Συνέντευξη π. Ανδρέα Αγαθοκλέους προς το κ. Βασίλη Κλεόπα

για τη διπλωματική του με θέμα: «Ο Γέρων Παναής της Λύσης».

Λευκωσία 28.3.2022

- Καταρχάς πότε και πώς γνωρίσατε τον παππού Παναή;

- Τον γνώρισα τον Οκτώβριο, Νοέμβριο, περίπου εκεί, του 1979, στη Λάρνακα, όταν ήταν σε ένα τουρκικό σπίτι, κοντά στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Και τον γνώρισα μέσω άλλου γνωστού μου, ο οποίος τον ήξερε και  ήθελε να μου τον γνωρίσει και εμένα. Και πήγα. Τους είδα.  Μίλησα μαζί τους. Και πήγαινα μετά πιο συχνά. Μετά πήγαν στο συνοικισμό των Αγίων Αναργύρων. Οπότε, και εδώ δυο-τρεις φορές τη βδομάδα τους επισκεπτόμουν. Και ως κληρικός, βέβαια.

- Ενώ και τα τρία αδέρφια ήταν αφιερωμένα στο Θεό, εντούτοις ο Παναής θεωρούνταν και από τους ίδιους, όσο και από τον κόσμο ως ο γέροντας. Γιατί νομίζετε; Τι ήταν αυτό που διαφοροποιούσε τον γέρο Παναή από τον Βασίλη;

- Βασικά ήταν θέμα ηλικίας. Ο Παναής ήταν πιο μεγάλος από τον Βασίλη και μετά ήταν η Τρυφωνού. Ήταν τα τρία αδέρφια, τα οποία αφιερώθηκαν, και δεν ήταν κάτι παράξενο στην Λύση να αφιερώνονται τότε οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, γιατί είχαν τη νοοτροπία ότι έπρεπε να παντρευτούν Λυσσιώτη. Οπότε, σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν έβρισκαν, μπορούσαν να μείνουν άγαμοι, δηλαδή δεν ήταν παράξενο το ότι οι τρεις αυτοί, έμειναν άγαμοι. Ζούσαν, βέβαια, μέσα στην εκκλησία. «Ήταν το σπίτι τους εκκλησία και η εκκλησία σπίτι τους», όπως είχε πει στον επικήδειο ο γέροντας του Σταυροβουνιού τότε. Ως εκ τούτου είχαν αποδεχτεί την αγαμία τους μέσα στον κόσμο, μέσα στο χωριό. Κάτι που σε άλλα χωριά ήταν πιο δύσκολο. Αλλά, το ότι ήταν μαζί και οι τρεις αυτό τους έδινε και μία ασφάλεια, μπορούμε να πούμε. Άλλωστε, η Τρυφωνού, κάτι πολύ σημαντικό για την προσωπικότητά της, έμεινε για να τους διακονεί. Δεν παντρεύτηκε γι’ αυτό το λόγο. Ο Παναής και ο Βασίλης δεν ήθελαν, και το σεβάστηκαν οι γονείς τους. Τότε αποφάσιζαν βασικά, είχαν ένα σημαντικό ρόλο για το γάμο τους, και οι γονείς.

- Τι ήταν αυτό το ξεχωριστό το οποίο εσείς είδατε στον Παναή, το οποίο, όπως δηλώνετε, σας έκανε να τον έχετε ως γέροντά σας;

