π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Γιορτάζει στις 30 Ιανουαρίου η Ορθόδοξη Εκκλησία τους «τρεις μεγίστους φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Αυτοί οι τόσο μεγάλοι για όλη την Οικουμένη δεν είναι μεγάλοι μόνο για τη σοφία τους, τη διδασκαλία τους, το κοινωνικό τους έργο, αλλά, κυρίως γιατί μπορούν «να πρεσβεύουν υπέρ ημών» πάντοτε.

Βέβαια, σε μια εκκοσμικευμένη χριστιανική κοινωνία, η αξία ενός «μεγάλου» βρίσκεται στο έργο που επιτελεί, σε όσα προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Ασφαλώς είναι σημαντικό ο άνθρωπος να υπερβαίνει τη φιλαυτία του και να ενεργοποιεί τη λίγη ή πολλή αγάπη που κρύβεται μέσα του, μαζί με τα χαρίσματά του και να ωφελούνται έτσι οι συνάνθρωποί του. Η ωφέλεια αυτή όμως, είναι περιορισμένης διάρκειας χρόνου, όσο είναι στη ζωή αυτή και ίσως λίγο παραπέρα.

Η αγιότητα, που είναι η ζωή του Θεού στη ζωή μας, υπερβαίνει το χρόνο και το χώρο κι άρα το θάνατο. Ο άγιος ζει πέρα από την εποχή του, όχι ως ανάμνηση αλλά ως ζωντανή παρουσία. Γι’ αυτό και τον επικαλούμαστε, τον τιμούμεν και τον γιορτάζουμε, ενωνόμενοι μαζί του «εν ετέρα μορφή», μ’ ένα μυστικόν πνευματικόν τρόπο. Κι αυτός έρχεται στις προσκλήσεις μας, συμμετέχει στη δυσκολία μας, ακούει τον πόνο μας.

Υπάρχουν άγιοι που, με το χάρισμα του λόγου που τους δόθηκε άνωθεν και τη μόρφωση που δέχτηκαν από τα μέσα που παρέχει η επιστήμη, δίδαξαν και διαφώτισαν, ώστε να ονομαστούν από την Εκκλησία «ποιμένες και διδάσκαλοι». Τέτοιοι ήταν οι τρεις Ιεράρχες, Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, που, αν και γιορτάζουν ξεχωριστά ο καθένας (ο Μέγας Βασίλειος 1η Ιανουαρίου, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος 25 Ιανουαρίου και ο Ιερός Χρυσόστομος στις 27 Ιανουαρίου, ανακομιδή των λειψάνων του), εν τούτοις ορίστηκε κοινή γιορτή και για τους τρεις, τέλος Ιανουαρίου, ώστε μ’ αυτή την πράξη η Εκκλησία να δείχνει ότι αναγνωρίζει και τιμά το ίδιο και τους τρεις αυτούς μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Οικουμένης.

Όπως δεν διαχωρίζει τον ένα από τον άλλο, έτσι και δεν διαχωρίζει την αγία ζωή τους από το έργο που επιτέλεσαν. Η αγάπη τους προς το Θεό έφερε ως ανάγκη να ασκητέψουν, να παλέψουν δηλαδή με το διάβολο και τα πάθη τους, ώστε να καθαρθούν και να ενωθούν ψυχή τε και σώματι με τη Χάρη του Χριστού και να γίνουν άνθρωποι αγιασμένοι.

Η αγάπη τους προς τον άνθρωπο, ως έκφραση τής προς το Θεόν αγάπης τους, τους οδήγησε στη διδασκαλία, στον αγώνα κατά των αιρετικών που αλλοιώνουν το Ορθόδοξο ήθος κι άρα ακυρώνουν την αγιότητα, αλλά και στο κοινωνικό έργο που ανταποκρίνεται στις υλικές ανάγκες.

Ο εορτασμός των Τριών Ιεραρχών, στις 30 Ιανουαρίου, προβάλλει πιο δυναμικά αυτό που ολόχρονα η Εκκλησία μας διδάσκει: ο άνθρωπος, ως ψυχή και σώμα, χρειάζεται τα υλικά και τα πνευματικά. Μόνο τα υλικά, θα τον κατέτασσαν στο επίπεδο του ζώου. Μόνο τα πνευματικά, θα διαστρέβλωναν την ύπαρξή του οδηγώντας τον σε σχιζοφρενική ζωή, χωρίς χαρά και απόλαυση. Αυτή τη διδασκαλία, ως θεωρία και πράξη, έδωσαν οι Άγιοι Πατέρες και οι Άγιες Μητέρες μας, και μ’ αυτή τη σωτήρια διδασκαλία γαλουχήθηκαν, παιδεύτηκαν, έζησαν όλες οι γενεές του Γένους μας.

Subscribe to Email