Ωσάν να επικρέμαται κάποια μυστήρια απαιώνια κατάρα πίσω από όποια προσπάθεια μεταρρύθμισης στη λατρεία. Ωσάν και το Άγιο Πνεύμα να ανελήφθη κατά την Πεντηκοστή όπως ο Υιός και να ελλείπει από τον κόσμο. Ωσάν και η γλώσσα των ποιητών και θεολόγων μας να είναι κενή και «πεζοδρόμια». Και να επιμένουν.

Ας μην γελιόμαστε. Κανένα ουσιαστικό επιχείρημα, καμιά θεολογία, καμιά ποιμαντική λογική δεν υφίσταται στην διατήρηση της αρχαίας γλώσσας στη λατρεία. Μόνο η λογική μας προσβάλλεται και η κριτική μας σκέψη. Απεναντίας, η παράδοση του Λόγου με σύγχρονο, σοβαρό, μεστό και ποιοτικό λόγο ούτε νεωτερισμός λογιέται ούτε εκμοντερνισμός, ούτε παραχάραξη της γραμμής εκκλησίας, ούτε εξευτελισμός της λατρείας. Κάθε άλλο και μακράν απέχει. Αντίθετα, αποτελεί την έμπρακτη ευαισθησία και συγκατάβαση στον πονεμένο και κουρασμένο άνθρωπο του σήμερα, στον άνθρωπο που ψάχνει μέσα στη μιζέρια και στην «κρίση» του την αμεσότητα και απλότητα στην επικοινωνία του με τον Θεό. Από μόνος του δεν του αρκεί ούτε χρόνος, ούτε και δύναμη να το αποτολμήσει. Και όταν προσέρχεται αραιά και πού σε μια εκκλησία ένα πρωινό ή ένα δειλινό για να αδράξει μια ελπίδα, μένει απαθής θεατής ενός μετρίου σκηνικά και ακαταλαβίστικου θεάματος.

Ας αφήσουμε και μεις πίσω τη μιζέρια της μοναχικής μας λατρευτικής διακονίας ως ιερείς και ψάλτες και ας του δώσουμε επιτέλους την ευκαιρία και αν θέλει ας την αδράξει. Αν θέλει ας αδιαφορήσει. Εμείς ως Εκκλησία πράττουμε το Θεανθρώπινο. Δεν άφηνουμε τον άνθρωπο στον «κόσμο» του αλλά εισερχόμαστε στην κοσμική του συνάφεια και πραγματικότητα και του διεγείρουμε τα αισθητήρια, του προκαλούμε τη λογική, του ερεθίζουμε την καρδία, του απαλύνουμε τον πόνο και τέλος ελεύθερα τον καλούμε προς τα άνω. Κι ας είναι αυτό τελικά το κρίμα των ποιμένων της Εκκλησίας για τους σταυρωτές τους. Η συγκατάβασή τους και ο «λαϊκισμός» τους. Όπως ακριβώς και του «αφέντη» και Θεού τους.

Subscribe to Email