π. Ἀλέξανδρου Σμέμαν

Ὁ Χριστός κρεμόταν στόν Σταυρό, ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς πάντες καί, ὄντας σέ τρομακτκή ἀγωνία, οἱ κατήγοροί Του τόν χλεύαζαν, ζητώντας ἀπ’ Αὐτόν ἀκριβῶς ἕνα θαῦμα: “…καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν”. Ἀλλά δέν κατέβηκε καί αὐτοί δέν πίστεψαν. Ἄλλοι, ὡστόσο, πίστεψαν ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός πώς ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό, ἐπειδή μπόρεσαν νά νιώσουν ὅλη τή θεότητα, τό ἀπεριόριστο ὕψος αὐτῆς τῆς ταπεινώσεως, αὐτῆς τῆς ὁλοκληρωτικῆς συγγνώμης ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό τόν Σταυρό: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν”.

Γι’ ἄλλη μία φορά, τά Εὐαγγέλια καί ἡ γνήσια Χριστιανική πίστη δέν θεωροῦν τά θαύματα ὡς ἀποδείξεις πού ἐπιβάλλουν τήν πίστη, ἀφοῦ αὐτό θά στεροῦσε ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅ,τι ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν ἐλευθερία. Ὁ Χριστός θέλει τούς ἀνθρώπους νά Τόν πιστεύουν ἑκούσια, δίχως τόν ἐξαναγκασμό τοῦ θαύματος. “Ἐάν ἀγαπᾶτέ με”, λέγει ὁ Χριστός, “τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε”. Καί ἀγαποῦμε τόν Χριστό- δυστυχῶς, τόσο λίγο – ὄχι λόγω τῶν θαυμάτων καί τῆς παντοδυναμίας Του, ἀλλά λόγω τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεώς Του, κι ἐπειδή, ὅπως αὐτοί πού τόν ἄκουαν, ἔλεγαν: “Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος”.

Ὁ Χριστός ὅμως ἐπιτέλεσε θαύματα: τό Εὐαγγέλιο εἶναι γεμάτο ἀπό ἱστορίες γιά θεραπεῖες ἀρρώστων, γιά ἀναστάσεις νεκρῶν, καί οὕτω καθεξῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ἐρωτήσουμε ποιό εἶναι τό νόημα αὐτῶν τῶν θαυμάτων, πού ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Χριστός ἐπέλεξε ν’ ἀποκαλύψει στόν κόσμο; Ἄν, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο, δέν ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν πίστευαν, ἄν ἐπέπληττε τούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦσαν καί προσδοκοῦσαν θαύματα ἀπ’ Αὐτόν, τότε γιατί τά ἔκανε;

Ὅλα τά θαύματα πού γνωρίζουμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, προκλήθηκαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Ἐσπλαχνίσθη περί αὐτῶν…», μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής. Σπλαχνίστηκε τούς γονεῖς, τῶν ὁποίων ἡ νεαρή θυγατέρα εἶχε μόλις πεθάνει, τή χήρα πού εἶχε χάσει τό μονάκριβο παιδί της, αὐτούς πού διασκέδαζαν καί χαίρονταν στό γάμο καί δέν εἶχαν ἀρκετό κρασί, τόν τυφλό, τόν παράλυτο, αὐτούς πού ὑπέφεραν. Αὐτό σημαίνει πώς πηγή τῶν θαυμάτων εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἡ ἀγάπη. Τά θαύματα, ὁ Χριστός δέν τά ἔκανε γιά τόν ἑαυτό Του – γιά νά δοξαστεῖ, γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεότητά Του ἤ γιά νά τήν ἀποδείξει στούς ἀνθρώπους – ἀλλά μόνο ἀπό ἀγάπη. Κι ἐπειδή ἀγαπᾶ, δέν ἀντέχει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο φυλακισμένο ἀπό τό κακό νά ὑποφέρει.

 
Subscribe to Email