Διασκευή, επιμέλεια Στέλιου Κούκου

Ήταν στην πόλη εκείνη κάποιος ειδωλολάτρης, πολύ πλούσιος και ισχυρός που ονομαζόταν Δράκων. Αυτός είχε έναν γιο, ο οποίος κι αυτός ονομαζόταν Δράκοντας.

Ο νεαρός έπασχε από φοβερή ασθένεια στο δεξιό του πλευρό, για την οποίαν ο πατέρας του είχε ξοδεύσει πολλά χρήματα στους γιατρούς. Εκείνοι, όμως, δεν μπόρεσαν να τον ανακουφίσουν καθόλου.

Κάποιαν ημέρα που ο άγιος Επιφάνιος περνούσε έξω από το σπίτι τους όπου κάθονταν ο μέγας Δράκων με το ασθενές παιδί του μαζί με πολλούς άλλους, τους χαιρέτισε όλους. Κατόπιν, αφού πήρε το χέρι του ασθενούς, είπε:

  • «Δράκον, γίνε και συ υγιής, όπως και οι άλλοι».

Και, ω του θαύματος! ευθύς ο Δράκων έγινε καλά! Εκείνοι δε που βρίσκονταν εκεί και είδαν το θαύμα έμειναν εκστατικοί. Τότε ο πατήρ του θεραπευθέντος, από τον φόβο και τον τρόμο, ο οποίος τον κατέλαβε, δεν μπόρεσε να πάει μέσα στο σπίτι του μόνος του με τα πόδια του γι’ αυτό, αφού τον κράτησαν στα χέρια τους οι υπηρέτες του, τον μετέφεραν και τον απόθεσαν στο κρεββάτι του.

Την επομένη ημέρα, η σύζυγος του Δράκοντα μετέβη προς τον Άγιο και τον παρακάλεσε να πάει στο σπίτι τους, για αναπέμψει προσευχή στο Θεό και να σηκωθεί ο σύζυγός της από το κρεβάτι.

Έτσι, πηγαίνοντας ο Άγιος στην οικία του Δράκοντα, ανέπεμψε προσευχή υπέρ αυτού στον Θεό και αμέσως ο Δράκων σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Το επόμενο πρωί, αφού πήρε ο ίδιος πέντε χιλιάδες νομίσματα, τα έφερε στον Άγιο Επιφάνιο, ο οποίος είπε προς αυτόν:

  • «Σε εμένα, ω τέκνον μου, αρκεί ένα ένδυμα για να καλύπτω το σώμα μου και λίγο ψωμί και νερό. Γιατί, λοιπόν, με επιβαρύνεις; Εάν όμως θέλεις να δοξασθείς, πήγαινε στην οικοδομή του Ναού του Θεού και δος αυτά σε εκείνους που εργάζονται εκεί».

Έτσι έπραξε ο Δράκων. Κατόπιν δε παρακάλεσε τον Άγιον και βάφτισε αυτόν και την σύζυγό του διά του αγίου Βαπτίσματος.

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Μαΐος, τόμος ε’.

Subscribe to Email