Ἡ ἀγάπη πού κληρονόμησε ἀπό τή γιαγιά καί τή μητέρα του γιά τά προσκυνητάρια καί τά ἐξωκκλήσια, τόν ἔκανε νά τά ἐπισκέπτεται τακτικά καί μόνος του. Ἐπισκεπτόταν καί τό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, πού ἦταν κοντά στό χωριό τους, τή Φαράκλα τῆς Βόρειας Εὔβοιας καί πού τά πρῶτα χρόνια λειτουργοῦσε σάν σχολεῖο. Ἄναβε τά καντήλια, περιποιόταν τό ἐκκλησάκι, προσευχόταν, ἔκανε μετάνοιες καί ἀξιώθηκε παιδιόθεν, ὀκτώ-ἐννέα ἐτῶν νά δεῖ ἀρκετές φορές ὁλο¬ζώντανη τήν Ἁγία. Ἔλεγε συχνά: «Μέ τά χέρια μου ἔσκαψα τό χῶμα καί δημιούργησα λαξευτή σκάλα, γιά νά μποροῦν ἄνετα οἱ προσκυνητές νά ἀνεβαίνουν στό ἐξωκκλήσι. Ἔκοβα ἕνα φουντωτό θάμνο, σκούπιζα τήν ἐκκλησία, ἄναβα τά καντηλάκια καί καθόμουν καί κοίταζα τίς εἰκόνες μέσα στήν ἀπόλυτη σιωπή τῆς νύχτας, πάνω στόν ἐρημικό λόφο. Οὔτε φοβόμουν μόνος, οὔτε λογισμός δειλίας μέ ἐνόχλησε ποτέ. Ἔβλεπα τότε τήν Ἁγία σάν Μοναχή νά βγαίνει ἀπό τό Ἱερό, νά διασχίζει τό ναό της καί ἔξω στήν αὐλή νά σκύβει νά πλένει τά καντήλια της. Μέ τό παιδικό μου τό μυαλό ἔλεγα ὅτι ἡ Ἁγία πλένει τά πιάτα της, ὅπως ἡ μητέρα μου κάθε βράδυ.

Ἕνα βράδυ, καθώς πήγαινε, ὡς συνήθως, στό ἐξωκκλήσι καί ἐνῶ βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά ἀπό τήν ἐκκλησία, βλέπει τήν Ἁγία σάν Μοναχή νά στέκεται ἀπ’ ἔξω καί νά τοῦ λέει:

− «Ἔλα ἐδῶ, Ἰάκωβε, νά σοῦ μιλήσω!

Δείλιασα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια, ὡστόσο τῆς εἶπα:

− Φοβοῦμαι νά ἔρθω κοντά σου. Πές μου ἀπό ἐδῶ πού στέκομαι τί θέλεις νά μοῦ πεῖς.

− Γιατί μέ φοβᾶσαι; Ἐσύ τόσον καιρό ἔρχεσαι καί περιποιεῖσαι τήν ἐκκλησία μου καί μοῦ ἀνάβεις τά καντήλια μου! Θέλω πολλά νά σοῦ πῶ. Ζήτησέ μου τί χάρη θέλεις, τί χάρισμα νά σοῦ δώσω.

− Νά ρωτήσω τή μητέρα μου καί θά σοῦ πῶ.

Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου. Λέω στή μητέρα μου ὅτι εἶδα τήν Ἁγία Παρασκευή καί μοῦ ζήτησε νά τῆς πῶ τί χάρη θέλω νά μοῦ κάνει. Τῆς ἐξήγησα λεπτομερῶς τά γεγονότα καί ἐκείνη ἀφοῦ πρῶτα μέ «μάλωσε» πού μικρό παιδί ἔβγαινα τή νύχτα ἀπό τό σπίτι, μοῦ εἶπε:

− Παιδί μου, νά ζητήσεις ἀπό τήν Ἁγία τήν τύχη σου νά σοῦ δώσει.

Τό ἄλλο βράδυ πῆγα στό ἐξωκκλήσι καί βλέπω πάλι τήν Ἁγία σάν Μοναχή νά μέ περιμένει ἔξω ἀπό τό Ναό της. Στέκομαι λίγο καί τῆς λέω:

− Τήν τύχη μου θέλω νά μοῦ δώσεις.

− Ἡ τύχη σου…; Στή ζωή σου, μοῦ λέει, θά δεῖς δόξες καί τιμές πολλές καί τό χρυσάφι θά περνάει ἀπό τά χέρια σου −καί ἔκανε μιά κίνηση μέ τό χέρι της ἡ Ἁγία δείχνοντας τή μεγάλη ποσότητα, τήν ἀφθονία− ἀλλά δέ θά σ’ ἀγγίζει.

Καί πράγματι, ἀμέτρητα χρήματα πέρασαν ἀπό τά χέρια μου, ἀλλά ὅλα πῆγαν στόν προορισμό τους, στούς πάσχοντες, στούς φτωχούς, στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Καί ἄλλα πολλά μοῦ εἶπε ἡ Ἁγία Παρασκευή καί πάλι τρέχοντας γύρισα στό σπίτι μου».

Αὐτή του ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή μέ τό χρόνο αὐξανόταν ὅλο καί περισσότερο. Στό σπίτι του εἶχε μετατρέψει τό ἕνα ἀπό τά δύο δωμάτια σέ κελλάκι, ὅπου ἔκανε τίς πολύωρες, πολλές φορές καί ὁλονύκτιες προσευχές του.

Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».

 

Subscribe to Email