π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Είναι συνηθισμένη η ερώτηση, όταν συναντούμε κάποιο γνωστό μας:
- Πώς είσαι; Τι κάνεις;
Όπως συνηθισμένη και η απάντηση:
- Καλά!
Σπάνια θα πει κάποιος: «δεν είμαι καλά», κυρίως όταν θέλει να δώσει το στίγμα της εσωτερικής, ψυχικής ή πνευματικής του κατάστασης. Γιατί, φυσιολογικά, θα δεχτεί το ερώτημα «τι έχεις, τι σου συμβαίνει;». Κι όταν δεν θέλεις ν’ αποκαλύψεις την πραγματικότητα του εαυτού σου, κλείνεις το θέμα με το «καλά!».
Στο Γεροντικό αναφέρεται το εξής:
«Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- Τι να κάνω, που, όταν μου έρχεται κάποια δοκιμασία, ταράζομαι;
Ο γέροντας απάντησε:
- Κάθε δοκιμασία κάνει και τους μικρούς και τους μεγάλους να ταράζονται»[1].
Στα συγγράμματα των αγίων είναι ξεκάθαρο πως δεν προσπαθούν να κρύψουν την πραγματικότητα του εαυτού τους, παρουσιάζοντάς τον τέλειο και αψεγάδιαστο. Απεναντίας, λένε την αλήθεια που υπάρχει σ’ όλους μας ως τέκνα του πρώτου Αδάμ, με τις ατέλειες και τις πτώσεις. Βέβαια, δεν είναι συνετό ν’ αποκαλύπτουμε και να συζητούμε με όλους την ψυχική ή πνευματική μας κατάσταση, γιατί ούτε επικοινωνούμε με όλους ούτε κατανοούν όλοι.
«Έλεγαν για τον αββά Σισώη ότι εκεί που καθόταν φώναξε δυνατά: “Ω ταλαιπωρία!” Του λέγει ο μαθητής του: “Τι έχεις πάτερ;” Και του απαντά ο γέρων: “Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω”»[2].
Ασφαλώς η εποχή μας έχει να παρουσιάσει όχι μόνο σπουδαία επιτεύγματα στην επιστήμη, που επηρέασαν θετικά το βιοτικό μας επίπεδο και τον τρόπο ζωής μας, αλλά και στην αποδοχή και συμπαράσταση σε συνανθρώπους μας με προβλήματα, με ιδιαιτερότητες, με αδυναμίες σωματικές ή ψυχικές.
Εκείνο, όμως, που απουσιάζει σε σημαντικό βαθμό είναι η αληθινή φιλία, η ειλικρίνεια στις σχέσεις, το μοίρασμα της καθημερινότητας, η συμπόρευση. Κι όμως, είναι ουσιαστικά στοιχεία για μια ισορροπημένη ζωή, όπου θα μπορούμε ν’ αποδεχτούμε την πραγματικότητα του εαυτού μας και να πάμε παρακάτω για να συναντήσουμε καρδιακά τον αδελφό μας και, κυρίως, το Θεό μας.
Το πάντα και σε όλους «είμαι καλά!», φανερώνει τη μοναξιά του ανθρώπου, το σφίξιμο της καρδιάς του, το ψέμα του εαυτού του. Η παρουσία προσώπου με αγάπη, που ξέρει να δίνει την καρδιά του στον άλλο χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, είναι ευλογία ουράνια. Γιατί γίνεται δυνατότητα κοινωνίας και ανοίγματος, αποκάλυψη του κρυμμένου εαυτού κι άρα ελευθερίας και χαράς.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αποδοχής «καθώς εστί», μπορεί ο καθένας μας να είναι ο εαυτός του. Το βίωμα αυτό, σε ανθρώπινο επίπεδο, θα φέρει την βεβαιότητα της θεϊκής εμπειρίας που μας κάμνει να αισθανόμαστε το Χριστό ως οικείον και φίλο. Αυτή η ωραία θεανθρώπινη κοινωνία από το νυν αιώνα γίνεται πρόγευση της αιώνιας.
[1] Το Γεροντικό, Τόμος Α΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσ/νίκη 2013, σ.281.
[2] Είπε Γέρων, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1974, σ.253.