Δημητρίου Παναγόπουλου

      Κολυμβοῦσε ὁ διάδοχος ἑνὸς κράτους ἀλλά δὲν ἐγνώριζε καλὸ κολύμπι καί ἐκινδύνευσε νὰ πνιγῇ. Κάποιος, ποὺ ἦταν πλησίον εἰς τὴν ἀκρογιαλιά, βούτηξε ἀμέσως εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τον ἀνέσυρε. Δὲν ἐγνώριζε ὅμως, ὅτι αὐτὸν ποὺ ἔσωσεν ἐκ τοῦ πνιγμοῦ ἦτο ὁ διάδοχος. Ἀφοῦ τοῦ παρέσχε τὶς πρῶτες βοήθειες καὶ τὸν ἄφησε εἰς καλὴν κατάστασιν, ἀνεχώρησε.

    Τότε τοῦ φωνάζει ὁ διάδοχος, νὰ μὴ φύγῃ ἀλλὰ νὰ πάῃ μαζί του μέχρι τὸ σπίτι, νὰ τὸν γνωρίσῃ εἰς τὸν πατέρα του ποὺ θὰ χαρῇ πολύ. Πράγματι ἠκολούθησε, καὶ εἶδε παραδόξως, ὅτι πηγαίνουν πρὸς τὰ ἀνάκτορα. Αὐτὸς ἔμεινε ἄφωνος, ὅταν ἐπιστοποίησεν, ὅτι ὁ διασωθεὶς ἦτο ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου. Ὁ βασιλεὺς τὸν ἐδέχθη μετὰ μεγάλης χαρᾶς ὡς τὸν σωτῆρα τοῦ παιδιοῦ του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ μίαν προσφορὰν ὡς δῶρον. Ἡ προσ­φορὰ ἦτο ἡ ἑξῆς: Θὰ σοῦ χαρίσω ἀπὸ τὸ βασιλικὸν κτῆμα τόσον μέρος, ὅσον θὰ δυνηθῆς νὰ περιπατήσης ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς δύσεως αὐτοῦ.

   Μετὰ μεγάλης χαρᾶς ἐδέχθη τὴν βασιλικὴν προσφορὰν καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐξεκίνησεν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ Ἡλίου. Ἐβάδιζε ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ παρὰ τὴν κούρασίν του τὸ ἀπόγευμα ἤρχισε νὰ τρέχῃ ὅσον ἠδύνατο. Ἡ δύσις ὅμως τοῦ Ἡλίου τὸν εὑρῆκε ἡμιλιπόθυμον ἔχοντα τὴν «ψυχὴν εἰς τὰ δόντια». Ἀλλ’ ἀπὸ τὴν πλεονεξίαν του κατέβαλε καὶ τὴν τελευταίαν δύναμίν του βλέποντας ὅτι ὁ Ἥλιος χάνεται καὶ οὕτω πίπτοντας ὁ Ἥλιος ἔπεσε καὶ αὐτὸς νεκρὸς ἀπὸ τὴν κούρασιν. Πίπτοντας δέ, ἔπεσε μὲ τεντωμένα τὰ δύο χέρια πρὸς τὰ ἐμπρός, λέγων «καὶ αὐτὸ δικό μου!!».

 

Subscribe to Email