π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Το να μιλάμε στους νέους σήμερα για τη δόξα της Εκκλησίας, τα δόγματά της που δείχνουν νέο τρόπο ζωής και τα σημαντικά για τη σωτηρία μας μυστήριά της, είναι ως να μιλάμε “ξένη γλώσσα”, ακατάληπτη και απρόσιτη. Το μήνυμα της Εκκλησίας για το σύγχρονο άνθρωπο φαίνεται πως είναι αρνητικό. Άτσαλες δηλώσεις αρχιερέων, προφητολογίες που δεν επαληθεύονται, ανηθικότητες και αδιαφορίες κι ένα σωρό αρνητικές συμπεριφορές, τις οποίες τα Μ.Μ.Ε. μεγεθύνουν θέλοντας να τις τονίσουν, ή, ενδεχομένως, να φωνάξουν «διορθωθείτε!». Διαβάζοντας τελευταία το ογκώδες και σημαντικό βιβλίο – διάλογο Ζωής του Αλέξανδρου Κατσιάρα και τη Μάρως Βαμβουνάκη, «Όταν ο Θεός πεθαίνει», είδα και το εξής αξιοσημείωτο:
«Αυτό που φαίνεται να επιπλέει ως «επίσημος» λόγος της Εκκλησίας αντανακλά μια θεολογία και μια αγωγή αρκετά μίζερη, ενοχική, αδιάφορη, αδιάλλακτη, εξουσιαστική, δηλαδή θανατηφόρα, που εύκολα ανακαλύπτει αντίχριστους και εχθρούς, δαίμονες και τέρατα, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, αλλά δύσκολα βλέπει τον άγγελο, τον παρά το μνήμα καθήμενον, να αναγγέλλει τη χαρά της Αναστάσεως, τη νίκη της ζωής, την αισιοδοξία των Εσχάτων. Είναι σαν να μην μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων, αλλά να την παραμορφώνει»[1].
Η κρίση του κωρονοϊού έφερε στην επιφάνεια θεολογική κρίση, που εκφράζει τη θεολογική ποιότητα των «ανθρώπων της Εκκλησίας». Αντιλήψεις αθεολόγητες, αντιπαλότητες και καχυποψίες, διχασμοί και πείσματα. Οι δε «εκτός Εκκλησίας» ειρωνεύονται, αρνούμενοι να ασχοληθούν σοβαρά με την ουσία, πιστεύοντας ότι η Εκκλησία ταυτίζεται με τους ιερείς και την ιεραρχία, αγνοώντας ότι Εκκλησία = Χριστός Ανέστη!
Με αυτή τη θεολογική θεώρηση, που πράγματι βιώνει η Εκκλησία του Χριστού στους αιώνες, ακόμα και σήμερα που εκπέμπει αρνητικό μήνυμα εξ αιτίας των αθεολόγητων μελών της, υπάρχει ελπίδα. Πέρα από τα φαινόμενα, τα πρόσκαιρα, τις πλάνες και ακαταστασίες των μελών της, υπάρχει ο Χριστός ως Νικητής του θανάτου.
Η προσωπική ευθύνη, βέβαια, βαραίνει τον κάθε ένα και πιο πολύ όσους κληθήκαν να διακονήσουν το λαό του Θεού ως «ποιμένες και διδάσκαλοι». Η εναπόθεση της ευθύνης εξ ολοκλήρου σ’ αυτούς, ώστε να ενθαρρύνεται η πνευματική μας οκνηρία και αμέλεια, παραπέμπει στην υποκρισία που καλύπτει την πραγματικότητα του εαυτού μας.
Ο Θεός μας, ως Θεός της καρδίας, δίνει στον καθένα ανάλογα με το τι θέλει η καρδία του, το βαθύτερο είναι του. Το γνωμικό «κατά το λαό και οι ποιμένες του», φαίνεται πως έχει δόση αλήθειας. Είναι παρατηρημένο πως, ανεξάρτητα από τα εξωτερικά ερεθίσματα, ο Θεός θα αποκαλύψει τον εαυτό του στον άνθρωπο που τον αναζητά με ειλικρίνεια και θέλει να τον γνωρίσει, ακόμα κι αν τα λόγια και η συμπεριφορά του δείχνουν το αντίθετο.
Αν και τα μηνύματα που εκπέμπει σήμερα η Εκκλησία – κλήρος και λαός – φαίνονται να είναι αρνητικά, εν τούτοις το Πνεύμα το Άγιο εργάζεται μυστικά και ουσιαστικά μεταμορφώνοντας την καρδιά αυτών που βλέπουν την ουσία της ζωής, τον εαυτό τους, το νυν να καθορίζει το αεί.
[1] Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2003, 2η έκδοση, σ.17.