Ηλία Λιάμη

  • Για ποιον ήταν ο δίσκος σήμερα, γέροντα;
  • Για τον παπα - Αρσένη, ένα αγιασμένο γεροντάκι που βρήκα εδώ, στο μοναστήρι, όταν ήρθα.
  • Και γιατί τον λες αγιασμένο;
  • Γιατί, κάθε φορά που ήμουν κοντά του και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες, ένιωθα ξαφνικά δύο πράγματα: πως μπορώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος και πως ο Θεός αγαπάει ακόμα και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου, ακόμα και τον τελευταίο αναστεναγμό της ψυχής μου.
  • Ήξερε γράμματα;
  • Είχε τελειώσει την έκτη Γυμνασίου, τότε, αλλά, όταν ήσουν δίπλα του, άκουγες κουβέντες τόσο απλές, σαν να προέρχονταν από τον πιο αγράμματο βοσκό. Αυτό το ΄΄κάτι΄΄ που έχει η απλότητα είναι που με συγκινεί βαθιά, κάθε φορά που μιλάω με τέτοιους ανθρώπους.
  • Τελικά, τι είναι αυτό που δίνει τόση δύναμη, τόση γοητεία, στον λόγο των απλών ανθρώπων;
  • Είναι το βάρος που παίρνουν στο στόμα τους οι λέξεις και η δύναμή τους να φτάνουνε στο βάθος της καρδιάς όσων τις ακούν. Είναι καταπληκτικό! Οι ίδιες λέξεις που τις έχεις ακούσει ένα εκατομμύριο φορές στους δρόμους, σε ομιλίες, στις συναναστροφές, σε εκπομπές, γίνονται ολόφρεσκες όταν βγαίνουν από το στόμα των απλών ανθρώπων. Εξαιτίας αυτών, των ταπεινών και αγιασμένων που αξιώθηκα να γνωρίσω, αγάπησα πολύ τις λέξεις. Και όχι μόνο αυτό· έμαθα και να τις σέβομαι. Για χάρη των ταπεινών που αξιώθηκα να γνωρίσω, αποφάσισα να μιλάω μόνο όταν αληθινά έχω κάτι να πω. Αυτοί με έμαθαν να ντύνω την κάθε μου συλλαβή με πολλή προσευχή, ώστε, όποιος μ΄ ακούει, να ωφεληθεί ή, έστω, να μην ζημιωθεί.
  • Κάνατε παρέα;
  • Και όχι μόνο. Πολύ συχνά προσευχόμαστε μαζί. Μόνο που είχε ένα… ελάττωμα.
  • Τι ελάττωμα;
  • Στο τέλος της προσευχής, απέφευγε το «δι’ ευχών».
  • Πώς γίνεται αυτό;
  • Αυτό τον ρώτησα και εγώ την πρώτη φορά. Διαβάζαμε μαζί τον όρθρο, στο τέλος όμως «δι’ ευχών» δεν είπε. «Γέροντα», του λέω, «δεν είπες το «δι’ ευχών». Με κοίταξε χαμογελαστός και μου είπε «ευλογείτε πάτερ». Είπα το «δι’ ευχών» και μετά πήγαμε να καθίσουμε κάτω απ’ τη μουριά.
  • Του είπες κάτι;
  • Όχι.

Με είδε παραξενεμένο και με πρόλαβε.

  • «Ξέρεις πάτερ μου», μου είπε, «δεν έχω καλές σχέσεις με το «δι’ ευχών».

Ξαφνιάστηκα αλλά δεν μίλησα. Περίμενα. Εκείνος συνέχισε:

  • «δι’ ευχών» αισθάνομαι πως κάτι τελειώνει. Και εγώ αυτά που μου συμβαίνουν την ώρα της προσευχής δεν θέλω να τελειώσουν. Τελειώνει λοιπόν η ακολουθία, τελειώνει η προσευχή μου κι όλο λέω, άσε, θα πω «δι’ ευχών» λίγο αργότερα. Και μετά πάλι λίγο αργότερα… και λίγο αργότερα… κι έτσι φτάνω στην επόμενη ακολουθία, στην επόμενη προσευχή και αισθάνομαι πως τίποτα δεν έχει διακοπεί. Όλη μέρα μία προσευχή πάτερ μου! Άνθρωποι να σου μιλούν για δουλειές, τα διακονήματα πρέπει να γίνουν, μετά εξομολόγηση, μαγείρεμα, δουλειές στο μποστάνι. Τα πάντα να τα κάνεις όπως πρέπει αλλά να μην περνάνε στον πυρήνα της καρδιάς, να μην γίνονται ποτέ το κύριο, το σημαντικό, το απαραίτητο. Και επειδή τα χέρια δεν είναι πάντα διαθέσιμα, να αισθάνεσαι πως η ίδια η καρδιά κάνει διαρκώς κομποσκοίνι.
  • Και έτσι έζησε μέχρι τέλους;
  • Έτσι. Και μου άφησε μία όμορφη πνευματική κληρονομιά: Τον πόθο, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, να είναι ένα «Κύριε ελέησον».

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2023/09/choris-di-efchon/

Subscribe to Email