- Δεν μπορώ να πω ότι από την αρχή τον αποδέχτηκα. Όχι γιατί εκείνος δεν εξέπεμπε μία αγιότητα αλλά γιατί εγώ είμαι δύσκολος να αποδεχτώ ότι ένας γέρος είχε γνωρίσματα, και βίωνα αυτά τα γνωρίσματα, που βίωνα στον πατέρα Παΐσιο, στον πατέρα Πορφύριο. Τους σύγχρονους αγίους δηλαδή, τους οποίους ως φοιτητής είχα επισκεφτεί. Είχα μιλήσει με τον πατέρα Παΐσιο, ας πούμε, μιλούσαμε τρεις ώρες μαζί με τον πατέρα Σπυρίδωνα. Είμαστε λαϊκοί και οι δύο φοιτητές. Θέλω να πω, είχαμε επικοινωνία, σχέση, όπως και με άλλους γέροντες του Αγίου Όρους: τον πατέρα Αιμιλιανό, τον πατέρα Βασίλειο, τον πατέρα Γεώργιο. Αυτοί, λοιπόν, οι γέροντες, εκπέμπαν, να πω, αγιότητα… Τέλος πάντων ήταν κάτι το οποίο τους διαφοροποιούσε από τους άλλους, οποιουσδήποτε διδασκάλους ή ιερείς. Εμείς τότε, ως φοιτητές νεαροί, θέλαμε να μιλούμε μαζί τους, για να δούμε την πορεία της ζωής μας, να δούμε, τέλος πάντων, πώς μπορούμε να πορευτούμε στην πνευματική ζωή. Αυτό, λοιπόν, το βίωμα, το συναντώ και στον παππού τον Παναή. Αλλά δεν το αποδέχτηκα. Πέρασαν 2-3 χρόνια να πω μέσα μου, «Ναι, αυτός έχει πνεύμα Άγιο. Ναι, αυτός μπορεί να είναι γέροντας. Μπορεί να είναι ίδιος με αυτούς τους οποίους γνώρισα στην Ελλάδα». Βέβαια, δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Και εδώ είχαμε τον πατέρα Αθανάσιο του Σταυροβουνιού. Είχαμε κι άλλους ανθρώπους οι οποίοι είχαν αυτήν την ευσέβεια, την αγιότητα, μπορούμε να πούμε. Ο Παναής ήταν ο άνθρωπος ο οποίος είχε αυτό το χάρισμα, το μετέδιδε. Και πέρασαν κάποια, όπως ανέφερα προηγουμένως, χρόνια για να το αποδεχτώ.

Δηλαδή στην αρχή διερωτάσαι, μετά εκπλήσσεσαι, μετά παραδίδεσαι.

- Είσαστε ο μοναδικός, μέχρι στιγμής, που έχετε συγγράψει δύο βιβλία για τον παππού. Το 'εμπειρία Αγιότητος' και το 'Παναής εκ Λύσης. Μαρτυρία και μαρτυρίες.' Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στη συγγραφή των βιβλίων αυτών;

