Άννας Μαραγκού

Πριν χρόνια πολλά, ενώ  το νησί το διαφέντευαν οι Φράγκοι που πάσκιζαν να μας αλλαξοπιστήσουν και να μας κάνουν καθολικούς, δύο σαλταρισμένοι καλόγεροι, ο Ιωάννης και ο Κόνωνας, έφυγαν από το Καλόν Όρος της Παμφυλίας και άραξαν στο νησί μας. Πολλά θα είδαν τα μάτια τους, γύρευαν απεγνωσμένα γαλήνη για να δοξάζουν κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας τον Δημιουργό. Εμείς, εδώ, μέσα στην αφόρητη καταπίεση των καθολικών, δεκατέσσερις επισκοπές είχαμε - μας άφησαν τέσσερις – όχι στις πόλεις μας, όπου ήταν εκείνοι, στα χωριά… Η επισκοπή Σαλαμίνας πήγε στο Ριζοκάρπασο. Αρχιεπίσκοπο είχαν μόνο εκείνοι. Δύσκολοι και αβάσταχτοι χρόνοι για τους πιστούς του τόπου.

Ο Κόνωνας και ο Ιωάννης ξεκίνησαν την αναζήτηση για να στήσουν το ερημητήριό τους. Πέρασαν από γνωστά μοναστήρια, αλλά δεν έμειναν, περιπλανήθηκαν στα βουνά του Πενταδάχτυλου και έφτασαν στην Καντάρα, ανάμεσα γη και ουρανό. Εδώ έμειναν, έχτισαν το μοναστήρι της Παναγίας της Κανταριώτισσας, και κάθε βράδυ δόξαζαν αυτήν και τον μονάκριβό της. Τους αγάπησε ο γύρω κόσμος που βρήκε στο λόγο και στα έργα τους ποκούμπι, αναπαμό και ελπίδα, και οι καλοί καλόγεροι προσεύχονταν για όλους. Σιγά –σιγά ήρθαν και άλλοι που άκουσαν για τις καλοσύνες τους, για την αγάπη που σκορπούσαν πλουσιοπάροχα στους γύρω βοσκούς, στις γυναίκες, στα παιδιά. Μέχρι την πρωτεύουσα έφτασε η φήμη τους και θορυβήθηκε πολύ ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος που ένα απόμακρο μικρό μοναστήρι κρατούσε γερά τα ηνία της ορθοδοξίας και στέριωνε καθημερινά.

Έστειλαν λοιπόν δύο φρέρηδες δομινικανούς να πάνε στο μοναστήρι της Κανταριώτισσας να μάθουν τι ήταν αυτό που έκαναν οι καλόγεροι και τους αγαπούσε τόσο πολύ ο κόσμος. Έφτασαν οι καχύποπτοι φρέρηδες, τους καλοδέχτηκαν οι καλόγεροι με χαμόγελο. Ξεκίνησαν την εξέταση, αντάλλαξαν κουβέντες, τους ρώτησαν για όλα, την πίστη τους, τις λειτουργίες και γιατί επιλέγουν να κοινωνούν με ένζυμο άρτο αντί άζυμο όπως εκείνοι. Οι καλόγεροι δεν πτοήθησαν, την περίμεναν την ερώτηση παγίδα, υποψιάστηκαν για πού το πάνε οι φρέρηδες και τους πρότειναν να μπουν και οι δύο στη φωτιά κρατώντας ο καθένας το δικό του άρτο. Ο  Ύψιστος θα έδειχνε ποιος κατείχε τη σωστή επιλογή.

Μόλις άκουσαν τη λέξη φωτιά, οι δομινικανοί βρήκαν αυτό που γύρευαν. Αιρετικοί, φώναξαν, τους άρπαξαν, τους πέρασαν χειροπέδες και τους έσυραν στις φυλακές της Λευκωσίας, όλους και τους δεκατρείς, και τους άφησαν εκεί για τρία ολόκληρα χρόνια. Κάθε τόσο ρωτούσαν αν άλλαξαν γνώμη και αν ήθελαν να ζητήσουν συγχώρεση, αλλά αυτοί, εκεί, αμετανόητοι, στις κακουχίες και στις δοκιμασίες δόξαζαν μεγαλόφωνα τον Κύριό τους. Άναυδοι οι φρέρηδες για την πίστη και την επιμονή τους. Η υπομονή όμως του Λατίνου αρχιεπισκόπου άρχισε να λιγοστεύει και ζήτησε από τον Πάπα γνωμάτευση. Θάνατος, η απάντηση. Την απόφαση αρνήθηκε να την υπογράψει ο Λουζινιανός βασιλιάς, κάτι ήξερε για τα αγύριστα κεφάλια των Κυπρίων. Επέμενε όμως ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος και έτσι, αφού γύμνωσαν τους δώδεκα καλόγερους (ο ένας είχε πεθάνει στη φυλακή) και έδεσαν τα πόδια τους επάνω σε άλογα, τους έσυραν και κατασχίσαν τα σώματά τους πάνω στις αιχμηρές πέτρες του Πεδιαίου ποταμού… Μετά τους έκαψαν αναμειγνύοντας τις στάχτες τους με κόκκαλα ζώων, μην τύχει και τα πάρουν οι τρομαγμένοι Χωραΐτες. Φρίκη στο ποίμνιο, σώπασαν για να περάσει το κακό. Ακολούθησαν πιστά την προτροπή του Πατριάρχη Γερμανού: «κατ’ οικονομίαν και επίφασιν»[1]. Αυτό μας κράτησε τότε, ελπίζω και μελλοντικά να μας κρατήσει.

Από το βιβλίο Περπατώντας στην άκρη της γης μας, έκδ. Το Ροδακιό, 2018, σ. 173-175

[1] Θεόδωρος Παπαδόπουλος (επιμ.), Ιστορία της Κύπρου Δ΄: Μεσαιωνικόν Βασίλειον, Ενετοκρατία, α’ Λευκωσία 1995, σελ. 566: Πατριάρχης Γερμανός, πρώτη επιστολή προς τους Κυπρίους (1223).

Subscribe to Email