Γεννήθηκε στή Ρώμη τό 354 ἀπό γονεῖς ἀριστοκράτες καί ἔλαβε ἐξαιρετικά ἐπιμελημένη παιδεία. Ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιος (379- 395), ἐκτιμώντας τά σπάνια πνευματικά του χαρίσματα, τόν κάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη καί τοῦ ἀνάθεσε τήν ἐκπαίδευση τῶν γιῶν του Ἀρκάδιου καί Ὀνώριου. Ἡ μόρφωση καί ἡ ἀρετή του τόσο τόν ἐπέβαλαν στό αὐλικό περιβάλλον, ὥστε σύντομα πῆρε τήν προσωνυμία «βασιλοπάτωρ».

Ἡ τιμή καί ἡ δόξα ὅμως δέν σαγήνευσαν τόν ὅσιο. Ἔτσι, ὅταν μία μέρα προσευχόμενος στό παλάτι ἄκουσε θεία φωνή, «Ἀρσένιε, φεῦγε τούς ἀνθρώπους καί σώζῃ», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τή Βασιλεύουσα (γύρω στά 395) καί ἦρθε στή Σκήτη τῆς λιβυκῆς ἐρήμου, ὅπου ἐπιδόθηκε σέ αὐστηρότατη ἄσκηση. Σύντομα ἔφτασε σέ μέτρα ἀρετῆς. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τήν Αἴγυπτο καί πέρα ἀπ’ αὐτήν. Ἀναρίθμητοι μοναχοί καί κοσμικοί ἔρχονταν γιά νά τόν συμβουλευτοῦν.

Μία βαρβαρική ἐπιδρομή τόν ἀνάγκασε νά ἀποχωρήσει γιά τήν Αἴγυπτο γύρω στά 432. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε δέκα χρόνια στήν Τρώα, κοντά στή Μέμφιδα, ἦρθε στήν ἔρημο Κάνωπος, ὅπου καί κοιμήθηκε τό 445 ἤ 447.

Subscribe to Email