- Το πρώτο βιβλίο, 'Εμπειρία Αγιότητος', πέρασαν μερικά χρόνια, 4-5, για να τολμήσω να το γράψω. Κυοφορείτο μέσα μου, αλλά δεν τολμούσα, γιατί είπα: «ποιος είμαι εγώ που θα γράψω για τον παππού τον Παναή, με τόση αγιότητα, τόσο μεγαλείο, τόσο πνευματικό κύρος;», που φάνηκε, βέβαια, έντονα και στην κηδεία του, όπου ο πατήρ Αθανάσιος στον επικήδειο τον προσφώνησε «Πάτερ Παναή», ενώ ήταν λαϊκός. Και, μάλιστα, το ότι ήρθε, ενώ δεν έβγαινε συχνά από το μοναστήρι, το ότι ήρθε στην κηδεία του και μάλιστα καθυστέρησε και τον περιμέναμε. Αυτό έδινε ένα, να το πω έτσι, πνευματικό κύρος στον παππού τον Παναή. Μια αναγνώριση μάλλον. Και υπήρχαν πάρα πολλοί, καμιά 20 - 25άρια ιερείς, πολύς κόσμος. Έγινε εκεί στη λυόμενη εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Και μετά άρχισαν, βέβαια, να λέγονται κάποια πράγματα, να φαίνεται πως ο κόσμος τον αποδέχτηκε ως άγιο.  Οπότε, αντιλαμβάνεσαι, εγώ έλεγα: «πώς θα τολμήσω να γράψω;». Αλλά από την άλλη, λέω, «θα γράψω το δικό μου». Ο παππούς ο Παναής με ενθάρρυνε να γράφω. Ήδη, πριν κοιμηθεί, έγραψα το πρώτο βιβλίο. Μιλάμε για το 1989, στην αρχή. Ο παππούς πέθανε Δεκέμβριο. Αυτό το βιβλίο το οποίο ονόμασα: ‘Εν ερημίαις πλανώμενοι’, το αφιέρωσα στον παππού τον Παναή. «Αφιερωμένο στον παππού Παναή από τη Λύση, τον κοσμικό ερημίτη». Έτσι έγραψα. Και σε αυτό που του έδωσα, συμπλήρωσα χειρόγραφα, «που είναι για μένα, ένα σημείο της ζωντανής παρουσίας του ζώντος Θεού». Του το έδωσα, το είδε, χαμογέλασε, δεν είπε τίποτα. Λοιπόν, ο παππούς με ενθάρρυνε να γράφω. Και μάλιστα, στην τελευταία συνάντηση που είχαμε, όταν ήταν στο κρεβάτι, λίγες μέρες πριν κοιμηθεί, που δεν μιλούσε, και πήγα να του μιλήσω και του είπα το λογισμό μου, ότι, «ποιος είμαι εγώ που θα γράφω, να μιλώ», και τότε, ως διαθήκη θα μπορούσα να πω ότι το εισέπραξα,  επέμενε πάρα πολύ και μίλησε με έντονο ύφος: «αυτό το χάρισμα σου έδωσε ο Θεός, αυτό πρέπει να καλλιεργήσεις». Ως εκ τούτου κάτω από αυτό το βάρος, μπορώ να πω, της εντολής του παππού του Παναή, είπα πρέπει να γράψω. Και έτσι το άφησα να βγει και βγήκε. Βέβαια, το είδαν και άλλοι, το διόρθωσαν. Όπως επίσης, γράψαμε και τα λόγια τα οποία μας έλεγε, στο βιβλίο αυτό. Στο δεύτερο μέρος, που το θεωρώ πολύ σημαντικό. Τα λόγια αυτά είναι από τις σημειώσεις που κρατούσε η Πρεσβυτέρα, η γυναίκα μου η Γεωργία, η οποία πήγανε και αυτή συχνά και μάλιστα μπορούσε να πάρει και δύο μωρά από τα πέντε που έχουμε, μικρά τότε, τα πρόσεχε η Τρυφωνού και αυτή μιλούσε μαζί του. Και τα έγραφε  όπως τα έλεγε. Στην κυπριακή διάλεκτο. Οπότε, καταλαβαίνετε ότι ύστερα έπρεπε να τα μαζέψουμε, να τα χωρίσουμε σε θέματα και ακόμα να γραφτούν στη δημοτική, στην νεοελληνική, γιατί την κυπριακή διάλεκτο είναι δύσκολο να την διαβάσει κανείς. Και έγινε αυτό. Όταν το έστειλα το βιβλίο στον πατέρα Βασίλειο Γοντικάκη τον Ιβηρίτη, τον σοφό αυτόν γέροντα, μου απάντησε και μου είπε ότι πολλοί θα σε ευγνωμονούν για πολλά χρόνια, γι’ αυτό το βιβλίο. Εγώ, βέβαια, θεωρώ ότι έχει αξία  εξ αιτίας των λόγων του παππού, που είναι τα μοναδικά που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Το δεύτερο βιβλίο, 'Παναής ο εκ Λύσης - Μαρτυρία και μαρτυρίες': Καταθέτω τη δική μου μαρτυρία για τη χαρισματική κατάσταση την οποία είχε και, συγχρόνως, παραθέτω τα λόγια που μου είπαν διάφοροι, τους οποίους συνάντησα και μαγνητοφώνησα. Απλοί άνθρωποι της Λύσης αλλά και άλλοι που τον συνάντησαν στην προσφυγιά, στη Λάρνακα, βασικά, που ζούσε. Έτσι βγήκαν αυτά τα βιβλία χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μπορώ να πω. Βγήκαν αυτά τα βιβλία αυθόρμητα, ελεύθερα και φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε ο κόσμος, όσον αφορά την αποδοχή αυτών των βιβλίων. Στην πραγματικότητα ήταν η δική μου κατάθεση στην εκκλησία της δικής μου εμπειρίας. Από εκεί και πέρα η εκκλησία τα προσλαμβάνει ή τα απορρίπτει. Φαίνεται όμως ότι τα προσέλαβε.

