Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου

Γεννήθηκε στό χωριό Δάλι τῆς Κύπρου τό 1878. Τελείωσε τό Σχολαρχεῖο τῆς Λευκωσίας. Νέος μόνασε στή μονή Σταυροβουνίου, ὅπου καί χειροτονήθηκε ἱερεύς. Φιλοξενήθηκε σέ κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἐπί χίλιες περίπου ἡμέρες. Ἔλαβε πλούσια πνευματικά ἐφόδια. Σταθμούς γιά τή ζωή του, στήν ἱερή χερσόνησο, ἀποτέλεσαν γνωστοί τόποι ἀρετῆς. Ἕνα ἔτος στό ἁγιασμένο κοινόβιο τῆς Σιμωνόπετρας τό διῆλθε στήν ἄσκηση, τή μελέτη καί τήν προσευχή. Ὁ τετράωρος καθη­μερινός του ὕπνος τοῦ φαινόταν πολύς. Τό βορεινό, φτωχικό του κελλί δίχως θέρμανση καί δεύτερα σκεπάσματα. Ὡς λειτουργός εἶχε ἀποστηθίσει τή θεία Λειτουργία, τήν ὁποία τελοῦσε μέ μεγάλη κατάνυξη, κλειστά μάτια, πού τ’ ἄνοιγε μόνο ὅποτε ἦταν ἀνάγκη. Ὅλες τίς ἱερές ἀκολουθίες τίς εἶχε ἀποστηθίσει. Τόν συνόδευε ἰσχυρή μνήμη, εὐφυΐα, γνώση, ἐγκράτεια, σιωπή καί θέληση. Ἑφτάχρονος μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε στούς γύρω του τό βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία».

Κατόπιν μετέβη στά Κατουνάκια, στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, κοντά στόν Γέροντα Καλλίνικο τόν Ἡσυχαστή (+1930). Ἡ ἐκεῖ παρα­μονή τοῦ ἐνέτεινε τήν αὐταπάρνηση καί τή φιλοπονία του. Ἀγωνιζόταν ὑπεύθυνα, ὑπομονετικά κι ἐπίμονα νά μιμηθεῖ τούς νηπτικούς Πατέ­ρες. Ἡ σιωπή του καί ἡ ταπεινοφροσύνη του ἔκρυβαν ἐπιμελημένα τήν ἀρετή του. Περιῆλθε καί ἄλλα μέρη τοῦ Ἁγίου Ὅρους συλλέγοντας ὡς ἡ μέλισσα τό νέκταρ εὐωδέστατων ἀνθέων. Μέ τή συνδρομή τῆς Θεοτό­κου ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του.

Ἀνῆλθε στό ἀγέρωχο Σταυροβούνι καί τό κατέστησε ὑποδειγματικό κοινόβιο. Ὁ ἴδιος ἦταν φωτεινό παράδειγμα μέ τή συνεχῆ φιλοπονία του, ἀσκητικότητα, ἀκτημοσύνη, διάκριση καί κυρίως τήν καθαρή του ταπείνωση. Ἦταν πάντοτε σκληρός στόν ἑαυτό του καί ἀνεκτικός στούς ἄλλους. Παρά τήν ὁλοήμερη ἐργασία του δέν παραμελοῦσε τίς ἀγρυπνίες καί τήν ὀρθοστασία στίς καθημερινές ἱερές ἀκολουθίες. Ἦταν ἕνας στύλος κόπου καί ἀγάπης στό ναό, πού ἔλεγχε τούς ἀδύναμους καί ὀκνηρούς. Ἔγερνε ἀπό τόν κόπο, ἀλλά ποτέ δέν ἔπεφτε. Μ’ ἕνα ζευγάρι μόνο παντόφλες πέρασε μία ὁλόκληρη ζωή. Ἡ ἀσθένεια τόν ἔκανε ἁγιότερο. Ὁ πόνος δέν τοῦ διέκοψε ποτέ τίς προσευχές. Σάν ἔχασε τή φωνή του, σήκωνε τά χέρια του ψηλά δεόμενος ἐκτενῶς, μέχρι πού ἔπεφταν μόνα ἀπό τήν κούραση. Προσευχόμενο τόν παρέλα­βε ὁ Κύριος στόν οὐρανό τήν 1.2.1955, ἀφήνοντα μνήμη ἀσκητικοῦ κι ἐνάρετου Γέροντος.

Subscribe to Email