Επικήδειο στον αγνοούμενο πατέρα
Χριστόφορο Καïμακάμη - Λόντο

Πέρασαν 42 ολόκληρα χρόνια για να ανευρεθούν τα οστά σου αγαπημένε μας πατέρα. 42 χρόνια πόνου, αγωνίας, πίκρας, θυμού, καημού και με τη σκέψη συνέχεια να γυρίζει κοντά σου. 42 χρόνια που η ζωή μας καλούσε να διαβούμε τα μονοπάτια της. Μαζί με τις πίκρες της να γευτούμε και τις χαρές της, να τελειώσουμε το σχολείο, να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά. Στιγμές ευτυχίας για τον κάθε άνθρωπο, που όμως για εμάς έμεναν ανολοκλήρωτες γιατί έλειπες εσύ πατέρα. Ένα κομμάτι της καρδιάς μας πάντα έμενε θλιμμένο-σκοτεινό, χωρίς τη δική σου παρουσία.Χωρίς να γνωρίζουμε τι απέγινες,tι φρικτός θάνατος σε βρήκε, που ήσουν θαμμένος να σου ανάψουμε το καντήλι, να σταθούμε μπροστά στο μνήμα σου και να σου πούμε τη χαρά και τον πόνο μας.

Ο πατέρας μας, ήταν ο άνθρωπος που γαλουχήθηκε από τα εφηβικά του χρόνια με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, που πίστεψε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα μέχρι τα βάθη της ψυχής του και αγωνίστηκε για αυτά ως το τέλος της ζωής του. Ο άνθρωπος, ο καλός οικογενειάρχης, με το πλατύ χαμόγελο, τη γενναιόδωρη και γεμάτη καλοσύνη καρδιά, που αγαπούσε τους συνανθρώπους, του Έλληνες, Τούρκους, Άγγλους, άσχετα αν διαφωνούσε για τα πολιτικά πιστεύω τους. Κοινωνικός, επικοινωνιακός με τους ανθρώπους γύρω του, κέρδιζε αμέσως τη συμπάθεια των άλλων και με ένα τρόπο ξεχωριστό και μοναδικό στεκόταν δίπλα στους ανθρώπους που τον χρειάζονταν. Ανεκτίμητη κληρονομιά για εμάς τα παιδιά του η μετάγγισητης εκτίμησηςκαι του σεβασμούτων ανθρώπων που τον γνώριζαν.

Από την εφηβεία του ο Λόντος, άγουρο παλληκάρι ακόμη,βρίσκει τηντόλμη και τη δύναμη να κατεβάσει τη σημαία του βάρβαρου αποικιοκράτη κατακτητή και να υψώσει την ελληνική στο δημοτικό σχολείο της Λαπήθου.Ο αγώνας της ΕΟΚΑ του 55 τον βρίσκει να αγωνίζεται, όπως και τόσοι άλλοι Ελληνοκύπριοι στο πλευρό του Διγενή. Το 1956 συλλαμβάνεται από τους ΄Αγγλους και μεταφέρεται πρώτα στα κρατητήρια Πύλας και μετά στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς όπου και μένει μέχρι τη λήξη του αγώνα.

Στις 20 Ιουλίου 1974, με το ρίξιμο της πρώτης βόμβας στο στρατόπεδο δίπλα από το Γ. Σ. Πράξανδρο και βλέποντας από το μπαλκόνι του σπιτιού μας την πολυαγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας γεμάτη τουρκικά πλοία,αναλαμβάνει αμέσως δράση ως εθελοντής στρατιώτης. Πάντα πιστός στο «Υπεράνω όλων η Πατρίς», εγκαταλείπει τη σύζυγο τουΛόρια, μια γυναίκα άξια,αντάξια σ’ αυτό που πρέσβευε ο Λόντος, και τα παιδιά του στα χέρια της Θείας Πρόνοιας και ρίχνεται στη μάχη.Πρώτος σταθμός το φρούριο της Κερύνειας , να απεγκλωβίσει τους Μακαριακούς που βρίσκονται εκεί κλεισμένοι. Ο Έλληνας αξιωματικός αρνείται να τους ελευθερώσει, ο Λόντος αρπάζει το όπλο από τα χέρια του φρουρού, πυροβολεί την κλειδαριά και τους ελευθερώνει.

Και όταν στην πορεία βλέπει ότι ο αγώνας είναι μάταιος, άνισος, όταν για μια ακόμα φορά καταλαβαίνει ότι οι Εφιάλτες δεν πέθαναν ποτέ, ότι η βοήθεια από την Ελλάδα είναι ένα όνειρο απατηλό, λέει στον φίλο και συμπολεμιστή του Γιώργο Γεωργιάδη. «Πάει, μας πούλησε η Ελλάδα, κουμπάρε, πάμε να βρούμε τις οικογένειές μας και να τραβήξουμε τον δρόμο του ξεριζωμού». Τον σταματά όμως η συγκινημένη γεμάτη αγωνία φωνή του Έλληνα Διοικητή. «Παλληκάρια μην ρίξετε όταν δείτε αεροπλάνα γιατί είναι ελληνικά, έρχεται επιτέλους βοήθεια». Αυτό ήταν για τονΛόντο. Αυτό ήταν που ήθελε να ακούσει. Αναπτερώνεται το ηθικό του, γεννιέται πάλι η ελπίδα ότι η μάχη θα κερδηθεί, η Ελλάδα, που τόσο αγάπησε, είναι στο πλευρό της μικρής Κύπρου έτοιμη να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη της. Παραμύθι όμως και αυτό. Το νησί προδόθηκε για άλλη μια φορά. Οι αγώνες των Ελληνοκυπρίων για μια Κύπρο ελληνική, ενωμένη με την Ελλάδα πέφτουν στο κενό.

Οι Τούρκοι της ΤΟΥΡΔΙΚ τον συλλαμβάνουν από το χωριό Τριμίθι όπου κατέφυγε μετά από τραύμα στην σπονδυλική του στήλη. Και όταν,μετά από βασανιστήρια, έρχεται η ώρα να τον εκτελέσουν δεν σκιάζεταιτους δήμιους του και τους ζητά ξεψυχισμένα να μην του κλείσουν τα μάτια. «Να σας βλέπω και να με βλέπετε», τους λέει.

Αυτός ήταν ο πατέρας μας ο Λόντος, Παλληκάρι, Λεβέντης, αετός που ήθελε να πετά ψηλά, ελεύθερα , να αναπνέει ελεύθερα καθαρό ελληνικό αέρα στον καταγάλανο ουρανό του νησιού του. Δεν του άρεσαν οι δερμάτινες καρέκλες και τα βολέματα, δεν αγωνίστηκε για αυτά τα ανθρώπινα και μικρά, η σκέψη του ξεπερνούσε το ανθρώπινο, για αυτό και τα έδωσε όλα για την πατρίδα και έτσι θα μείνει στην ψυχή και στη σκέψη όλων εμάς που τον γνωρίσαμε, τον αγαπήσαμε, τον θαυμάσαμε.

Αιωνία σου η μνήμη αγαπημένε μας πατέρα.

Ιόλη

Ι. Ναός Αγίου Κοσμά, Λεμεσός 7.1.2017

Subscribe to Email