- Ποια ήταν η άποψή του για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το ’74 και την προσφυγοποίηση τόσων ανθρώπων;

- Θα έλεγα μία μαρτυρία που υπάρχει για την απάντηση που έδωσε στο ερώτημα: «τι γίνεται, Παναή, τώρα με την εκκλησία σου; Την έκαναν τζαμί οι Τούρκοι». Ξέρουμε πόσο αγαπούσε την εκκλησία, πόσο τη φρόντιζε ως νεωκόρος, πόσο την καθάριζε. Ξέρουμε για τις ακολουθίες που έκανε εκεί με ιερέα ή χωρίς ιερέα και με τον κόσμο. Και είπε ο παππούς τότε: "Ε, δεν πειράζει. Και αυτοί Θεό λατρεύουν". Αυτή η θεώρηση, δηλαδή, της άλλης γνώμης και άλλης άποψης για την κατάκτηση, για την εισβολή των Τούρκων. Σίγουρα πόνεσε, γιατί ζούσε ως άνθρωπος τα ανθρώπινα. Αλλά δεν κολλούσε, γιατί βίωνε αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος: "το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει. Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν". Δεν μπορούμε να πούμε, δηλαδή, ότι ζούσε μονοφυσικά, μόνο για τη βασιλεία του Θεού και δεν τον ενδιέφεραν τα ανθρώπινα, αλλά δεν προσκολλάτο σε αυτά. Αυτό το βλέπουμε και στη στάση που τήρησε τότε με τον αγώνα της ΕΟΚΑ, που δεν μπήκε στον αγώνα, αλλά βοηθούσε πνευματικά με τις προσευχές του, με το να ενισχύει τον κόσμο, με το να συμπαρίσταται όλων αυτών των ανθρώπων που είχαν αγωνιστές, που είχαν, ακόμα, κεκοιμημένους στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Ε! κατά παρόμοιο τρόπο και στην εισβολή. Πολλοί άνθρωποι πήγαιναν, άλλωστε, κοντ’α του που είχαν αγνοουμένους, που είχαν πεθαμένους στην εισβολή. Ο παππούς συμπαρίσταται όπως μπορεί να συμπαρασταθεί η εκκλησία στον ανθρώπινο πόνο.

- Τι είναι αυτό που θυμάστε πιο έντονα από τον παππού;

- Τη χαρά που εξέπεμπε. Την αισιοδοξία. Την αγάπη,  που αγκάλιαζε όλους. Ανθρώπους οι οποίοι μπορεί να μην είχαν καμία σχέση με την εκκλησία κι όμως τους αποδεχόταν, τους αγκάλιαζε. Και τον πόνο που βίωνε στον πόνο των ανθρώπων. Δεν ήτα θεωρίες αυτά τα οποία έλεγε, αλλά συνέπασχε ουσιαστικά. Είχε περιπτώσεις που μπορούσε να κλάψει. Όμως δεν ήταν συναισθηματική η συμπόρευση, ήταν καθαρά πνευματική και αυτό φαίνεται από το ότι, όσοι πήγαιναν εκεί με τον πόνο, με το πρόβλημά τους ο παππούς ο Παναής συνέχιζε να προσεύχεται για αυτούς. Και είχε μάλιστα και ένα τετράδιο που έγραφε. Όλους. Τους αρχιερείς, ιερείς, ιερομονάχους και συγκεκριμένα ονόματα και γενικά και λαϊκούς και κληρικούς. Και αυτό το έκανε κάθε μέρα με την παράκληση.  Μαζευόταν κόσμος εκεί στο σπίτι τους, γονάτιζαν και προσεύχονταν.

- Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μήνυμα του παππού για τη σημερινή εποχή;

- Ότι ο Θεός μας αγαπά. Θυμάμαι ότι την ημέρα της κηδείας μίλησε ο πατήρ Αθανάσιος του Σταυροβουνιού, μίλησε ένας φίλος του, μίλησε ο δήμαρχος της Λύσης και μου είπαν να πω και εγώ κάποια λόγια και είπα αυτό: Ότι κοντά του νιώσαμε την αγάπη του Θεού.

Η πραγματικότητα είναι ότι όταν ο άνθρωπος δεν νιώσει την αγάπη ενός ανθρώπου που τον αγαπά εξ ονόματος του Θεού, δεν μπορεί να καταλάβει την αγάπη του Θεού. Έτσι είναι μεγάλη ευγνωμοσύνη που έχω εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, στον παππού τον Παναή, γιατί μπορέσαμε να νιώσουμε ότι ο Θεός μάς αγαπά. Με το να μας αγαπήσει ένας άνθρωπος του Θεού. Αυτός, ο παππούς ο Παναής.

- Θέλω να σας ζητήσω να μας μεταφέρετε κάποιες εμπειρίες σας από τον παππού.

- Τι εμπειρίες τώρα; Όταν ζούσε; Μετά; Τι να πω;

- Είτε πριν, είτε μετά.

- Θα αναφέρω μία τελευταία εμπειρία, μια και είναι πιο πρόσφατη και πιο έντονη μέσα μου. Είχα κάποια προβλήματα και παρακάλεσα τον παππού. Και  ένιωσα πολύ έντονα την παρουσία του. Πώς ένιωσα την παρουσία του; Θυμόμουν τον παππού και γέμιζαν τα μάτια μου και έκλαιγα. Κάτι που δεν μου συνέβη άλλη φορά. Αυτό το ερμηνεύω ότι ήταν παρουσία. Βέβαια, αυτές οι εμπειρίες είναι προσωπικές και κατανοούνται στο σημείο που ο άλλος έχει παρόμοια εμπειρία. Αλλιώτικα δεν μπορεί να την καταλάβει. Ως εκ τούτου είναι λίγο επικίνδυνο να μιλούμε γι’ αυτές τις εμπειρίες. Πιστεύω ότι πολύς κόσμος έχει εμπειρίες από τον παππού. Από αυτές άλλες ακούμε και άλλες δεν ακούμε. Άλλα λέγονται, άλλα δεν λέγονται. Πολύς κόσμος που πηγαίνει και στον τάφο του ακόμα, τον παρακαλεί. Σε κανένα δεν αρνείται. Και αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλη ευλογία για εμάς σήμερα στην Κύπρο, να έχουμε ανθρώπους του Θεού που μας βοηθούν να πορευτούμε τα δύσκολα της ζωής μας, τον πόνο, τον σταυρό μας και είναι μία ανάπαυση και μία δύναμη.

- Να τολμήσω να σας ρωτήσω και για ένα ζήτημα που προέκυψε μέσα στους  κόλπους της εκκλησίας τα τελευταία χρόνια και έχει διχάσει τόσο κόσμο. Και μιλώ για το ζήτημα του κορονοϊού. Εσείς ποια πιστεύετε θα ήταν η θέση του παππού σε αυτό το ζήτημα, όπως τον γνωρίζατε και τον ζήσατε;

- Πιστεύω ακράδαντα ότι ο παππούς θα έκανε υπακοή στην εκκλησία. Εφόσον είπε αυτό, δεν θα είχε καμία αντίρρηση. Ήταν πολύ άνθρωπος της υπακοής. Εάν η Σύνοδος έλεγε 'μην εμβολιαστείτε' δεν θα εμβολιαζόταν. Όποια συνέπεια και να είχε. Θα έκανε υπακοή. Και, βέβαια, θα έκανε υπακοή και στο κράτος, εφόσον δεν συγκρούεται με το θέλημα του Θεού. Πολύ παραπάνω θα έκανε υπακοή στη Σύνοδο, που ήταν ξεκάθαρη, βέβαια, η Σύνοδος. Άρα δεν θα υπήρχε δίλημμα για τον παππού. Θα εμβολιαζόταν, επειδή αυτό είπε η εκκλησία. Τελείωσε. «Το περισσόν εκ του πονηρού εστί». Αυτά δεν τα είχε. Ήταν πολύ ξεκάθαρη η σκέψη του παππού, όπως όλων των ανθρώπων του Θεού. Δεν είχε διλήμματα. «Ανήρ δίψυχος», όπως το λέει και ο Ιάκωβος,  «ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού». Δεν είχε ακαταστασία μέσα του ο παππούς. Ήταν ξεκάθαρος.

