Ἡ ἁγία ζωή τοῦ μικροῦ Ἰακώβου ἔκανε τούς συγχωριανούς του, ἀλλά καί τούς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, ὅπου πήγαινε, εἴτε ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του εἴτε γιά νά ψάλει μέ τή μελωδική φωνή του στίς γιορτές τους, νά τόν σέβονται καί νά τόν ὑπολογίζουν ὡς παιδί τῆς Ἐκκλησίας, παιδί τοῦ Θεοῦ. Καί ἔγινε ἡ καταφυγή τους.
Ἀπό τά ἐννέα του χρόνια καί μετά ὅλοι τόν εἶχαν γιά γιατρό τους. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔλεγε ἀργότερα χαριτολογώντας: «Ἐγώ δέν ἤξερα τίποτα. Εἶχα μία Σύνοψη καί ὅ,τι προσευχή ἔβρισκα τούς διάβαζα, τούς σταύρωνα, τούς ράντιζα μέ ἁγιασμό καί γινόντουσαν καλά». Εἶχε καί ἕνα εὐχολόγιο ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, πού χρησιμοποιοῦσε. Οἱ χωριανοί πού ἀντιμετώπιζαν προβλήματα μέ τήν ὑγεία τους ἤ καί μέ τήν ὑγεία τῶν ζώων τους τόν καλοῦσαν, γιά νά διαβάσει εὐχές. Τόν καλοῦσαν ἀκόμη καί γιά τίς γυναῖκες, πού δυσκολεύονταν νά γεννήσουν. Μέ τό λαδάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους πού ἔπαιρνε μαζί του, σταύρωνε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, προσευχόταν καί ἔφευγε καί τότε ἡ γυναίκα ἐλευθερωνόταν. Ἄλλες φορές διάβαζε προσευχή στό διπλανό δωμάτιο. Αὐτό ἔγινε καί γιά τήν πρεσβυτέρα τοῦ Ἱερέα τοῦ χωριοῦ γύρω στά 1939-1940.
Μία φορά ἔπεσε ἐπιδημία μαγουλάδων, διηγόταν ὁ Γέροντας. Οἱ μητέρες πήγαιναν στό σπίτι του τά παιδιά πρησμένα, γιά νά τούς διαβάσει εὐχή. «Μέ ἀνάγκαζαν καί διάβαζα. Τί νά ἔκανα;».
– «Τί εἶναι τάχα ὁ Ἰάκωβος πού θά προσευχηθεῖ, νά γίνω καλά ἐγώ», εἶπε μέ αὐθάδεια ἕνα ἄρρωστο παιδί.
Τήν ἄλλη μέρα, ἐνῶ ὅλα τά ἄρρωστα παιδιά εἶχαν ξεπρηστεῖ, αὐτό χειροτέρεψε, πρήστηκε περισσότερο καί ἦταν πολύ βαριά. Κλαίγοντας πῆγε τότε ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ καί τόν παρακάλεσε νά κάνει προσευχή.
– «Νά πεῖς στό παιδί νά μετανοήσει, νά μή γελάει μέ τήν προσευχή, οὔτε νά κοροϊδεύει, ἄν δέν θέλει νά πεθάνει», τῆς εἶπε ὁ Ἰάκωβος.
Πράγματι τό παιδί μετανόησε καί μετά τήν προσευχή ἔγινε τήν ἄλλη μέρα τελείως καλά.
Ἄλλη φορά μία κοπέλα δωδεκάχρονη μέ πρόωρη ἀνάπτυξη, ἀπό βασκανία ἔπεσε κάτω ἀναίσθητη. Μέ τό ζόρι τήν ἔσυρε ὁ ἀδελφός της στό σπίτι τους, ὅπου ὁ Ἰάκωβος τήν διάβασε, τήν ράντισε μέ ἁγιασμό, πού εἶχαν φυλαγμένο καί ἀμέσως σηκώθηκε. Οὔτε εὐχαριστίες οὔτε ἀνταμοιβή δέχτηκε γι’ αὐτό, ἄν καί τόν πίεζαν πολύ.
Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».