π. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους
Ἔζησε κοντά μας ἄνθρωπος μέ ἀκατάσβεστη πνευματική δίψα πού λεγόταν Παναής.
Δέν εἶχε σχῆμα μοναχικό, καί ζοῦσε ἀσκητικά.
Δέν ἦταν κληρικός, καί πονοῦσε τό λαό.
Δέν εἶχε πτυχία, καί καθοδηγοῦσε μορφωμένους.
Πατοῦσε στή γῆ, καί μᾶς μετάγγιζε οὐρανό.
Ψηλαφοῦσε τόν Θεό, καί γνώριζε σέ βάθος τά ἀνθρώπινα.
Ἀκολουθοῦσε τόν δρόμο τῆς ἀγαμίας ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό, καί ἕνωνε διχασμένα ἀνδρόγυνα.
Νήστευε σάν ἐρημίτης, καί δέν ἀπέρριπτε τούς ἀδυνάτους.
Ζοῦσε τόν Θεό στήν καρδιά του, καί μετέδιδε σ’ ὅλους τή χάρη Του τήν ἐπουράνια.
Στίς 30 Δεκεμβρίου 1989, στίς 3.15 τό πρωΐ, ὅταν ὁ κόσμος κοιμόταν μέσα στό σκότος τῆς νύκτας, ὁ παππούς Παναής ἀναγεννᾶτο ὥριμα καί τέλεια στόν κόσμο τοῦ Φωτός, ὅπου «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός».
Μετέβαινε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, γιά νά συνεχίσει πιό ἔντονα αὐτό πού ζοῦσε μ’ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του: τόν πόθο τῆς ἀτέλευτης χαροποιοῦ ἕνωσης μέ τόν Θεό καί ἐν Αὐτῷ μέ τόν κόσμο ὁλόκληρο, τόν κατεξοχή ἀκαταμάχητο πόθο, πού εἶναι ἔκφραση καιομένης ἀπό ἀγάπη καρδίας.
Κι ἐμεῖς, μένουμε ἀκόμα στόν «κόσμον τοῦτον τῆς βασάνου», γιά νά μᾶς δοθεῖ ἡ δυνατότητα χρόνου νά ξεριζώσουμε τά βασανιστικά πάθη πού γεμίζουν τόν καρδιακό μας χῶρο καί νά μπορέσουμε νά γίνουμε ἱκανά δοχεῖα τῆς γλυκειᾶς Χάριτος. Ν’ ἀγγίξουμε «τά κράσπεδα τῶν ἱματίων» τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσουμε «χαράν μεγάλην σφόδρα», καθώς θά ψηλαφοῦμε τόν ἀψηλάφητο διά «πᾶσαν σάρκα βροτείαν» Θεό, πού ὅμως συγκαταβαίνει καί πληροῖ «ἐν δυνάμει» τήν ὕπαρξη ὅσων ἠθέλησαν «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Αὐτό τό εἴδαμε τόσο χειροπιαστά νά πραγματώνεται στόν παππού Παναή, ὅταν τόνιζε πάντα «ἐν λόγῳ καί ἔργῳ» πώς ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι προνόμιο τῶν λίγων σέ περασμένες γενεές, ἀλλά στόχος ζωῆς καί γιά μᾶς σήμερα.
Ὅταν στίς 30 Δεκεμβρίου 1989 τ’ ἀπόγευμα, τό σκήνωμα τοῦ γερο-Παναῆ κατέβαινε στόν τάφο, μέ τή συνοδεία τοῦ ψαλμικοῦ «μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι χῶρος ἀναπαύσεως», ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πού παρευρισκόταν, μέ τό ἰδιαίτερο αἰσθητήριο πού τόν χαρακτηρίζει, αἰσθανόταν ὅτι ὁ παππούς δέν ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο μας, ἀλλά τώρα πιά εἶναι πολύ κοντά μας. Γιατί «οἱ ζῶντες ἐν Κυρίῳ οὐκ ἀποθνήσκουσι», ἀλλά μέ τήν παρρησία τους στόν Κύριο τῶν δυνάμεων καί τῆς ἀγάπης μᾶς συμπαρίστανται δυναμικά καί μᾶς καθοδηγοῦν πατρικά, μέχρι πού θά ζήσουμε «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» τήν αἰώνια χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀπό το βιβλίο «Ἐμπειρία Ἁγιότητος», Ἔκδοση Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Ἁγίας Τριάδος.