- Διαβάζοντας και ψάχνοντας,  λόγω της μελέτης, ο Παναγιώτης Καπαρής αναφέρει ότι ακόμα και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης έκανε αναφορές  στον παππού, γι’ αυτό και πολύς κόσμος από την Ελλάδα ερχόταν να τον γνωρίσει στη Λάρνακα.

Τι ήταν αυτό που τον διαφοροποιούσε, ώστε να μιλούν και να τον χρησιμοποιούν ως παραδείγματα μορφές όπως ο Άγιος Παΐσιος;

- Γιατί, ακριβώς, ήταν το ίδιο πνεύμα με τον Άγιο Παΐσιο και όλους τους Αγίους. Ο παππούς, δεν το πιστεύω εγώ μόνο, είναι συνείδηση πλέον της εκκλησίας, είναι ένας Κύπριος Άγιος. Μα οι κύπριοι Άγιοι δεν διαφοροποιούνται από τους άλλους Αγίους. Δεν έχουμε Έλληνες Αγίους,  Ρώσους αγίους, Σέρβους αγίους. Όλοι είναι άγιοι της εκκλησίας μας. Γι’ αυτό και τα γνωρίσματα είναι κοινά. Επίσης, μεταξύ τους, επειδή έχουν το ίδιο πνεύμα, γνωρίζονται πνευματικά. Λέγεται π.χ. για τον πατέρα Πορφύριο ότι επικοινωνούσε με τον πατέρα Σωφρόνιο ενώ, δεν είχαν ποτέ τους συναντηθεί. Αυτό δείχνει το κοινό πνεύμα. Γιατί είναι το ίδιο Άγιο πνεύμα. Άρα και ο παππούς ο Παναής, αφού ήταν μέσα στην εκκλησία και βίωνε το Ευαγγέλιο τέλεια και ζούσε εν αγίω πνεύματι, ήταν πολύ φυσικό να μαθευτεί και εκτός συνόρων της Κύπρου. Όσο πάνε τα πράγματα και εξ αιτίας του  διαδικτύου, βέβαια, είναι πολύ πιο εύκολο τώρα να μαθευτεί. Αλλά, σίγουρα, ο παππούς ο Παναής ένιωθε τον εαυτό του τον πιο αμαρτωλό.

- Γιατί, θεωρείτε, δεν πήγε μοναχός στο Σταυροβούνι με τον Βασίλη και έμειναν στον κόσμο; Όλη η ζωή του δεν διαφοροποιείτο έτσι κι αλλιώς από αυτήν ενός ασκητή μοναχού;

- Αυτό είναι αλήθεια. Όμως τότε, για δύο λόγους δεν πήγε. Πρώτον: γιατί ήταν το παλιοημερολογικό ζήτημα, το οποίο δίχασε το Σταυροβούνι. Ως εκ τούτου δεν ήταν ο κατάλληλος καιρός για να πάνε. Και δεύτερον, που νομίζω ήταν και ο πιο σημαντικός, ο ίδιος ο πνευματικός τους, ο πατήρ Κυπριανός ο Σταυροβουνιώτης (που είναι πλέον αναγνωρισμένος άγιος, και κάποια στιγμή η εκκλησία και αυτόν θα το αγιοκατατάξει, επειδή έχει σημεία αγιότητας), που ήταν ο πνευματικός τους, τους είπε «καλύτερα μείνετε μέσα στον κόσμο, μείνετε στη Λύση, γιατί βοηθάτε πολύ κόσμο». Και πράγματι. Έπαιρναν ανθρώπους στο Σταυροβούνι να εξομολογηθούν και η όλη ζωή του μέσα στη Λύση ήταν ιεραποστολική, βοηθούσαν τον κόσμο. Βέβαια η ίδια η παρουσία του ήταν ένα σημείο της παρουσίας του Θεού.

