Φώτη Κόντογλου
Γεννήθηκε στόν καιρό τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, στό νησί τῆς Κύπρου, ἀπό γονιούς φτωχούς. Στά μικρά χρόνια του ἤτανε τσομπάνης · ἤτανε πολύ ἁπλός σάν τούς ψαράδες πού διάλεξε ὁ Χριστός νά τούς κάνει μαθητές του. Σάν ἦρθε σέ ἡλικία, παντρεύτηκε, καί μετά χρόνια χήρεψε. Τόση ἤτανε ἡ ἀρετή του, πού τόν κάνανε ἐπίσκοπο, σέ μία πολιτεία λεγόμενη Τριμυθούντα, μ’ ὅλο πού ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Ἤτανε προστάτης τῶν φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καί εἶχε τέτοια καθαρότητα καί ἁγιότητα, πού τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν νά κάνει πολλά θαύματα· γιά τοῦτο, ζώντας ἀκόμα, τιμήθηκε σάν ἅγιος καί ὀνομάσθηκε θαυματουργός.
Ὅλον τόν καιρό πού ἔζησε, δέν ἔπαψε νά κάνει θαύματα. Τό μεγαλύτερο ἤτανε ἡ ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του, πού σηκώθηκε ἀπό τό μνῆμα, καί μαρτύρησε σέ ποιό μέρος εἶχε φυλάξει τά χρήματα πού τῆς ἐμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, καί πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στόν ἅγιο μία γυναίκα πού εἶχε ἕνα παιδάκι, καί τῆς πέθανε, καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα πολλά νά τό ἀναστήσει. Καί ἐκεῖνος τό ἀνάστησε μέ τήν προσευχή του. Μά ἡ μητέρα του σάν τό εἶδε ζωντανό, ἀπό τήν πολλή χαρά της, πέθανε ἡ ἴδια. Κι ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καί τή γυναίκα.
Ὅταν ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι πού τούς βλέπανε μέ τά μάτια τους πολλοί ἀπό τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καί πού ἔλεγε τό Εἰρήνη πᾶσι, οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε Καί τῷ πνεύματί σου, ἀντί τῶν ψαλτάδων.
Μέ τέτοια ἀγγελική πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ’ ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας ποιμαίνοντας τά λογικά πρόβατα, μετέστη πρός Κύριον. Τό δέ ἅγιο λείψανό του ἔμεινε κάμποσον καιρό στήν Τριμυθούντα, κι ἀπό κεῖ τό πήγανε στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τή βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τά χέρια ἑνός εὐλαβοῦς χριστιανοῦ πού τόν λέγανε Βούλγαρη, κι αὐτός μέ μεγάλα βάσανα καί κόπους τό ἔφερε ἕως τήν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σέ τσουβάλια, κι ἀπό κεῖ τό πέρασε μ’ ἕνα καΐκι στήν Κέρκυρα, κι ἀπό τότε βρίσκεται σ’ αὐτό τό νησί. Στό κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μέ χέρια σταυρωμένα, ντυμένος μέ τά ἄμφιά του. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τό ἱερό σκήνωμα σέ μεγάλη εὐλάβεια, καί τό θεωροῦνε θησαυρό τοῦ νησιοῦ τους.