π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη για τους πρώτους χριστιανούς ότι «είχαν μια καρδιά και μια ψυχή» (Πρ. 4,2). Ο ίδιος ο Αρχηγός της Εκκλησίας μας λέει ότι «η πρώτη και σπουδαιότερη εντολή είναι ν’ αγαπούμε το Θεό με όλη την καρδιά μας, την ψυχή μας, το νου μας, τη δύναμή μας. Και δεύτερη, ίδια με την πρώτη, ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας» (Μάρκ. 12, 29-31).
Αγκάλιασε τους αμαρτωλούς, απέρριψε την υποκρισία, έλεγξε τους θρησκευόμενους και τους πλούσιους, «ουκ είχε πού την κεφαλήν κλίναι» (Ματθ. 8,20). Στη συνέχεια προκαλεί, με τη συμπεριφορά και τα λόγια του, τους «άρχοντες του λαού» που είχαν την εξουσία, να τον σταυρώσουν, κι ενώ αγωνιά για τον επικείμενο θάνατό Του, προχωρεί δίνοντας στους μαθητές Του τη δική Του ειρήνη και δέχεται «το ποτήριον τούτο» εμπιστευόμενος τον Πατέρα Του που σιωπά…
Η Ανάστασή Του δεν είναι θρίαμβος κατά των σταυρωτών Του ούτε δικαίωση κατά των μαθητών Του και του ευεργετημένου λαού που τον εγκατέλειψαν. Είναι ανατροπή του μεγαλύτερου εχθρού των ανθρώπων, «απαρχή της αιωνίου ζωής».
Από τότε και για πάντα η Εκκλησία Του πορεύεται στηριγμένη στο Σταυρό και την Ανάστασή Του. Εκατομμύρια μάρτυρες, του αίματος και της συνείδησης, στηριγμένοι στο πρόσωπό Του, χωρίς "αποδείξεις" ακόμα και για την ύπαρξή Του, τον ακολουθούν «όπου αν υπάγη».
Όμως, κοιτάζοντας αυτούς που φέρουν το όνομά Του και πιο πολύ αυτούς που ονομάζονται «άνθρωποι της Εκκλησίας», διερωτάται κανείς: «πού είναι η αγάπη τους, πού είναι το πνεύμα του Κυρίου τους;».
Από τη μια το μεγαλείο του Ιησού Χριστού, ως Θεανθρώπου, και της Εκκλησίας ως Σώμα Του, και από την άλλη η αντίθετη βίωση των χριστιανών με:
- την εγωκεντρική συμπεριφορά
- την αυτάρκεια της αρετής
- την απομόνωση από τους άλλους
- την αδιαφορία για τον πλησίον
- την προσκόλληση στις ηδονές του κόσμου.
Κληρικοί και λαϊκοί ζούμε ως να μην είμαστε χριστιανοί, ως να μην πιστεύουμε στο Ευαγγέλιο Του. Πού είναι «η ψυχή και η καρδία μία»; Πού βρίσκεται η εν Χριστώ κοινωνία των προσώπων που καθορίζει την Εκκλησία ως ενότητα; Δεν είμαστε και μεις όπως όλος ο κόσμος;
Μα, είναι δυνατό να ζήσουμε στον 21ον αιώνα όπως ζούσαν οι χριστιανοί τον 1ον αιώνα; Μπορεί να εφαρμοστεί το Ευαγγέλιο; Τελικά, μας ξεγέλασε ο Χριστός; Ζητά κάτι ανέφικτο;
Φαίνεται πως «το να στηρίζεται κανείς αποκλειστικά στη στατιστική, για την ουσία της θρησκείας, βρίσκεται σε λαθεμένο δρόμο»[1]. Η ορθότητα του Ευαγγελίου και το εφικτό των λόγων του Χριστού, δεν αποδεικνύεται με τους αριθμούς, στο μαζικό επίπεδο, αλλά στην καρδιά του καθενός, όπου η ελεύθερη βούλησή του θα καθορίσει την αγάπη του, το μαρτύριό του, το ποσοστό που θα εφαρμόσει το λόγο Του. Αν βρει συνοδοιπόρους, σίγουρα, η οδός γίνεται προάγγελος της αιώνιας χαράς. Αν όχι, τότε πιο δυναμικά θα έλθει Εκείνος που γνωρίζει από Γολγοθά, για να κάμει τη ζωή μας ζωή Του, βεβαιώνοντάς μας καρδιακά πως όσα διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο είναι Αλήθεια, γιατί είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή».
[1] Βενέδικτος Εγγλεζάκης, Ανάτυπο “Η ζωή στην Κύπρο του ΙΗ και ΙΘ αι., Λευκωσία 1984, σ.310.