- Πώς αντιμετώπισε τον θάνατο, αφότου έμαθε ότι έχει καρκίνο;

- Δεν μπορώ να πω ότι ήθελε να πεθάνει. Έκανε τις όποιες προσπάθειές του. Πήγαινε ο γιατρός, τον έβλεπε. Δεν πήγε σε νοσοκομείο. Ήταν σε μεγάλη ηλικία. Είχε καρκίνο που εξελίχθηκε μετά,  αλλά δεν έδινε και μεγάλη σημασία σε αυτό. Έκανε υπομονή, υπακοή στους γιατρούς, όπως και προς το τέλος που έπρεπε να τον σηκώσουν, να τον περιποιηθούν. Τότε που έχανε τις δυνάμεις του ήταν κοντά του η Γερόντισσα Μαριάμ, επειδή ήταν φυσιοθεραπεύτρια, ως λαϊκή. Πήγαινε. Τον είχε γνωρίσει,  της τον γνώρισα 3-4 μήνες πριν την κοίμησή του. Επειδή ήταν φυσιοθεραπεύτρια, ήξερε πώς να τον περιποιηθεί, να τον σηκώσει, να φάει και λοιπά. Ο παππούς τής είχε πολύ εμπιστοσύνη. Δεν έκανε τίποτα γιατί περίμενε να έρθει η Κατερίνα, έτσι την έλεγαν τότε. Στο τέλος όταν πλέον έπεσε στο κρεβάτι και μαθεύτηκε ότι ήταν στο τέλος του, άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να πάρει την ευχή του. Πήγε και η Γερόντισσα η Χαριθέα, πήγαν και παλιές του μαθήτριες. Πήγε πολύς κόσμος στη Λάρνακα που ήδη τον ήξερε. Εκεί στο κρεβάτι προσευχόταν συνέχεια  και ανέμενε αυτό το οποίο ανέμενε μία ζωή. Ο άνθρωπος του Θεού ξέρει ότι κάποια στιγμή θα φύγει να συναντήσει τον Κύριό του πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά, επειδή το γνώριζε από πριν, δεν έφυγε ούτε με ένταση, ούτε με φόβο, ούτε με άγχος. Παρέδωσε την ψυχή του ήρεμα. Έκλεισε ο ίδιος τα μάτια και το στόμα του. Κάναμε εκεί το τρισάγιο. Το πρώτο τρισάγιο που ήταν κάτι συγκλονιστικό. Να λέω εκείνη την ώρα για τον παππού, για πρώτη φορά, το τρισάγιο που αναφερόταν στους κεκοιμημένους. Αλλά, τελικά, ακόμα και στην κηδεία του, υπήρχε μία ειρήνη, μία ανεξήγητη ηρεμία μέσα στους ανθρώπους, μια χαρά. Προπέμπαμε έναν Άγιο! Ήταν πολύ σημαντικό αυτό. Είναι μεγάλη ευλογία το ότι τον γνωρίσαμε, τον ζήσαμε. Θεωρώ ότι είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός. Ήταν, πράγματι, μεγάλη ευλογία που τον έζησα για 10 χρόνια. Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του, που πήγαινα τις πρωινές ώρες, την ώρα που είχα κενή από το σχολείο ή κενές ώρες. Ευτυχώς είχα πολύ καλούς διευθυντές, δεν υπήρχε πρόβλημα. Και στις κενές μου ώρες, επειδή ήταν πιο εύκολο το πρωί, πήγαινα και τον συναντούσαν δυο με τρεις φορές τη βδομάδα. Και εκεί μου έλεγε αρκετά, τα οποία είτε τον ρωτούσα είτε δεν τον ρωτούσα. Ακόμα υπήρξαν και περιπτώσεις που ήθελα να τον ρωτήσω κάτι αλλά δεν τον ρωτούσα είτε γατί δεν ήταν η ώρα είτε γιατί το ξέχανα. Όμως μου απαντούσε. Κι έλεγα μέσα μου: «καλά γιατί μου το λέει τώρα αυτό;». Εγώ δεν μπορούσα εύκολα να αποδεχτώ, κατά κάποιον τρόπο, ότι έχει χάρισμα. Δεν έδινε έμφαση, δηλαδή, το μιλούσε έτσι απλά, φυσιολογικά. Όπως, άλλωστε, κάνουν όλοι οι άγιοι. Και ο πατήρ Παΐσιος πόσα μας έλεγε… Ύστερα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι αυτή η φυσιολογική και απλή εκφορά του λόγου είχε κάτι το βαθύτερο.

