Αυτό το «συγγνώμη» που βγαίνει μέσα από την πονεμένη, για το λάθος, καρδιά, συντρίβει το σκληρό τείχος της ψυχρότητας, της εχθρότητας και ενώνει τα διεστώτα. Γι’ αυτό δεν γίνεται εύκολα και ανώδυνα. Γιατί το εύκολο και ανώδυνο «συγγνώμη», το τυπικό για να τακτοποιηθούν επιφανειακά οι σχέσεις, δεν έχει τη δύναμη να γκρεμίζει τοίχους.
Υπάρχει το «συγγνώμη» προς το Θεό και το άλλο, προς το συνάνθρωπο, τον πλησίον. Στην πραγματικότητα είναι ένα, αφού, κατά το Πατερικό, «όταν αμαρτήσουμε κατά του αδελφού είναι ως να αμαρτάνουμε στο Θεό», όπως και, κατά τον Αββά Απολλώ, «είδες τον αδελφό σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου». Η δικαιολογία ότι «με το Θεό τα έχουμε καλά» κι ότι άλλο είναι η σχέση με το συνάνθρωπο, φαίνεται πως είναι προσπάθεια να καλύψουμε τη συνείδηση που φωνάζει την αλήθεια.
Βέβαια, η αμαρτία ως αποξένωση από τη χάρη του Θεού, ως εγκατάλειψη της παρουσίας Του κι ως ασωτία σε τρόπους ζωής αλλιώτικους από το θέλημά Του δημιουργεί αναστάτωση για όσους έζησαν την ειρήνη και τη χαρά Του. Όπως και οι διαπληκτισμοί, οι καχυποψίες, οι συγκρούσεις και οι κατακρίσεις με ανθρώπους που συνδεθήκαμε και αγαπήσαμε, δημιουργεί στο νου και στην καρδιά σύγχυση, λύπη, οργή.
Πράγματι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ειρηνεύσουμε και να γεμίσει η ύπαρξή μας από τη χαρά του ουρανού, παρά να δούμε τη δική μας ευθύνη, να δικαιολογήσουμε τη συμπεριφορά του άλλου και να ζητήσουμε «συγγνώμη». Όπως και έναντι του Θεού να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε αυτό που έπρεπε ως παιδιά Του και δε ζούμε ως χριστιανοί.
Το «συγγνώμη», που λέγεται από καρδίας στο Θεό και στον πλησίον, έχει ως βάση την ταπείνωση. Ο εγωιστής κι ο αυτάρκης δε λέει «συγγνώμη», κι αν πει θα ’ναι για να νιώσει καλά με τον εαυτό του ή για να δείξει πως συμπεριφέρεται με ανωτερότητα. Αυτές οι συμπεριφορές όμως δεν προσφέρουν ελευθερία και χαρά ανεκλάλητη, γιατί δε βγαίνουν από τον Άδη του εαυτού μας χωρίς δικαιολογίες και πόνο.
Το κλάμα, που ενδεχομένως να συνοδεύει το ««συγγνώμη», είναι η έκφραση της συνειδητοποίησης της κατάντιας στην οποία κατέβηκε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και λυτρωτικό, ανανεωτικό, ως «βάφτισμα των δακρύων».
Η εκκλησία είναι στον κόσμο για να μπορεί ο κάθε άσωτος, ο κάθε παραστρατημένος, να βρίσκει το δρόμο του. Να μπορεί να επιστρέφει στην οικία του Πατρός και να βρίσκει τον εαυτό του και τους άλλους κι έτσι να μπορεί να βαδίσει προς συνάντηση του Κυρίου του.
΄Αλλωστε, το ουσιαστικότερο κήρυγμά της είναι το «μετανοείτε». Αυτό ζήτησε από τον κόσμο ο Χριστός, οι Απόστολοι, οι κήρυκές Του όλων των αιώνων, μέχρι σήμερα και μέχρι συντελείας του αιώνος.
Όσοι ακούσαν στην καρδιά τους αυτή την προτροπή, βίωσαν το μεγαλύτερο πόνο αλλά και τη μεγαλύτερη χαρά, καθώς ένοιωσαν να κατεβαίνουν στον Άδη κι απ’ εκεί να τους ανεβάζει στο φως «ο κατελθών εις τον Άδην», ο Αναστάς Κύριος, και να γεύονται τον Παράδεισο.