π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Όλοι οι άνθρωποι, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, έχουν προσευχηθεί είτε ως ανάγκη για βοήθεια σε κάτι που τους απασχολούσε στην καθημερινότητά τους είτε ως ανάγκη της ψυχής τους για να συναντήσουν τον «άπιαστο και απροσδιόριστο» Θεό. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η προσευχή γίνεται δύσκολη υπόθεση. Άλλοτε έρχεται η απάντηση αμέσως, κι άλλοτε η σιωπή του Θεού ακολουθεί την προσευχή ακόμα και αυτήν που έγινε με ειλικρίνεια, πόθο, πίστη. «Τίς έγνω νουν Κυρίου;» Ποιος μπορεί να πει γιατί ο Θεός άλλοτε απαντά κι άλλοτε σιωπά ως να μην υπάρχει;

Ωστόσο, η προσευχή ως πράξη του πιστού ανθρώπου δεν περιορίζεται στο αίτημα, αλλά έχει κι άλλες πτυχές, όπως η δοξολογία και ευχαριστία. Όπως σε όλα τα θέματα ζωής χρειάζεται ο διδάσκαλος, ο άνθρωπος που θα μας μάθει πώς να ζούμε, για να έχει η ζωή μας νόημα και ποιότητα, έτσι και στην προσευχή.

Οι Μαθητές του Κυρίου τού ζήτησαν να τους μάθει πώς να προσεύχονται (Λουκ. 11,1), όπως δίδαξε και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τους μαθητές του. Κι Αυτός τους είπε το «Πάτερ ημών» ως τρόπο προσευχής προς τον Ουράνιο Πατέρα. Έτσι έχουμε ένα «πρότυπο προσευχής» από τον ίδιο το Χριστό. Όπως, βέβαια, και από την όλη ζωή Του που συνεχώς προσεύχετο «κατ’ ιδίαν» (Ματθ. 14,23). Στη συνέχεια οι άγιοι Πατέρες ερμήνευσαν την προσευχή αυτή, ως έχοντες Άγιο Πνεύμα, έγραψαν για την προσευχή μέσα από την εμπειρία τους και μας παρέδωσαν τη σημασία της προσευχής, τον τρόπο και το χρόνο που χρειάζεται γι’ αυτό το ουσιαστικό για τη ζωή μας έργο.

Όμως, ο κάθε άνθρωπος, ως μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο, έχει τη δική του προσωπική σχέση με το Θεό κι άρα το δικό του προσωπικό τρόπο προσευχής – συνάντησης με το Θεό. Η διδασκαλία περί προσευχής δεν ισοπεδώνει το πρόσωπο, αλλά δίνει κάποιες πτυχές, από την εμπειρία που βγαίνει, αυτού του σημαντικού έργου.

Στη συνέχεια θα αναφέρω κάποια λόγια για την προσευχή αγίων των ημερών μας, που ο καθένας μπορεί να πάρει ό,τι του ταιριάζει[1]:

Ο άγιος Παΐσιος έλεγε με το χαρακτηριστικό του τρόπο:

«Εάν θέλεις να πιάσεις το Θεό για να σε ακούσει όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στην ταπείνωση, γιατί σ’ αυτήν τη συχνότητα πάντα εργάζεται ο Θεό,ς και ζήτησε ταπεινά το έλεος του».

Ο άγιος Πορφύριος έλεγε σε κάποιο πνευματικό του παιδί:

«Ξέρεις πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλάμε κάθε ώρα και στιγμή σε οποιαδήποτε θέση κι αν βρισκόμαστε; Εκείνος μας ακούει πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχουμε. Γι’ αυτό πρέπει να αγαπούμε το Θεό».

Ο άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου έλεγε:

«Η προσευχή χωρίς την αγάπη είναι σαν το πουλί που το βλέπεις καλό και όμορφο, αλλά δεν έχει φτερά και δεν μπορεί να πετάξει».

Ο άγιος Ιάκωβος της Εύβοιας έλεγε:

«Καμία προσευχή, παιδιά μου, δεν πάει χαμένη. Εμένα η προσευχή με κράτησε τόσα χρόνια».

Τέλος, ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, μέσα από την έρημο του Αγίου Όρους ένιωθε τόση ενότητα με τους ανθρώπους που έγραφε σ’ επιστολή του:

«Αν κάποιος ήθελε να είναι κοντά μου, θα άκουγε τις ευχές μου και τους στεναγμούς μου και θα έβλεπε τα δάκρυα που χύνω για τους αδελφούς μου. Όλη τη νύχτα προσεύχομαι και φωνάζω: Κύριε, ή σώσε όλους τους αδελφούς, ή σβήσε και μένα. Δεν θέλω τον Παράδεισο μόνος»!

[1] Όλα παρμένα από το βιβλίο του π. Διονυσίου Τατσή, Διδαχές Γερόντων, Κόνιτσα, 1996, σ. 29-31.

 

Subscribe to Email