- Θεωρείτε ότι υπάρχει χώρος αλλά και λόγος αγιοκατατάξεως τού παππού αλλά και των άλλων δύο, του Βασίλη και της Τρυφωνούς;

- Νομίζω είναι κοινή συνείδηση και μάλιστα υπάρχει και αυτή η άποψη ότι πρέπει και οι τρεις. Αφού ζούσαν, άλλωστε, μαζί. Και οι τρεις ήταν όντως άνθρωποι του Θεού. Ο Παναής επειδή ήταν και μεγαλύτερος και ήταν ο γέροντας τους, μπορούμε να πούμε. Έκαναν υπακοή σε αυτόν αλλά και ο παππούς έκανε υπακοή. Ο Παναής κρατούσε την πνευματική υπόσταση της αδελφότητος. Ήταν, θα λέγαμε θεολογικά, της αποφατικής θεολογίας, ο Βασίλης της καταφατικής. Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος είχε το ταμείο. Θα αγοράσει διάφορα, θα κινηθεί. Ήξερε όμως ο Βασίλης πάρα πολύ καλά την Αγία Γραφή. Πάρα πολύ καλά. Απ' έξω. Και έτσι ο ένας,  θα έλεγα, συμπλήρωνε τον άλλο. Η δε Τρυφωνού ήταν ο άνθρωπος ο οποίος διακονούσε, με μία ταπείνωση, μία απλότητα, να κεράσει όλους τους ανθρώπους, όχι αναγκαστικά και γιατί πρέπει, αλλά με αγάπη. Κι αυτό φαινόταν και σε αυτό που κερνούσε. Δεν ήταν να κάνει έναν καφέ. Αλλά, μαζί με τον καφέ να κάνει οφτές ελιές, σε περίοδο νηστείας. Να κάνει φρυγανιά πάνω στον αμίαντο. Που δεν ήταν απλώς να βάλει ένα μπισκότο τώρα να κεράσει. Ή σε περίοδο που ήταν καταλύσιμη να κεράσει το χαλούμι το Λυσιώτικο, μαζί με το κουλούρι που έκανε η ίδια. Βλέπεις ότι ήταν αυτή η αποδοχή των ανθρώπων. Ήταν η αίσθηση ότι σε βλέπουν ως πρόσωπο  κι όχι απλώς ένα νούμερο, έναν επισκέπτη που θα έρθει και θα φύγει. Αυτό το ένιωθαν όλοι. Δεν ένιωθε κανένας άνθρωπος ότι ήταν βάρος. Γιατί μετάγγιζαν αυτό που μέσα τους είχαν, την αγάπη στο κάθε πρόσωπο, όποιος και να είναι, είτε είχε σχέση με την εκκλησία είτε όχι. Κληρικός ή λαϊκός. Όλοι εκεί, ήταν ο χώρος που μπορούσαν να αναπνεύσουν, που μπορούσαν να αισθανθούν αυτό το μεγαλείο της αγάπης, της φιλοξενίας, που αντικατοπτρίζει το μεγαλείο και την αγάπη του Θεού.

- Ευχαριστώ πολύ.

- Κι εγώ ευχαριστώ.

 

Subscribe to Email