Γιώργου Κυπριανοῦ

     Ἀδιαμφισβήτητα οἱ δυό πυλῶνες καί οἱ δυό προβολεῖς τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Γραφή, ἰδίως ἡ Καινή Διαθήκη, καί ἡ ἁγιοπατερική μας παράδοση. Καί ἐκεῖνο πού ἀφουγκραζόμαστε καί ἀπό τόν Χριστό μας καί ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ἀπό τούς Ἁγίους καί τούς Πατέρες εἶναι ἕνα: Ἐλευθερία καί Ἀγάπη. Ὁ Χριστός «οὐκ ἦλθε ἵνα κρίνει τόν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σώσει αὐτόν», ἦλθε νά ἀναπαύσει, νά ἀναγεννήσει, νά μᾶς ἀναλάβει, σταυρικά, νά μᾶς καλέσει ἀγαπητικά, νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τύψεις, ἐνοχές καί συμπλέγματα καί νά μᾶς δείξει τήν ὁδό τῆς μετανοίας ὡς τή μόνη ἀσφαλῆ ὁδό σωτηρίας μακρυά ἀπό τύπους, κανόνες φαρισαϊκούς νομικούς, ἦλθε νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάθε νομικίστικη ἀντίληψη τῆς σχέσης μας μέ Αὐτόν, νά δώσει λύτρο τόν ἑαυτό του γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων, νά μᾶς ὁρίσει ὡς μόνες καί κύριες τίς δυό ἐντολές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, νά μᾶς ξαλαφρώσει μέσω τῆς συγχώρεσης καί τῆς μηδενικῆς ἀπαίτησης, νά μᾶς παραδώσει τά μυστήρια καί τήν αἰσιόδοξη καί χαροποιό ἀναμονή τῶν ἐσχάτων.

      Ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἅγιοι καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔδειξαν τό καθημερινό βίωμα τοῦ παραδείγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἔδειξαν πῶς νά ἀγαπήσουμε καί νά βιώσουμε τόν Χριστό, πῶς νά ἀντισταθοῦμε στίς προκλήσεις τῆς ἄρνησής Του, πῶς νά ὁμολογοῦμε τήν ἀναξιότητά μας ἔστω κι ἄν ἀκόμα καταφέρουμε νά τηρήσουμε τά πάντα. Πώς ἄλλα τά μέτρα τῆς ἐρήμου κι ἄλλα τοῦ κόσμου, ἄλλη ἡ βιωτή τοῦ μάρτυρα καί ἄλλη τοῦ ἀσκητῆ, ἄλλα τά μέτρα τοῦ ἔγγαμου καί ἄλλα τοῦ ἀγάμου, ἄλλη ἡ πρακτική τῆς ὁμολογίας καί ἄλλη τῆς προσφορᾶς πρός τόν πλησίον. Μᾶς ἔδωσαν ὡς μεγίστη κληρονομιά τήν ἀρετή τῆς διάκρισης καί τῆς διακριτικῆς ἀντιμετώπισης κάθε προσώπου, κάθε περίπτωσης. Μᾶς ἔδειξαν ἔμπρακτα καί πολλές φορές προκλητικά τήν ὑπέρβαση καί κατάργηση τοῦ νόμου καί ὅλων τῶν ψευδοπροϋποθέσεων μέθεξης τοῦ Θεοῦ εἴτε μυστηριακά εἴτε προσευχητικά καί ἐμπειρικά. Ἕνα μόνο κανόνα μᾶς ἔδωσαν, αὐτόν τῆς ἀνατροπῆς τῶν πάντων. Μία προϋπόθεσή μᾶς ἔδωσαν. Ἀγάπα τόν Θεό καί κάνε ὅ,τι θέλεις.

Πῶς γίνεται ἕνας χριστιανός νά μήν εἶναι διαρκῶς χαρούμενος; Πῶς γίνεται ἕνας χριστιανός νά μήν εἶναι ἐσωτερικά ἀναπαυμένος; Πῶς γίνεται νά ἔχουμε ἀφήσει τόν χριστιανό ἄμοιρο καί λειψό τῆς ἀγαπητικῆς καί ἀναστάσιμης ἐμπειρίας τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νά μήν τοῦ ἔχουμε δώσει αὐτό τό τεράστιο καί ἀνυπέρβλητο δῶρο τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Πατέρα;  Πῶς ἔχουμε καταντήσει ἔτσι τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό Ἐκκλησία τῆς Ἐλευθερίας καί τῆς Ἀγάπης σέ Ἐκκλησία τῶν ἐνοχῶν καί τῶν κανόνων; Πῶς ἔχουμε ἀντιγράψει κατά γράμμα τόν τύπο, τόν εὐσεβισμό καί ἐνίοτε δυστυχῶς τήν ὑποκρισία τῶν Φαρισαίων; Πῶς ἔχουμε ξεχάσει τά «οὐαί» τοῦ Χριστοῦ ἔναντι ὅλων τῶν τηρητῶν τοῦ νόμου; Πῶς ἔχουμε ξεχάσει τί ἀληθινά θά πεῖ Χριστός;

 

 

 

Subscribe to Email